Ἡ μέχρι τώρα διαπραγμάτευση ἀνέδειξε ὅτι ἱερωσύνη καί ἄσκηση εἶναι δύο πραγματικότητες πού συνδυάζονται ἄρρηκτα, ἀπαραιτήτως, στό πρόσωπο τοῦ ἱερέα. Θά ὁλοκληρώσουμε τή διαπραγμάτευση μέ ἕνα ἱστορικό παράδειγμα ἀπό τήν πνευματική ἱστορία τοῦ ὀρθόδοξου γένους μας, ὅπου ἀναδεικνύεται ὅτι ἡ ἄσκηση εἶναι μόνιμη συνοδός στό βίο τῶν ἱερωμένων καί ἀναπόσπαστο χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἱερατικοῦ γένους στήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας.
Στή γνωστή ψευδοενωτική σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ διαλόγου καί γιά ἐπικύρωση, τρόπον τινά, τῆς ψευδοενώσεως, ὁ Πάπας Εὐγένιος ὁ Δ’, ἀπευθυνόμενος πρός τά μέλη τῆς συνόδου, εἶπε: «Αὔριον μέλλομεν λειτουργήσειν καί τελειώσειν τήν ἕνωσιν. Ἐμάθομεν οὖν ὅπως τινές τῶν ὑμετέρων βούλονται μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Διά τοῦτο λέγομεν ἀπό τοῦ νῦν, ἵνα οἱ βουλόμενοι μετασχεῖν τούτων ἐγκρατεύσωνται καί ἁγνίσωνται καί ἑτοιμάσωνται πρός τοῦτο». Δηλαδή, ἐζητήθη ἀπό τούς ἀνατολικούς πατέρες, σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις τῆς Δύσης, νά κάνουν ὅλως ἰδιαίτερη προετοιμασία γιά τή συμμετοχή τους τήν ἑπομένη ἡμέρα στή θεία λειτουργία (ἐγκράτεια, ἁγνισμός, ἑτοιμασία). Αὐτό προκάλεσε «ἔκπληξη» στούς δικούς μας πατέρες («καί ἡμεῖς πάντες ἐξεπλάγημεν»). Σέ ἀπάντηση τῶν ὡς ἄνω λόγων τοῦ Πάπα ὁ Νικαίας Βησσαρίων, ἐπιδιώκοντας προφανῶς νά ἀμβλύνει τίς δημιουργηθεῖσες κακές ἐντυπώσεις, ἀπάντησε σχετικῶς: «Οἱ ἡμέτεροι ἐγκρατεύονται ἀεί καί μετ’ εὐλαβείας διανύουσι πάντα τόν τῆς ζωῆς αὐτῶν βίον…»(60).
Δηλαδή, ἄν παραφράζαμε τά λόγια αὐτά σύμφωνα μέ τό στόχο τοῦ θέματος πού διαπραγματευθήκαμε, θά λέγαμε: οἱ ἱερεῖς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης πάντοτε, συνεχῶς ἀσκοῦνται (ἐγκρατεύονται) καί ἔχουν εὐλάβεια (σωστό φρόνημα ἀπέναντι στό Θεό) ὁλόκληρη τή ζωή τους.
Σημειώσεις
1. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι οἱ τόσοι πολλοί καί μεγάλοι δισταγμοί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (πρβλ. Περί ἱερωσύνης, 6,12, Migne P.G. 48, 688-689) καθώς καί ἡ φυγή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στόν Πόντο εὐθύς μετά τήν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του, προκειμένου νά παρηγορηθεῖ κοντά στό φίλο του Μ. Βασίλειο. Γιά τήν περίπτωση τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βλ. καί Χ. Κρικώνη, Ἡ ἱερωσύνη κατά τόν Ἅγ. Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, Πρακτικά Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ. Μ. Δράμας, Δράμα 1999, σ.σ. 59-60. Ἐπίσης πρβλ. Dumitru Fecioru, Despre Preoţie, Βουκουρέστι 1998 (εἰδικός τόμος ἀφιερωμένος στήν ἱερωσύνη μέ τά σχετικά ἔργα τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, εἰσαγωγή, μετάφραση καί σχόλια ἀπό τόν ὡς ἄνω ρουμάνο συγγραφέα), σ. 11. Γιά τήν περίπτωση τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου βλ. καί πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ἡ ἱερωσύνη κατά τόν Ἅγ. Γρηγόριο Θεολόγο, Πρακτικά Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ. Μ. Δράμας, Δράμα 1999, σ.σ. 36-43, στό τιτλοφορούμενο κεφάλαιο: «γιατί ἔφυγε ὁ Γρηγόριος;», ὅπου μέ παραπομπές στό ἔργο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου, ἀναίρεση ἄλλων γνωμῶν καί κατάθεση προσωπικῶν ἐκτιμήσεων, τεκμηριώνεται ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος «ἔφυγε» καί στίς δύο περιπτώσεις, δηλ. καί ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ὅταν ἦταν πλέον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιά καθαρά πνευματικούς καί συνειδησιακούς λόγους.
2. πρβλ. Β’ Τιμ. 1,6.
3. βλ. Πράξ. 24, 16.
4. πρβλ. Β’ Μακ. 15, 4 «ἔστιν ὁ Κύριος ζῶν αὐτός ἐν τῷ οὐρανῷ δυνάστης ὁ κελεύσας ἀσκεῖν τήν ἑβδομάδα».
5. πρβλ. Δ’ Μακ. 12, 11 «… οὐκ ᾑδέσθης παρά τοῦ Θεοῦ λαβών τά ἀγαθά καί τήν βασιλείαν τούς θεράποντας αὐτοῦ κατακτεῖναι καί τούς εὐσεβείας ἀσκητάς στρεβλῶσαι;».
6. πρβλ. ὅπ. π. 13, 22 «… καί αὔξοντες σφοδρότερον διά τῆς συντροφίας καί τῆς καθ’ ἡμέραν συνηθείας καί τῆς ἄλλης παιδείας καί τῆς ἡμετέρας ἐν νόμῳ Θεοῦ ἀσκήσεως».
7. βλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους, Migne P.G. 74, 789 Α-Β («Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέστιν Ἀδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ Ἀδάμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γάρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ’ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπό νόμον πεσούσης τόν τῆς ἁμαρτίας»). πρβλ. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1982, β’ ἔκδοση, σ. 156 κ. ἑξ.
8. πρβλ. Μαθήματα μυστικῆς θεολογίας τοῦ ἀειμνήστου ρουμάνου καθηγητοῦ Nichifor Crainic, τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1935-1936, πού ἐκδόθηκαν μέ γενικό τίτλο: «Sfinţenia împlinirea Umanului» (ἡ ἁγιότητα ὡς ὁλοκλήρωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως), Ἰάσιο 1993, σ. 77. Ὁ Nichifor Crainic θεωρεῖ τήν ἔλλειψη αὐτογνωσίας ὡς τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στό δρόμο τῆς πνευματικῆς τελείωσης λέγοντας χαρακτηριστικά: «ὁ ἄνθρωπος ζῶντας μέσα στίς συνθῆκες τῆς μέτριας ἀνθρώπινης σοφίας δέν γνωρίζει ἀληθινά οὔτε τίς δυνάμεις μέ τίς ὁποῖες εἶναι προικισμένος ἐκ φύσεως ἀλλά οὔτε τόν πλοῦτο τῶν θείων δωρεῶν πού ἀναμένουν νά τόν ἐπισκεφθοῦν ἀνά πᾶσα στιγμή».
9. Ὁ Nichifor Crainic, ὅπ. π., ἀφοῦ στήν ἀρχή ἀναφέρεται ὑπαινικτικά σέ ὁλόκληρη σχεδόν τήν πατερική γραμματεία, τή συναφῆ πρός τό θέμα, ἀναλύει ἐπισταμένα τό πῶς παρουσιάζεται αὐτή ἡ ἀσκητική διαδικασία στά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα (βλ. σ.σ. 46-84). Στή συνέχεια καί μέχρι τέλους τοῦ βιβλίου γίνεται ἀπό τόν ἴδιο συστηματική ἀνάλυση καί παρουσίαση ξεχωριστά τῶν τριῶν σταδίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἀσκήσεως (βλ. σ.σ. 85-117). Ἐπίσης ὁ ἀείμνηστος πρωτοπρ. Δημήτριος Στανιλοάε ἔχει παρόμοιο δίτομο θεολογικό ἔργο μέ τίτλο: “ascetica şi mistica ortodoxā”. Πρόκειται γιά θεολογικά μαθήματα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1946-1947, πού ἐκδόθηκαν σέ δύο τόμους στήν Alba Iulia τό 1993 ἀπό τίς ἐκδόσεις «Deisis». Στόν πρῶτο τόμο κατ’ ἀρχήν (σ.σ. 5-65) γίνεται λόγος γενικά περί τῶν ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί στή συνέχεια μέχρι τοῦ τέλους τοῦ πρώτου τόμου (σ.σ. 67-194) ὁ λόγος στρέφεται στό θέμα «κάθαρση». Στό δεύτερο τόμο (σ.σ. 5-206) ἡ διαπραγμάτευση ἐπεκτείνεται στό «φωτισμό» καί τή «θέωση». Ὁ λόγος εἶναι περιεκτικός καί ρωμαλέος, μέ πατερική θεμελίωση καί ἀνάλυση καί σέ ἐπίπεδο πού μπορεῖ νά προσεγγισθεῖ μέ σεβασμό ἰδιαίτερα ἀπό διανοούμενους ἀνθρώπους. Μποροῦν δηλαδή νά ἀποκτήσουν μία γεύση τοῦ πόσο βαθιά καί σοβαρά ἀντιμετωπίζει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καί πνευματικότητα τήν πνευματική ζωή.
10. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην, Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, τόμ. Δ, Ἀθήνα 1976, σ. 115. Πρβλ. καί Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Πρός τήν σεμνοτάτην…, είσαγωγή-μετάφραση ὑπό μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1974, σ.σ. 10-13.
11. Γέροντος Ἰωσήφ, «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἔκδ. Ἱ. Μ. Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος 1981, σ.σ. 386-392.
12. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ἄσκησις καί θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 15.
13. Εἰσαγωγικά λόγια τοῦ †ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου Σεμενώφ - Τυάν - Σάνσκυ προκειμένου, κατά τή συνήθεια τῶν βιογράφων τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, νά περιγραφεῖ σέ ἰδιαίτερο ταυτώνυμο κεφάλαιο «μία ἡμέρα τοῦ π. Ἰωάννου». Καί τοῦτο γιατί ἡ κάθε ἡμέρα του ἦταν ἕνα κομμάτι ἄσκησης τοῦ ὅλου ἀσκητικοῦ του βίου (βλ. †ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου Σεμενώφ - Τυάν - Σάνσκυ, Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, μτφρ. Ἀρχιμ. Τιμοθέου, ἔκδ. Ε’, Ὡρωπός Ἀττικῆς 1991, σ. 264).
14. εὐχή χερουβικοῦ ὕμνου: «οὐδείς ἄξιος …».
15. Λουκ. 6, 39.
16. Λουκ. 11, 46.
17. Ὁ Μωυσῆς κατ’ ἀρχήν στόν τόπο τῆς θεοφανίας, στή φλεγόμενη βάτο, ὅταν τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός ὡς ἄσαρκος Λόγος κατά προτροπή τοῦ Θεοῦ ἔλυσε τά ὑποδήματά του. Ἔπειτα μᾶς λέει τό ἱερό κείμενο: «ἀπέστρεψε δέ Μωυσῆς τό πρόσωπον αὐτοῦ∙ εὐλαβεῖτο γάρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ἔξοδ. 3, 6). Στή συνέχεια, ὅταν πλέον ὁ Θεός τοῦ δίνει ἐντολές καί ὁδηγίες γιά τήν ἐπιτέλεση τῆς ἀποστολῆς του ὁ ἴδιος προβάλλει τήν εὐλαβῆ καί ταπεινή ἀντίρρηση: «τίς εἰμί ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρός Φαραώ βασιλέα Αἰγύπτου ...» (Ἔξοδ. 3, 11).
18. πρβλ. Ἠσαΐου κεφ. 6 καί ἰδιαίτερα τό στίχο 5: «καί εἶπον∙ ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου».
19. πρβλ. δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ τῆς 25ης Μαρτίου ὅπου γιά τόν σαρκούμενο Λόγο ἀναφέρεται: «ᾧ τά ἐξαπτέρυγα καί πολυόμματα ἀτενίσαι οὐ δύνανται ...».
20. πρβλ. Ζαχαρίας 11, 4 - 15 καί 13, 7 - 9∙ θρῆνοι Ἱερεμίου 4, 13 - 16∙ Ἰεζεκιήλ 13, 1 - 23∙ Ματθ. 21, 40 - 41∙ Μάρκ. 12, 9∙ Λουκ. 20, 15 - 16.
21. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, 9ος Ἠθικός Λόγος, «Περί Γνώσεως Ἀληθινῆς», Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ΕΠΕ), τόμ. 19Γ, Θεσσαλονίκη 1989, σ.76.
22. Ἰωάν. 3, 3.
23. Ἰωάν. 3, 6.
24. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅ.π., σ.σ. 104-106.
25. πρβλ. Κ. Καραϊσαρίδη, Ἐμπειρίες λειτουργικῆς ζωῆς, Ἀθήνα 1999, ἐκδ. Ἀκρίτας, σ. 60.
26. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματική πατρότης κατά Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, Θεσσαλονίκη 1977.
27. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, 1ος Κατηχητικός Λόγος, «Περί Ἀγάπης», Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ΕΠΕ), τόμ. 19Γ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 300-311.
28. Ματθ. 5, 19.
29. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅπ.π., σ. 302.
30. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅπ.π., σ. 302.
31. Α’ Κορινθ. 4, 15: «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας … ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα».
32. Ὁ Nichifor Crainic (ὅπ. π., σ. 84) ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ὅ,τι κατακτᾶται δέν διατηρεῖται παρά μόνο μέ κόπους ἀσταμάτητους. Παρατηρεῖστε ἕνα πουλί καθισμένο στό πιό ψηλό κλαδί ἑνός δένδρου πού τό χτυπᾶ ὁ ἄνεμος. Γιά νά κρατηθεῖ σ’ αὐτή τή θέση πρέπει νά ἀνοιγοκλείνει τά φτερά του ὥστε νά ἰσορροπεῖ στή θέση του σέ σχέση μέ τήν κίνηση τοῦ κλαδιοῦ. Διαφορετικά θά ἔπεφτε ἀνόητα στή γῆ. Στή μυστική ζωή οἱ πνευματικές ἀναβάσεις πού κατακτήθηκαν μέ ἡρωικούς κόπους καί χάρη δέν διατηροῦνται παρά μέ συνεχεῖς μόχθους ὥστε νά μην καταπέσεις στό γκρεμό ἀπό ὅπου σηκώθηκες».
33. Γαλ. 4,19.
34. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης, P.G. 48, σ. 633.
35. πρβλ. ὅπ. π., σ.σ. 682-684.
36. πρβλ. Ene Branişte, Liturgica Generala, Βουκουρέστι 1993, ἔκδ. β’, σ. 45.
37. βλ. Κ. Καραϊσαρίδη, Ἡ θεία λειτουργία ἀπό τά σύμβολα στήν πραγματικότητα, περιοδ. «Θεολογία» τόμος 75, τεῦχ. 2, Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2004, σ.σ. 469 - 486.
38. εὐχή τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου μετά τό Ε’ ἱερό εὐαγγέλιο.
39. Στίς παλαιές ἐκδόσεις τῶν «Ἱερατικῶν» πάντοτε ὑπῆρχαν κάποιες γενικές συμβουλές πρός τόν λειτουργό καί μεταξύ αὐτῶν ἀσφαλῶς ὁρισμένες γιά τήν προετοιμασία του πρίν τή θεία λειτουργία. Αὐτές οἱ συμβουλές-ὁδηγίες, πού ἀποδίδονται στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικο Γ’ καταχωρίζονται ὡς Παράρτημα στά παραφρασθέντα Ἅπαντα τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης. Στή ρουμανική λειτουργική παράδοση αὐτό τό «corpus» τῶν συμβουλῶν συναντᾶται ἀδιάκοπα καί μάλιστα σέ ἐκτενέστερη μορφή στίς ἐκδόσεις τῶν Ἱερατικῶν τῆς ὀρθόδοξης ρουμανικῆς ἐκκλησίας (βλ. Liturghier, Βουκουρέστι 1974, σ.σ. 355-384). Μετάφραση δική μας αὐτοῦ τοῦ «ρουμανικοῦ» κειμένου καταχωρίζεται στό ἔργο μας: Λειτουργικά Ἀνάλεκτα, Κατερίνη 1996, σ.σ. 117-166).
40. πρβλ. Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Σπυρίδωνος: «... καί ἐν τῷ μέλπειν τάς ἁγίας σου εὐχάς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι Ἱερώτατε» καθώς καί τήν περίπτωση τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰακώβου Τσαλίκη στό βιβλίο: Ὁ μακαριστός Ἰάκωβος Τσαλίκης, τοῦ Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἀθήνα 1995, σ. 93.
41. Εὐχή εἰς γυναίκα λεχώ τῇ πρώτῃ …, Εὐχολόγιον, ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἔκδ. Ι’), 1988, σ. 46.
42. Ἀκολουθία ἐπί εὐλογήσει νέου ὀχήματος, Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἔκδ. Ι’), 1988, σ. 375-379.
43. Ἑβρ. 12,1-2.
44. Ἰω. 12,35.
45. Εὐχολόγιον, ὅπ. π. σ. 379.
46. Σίγουρα ἡ τριπλή ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τόν Ἀπ. Πέτρο: «βόσκε τά ἀρνία μου», «ποίμαινε τά πρόβατά μου» καί πάλι «βόσκε τά ἀρνία μου» εἶναι ἡ ἀποκατάστασή του ἔναντι τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του. Δέν παύει ὅμως νά εἶναι καί μία ἔμφαση στήν κύρια ἀποστολή του ὡς ποιμένα τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ἰωάν. 21, 15-17).
47. Ἰωάν. 10, 1-17.
48. πρβλ. Β. Φανουργάκη, Περί Ἱερωσύνης Ἐκκλησιατική Γραμματεία, Πρακτικά Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ. Μ. Δράμας, Δράμα 1999, σ.σ. 99-100, ὅπου παρατίθενται ἐν σειρᾷ χωρία τοῦ 10ου κεφαλαίου τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου διαλαμβάνοντα λόγια καί προτροπές τοῦ Κυρίου πρός τόν καλό ποιμένα.
49. Ἰωάν. 10, 12-13.
50. Α’ Κορινθ. 10, 12.
51. πρβλ. Ἀθανασίου Παπανικολάου, Ἡ περί ἱερωσύνης διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, σ.σ. 97-100, ὅπου σέ εἰδικό κεφάλαιο τιτλοφορούμενο «Οἱ ἀνάξιοι κληρικοί» γίνεται τεκμηριωμένη ἀνάλυση τῆς βασικῆς πατερικῆς θέσης ὅτι ὁ Θεός καί ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦν καί διά τῶν ἀναξίων κληρικῶν, μέ πλούσιες παραπομπές στά ἔργα τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης καί ἄλλων προγενεστέρων αὐτοῦ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
52. Κλῖμαξ Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Λόγος εἰς τόν ποιμένα, σ.σ. 381-408, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς τοῦ Παρακλήτου, Ὡρωπός Ἀττικῆς 1986 (ἔκδ. Γ’).
53. Ματθ. 23, 3.
54. Ματθ. 23, 1-33.
55. Ματθ. 21, 33 κ. ἑξ.
56. πρβλ. Ἀθανασίου Παπανικολάου, ὅπ. π. σ. 144.
57. Ἑρμηνεία περί τε τοῦ θείου ναοῦ καί τῶν ἐν αὐτῷ ἱερέων τε καί περί διακόνων, ἀρχιερέων τε καί ὧν ἕκαστος τούτων στολῶν ἱερῶν περιβάλλεται…, P.G. 155, 717Α, 873C.
58. Διάλογος ἐν Χριστῷ κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων καί περί τῆς μόνης πίστης τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἱερῶν τελετῶν τε καί μυστηρίων…, ὅπ. π. 389 Β, 396 Β-C.
59. Βλαδιμήρου Λόσκι, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Εἰσαγωγή καί μετάφραση ὑπό Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ (νῦν Μητρ. Νικοπόλεως καί Πρεβέζης), Θεσσαλονίκη 1973, σ. 19.
60. βλ. Les “Mémoires” du Grand Ecclésiarque de l’ Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), V. Laurent, Consilium Florentinum Series B, ἔκδοση Pontificium Institum Orientalium Studiorum, Ρώμη 1971, σ. 496.
----------------
Ιερωσύνη και Άσκηση
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη
sourse: http://www.ecclesia.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.