Σ’ αυτό τον κόσμο του θρησκευτικού πλουραλισμού, συναντάτε ένα τόσο μεγάλο πλήθος ιεροκηρύκων, ο καθένας με τα δικά του ιδανικά και πρότυπα ζωής και θρησκευτικές απόψεις, που τα μέλη των προηγούμενων γενεών – ακόμα και η δική μου – αμφιβάλλω αν θα σας ζήλευε. Για μας ήταν πιο απλά τα πράγματα: το κύριο ζήτημα για μας ήταν θρησκεία ή αθεΐα. Κάτι όμως πιο μεγάλο αιωρείται ενώπιόν σας. Λύνοντας την απορία αν υπάρχει ή όχι ο Θεός είναι μόνο το πρώτο βήμα. Αν καταλήξουμε πως ο Θεός υπάρχει, μετά, τι γίνεται; Ποια από τις πολλές θρησκείες θα πρέπει να υιοθετήσει; Τον Χριστιανισμό; Το Ισλάμ; Και γιατί όχι τον Βουδισμό, ή την Συνείδηση Κρίσνα; Ας πούμε λοιπόν πως διαπραγματεύεται τον κυκεώνα των θρησκειών, και διαπιστώνει πως ο Χριστιανισμός είναι η αληθινή θρησκεία. Ποιο από τα πολλά της πρόσωπα να υιοθετήσει; Ορθοδοξία, Παπισμό, Πεντηκοστιανούς, Λουθηριανούς; Πάλι βρίσκεται αντιμέτωπη η νεολαία με πληθώρα επιλογών στις μέρες μας. Ταυτόχρονα, ετερόδοξες ομολογίες – παλιές και νέες – συνηθίζουν να διαφημίζονται πολύ περισσότερο από τους Ορθοδόξους, και διαθέτουν αισθητά μεγαλύτερους πόρους για να διεξάγουν την προπαγάνδα τους στα Μ.Μ.Ε. απ’ ότι διαθέτουμε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Επειδή το πρώτο πράγμα που ο σύγχρονος άνθρωπος θα αναλογιστεί είναι αυτή την πληθώρα πίστεων, θρησκειών και κοσμοθεωριών, θα ήθελα να κάνουμε μια σύντομη βόλτα, διασχίζοντας όλα τα διαδοχικά δωμάτια που ανοίγονται μπροστά σε εκείνους που αναζητούν την αλήθεια. Θα σας παρουσιάσω μια πολύ γενική και σύντομη έρευνα πάνω στους λόγους που θα έπρεπε (όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά θα έπρεπε) να γίνει Χριστιανός, και όχι απλώς Χριστιανός, αλλά Ορθόδοξος Χριστιανός.
Το εναρκτήριο ερώτημα είναι: «Πίστη ή αθεϊσμός;» Σε σημαντικά συνέδρια, μπορεί κανείς να συναντήσει πραγματικά πολυμαθείς ακαδημαϊκούς, βαθύτατους στοχαστές οι οποίοι επανειλημμένως θέτουν τα ερωτήματα: Ποιος είναι ο Θεός; Υπάρχει; Γιατί είναι αναγκαίος; Ή, ακόμα: Αν υπάρχει, γιατί δεν εμφανίζεται ενώπιον της ολομέλειας των Ηνωμένων Εθνών, να αναγγείλει τον Εαυτό Του; Πώς απαντά κανείς σε τέτοια ερωτήματα; Μου φαίνεται πως η απάντηση βρίσκεται στον πυρήνα της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης, και διατυπώνεται πολύ πιο άνετα με υπαρξιακούς όρους. Ποιος είναι ο «σκοπός της ζωής» του ανθρώπου, και ποια η ουσία της ύπαρξής του; Πρώτα απ’ όλα, ποιος άλλος σκοπός θα μπορούσε να είναι, από το ζην; Ποιον «σκοπό» βιώνω όταν κοιμάμαι; Το νόημα βιώνεται μόνο μέσω της συνειδητοποίησης, όταν «γευόμαστε» τους καρπούς της ζωής μας, της δραστηριότητάς μας. Κανείς, διαχρονικά, δεν έχει επιβεβαιώσει οριστικά – και ούτε πρόκειται ποτέ κανείς να επιβεβαιώσει οριστικά – πως ο απώτερος σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην πίστη και τον αθεϊσμό. Ο Χριστιανισμός διαβεβαιώνει πως η επίγεια ζωή είναι μόνο μια αρχή, μια κατάσταση, και ένα μέσον προετοιμασίας για την αιωνιότητα. Σου λέει να προετοιμάζεις τον εαυτό σου, επειδή σε περιμένει μια ατελεύτητη ζωή. Σου λέει τι να κάνεις, τι είδος άνθρωπος πρέπει να είσαι, για να μπεις μέσα στην αιώνια ζωή. Ενώ ο αθεϊσμός τι σου λέει; Πως δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει αιωνιότητα, οπότε, ω άνθρωπε, να πιστεύεις πως μόνο ο αιώνιος θάνατος σε περιμένει! Λόγια με τόση φρίκη, απαισιοδοξία και απόγνωση, που σε κάνουν να ανατριχιάζεις: Άνθρωπε, σε περιμένει αιώνιος θάνατος... Χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ποιο είναι το περίεργο υπόβαθρο μιας τέτοιας πρότασης, η ίδια η πρόταση είναι αρκετή για να προκαλέσει ρίγος μέσα στην ψυχή. Όχι! Να μου λείπει τέτοια πίστη!
Αν κάποιος χάσει τον δρόμο του μέσα στο δάσος, και, καθώς θα αναζητά το μονοπάτι της επιστροφής για το σπίτι του, ξαφνικά συναντήσει κάποιον, θα τον ρωτήσει «Υπάρχει τρόπος να βγει κανείς από εδώ;» Αν ο άλλος του απαντήσει «Όχι, δεν υπάρχει, μην κάνεις τον κόπο να ψάξεις, μόνο τακτοποιήσου εδώ πέρα όσο πιο καλά μπορείς», θα ακούσει την συμβουλή αυτή; Δεν θα συνεχίσει την αναζήτησή του; Αν πάλι βρει κάποιον άλλον, που θα του πει «Ναι, υπάρχει έξοδος, και θα σου δείξω τα σημάδια που δείχνουν προς τα κει», δεν θα βασιστεί σ’ αυτόν; Ε, αυτό συμβαίνει όταν επιλέγουμε μια κοσμοθεωρία, όταν επιλέγουμε ανάμεσα στην θρησκεία και τον αθεϊσμό. Όσο ο άνθρωπος έχει μέσα του έστω και μια σπίθα, έστω ένα ίχνος επιθυμίας να βρει την αλήθεια, να αναζητήσει τον σκοπό της ζωής, δεν πρόκειται να αποδεχθεί την πρόταση πως τον περιμένει μόνο ένας αιώνιος θάνατος, και αυτόν, και όλη την ανθρωπότητα. Δεν θα αποδεχθεί το πόρισμα πως, προκειμένου να «πραγματοποιήσει» την ιδέα, πρέπει να επιδιώξει καλύτερες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες ζωής, προσμένοντας πως αργότερα, όλα θα είναι «εντάξει». Αύριο θα πεθάνεις και θα σε πάνε στο νεκροταφείο. Θαυμάσια.
Υπέδειξα μονάχα μία –ψυχολογικά πολύ σημαντική- άποψη. Μια, που όμως πιστεύω είναι αρκετή για να κάνει τον οποιοδήποτε άνθρωπο με ζωντανή ψυχή να κατανοήσει πως μόνο η θρησκευτική άποψη που αποδέχεται ως θεμέλιό της τον Ένα, που ονομάζουμε Θεό, μας επιτρέπει να συζητούμε περί σκοπού της ζωής. Τώρα, έχοντας διασχίσει εκείνο το πρώτο δωμάτιο και καταφέρνοντας να πιστέψουμε στον Θεό, μπαίνουμε στο δεύτερο δωμάτιο. Θεέ μου! Τι είναι αυτά που βλέπουμε και ακούμε; Είναι γεμάτο με ανθρώπους, και όλοι τους φωνάζουν «Μόνο εγώ κατέχω την αλήθεια!» Τι πρόκληση και αυτή.... Μουσουλμάνοι, Κομφουκιανοί, Βουδιστές, Εβραίοι, λογής-λογής άλλοι, ακόμα και πολλοί που τώρα αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί. Έχουμε εδώ έναν Χριστιανό ιεροκήρυκα να στέκεται μαζί με τους άλλους, ενώ εγώ υποτίθεται πως πρέπει να διακρίνω ποιος είναι ο σωστός, ποιον να πιστέψω;
Δύο είναι οι τρόποι προσέγγισης του προβλήματος αυτού. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι, όμως εγώ θα απομονώσω τους δύο μόνο. Ο ένας τρόπος για να πείσουμε κάποιον για το ποια είναι η αληθινή Πίστη (δηλαδή, εκείνη που είναι αντικειμενικά σύμφωνη με την ανθρώπινη φύση, τις ανθρώπινες προσπάθειες, την ανθρώπινη κατανόηση του νοήματος της ζωής), είναι η μεθοδολογία της συγκριτικής Θεολογίας. Είναι ένα αρκετά μακρύ μονοπάτι, το οποίο απαιτεί λεπτομερή μελέτη της κάθε μίας θρησκείας. Λίγοι έχουν την ικανότητα να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι, διότι πρέπει να κατέχουν την δυνατότητα να απορροφούν όλη την ύλη και πρέπει να διαθέσουν πάρα πολύ χρόνο και κόπο σε μια διαδικασία πνευματικά απαιτητική..... Υπάρχει άλλος τρόπος. Σε τελευταία ανάλυση, η κάθε θρησκεία απευθύνεται σε ανθρώπους, στους οποίους λέει: «Αυτό εδώ, και όχι κάτι άλλο, είναι η αλήθεια.» Από αυτή την σκοπιά, σχεδόν όλες οι κοσμοθεωρίες και θρησκείες δηλώνουν ένα, απλό πράγμα, ήτοι: πως οι συνθήκες υπό τις οποίες ζει ο άνθρωπος σήμερα – τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες από την μία και τις πνευματικές, ηθικές, πολιτιστικές κλπ. από την άλλη – είναι αφύσικες και συνεπώς δεν μπορούν να είναι επαρκώς ικανοποιητικές. Παρ’ ότι ένα συγκεκριμένο άτομο μπορεί να δηλώνει ικανοποιημένο, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων υποφέρει από τις συνθήκες αυτές ως ένα βαθμό. Η ανθρωπότητα παραμένει δυσαρεστημένη με την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων και, στην αναζήτησή της για κάτι πιο σπουδαίο, για κάποιο «χρυσούν αιώνα», πασχίζει να προοδεύσει, κάπου μέσα στο άγνωστο μέλλον.
Είναι φανερός ο λόγος που σχεδόν όλες οι θρησκείες και κοσμοθεωρίες εστιάζουν στην μελέτη της σωτηρίας. Εδώ είναι που συναντάμε αυτό που πιστεύω μας προσφέρει την ευκαιρία να κάνουμε μια συνειδητή, ενημερωμένη επιλογή ανάμεσα στο πλήθος των θρησκειών. Ο Χριστιανισμός μας διαβεβαιώνει για κάτι που οι άλλες θρησκείες και μη-θρησκευτικές κοσμοθεωρίες δεν κατανοούν με τίποτε, και που με πολύ αγανάκτηση απορρίπτουν. Αυτό το «κάτι» βρίσκεται μέσα στην δική μας αντίληψη περί της πρώτης αμαρτίας. Όλες οι θρησκείες και –κατά την γνώμη μου- όλες οι φιλοσοφίες περί ζωής, όλες οι ιδεολογίες, μιλούν για την αμαρτία, αν και με όρους που διαφέρουν. Όμως, εκτός από τον Χριστιανισμό, καμία από αυτές δεν πιστεύει πως η ανθρώπινη φύση στην τωρινή της κατάσταση είναι άρρωστη. Ο Χριστιανισμός διατείνεται πως η κατάσταση μέσα στην οποία οι άνθρωποι γεννώνται, υπάρχουν, αναπτύσσονται, εκπαιδεύονται, παίρνουν κουράγιο, ωριμάζουν, η κατάσταση μέσα στην οποία βρίσκουμε ευχαρίστηση, ψυχαγωγία, εκμάθηση, κάνουμε ανακαλύψεις κλπ., είναι κατάσταση μιας σοβαρής ασθένειας, η οποία μας προκαλεί βαθύτατη ζημιά. Είμαστε άρρωστοι, αλλά όχι λόγω γρίπης, βρογχίτιδας, ή κάποιας ψυχιατρικής νόσου. Είμαστε βιολογικά και ψυχολογικά εύρωστοι, είμαστε ικανοί να λύνουμε προβλήματα, και μπορούμε να πετάμε στο διάστημα.
Παρά ταύτα, ασθενούμε βαριά. Στην αρχή, η ενωμένη ανθρώπινη φύση υπέστη μια περίεργη και τραγική διάσπαση, που την χώρισε σε φαινομενικά αυτόνομα και συχνά αντιμαχόμενα μέρη – τον νου, την καρδιά και το σώμα. Ένα τέτοιο σχόλιο επισύρει παγκόσμια αγανάκτηση. «Δεν παραλογίζεται ο Χριστιανισμός;» «Εγώ, ανώμαλος; Λυπάμαι, ίσως άλλοι να είναι, αλλά εγώ όχι!» Αν όμως ο Χριστιανισμός τα λέει σωστά, τότε εδώ είναι η ρίζα του προβλήματος, ο λόγος που η ανθρώπινη ζωή, η ζωή του ατόμου και ολόκληρης της ανθρωπότητας, πηγαίνουν από την μια τραγωδία στην άλλη. Αν ο άνθρωπος ασθενεί σοβαρά, αλλά δεν επιδιώκει να θεραπεύσει την ασθένεια επειδή δεν την έχει αντιληφθεί, σίγουρα θα τον βλάψει.
Οι άλλες θρησκείες δεν κατανοούν πως ο άνθρωπος φέρει μια τέτοια ασθένεια. Πιστεύουν πως ο άνθρωπος είναι ένας υγιής σπόρος, ο οποίος μπορεί να αναπτυχθεί φυσιολογικά ή αφύσικα, όπου η ανάπτυξη είναι εξαρτώμενη από τον κοινωνικό του περίγυρο, από οικονομικές συνθήκες, ψυχολογικούς παράγοντες, και πολλά άλλα πράγματα.
Ο άνθρωπος δύναται να είναι καλός ή κακός, αλλά εκ φύσεως είναι καλός. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η κυρίαρχη αντίθεση, η συνείδηση του μη-Χριστιανού. Δεν αναφέρομαι καν στους μη-θρησκευόμενους, για τους οποίους ο όρος «άνθρωπος» φαντάζει σαν «εξάσκηση στην έπαρση». Μονάχα ο Χριστιανισμός επιβεβαιώνει πως η τωρινή μας κατάσταση είναι μια βαθύτατα κατεστραμμένη κατάσταση – τόσο κατεστραμμένη, που κανείς δεν μπορεί από μόνος του να την επισκευάσει.
Και αυτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια επάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί το μέγα Χριστιανικό δόγμα περί Χριστού ως Σωτήρος. Αυτή η ιδέα είναι η κατ’ εξοχήν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες.
Τώρα θα επιχειρήσω να καταδείξω πως, σε αντίθεση με τις άλλες θρησκείες, ο Χριστιανισμός εμπεριέχει αντικειμενικές διαβεβαιώσεις των ισχυρισμών του. Ας ανατρέξουμε στην Ιστορία της ανθρωπότητας, και στις φιλοδοξίες που έχει στηρίξει ο άνθρωπος την ζωή του, σε όλη την διαδρομή της γνωστής Ιστορίας. Φυσικά και έχει επιδιώξει ο άνθρωπος να δημιουργήσει την Βασιλεία του Θεού επί της γης. Κάποιοι το επιδίωξαν με την βοήθεια του Θεού, ενώ ταυτόχρονα δεν Τον θεωρούσαν το υπέρτατο στόχο της ζωής, αλλά μόνο το μέσον δια του οποίου θα επιτύγχαναν το καλό επί της γης. Άλλοι δεν Τον έλαβαν καθόλου υπ’ όψιν τον Θεό. Όμως, άλλο είναι το σημαντικό. Όλοι καταλαβαίνουν πως αυτή η Βασιλεία δεν μπορεί να υπάρξει επί της γης, χωρίς να υπάρχουν κάποια βασικά στοιχεία όπως η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη (άλλωστε τι είδους Παράδεισος κυβερνιέται από πόλεμο, αδικία, μίσος, κλπ;), ή, σε ακόμα πιο βασικό επίπεδο, ο αλληλοσεβασμός. Σε όλους είναι απόλυτα κατανοητό πως χωρίς την εγκαθίδρυση και την τήρηση τέτοιων θεμελιωδών ηθικών αξιών, είναι αδύνατη η ευημερία επί της γης. Και όμως, τι έχει κάνει κατά την διάρκεια της Ιστορίας της η ανθρωπότητα; Ο Erich Fromme το διατύπωσε τέλεια, όταν είπε «Η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι γραμμένη με αίμα. Είναι μια Ιστορία ατελείωτης βίας.»
Νομίζω πως οι ιστορικοί, προπαντός οι στρατιωτικοί ιστορικοί, μπορούν άνετα να σκιαγραφήσουν για μας αυτό που συνιστά «Ανθρώπινη Ιστορία»: πόλεμοι, αιματοχυσία, βία, βαρβαρότητα. Ο 20ος αιώνας θεωρείται περίοδος προηγμένου ανθρωπισμού. Και όμως, έχει επιδείξει τον βαθμό «τελειότητάς» του, με το να έχει υπερβεί σε ποσότητα αιματοχυσίας το αίμα που είχε χυθεί στο σύνολο των προηγούμενων αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας, αθροιστικά. Αν είχαν την δυνατότητα οι πρόγονοί μας να δουν τι θα έφερνε ο 20ος αιώνας, θα είχαν ανατριχιάσει σύγκορμοι από τρόμο, αντικρύζοντας την εμβέλεια της βαρβαρότητας, της αδικίας και της εξαπάτησης. Πρόκειται για ένα παράδοξο που ξεπερνά την ανθρώπινη κατανόηση: καθώς ξετυλίγεται η Ιστορία της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος έχει κινηθεί σε τελεία αντίθεση από εκείνες τις κατευθύνουσες αρχές, τους στόχους και τα ιδανικά στα οποία είχε αρχικά στρέψει όλες του τις δυνάμεις.
Θα ήθελα να θέσω ένα ρητορικό ερώτημα: «Μπορεί ένα ευφυές ον να συμπεριφέρεται κατά τέτοιον τρόπο;» Η Ιστορία μας κοροϊδεύει κατάμουτρα, με τα ειρωνικά της σχόλια: «Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια σοφός και υγιής. Όχι, δεν είναι πνευματικά άρρωστος. Απλώς, κάνει λιγάκι πάρα πάνω, και συμπεριφέρεται λιγότερο σοφά από εκείνους που είναι κλειδωμένοι σε τρελοκομεία.»
Δυστυχώς, πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, που αποδεικνύει πως δεν έχουν ξεστρατίσει μεμονωμένα άτομα (στην πραγματικότητα, μόνο οι μεμονωμένοι πλέον δεν έχουν ξεστρατίσει), αλλά, παραδόξως, πως το ξεστράτισμα είναι ένα χαρακτηριστικό της σύνολης ανθρωπότητας.
Αν αναλογιστούμε το μεμονωμένο άτομο, ή, πιο σωστά, αν ένα άτομο έχει αρκετό ηθικό σθένος να εξετάσει τον εαυτό του, θα αντικρύσει μια εικόνα όχι λιγότερο υπερβολική. Ο Απόστολος Παύλος το είχε περιγράψει με ακρίβεια: «....διότι το αγαθό που θα έπρεπε να κάνω δεν το κάνω, ενώ το κακό που δεν θα έπρεπε να κάνω, εκείνο κάνω...» Στ’ αλήθεια, όποιος μπορεί να αναλογιστεί τι γίνεται μέσα στην ψυχή του, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει πόσο άρρωστος είναι πνευματικά, και πόσο είναι υποκείμενος, πόσο υποδουλωμένος είναι στα διάφορα πάθη. Είναι άσκοπο να ρωτήσει κανείς: «Γιατί, δυστυχισμένε άνθρωπε, ενδίδεις στην λαιμαργία, στην μέθη, στο ψεύδος, στον φθόνο, στην μοιχεία, κλπ; Αφού έτσι σκοτώνεις τον εαυτό σου, καταστρέφεις την οικογένειά σου, σακατεύεις τα παιδιά σου, δηλητηριάζεις την ατμόσφαιρα γύρω σου. Γιατί δέρνεις, σφάζεις και μαχαιρώνεις τον εαυτό σου, γιατί προξενείς τόση ζημιά στα νεύρα σου, στην ψυχή σου, στο σώμα σου; Έχεις συναίσθηση πως αυτά σε βλάπτουν;» «Ναι, το αντιλαμβάνομαι, αλλά μου είναι αδύνατον να μην τα κάνω.»
Κατά κανόνα, ο πάσχων άνθρωπος δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του. Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο, στα κατάβαθα της ψυχής του, που ο κάθε λογικός άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με εκείνο στο οποίο αναφέρεται ο Χριστιανισμός: : «....διότι το αγαθό που θα έπρεπε να κάνω δεν το κάνω, ενώ το κακό που δεν θα έπρεπε να κάνω, εκείνο κάνω...». Τώρα, αυτό είναι υγεία, ή είναι αρρώστια;
Για χάρη σύγκρισης, ας αναλογισθούμε πώς ένα άτομο μπορεί να αλλάξει, ζώντας μια σωστή, Χριστιανική ζωή. Όσοι καθαρίζουν τους εαυτούς τους από τα πάθη αποκτούν ταπείνωση, και, όπως λέει ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, έχουν «αποκτήσει το Άγιο Πνεύμα», φτάνουν σε μια κατάσταση εξαιρετικά συναρπαστική από ψυχολογικής απόψεως, ήτοι, θεωρούν τους εαυτούς τους πλέον ως τους χειρότερους όλων των ανθρώπων. Ο μέγας Ποιμήν είχε πει: «Πιστέψτε με, αδέλφια μου, θα ριφθώ στο ίδιο μέρος όπου είναι ριγμένος και ο Σατανάς.» Καθώς ο μέγας Σισώης πλησίαζε τον θάνατο, και το πρόσωπό του είχε γίνει λαμπρό σαν τον ήλιο, τόσο, που δεν μπορούσε κανείς να τον κοιτάξει, εκείνος εκλιπαρούσε τον Θεό να του δώσει λίγο χρόνο ακόμα, για να μετανοήσει... Τι πράγμα είναι αυτό; Κάποιο είδος υποκρισίας, κάποιο είδος ψευτο-ταπείνωσης; Όχι βέβαια. Φοβούμενοι μήπως αμαρτήσουν ακόμα και με τον νου, εκστόμιζαν ό,τι ακριβώς ένοιωθαν. Εμείς, από την άλλη, δεν έχουμε καμία τέτοια ευαισθησία. Εγώ είμαι γεμάτος από κάθε λογής βρωμιά, και όμως, θεωρώ τον εαυτό μου ένα πολύ καλό άνθρωπο. Εγώ, είμαι καλός άνθρωπος! Αν κάνω κάτι κακό, ε, κανείς δεν είναι αναμάρτητος, οι άλλοι δεν είναι δα καλύτεροι από μένα, και ούτε εγώ είμαι τόσο ένοχος όσο εκείνος, εκείνη, ή οι άλλοι. Επειδή δεν διακρίνουμε την κατάσταση της ψυχής μας, βλέπουμε τους εαυτούς μας τόσο καλούς! Πόσο, πράγματι, διαφέρει η πνευματική όραση των αγίων από την δική μας!
Λοιπόν, ξαναδηλώνω: Ο Χριστιανισμός επιβεβαιώνει πως εκ φύσεως, στην λεγόμενη φυσιολογική του κατάσταση, ο άνθρωπος είναι βαθύτατα κατεστραμμένος. Δυστυχώς, έχουμε μια πάρα πολύ αχνή εικόνα της ζημιάς. Η πιο φρικτή, και κύρια τύφλωση που μας διακατέχει είναι η ανικανότητα να διακρίνουμε την ασθένειά μας. Αυτό είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, διότι, όταν ένας άνθρωπος αναγνωρίσει πως είναι άρρωστος, επιζητεί βοήθεια, πηγαίνει στον γιατρό, και του λαμβάνει την πρέπουσα αγωγή για την ασθένειά του. Αν όμως θεωρεί τον εαυτό του υγιή, διώχνει μακριά του εκείνους που του επισημαίνουν ότι είναι άρρωστος. Αυτό είναι το μεγαλύτερο σύμπτωμα απ’ όλα, της ζημιάς που βρίσκεται εντός μας. Το συνολικό βάρος της Ιστορίας – της σύνολης Ιστορίας της Ανθρωπότητας και του κάθε ατόμου, συμπεριλαμβανομένης πρώτα και καλύτερα της δικής μας προσωπικής Ιστορίας – μαρτυρεί χωρίς καμία αμφισβήτηση την πραγματικότητα αυτή. Αυτό είναι που μας υποδεικνύει ο Χριστιανισμός.
Εγώ έχω να πω ότι το αποδεικτικό στοιχείο του μοναδικού γεγονότος της κατεστραμμένης κατάστασης της ανθρώπινης φύσης, της μοναδικής αυτής αλήθειας που εκφράζεται μέσα στην Χριστιανική Πίστη, είναι αρκετό, για να μου υποδείξει ποια θρησκεία πρέπει να ενστερνιστώ – εκείνη που μου αποκαλύπτει τις ασθένειές μου και μου υποδεικνύει τα μέσα για να τις θεραπεύσω, ή εκείνη που κουκουλώνει τις ασθένειές μου, τρέφει τον ανθρώπινο εγωισμό, και μου λέει πως όλα είναι υπέροχα και θαυμάσια, και δεν χρειάζεται να θεραπεύσω τον εαυτό μου, αλλά τουναντίον, χρειάζεται εγώ να θεραπεύσω τον κόσμο γύρω μου, να εξελιχθώ, και να γίνω πιο τέλειος. Η Ιστορία μας διδάσκει τα αποτελέσματα της απόρριψης της θεραπείας.
Καταλήξαμε λοιπόν στον Χριστιανισμό. Δόξα σε Σένα Κύριέ μου, βρήκα επί τέλους την αληθινή Πίστη. Προχωρώ στο επόμενο δωμάτιο: Όπως και στα προηγούμενα, είναι γεμάτο από πλήθη ανθρώπων, που όλοι τους φωνάζουν «Η δική μου Χριστιανική πίστη είναι η πιο καλή απ’ όλες!» Οι Παπικοί διατυμπανίζουν «Κοιττάξτε πόσους οπαδούς έχουμε εμείς – 1 δισεκατομμύριο, 45 εκατομμύρια!» Οι Προτεστάντες που απαρτίζονται από μια ευρεία γκάμα ομολογιών λένε πως αριθμούν 350 εκατομμύρια. Οι Ορθόδοξοι είναι οι λιγότεροι – μόλις 170 εκατομμύρια. Όπως ήδη έχει σωστά επισημανθεί, η Αλήθεια δεν καθορίζεται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα. Και όμως, παραμένει το ερώτημα: «Πού βρίσκεται η αληθινή Χριστιανοσύνη;»
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι προσέγγισης στο ερώτημα αυτό. Στην ιερατική σχολή, πάντα μας δίδασκαν να συγκρίνουμε τα Παπικά και τα Προτεσταντικά δογματικά συστήματα με εκείνα της Ορθοδοξίας. Αυτό είναι μια μέθοδος που αξίζει την προσοχή και τον σεβασμό μας, αλλά μου φαίνεται πως δεν είναι αρκετά κατανοητή ή επαρκής, διότι, κάποιος που δεν έτυχε καλών σπουδών, κάποιος που δεν είναι αρκετά διαβασμένος, μάλλον δεν θα του φανεί εύκολο να βγάλει άκρη από την ζούγκλα των δογματικών επιχειρημάτων και να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος σφάλλει. Πέραν αυτού, ορισμένες φορές εφαρμόζονται τόσο ισχυρές ψυχολογικές μέθοδοι, που εύκολα αποπροσανατολίζεται κανείς από την ουσία του ζητήματος. Για παράδειγμα, όταν εγείρουμε το ζήτημα του πρωτείου του Πάπα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, μας λένε: «Α, ναι, τον Πάπα! Μα τι λέτε τώρα; Αυτά περί πρωτείου και αλάθητου είναι ανοησίες! Είναι το ίδιο πράγμα με εκείνα που απολαμβάνει και ο δικός σας Πατριάρχης. Το αλάθητο και η εξουσία του Πάπα σχεδόν δεν ξεχωρίζουν από το κύρος των αποφάσεων που παίρνονται από την κεφαλή οποιασδήποτε Τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.» Στην πραγματικότητα, εδώ υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε δόγμα και κανόνες. Οπότε, αυτή η συγκριτική-δογματική προσέγγιση είναι κάθε άλλο παρά απλή, ειδικά όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους που όχι μόνο δεν είναι διαβασμένοι, αλλά πασχίζουν να σε κερδίσουν, αψηφώντας το κόστος.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο μονοπάτι που δείχνει καθαρά τι ακριβώς είναι ο Ρωμαιο-Καθολικισμός, και πού οδηγεί τον άνθρωπο. Το μονοπάτι είναι εκείνο της συγκριτικής έρευνας και μελέτης, αλλά που ήδη υπάρχει μέσα στην σφαίρα της πνευματικής ζωής, όπως φανερώνεται στις ζωές των αγίων. Εκεί, για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα των ασκητών, φωτίζεται άπλετα και δυναμικά η «αλαζονεία» της Ρωμαιοκαθολικής πνευματικότητας. Είναι μια αλαζονεία που βρίθει από σοβαρότατες συνέπειες για τον ασκητή που θα πατήσει πόδι στον δικό της τρόπο ζωής. Ξέρετε, μερικές φορές κάνω δημόσιες ομιλίες, στις οποίες προσέρχεται μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων. Συχνότατα, ακούω το εξής ερώτημα: «Λοιπόν, τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον Καθολικισμό από την Ορθοδοξία; Πού κάνουν λάθος; Δεν αποτελούν απλώς ένα άλλο μονοπάτι προς τον Χριστό;» Πολλές φορές, διαπίστωσα πως το μόνο που χρειαζόταν να κάνω ήταν να τους προβάλλω παραδείγματα ολίγων Καθολικών μυστών, και ο ερωτήσας να μου πει: «Σας ευχαριστώ, τώρα όλα είναι ξεκάθαρα. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο.»
Είναι αλήθεια πως μια οποιαδήποτε Εκκλησία – Ορθόδοξη ή ετερόδοξη – αναγνωρίζεται από τους αγίους της. Δείξε μου τους αγίους σου, και θα σου πω τι σόϊ Εκκλησία έχεις. Η κάθε Εκκλησία αγιοποιεί μόνο εκείνους που προσωποποιούν το Χριστιανικό ιδεώδες, όπως αυτό κατανοείται από την εκάστοτε Εκκλησία. Γι’ αυτό τον λόγο, η δοξολογία ενός αγίου δεν είναι απλώς μια επιβεβαίωση της Εκκλησίας ότι έκριναν κάποιον Χριστιανό άξιο της τιμής και κατάλληλο παράδειγμα προς μίμηση, αλλά επίσης, είναι μια κατ’ εξοχήν μαρτυρία της ίδιας της Εκκλησίας περί του εαυτού της. Μέσω των αγίων, μπορούμε να αποφανθούμε πιο καλά ως προς την πραγματικότητα ή την φαινομενικότητα της αγιότητας της ίδιας της Εκκλησίας εκείνης. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα του πώς η Καθολική Εκκλησία βλέπει την αγιότητα.
Ένα πρόσωπο που ο Καθολικισμός θεωρεί «μεγάλο άγιο» είναι ο Φραγκίσκος της Ασίζη (13ος αιώνας). Όσα ακολουθούν, μας δίνουν μια εικόνα της πνευματικής του συνείδησης / του προφίλ του. Κάποτε, έτυχε ο Φραγκίσκος να έχει επιδοθεί σε μια πολύωρη προσευχή «για δύο δώρα». Το θέμα της προσευχής είναι αποκαλυπτικότατο: «Πρώτα, ζητώ να..... βιώσω όλο τον πόνο που Εσύ, γλυκύτατε Ιησού, εβίωσες κατά τα βασανιστικά Σου Πάθη. Δεύτερο, ζητώ να.... νοιώσω εκείνη την απέραντη αγάπη με την οποία φλεγόσουν, ω Υιέ του Θεού...» Όπως μπορούμε να δούμε εδώ, τον Φραγκίσκο τον απασχολούσε όχι η δική του αμαρτωλότητα, αλλά η γεμάτη υπερηφάνεια τάση εξίσωσης του με τον Χριστό!
Κατά την διάρκεια της προσευχής αυτής, ο Φραγκίσκος «ένοιωσε τον εαυτό του εντελώς μεταμορφωμένο σε Ιησού», τον οποίο αναγνώρισε αμέσως, καθώς ένα εξαπτέρυγο σεραφείμ τον τόξευε με φλεγόμενα βέλη στα χέρια, στα πόδια, και στην δεξιά πλευρά, δηλαδή στα μέρη που είχε λαβωθεί ο Χριστός, και όπου –μετά το πέρας του οράματος αυτού- άνοιξαν πληγές που αιμορραγούσαν (τα λεγόμενα «stigmata», ενδείξεις των βασανισμών του Ιησού). (M.V. Lodyzhensky, σελ. 109, The Unseen Light, (Το Αθέατο Φως) Petrograd, 1915.)
---------------
Πνευματικοί λόγοι για τους οποίους η Ορθοδοξία είναι η Αληθινή Πίστη
Διάλεξη που παραδόθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου, 2000, στην Σύναξη της Σχολής του Κυρίου της Σρετένσκαγια στην Μόσχα από τον Α. Ι. Οσίποφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας.
πηγή : http://www.oodegr.com/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.