Εἰσαγωγικά τινα
Τό θέμα «ἱερωσύνη καί ἄσκηση» στοχεύει νά ἀναδείξει τό πῶς συνδυάζονται οἱ δύο αὐτές πραγματικότητες στό ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, αὐτό τοῦ ἱερέα. Ἄν γινόταν ἀντιστροφή τῶν δύο αὐτῶν ὅρων καί ἐτίθετο πρῶτα ὁ ὅρος ἄσκηση καί μετά ὁ ὅρος ἱερωσύνη, τότε τό βάρος τῆς διαπραγμάτευσης θά ἐτίθετο στήν ἄσκηση, ἡ ὁποία, βεβαίως, δέν ὁδηγεῖ κατ’ ἀνάγκην στήν ἱερωσύνη. Μάλιστα δέ ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες στόν ἀσκητή δέ συνιστᾶται ἡ ἀνάληψη τῶν πνευματικῶν ὑποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης(1). Ἐνῶ, ὅπως ἐτέθη τό θέμα, μέ τό νά προηγεῖται ἡ ἱερωσύνη καί νά ἕπεται ἡ ἄσκηση ὑποδεικνύεται ὅτι ἡ εἰσήγησή μας πρέπει νά καταδείξει τό πῶς ἡ λειτουργία τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος ἐμπεριέχει τό στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως. Θά ἔλεγα δέ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς κάτι ἀκόμη ἐντονώτερο: ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τήν ἄσκηση, ὡς πνευματική προετοιμασία, ἀλλά καί ἡ ἄσκηση συνοδεύει διά βίου τόν ἀσκοῦντα τό ἱερώτατο χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Διατυπώνοντας τίς πιό πάνω εἰσαγωγικές σκέψεις δέν θά ἤθελα νά μοῦ ἀποδοθεῖ κάποια πρόθεση λογοπαιγνίου ἤ, τέλος πάντων, σχολαστικίζουσα διάθεση. Ἀντίθετα, εἶναι προφανές ὅτι ἐπιθυμῶ νά τονίσω εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι οἱ δύο αὐτές ἱερές πραγματικότητες θά παρουσιαστοῦν συνδυαστικά, ἄρρηκτα συνδεδεμένες, ὅπως ἐξάλλου τό ἀπαιτεῖ τό ἀληθινό φρόνημα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής μας.
Γιά καθαρά ὅμως μεθοδολογικούς σκοπούς θά δοῦμε πρῶτα τόν ἱερέα ὡς ἀσκούμενο πρόσωπο καί στή συνέχεια θά παρουσιάσουμε τήν ἄσκηση ὡς κύριο χαρακτηριστικό στή λειτουργία καί ἐν γένει φανέρωση τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος.
Τά συμπεράσματα τῆς παρούσας εἰσήγησης θά ἔλθουν στό τέλος νά συνοψίσουν τά ἐκτεθέντα καί νά δείξουν ἐναργέστατα ὅτι σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή, χρειάζεται νά εἶναι ζωντανή στή ζωή τοῦ ἱερέα ἡ ζεύξη τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος καί τῆς λειτουργίας του μέ τήν πνευματική καί σωματική ἄσκηση. Οὔτε πάλι ἐπιτρέπεται, στό ὄνομα τοῦ αἰτήματος τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ, ὁ ἱερέας νά ἀπεμπολήσει δομικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξής του, ὅπως εἶναι ἡ πολυσχιδής σωματική καί πνευματική ἄσκηση. Ἐξάλλου τά τελευταῖα ἐκκλησιαστικά γεγονότα δυστυχῶς ἐπιβεβαίωσαν τά ὡς ἄνω καί κατέδειξαν ὅτι ἡ μόνη σίγουρη ὁδός γιά τήν ἀναστήλωση τῆς εἰκόνας τῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων μέσα στή σύγχρονη ἑλληνική κοινωνία εἶναι ἡ μετά σπουδῆς καί ἐνθουσιασμοῦ ἐπιστροφή στούς ὅρους καί τούς τρόπους τῆς ἀληθινῆς ἄσκησης, πού ἀνέκαθεν θεμελιώνουν ἕνα στέρεο πνευματικό φρόνημα καί ἐγγυῶνται ἀληθινή καί ἐνάρετη βιοτή.
Γι’ αὐτό καί θεωροῦμε ἐξαιρετικά ἐπίκαιρη τήν ἐπιλογή ὡς γενικοῦ θέματος τοῦ Ζ’ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου τό θέμα «Τό μυστήριον τῆς ἱερωσύνης» καί ἐλπίζουμε ὅτι οἱ εἰσηγήσεις θά ὁδηγήσουν στήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος(2).
Α. Ὁ ἱερέας ὡς ἀσκούμενο πρόσωπο
1. Ἡ ἄσκηση ὡς ἀπαραίτητη συνθήκη τοῦ χριστιανικοῦ βίου
Στήν Ἀγία Γραφή σπάνια θά βροῦμε τούς ὅρους ἀσκεῖν, ἄσκηση, ἀσκητής. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπολογούμενος ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα Φήλικα, εἶπε γιά τόν ἑαυτό του: «ἐν τούτῳ δέ καί αὐτός ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρός τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους διά παντός»(3). Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει τό ρῆμα ἀσκεῖν, χωρίς ἰδιαίτερη ἐννοιολογική χρήση, καθόσον θά μποροῦσε στή θέση του νά μπεῖ τό ρῆμα ἐπιτελεῖν(4). Ἐνῶ στήν περίπτωση τοῦ μαρτυρίου τῶν ἑπτά παίδων αὐτοί ὀνομάζονται ἀσκηταί εὐσεβείας(5). Ἡ δέ ἐν γένει προσπάθεια πιστῆς τήρησης ἀπό μέρους τους τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλεῖται ἄσκηση(6).
Ὅμως, ἐνῶ λείπει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή αὐτολεξεί ὁ ὅρος ἄσκηση, ὡς πρός τό περιεχόμενό του θά λέγαμε ὅτι ἀπό τήν ἀρχή ἕως τίς τελευταῖες της σελίδες ἡ Ἁγία Γραφή δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά προτρέπει τόν ἄνθρωπο στήν ἀνάληψη τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, νά περιγράφει τίς πτυχές τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καί νά παραπέμπει στόν ἀγωνοθέτη Θεό, ὁ ὁποῖος θά ἀνταμείψει τούς τίμιους ἀγωνιστές. Θά ἦταν μάταιο πρᾶγμα ἡ παράθεση καί ἀνάλυση τῶν σχετικῶν χωρίων, ἀφοῦ πρόκειται γιά κάτι τόσο προφανές. Καί εἶναι βέβαια τόσο προφανές τό πρᾶγμα, διότι παραπέμπει στά ὀντολογικά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Δηλαδή ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί δι’ αὐτῆς στήν ἀσθένεια, πλέον, τῆς ἀνθρώπινης φύσης(7). Ἔκτοτε ὁ πνευματικός ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ὡς κινητήρια δύναμη στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, ταυτίζεται μέ τήν προσπάθεια ἐπιστροφῆς στό Θεό, ὑποταγῆς στό ἅγιο θέλημά Του. Ἀφοῦ ἡ πτώση, ἡ ὑποδούλωση στά πάθη, ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, ἡ ἀποκάθαρση, ὁ συστηματικός πνευματικός ἀγώνας, ἡ ἄσκηση τῆς ταπείνωσης καί τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν συνιστοῦν τήν πορεία ἐπιστροφῆς πρός τό Θεό.
Τό βασικό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα κάθαρση - φωτισμός - θέωση, πού εἶναι καί τό ἀναντικατάστατο θεραπευτικό πρόγραμμα σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, παραμένει ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός ἀποκατάστασης τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί ταυτόχρονα ὁ μόνος σίγουρος τρόπος ἀποκατάστασης τῆς ἀκεραιότητας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Ἀκεραιότητα ἡ ὁποία διασπάστηκε σέ ἀτέλειωτα κομμάτια ἐξαιτίας τῶν πολλαπλῶν κακῶν ἐνεργημάτων τῶν παθῶν τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ἔφτασε ὁ ἄνθρωπος νά παρουσιάζει τόσα «πρόσωπα», ὅσα εἶναι τά ἄπειρα ἐνεργήματα τῶν παθῶν ἐπάνω του. Μόνο ἡ σοβαρή ὡς ἄνω ἀσκητική προσπάθεια μπορεῖ νά βάλει κάποια τάξη στό χάος πού ὑπάρχει μέσα στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο(8). Μέ ἁπλά λόγια, νά συναισθανθεῖ, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος τό χάλι του καί νά ἀρχίσει νά ἐργάζεται γιά τήν ἐπούλωση τῶν πληγῶν πού δημιουργεῖ πάνω του ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος, συνεργούσης φυσικά καί τῆς δικῆς του ἐμπάθειας.
Ἔτσι δέν εἶναι καινοτομία ἤ κάποια ἐμμονή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ τονισμός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὡς τῆς μόνης σοβαρῆς, ἀσφαλοῦς καί εἰς βάθος κατανόησης τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρώπινης πτώσης καί τῆς διά τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς ἄσκησης ἐπανόδου του στό ἀρχαῖο κάλλος. Οὔτε πάλι εἶναι ἐφεύρημα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου ὁ ὅρος «ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία», πού χρησιμοποιεῖ στά ἔργα του προκειμένου νά τονιστεῖ ἡ διαδικασία κατανίκησης τῶν παθῶν μέ τόν πνευματικό ἀγώνα καί τήν ἄσκηση, συνδραμούσης τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία ἀνάπτει τό σπινθήρα γιά τήν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα καί ἐνισχύει καί φωτίζει γιά τήν αἴσια ἔκβασή του.
Ὅλα τά σύγχρονα θεολογικά ἀλλά καί τά πατερικά συγγράμματα - ἐγχειρίδια πού διαλαμβάνουν συστηματικά τίς ἀρχές τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἔχουν περίπου τήν ἴδια δομή(9). Στήν Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου παρατηροῦμε ὅτι μόλις ἀπό τόν 26ο λόγο καί πέρα ἡ διαπραγμάτευση «ἀποδεσμεύεται» ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν παθῶν. Γιά νά φτάσει στόν 29ο λόγο νά γίνει λόγος «περί τοῦ ἐπιγείου οὐρανοῦ τῆς θεομιμήτου ἀπαθείας καί τελειότητος». Ἀκόμη, ὁ ὅσιος Ἰωάννης μόλις στόν προτελευταῖο λόγο (30ο) ἀναφέρεται στήν τριάδα τῶν ἀρετῶν, πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη.
Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ πρός τό τέλος τῶν λόγων του ἀναφέρεται στήν πνευματική θεωρία - κατανόηση τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, στίς λεπτές διακρίσεις τῶν πνευματικῶν ἀλλοιώσεων κ.ἄ.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πάλι, πρός τό τέλος τῶν λόγων του ἀναφέρεται στήν ἀπάθεια, στή θεία ἔλλαμψη, στήν πνευματική θεωρία (θέα) τῶν θείων ἐνεργειῶν κ.ἄ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἐπιστολή του «Πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην», ἀκολουθώντας τήν κλασσική πατερική ὁδό τῆς ἀνάλυσης τῶν παθῶν καί τῆς διαδικασίας τῆς κάθαρσης μέ τήν ἄσκηση τῆς ταπείνωσης καί τῆς προσευχῆς, στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς - πραγματείας ἀναφέρεται στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτό τῆς διοράσεως καί προοράσεως. Μάλιστα δέ κατακλείει τήν ἐπιστολή ἐπανερχόμενος στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τό πνευματικό πένθος προκειμένου νά διασφαλιστοῦν τά διά τῆς προηγουμένης πνευματικῆς διαδικασίας παραχωρηθέντα ἀπό τό Θεό πνευματικά ἀγαθά. Στήν κατακλείδα περίπου τοῦ ἔργου μέ τά λόγια «δεῦτε καί ἡμεῖς ἐν μακαριστῇ πτωχείᾳ προσπέσωμεν καί κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν˙ ἵνα καί τά προημαρτημένα ἀπαλείψωμεν καί πρός τήν κακίαν ἀκινήτους ἑαυτούς ποιήσωμεν καί τοῦ Παρακλήτου ἐπιτύχωμεν…», βλέπουμε ὅτι τό κατά Θεόν πένθος ὄχι μόνον εἶναι προϋπόθεση γιά τήν πνευματική προκοπή, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, διασφαλίζει τά κεκτημένα πνευματικά ἀγαθά καί δή τή χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος(10).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό «Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο», μετά τά σχετικά περί φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων ξεχωριστά γιά τήν κάθε μία καί γιά ὅλες μαζί τίς αἰσθήσεις, στό τέλος τοῦ ἔργου του ἀναφέρεται στίς «πνευματικές καί οἰκεῖες τοῦ νοῦ ἡδονές» καί μᾶς ὑποδεικνύει σαφέστατα ὅτι, ἄν δέν προηγηθεῖ ἡ προαναφερθεῖσα ἀσκητική διαδικασία, ἡ πνευματική δηλαδή καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει λόγος γιά πνευματικούς καρπούς, γιά καταστάσεις χάριτος καί κατά Θεόν μακαριότητος.
Στό βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου γιά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη, ἐνῶ στό πρῶτο μέρος βλέπουμε περιγραφόμενη τή σφοδρότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καί τῆς ἄσκησης τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως ἐπίσης καί τήν ἐν εἴδει ἀπολογίας παρουσίαση πρός τόν δυτικό ἄνθρωπο τοῦ βάθους καί τοῦ πλούτου τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς παράδοσης ἀπό μέρους τοῦ Γέροντα Σωφρονίου -πού σέ λίγα σημεῖα ἴσως κουράζει τούς μετόχους τῆς ἀνατολικῆς πνευματικῆς παράδοσης - ὅταν ἀρχίζει τό δεύτερο μέρος, μέ τίς γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τότε αὔρα λεπτή καταλαμβάνει τήν ψυχή κάθε ἀναγνώστη. Πλέον ἐδῶ μιλάει ὁ κεκαθαρμένος καί φωτισμένος καί στήν κατάσταση τῆς θεώσεως εὑρισκόμενος ἅγιος Σιλουανός καί τά λόγια του ἔχουν τήν αὔρα τοῦ παναγίου Πνεύματος, γι’ αὐτό καί τά δέχεται ὁ ἀναγνώστης ὅλα ἀσυζητητί καί εἰσχωροῦν βαθιά στήν ὕπαρξή του, χωρίς ἄλλες σκέψεις καί στοχασμούς.
Στό γνωστό βιβλίο «Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας» τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἰωσήφ, στό δεύτερο μέρος, στήν 65η ἐπιστολή-πραγματεία «πρός ἡσυχαστήν ἐρημίτην», πού εἶναι διαιρεμένη σέ 12 μικρά κεφάλαια καί ὅπου ἀναλύονται βασικές πλευρές τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καί πολιτείας, μόλις στό τελευταῖο κεφάλαιο γίνεται λόγος περί ἀγάπης. Μάλιστα δέ οὐσιαστικά, κατά μίμηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί ἄλλων μή ὀνομαζομένων πατέρων, γίνεται ἕνας ὕμνος τῆς ἀγάπης εἴτε ἀπό τό Θεό πρός ἐμᾶς, εἴτε τῇ βοηθείᾳ Ἐκείνου ἀπό ἐμᾶς πρός τό Θεό. Τήν «ἀλληλοφιλαδελφία», πού εἶναι γιά μᾶς ὕψιστο ἐφετό, ὁ Γέρων Ἰωσήφ τή θεωρεῖ ἁπλά ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Ἡ ὄντως ἀγάπη εἶναι «ἐνέργεια τῆς θείας Ἀγάπης»(11). Τά τελευταῖα περί ἀγάπης στό τέλος τοῦ βιβλίου ἔρχονται πάλι νά μᾶς ὑπενθυμίσουν ὅτι, ἄν δέν προηγηθοῦν τά προηγούμενα ἀσκητικά στάδια καί παλαίσματα, τότε τά λόγια περί ἀγάπης εἶναι ἄνευ ἀντικειμένου, κενά περιεχομένου, φληναφήματα εὐσεβοῦς, ἔστω, φαντασίας.
Τέλος, στήν ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας μέ τίτλο «Ἄσκησις καί θεωρία», ὅπου καταχωρίζονται κάποια κείμενα τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ὑπάρχει καί ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Περί τῶν βάσεων τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως», τό ὁποῖο ἔχει τήν κάτωθι χαρακτηριστική ἐναρκτήρια παράγραφο: «Τό παρόν θέμα παρουσιάζεται ὡς τό πλέον ἐπίκαιρον οὐχί μόνον δι’ ὅσους καλοῦνται ἀσκηταί ὑπό τήν στενήν οὕτως εἰπεῖν εἰδικήν τῆς λέξεως ἔννοιαν, ἤτοι διά τούς μοναχούς, ἀναχωρητάς καί ἐρημίτας, ἀλλά καί διά πάντα χριστιανόν ἐν γένει. Ἐπί πλέον, τό ἐπίκαιρον καί "σύγχρονον" τοῦ θέματος τούτου εἰς πάντας τούς αἰῶνας, εἰς πᾶσαν ἐποχήν, παραμένει τό αὐτό ἐξ ἐπόψεως οὐσίας, ὡς πρός τήν ποιότητα ζωῆς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔχομεν ἐπί τοῦ προκειμένου ὑπ’ ὄψιν»(12).
Τέλος, «ἡ χριστιανική ἄσκηση δέν γίνεται γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ δύναμη ἤ ἡ καρτερία μας. Δέν σημαίνει νά θέτουμε ὁρισμένους στόχους ρεκόρ. Αὐτό θά ἦταν μία ἄθληση πού ἔχει καί αὐτή τήν ἀξία της. Δέν σημαίνει ἀκόμη νά ἔχουμε σκοπό τό βασανισμό τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τοῦτο ἀποτελεῖ θρησκοληψία καί ἀπανθρωπιά. Ἡ οὐσιαστική ἄσκηση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη προετοιμασία γιά τήν ἀποδοχή τῆς ἀγάπης, τῆς πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»(13).
------------------------
Ιερωσύνη και Άσκηση
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη
sourse: http://www.ecclesia.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.