2) Ἄσκηση καί ποιμαντική διακονία.
Ὅλα ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέρθηκαν καί πού εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τοῦ ἱερατικοῦ φρονήματος, διαποτισμένες ἀπό ἱερατικό ἀσκητικό φρόνημα, χωρίς τήν ἀναφορά στήν ποιμαντική διακονία τοῦ ἱερέα, θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ὡς ὁ πνευματικός πλοῦτος, ἡ πνευματική συγκρότηση τοῦ ἱερέα. Ὅμως ὁ ἱερέας εἶναι ποιμένας, ὑπάρχει χάριν τοῦ ποιμνίου του. Ὅπως ὁ πανάγαθος Θεός δέν κράτησε δι’ Ἑαυτόν τόν πλοῦτο τῆς θείας δόξης Του, ἔτσι καί ὁ ἱερέας, κατά μίμηση τοῦ Θεοῦ καί κατά παραγγελίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τόν Ἀπόστολο Πέτρο καί πρός τούς ἀνά τούς αἰῶνες ποιμένες, καλεῖται νά μεταφέρει τόν πλοῦτο τῆς θείας χάριτος, τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στά λογικά πρόβατα τῆς ἐκκλησίας(46). Ὁ Κύριος στήν παραβολή τοῦ ποιμένα καί τῶν προβάτων(47) ὀνομάζει τόν ἑαυτό του καλό ποιμένα, πού ὄχι μόνο φροντίζει γιά τήν ἀσφάλεια καί τήν τροφή τῶν προβάτων, ἀλλά καί θυσιάζεται χάριν αὐτῶν. Ἔτσι καί ὁ ἱερέας, ὁ ποιμένας κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπιβάλλεται νά ἔχει συνεχῆ, διαρκῆ φροντίδα γιά τό ποίμνιό του(48). Διαφορετικά θά συμπεριφερθεῖ ἀνεύθυνα, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει τό ποίμνιο βορά τῶν λύκων καί νά διασκορπισθεῖ(49).
Βέβαια γιά τά ἄλογα πρόβατα τά πράγματα εἶναι ἀρκετά ἁπλά. Μέ μία ράβδο, ἕνα καλό μαντρί, κόπο καί τίς γνωστές φροντίδες τοῦ βοσκοῦ, τά πρόβατα δέν κινδυνεύουν. Μπορεῖ νά μᾶς ἐξυπηρετεῖ πολλές φορές ἀκόμη καί κηρυγματικά ἡ εἰκόνα τοῦ ποιμένα καί τοῦ ποιμνίου. Ἄς μήν τήν χρησιμοποιοῦμε ὅμως τόσο εὔκολα. Ἡ διαποίμανση τῶν λογικῶν προβάτων δέν εἶναι καθόλου εὔκολη. Οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι κοπάδι. Εἶναι συγκεκριμένες προσωπικότητες, μέ ἰδιαιτερότητα καί ξεχωριστή ὁ καθένας παθογένεια. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἐξατομίκευση τῆς ποιμαντικῆς προσφορᾶς, προσαρμοστικότητα στίς ιδιαίτερες συνθῆκες τοῦ κάθε προσώπου καί τῆς ἐποχῆς καί, προπαντός, καμιά ἐπανάπαυση. Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε τήν τρεπτότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τό φθόνο τοῦ μισόκαλου διαβόλου γιά ὁποιοδήποτε πνευματικό ἀποτέλεσμα. Ἀνάμεσα στά πολλά ρεαλιστικότατα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπάρχει καί τό «ὁ δοκῶν ἑστᾶναι βλεπέτω μή πέσῃ»(50). Δηλαδή ἐνῶ νομίζουμε ὅτι στεκόμαστε στά πόδια μας, τήν ἴδια στιγμή νά πιστεύουμε ὅτι κινδυνεύουμε νά πέσουμε. Αὐτή ἡ ρευστότητα στά ἀνθρώπινα καθιστᾶ ἀκόμη πιό δύσκολη τήν ποιμαντική ἐργασία τῶν ἱερέων.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ χριστιανοί μας ἀδυνατοῦν νά διαχωρίσουν τήν πνευματική μας κατάσταση ὡς ἱερέων ἀπό τήν ἱερουργία καί τήν ἐν γένει προσφορά μας. Μερικές φορές κατά ἕναν ἀκροβατικό τρόπο μερικοί προσπαθοῦν νά πείσουν τό λαό τοῦ Θεοῦ ὅτι ἄλλο ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ ἱερέα καί ἄλλο ἡ δραστικότητα τῆς θείας χάριτος. Σίγουρα ἡ ὕπαρξη ἤ ἡ ἀνυπαρξία ἀρετῆς στόν ἱερέα δέν προσδιορίζει τή δραστικότητα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λύθηκε στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἱερά μυστήρια «ex opera operandis»(51).
Ὅμως δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε ἤ ὑποκριτικά νά ἐθελοτυφλοῦμε καί νά νομίζουμε ὅτι ποιμαίνουμε ἀγγέλους. Τό ποίμνιό μας εἶναι ἄνθρωποι ἀσθενεῖς πνευματικά καί ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας χρειάζονται διαρκῆ στήριξη. Γι’ αὐτό καί ὁ προβληματισμός μας ἤ καλύτερα ὁ προβληματισμός τῶν ἀνθρώπων δέν περιορίζεται στήν ἐγκυρότητα ἤ μή τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἀντίθετα μεγάλο ρόλο παίζει τό παράδειγμα καί ἡ ἐν γένει ζωή τοῦ ποιμένα.
Κατά κανόνα λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιά ἐνάρετο καί ἀσφαλῆ ὁδηγό καί καλά κάνουν. Ἑπομένως ὁ ἀγώνας τοῦ ποιμένα πρέπει νά εἶναι συνεχής καί διπλός. Πρῶτα ἐπιμελεῖται τῆς προσωπικῆς του πορείας καί μέ βάση αὐτήν φροντίζει τήν πνευματική πορεία τῶν τέκνων του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης στήν Κλίμακα, μόλις στόν τελευταῖο λόγο του, δίνει συμβουλές στόν ποιμένα. Ἀσφαλῶς μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι ὅλα ὅσα προηγήθηκαν εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Σταχυολογοῦμε δύο-τρεῖς προτάσεις:
«Ποιμήν κυρίως ἐστίν, ὁ τά ἀπολωλότα λογικά πρόβατα δι’ ἀκακίας, δι’ οἰκείας σπουδῆς καί εὐχῆς ἀναζητῆσαι, καί ἀνορθῶσαι δυνάμενος».
«Κυβερνήτης ἐστίν, ὁ ἰσχύν νοεράν ἐκ Θεοῦ καί οἰκείων μόχθων εἰληφώς, οὐ μόνον ἐκ τρικυμίας ἀλλά καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀβύσσου τήν ναῦν ἀνασπᾶσαι δυνάμενος».
«Ἰατρός ἐστίν, ὁ τό σῶμα καί τήν ψυχήν ἄνοσον κεκτημένος, μηδεμιᾶς ἐμπλάστρου δεόμενος ἐπ’ αὐτῆς».
«Διδάσκαλός ἐστιν ὄντως, ὁ νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλῳ Θεοῦ, ἤγουν ἐνεργείᾳ ἐλλάμψεως ἐξ αὐτοῦ κομισάμενος, καί τῶν λοιπῶν βίβλων ἀνενδεής γενόμενος. Ἀπρεπές διδασκάλοις ἐξ ἀντιγράφων παιδεύειν καί ζωγράφοις ἐκ πινάκων παλαιῶν σημειοῦσθαι».
«Ὁ τούς κάτω παιδεύων, ἄνωθεν ἐκ τοῦ ὕψους δίδασκε...».
Καί τέλος: «Πολλή τοῦ προεστῶτος ἡ αἰσχύνη, προσευχομένου δωρηθῆναι τι τῷ ὑπηκόῳ, ὅπερ αὐτός οὔπω κέκτηται»(52).
Ὅλες αὐτές οἱ σταχυολογημένες προϋποθέσεις ἄσκησης ποιμαντικοῦ ἔργου σημαίνουν ὅτι ὁ ποιμένας μέ τήν ἄσκηση καί τόν ἐν γένει πνευματικό του ἀγώνα πρέπει νά εὑρίσκεται σέ ὕψιστο πνευματικό ἐπίπεδο. Μάλιστα δέ ἡ τελευταία ἀποστροφή λέγει ρητά ὅτι εἶναι ντροπή ὁ ποιμένας νά εὔχεται, νά προσεύχεται νά δοθεῖ κάτι πνευματικό στά τέκνα του, χωρίς νά τό διαθέτει ὁ ἴδιος νωρίτερα. Ἄν παραφράζαμε κάπως τά λόγια τοῦ ὁσίου Ἰωάννη, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ντροπή νά βρίσκονται τά πνευματικά τέκνα σέ ἀνώτερη πνευματική κατάσταση ἀπό τόν ποιμένα. Σίγουρα ἰσχύει ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του σέ σχέση μέ τή συμπεριφορά τῶν Φαρισαίων: «...πάντα ὅσα ἐάν εἴπωσιν ἡμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καί οὐ ποιοῦσι»(53). Ἦταν ἄλλα τότε τά δεδομένα. Ἀπό τή μία πλευρά ὁ Κύριος καί οἱ μαθηταί Του καί ἀπό τήν ἄλλη τό ὑποκριτικό παράδειγμα τῶν Φαρισαίων. Ὁ Κύριος βεβαίως ἐξασφάλισε ὁ ἴδιος τήν πνευματική πορεία τῶν μαθητῶν του. Καί ξέρουμε ὅτι γιά τό φαρισαϊσμό χρησιμοποίησε τήν αὐστηρότερη γλώσσα(54).
Στήν περίπτωσή μας εἴμαστε ἐμεῖς ἀπέναντι στό ποίμνιο πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος καί ἡ Ἐκκλησία Του. Δέν μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε κανένα ἐλαφρυντικό γιά νά ἀμνηστεύσουμε τήν ἀμέλεια καί τήν ἔλλειψη ἐπαγρύπνησης γιά τόν προσωπικό μας συνεχῆ καταρτισμό καί τήν προκοπή τοῦ ποιμνίου μας. Εἴμαστε οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου(55). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσο εἴμαστε μέσα στό ἀμπέλι, στή διακονία μας, θά πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἐργαζόμαστε.
Δέν εἶναι νοητό νά αἰσθανόμαστε ἱερεῖς καί ποιμένες μόνο κατά τήν ἱερουργία ἤ κατά τήν ποιμαντική ἐπαφή μέ τούς χριστιανούς. Εἴμαστε διαρκῶς ἕνα ζωντανό θυσιαστήριο προσευχῆς και μία διαρκής μέριμνα γιά τά πνευματικά μας τέκνα, ἀκόμη καί ὅταν δέν εἶναι σωματικά ἐνώπιόν μας παρόντα. Ἴσως τότε ἀκόμη περισσότερο πρέπει νά στρέφεται ἡ ποιμαντική μας σκέψη καί ἡ προσευχητική διάθεση στό ποίμνιό μας. Οἱ ποιμένες ὅλων τῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης ἔχουν εὐθύνη γιά τήν πνευματική πορεία τῶν τέκνων τους, ἀκόμη καί γιά τά ἁμαρτήματά τους, ἐάν βέβαια δέν ἐνήργησαν προληπτικά καί θεραπευτικά ἀπέναντί τους(56).
Δέν εἶναι δυνατόν νά νιώθουμε κάποιες στιγμές ἤ ὧρες, δέν ἔχει σημασία, ἱερεῖς καί ἄλλες στιγμές κάτι ἄλλο. Ἴσως γι’ αὐτό κατά κύριο λόγο, καί ἡ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας ἐπιθυμεῖ νά βλέπει τόν ἱερέα νά ἔχει ἰδιαίτερη ἐνδυμασία (ράσο) καί πέραν τῆς ἰδιαίτερης ἐνδυμασίας τῶν ἀμφίων τῆς ἱερουργίας. Εἶναι μία ὑποβοήθηση, διαρκής ἐνθύμηση, ἔστω, τῆς ἱερατικῆς ἀποστολῆς μας καί ταυτόχρονα ἕνα συνεχές κήρυγμα-μήνυμα πρός τούς χριστιανούς μας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας, ἀφοῦ κυκλοφορεῖ μέ τά διακριτικά του, ἐξωτερικά ἔστω, σημάδια ὁ διάκονος καί λειτουργός Του.
Δέ θά ἤθελα νά ἐπεκταθῶ στά πάσης φύσεως ἱερατικά καθήκοντα καί ποιμαντικά προγράμματα, τά ὁποῖα οἱ φιλότιμοι ἱερεῖς τά γνωρίζουν καί τά ἐφαρμόζουν. Θά συμφωνήσουμε ὅμως ὅλοι ὅτι ἡ ἐπιτέλεση μέ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου εἶναι συνεχής ἄσκηση. Εἶναι συνεχής προσφορά καί θυσία. Καί ὅπως οἱ φυσικοί γονεῖς καθιερώνονται, θεωροῦνται ἱερά πρόσωπα στή συνείδηση τῶν παιδιῶν τους μέ τή θυσία καί τήν προσφορά τους, τό ἴδιο καί ἀκόμη περισσότερο οἱ πνευματικοί πατέρες καί ποιμένες καθιερώνονται στή συνείδηση τῶν πνευματικῶν τέκνων τους μέ τή θυσία καί τήν προσφορά τους. Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἐμφανίζοντας τόν ἱερέα ὡς δοῦλο γνήσιο καί μιμητή τοῦ Χριστοῦ τόν παρουσιάζει ὡς ἔχοντα ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τό ἀκάνθινο στεφάνι(57) καί βαδίζοντα τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου μέχρι καί αὐτῆς τῆς σταυρώσεως(58).
«Οἱ Δυτικοί θεώρησαν ὡς ἰδεώδη λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας ὄχι τόν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ζῶντα, τόν πνευματοφόρον, ἀλλά τόν κατά κόσμον σοφόν, τόν ἔχοντα φιλοσοφικήν καί ἐγκυκλοπαιδικήν κατάρτισιν. Μετά προσωρινήν λάμψιν τό ἰδεῶδες αὐτό ἀπέτυχε παταγωδῶς. Τό ὡμολόγησεν ἐπισήμως ἡ Β΄ ἐν Βατικανῷ "Οἰκουμενική" Σύνοδος.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολή οὐδέποτε ἔπαυσε νά δοξάζῃ τόν Κύριον ὡς "πανσόφους τούς ἁλιεῖς" ἀναδείξαντα διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά θεωρῇ τούς "φ ι λ ο σ ό φ ο υ ς ἀ σ ό φ ο υ ς" καί τούς "τεχνολόγους ἀλόγους" (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποιμαίνουν ὀρθῶς ὄχι οἱ καθηγηταί, ἀλλ’ οἱ πτωχοί μέν τῷ πνεύματι, πλούσιοι ὅμως τῷ Πνεύματι δοῦλοι Του»(59).
Ἀσφαλῶς τά τελευταῖα αὐτά λόγια, διατυπωμένα γραπτά ἀπό τόν τότε Ἀρχιμανδρίτη καί νῦν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελέτιο, ἔχουν διαρκῆ ἐπικαιρότητα καί δείχνουν πῶς ἀνέκαθεν ἡ ὀρθόδοξη παράδοσή μας κατενόησε τό πρόσωπο καί τό ρόλο τοῦ ἱερέα, συνδέοντας ἄρρηκτα τήν ἄσκηση μέ τήν ἱερωσύνη.
----------------
Ιερωσύνη και Άσκηση
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη
sourse: http://www.ecclesia.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.