Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου – Καλοτεράκη, Λέκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Α.Π.Θ.
Σκέψεις μετά τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης...
«Ω γης όχημα καπί γης έχων έδραν,/ όστις ποτ’ ει συ, δυστόπαστος ειδέναι»
Ευρ.Τρωάδ.884-885
«Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς»
Πράξ.Αποστ.17:23
Όλοι, πιστεύω, θα συμφωνήσουμε, πως κορυφαίο γεγονός στο ξεκίνημα του φετινού καλοκαιριού στάθηκαν τα εγκαίνια στην Αθήνα του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Μια τολμηρή όσο κι ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική πρόταση (η οποία υλοποιήθηκε μέσα σε μια έντονη ατμόσφαιρα αντιλογίας, ενστάσεων κι επιφυλάξεων, όπως άλλωστε τα περισσότερα εγχειρήματα στην Ελλάδα) είχε σαν αποτέλεσμα ένα εντυπωσιακό κτίσμα, ανάλαφρο πράγματι παρά το μέγεθός του, με τεράστιες ανοιχτές επιφάνειες στο φως και σε μια μοναδική θέα – τον Βράχο και τον Παρθενώνα.
Τη βραδιά των εγκαινίων, καθώς τα χρώματα της δύσης, διαρκώς μεταβαλλόμενα, «αγκάλιαζαν» κυριολεκτικά κι «έπλαθαν» τη σιλουέτα του μουσείου, έβλεπες απέναντι το ναό να υψώνεται θριαμβικός, μ’ αυτόν τον εσωτερικό παλμό, την ένταση και την ανάταση που έδωσε στις γραμμές και τη φόρμα του ο ευφυής σχεδιασμός των αρχαίων καλλιτεχνών. Πράγματι , μια εικόνα και θέα από τις πιο όμορφες στον κόσμο. Πράγματι, το Μουσείο στεγάζει μερικούς από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της ανθρωπότητας. Μεμονωμένα γλυπτά και συνθέσεις, με κορυφαία την πομπή των Παναθηναίων στη μεγάλη ζωφόρο, μαρτυρούν αυτό το πάθος και την εκπληκτική ικανότητα για καλλιτεχνική δημιουργία που υπάρχουν στον άνθρωπο και αναζητούν να πάρουν μορφή - να γίνουν λόγος, εικόνα, μουσική.
Η μεγάλη αντινομία
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν δεν έχουν βέβαια στόχο να υποβαθμίσουν ούτε στο ελάχιστο την αξία αυτού του θησαυρού, ή την απόλαυση που προκαλεί σαν μεγάλο έργο τέχνης. Άλλωστε ιδιότητα και δώρο του Καλλιτέχνη και Δημιουργού Θεού είναι αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας και να χαίρεται μ’ αυτήν.
Νομίζω όμως, πως αξίζει τον κόπο να τοποθετήσουμε τον Παρθενώνα στο ιστορικό του πλαίσιο αφήνοντας να αναδυθεί η μεγάλη αντινομία - από τη μια πλευρά, η ομορφιά της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας και από την άλλη η γκρίζα εικόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι αυτή η αντινομία και παραφωνία που διατρέχει σαν μουσικός ισοκράτης την ανθρώπινη ιστορία και βέβαια και την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος.
Και αυτό ακριβώς, θεωρώ, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προσφορές του Κλασσικού Πολιτισμού, το γεγονός δηλαδή ότι σπουδαίοι συγγραφείς και στοχαστές της εντόπισαν αυτή την αντινομία.(Σε αντίθεση με σύγχρονους ημιμαθείς ή και ανίδεους, οι οποίοι παπαγαλίζουν απλώς κούφια λόγια και ύμνους για πράγματα που στο βάθος δεν γνωρίζουν). Δύο απ’ αυτούς τους στοχαστές, ο Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης, θα μας βοηθήσουν, πιστεύω, με τη δική τους ματιά να «δούμε» κι εμείς πόσο τραγικά ίδιος παραμένει ο άνθρωπος μέσα στους αιώνες, με την ίδια θανατερή αρρώστια να δηλητηριάζει τη ρίζα της ύπαρξής του. Ελπίζω τελικά το οπωσδήποτε ατελές αυτό κείμενο να μας οδηγήσει σε ένα ξεχείλισμα ευγνωμοσύνης για το Μήνυμα που ακούστηκε κάποτε στον Άρειο Πάγο, λίγα μέτρα δίπλα απ’ τον Παρθενώνα, αλλά και στη δική μας καρδιά.
Ιδεολογική και πολιτική σημασία του Παρθενώνα
Για την ηγεσία και τον λαό της Αθήνας του 5ου π.Χ. αι. ο χώρος της Ακρόπολης με τα έργα τέχνης που τον κοσμούν, ο ίδιος ο Παρθενώνας, δεν είχαν μόνον καλλιτεχνική σημασία, ούτε αποτελούσαν αποκλειστικά έναν τόπο λατρείας και θρησκευτικής περισυλλογής. Είναι γνωστό άλλωστε στους θρησκειολόγους ερευνητές και στους ιστορικούς, ότι η λατρεία των θεών και γενικότερα η θρησκευτική δραστηριότητα στις Ελληνικές πόλεις της Αρχαιότητας λειτουργούσε μάλλον σαν ένας από τους θεσμούς της πολιτείας παρά σαν έκφραση υπαρξιακών αναζητήσεων και της ανάγκης των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με ένα υπερβατικό Ον. Αυτές οι αναζητήσεις και οι ανάγκες, μ’ άλλα λόγια η γνήσια κραυγή και αγωνία της ψυχής ν’ ακούσει έναν αντίλαλο από το παγερό Σύμπαν, έβρισκαν άλλες διεξόδους να εκδηλωθούν. Οι θεότητες και η λατρεία τους (όπως αυτή της Παλλάδος Αθηνάς) αποτελούσαν κυρίως χαρακτηριστικό συστατικό της ταυτότητας μιας πόλης.
Έτσι ο Παρθενώνας, εκτός από ιερός τόπος και μοναδικό έργο τέχνης, λειτουργούσε συγχρόνως και ως ένα μνημείο με εξαιρετική πολιτική και ιδεολογική σημασία. Κύριο σημείο αναφοράς μέσα στην τοπογραφία της πόλης, ο Παρθενώνας μαζί με όλα τα γλυπτά που τον κοσμούσαν υψώθηκε καταρχήν βέβαια σαν «οίκος» αντάξιος της προστάτιδας θεάς Αθηνάς, παράλληλα όμως και σαν υπόμνηση της μεγάλης νίκης επί των Περσών και της μεγάλης δύναμης που κατείχε τώρα, στα μέσα του 5ου αι., η δημοκρατική Αθήνα. Αυτή η νικηφόρα απώθηση της Περσικής επίθεσης, στην οποία η Αθήνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, τόσο κατά την πρώτη (Μαραθώνας, 490), όσο και κατά τη δεύτερη (Σαλαμίνας 480, Πλαταιές, 479) φάση στάθηκε καθοριστική για την ηγετική θέση που στη συνέχεια κατέλαβε. Μάλιστα, σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή ερμηνεία, οι 192 ιππείς που «κινούνται» κατά μήκος της μεγάλης ζωφόρου συμβολίζουν τους 192 νεκρούς της μάχης του Μαραθώνα. Σαν μέρος περίοπτο του μεγάλου μνημείου είναι και αυτοί, κατά κάποιο τρόπο, αιώνια «παρόντες».
Τα «Περσικά» (η περίοδος δηλαδή των Περσικών πολέμων) χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη όλων των Ελληνικών πόλεων για τους επερχόμενους αιώνες σαν ένα μοναδικό επίτευγμα που έγινε δυνατό και χάρη στην «ομόνοια» (η οποία, δυστυχώς, αποδείχθηκε εξίσου μοναδική !) που τότε επικράτησε μεταξύ τους. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αθήνας, η επιτυχία οφείλεται αναμφίβολα τόσο στις τολμηρές αποφάσεις που την κρίσιμη στιγμή έλαβε μια εξαιρετικά διορατική πολιτική ηγεσία, όσο και στην κοινωνική συνοχή που είχε επιφέρει η επικράτηση ενός μετριοπαθούς δημοκρατικού πολιτεύματος, του πρώτου στην ανθρώπινη ιστορία.
«Δημοκρατία» - ο πολιτικός όρος και το πολίτευμα
Πράγματι, πιθανότατα μέσα στο πρώτο μισό του 5ου αι. αυτή η πολιτειακή οργάνωση που επέτρεπε και προέβλεπε ευρεία συμμετοχή των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών στη λειτουργία της πόλης έλαβε την ονομασία δημοκρατία. Είχε προηγηθεί η σημαντική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη (508 π.Χ.), η οποία εξουδετέρωσε τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο των ισχυρών ευγενών-γαιοκτημόνων. Είχαν προηγηθεί επίσης τα μέτρα του Σόλωνα (594π.Χ.), του «πρώτου Ευρωπαίου πολιτικού» σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό ενός νεώτερου ιστορικού[1]. Άνθρωπος του μέτρου, με μεγάλη δόση αυτού που ονομάζουμε «κοινό νου», με ικανότητα να επισημαίνει τα προβλήματα στην ανθρώπινη συμβίωση, να σκέφτεται δηλαδή πολιτικά, και να προτείνει πρακτικές και μετριοπαθείς λύσεις. Αξίζει να επισημανθούν δύο στοιχεία, ενδεικτικά της σκέψης του Σόλωνα: πρώτον, η πεποίθησή του ότι τα κοινωνικά προβλήματα προκαλούνται από την άνομη συμπεριφορά και την απληστία των πολιτών, κυρίως δε της ηγεσίας, δεύτερον, η πεποίθησή του ότι η επιβίωση και η λειτουργία μιας κοινότητος είναι αδύνατες χωρίς την κοινωνική συνοχή.[2]
Πράγματι ο Σόλων προλείανε το έδαφος για τη δημιουργία αυτού που ονομάστηκε «δημοκρατία». Ο όρος προερχόμενος από τα συνθετικά δήμος και κρατώ καθορίζει το πολιτειακό σχήμα που διαμορφώθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και δίνει απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είναι ο κύριος φορέας της εξουσίας», με άλλα λόγια ποιος «κρατεί». Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αρχαία Ελληνική το ρήμα «κρατώ» αποτελεί (συγκρινόμενο με παραπλήσιες έννοιες, όπως «άρχω» ή «νέμω») το κατεξοχήν κατάλληλο να δηλώσει την κυριαρχία, το «κύριον είναι». Όσο για την έννοια του «δήμου», θεωρώ πως είναι τεκμηριωμένη και πειστική η άποψη ότι στον συγκεκριμένο όρο, δημοκρατία, λειτουργεί με την αρχική και κύρια σημασία του συνόλου των πολιτών, και όχι με μία στενώτερη, η οποία απαντά σε κείμενα πολιτικά ή ταξικά φορτισμένα δηλώνοντας τους πολλούς και ασθενέστερους οικονομικά. Δημοκρατία , όπως ειπώθηκε πιο πάνω, σημαίνει κατ’ αρχήν συμμετοχή του συνόλου των ελευθέρων (αρρένων) πολιτών στην εξουσία.[3]
Παρ’ όλο δε που στην εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας υπάρχουν στοιχεία αδιανόητα για τον σημερινό παρατηρητή – π.χ. το καθεστώς της δουλοκτησίας ή ο αποκλεισμός των γυναικών από τη συμμετοχή στην οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα - δεν είναι δυνατόν αυτά να ακυρώσουν ή να υποβαθμίσουν τη σημασία τόσο της δημιουργίας αυτού του πολιτεύματος όσο και της ανάπτυξης της θεωρητικής πολιτικής σκέψης μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο. Αξίζει να σημειωθεί πόσο ισχυρή ήταν η απήχηση που διαχρονικά είχε η δημοκρατία στη συνείδηση των Αθηναίων και επίσης πόσο σταθερά εδραιωμένη ήταν. Είναι ενδεικτικό πως όσες φορές κλονίσθηκε, αυτό έγινε είτε σε περίοδο πολέμου και ιδίως στρατιωτικής αποτυχίας είτε υπό την πίεση μιας άλλης δύναμης. Το δημοκρατικό πολίτευμα έγινε μέρος καθοριστικό της ταυτότητας της πόλης και ορατή έκφραση αυτής της ταυτότητας ήταν βεβαίως ο Παρθενώνας.
Μετά τα Περσικά: η Αθήνα γίνεται πανίσχυρη
Ήταν επόμενο η αυτοπεποίθηση των Αθηναίων να είναι μεγάλη την «επόμενη μέρα» της μεγάλης νίκης. Όταν δε οι πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας ζήτησαν τη συνδρομή των κύριων Ελληνικών δυνάμεων, της Αθήνας και της Σπάρτης, προκειμένου να εξασφαλισθούν απόλυτα από την Περσική επιβουλή και η Σπάρτη, με τη χαρακτηριστική πολιτική της δυσκαμψία (αποτέλεσμα βεβαίως του ιδιόμορφου κοινωνικού καθεστώτος της), αρνήθηκε, η Αθήνα δέχθηκε. Έτσι μπήκαν σταδιακά τα θεμέλια της ισχυρής Αθηναϊκής Συμμαχίας, ενός δικτύου παραλιακών και νησιωτικών πόλεων, που με επικεφαλής την Αθήνα κυριαρχεί στο Αιγαίο.
Η Αθήνα προστατεύει αλλά και ελέγχει. Εγκατάσταση φρουρών, «επισκόπων» τοποτηρητών στις συμμαχικές πόλεις, παροχή κλήρων από τη γη τους σε Αθηναίους κληρούχους – αυτά είναι κάποια από τα μέτρα που εφαρμόζει η Αθήνα, προκειμένου να ελέγχει τα μέλη της συμμαχίας. Πρόκειται για έναν έλεγχο, ο οποίος δεν ατόνησε, ακόμη και όταν ο Περσικός κίνδυνος είχε ουσιαστικά εξουδετερωθεί. Αντίθετα, πόλεις, oι οποίες επιχειρούσαν να αποστατήσουν, είτε με Σπαρτιατική ή και έμμεση Περσική υποκίνηση, είτε διότι απλώς ήθελαν να αποτινάξουν την Αθηναϊκή κηδεμονία, διαπίστωναν ότι κάτι τέτοιο αποκλειόταν, εκτός αν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την ισχυρή πολεμική μηχανή της Αθήνας.
Υπαινίχθηκα βέβαια και την παράλληλη δράση των άλλων δυνάμεων (Σπάρτης, Περσίας), οι οποίες πάντα καιροφυλακτούσαν, έτοιμες να εκμεταλλευθούν κάθε δυσαρέσκεια των Συμμάχων. Αυτή τη δράση πρέπει κανείς να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη του, όταν εξετάζει και κρίνει τα μέτρα ελέγχου και καταστολής εκ μέρους της Αθήνας. Ένα είναι πάντως βέβαιο: η δημοκρατική Αθήνα αποκτώντας μάλιστα και μία ριζοσπαστικότερη μορφή πολιτεύματος έγινε σταδιακά μια ισχυρή ηγεμονική δύναμη. Από αυτή τη θέση μπορούσε να διαχειρίζεται τους φόρους των Συμμάχων όχι μόνο για τις αμυντικές και εξοπλιστικές ανάγκες της Συμμαχίας, αλλά και για την κατασκευή μνημείων προορισμένων να υμνήσουν το μεγαλείο και την ιστορία της πόλης.Και το κυριότερο ανάμεσα σ’ αυτά ήταν αναμφίβολα ο Παρθενώνας, κορυφαίο σημείο πολιτιστικής αναφοράς μέχρι τώρα, στον 21ο αι.
Οι συνέπειες
Μελετώντας κανείς την ανθρώπινη ιστορία θα διαπιστώσει πως υπάρχουν δύο τυπικές συνέπειες που ακολουθούν κάθε παρόμοια συσσώρευση δύναμης: α) αντίδραση και φόβος στον περίγυρο, β) σκλήρυνση στη διαχείριση της εξουσίας από το ισχυρό κέντρο, εφόσον οποιαδήποτε οπισθοχώρηση ή ήττα θέτει πλέον σε κίνδυνο την επιβίωσή του.
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (περ.460-μετά το 406π.Χ.), ο άνθρωπος που πρώτος ανήγαγε την ιστορική έρευνα σε κοπιώδη και συστηματική αναζήτηση της αλήθειας, μελέτησε τις συνθήκες που οδήγησαν στη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τους Συμμάχους της από τη μια μεριά και στη Σπάρτη και τις δυνάμεις που την υποστήριζαν από την άλλη. Αυτή η σύγκρουση που συμβατικά ονομάσθηκε «Πελοποννησιακός πόλεμος» (431-404 π.Χ.) απετέλεσε και το αντικείμενο των «Ιστοριών» του Αθηναίου ιστορικού. Με τη χαρακτηριστική του πυκνή διατύπωση ο Θουκυδίδης λοιπόν επισημαίνει τις δύο αυτές συνέπειες της υπέρμετρης δύναμης.
Διαπιστώνει έτσι στην αρχή του έργου του: «η αληθέστερη στην πραγματικότητα, ανομολόγητη όμως αιτία της σύγκρουσης υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, η αυξανόμενη δύναμη των Αθηνών, η οποία φόβησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησε σε πόλεμο »[4]. Η δεύτερη διαπίστωση προέρχεται από τον Περικλή[5]. Μιλώντας στους Αθηναίους λίγο πριν από τον θάνατό του προειδοποιεί: «Ούτε μπορείτε να παραιτηθείτε από τη δύναμή σας…… καθώς αυτή τη στιγμή η ηγεμονία σας έχει γίνει κάτι σαν τυραννίδα , η οποία σύμφωνα με την κοινή γνώμη μπορεί να αποκτήθηκε άδικα, αλλά από την οποία δεν είναι ασφαλές να παραιτηθείτε <ην λαβείν μεν άδικον δοκεί είναι, αφείναι δε επικίνδυνον>».
« εωσού η ανθρώπων φύσις…»
Θα ρωτήσει κανείς και δικαιολογημένα: σε μια εποχή σαν τη δική μας, με τα τόσα πολύπλοκα διεθνή προβλήματα, με τις τόσες εστίες πολέμων και έντασης, ποια η σημασία ενός πολέμου τόσο μακρινού, τόσο άσχετου με τις δικές μας ιστορικές συνθήκες; Η απάντηση μπορεί να είναι μονολεκτική: καμία. Με μια πρώτη ματιά ο Πελοποννησιακός πόλεμος δεν αφορά κανέναν άλλον παρά τον Κλασσικό Φιλόλογο ή τον ιστορικό της Κλασσικής Ελλάδος. Αυτή όμως είναι μόνον η πρόσοψη.
Κι αυτό, γιατί ο Θουκυδίδης ερευνά και αφηγείται τη συγκεκριμένη σύγκρουση αντιμετωπίζοντάς την σαν ένα αρχετυπικό μοντέλο, ερευνώντας συγχρόνως κι εξετάζοντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τους ανθρώπους στη βίαιη αντιπαράθεση, την εκτρωματική αλλοίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συνθήκες πολέμου, τη μέθη της εξουσίας και την απάνθρωπη μεταχείριση των αμάχων. Θέματα δυστυχώς επίκαιρα και στη δική μας, τεχνολογικά τόσο εξελιγμένη εποχή. Στην περικοπή από το τρίτο βιβλίο του τη γνωστή και ως «Παθολογία του πολέμου» (ιδίως: 3.82-84), αφού διαγράψει την εφιαλτική «μετάλλαξη» του απλού ανθρώπου μέσα στο κλίμα του πολιτικού φανατισμού και της ένοπλης σύρραξης, καταλήγει σε μια μοναδική διαπίστωση: «και οι εμφύλιες διαμάχες προκάλεσαν πολλές και φοβερές καταστροφές στις πόλεις της Ελλάδος, πράγματα που πάντα συνέβαιναν και πάντα θα συμβαίνουν, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια »[6].
Πιστεύω πως κάθε πιστός του Χριστού, φωτισμένος από την αποκάλυψη του Ευαγγελίου, θα συμφωνήσει πως αυτή η κλασσική φράση – διαπίστωση του Θουκυδίδη είναι μια από τις σημαντικότερες που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
Άθεος, αγνωστικιστής, ή απλά ρεαλιστής;
Ο Θουκυδίδης αγαπούσε την πόλη του. Μεγάλωσε κι έζησε σ’ αυτήν, αξιοποίησε τις παιδευτικές δυνατότητες που του πρόσφερε η δημοκρατική Αθήνα, γνώρισε από κοντά την ομορφιά των Περίκλειων μνημείων, την ομορφιά του Παρθενώνα, (όπως κανείς μας δεν πρόκειται ποτέ να τη δει). Την εικόνα αυτής της Αθήνας και αυτής της δημοκρατίας «ιστόρησε» για την αιωνιότητα στο κείμενο του «Επιταφίου»[7]. Ίσως το περισσότερο γνωστό χωρίο από το έργο του, ο «Επιτάφιος» λόγος εκφωνήθηκε από τον Περικλή για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου, και όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες δημηγορίες του Θουκυδίδη, αποτελεί κυρίως αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και όχι τόσο αυτολεξεί καταγραφή των όσων ειπώθηκαν.
Ένας συνειδητός Αθηναίος πολίτης που αγαπούσε και πολέμησε για την πόλη του, αυτός ήταν ο Θουκυδίδης. Έτσι η κριτική και αυστηρή πολλές φορές στάση του απέναντι στις επιλογές των συμπολιτών του είναι και αξιόπιστη και πολύτιμη. Δεν πρόκειται για προϊόν πολεμικής και προκατάληψης προερχόμενο από το στρατόπεδο των αντιπάλων.
Στην ιστορική έρευνα αποκαλείται συνήθως άθεος, οπωσδήποτε αγνωστικιστής. Και είναι αλήθεια ότι η παρουσία και κυρίως η επέμβαση του «θείου» απουσιάζουν από το έργο του, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στο έργο του Ηροδότου.Η ανάλυσή του, όσον αφορά τα αίτια των ιστορικών γεγονότων είναι καθαρά ανθρωποκεντρική. Αυτή η ανάλυση όμως, η οποία αποτελεί συχνά αληθινή ανατομία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον οδηγεί σε εξαιρετικά ρεαλιστικές, σχεδόν ζοφερές διαπιστώσεις γύρω από την ανθρώπινη φύση – βλέπει καθαρά και προβάλλει το πάθος για εξουσία και υλικά αποκτήματα, τη σκληρότητα και την αναλγησία, προκειμένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί αυτή η εξουσία, την εκμετάλλευση του αδύνατου από τον ισχυρό. Θα έλεγα πως η ανθρωπολογία του Θουκυδίδη έχει πολλά κοινά σημεία με την ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς βεβαίως να φωτίζεται από την αποκάλυψη και την Παρουσία του Μοναδικού, Αληθινού Θεού, εγγυητή του Δικαίου και του Ηθικού Νόμου.
Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου – Καλοτεράκη, Λέκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Α.Π.Θ.
sourse : http://www.nikites.eu/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.