|
ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΠΡΟΣΜΕΝΟΥΝ ΜΕ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ |
Γιά όσους προσμένουν μέ ανυπομονησία τη Βασιλεία τοϋ
Χρστού
Λέγει αύτώ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πού ύπάγεις; άπεκρίθη
αύτώ ό Ιησούς· όπου έγώ ύπάγω, ού δύνασαί μοι νυν άκολουθησαι. ύστερον δέ
ακολουθήσεις μοι.
Ίω. 13,36
"Αργά περπατά ό Χριστός, άγαπητά άδέλφια.
Προσέχει πού θά σταθεί τό άγιο πόδι Του, γιατί δέν θέλει νά σταθεί στό αίμα.
Επιλέγει στενά σοκάκια στη γη, στενόχωρα,γιατί δέν μπορεί νά περπατά στήν
πλατιά ιδιοκτησία της άμαρτίας. Ξεγλιστρά ανάμεσα στους ληστές, διαγκωνιζόμενος
διαρκώς,γιατί πρέπει νά περάσει μπροστά.
Έρχεται, φερ' ειπείν, ό Χριστός σέ μάς σάν
φιλοξενούμενος καί μάς ρωτά:
«Δείξτε μου δρόμο χωρίς αιμα,χωρίς άμαρτία καί χωρίς
ληστές!»
Ποιά άπάντηση θά μπορούσαμε νά Του δώσουμε; Που θά
βρίσκαμε δρόμο άξιο τού βαδίσματος Του; Έάν κόχλαζε όλο τό ξεραμένο αίμα άπό τή
γη, ή γη θά παρουσίαζε έναν ώκεανό αίματος. Έάν άναβε φωτιά σέ κάθε μέρος
ατιμασμένο άπό τήν άμαρτία,ή γή θά είχε μεταμορφωθεί σέ μία φλεγόμενη κόλαση.
Έάν είχαν άναστη-θεϊ όλοι οί νεκροί ληστές καί παρέλαυναν στή γή μαζί μέ τους
ζωντανούς,ή γή θά ήταν ένα άδιάβατο δάσος άνθρώπινων σωμάτων.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε,
στίς πόλεις». Γιατί οί πόλεις σημαίνουν άθροισμα καί εγγύτητα. Κι αύτά τά δύο
προκαλούν καί δυναμώνουν τήν άμαρτία.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στά
χωριά». Διότι δέν υπάρχει χωριό πού νά μή μοιάζει μέ τή χώρα τών Γαδαρηνών,
καταφύγιο κακών πνευμάτων.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε,στό
δάσος». Γιατί τό δάσος είναι παλιός σύμμαχος τών ληστών καί τών άμαρτωλών. Στό
δάσος ό Κάιν σκότωσε τόν 'Άβελ.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στή
θάλασσα». Ή θάλασσα είναι τάφος τών πειρατών, τών τυχοδιωκτών καί τής πολεμικής
δόξας.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στόν άέρα». Καί άπό τόν άέρα ό άνθρωπος
διέπραξε εγκλήματα επάνω στά άδέλφια του.
Έμεΐς, οί άπλοί θνητοί, βαδίζουμε χωρίς φόβο καί
έπιφύλαξη στά βήματα τών σκυλιών, τών τίγρεων, τών υαινών καί τών καμηλών.
Όμως, ποιός άπό μάς θά τολμούσε νά προτείνει στό Χριστό : «Πήγαινε, Υιέ τού
Θεού, μέ τά βήματα πού πηγαίνουμε εμείς»; Κανείς. Μόνο ένα θά μπορούσαμε νά τού
πούμε όλοι έμεϊς: «Μήν έρχεσαι, Κύριε, μέχρι νά κτίσουμε δρόμο γιά Σένα»!
Έμεϊς, οί άπλοί θνητοί, μπορούμε νά ξαποστάσουμε σέ
κάθε σπίτι. Όμως, ποιός άπό μάς θά ήξερε νά δώσει στό Χριστό τήν άπάντηση στό
ερώτημα : «Πού είναι τύ σπίτι όπου έγώ θά μπορούσα νά ξαποστάσω;».