Δευτέρα 2 Απριλίου 2012
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΟΝΤΟΣ 8 -14
Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ετικέτες ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 8
Σοφ. Σολ. 8,1 Διατείνει δὲ ἀπὸ πέρατος εἰς πέρας
εὐρώστως καὶ διοικεῖ τὰ πάντα χρηστῶς.
Σοφ. Σολ. 8,1 Η θεία σοφία επεκτείνει μετά δυνάμεως την κυριαρχίαν
της από το ένα άκρον του κόσμου έως το άλλο, και διοικεί τα πάντα με
ευεργετικήν καλωσύνην και αγαθότητα.
Σοφ. Σολ. 8,2 Ταύτην ἐφίλησα καὶ ἐξεζήτησα ἐκ
νεότητός μου καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ
κάλλους αὐτῆς.
Σοφ. Σολ. 8,2 Αυτήν εγώ ηγάπησα με όλην μου την δύναμιν. Την
ανεζήτησα από αυτά ακόμα τα νεανικά μου χρόνια. Επεθύμησα να την λάβω σύζυγόν
μου. Εγινα εραστής του κάλλους της.
Σοφ. Σολ. 8,3 εὐγένειαν δοξάζει συμβίωσιν Θεοῦ ἔχουσα,
καὶ ὁ πάντων δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν·
Σοφ. Σολ. 8,3 Η αιωνία συμβίωσίς της μετά του Θεού κάμνει να
ακτινοβολή η ευγένεια της καταγωγής της. Ο Κυριος και Δεσπότης του σύμπαντος
την έχει αγαπήσει προαιωνίως και την αγαπά πάντοτε.
Σοφ. Σολ. 8,4 μύστις γάρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιστήμης
καὶ αἱρετὶς τῶν ἔργων αὐτοῦ.
Σοφ. Σολ. 8,4 Αυτή κατέχει πλήρως εις βάθος και πλάτος την άπειρον
γνώσιν του Θεού και χειραγωγεί προς αυτήν τους ανθρώπους. Αυτή επιλέγει τα
έργα, τα οποία ο Θεός δημιουργεί.
Σοφ. Σολ. 8,5 εἰ δὲ πλοῦτός ἐστιν ἐπιθυμητὸν κτῆμα
ἐν βίῳ, τί σοφίας πλουσιώτερον τῆς τὰ πάντα ἐργαζομένης;
Σοφ. Σολ. 8,5 Εάν ο πλούτος είναι δια τον βίον πολύ επιθυμητόν αγαθόν,
πόσω μάλλον η σοφία είναι τιμιώτερον και πολύ περισσότερον επιθυμητόν αγαθόν, η
σοφία η οποία κατεργάζεται πάντα τα αγαθά;
Σοφ. Σολ. 8,6 εἰ δὲ φρόνησις ἐργάζεται, τίς αὐτῆς
τῶν ὄντων μᾶλλόν ἐστι τεχνῖτις;
Σοφ. Σολ. 8,6 Εάν η διάνοια και η σύνεσις των ανθρώπων εργάζεται
αγαθά, πόσω μάλλον η σοφία του Θεού είναι η τεχνίτις, που κατεργάζεται όλα
γενικώς τα καλά έργα;
Σοφ. Σολ. 8,7 καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ
πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί· σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην
καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις.
Σοφ. Σολ. 8,7 Εάν δε κανείς επιθυμή την κατά το δυνατόν δικαιοσύνην,
την αρετήν, ας σκεφθή ότι οι καρποί της σοφίας είναι ακριβώς αι αρεταί. Διότι
αυτή διδάσκει την σωφροσύνην και την σύνεσιν, την δικαιοσύνην και την ανδρείαν,
αρετάς από τας οποίας δεν υπάρχει τίποτε άλλο χρησιμώτερον στον βίον των
ανθρώπων.
Σοφ. Σολ. 8,8 εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τις, οἶδε
τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων,
σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων.
Σοφ. Σολ. 8,8 Επιθυμεί κανείς πολλήν γνώσιν και πείραν; Ας σκεφθή,
ότι η σοφία γνωρίζει τα αρχαία, προβλέπει και προαναγγέλλει τα μέλλοντα, κάτεχε
καλώς τους πολυπλόκους και δυσνοήτους λόγους, τας λύσεις των γριφωδών φράσεων.
Γνωρίζει ακριβώς και προαναγγέλλει μεγάλα και μικρά, θαυμαστά πάντοτε,
γεγονότα. Οπως επίσης διαδοχάς εποχών και χρόνων.
Σοφ. Σολ. 8,9 ἔκρινα τοίνυν ταύτην ἀγαγέσθαι πρὸς
συμβίωσιν, εἰδὼς ὅτι ἔσται μοι σύμβουλος ἀγαθῶν καὶ παραίνεσις φροντίδων καὶ
λύπης.
Σοφ. Σολ. 8,9 Εκρινα, λοιπόν, εγώ ορθόν και απεφάσισα αυτήν να πάρω
ως σύντροφον της ζωής μου, δια να ζήσω μαζή της όλον μου τον βίον, διότι
γνωρίζω καλά ότι αυτή θα είναι πολύτιμος σύμβουλός μου εις κάθε καλόν, όπως
επίσης θαρραλέα προτροπή και παρηγορία εις τας φροντίδας και τας λύπας της
ζωής.
Σοφ. Σολ. 8,10 ἕξω δι᾿ αὐτὴν δόξαν ἐν ὄχλοις καὶ
τιμὴν παρὰ πρεσβυτέροις ὁ νέος·
Σοφ. Σολ. 8,10 Χαρις εις αυτήν και δια μέσου αυτής θα αποκτήσω δόξαν
μεταξύ του λαού, εκτίμησιν δε και υπόληψιν μεταξύ των πρεσβυτέρων από αυτήν
ακόμη την νεότητά μου.
Σοφ. Σολ. 8,11 ὀξὺς εὑρεθήσομαι ἐν κρίσει καὶ ἐν ὄψει
δυναστῶν θαυμασθήσομαι·
Σοφ. Σολ. 8,11 Χαρις εις αυτήν θα αποκτήσω οξύτητα διανοίας και ευθύτητα
κρίσεως εις τας δίκας, ενώπιον δε των μεγάλων της γης θα είμαι αξιοθαύμαστος.
Σοφ. Σολ. 8,12 σιγῶντά με περιμενοῦσι καὶ φθεγγομένῳ
προσέξουσι καὶ λαλοῦντος ἐπί πλεῖον χεῖρα ἐπιθήσουσιν ἐπὶ στόμα αὐτῶν.
Σοφ. Σολ. 8,12 Οταν σιωπώ, θα με περιμένουν να ομιλήσω· και όταν εγώ θα
ομιλώ, θα με προσέχουν. Και όταν παρατείνω την ομιλίαν μου επί πολύ, εκείνοι θα
θέτουν το χέοι των στο στόμα των, δηλούντες ότι πρέπει όλοι να σιωπήσουν, δια
να με ακούσουν.
Σοφ. Σολ. 8,13 ἕξω δι᾿ αὐτὴν ἀθανασίαν καὶ μνήμην αἰώνιον
τοῖς μετ᾿ ἐμὲ ἀπολείψω.
Σοφ. Σολ. 8,13 Χαρις εις αυτήν θα αποκτήσω την αθανασίαν και θα αφήσω
αιωνίαν μνήμην εις εκείνους, οι οποίοι θα ελθουν υστέρα από εμέ.
Σοφ. Σολ. 8,14 διοικήσω λαούς, καὶ ἔθνη ὑποταγήσεταί
μοι·
Σοφ. Σολ. 8,14 Από αυτήν φωτιζόμενος και χειραγωγούμενος θα διοικήσω
λαούς, έθνη δε ξένα θα υποταχθούν εις εμέ.
Σοφ. Σολ. 8,15 φοβηθήσονταί με ἀκούσαντες τύραννοι
φρικτοί, ἐν πλήθει φανοῦμαι ἀγαθὸς καὶ ἐν πολέμῳ ἀνδρεῖος.
Σοφ. Σολ. 8,15 Φοβεροί δε και σκληροί τύραννοι θα με φοβούνται, και
μόνον το όνομά μου όταν ακούουν. Μεταξύ του λαού θα είμαι και θα φαίνομαι
ευμενής και ευεργετικός, εις δε τους πολέμους ανδρείος.
Σοφ. Σολ. 8,16 εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου
προσαναπαύσομαι αὐτῇ· οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφή αὐτῆς, οὐδὲ ὀδύνην ἡ
συμβίωσις αὐτῆς, ἀλλὰ εὐφροσύνην καὶ χαράν.
Σοφ. Σολ. 8,16 Οταν επιστρέφω στον οίκον μου, θα αναπαύωμαι ειρηνικός
και χαρούμενος πλησίον της. Διότι η συναναστροφή με την σοφίαν δεν έχει καμμίαν
πικρίαν, και η συμβίωσις με αυτήν δεν προκαλεί καμμίαν λύπην και θλίψιν. Αλλά,
τουναντίον, φέρει ευφροσύνην και χαράν.
Σοφ. Σολ. 8,17 ταῦτα λογισάμενος ἐν ἐμαυτῷ καὶ
φροντίσας ἐν καρδίᾳ μου ὅτι ἐστιν ἀθανασία ἐν συγγενείᾳ σοφίας
Σοφ. Σολ. 8,17 Αυτά εσκέφθην επανειλημμένως από μέσα μου, και με
σοβαρότητα τα εμελέτησα με την διάνοιαν και την καρδίαν μου, ότι δηλαδή εις την
μετά της σοφίας ένωσιν και συμβίωσιν υπάρχει η αθανασία,
Σοφ. Σολ. 8,18 καὶ ἐν φιλίᾳ αὐτῆς τέρψις ἀγαθὴ καὶ ἐν
πόνοις χειρῶν αὐτῆς πλοῦτος ἀνεκλιπὴς καὶ ἐν συγγυμνασίᾳ ὁμιλίας αὐτῆς φρόνησις
καὶ εὔκλεια ἐν κοινωνίᾳ λόγων αὐτῆς, περιῄειν ζητῶν ὅπως λάβω αὐτὴν εἰς ἐμαυτόν.
Σοφ. Σολ. 8,18 εις την φιλίαν της η αγνή τέρψις, στους κόπους των χειρών
της ανεξάντλητος ο πλούτος, εις την καλλιέργειαν των μετ' αυτής σχέσεων υπάρχει
η σύνεσις, δόξα δε εις την συμμετοχήν και αποδοχήν των λόγων της. Ταύτα,
λοιπόν, αφού εσκέφθην εγύριζα και αναζητούσα αυτήν, δια να λάβω ως σύζυγόν μου
εις όλον το διάστημα της ζωής μου.
Σοφ. Σολ. 8,19 παῖς δὲ ἤμην εὐφυὴς ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς,
Σοφ. Σολ. 8,19 Από αυτής ακόμη της παιδικής μου ηλικίας ήμην ευφυής,
έλαβα δε ως δώρον από τον Θεόν ψυχήν αγαθήν·
Σοφ. Σολ. 8,20 μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον.
Σοφ. Σολ. 8,20 μάλλον δέ, επειδή ακριβώς ήμουν αγαθός, ήλθα εις σώμα
άρτιον και ακηλίδωτον.
Σοφ. Σολ. 8,21 γνοὺς δὲ ὅτι οὐκ ἄλλως ἔσομαι ἐγκρατής,
ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς δῷ -καὶ τοῦτο δ᾿ ἦν φρονήσεως τὸ εἰδέναι τίνος ἡ χάρις- ἐνέτυχον
τῷ Κυρίῳ καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ καὶ εἶπον ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου.
Σοφ. Σολ. 8,21 Επειδή δε εγνώρισα καλά, ότι δεν είναι δυνατόν κατ' άλλον
τρόπον να αποκτήση κανείς την σοφίαν, εάν ο Θεός δεν του την δώση- και αυτό
είναι τεκμήριον συνέσεως, το να γνωρίζης από ποιόν προέρχεται αυτή η δωρεά,-
επλησίασα τον Κυριον και τον παρεκάλεσα με όλην μου την καρδίαν και είπα·
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 9
Σοφ. Σολ. 9,1 Θεὲ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους ὁ
ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου
Σοφ. Σολ. 9,1 Θεέ των προγόνων μου, Κυριε του ελέους, συ ο οποίος δια
μόνου του λόγου σου εδημιούργησες τα σύμπαντα
Σοφ. Σολ. 9,2 καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύσασας ἄνθρωπον,
ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων
Σοφ. Σολ. 9,2 και με την θείαν σου σοφίαν έπλασες τον άνθρωπον, στον
οποίον έδωσες το προσόν να είναι κύριος όλων των δημιουργημάτων σου,
Σοφ. Σολ. 9,3 καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι
καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ,
Σοφ. Σολ. 9,3 να επιβλέπη και κυβερνά τον κόσμον με αφοσίωσιν προς σε
και με δικαιοσύνην προς τους ανθρώπους και να εκδίδη κατά τας δίκας δικαίας
αποφάσεις με ευθύτητα και αντικειμενικότητα καρδίας,
Σοφ. Σολ. 9,4 δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων
πάρεδρον σοφίαν καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου.
Σοφ. Σολ. 9,4 δος μου την σοφίαν, η οποία παρακάθεται εις θρόνον
κοντά στον ιδικόν σου θρόνον και μη με αποδοκιμάσης από την τάξιν των δούλων
σου.
Σοφ. Σολ. 9,5 ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς
παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως
καὶ νόμων·
Σοφ. Σολ. 9,5 Διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος, υιός της ιδικής σου
δούλης, της μητρός μου. Ανθρωπος αδύνατος, του οποίου ο βίος είναι βραχύς επί
της γης, μικρός και αδύνατος εις ορθάς κρίσεις και εις την γνώσιν των ιδικών
σου νόμων.
Σοφ. Σολ. 9,6 κἂν γάρ τις ᾖ τέλειος ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων,
τῆς ἀπὸ σοῦ σοφίας ἀπούσης, εἰς οὐδὲν λογισθήσεται.
Σοφ. Σολ. 9,6 Και εάν, έστω, υπάρξη κανείς τέλειος μεταξύ των άλλων
ανθρώπων, όταν από αυτόν απρυσιαζη η σοφία σου, είναι ένα τίποτε ενώπιον σου
και ενώπιον των ορθοφρονούντων ανθρώπων.
Σοφ. Σολ. 9,7 σύ με προείλω βασιλέα λαοῦ σου καὶ
δικαστὴν υἱῶν σου καί θυγατέρων·
Σοφ. Σολ. 9,7 Συ, με εξέλεξες ως βασιλέα του λαού σου, με κατέστησες
δικαστήν μεταξύ των υιών σου και των θυγατέρων σου.
Σοφ. Σολ. 9,8 εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει ἁγίῳ
σου καὶ ἐν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον, μίμημα σκηνῆς ἁγίας, ἣν
προητοίμασας ἀπ᾿ ἀρχῆς.
Σοφ. Σολ. 9,8 Συ είπες να ανοικοδομήσω ναόν στο άγιόν σου όρος και
θυσιαστήριον εις την πόλιν, όπου έστησες την σκηνήν σου, όμοιον προς την άγιον
Σκηνήν του Μαρτυρίου σου, την οποίαν απ' αρχής συ είχες προετοιμάσει.
Σοφ. Σολ. 9,9 καὶ μετὰ σοῦ ἡ σοφία ἡ εἰδυῖα τὰ ἔργα
σου καὶ παροῦσα, ὅτε ἐποίεις τὸν κόσμον, καὶ ἐπισταμένη τί ἀρεστὸν ἐν ὀφθαλμοῖς
σου καὶ τί εὐθὲς ἐν ἐντολαῖς σου.
Σοφ. Σολ. 9,9 Μαζή με σε είναι πάντοτε η σοφία, η οποία εγνώριζεν
απολύτως και γνωρίζει όλα τα έργα σου, και η οποία ήτο παρούσα, όταν συ εκ του
μηδενός εδημιουργούσες τον κόομον, και εγνώριζε τι είναι ευάρεστον ενώπιον των
οφθαλμών σου και σύμφωνον με τας αγίας εντολάς σου.
Σοφ. Σολ. 9,10 ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν
καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ καὶ γνῶ τί εὐάρεστόν
ἐστι παρά σοί.
Σοφ. Σολ. 9,10 Αυτήν, λοιπόν, την θείαν σοφίαν σου στείλε εις εμέ τον
δούλον σου από τους αγίους ουρανούς και από τον θρόνον της δόξης σου, δια να
ευρίσκεται πάντοτε κοντά μου και κοπιάζη μαζή μου, ώστε εγώ να γνωρίσω ακριβώς
τι είναι ευάρεστον ενώπιόν σου.
Σοφ. Σολ. 9,11 οἶδε γὰρ ἐκείνη πάντα καὶ συνίει καὶ
ὁδηγήσει με ἐν ταῖς πράξεσί μου σωφρόνως καὶ φυλάξει με ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς·
Σοφ. Σολ. 9,11 Η σοφία σου γνωρίζει τα πάντα και αυτή θα με οδηγήση
συνετώς εις τας πορείας του βίου μου. Θα με περιφρουρήση και θα με προστατεύση
το φως της ιδικής της δόξης.
Σοφ. Σολ. 9,12 καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ
διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίως καὶ ἔσομαι ἄξιος θρόνων πατρός μου.
Σοφ. Σολ. 9,12 Χαρις εις αυτήν θα είναι ευπρόσδεκτα από σε τα έργα μου.
Και εγώ θα κυβερνώ και θα δικάζω τον λαόν σου με δικαιοσύνην. Θα αναδειχθώ
άξιος των θρόνων του πατρός μου Δαβίδ.
Σοφ. Σολ. 9,13 τίς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ;
ἢ τίς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος;
Σοφ. Σολ. 9,13 Ποιός άνθρωπος είναι εις θέσιν εξ εαυτού να γνωρίση τας
βούλας του Θεού; Η ποιός ημπορεί εξ εαυτού να συλλάβη και να κατανοήση το
θέλημα του Κυρίου;
Σοφ. Σολ. 9,14 λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί, καὶ ἐπισφαλεῖς
αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν.
Σοφ. Σολ. 9,14 Διότι αι σκέψεις των ανθρώπων είναι ταλαντευόμεναι και
ασταθείς και αι επινοήσεις της διανοίας μας εσφαλμέναι.
Σοφ. Σολ. 9,15 φθαρτὸν γὰρ σῶμα βαρύνει ψυχήν, καὶ
βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν πολυφρόντιδα.
Σοφ. Σολ. 9,15 Διότι το φθαρτόν τούτο σώμα μας βαρύνει την ψυχήν και
επισκοτίζει την κρίσιν της. Η χωματένια αυτή κατοικία της ψυχής μας καταπονείται
με τας πολλάς μερίμνας του νου.
Σοφ. Σολ. 9,16 καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς καί τὰ
ἐν χερσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς τίς ἐξιχνίασε;
Σοφ. Σολ. 9,16 Μολις δε και μετά βίας διατυπώνομεν εικασίας και
συνάγομεν συμπεράσματα δια τα επί της γης πράγματα και φαινόμενα. Μετά κόπου δε
και δυσκολίας ευρίσκομεν αυτά, που εξαρτώνται από τα χέρια μας. Τα όσα όμως
υπέροχα υπάρχουν επάνω στους ουρανούς, ποιός εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να
εξιχνιάση;
Σοφ. Σολ. 9,17 βουλὴν δέ σου τίς ἔγων, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας
σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων;
Σοφ. Σολ. 9,17 Ποιός εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, ειμή μόνον εκείνος,
στον οποίον συ έδωκες σοφίαν και έπεμψες το Αγιόν σου Πνεύμα από τους υψίστους
ουρανούς;
Σοφ. Σολ. 9,18 καὶ οὕτως διωρθώθησαν αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ
γῆς, καὶ τὰ ἀρεστά σου ἐδιδάχθησαν ἄνθρωποι,
Σοφ. Σολ. 9,18 Ετσι δέ με την ιδικήν σου σοφίαν διωρθώθησαν και
διορθώνονται αι πορείαι των ανθρώπων επί της γης. Και οι άνθρωποι δι' αυτής
έχουν διδαχθή και διδάσκονται τα ευάρεστα ενώπιόν σου.
Σοφ. Σολ. 9,19 καὶ τῇ σοφίᾳ ἐσώθησαν.
Σοφ. Σολ. 9,19 Με την ιδικήν σου σοφίαν εσώθησαν και θα σωθούν.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 10
Σοφ. Σολ. 10,1 Αὕτη πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου
μόνον κτισθέντα διεφύλαξε καὶ ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ παραπτώματος ἰδίου
Σοφ. Σολ. 10,1 Η θεία σοφία διεφύλαξε τον πρωτόπλαστον, τον Αδάμ,
εκείνον τον οποίον ο Θεός έπλασε, δια να είναι ο πρώτος μέσα στον κόσμον. Τον
διεφύλαξεν από την πλήρη καταστροφήν και τον έβγαλεν από την ιδικήν του πτώσιν.
Σοφ. Σολ. 10,2 ἔδωκέ τε αὐτῷ ἰσχὺν κρατῆσαι ἁπάντων.
Σοφ. Σολ. 10,2 Εδωκεν εις αυτόν την δύναμιν, να κυριαρχή και να
εξουσίαζη επί όλων των δημιουργημάτων της γης.
Σοφ. Σολ. 10,3 ἀποστάς δὲ ἀπ᾿ αὐτῆς ἄδικος ἐν ὀργῇ
αὐτοῦ, ἀδελφοκτόνοις συναπώλετο θυμοῖς·
Σοφ. Σολ. 10,3 Οταν δε ο αμαρτωλός, ο αδελφοκτόνος Καϊν, κυριαρχούμενος
από την θανάσιμον αυτού οργήν, απεμακρύνθη από την θείαν σοφίαν και εφόνευσε
τον αδελφόν του, εξ αιτίας της αδελφοκτόνου αυτής οργής του κατεστράφη ο ίδιος.
Σοφ. Σολ. 10,4 δι᾿ ὃν κατακλυζομένην γῆν πάλιν
διέσωσε σοφία, δι᾿ εὐτελοῦς ξύλου τὸν δίκαιον κυβερνήσασα.
Σοφ. Σολ. 10,4 Οταν δε εξ αιτίας αυτού και των απογόνων του η γη
κατεκλύσθη από τα ύδατα του κατακλυσμού, πάλιν η σοφία διέσωσε τον άνθρωπον.
Κατηύθυνε, δι' ενός ευτελούς ξύλου, τον δίκαιον Νώε εις σωτηρίαν.
Σοφ. Σολ. 10,5 αὕτη καὶ ἐν ὁμονοίᾳ πονηρίας ἐθνῶν
συγχυθέντων ἔγνω τὸν δίκαιον καὶ ἐτήρησεν αὐτὸν ἄμεμπτον Θεῷ καὶ ἐπὶ τέκνου
σπλάγχνοις ἰσχυρὸν ἐφύλαξεν.
Σοφ. Σολ. 10,5 Αυτή, όταν από συμφώνου τα έθνη εξέκλιναν εις τας
πονηρίας και επήλθε πλήρης σύγχυσις μεταξύ των, εξεχώρισε και διετήρησε τον
δίκαιον, τον Αβραάμ, άμεμπτον ενώπιον του Θεού και του έδωσεν ισχύν καρδίας,
όταν επρόκειτο να θυσιάση το τέκνον του, τον Ισαάκ, τον καρπόν των σπλάγχνων
του.
Σοφ. Σολ. 10,6 αὕτη δίκαιον ἐξαπολλυμένων ἀσεβῶν ἐῤῥύσατο
φυγόντα πῦρ καταβάσιον Πενταπόλεως·
Σοφ. Σολ. 10,6 Αυτή, όταν κατεστρέφοντο οι ασεβείς Σοδομίται, διεφύλαξε
τον δίκαιον Λωτ, ο οποίος έτσι διέφυγε το πυρ, που είχε κατεβή εκ του ουρανού
εναντίον των πέντε εκείνων αμαρτωλών πόλεων.
Σοφ. Σολ. 10,7 ἧς ἔτι μαρτύριον τῆς πονηρίας
καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, καὶ ἀτελέσιν ὥραις καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσης
ψυχῆς μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλός.
Σοφ. Σολ. 10,7 Εις παντοτεινόν δε μαρτύριον της πονηρίας των πέντε
εκείνων πόλεων, είναι η έρημος χώρα των, η οποία και καπνίζει ακόμη. Τα θαμνώδη
δε αυτής φυτά, μάρτυρες της καταστροφής της, καρποφορούν προώρως εις
ακαταλλήλους εποχάς, στήλη άλατος υψώνεται εις ανάμνησιν μιας ψυχής η οποία
έδειξεν απιστίαν και ανυπακοήν στον Θεόν.
Σοφ. Σολ. 10,8 σοφίαν γὰρ παροδεύσαντες οὐ μόνον ἐβλάβησαν
τοῦ μὴ γνῶναι τὰ καλά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀφροσύνης ἀπέλιπον τῷ βίῳ μνημόσυνον, ἵνα ἐν
οἶς ἐσφάλησαν μηδὲ λαθεῖν δυνηθῶσι.
Σοφ. Σολ. 10,8 Διότι όσοι κατεφρόνησαν και παρεμέρισαν την σοφίαν, όχι μόνον
ετιμωρήθησαν, ώστε να μη γνωρίσουν τα καλά της, αλλά αφήκαν στους απαγόνους των
τέτοιαν ανάμνησιν της αφροσύνης των, ώστε να μη μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα
σφάλματα, τα οποία διέπραξαν.
Σοφ. Σολ. 10,9 σοφία δὲ τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ
πόνων ἐῤῥύσατο.
Σοφ. Σολ. 10,9 Η σοφία έχει απαλάξει από τους μόχθους και τας
ταλαιπωρίας εκείνους, οι οποίοι την εδέχθησαν και την υπηρέτησαν.
Σοφ. Σολ.
10,10 αὕτη φυγάδα ὀργῆς ἀδελφοῦ
δίκαιον ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις· ἔδειξεν αὐτῷ βασιλείαν Θεοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ
γνῶσιν ἁγίων· εὐπόρησεν αὐτὸν ἐν μόχθοις καί ἐπλήθυνε τοὺς πόνους αὐτοῦ·
Σοφ. Σολ. 10,10 Αυτή τον δίκαιον Ιακώβ φεύγοντα εις ξένην χώραν, δια να
διαφύγη την οργήν του αδελφού του Ησαύ, τον ωδήγησεν εις ευθείς δρόμους. Του
έδειξε την βασιλείου του Θεού, του έδωσε γνώσιν αγίων πραγμάτων. Ευλόγησε με
πλούσια αγαθά τους μόχθους του και επλήθυνε τα προϊόντα των κόπων του.
Σοφ. Σολ.
10,11 ἐν πλεονεξίᾳ κατισχυόντων αὐτὸν
παρέστη καὶ ἐπλούτισεν αὐτόν·
Σοφ. Σολ. 10,11 Αυτή του παρεστάθη προστάτις και τον επροφύλαξεν από την
πλεονεξίαν ισχυρών ανθρώπων, του Λαβαν και των περί αυτόν, και τον κατέστησε
πλούσιον.
Σοφ. Σολ.
10,12 διεφύλαξεν αὐτὸν ἀπὸ ἐχθρῶν,
καὶ ἀπὸ ἐνεδρευόντων ἠσφαλίσατο καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτῷ, ἵνα γνῷ, ὅτι
παντὸς δυνατωτέρα ἐστὶν εὐσέβεια.
Σοφ. Σολ. 10,12 Τον διεφύλαξεν από τας επιθέσεις των εχθρών του, τον έσωσεν
ασφαλή από εκείνους, οι οποίοι του έστησαν παγίδας στον δρόμον του. Και εις
κάποιον μεγάλον αγώνα, που ενίκησε, τον εβράβευσε, δια να μάθη, ότι η ευσέβεια
είναι ισχυροτέρα από όλα.
Σοφ. Σολ.
10,13 αὕτη πραθέντα δίκαιον οὐκ ἐγκατέλιπεν,
ἀλλὰ ἐξ ἁμαρτίας ἐῤῥύσατο αὐτόν·
Σοφ. Σολ. 10,13 Η σοφία δεν εγκατέλειψε τον δίκαιον Ιωσήφ, όταν επωλήθη από
τους αδελφούς του ως δούλος, αλλά τουναντίον τον εγλύτωσε και από την αμαρτίαν
της συζύγου του Πετεφρή.
Σοφ. Σολ.
10,14 συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον
καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν
τυραννούντων αὐτοῦ· ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ
δόξαν αἰώνιον.
Σοφ. Σολ. 10,14 Η σοφία κατέβη μαζή του εις την φυλακήν, και εις τα δεσμά
αυτά της φυλακής δεν τον εγκατέλειψε· μέχρις ότου έδωσεν εις αυτόν βασιλικά
σκήπτρα, εξουσίαν επί εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως τον ετυραννούσαν. Η σοφία
απέδειξε ψεύστας εκείνους, οι οποίοι τον είχαν κατηγορήσει, και έδωκεν εις
αυτόν δόξαν αιωνίαν.
Σοφ. Σολ.
10,15 αὕτη λαὸν ὅσιον καὶ σπέρμα ἄμεμπτον
ἐῤῥύσατο ἐξ ἔθνους θλιβόντων·
Σοφ. Σολ. 10,15 Αυτή ένα λαόν όσιον και ακατηγόρητον τον απήλλαξεν από το
έθνος των Αιγυπτίων, οι οποίοι τους κατατυραννούσαν.
Σοφ. Σολ.
10,16 εἰσῆλθεν εἰς ψυχὴν
θεράποντος Κυρίου καὶ ἀντέστη βασιλεῦσι φοβεροῖς ἐν τέρασι καὶ σημείοις.
Σοφ. Σολ. 10,16 Η σοφία εισήλθε και κατώκησεν εις την ψυχήν του Μωϋσέως,
του δούλου του Κυρίου, και αυτή αντεστάθη εναντίον του τρομερού Φαραώ με πλήθος
φοβερών σημείων και τεράτων.
Σοφ. Σολ.
10,17 ἀπέδωκεν ὁσίοις μισθὸν
κόπων αὐτῶν, ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ὁδῷ θαυμαστῇ καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς σκέπην ἡμέρας
καὶ εἰς φλόγα ἄστρων τὴν νύκτα.
Σοφ. Σολ. 10,17 Εδωκεν στους αγίους, στους Ισραηλίτας, τον μισθόν των κόπων
των και τους ωδήγησε θαυματουργικώς καθ' όλην την πορείαν των από την Γεσέμ έως
την Χαναάν. Εγινε σκέπη και προφύλαξις δι' αυτούς καθ' όλην την ημέραν από τας
φλογεράς ακτίνας του ηλίου, φως δε αστρικόν κατά το διάστημα της νυκτός.
Σοφ. Σολ.
10,18 διεβίβασεν αὐτοὺς θάλασσαν ἐρυθρὰν
καὶ διήγαγεν αὐτοὺς δι᾿ ὕδατος πολλοῦ·
Σοφ. Σολ. 10,18 Αυτή τους επέρασε δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης και τους
ωδήγησε δια μέσου πολλών υδάτων.
Σοφ. Σολ.
10,19 τοὺς δὲ ἐχθροὺς αὐτῶν
κατέκλυσε καὶ ἐκ βάθους ἀβύσσου ἀνέβρασεν αὐτούς.
Σοφ. Σολ. 10,19 Τους δε εχθρούς των, τους Αιγυπτίους, τους έπνιξε μέσα στον
κατακλυσμόν των υδάτων και κατόπιν από τα βάθη των θαλασσών τους εξεβρασε.
Σοφ. Σολ.
10,20 διὰ τοῦτο δίκαιοι ἐσκύλευσαν
ἀσεβεῖς καὶ ὕμνησαν, Κύριε, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου, τήν τε ὑπέρμαχόν σου χεῖρα ᾔνεσαν
ὁμοθυμαδόν·
Σοφ. Σολ. 10,20 Χαρις εις την θαυματουργικήν αυτήν απόφασιν της θείας
σοφίας, οι δίκαιοι Ισραηλίται ελεηλάτησαν τους ασεβείς εχθρούς των και
εδοξολόγησαν, Κυριε, το άγιόν σου Ονομα, και την ακατανίκητον δεξιάν σου
υμνολόγησαν όλοι μαζή.
Σοφ. Σολ.
10,21 ὅτι ἡ σοφία ἤνοιξε στόμα
κωφῶν καὶ γλώσσας νηπίων ἔθηκε τρανάς.
Σοφ. Σολ. 10,21 Διότι η σοφία ήνοιξε το στόμα και τα αυτιά των κωφαλάλων
και κατέστησε ρήτορας τας γλώσσας των νηπίων ανθρώπων.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 11
Σοφ. Σολ. 11,1 Εὐώδωσε τὰ ἔργα αὐτῶν ἐν χειρὶ
προφήτου ἁγίου.
Σοφ. Σολ. 11,1 Η σοφία του Θεού κατευώδωσε τα έργα των Ισραηλιτν δια του
αγίου προφήτου, του Μωϋσέως.
Σοφ. Σολ. 11,2 διώδευσαν ἔρημον ἀοίκητον καὶ ἐν ἀβάτοις
ἔπηξαν σκηνάς·
Σοφ. Σολ. 11,2 Διεπέρασαν χάρις εις αυτήν την ακατοίκητον έρημον και
έστησαν τας σκηνάς των εις χώρας αδιαβάτους και απροσπελάστους.
Σοφ. Σολ. 11,3 ἀντέστησαν πολεμίοις καὶ ἠμύναντο ἐχθρούς.
Σοφ. Σολ. 11,3 Αντεστάθησαν εναντίον πολεμίων και απέκρουσαν τους
εχθρούς των.
Σοφ. Σολ. 11,4 ἐδίψησαν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε, καὶ ἐδόθη
αὐτοῖς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ καὶ ἴαμα δίψης ἐκ λίθου σκληροῦ.
Σοφ. Σολ. 11,4 Εδίψησαν, επεκαλέσθησαν δε την σοφίαν και εδόθη εις
αυτούς νερό από απότομον βράχον, και έτσι έσβησαν την δίψαν των με νερό, το
οποίον ανέβλυσεν από σκληρόν βράχον.
Σοφ. Σολ. 11,5 δι᾿ ὧν γὰρ ἐκολάσθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν,
διὰ τούτων αὐτοὶ ἀποροῦντες εὐεργετήθησαν.
Σοφ. Σολ. 11,5 Δια του ύδατος, δια του μέσου δηλαδή εκείνου με το οποίον
ετιμωρήθησαν οι εχθροί των οι Αιγύπτιοι, με το ίδιο οι Ισροηλίται, όταν το
εστερήθησαν, ευεργετήθησαν από τον Θεόν.
Σοφ. Σολ. 11,6 ἀντὶ μὲν πηγῆς ἀεννάου ποταμοῦ αἵματι
λυθρώδει ταραχθέντος
Σοφ. Σολ. 11,6 Ενῷ δηλαδή τα ύδατα του αστειρεύτου ποταμού, του Νείλου,
ανετάραξες και έγιναν θολά από αίμα ακάθαρτον εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων
Σοφ. Σολ. 11,7 εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος,
ἔδωκας αὐτοῖς δαψιλὲς ὕδωρ ἀνελπίστως,
Σοφ. Σολ. 11,7 δια το νηπιοκτόνον διάταγμα του Φαραώ, συ ο ίδιος έδωκες
στους Ισραηλίτας, παρά πάσαν ελπίδα, άφθονον δροσερόν ύδωρ.
Σοφ. Σολ. 11,8 δείξας διὰ τοῦ τότε δίψους πῶς τοὺς ὑπεναντίους
ἐκόλασας.
Σοφ. Σολ. 11,8 Και έτσι έδειξες εις αυτούς δια της δίψης, με την οποίαν
επί ολίγας ώρας εταλαιπωρήθησαν, πως και πόσον ετιμώρησες τους εχθρούς των,
τους Αιγυπτίους.
Σοφ. Σολ. 11,9 ὅτε γὰρ ἐπειράσθησαν, καί περ ἐν ἐλέει
παιδευόμενοι, ἔγνωσαν πῶς ἐν ὀργῇ κρινόμενοι ἀσεβεῖς ἐβασανίζοντο·
Σοφ. Σολ. 11,9 Διότι όταν οι Ισραηλίται εταλαιπωρήθησαν από την δίψαν,
αν και αυτό ήτο παιδαγωγία δια του θείου ελέους, έμαθαν πόσον εβασανίζοντο οι
ασεβείς εκείνοι, όταν ετιμωρούντο με την οργήν του Θεού δια δίψης.
Σοφ. Σολ.
11,10 τούτους μὲν γὰρ ὡς πατὴρ
νουθετῶν ἐδοκίμασας, ἐκείνους δὲ ὡς ἀπότομος βασιλεὺς καταδικάζων ἐξήτασας.
Σοφ. Σολ. 11,10 Διότι τους μεν Ισραηλίτας ωσάν πατήρ παιδαγωγών και
συμβουλεύων τους ετιμώρησας εις διόρθωσιν, εκείνους όμως, τους Αιγυπτίους, τους
έκρινες και τους ετιμώρησες ως βασιλεύς δίκαιος και αυστηρός.
Σοφ. Σολ.
11,11 καὶ ἀπόντες δὲ καὶ παρόντες
ὁμοίως ἐτρύχοντο·
Σοφ. Σολ. 11,11 Ολοι οι Αιγύπτιοι, παρόντες και απόντες, κατά τον ίδιον
τρόπον εβασανίζοντο.
Σοφ. Σολ.
11,12 διπλῆ γὰρ αὐτοὺς ἔλαβε
λύπη· καὶ στεναγμὸς μνημῶν τῶν παρελθόντων.
Σοφ. Σολ. 11,12 Διότι διπλή λύπη τους είχε καταλάβει κατά την εποχήν
εκείνην. Εστέναζαν αφ' ενός μεν ενθυμούμενοι τας παρελθούσας θλίψεις,
Σοφ. Σολ.
11,13 ὅτε γὰρ ἤκουσαν διὰ τῶν ἰδίων
κολάσεων εὐεργετουμένους αὐτούς, ᾔσθοντο τοῦ Κυρίου·
Σοφ. Σολ. 11,13 αφ' ετέρου δέ, όταν ήκουαν ότι οι Ισραηλίται ευηργετούντο,
δια των ιδίων μέσων, δια των οποίων αυτοί εβασανίζοντο. Τοτε ησθάνθησαν ότι ο
Κυριος ήτο βοηθός των Ισραηλιτών, τιμωρός δε αυτών των ιδίων.
Σοφ. Σολ.
11,14 ὃν γὰρ ἐν ἐκθέσει πάλαι ῥιφέντα
ἀπεῖπον χλευάζοντες, ἐπὶ τέλει τῶν ἐκβάσεων ἐθαύμασαν, οὐχ ὅμοια δικαίοις
διψήσαντες.
Σοφ. Σολ. 11,14 Εκείνον δε τον Μωϋσήν, τον οποίον άλλοτε οι Αιγύπτιοι είχον
γελοιοποιήσει και απορρίψει με χλευασμόν, στο τέλος των θαυμαστών αυτών
γεγονότων τον εθαύμασαν, όταν δηλαδή υπέφεραν και αυτοί από την δίψαν άλλα πολύ
διαφορετικά παρ' όσον υπέφεραν οι δίκαιοι Ισραηλίται εις την έρημον.
Σοφ. Σολ.
11,15 ἀντὶ δὲ λογισμῶν ἀσυνέτων ἀδικίας
αὐτῶν, ἐν οἷς πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα εὐτελῆ, ἐπαπέστειλας
αὐτοῖς πλῆθος ἀλόγων ζώων εἰς ἐκδίκησιν,
Σοφ. Σολ. 11,15 Εις τιμωρίαν δε των ασυνέτων και αμαρτωλών λογισμών των,
από τους οποίους πλανηθέντες επίστευσαν και ελάτρευσαν ως θεούς άλογα, ερπετά
και ευτελή ζώα, έστειλες εναντίον αυτών πλήθος από άλογα ζώα, βατράχους,
σκνίπες και ακρίδες,
Σοφ. Σολ.
11,16 ἵνα γνῶσιν ὅτι δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει,
διὰ τούτων κολάζεται.
Σοφ. Σολ. 11,16 δια να μάθουν ότι με εκείνα δια των οποίων κανείς αμαρτάνει,
με τα ίδια και τιμωρείται.
Σοφ. Σολ.
11,17 οὐ γὰρ ἠπόρει ἡ
παντοδύναμός σου χεὶρ καὶ κτίσασα τὸν κόσμον ἐξ ἀμόρφου ὕλης ἐπιπέμψαι αὐτοῖς
πλῆθος ἄρκων ἢ θρασεῖς λέοντας
Σοφ. Σολ. 11,17 Δεν ήτο βέβαια δύσκολον εις την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία
εδημιούργησε και διεμόρφωσε τον κόσμον από την άμορφον πρωταρχικήν ύλην, να
στείλης εναντίον αυτών πλήθος άρκτων η αγρίους λέοντας
Σοφ. Σολ.
11,18 ἢ νεοκτίστους θυμοῦ πλήρεις
θῆρας ἀγνώστους ἤτοι πυρπνόον φυσῶντας Ῥσθμα ἢ βρόμους λικμωμένους καπνοῦ ἢ
δεινοὺς ἀπ᾿ ὀμμάτων σπινθῆρας ἀστράπτοντας,
Σοφ. Σολ. 11,18 η νεοδημιούργητα άγνωστα έως τότε θηρία, τα οποία να
βγάζουν ως αναπνοήν φωτιά η να εκπνέουν δυσώδη καπνόν η να εκτοξεύουν από τα
μάτια των φοβερούς απαστράπτοντας σπινθήρας·
Σοφ. Σολ.
11,19 ὧν οὐ μόνον ἡ βλάβη ἠδύνατο
συνεκτρῖψαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἡ ὄψις ἐκφοβήσασα διολέσαι.
Σοφ. Σολ. 11,19 φοβερά θηρία, τα οποία θα ηδύναντο, όχι μόνον να
καταστρέψουν τους ασεβείς με φοβεράν φθοράν και βλάβην, άλλα και με μονήν την
φοβεράν όψιν των θα ηδύναντο να τους εκφοβίσουν και να τους εξολοθρεύσουν.
Σοφ. Σολ.
11,20 καὶ χωρὶς δὲ τούτων, ἑνὶ
πνεύματι πεσεῖν ἐδύναντο ὑπὸ τῆς δίκης διωχθέντες καὶ λικμηθέντες ὑπὸ πνεύματος
δυνάμεώς σου· ἀλλὰ πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξας.
Σοφ. Σολ. 11,20 Εκτός όμως αυτών θα ημπορούσαν εκείνα τα ζώα με ένα απλούν
φύσημα να τους ρίξουν κάτω νεκρούς, διότι τους κατεδίωκεν η θεία δίκη. Και
είχαν λιχνισθή και διασκορπισθή από το φύσημα της παντοδυναμίας σου. Δεν έκαμες
όμως τίποτε από αυτά, αλλά εκανόνισες τα πάντα με μέτρον, με ρυθμόν, με ακριβές
ζύγισμα.
Σοφ. Σολ.
11,21 τὸ γὰρ μεγάλως ἰσχύειν
πάρεστί σοι πάντοτε, καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται;
Σοφ. Σολ. 11,21 Διότι η άπειρος δύναμίς σου ευρίσκεται πάντοτε κοντά σου.
Εις δε την κυριαρχίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ποιός ημπορεί να αντισταθή;
Σοφ. Σολ.
11,22 ὅτι ὡς ῥοπὴ ἐκ πλαστίγγων ὅλος
ὁ κόσμος ἐναντίον σου καὶ ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν.
Σοφ. Σολ. 11,22 Διότι όλος ο κόσμος ενώπιόν σου είναι σαν μία απλή κλίσις
πλάστιγγας και σαν σταγόνα πρωϊνής δρόσου, η οποία κατεβαίνει εις την γην.
Σοφ. Σολ.
11,23 ἐλεεῖς δὲ πάντας, ὅτι πάντα
δύνασαι, καὶ παρορᾷς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν.
Σοφ. Σολ. 11,23 Συ ελεείς όλους, διότι δύνασαι τα πάντα, παραβλέπεις δε τα
αμαρτήματα των ανθρώπων, δια να οδηγήσης αυτούς εις μετάνοιαν.
Σοφ. Σολ.
11,24 ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ
οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας.
Σοφ. Σολ. 11,24 Αγαπάς όλα τα δημιουργήματα και κανένα από εκείνα, τα οποία
εδημιούργησες, δεν το αποστρέφεσαι. Διότι ουδέποτε θα εδημιούργεις κάτι, εάν
αυτό το εμισούσες.
Σοφ. Σολ.
11,25 πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ
σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη;
Σοφ. Σολ. 11,25 Πως δε ήτο δυνατόν να παραμείνη, κάτι υπάρχον, αν συ δεν το
ηθέλησες; Η πως θα ήτο δυνατόν να διατηρηθή κάτι, το οποίον συ δεν το έφερες
εις ύπαρξιν;
Σοφ. Σολ.
11,26 φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι σά ἐστι,
δέσποτα φιλόψυχε.
Σοφ. Σολ. 11,26 Σπλαγχνίζεσαι και λυπείσαι τα πάντα, διότι όλα είναι ιδικά
σου, Κυριε· ανήκουν εις σέ, ο οποίος αγαπάς τας ψυχάς μας.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 12
Σοφ. Σολ. 12,1 Τὸ γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν
πᾶσι.
Σοφ. Σολ. 12,1 Αγαπᾷς, Κυριε, τα πάντα, διότι το αιώνιον άφθαρτον Πνεύμα
σου ευρίσκεται εις όλα τα κτίσματα.
Σοφ. Σολ. 12,2 διὸ τοὺς παραπίπτοντας κατ᾿ ὀλίγον ἐλέγχεις
καὶ ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς, ἵνα ἀπαλλαγέντες τῆς κακίας
πιστεύσωσιν ἐπὶ σέ, Κύριε.
Σοφ. Σολ. 12,2 Δια τούτο τους αμαρτάνοντας τιμωρείς ελαφρώς και με
επιείκειαν και δι' εκείνων, με τα οποία αμαρτάνουν, τους υπενθυμίζεις το
καθήκον των, τους συμβουλεύεις να απαλλαγούν από την κακότητα και να πιστεύσουν
εις σέ, Κυριε.
Σοφ. Σολ. 12,3 καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας τῆς ἁγίας
σου γῆς μισήσας
Σοφ. Σολ. 12,3 Τους παλαιούς κατοίκους τους- ειδωλολάτρας- της αγίας
χώρας σου εμίσησες, Κυριε,
Σοφ. Σολ. 12,4 ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα
φαρμακειῶν καὶ τελετὰς ἀνοσίους
Σοφ. Σολ. 12,4 διότι είχαν επιδοθή να πράττουν τα απαίσια έργα της
μαγείας και τας ανιέρους τελετάς.
Σοφ. Σολ. 12,5 τέκνων τε φονέας ἀνελεήμονας καὶ
σπλαγχνοφάγων ἀνθρωπίνων σαρκῶν θοῖναν καὶ αἵματος, ἐκ μέσου μύστας θιάσου
Σοφ. Σολ. 12,5 Εις τας τελετάς εκείνας αυτοί, σκληροί και ανελεήμονες,
εφόνευον τα τέκνα των, παρεκάθηντο ανάμεσα εις οπαδούς ειδωλολατρικών μυστηριακών
τελετών, εις συμπόσια κατά τα οποία έτρωγαν σπλάγχνα ανθρώπων, ανθρωπίνας
σάρκας και αίμα.
Σοφ. Σολ. 12,6 καὶ αὐθέντας γονεῖς ψυχῶν ἀβοηθήτων,
ἐβουλήθης ἀπολέσαι διὰ χειρῶν πατέρων ἡμῶν,
Σοφ. Σολ. 12,6 Οι σκληροί αυτοί γονείς ήσαν φονείς των ανυπεράσπιστων
αθώων παιδιών των και συ, λοιπόν, απεφάσισες να εξοντώσης αυτούς με τα χέρια
των προγόνων μας.
Σοφ. Σολ. 12,7 ἵνα ἀξίαν ἀποικίαν δέξηται Θεοῦ
παίδων ἡ παρὰ σοὶ πασῶν τιμιωτάτη γῆ.
Σοφ. Σολ. 12,7 Τούτο δέ, ίνα η τιμιωτάτη ενώπιόν σου αυτή χώρα καθαρθή
από το μόλυσμα των ειδωλολατρών και γίνη αξία, να δεχθή τους ανθρώπους σου οι
οποίοι είχαν μεταναστεύσει από την Αίγυπτον.
Σοφ. Σολ. 12,8 ἀλλὰ καὶ τούτων ὡς ἀνθρώπων ἐφείσω ἀπέστειλάς
τε προδρόμους τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκας, ἵνα αὐτοὺς κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν.
Σοφ. Σολ. 12,8 Εν τούτοις και αυτούς τους ειδωλολάτρας τους ελυπήθης ως
ανθρώπους και έστειλες ως προδρόμους του ισραηλιτικού λαού σφήκας, δια να τους
καταστρέψουν ολίγον κατ' ολίγον.
Σοφ. Σολ. 12,9 οὐκ ἀδυνατῶν ἐν παρατάξει ἀσεβεῖς
δικαίοις ὑποχειρίους δοῦναι ἢ θηρίοις δεινοῖς ἢ λόγῳ ἀποτόμῳ ὑφ᾿ ἓν ἐκτρῖψαι,
Σοφ. Σολ. 12,9 Τούτο δε οχι, διότι ήτο αδύνατον εις σε δια πολέμου και
μάχης να καταστήστης τους ασεβείς αυτούς υποχειρίους στους δικαίους, η να τους
παραδώσης εις φοβερά θηρία, η να τους καταστρέψης με μίαν οργίλην διαταγήν σου·
Σοφ. Σολ.
12,10 κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους
τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν
καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.
Σοφ. Σολ. 12,10 αλλά, εν τη αγαθότητί σου, έκρινες καλόν ολίγον κατ' ολίγον
να τους τιμωρής και παρείχες έτσι καιρόν και τόπον μετανοίας εις αυτούς, αν και
εγνώριζες, ότι η γενεά των ήτο πονηρά και διεφθαρμένη. Εμφυτος υπήρχε μέσα των
η κακία και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξη η νοοτροπία των.
Σοφ. Σολ.
12,11 σπέρμα γὰρ ἦν κατηραμένον ἀπ᾿
ἀρχῆς, οὐδὲ εὐλαβούμενός τινα ἐφ᾿ οἷς ἡμάρτανον ἄδειαν ἐδίδους.
Σοφ. Σολ. 12,11 Διότι οι Χαναναίοι ήσαν γενεά κατηραμένη ευθύς εξ αρχής και
κανένα εξ αυτών απολύτως δεν εφοβείσο, ώστε υποχωρών να δίδης εις αυτούς την
άδειαν δι' εκείνα, τα οποία ημάρταναν.
Σοφ. Σολ.
12,12 τίς γὰρ ἐρεῖ· τί ἐποίησας; ἢ
τίς ἀντιστήσεται τῷ κρίματί σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει σοι κατὰ ἐθνῶν ἀπολωλότων, ἃ
σὺ ἐποίησας; ἢ τίς εἰς κατάστασίν σοι ἐλεύσεται ἔκδικος κατὰ ἀδίκων ἀνθρώπων;
Σοφ. Σολ. 12,12 Διότι, ποιός θα πη εις σέ, τι έκαμες; Η ποιός θα αντισταθή
και θα φέρη αντίρρησιν εις την δικαίαν σου απόφασιν; Ποιός δέ ποτέ θα σε
κατηγορήση δια την καταστροφήν των εθνών, τα οποία συ εδημιούργησες; Η ποιός θα
αντιδικήση ενώπιόν σου εις υπεράσπισιν των ασεβών ανθρώπων;
Σοφ. Σολ.
12,13 οὔτε γὰρ Θεός ἐστι πλὴν σοῦ,
ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας,
Σοφ. Σολ. 12,13 Οχι· δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην σου, ο οποίος να φροντίζη
περί όλων των πραγμάτων, δια να δείξης εις αυτόν ότι δικαίως και ορθώς έκρινες
και εδίκασες.
Σοφ. Σολ.
12,14 οὔτε βασιλεὺς ἢ τύραννος ἀντοφθαλμῆσαι
δυνήσεταί σοι περὶ ὧν ἐκόλασας.
Σοφ. Σολ. 12,14 Ούτε κανένας βασιλεύς η άρχων θα ημπορέση ποτέ, να σε
κυττάξη κατάματα και να υποστηρίξη εκείνους, τους οποίους συ ετιμώρησες.
Σοφ. Σολ.
12,15 δίκαιος δὲ ὢν δικαίως τὰ
πάντα διέπεις, αὐτὸν τὸν μὴ ὀφείλοντα κολασθῆναι καταδικάσαι ἀλλότριον ἡγούμενος
τῆς σῆς δυνάμεως.
Σοφ. Σολ. 12,15 Ακριβώς δέ, διότι είσαι ο απολύτως δίκαιος, δικαίως τα
πάντα επιβλέπεις και κυβερνάς. Ετσι εκείνον, ο οποίος δεν είναι υπεύθυνος
τιμωρίας, τον θεωρείς απηλλαγμένον της ιδικής σου καταδικαστικής δυνάμεως.
Σοφ. Σολ.
12,16 ἡ γὰρ ἰσχύς σου δικαιοσύνης
ἀρχή, καὶ τὸ πάντων σε δεσπόζειν πάντων φείδεσθαι ποιεῖ.
Σοφ. Σολ. 12,16 Διότι η δύναμίς σου είναι αρχή και θεμέλιον της
δικαιοσύνης. Και το γεγονός ότι συ είσαι ο Κυριος των πάντων, σε κάμνει να
λυπήσαι όλους.
Σοφ. Σολ.
12,17 ἰσχὺν γὰρ ἐνδείκνυσαι ἀπιστούμενος
ἐπὶ δυνάμεως τελειότητι καὶ ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ θράσος ἐξελέγχεις.
Σοφ. Σολ. 12,17 Δεικνύεις όμως την ισχύν σου εις εκείνους, οι οποίοι
απιστούν εις την τελειότητα της δυνάμεώς σου. Τιμωρείς δε την θρασύτητα
εκείνων, οι οποίοι γνωρίζουν, αλλά αρνούνται, την δύναμίν σου.
Σοφ. Σολ.
12,18 σὺ δὲ δεσπόζων ἰσχύος ἐν ἐπιεικείᾳ
κρίνεις καὶ μετὰ πολλῆς φειδοῦς διοικεῖς ἡμᾶς· πάρεστι γάρ σοι, ὅταν θέλῃς, τὸ
δύνασθαι.
Σοφ. Σολ. 12,18 Συ, ο οποίος δια της απείρου δυνάμεώς σου κυριαρχείς επί
πάντων, κρίνεις με επιείκειας, και με πολλήν συμπάθειαν κυβερνάς και
κατευθύνεις όλους μας. Διότι είναι παρούσα πάντοτε εις σε η παντοδυναμία, ώστε,
όταν θέλης, να την χρησιμοποιής.
Σοφ. Σολ.
12,19 Ἐδίδαξας δέ σου τὸν λαὸν
διά τῶν τοιούτων ἔργων, ὅτι δεῖ τὸν δίκαιον εἶναι φιλάνθρωπον· καὶ εὐέλπιδας ἐποίησας
τοὺς υἱούς σου ὅτι δίδως ἐπὶ ἁμαρτήμασι μετάνοιαν.
Σοφ. Σολ. 12,19 Δια μέσου δε αυτών των έργων σου εδίδαξες τον λαόν σου, ότι
πρέπει ο δίκαιος να είναι και φιλάνθρωπος. Εκαμες τα παιδιά σου να έχουν αγαθάς
και εις σε στηριγμένας τας ελπίδας των, διότι συ δίδεις καιρόν μετανοίας και
παρέχεις άφεσιν εις τα αμαρτήματα των ανθρώπων.
Σοφ. Σολ.
12,20 εἰ γὰρ ἐχθροὺς παίδων σου
καὶ ὀφειλομένους θανάτῳ μετὰ τοσαύτης ἐτιμώρησας προσοχῆς καὶ διέσεως, δοὺς
χρόνους καὶ τόπον, δι᾿ ὧν ἀπαλλαγῶσι τῆς κακίας,
Σοφ. Σολ. 12,20 Διύτι εάν τους εχθρούς των δούλων σου, οι οποίοι εξ αιτίας
των αμαρτιών των ήσαν άξιοι θανάτου και εξοντώσεως, με τόσην προσοχήν και
επιείκειαν τους ετιμώρησες, αφού προηγουμένως παρεχώρησες εις αυτούς χρόνον και
καιρόν δια να μετανοήσουν και απαλλαγούν από τας κακίας,
Σοφ. Σολ.
12,21 μετὰ πόσης ἀκριβείας ἔκρινας
τοὺς υἱούς σου, ὧν τοῖς πατράσιν ὅρκους καὶ συνθήκας ἔδωκας ἀγαθῶν ὑποσχέσεων;
Σοφ. Σολ. 12,21 με πόσην, λοιπόν, καλωσύνην και επιείκειαν έκρινες και θα
κρίνης τα παιδιά σου, με τους προπάτορας των οποίων συνήψες συνθήκας και
υπεσχέθης με όρκους πλούσια αγαθά;
Σοφ. Σολ.
12,22 Ἡμᾶς οὖν παιδεύων τοὺς ἐχθροὺς
ἡμῶν ἐν μυριότητι μαστιγοῖς, ἵνα σου τὴν ἀγαθότητα μεριμνῶμεν κρίνοντες, κρινόμενοι
δὲ προσδοκῶμεν ἔλεος.
Σοφ. Σολ. 12,22 Ενῷ δε ημάς μας παιδαγωγής δια των ελαφρών θλίψεων,
μαστιγώνεις πολλαπλασίως τους εχθρούς μας, δια να σκεπτώμεθα την καλωσύνην σου,
όταν αφ' ενός μεν ημείς κρίνωμεν τους άλλους, αφ' ετέρου δε πρόκειται να κριθώμεν
αυτό σε και να ελπίζωμεν έτσι στο έλεός σου.
Σοφ. Σολ.
12,23 ὅθεν καὶ τοὺς ἐν ἀφροσύνῃ
ζωῆς βιώσαντας ἀδίκους διὰ τῶν ἰδίων ἐβασάνισας βδελυγμάτων·
Σοφ. Σολ. 12,23 Ιδού, λοιπόν, διατί τους ασεβείς, οι οποίοι επέρασαν την
ζωήν των μέσα εις τας αφροσύνας της αμαρτίας, τους ετιμώρησες με τα ιδικά των
ειδωλολατρικά βδελύγματα.
Σοφ. Σολ.
12,24 καὶ γὰρ τῶν πλάνης ὁδῶν
μακρότερον ἐπλανήθησαν, θεοὺς ὑπολαμβάνοντες τὰ καὶ ἐν ζῴοις τῶν ἐχθρῶν ἄτιμα,
νηπίων δίκην ἀφρόνων ψευσθέντες.
Σοφ. Σολ. 12,24 Διότι αυτοί επλανήθησαν βαδίσαντες πολύ μακρότερον από κάθε
οδόν πλάνης, διότι εθεώρουν ως θεούς τα ζώα τα σιχαμερά και απεχθή μεταξύ και
αυτών ακόμη των ζώων, και παρεπλανήθησαν ετσι σαν μικρά ανόητα παιδιά.
Σοφ. Σολ.
12,25 διὰ τοῦτο ὡς παισὶν ἀλογίστοις
τὴν κρίσιν εἰς ἐμπαιγμὸν ἔπεμψας.
Σοφ. Σολ. 12,25 Δια τούτο, ως εάν επρόκειτο να κρίνης ανόητα παιδιά,
έστειλες εις αυτούς μίαν μικράν παιδικήν τιμωρίαν.
Σοφ. Σολ.
12,26 οἱ δὲ παιγνίοις ἐπιτιμήσεως
μὴ νουθετηθέντες ἀξίαν Θεοῦ κρίσιν πειράσουσιν.
Σοφ. Σολ. 12,26 Επειδή όμως εκείνοι δεν εσυνετίσθησαν με την μικράν και ως
είδος παιγνιδιού τιμωρίαν, που τους έστειλες, εδοκίμασαν και θα δοκιμάσουν
ανταξίαν της αμελείας των την δικαίαν κρίσιν του Θεού.
Σοφ. Σολ.
12,27 ἐφ᾿ οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες
ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν
πάλαι ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν ἀληθῆ· διὸ καὶ τὸ τέρμα τῆς καταδίκης ἐπ᾿
αὐτοὺς ἐπῆλθεν.
Σοφ. Σολ. 12,27 Διότι αυτοί υπέφεραν και κατεθλίβοντο από τα πράγματα
εκείνα, τα οποία εθεωρούσαν ως θεούς, ετιμωρούντο δε εξ, αυτών και είδαν και
ανεγνώρισαν ως αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίον παλαιότερα είχον αρνηθή. Και
επιτέλους επήλθεν εναντίον αυτών η τελική καταδίκη.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 13
Σοφ. Σολ. 13,1 Μάταιοι μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι
φύσει, οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν
ὄντα οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν τὸν τεχνίτην·
Σοφ. Σολ. 13,1 Ανόητοι και ευτελείς κατά βάθος είναι οι άνθρωποι, στους
οποίους επικρατεί άγνοια Θεού και οι οποίοι δεν κατώρθωσαν από τα δρώμενα ωραία
δημιουργήματα να γνωρίσουν τον ένα και μόνον υπάρχοντα Θεόν, και, επειδή δεν
επρόσεξαν τα έργα του, δεν επίστευσαν στον καλλιτέχνην της δημιουργίας.
Σοφ. Σολ. 13,2 ἀλλ᾿ ἢ πῦρ ἢ πνεῦμα ἢ ταχινὸν ἀέρα ἢ
κύκλον ἄστρων ἢ βίαιον ὕδωρ ἢ φωστῆρας οὐρανοῦ πρυτάνεις κόσμου θεοὺς ἐνόμισαν.
Σοφ. Σολ. 13,2 Αλλά εθεώρησαν θεούς, κυβερνήτας και άρχοντας του κόσμου,
το πυρ η τον άνεμον η τον λεπτόν και ευκίνητον αέρα η τους κύκλους των αστέρων
η το ορμητικόν νερό, η τους φωστήρας του ουρανού, τον ήλιον και την σελήνην.
Σοφ. Σολ. 13,3 ὧν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι ταῦτα
θεοὺς ὑπελάμβανον, γνώτωσαν πόσῳ τούτων ὁ δεσπότης ἐστὶ βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ
κάλλους γενεσιάρχης ἔκτισεν αὐτά·
Σοφ. Σολ. 13,3 Εάν μέν, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι τερπόμενοι από την
ωραιότητα των δημιουργημάτων αυτών τα εθεώρησαν ως θεούς, ας μάθουν πόσον
καλύτερος και ανώτερος είναι ο κυρίαρχος και δημιουργός αυτών· διότι η πηγή και
η αιτία του κάλλους, ο Θεός, εδημιούργησεν αυτά.
Σοφ. Σολ. 13,4 εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντες
νοησάτωσαν ἀπ᾿ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσας αὐτὰ δυνατώτερός ἐστιν·
Σοφ. Σολ. 13,4 Εάν δε η δύναμις και η δραστηριότης αυτών τους
κατέπληξεν, ας εννοήσουν από τα δημιουργήματα αυτά πόσον απείρως ισχυρότερος
είναι εκείνος, που τα κατεσκεύασε.
Σοφ. Σολ. 13,5 ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως
ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται.
Σοφ. Σολ. 13,5 Διότι από το μεγαλείον και την καλλονήν των
δημιουργημάτων ανάγεται κανείς εις την θεώρησιν του Θεού, κατ' αναλογίαν.
Σοφ. Σολ. 13,6 ἀλλ᾿ ὅμως ἐπὶ τούτοις ἔστι μέμψις ὀλίγη,
καὶ γὰρ αὐτοὶ τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντες καὶ θέλοντες εὑρεῖν·
Σοφ. Σολ. 13,6 Αλλ' όμως η μορφή και η κατηγορία εναντίον αυτών των
ειδωλολατρών είναι μικρά, διότι αυτοί αναζητούντες και θέλοντες να εύρουν τον
Θεόν πλανώνται.
Σοφ. Σολ. 13,7 ἐν γὰρ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ ἀναστρεφόμενοι
διερευνῶσι καὶ πείθονται τῇ ὄψει, ὅτι καλὰ τὰ βλεπόμενα.
Σοφ. Σολ. 13,7 Εν τούτοις είναι ένοχοι και ασύγγνωστοι, διότι ζώντες
ανάμεσα εις τα θαυμαστά έργα του Θεού τα διερευνούν και πείθονται με τα ίδια
των τα μάτια, ότι είναι καλά και ωραία αυτά, που βλέπουν.
Σοφ. Σολ. 13,8 πάλιν δὲ οὐδ᾿ αὐτοὶ συγγνωστοί·
Σοφ. Σολ. 13,8 Ωστε και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι άξιοι πλήρους συγγνώμης
δια την απιστίαν των.
Σοφ. Σολ. 13,9 εἰ γὰρ τοσοῦτον ἴσχυσαν εἰδέναι, ἵνα
δύνωνται στοχάσασθαι τὸν αἰῶνα, τὸν τούτων δεσπότην πῶς τάχιον οὐχ εὗρον;
Σοφ. Σολ. 13,9 Διότι εάν κατώρθωσαν τόσον πολύ να προχωρήσουν εις
γνώσιν, ώστε να δύνανται να γνωρίσουν τον κόσμον, πόσον ευκολώτερα και ταχύτερα
θα έπρεπε να έχουν εύρει τον Δημιουργόν του κόσμου;
Σοφ. Σολ.
13,10 Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖς
αἱ ἐλπίδες αὐτῶν, οἵτινες ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον
τέχνης ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸς ἔργον ἀρχαίας.
Σοφ. Σολ. 13,10 Ταλαίπωροι δε είναι αυτοί και έχουν θέσει τας ελπίδας των
εις τα νεκρά και άψυχα είδωλα. Αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν θεούς των έργα χειρών
ανθρώπων, καμωμένα από χρυσόν και άργυρον, κατειργασμένα με τέχνην, διάφορα
ομοιώματα ζώων η κάποιον ανωφελή λίθον, γλυπτόν κάποιας αρχαίας χειρός.
Σοφ. Σολ.
13,11 εἰ δὲ καί τις ὑλοτόμος
τέκνων εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσας περιέξυσεν εὐμαθῶς πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ καὶ
τεχνησάμενος εὐπρεπῶς κατεσκεύασε χρήσιμον σκεῦος εἰς ὑπηρεσίαν ζωῆς,
Σοφ. Σολ. 13,11 Ας πάρωμεν ένα ξυλοκόπον, ένα ξυλουργόν. Αυτός επριόνισεν
έναν κατάλληλον ξύλινον κορμόν. Εξυσεν αυτόν ολόγυρα και αφήρεσε με τέχνην όλον
τον φλοιόν. Επειτα επεξειργάσθη με δεξιότητα τον κορμόν και κατεσκεύασε κάποιον
χρήσιμον σκεύος δια την εξυπηρέτησιν της καθημερινής ζωής του.
Σοφ. Σολ.
13,12 τὰ δὲ ἀποβλήματα τῆς ἐργασίας
εἰς ἑτοιμασίαν τροφῆς ἀναλώσας ἐνεπλήσθη·
Σοφ. Σολ. 13,12 Τα ξύλινα δε και περιττά πλέον αποκόμματα από την εργασίαν
του αυτήν, τα εχρησιμοποίησεν στο πυρ, δια να παρασκευάση την τροφήν. Εφαγε και
εχόρτασεν.
Σοφ. Σολ.
13,13 τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπόβλημα εἰς
οὐθὲν εὔχρηστον, ξύλον σκολιὸν καὶ ὄζοις συμπεφηκός, λαβὼν ἔγλυψεν ἐν ἐπιμελείᾳ
ἀργίας αὐτοῦ καὶ ἐμπειρίᾳ συνέσεως ἐτύπωσεν αὐτό, ἀπείκασεν αὐτὸ εἰκόνι ἀνθρώπου
Σοφ. Σολ. 13,13 Ενα όμως από τα ξύλινα αυτά απορρίματα, εντελώς άχρηστον,
ξύλον στραβόν και γεμάτον από ρόζους το επήρε και κατά τας ώρας, που δεν είχεν
άλλην απασχόλησιν, το εσκάλισε και με την σοφήν του πείραν έδωσεν εις αυτό ένα
ωρισμένον τύπον. Το εμορφοποίησε σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου,
Σοφ. Σολ.
13,14 ἢ ζῴῳ τινὶ εὐτελεῖ ὡμοίωσεν
αὐτό, καταχρίσας μίλτῳ καὶ φύκει ἐρυθήνας χρόαν αὐτοῦ, καὶ πᾶσαν κηλῖδα τὴν ἐν
αὐτῷ καταχρίσας
Σοφ. Σολ. 13,14 η του έδωσε την μορφήν ενός ευτελούς ζώου. Το ήλειψε με
μίλτον (βαφή κοκκίνη) και με κατάλληλα φύκια του έδωκε ερυθρόν χρώμα εις την
επιφάνειάν του και εσκέπασεν έτσι κάθε κηλίδα του.
Σοφ. Σολ.
13,15 καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ ἄξιον
οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ.
Σοφ. Σολ. 13,15 Αφού δε έκτισε δι' αυτό ένα αντάξιον οίκον, ένα ναόν, το
έθεσεν στον τοίχον και το εστερέωσεν ασφαλώς με σίδηρον, δια να μη πέση κάτω
στο έδαφος.
Σοφ. Σολ.
13,16 ἵνα μὲν οὖν μὴ καταπέσῃ,
προενόησεν αὐτοῦ εἰδὼς ὅτι ἀδυνατεῖ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ
χρείαν ἔχει βοηθείας.
Σοφ. Σολ. 13,16 Κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή, επρονόησεν, ώστε αυτό να μη
πέση κατά γης γνωρίζων ότι δεν δύναται αυτό να βοηθήση τον εαυτόν του, διότι
είναι απλώς κάποια άψυχος εικών και έχει ανάγκην βοηθείας.
Σοφ. Σολ.
13,17 περὶ δὲ κτημάτων καὶ γάμων
αὐτοῦ καὶ τέκνων προσευχόμενος, οὐκ αἰσχύνεται τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν καὶ περὶ μὲν ὑγιείας
τὸ ἀσθενὲς ἐπικαλεῖται,
Σοφ. Σολ. 13,17 Ενῷ λοιπόν τέτοιο είναι το άψυχον κατασκεύασμα, εν τούτοις
προσεύχεται προς αυτό και το παρακαλεί δια τα κτήματά του, δια τους γάμους του
και δια τα τέκνα του. Και δεν εντρέπεται να ομιλή στο άψυχον αυτό είδωλον και
να επικαλήται το ασθενές αυτό κατασκεύασμα των χειρών του περί της υγείας.
Σοφ. Σολ.
13,18 περὶ δὲ ζωῆς τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ,
περὶ δὲ ἐπικουρίας τὸ ἀπειρότατον ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίας τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι
δυνάμενον,
Σοφ. Σολ. 13,18 Να αξιώνη και να ελπίζη ζωήν από τον νεκρόν· να ικετεύη το
εντελώς ανίσχυρον αυτό ξόανον και να ζητή βοήθειαν εις τα ταξίδια του από αυτό,
το οποίον είναι ανίκανον να χρησιμοποιήση τα πόδια του.
Σοφ. Σολ.
13,19 περὶ δὲ πορισμοῦ καὶ ἐργασίας
καὶ χειρῶν ἐπιτυχίας τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται.
Σοφ. Σολ. 13,19 Δια την επιτυχίαν δε των εργασιών του και την εξασφάλισιν
των μέσων της συντηρήσεώς του, ζητεί δύναμιν και δραστηριότητα από εκείνο, που
δεν ημπορεί ουδέ επ' ελάχιστον να κινήση τα χέρια του.
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 14
Σοφ. Σολ. 14,1 Πλοῦν τις πάλιν στελλόμενος καὶ ἄγρια
μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντος αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται.
Σοφ. Σολ. 14,1 Εάν πάλιν κανείς πρόκειται να επιχειρήση θαλασσινόν
ταξίδι και μέλλει να διασχίση άγρια κύματα, επικαλείται εις βοήθειάν του ένα
ξύλινον είδωλον, ασυγκρίτως αδυνατώτερον από το πλοίον, επί του οποίου αυτός
επιβαίνει.
Σοφ. Σολ. 14,2 ἐκεῖνο μὲν γὰρ ὄρεξις πορισμῶν ἐπενόησε,
τεχνῖτις δὲ σοφίᾳ κατεσκεύασεν·
Σοφ. Σολ. 14,2 Του μεν πλοίου το σχέδιον και την κατασκευήν ενέπνευσεν η
επιθυμία του κέρδους, η δε τεχνίτρα σοφία το κατεσκεύασεν.
Σοφ. Σολ. 14,3 ἡ δὲ σή, πάτερ, διακυβερνᾷ πρόνοια, ὅτι
ἔδωκας καὶ ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν καὶ ἐν κύμασι τρίβον ἀσφαλῆ,
Σοφ. Σολ. 14,3 Ομως, Πατερ, η ιδική σου πρόνοια κυβερνά και κατευθύνει
το πλοίον τούτο, διότι συ είσαι εκείνος, που ήνοιξες λεωφόρους εις την θάλασσαν
και ασφαλή δρόμον επάνω εις τα κύματα,
Σοφ. Σολ. 14,4 δεικνὺς ὅτι δύνασαι ἐκ παντὸς
σώζειν, ἵνα κἂν ἄνευ τέχνης τις ἐπιβῇ.
Σοφ. Σολ. 14,4 και έτσι δείχνεις ότι συ δύνασαι από κάθε κίνδυνον να
σώζης τον άνθρωπον, ώστε αυτός, και αν δεν έχη ναυτικήν πείραν και τέχνην, να
ημπορή να επιβιβάζεται στο πλοίον δια το ταξίδι του.
Σοφ. Σολ. 14,5 θέλεις δὲ μή ἀργὰ εἶναι τὰ τῆς
σοφίας σου ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἐλαχίστῳ ξύλῳ πιστεύουσιν ἄνθρωποι ψυχὰς καὶ
διελθόντες κλύδωνα σχεδίᾳ διεσώθησαν.
Σοφ. Σολ. 14,5 Δεν θέλεις τα έργα της ιδικής σου σοφίας να είναι άκαρπα
και άσκοπα. Δια τούτο και οι άνθρωποι τολμούν, εμπιστευόμενοι την ζωήν των εις
ένα μικρότατον ξύλον, να αντικρύζουν με θάρρος και να διασχίζουν την τρικυμίαν,
έστω και επί μιας ξυλίνης σχεδίας, και να σώζωνται με αυτήν.
Σοφ. Σολ. 14,6 καὶ ἀρχῆς γὰρ ἀπολλυμένων ὑπερηφάνων
γιγάντων, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου ἐπὶ σχεδίας καταφυγοῦσα ἀπέλιπεν αἰῶνι σπέρμα
γενέσεως τῇ σῇ κυβερνηθεῖσα χειρί.
Σοφ. Σολ. 14,6 Κατά τας αρχάς του κόσμου, όταν δια του κατακλυσμού
κατεστρέφοντο οι υπερήφανοι και αμαρτωλοί γίγαντες, ολίγοι άνθρωποι, που ήσαν
έλπίς του κόσμου, ο Νωε και οι περί αυτόν, αφού κατέφυγαν εις την ξυλίνην
κιβωτόν, η οποία εκυβερνάτο από το ιδικόν σου χέρι, εσώθησαν και αφήκαν στον
κόσμον σπέρμα μιας νέας γενεάς.
Σοφ. Σολ. 14,7 εὐλόγηται γὰρ ξύλον, δι᾿ οὗ γίνεται
δικαιοσύνη·
Σοφ. Σολ. 14,7 Διότι είναι ευλογημένον το ξύλον, το οποίον
χρησιμοποιείται δι' έργον δίκαιον.
Σοφ. Σολ. 14,8 τὸ χειροποίητον δέ, ἐπικατάρατον αὐτὸν
καὶ ὁ ποιήσας αὐτό, ὅτι ὁ μὲν εἰργάζετο, τὸ δὲ φθαρτὸν θεὸς ὠνομάσθη.
Σοφ. Σολ. 14,8 Το ξύλινον όμως είδωλον είναι επικατάρατον και αυτό και
εκείνος, ο οποίος το κατεσκεύασε. Κατηραμένος ο άνθρωπος, διότι το κατεσκεύασε,
κατηραμένον το ξύλινον αυτό είδωλον, διότι, αν και φθαρτόν, ωνομάσθη Θεός!
Σοφ. Σολ. 14,9 ἐν ἴσῳ γὰρ μισητὰ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν
καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ·
Σοφ. Σολ. 14,9 Είναι εξ ίσου μισητός στον Θεόν ο ασεβής και τα ασεβή
αυτού έργα.
Σοφ. Σολ.
14,10 καὶ γὰρ τὸ πραχθὲν σὺν τῷ
δράσαντι κολασθήσεται.
Σοφ. Σολ. 14,10 Δια τούτο ακριβώς και το κατασκευασθέν αμαρτωλόν έργον θα
καταδικασθή μαζή με τον δημιουργόν του.
Σοφ. Σολ.
14,11 διὰ τοῦτο καὶ ἐν εἰδώλοις ἐθνῶν
ἐπισκοπὴ ἔσται, ὅτι ἐν κτίσματι Θεοῦ εἰς βδέλυγμα ἐγενήθησαν καὶ εἰς σκάνδαλα
ψυχαῖς ἀνθρώπων καὶ εἰς παγίδα ποσὶν ἀφρόνων.
Σοφ. Σολ. 14,11 Δια τούτο ο Κυριος θα επισκεφθή, δια να τιμωρήση τα είδωλα
των ειδωλολατρικών εθνών, διότι ανάμεσα εις τα δημιουργήματα του Θεού ευρέθησαν
και τα βδελυρά αυτά είδωλα, σκάνδαλα δια να πίπτουν ψυχαί ανθρώπων και παγίς
απωλείας δια τα πόδια των ασυνέτων.
Σοφ. Σολ.
14,12 Ἀρχὴ γὰρ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων,
εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορὰ ζωῆς.
Σοφ. Σολ. 14,12 Διότι αρχή και αιτία της αποστασίας από τον Θεόν και
γενικώς της αμαρτωλότητος είναι η επινόησις των ειδώλων. Η εφεύρεσις αυτών
είναι καταστροφή της ζωής των ανθρώπων.
Σοφ. Σολ.
14,13 οὔτε γὰρ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὔτε
εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται·
Σοφ. Σολ. 14,13 Τα είδωλα αυτά και η ειδωλολατρεία γενικώτερον ούτε απ'
αρχής υπήρχαν ούτε και στον αιώνα τον άπαντα θα παραμείνουν.
Σοφ. Σολ.
14,14 κενοδοξίᾳ γὰρ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν
εἰς κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν τέλος ἐπενοήθη.
Σοφ. Σολ. 14,14 Λογω του εγωϊσμού και της ματαιοδοξίας των ανθοωπων
εισήλθεν η ειδωλολατρεία στον κόσμον και δια τούτο επιφυλάσσεται στους
ειδωλολάτρας ένα σύντομον και απότομον τέλος.
Σοφ. Σολ.
14,15 ἀώρῳ γὰρ πένθει τρυχόμενος
πατήρ, τοῦ ταχέως ἀφαιρεθέντος τέκνου εἰκόνα ποιήσας, τὸν τότε νεκρὸν ἄνθρωπον
νῦν ὡς Θεὸν ἐτίμησε καὶ παρέδωκε τοῖς ὑποχειρίοις μυστήρια καὶ τελετάς.
Σοφ. Σολ. 14,15 Ιδού πως ήρχισεν η ειδωλολατρεία· ένας πατέρας
ταλαιπωρούμενος και βασανιζόμενος από τον πρόωρον θάνατον του παιδιού του
κατεσκεύασεν εικόνα αυτού του τέκνου του, το οποίον λίαν ενωρίς ανηρπάγη εκ
μέσου της οικογενείας του. Τον τότε λοιπόν νεκρόν άνθρωπον τον ετίμησε τώρα ως
θεόν, και εθεσμοθέτησε δια τους ανθρώπους, που είχεν υπό την δικαιοδοσίαν του,
μυστηριακάς υπέρ εκείνου τελετάς.
Σοφ. Σολ.
14,16 εἶτα ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν τὸ ἀσεβὲς
ἔθος ὡς νόμος ἐφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο τὰ γλυπτά,
Σοφ. Σολ. 14,16 Κατόπιν δέ, καθώς επερνούσε ο καιρός, ενισχύθη και επεκράτησεν
αυτή η άσεβής συνήθεια, ετηρήθη ως νόμος και δια βασιλικών διαταγών
ελατρεύθησαν έτσι τα είδωλα.
Σοφ. Σολ.
14,17 οὓς ἐν ὄψει μὴ δυνάμενοι
τιμᾶν ἄνθρωποι διὰ τὸ μακρὰν οἰκεῖν, τὴν πόῤῥωθεν ὄψιν ἀνατυπωσάμενοι, ἐμφανῆ εἰκόνα
τοῦ τιμωμένου βασιλέως ἐποίησαν, ἵνα τὸν ἀπόντα ὡς παρόντα κολακεύωσι διὰ τῆς
σπουδῆς.
Σοφ. Σολ. 14,17 Επειτα οι άνθρωποι θέλουν να τιμήσουν μερικούς προσωπικώς,
επειδή όμως εκείνοι κατοικούν μακράν και δεν ημπορούν να τους τιμήσουν, όπως
θέλουν, απετύπωσαν την μορφήν των, κατεσκεύασαν φανεράν και θεατήν εις όλους
την εικόνα του τιμωμένου βασιλέως και ετσι χάρις στον ζήλον των αυτόν
εκολάκευαν τον απόντα με τιμητικήν προσκύνησιν, ως εάν ήτο εκεί παρών.
Σοφ. Σολ.
14,18 εἰς ἐπίτασιν δὲ θρησκείας
καὶ τοὺς ἀγνοοῦντας ἡ τοῦ τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία·
Σοφ. Σολ. 14,18 Εις ενίσχυσιν δε αυτής της ειδωλολατρικής θρησκείας και
προς επέκτασίν της στους αγνοούντας συνετέλεσε και η φιλοδοξία του καλλιτέχνου
των ειδώλων.
Σοφ. Σολ.
14,19 ὁ μὲν γὰρ τάχα τῷ κρατοῦντι
βουλόμενος ἀρέσαι, ἐξεβιάσατο τῇ τέχνῃ τὴν ὁμοιότητα ἐπὶ τὸ κάλλιον·
Σοφ. Σολ. 14,19 Διότι ο μεν καλλιτέχνης, επιθυμών προφανώς να φανή αρεστός
στον βασιλέα, διέθεσε και εξεδαπάνησε όλην αυτού την καλλιτεχνικήν δεξιότητα,
δια να κάμη το άγαλμα όσον το δυνατόν ωραιότερον.
Σοφ. Σολ.
14,20 τὸ δὲ πλῆθος ἐφελκόμενον διὰ
τὸ εὔχαρι τῆς ἐργασίας, τὸν πρὸ ὀλίγου τιμηθέντα ἄνθρωπον νῦν σέβασμα ἐλογίσαντο.
Σοφ. Σολ. 14,20 Ο δε λαός ελκυόμενος από το καλλιτεχνικόν αυτό έργον του
τεχνίτου παρασύρεται, ώστε να θεωρήση τώρα ως θεόν αυτόν, που προ ολίγου ετίμα
ως άνθρωπον.
Σοφ. Σολ.
14,21 καὶ τοῦτο ἐγένετο τῷ βίῳ εἰς
ἔνεδρον, ὅτι ἢ συμφορᾷ ἢ τυραννίδι δουλεύσαντες ἄνθρωποι τὸ ἀκοινώνητον ὄνομα
λίθοις καὶ ξύλοις περιέθεσαν.
Σοφ. Σολ. 14,21 Αυτό όμως το άγαλμα εγινε δια την ζωήν των ανθρώπων παγίς
και σκάνδαλον. Διότι οι άνθρωποι είτε επειδή περιέπεσαν εις κάποιαν συμφοράν,
από την οποίαν δεν έβλεπαν λύτρωσιν, είτε διότι εξηναγκάσθησαν από κάποιον
τύραννον, απέδωσαν το ανέκφραστον όνομα του Θεού εις λίθους και εις ξύλα.
Σοφ. Σολ.
14,22 Εἶτ᾿ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι
περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντες ἀγνοίας πολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ
εἰρήνην προσαγορεύουσιν.
Σοφ. Σολ. 14,22 Επειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν δι' αυτούς να πλανώνται εις
την περί του αληθινού Θεού γνώσιν, περιέπεσαν και εις άλλα κακά. Ζώντες εξ
αιτίας της αγνοίας των αυτής εις διαρκή πόλεμον με τον εαυτόν των και με τους
άλλους, ονομάζουν ειρήνην τας τόσας και τέτοιας συμφοράς των.
Σοφ. Σολ.
14,23 ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ
κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες,
Σοφ. Σολ. 14,23 Αυτοί, εκτρεπόμενοι εις αηδείς τελετάς, θυσίας των τέκνων
των η εις κρυφάς μυστηριώδεις λατρείας η εις εξάλλους οργιαστικάς ευωχίας ξένων
θεοτήτων,
Σοφ. Σολ. 14,24 οὔτε βίους οὔτε γάμους καθαροὺς ἔτι
φυλάσσουσιν, ἕτερος δ᾿ ἕτερον ἢ λοχῶν ἀναιρεῖ ἢ νοθεύων ὀδυνᾷ.
Σοφ. Σολ. 14,24 ούτε ζωήν ούτε γάμους καθαρούς κατορθώνουν να διατηρήσουν,
αλλά επιβουλεύεται ο ενας τον άλλον είτε φονεύων αυτόν κρυφίως είτε
καταδολιευόμενος τον βυθίζει εις οδύνην.
Σοφ. Σολ.
14,25 πάντας δ᾿ ἐπιμὶξ ἔχει αἷμα
καὶ φόνος, κλοπὴ καὶ δόλος, φθορά, ἀπιστία, ταραχή, ἐπιορκία, θόρυβος ἀγαθῶν,
Σοφ. Σολ. 14,25 Παντες δε και πανταχού οι ειδωλολάτραι φύρδην μίγδην είναι
ένοχοι δι' αίματα και φόνους, δια κλοπάς και δολιότητας, δια διαφθοράν και δι'
ανειλικρίνειαν, δια ταραχήν και επιορκίαν, δια δημιουργίαν ταραχών εις βάρος
των δικαίων και φιλησύχων ανθρώπων,
Σοφ. Σολ.
14,26 χάριτος ἀμνησία, ψυχῶν
μιασμός, γενέσεως ἐναλλαγή, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀσέλγεια.
Σοφ. Σολ. 14,26 δια λησμοσύνην ευεργεσιών, δια μιάσματα ψυχικά και
σοδομικάς αμαρτίας, αταξίας γάμων, μοιχείας και ασελγείας.
Σοφ. Σολ.
14,27 ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων
θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν·
Σοφ. Σολ. 14,27 Διότι η θρησκεία των ειδώλων, των οποίων ούτε τα ονόματα
δεν πρέπει να αναφέρη κανείς, είναι η πηγή, η αιτία και η ολοκλήρωσις παντός
κακού.
Σοφ. Σολ.
14,28 ἢ γὰρ εὐφραινόμενοι
μεμήνασιν ἢ προφητεύουσι ψευδῆ ἢ ζῶσιν ἀδίκως ἢ ἐπιορκοῦσι ταχέως·
Σοφ. Σολ. 14,28 Διότι οι ειδωλολάτραι η κατά τα συμπόσιά των περιπίπτουν
και καταλήγουν εις μανίαν, η διδάσκουν και προαναγγέλουν ψευδολογίας, η ζουν
αδικούντες ο ενας τον άλλον, η καταπατούν αμέσως τους όρκους, που δίδουν.
Σοφ. Σολ.
14,29 ἀψύχοις γὰρ πεποιθότες εἰδώλοις
κακῶς ὀμόσαντες, ἀδικηθῆναι οὐ προσδέχονται.
Σοφ. Σολ. 14,29 Ακριβώς διότι πιστεύουν εις τα άψυχα είδωλα δεν φοβούνται,
μήπως τιμωρηθούν από αυτά, όταν ορκισθούν ψευδώς.
Σοφ. Σολ.
14,30 ἀμφότερα δὲ αὐτοὺς
μετελεύσεται τὰ δίκαια, ὅτι κακῶς ἐφρόνησαν περὶ Θεοῦ προσχόντες εἰδώλοις καὶ ἀδίκως
ὤμοσαν ἐν δόλῳ καταφρονήσαντες ὁσιότητος·
Σοφ. Σολ. 14,30 Αλα οπωσδήποτε θα εκσπάση εναντίον των τιμωρία δια τα δύο
αυτά κακά. Πρώτον μεν διότι ψευδές φρόνημα περί του Θεού εμόρφωσαν και
παρεδέχθησαν, δεύτερον δε διότι ψευδώς ωρκίσθησαν και δια της δολίας αυτής
πράξεώς των κατεφρόνησαν την αγιότητα.
Σοφ. Σολ.
14,31 οὐ γὰρ ἡ τῶν ὀμνυομένων
δύναμις, ἀλλ᾿ ἡ τῶν ἁμαρτανόντων δίκη ἐπεξέρχεται ἀεὶ τὴν τῶν ἀδίκων παράβασιν.
Σοφ. Σολ. 14,31 Διότι δεν είναι η δύναμις των ειδώλων, επί των οποίων αυτοί
ωρκίσθησαν που θα τους τιμωρήση, άλλα η θεία δίκη, η επιφυλασσομένη εναντίον
των αμαρτωλών και η οποία πάντοτε επέρχεται εναντίον των ασεβών δια τας
παραβάσεις των.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.