2) Ἡ ἄσκηση ὡς προετοιμασία καί πνευματικό ὑπόβαθρο τοῦ ἱερέα.
Μετά ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν στό προηγούμενο κεφάλαιο κατανοοῦμε πλέον πολύ καλά ὅτι, ἀφοῦ γιά τόν κάθε χριστιανό ἡ ἄσκηση εἶναι ἀπαράβατη, ἀναγκαία συνθήκη τοῦ βίου του, αὐτό ἰσχύει γιά τόν ὑποψήφιο ἱερέα ἤ τόν ἤδη «ἐνδεδυμένον τήν τῆς ἱερατείας χάριν»(14) κατά μείζονα λόγο. Ὁ ἱερέας καλεῖται ἐκ τῆς ἀποστολῆς του νά ἐνστερνιστεῖ ὅλο τό ἀσκητικό πρόγραμμα πού ἀναφέραμε γιά τήν πνευματική συγκρότησή του, ἀλλά καί γιά νά μπορέσει ἀργότερα νά τό διδάξει στό ποίμνιό του. Δέν εἶναι νοητό ὁ ἱερέας νά ἔχει λιγότερες πνευματικές ὑποχρεώσεις ἀπό τούς χριστιανούς του. Δέ θά πρέπει συνειδησιακά νά ἀναπαύεται ὅταν βλέπει στό ποίμνιό του χριστιανούς μέ μεγαλύτερο πνευματικό ζῆλο. Ἐκ τῆς θέσεως καί τοῦ χαρίσματός του εἶναι πρῶτος καί ὁδηγός στήν χριστιανική κοινότητα. Αὐτό πρέπει νά ἔχει σίγουρα καί ἕνα πνευματικό ἀντίκρισμα. Πρέπει νά εἶναι πρῶτος καί στό ἀσκητικό φρόνημα, στούς πνευματικούς ἀγῶνες. Διαφορετικά, ἄν ὁ ἴδιος εἶναι ἀμελής πνευματικά καί ράθυμος, ὄχι μόνο θά ἔχει πνευματική τύφλωση, ἀλλά θά βλάψει καί ὅσους τόν ἐμπιστεύονται πνευματικά. Δηλαδή θά ἔχουμε τέλεια ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «μήτι δύναται τυφλός τυφλόν ὁδηγεῖν; οὐχί ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;»(15). Καί ἀκόμη, τό νά ἐπιφορτίζει τούς χριστιανούς μέ πολλές πνευματικές ὑποχρεώσεις καί ὁ ἴδιος νά ἔχει ἀμελῆ βίο, αὐτό εἶναι καί μία μορφή βαριᾶς ὑποκρισίας, τήν ὁποία ἐπίσης καταδίκασε τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου: «καί ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τούς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καί αὐτοί ἑνί τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις»(16).
Κάθε τίμιος ἱερέας σέ ὁ,τιδήποτε ἱερατικῶς πράττει, ἀλλά καί ἀκόμη, θά ἔλεγα, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ ἕνα διπλό βαθύτατα ὑπαρξιακό ἐρώτημα: «ποιός εἶμαι; τίνι παρίσταμαι;». Τό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πανάρχαιο. Ἀπό τό Μωϋσῆ τό θεόπτη(17), τόν Ἠσαΐα τόν προφήτη(18) καί ἄλλα ἱερά πρόσωπα, πού ἀνέλαβαν μία ἀποστολή τοῦ Θεοῦ χάριν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, μέχρι καί τόν τελευταῖο σημερινό ἱερέα, συνειδησιακά προβάλλει τό ἴδιο ἐρώτημα: «ποιός εἶμαι ἐγώ; πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀναξιότητά μου; πῶς ὁ Θεός μοῦ ἐμπιστεύεται τόσο μεγάλη ἀποστολή»; Δηλαδή, ὁ Θεός μοῦ ἀναθέτει ἔργο θεϊκό, ὅπως εἶναι ἡ καθοδήγηση καί ὑποβοήθηση τῶν ἀνθρώπων στό δρόμο τῆς σωτηρίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἐμπιστεύθηκε οὔτε στούς ἀπόλυτα πιστούς διακόνους του, τούς ἁγίους ἀγγέλους.(19) Οἱ ἀπαντήσεις στά ὡς ἄνω ὑπαρξιακά ἐρωτήματα προσδιορίζουν τό πνευματικό ἐπίπεδο τῆς ἱερατικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ κάθε ἱερέα. Τό ζητούμενο ἐδῶ φυσικά δέν εἶναι ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα, ἀφοῦ αὐτά ἀπαντῶνται συνειδησιακά σέ προσωπικό πεδίο ἤ στήν ἐξομολογητική διαδικασία τοῦ ἱερέα ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ του πατρός ἤ θά ἀπαντηθοῦν στόν ἴδιο τό Θεό ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως καί μισθαποδοσίας(20). Τό ζητούμενο ἐδῶ εἶναι ἡ περιγραφή στοιχειωδῶς τῆς πνευματικῆς συγκρότησης τοῦ ἱερέα.
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο, «ὁ μή γεννηθείς ἄνωθεν οὐ δύναται ἰδεῖν τόν γεγεννηκότα Θεόν οὐδέ γνωρίσαι τόν εἰς τοῦτο πεφθακότα διά τοῦ Πνεύματος»(21). Στήν ἀνάλυση αὐτῆς τῆς θέσης, ἀφοῦ κάνει μνεία καί ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου πρός τό Νικόδημο: «ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(22), καθώς καί «τό γεγενημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καί τό γεγενημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστι»(23), θεωρεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν πνευματική ἀναγέννηση ὄχι μόνο ὡς ὁδό ἀσφαλοῦς θεογνωσίας, ἀλλά καί ὡς τό ἀσφαλές κριτήριο γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος θά ἔχει τά ἴδια σημεῖα τῆς διά Πνεύματος Ἁγίου, ἄνωθεν δηλαδή γέννησης(24). Σίγουρα ἐδῶ μποροῦν νά ἐγερθοῦν ἐνστάσεις, στό ὅτι δηλαδή ἀπαιτεῖται τέτοια καί τόση ὡριμότητα γιά τήν ἀνεύρεση ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ. Ἔστω καί ἄν δεχθοῦμε κάποια δικαιολόγηση αὐτῆς τῆς ἔνστασης, θά εἶναι ἀδικαιολόγητος ἕνας ὑποψήφιος ἱερέας ἤ ἤδη ἱερέας, ἐάν δέν ἀγωνισθεῖ γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα καί δέν τό κάνει, τουλάχιστον, αἴτημα προσευχῆς.
Δέν ἀναφέρουμε περισσότερα γιά τή βασική θέση τοῦ Ἁγίου Συμεών ὡς πρός τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου, χάριτι Θεοῦ, στίς ἀγκάλες τοῦ πνευματικοῦ πατρός, μέ συνέπεια ἀπό καθοδηγούμενος νά γίνεται ἐκ πείρας πλέον ἔμπειρος στήν καθοδήγηση ἄλλων ἀνθρώπων(25), γιά τό λόγο ὅτι γιά τήν πνευματική πατρότητα ὑπάρχει εἰδική εἰσήγηση στό Συνέδριο καί, ἐπιπλέον, μπορεῖ κανείς νά ἀνατρέξει καί σέ εἰδική διατριβή γιά τό θέμα αὐτό(26). Τήν ἐπιμονή ὅμως τοῦ ἁγίου Συμεών στήν πνευματική ἀναγέννηση καί ὡρίμανση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου, προκειμένου νά ἀναλάβει ποιμαντικές φροντίδες, τήν καταλαβαίνουμε καλύτερα ἀπό τήν ἀνάλυση πού κάνει στόν Α’ Κατηχητικό του Λόγο «Περί Ἀγάπης»(27), ὅπου, ἀφοῦ μνησθεῖ τοῦ εὐαγγελικοῦ χωρίου στό ὁποῖο ὁ Κύριος λέει: «μακάριος ὁ ποιήσας καί διδάξας· οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»(28), ἐπιμένει, καί ἔχει ἀσφαλῶς δίκαιο, ὅτι οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγραφαν καί δίδασκαν ἐκ πείρας, πρῶτα ἐκεῖνοι ἐφάρμοζαν τά ὅσα δίδασκαν: «οὐδέν γάρ οἱ φωστῆρες ἔγραψαν ἐκεῖνοι, ὅπερ πρότερον οὐκ ἐποίησαν καί ποιήσαντες οὐ κατώρθωσαν» (29). Σπεύδει δέ νά τό αἰτιολογήσει καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀκροατῶν, τῶν μαθητῶν, ὅτι δηλαδή πιό εὔκολα καί μέ περισσότερο ζῆλο ἐφαρμόζουν τίς πνευματικές συμβουλές ὅταν ὁ διδάσκαλός τους ἔχει αὐτές τίς προϋποθέσεις. Λέγει δέ χαρακτηριστικά: «τοῦ γάρ τοιούτου διδασκάλου καί οἱ μαθηταί ἀκούοντες, μιμεῖσθαι αὐτόν γίνονται πρόθυμοι καί οὐ τοσοῦτον ἐκ τῶν ἐκείνου λόγων δέχονται τήν ὠφέλειαν, ὅσον ἀπό τῶν καλῶν αὐτοῦ πράξεων διεγείρονται καί τά αὐτά ποιεῖν ἀναγκάζονται»(30).
Ἀλλά βέβαια ὅλα τά ὡς ἄνω μπορεῖ νά φαίνονται ὡραῖα στή διατύπωση καί νά μήν ἐπιτρέπουν τήν ἔκφραση σοβαρῶν ἀντιρρήσεων, στήν πράξη ὅμως εἶναι πολύ δύσκολα. Ἀκόμη καί ἐξ ἰδίας πείρας, εἴτε ὡς καθοδηγούμενοι εἴτε ὡς καθοδηγηταί ἄλλων, γνωρίζουμε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο πρᾶγμα ἡ ὑπακοή καί ἡ συμμόρφωση πρός τίς πνευματικές συμβουλές. Χρειάζεται μεγάλη ταπείνωση καί προπαντός ἀποφασιστικότητα. Ἀπαιτεῖται κανείς, σύμφωνα καί μέ τήν πνευματική του κατάσταση, νά πάρει ὅσο τό δυνατόν πιό σοβαρά τήν πνευματική ζωή καί τόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία του. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει ὄχι ἁπλά στήν «παιδαγωγία» ἀλλά στήν ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ εὐαγγελίου ἀναγέννηση(31). Καί φυσικά κάθε γέννηση εἶναι ὁλόκληρη διαδικασία καί ἐμπεριέχει στάδια πολλά, δηλαδή σύλληψη, ἀνάπτυξη τοῦ ἐμβρύου καί γέννηση. Ὅμως ἡ διαδικασία ὡρίμανσης, λόγῳ τῆς τρεπτότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου, ἀπειλεῖται διαρκῶς. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀγώνας εἶναι ἀσταμάτητος(32). Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά γιά τό ἱερωμένο πρόσωπο; Ἄσκηση ποικιλότροπη, πολυμερῆ, ἀσταμάτητη «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός»(33).
Γιά νά συνδέσουμε τά ὅσα ἀναφέρθηκαν γιά τήν ἄσκηση στή ζωή κάθε χριστιανοῦ καί στή ζωή τοῦ ἱερέα καί γιά νά φανεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα στή δεύτερη περίπτωση, θά παραθέσουμε ἕνα πολύ χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ἔτι οὖν ἀμφισβητήσεις ἡμῖν τοῦ μή καλῶς ἠπατῆσθαι, πᾶσι μέλλων ἐπιστήσεσθαι τοῦ Θεοῦ τοῖς ὑπάρχουσι, καί ταῦτα πράττων, ἅ καί τόν Πέτρον ποιοῦντα ἔφησε δυνήσεσθαι καί τῶν ἀποστόλων ὑπερακοντίσαι τούς λοιπούς. Πέτρε γάρ, φησί, φιλεῖς με πλεῖον τούτων; Ποίμαινε τά πρόβατά μου. Καίτοι γ’ ἐνῆν εἰπεῖν πρός αὐτόν, εἰ φιλεῖς με, νηστείαν ἄσκει, χαμευνίαν, ἀγρυπνίας συντόνους, προΐστασο τῶν ἀδικουμένων, γίνου ὀρφανοῖς ὡς πατήρ, καί ἀντί ἀνδρός τῇ μητρί, αὐτῶν· Νῦν δέ πάντα ταῦτα ἀφείς, τί φησί; ποίμαινε τά πρόβατά μου. Ἐκεῖνα μέν γάρ ἅ προεῖπον, καί τῶν ἀρχομένων πολλοί δύναντ’ ἄν ἐπιτελεῖν ῥαδίως, οὐκ ἄνδρες μόνον, ἀλλά καί γυναῖκες· ὅταν Ἐκκλησίας προστῆναι δέῃ καί ψυχῶν ἐπιμέλειαν πιστευθῆναι τοσούτων, πᾶσα μέν ἡ γυναικεία φύσις παραχωρείτω τῷ μεγέθει τοῦ πράγματος, καί ἀνδρῶν δέ τό πλέον· ἀγέσθωσαν δέ εἰς μέσον οὑ πολλῷ τῷ μέτρῳ πλεονεκτοῦντες ἁπάντων, καί τοσοῦτον ὑψηλότεροι τῶν ἄλλων κατά τήν ψυχῆς ὄντες ἀρετήν, ὅσον τοῦ παντός ἔθνους Ἑβραίων κατά τό τοῦ σώματος μέγεθος ὁ Σαούλ, μᾶλλον δέ καί πολλῷ πλέον(34)».
Τέλος, ἀξιοσημείωτο εἶναι τό ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπιχειρεῖ μία σύγκριση τῶν κατ’ ἐξοχήν ἀσκητῶν, τῶν μοναχῶν, καί τῶν ἱερέων, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ ἱερέας περισσότερο τοῦ μοναχοῦ ἀσκεῖ ἔμπρακτα τήν ὑπομονή, καθ’ ὅτι καθοδηγεῖ πρός τήν ἀρετή τούς χριστιανούς, ἔχει ἄλλου εἴδους ἄσκηση, καθ’ ὅτι ζεῖ ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου, ἐνῶ ὁ μοναχός ζεῖ μόνος του, καί, ἀκόμη, ὁ μοναχός πραγματώνει εὐκολότερα τόν ἀγώνα του γιά τήν ἀρετή παρά αὐτός πού ἔχει φροντίδα γιά πλῆθος χριστιανῶν(35).
Β. Ἡ ἄσκηση κατά τή λειτουργία τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος
1) Ἄσκηση καί ἱερουργία
Τό κεντρικό σημεῖο τῆς λειτουργίας τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος εἶναι ἡ ἱερουργία. Τά ἱερά μυστήρια, οἱ ἱερές ἀκολουθίες, οἱ περιστατικές εὐχές, ὅλα ὅσα συνθέτουν τόν χῶρο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό κύριο πεδίο δράσης τοῦ ἱερέα. Στό χῶρο τῆς λατρείας εἶναι πρωταγωνιστής, ὁ κύριος μοχλός τῆς διεκπεραίωσής της. Ἀφοῦ ἡ λατρεία ἔχει ὡς διπλό σκοπό τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου(36), ὁ ἱερέας εἶναι τό στόμα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού μεταφέρει τίς προσευχές καί ἱκεσίες στό Θεό, ἀλλά καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ πού μεταφέρει τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό λαό.
Ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, γενικά δέν ἀπαιτεῖ μόνο ἀπό τόν ἱερέα εὐλάβεια καί προσοχή, ἐπιμέλεια καί τάξη. Εἶναι μία πνευματική εὐκαιρία καί γιά τόν ἴδιο. Ὅταν λειτουργεῖ ὁ ἱερέας δέ διεκπεραιώνει ἁπλά τό ἱερατικό του καθῆκον ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Λειτουργεῖται πρωτίστως ὁ ἴδιος. Δηλαδή ἀναφέρεται, προσφέρεται ὡς θυσία καί ὁ ἴδιος. Ἱερέας, πιστοί, εὐχαριστιακά δῶρα δέ χωρίζονται μεταξύ τους στεγανά. Δέ μιλᾶμε δηλαδή μόνο γιά κάποιες εὐχές τῆς θείας λειτουργίας πού ἀναφέρονται στόν ἴδιο τόν ἱερέα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή βάπτιση καί τό χρῖσμα ἑνός ἀνθρώπου. Μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός ποὐ ἀφορᾶ στή ζωή καί τή σωτηρία του. Ὅμως, ταυτόχρονα, εἶναι καί ἐκκλησιολογικό, ἐκκλησιαστικό γεγονός, γιατί ἡ Ἐκκλησία αὐξάνεται κατά ἕνα μέλος καί ὁ Θεός ἐμπιστεύεται πνευματικά στόν ἱερέα ἕνα ἀκόμη παιδί. Σκεφτεῖτε πόσο αὐτό εἶναι ἀκόμη πιό ἁπτό στή βάπτιση τῶν ἐνηλίκων. Στήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου, παρότι ἡ ἀφορμή εἶναι ἡ ἀσθένεια ἑνός μέλους τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὅλη ἀκολουθία, ἐκτός ἀπό τόν ἐξατομικευμένο χαρακτήρα της, ἀναφέρεται στήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἐν Χριστῷ θεραπεία της, στήν ἀποκατάσταση τῆς ψυχοσωματικῆς ὑγείας, πρᾶγμα τό ὁποῖο συμπεριλαμβάνει ἀσφαλῶς καί τόν ἴδιο τόν ἱερέα. Στό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἱερέας καλεῖται μέ τήν ἱερουργία του νά βάλει χάριτι Χριστοῦ τήν ἀνθρώπινη συζυγική σχέση σέ ἕνα ἱερό πλαίσιο ἁγιασμοῦ καί ἀγωνιστικότητας τῶν νεονύμφων, ὥστε στή συνέχεια νά βοηθήσει μέ τήν ποιμαντική του προσφορά στήν κατά Θεόν προκοπή τους. Στό ἱερό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, ὡς ἄλλος Μωυσῆς, θά προσπαθήσει νά ὁδηγήσει τά τέκνα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή χώρα τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου, πού εἶναι ἡ ὑποδούλωση στά πάθη, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, πού εἶναι ἡ ζωή τῆς χάριτος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.
Ὅλα ὅσα, ὅμως, ἀναφέραμε ἕως ἐδῶ εἶναι πνευματικά θέματα, βιώματα πού ἐμπεριέχουν διαδικασία στήν ὁποία ὁ ἱερέας δέν εἶναι ὁ θεατής ἤ ὁ εὐλαβῶς συμμετέχων, εἶναι ἱερές καταστάσεις στίς ὁποῖες μετέχει καί ὁ ἴδιος. Εἶναι πεδίο ἄσκησης καί γιά τόν ἴδιο τόν ἱερέα. Αὐτό θά τό καταλάβουμε ἄν ἐπανέλθουμε στή θεία λειτουργία. Ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία συγκεκριμένη πορεία ἀπό τά σύμβολα στήν πραγματικότητα(37). Ὁ εὐλογημένος ἄρτος, ὁ ἀμνός τῆς ἱερᾶς προσκομιδῆς, μέσα ἀπό τήν ἱερουργική διαδικασία τῆς τελετουργίας τοῦ ἱερέα θά γίνει τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερέας ἔχει τή δυνατότητα νά βλέπει «αὐτοψεί τό πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς»(38). Προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ ἡ μηχανιστική, τυποποιημένη γιά τόν ἱερέα διαδικασία, ἀπαιτεῖται νά ἔχει βαθύ ἀσκητικό φρόνημα. Δέ χρειάζεται νά πιέζεται, νά καταπιέζεται νά δείξει κάτι ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νά κατανοήσει, νά ἐκλογικεύσει τά μυστήρια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ὀφείλει νά κρατεῖ τό λογισμό του στά τελούμενα. Νά ἀκούει ὁ ἴδιος τή φωνή του καί νά λέγει τά αἰτήματα, τά λόγια γενικά τῆς θείας λειτουργίας καί γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ ὅλη του σκέψη, ὁ νοῦς, ἡ καρδία, ἡ σωματική του στάση πρέπει νά συνοδεύει τά τελούμενα. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐπίπονη καί ἐπίμονη ἄσκηση. Καί αὐτή ἡ ἀσκητική διαδικασία γιά τόν ἱερέα ἀρχίζει πρίν τήν ἱερουργία, μέ τήν εἰδική προετοιμασία(39) , συνεχίζεται κατά τήν ἱερουργία καί μετά ἀπό αὐτήν. Ὁ ἱερέας ὡς ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ὁ ἴδιος ἕνα ἱερό θυσιαστήριο, μία ἱερή εἰκόνα, ἀνώτερη ἀπό αὐτές πού ὑπάρχουν στό τέμπλο καί τά εἰκονοστάσια. Γι’ αὐτό καί ὁ λειτουργός, ἀφοῦ θυμιατίσει τήν ἁγία Τράπεζα κ.λ.π., πρίν νά βγεῖ ἔξω γιά να θυμιατίσει τίς ἱερές εἰκόνες καί τό ἐκκλησίασμα, θυμιατίζει τούς συλλειτουργοῦντας ἤ συμπροσευχομένους ἱερεῖς. Χρειάζεται νοικοκυροσύνη καί πρακτικό πνεῦμα, προκειμένου ὁ ἱερουργός νά μείνει ἀπερίσπαστος στήν ἱερουργία. Δέν εἶναι δυνατόν τήν ὥρα τῆς ἱερουργίας νά ἔχει τό νοῦ του στά ψαλτήρια, στό παγκάρι καί τούς ἐπιτρόπους, στούς διακονητές τοῦ ἱεροῦ βήματος. Αὐτά ὀφείλει νά τά ἔχει ρυθμίσει νωρίτερα, ὥστε νά μήν τόν ἀποσπᾶ τίποτε καί κανένας ἀπό τήν ἱερουργία του, πού θά πρέπει νά τή βιώνει ὡς ὁλότητα, ὄχι ἀποσπασματικά. Μέσα στήν ἱερουργία, ὅλες οἱ στιγμές εἶναι ἱερές. Ὅλες ἔχουν νά κάνουν εἴτε μέ τόν ἅγιο Θεό, εἴτε μέ τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.
Ἕνας ἱερέας, ἄν ἐμβαθύνει στά λόγια καί μόνο τῆς ἱερουργίας σοφίζεται, βρίσκει μέσα σέ αὐτά ὅλη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά ὅλα τά θέματα καί μάλιστα συμπυκνωμένη καί δοσμένη μέ ἐπαγωγικό τρόπο καί μέ δυνατά, ποιητικά τίς πιό πολλές φορές, λόγια, πού ἐντυπώνονται ὡς μηνύματα πνευματικά, λειτουργοῦν ὡς ἐγερτήρια σαλπίσματα πρῶτα γιά τόν ἴδιο τόν ἱερουργό. Αὐτό ὅμως θά γίνει, ὅταν κρατεῖ μέ προσπάθεια καί κόπο τό νοῦ καί τήν προσοχή του στά τελούμενα, τά ψαλλόμενα καί γενικῶς στήν ὅλη ἱερουργία. Φυσικά ὅλα αὐτά σημαίνουν ἄσκηση συνεχῆ τοῦ ἱερέα. Γι’ αὐτό ὑπάρχουν καί διαφορετικές βαθμίδες ἐμπειρίας ἀπό τήν ἀμέλεια καί τήν εἰς κρίμα καί κατάκριμα ἱερουργία μέχρι τήν ἀγγελική συλλειτουργία(40).
Ἄν ὁ ἱερέας ἔχει φρόνημα ἄσκησης, βρίσκει ὠφέλεια πνευματική γιά τόν ἴδιο ἀκόμη καί στά πιό ἄσχετα μέ αὐτόν θέματα, ὅπως γιά παράδειγμα στήν εὐχή εἰς λεχώ. Στή δεύτερη εὐχή διαβάζουμε τά ἐναρκτήρια λόγια: «Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τεχθείς ἐκ τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καί ὡς νήπιον ἐν φάτνῃ ἀνακλιθείς, καί ὡς βρέφος ἀναδειχθείς...». Στήν τρίτη εὐχή πάλι κάτι παρόμοιο μέ τήν προσθήκη τοῦ σκοποῦ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως: «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ εὐδοκήσας κατελθεῖν ἐκ τῶν οὐρανῶν καί γεννηθῆναι ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν...»(41). Δηλαδή στίς δύο αὐτές εὐχές, ἄσχετες κατ’ οὐσίαν μέ τήν κατάσταση τοῦ ἱερέα, γίνεται μνεία τῆς θείας Γέννησης ἐκ παρθένου Μαρίας, πρός σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Φυσικά ὁ συντάκτης τῶν εὐχῶν χρησιμοποίησε τά λόγια γιά να μεταβεῖ ἀπό τή θεία Γέννηση στή γέννηση τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ, πού ὅμως πραγματοποιήθηκε εὐδοκίᾳ τοῦ σαρκί ἐπιφανέντος Κυρίου, καί στόν ὁποῖο ἀπευθύνεται αὐτή ἡ εὐχή. Ὁ ἱερέας μέσα ἀπό τό ἀσκητικό -προσευχητικό του φρόνημα, ἐκτός ἀπό τήν εὐγνωμοσύνη πρός τό Θεό γιά τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, πού θά εἶναι καί πνευματικό του παιδί, μπορεῖ νά ἀναχθεῖ καί μέ εὐγνωμοσύνη προσωπική γιά τή θεία Γέννηση, τήν ἀφορμή καί τῆς δικῆς του σωτηρίας.
Ἔγραψα σέ ἄλλη περίσταση, ἐπιδιώκοντας νά τονίσω τή ζεύξη τοῦ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου μέ τίς περιστασιακές εὐχές καί ἀκολουθίες, τό πῶς δηλαδή εἰσβάλλει ἡ εὐλογία καί ὁ ἁγιασμός τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά μας, ὅτι σέ μία ἀκολουθία ὅπως «ἐπί εὐλογήσει νέου ὀχήματος» (42) μπορεῖ νά διδαχθεῖ ὁ ἱερέας τόσα πολλά. Καί συγκεκριμένα τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κατακλείεται μέ τή φράση: «δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»(43). Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα κατακλείεται μέ τή φράση: «περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε»(44). Στήν τελευταία εὐχή διαβάζουμε τά λόγια: «καί δός τῷ δούλῳ σου (τῷ δείνι) ἵνα πορεύηται τήν ὁδόν αὐτοῦ χαίρων καί τελειώσῃ τόν δρόμον αὐτοῦ καί τήν διακονίαν, ἥν ἔλαβε παρά σοῦ. Τό γάρ τόν δρόμον τελέσαι, οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ˙ διόπερ καί δεόμεθά σου, δός ἡμῖν Ἄγγελον φωτεινόν, ἵνα πορεύηται ἔμπροσθεν ἡμῶν, ῥυόμενος ἡμᾶς, ἤ ἐν νυκτί ἤ ἐν ἡμέρᾳ, ἀπό παντός κακοῦ καί ἵνα πνεύματι Θεοῦ ἀγόμενοι, τρέχωμεν καλῶς καί μή εἰς κενόν κοπιῶμεν»(45). Δηλαδή ὅλα αὐτά ἀναφέρονται στήν πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ ἡ ἀφορμή νά εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ ὀχήματος, τοῦ ἐποχούμενου κ.λ.π., ἐν τούτοις ἡ πνευματική ἀναγωγή εἶναι σαφέστατη. Αὐτό ἐξάλλου ἐπιβεβαιώνεται καί μέ τήν κατακλείδα τῆς ὡς ἄνω εὐχῆς: «Σύ γάρ εἶ ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή...» καί συνεχίζει μέ τήν τριαδική ἐπίκληση. Ὅλα αὐτά τά μηνύματα ἐνδέχεται νά μήν προσλαμβάνονται πλήρως ἀπό τόν ἱερέα καί μένει ἡ προσευχή γιά καλή ὁδήγηση καί προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἀτυχήματα, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀναμένει ἡ πλειονότητα τῶν χριστιανῶν μας. Ὁ ἱερέας ὅμως εἶναι κρίμα, ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του ἄν δέν προσεταιριστεῖ γιά δική του ὠφέλεια αὐτά τά μηνύματα. Τό τελευταῖο ἀσφαλῶς θά γίνει γιά τόν ἱερέα μόνο ἄν ἔχει συνεχές φρόνημα ἄσκησης στήν ἱερουργία του. Ἄν συνεχῶς ἱερουργώντας ἐκτός ἀπό τό ἀντικείμενο ἤ τό λόγο τῆς εὐχῆς, τοποθετεῖται ὁ ἴδιος ἀπέναντι στό Θεό καί Σωτήρα του.
Ιερωσύνη και Άσκηση
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη
sourse: http://www.ecclesia.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.