Ε'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο πάλι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τῆς ψυχῆς καθ' ἑαυτὴ
Ἐδίδασκε ἀκόμα, ὅτι δὲν ἔχει μόνο τὴ δυνατότητα ἡ ἁγία Ἐκκλησία νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρου, ποὺ ἀποτελεῖται κατὰ τὴ σύνθεσή του ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Εἶναι ἐπίσης εἰκόνα καὶ τῆς ψυχῆς τῆς ἴδιας, ὅταν τὴ θεωρήσωμε καθ' ἑαυτὴ μὲ τὸ λόγο.
Ἔλεγε, ὅτι ἡ ψυχὴ γενικὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ νοερὴ καὶ ζωτικὴ δύναμη κι ὅτι ἡ νοερὴ δύναμη κινεῖται μὲ αὐτεξούσια θέληση, ἐνῷ ἡ ζωτικὴ μένει ἀκίνητη μέσα στὴ φύση της, χωρὶς τὴ δύναμη τῆς ἐκλογῆς. Συνεχίζοντας, ἔλεγε, ὅτι στὸ νοερὸ μέρος ἀνήκουν ἡ θεωρητικὴ μαζὶ καὶ ἡ πρακτικὴ δύναμη• ὅτι ἡ θεωρητικὴ δύναμη λέγεται νοῦς, ἐνῷ ἡ πρακτικὴ λόγος. Ὁ νοῦς εἶναι ποὺ κινεῖ τὴ νοερὴ δύναμη• γιὰ τὴ ζωτικὴ ἀσκεῖ πρόνοια ὁ λόγος. Ὁ ἕνας εἶναι καὶ καλεῖται σοφία, κι ἐννοῶ τὸ νοῦ, ὅταν φυλάγη ὁλότελα ἀπαράτρεπτες τὶς κινήσεις του πρὸς τὸ Θεό. Ὅμοια καὶ ὁ λόγος εἶναι καὶ λέγεται φρόνηση, ὅταν μὲ τὶς πράξεις ἑνώνοντας μὲ τὸ νοῦ φρόνιμα τὴ ζωτικὴ δύναμη, ποὺ κατευθύνει προνοητικά, τὴν παρουσιάζη σύμφωνη μαζί του, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἴδια μ' αὐτὸν κι ὅμοια σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ κερδισμένη μὲ τὴν ἀρετή. Ἔλεγε, ὅτι αὐτὴ μοιράζεται φυσικὰ καὶ στὸ νοῦ καὶ στὸ λόγο, ὥστε νὰ εἶναι μᾶλλον καὶ νὰ φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ ψυχὴ ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ λόγο, ἐπειδὴ εἶναι νοερὴ καὶ λογική. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ζωτικὴ δύναμη θεωρεῖται δύναμη καὶ τῶν δύο —τοῦ νοῦ ἐννοῶ καὶ τοῦ λόγου— κατὰ ἰσότητα. Οὔτε εἶναι ὀρθὸ νὰ ἐννοήσωμε ὅτι ἕν’ ἀπ' αὐτὰ εἶναι ἄμοιρο ἀπὸ ζωή, ἀλλὰ ὅτι αὐτὴ μοιράζεται καὶ στὰ δύο. Χάρη στὴ ζωὴ ὁ νοῦς, ποὺ εἴπαμε ὅτι λέγεται καὶ σοφία, προχωρῶντας στὴν ἁπλότητα μὲ τὴ θεωρητικὴ ἐνέργεια μέσα σὲ ἀπόρρητη σιωπὴ καὶ γνώση ὁδηγεῖται στὴν ἀλήθεια μὲ τὴν ἀλησμόνητη καὶ ἀδιάκοπη γνώση. Καὶ ὁ λόγος, ποὺ τὸν ἐκαλέσαμε φρόνηση, μὲ τὴ σύμφωνη μὲ τὴν ἀρετὴ πρακτικὴ ἐνέργεια τοῦ σώματος, καταλήγει, περνῶντας ἀπὸ τὴν πίστη, στὸ ἀγαθό. Ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἀπαρτίζεται ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη τῶν θείων κι ἀνθρώπινων πραγμάτων, ἡ ἀληθινὰ ἄσφαλτη γνώση, ὅλης της θεϊκώτατης χριστιανικῆς φιλοσοφίας ἡ κατάληξη.(24)
Εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσωμε καθαρώτερα γι' αὐτά. Ἡ ψυχή, ἔλεγε, ἔχει δύο δυνάμεις, μία τὴ θεωρητική, ὅπως ἔχει εἰπωθῆ, καὶ μία τὴν πρακτική. Τὴ θεωρητικὴ τὴν ἔλεγε νοῦ, τὴν πρακτικὴ λόγο. Καὶ τὶς ἔλεγε ἔτσι, σὰν βασικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Καὶ πάλι, ἔλεγε, τὸ νοῦ σοφία καὶ τὸ λόγο φρόνηση, σὰν βασικὲς ἐνέργειες. Λεπτομερέστερα πάλι, ἒλεγε, ὅτι στὴν ψυχὴ ἀνήκουν, κατὰ τὴ νοερὴ φύση της, ὁ νοῦς, ἡ σοφία, ἡ θεωρία, ἡ γνώση, ἡ ἀλησμόνητη γνώση• κατάληξή τους εἶναι ἡ ἀλήθεια. Κατὰ τὴ λογικὴ φύση της εἶναι λόγος, φρόνηση, πράξη, ἀρετή, πίστη• κατάληξη τούτων εἶναι τὸ ἀγαθό.
Ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, ἔλεγε, δηλώνουν τὸ Θεό• ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια τὸν δηλώνει, ὅταν εἶναι νὰ δηλωθῆ τὸ θεῖο κατὰ τὴν οὐσία του, γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι πρᾶγμα ἁπλό, μόνο, ἕνα, ἴδιο, ἀσύνθετο, ἀμετάβλητο, ἀνεπίδεχτο πάθους, ἀλάθευτο, ἐντελῶς χωρὶς διάσταση. Καὶ τὸ ἀγαθὸ τὸν δηλώνει, ὅταν τὸ θεῖο σημαίνεται ἀπὸ τὴν ἐνέργειά του• γιατί τὸ ἀγαθὸ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ εὐεργετῆ, νὰ προνοῆ γιὰ ὅσα προέρχονται ἀπ' αὐτὸ καὶ νὰ τὰ παρακολουθῆ σὰν φρουρός. Κατὰ τὴ γνώμη τῶν γραμματικῶν, τὸ ἀγαθὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ «ἄγαν» καὶ «εἶναι» ἢ «τεθεῖσθαι» ἢ «θέειν». Γι' αὐτὸ χαρίζει σὲ ὅλα τὰ ὄντα τὴν ὕπαρξη (εἶναι), τὴ διατήρηση (τεθεῖσθαι) καὶ τὴν κίνηση (θέειν).(25)
Οἱ πέντε, λοιπόν, συζυγίες ποὺ στοχαζόμαστε σχετικὰ μὲ τὴν ψυχή, ἔλεγε, ὅτι στρέφονται γύρω ἀπὸ τὴ μία συζυγία, ποὺ φανερώνει τὸ Θεό. Μὲ τὴ λέξη τώρα συζυγία ἐννοῶ τὸ νοῦ καὶ τὸ λόγο, τὴ σοφία καὶ τὴ φρόνηση, τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη, τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετή, τὴν ἀλησμόνητη γνώση καὶ τὴν πίστη. Ἡ συζυγία ποὺ φανερώνει τὸ Θεὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό. Μὲ τὴ βοήθειά τους, ἡ ψυχὴ κινεῖται προοδευτικὰ κι ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ τῶν ὅλων κι ἐπιτυχαίνει νὰ μιμηθῆ τὴ σταθερότητα κι εὐεργετικότητα τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνέργειάς του μὲ τὴ σταθερὴ κι ἀμετακίνητη κατὰ τὴν προαίρεση ἕξη της πρὸς τὸ καλό.(26)
Ἂς ἀναμείξω ἐδῶ μία μικρὴ ἀλλὰ πρόσφορη ἀπεικόνιση τούτων. Ἴσως αὐτὴ ἐδῶ νὰ εἶναι ἡ θεϊκὴ δεκάδα τῶν χορδῶν στὸ πνευματικὸ ψαλτήριο τῆς ψυχῆς. Ἡ δεκάδα ποὺ ὁ λόγος της δίνει ἦχο μὲ τὴν κρούση τοῦ πνεύματος διὰ μέσου τῆς ἄλλης μακάριας δεκάδας τῶν ἐντολῶν κι ἀπεργάζεται τοὺς τέλειους κι ἁρμονικοὺς φθόγγους μὲ τὴ νοητὴ μελωδία, μὲ τοὺς ὁποίους ὑμνοῦμε τὸ Θεό. Τοῦτο γιὰ νὰ μάθω ἐγώ, πρῶτο, ποιὸς ὁ λόγος τῆς δεκάδας ποὺ ψάλλει καὶ τῆς δεκάδας ποὺ ψάλλεται. Καὶ δεύτερο, πῶς ἡ μιὰ δεκάδα μυστικὰ ἑνωμένη μὲ τὴν ἄλλη δεκάδα κι ἁρμονισμένη ἐπαναφέρει τὸν Ἰησοῦ, τὸ δικό μου Θεὸ καὶ Σωτῆρα συμπληρωμένο ἀπὸ μένα, ποὺ σώζομαι ἀπ' αὐτόν, στὸν ἑαυτό του, ποὺ εἶναι πάντα σὲ τέλεια πληρότητα καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ σταθῆ ἔξω ἀπ’ τὸν ἑαυτὸ του• καὶ ποὺ ἀπ' τ' ἄλλο μέρος ἀποκαθιστᾶ μὲ τὸν ἑαυτό μου ἐμένα τὸν ἄνθρωπο, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, καὶ πιὸ πολὺ μ' ἐνώνει μὲ τὸ Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβα κι ἔχω τὸ εἶναι καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο κατευθύνομαι βιαστικά, ποθῶντας ἀπὸ μακρυὰ νὰ προσλάβω τὸ ἀληθινὸ εἶναι.
Τοῦτο ὅποιος μπόρεσε νὰ ἐννοήση, ἐπειδὴ ἔζησε ὅσα λέμε, θὰ καταλάβη ὁπωσδήποτε τὸ ἀξίωμά του, ἀφοῦ τὸ ἐγνώρισε ἤδη μ' ἐνάργεια στὴ ζωή του, πῶς δηλαδὴ μπορεῖ ν' ἀποδοθῆ στὴν εἰκόνα τὸ κατ' εἰκόνα, πῶς μπορεῖ νὰ τιμηθῆ τὸ ἀρχέτυπο, ποιὰ δύναμη κρύβει τὸ μυστήριό τῆς σωτηρίας μας καὶ γιὰ ποιοῦ χάρη πέθανε ὁ Χριστός. Θὰ καταλάβη ἀκόμα πῶς μποροῦμε νὰ μείνωμε ἐμεῖς μέσα σ' ἐκεῖνον κι ἐκεῖνος μέσα σέ μᾶς, ὅπως εἶπε, καὶ πῶς εἶναι ἴσιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινὰ ὅλα τὰ ἔργα του. Ἂς ἐπαναφέρωμε ὅμως τὴ σειρὰ τῶν σκέψεών μας στὸ θέμα κι ἂς περιοριστοῦμε σχετικὰ σ' αὐτὰ τὰ λίγα.(27)
Ἐδίδασκε, ὅτι ὁ νοῦς, περνῶντας ἀπὸ τὴ σοφία, ἔρχεται στὴ θεωρία, ἀπὸ τὴ θεωρία στὴ γνώση, ἀπὸ τὴ γνώση στὴν ἀλησμόνητη γνώση κι ἀπὸ τὴν ἀλησμόνητη γνώση στὴν ἀλήθεια. Γύρω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια βρίσκει ὁ νοῦς τὸ ὅριο τῆς πορείας του καὶ προσδιορίζονται ἡ οὐσία, ἡ δύναμη, ἡ ἕξη καὶ ἡ ἐνέργειά του.(28)
Ἔλεγε, ὅτι ἡ δύναμη τοῦ νοῦ εἶναι, ἡ σοφία κι ὅτι αὐτὸς εἶναι σοφία δυνάμει• ἡ θεωρία ὅτι εἶναι ἕξη καὶ ἡ γνώση ἐνέργεια• ἡ ἀλησμόνητη γνώση ὅτι εἶναι τῆς σοφίας, τῆς θεωρίας καὶ τῆς γνώσης —δηλαδὴ τῆς δύναμης, τῆς ἕξης καὶ τῆς ἐνέργειας— ἡ ἀσταμάτητη καὶ σύμφωνη μὲ τὴν ἕξη ἀεικινησία γύρω ἀπὸ τὸ ἄξιο νὰ γίνη γνωστὸ καὶ ποὺ ὑπερβαίνει κάθε γνώση. Τέλος τῆς ἀεικινησίας εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ εἶναι κάτι ποὺ γνωρίζεται ἀλησμόνητα. Καὶ τοῦτο εἶναι ἄξιο γιὰ θαυμασμό, πῶς δηλαδὴ τὸ ἀλησμόνητο παύει, ἀφοῦ καθοριστῆ ἢ ἀφοῦ περατώση τὴν κίνησή του στὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι πραγματικὰ ἡ ἀλήθεια ὁ Θεὸς καὶ γύρω του ἀδιάκοπα κι ἀλησμόνητα κινεῖται ὁ νοῦς, χωρὶς νὰ μπορῆ νὰ σταματήση ποτέ, ἀφοῦ δὲ βρίσκει τέλος στὴν κίνησή του ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπάρχει καθόλου διάσταση. Γιατί τὸ ἐκπληκτικὸ μέγεθος τῆς θείας ἀπεραντοσύνης εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἔχει ποσό, δὲν ἔχει μέρη, εἶναι ὁλότελα χωρὶς διάσταση καὶ δὲν ἔχει ὁποιαδήποτε ἀντίστοιχη κατανόηση ποὺ νὰ φτάνη τὸ Θεό, γιὰ νὰ γνωρίσωμε, ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτὸς στὴν οὐσία του. Κι ὅ,τι δὲν ἔχει διαστάσεις καὶ δὲ γίνεται κατανοητὸ μὲ κάποιο τρόπο, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προσπελάση.(29).
Ὅμοια, ἔλεγε, κι ὁ λόγος περνώντας ἀπὸ τὴ φρόνηση φτάνει στὴ πράξη κι ἀπὸ τὴν πράξη στὴν ἀρετὴ κι ἀπὸ τὴν ἀρετὴ στὴν πίστη, τὴν ἀληθινὰ σταθερὴ κι ἀσκόνταφτη πληροφορία τῶν θείων. Αὐτὴν τὴν ἔχει πρῶτα δυνάμει ὁ λόγος χάρη στὴ φρόνηση καὶ τὴ φανερώνει ἔπειτα μὲ τὴν ἀρετὴ ἐνεργητικά, μὲ τὴν ἐκδήλωση πάνω στὰ ἔργα. Γιατὶ ἡ πίστη χωρὶς ἔργο εἶναι κάτι νεκρό, ὅπως ἔχει γραφῆ, καὶ κάθε νεκρὸ καὶ ἄπραχτο ποτὲ κανένας φρόνιμος δὲ θὰ τολμήση νὰ πῆ πὼς συγκαταλέγεται μὲ τὰ καλά. Κι ἀπὸ τὴν πίστη φτάνει στὸ ἀγαθό, ὅπου τελειώνει τὴν πορεία του ὁ λόγος. Μπαίνει ἔτσι τέλος στὶς ἀνάλογες μὲ τὴ φύση του ἐνέργειες, γιατί προσδιορίζεται ἡ δύναμη, ἡ ἕξη καὶ ἡ ἐνέργεια.(30)
Γιατί, ἔλεγε, δύναμη τοῦ λόγου εἶναι ἡ φρόνηση, κι ὁ ἴδιος ὁ λόγος εἶναι φρόνηση δυνάμει. Ἔλεγε ὅτι ἡ πράξη εἶναι ἕξη κι ἡ ἀρετὴ ἐνέργεια. Κι ἡ πίστη ὅτι εἶναι τῆς φρόνησης καὶ τῆς πράξης καὶ τῆς ἀρετῆς —δηλαδὴ τῆς δύναμης, τῆς ἕξης καὶ τῆς ἐνέργειας— μιὰ ἐσωτερικὴ κι ἀναλλοίωτη σταθερότητα. Αὐτῆς τὸ ἔσχατο ὅριο εἶναι τὸ ἀγαθό, ὅπου ὁ λόγος βάζει τέλος στὴν κίνησή του καὶ σταματᾶ.
Γιατί τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὁ Θεὸς κι εἶναι φυσικὸ νὰ περατώνεται σ' αὐτὸν κάθε δύναμη ὁποιουδήποτε λόγου.
Πῶς τώρα καὶ μὲ ποιὸ τρόπο κατορθώνεται καθένα ἀπ' αὐτὰ καὶ πραγματοποιεῖται, καὶ ποιὲς δυνάμεις ἐναντιώνονται σὲ καθένα ἀπ’ αὐτὰ ἢ ἐναρμονίζονται μαζί τους καὶ γιὰ πόσο χρόνο, τόσο ὁ προσδιορισμὸς ὅσο κι ἡ ἔκθεσή τους, δὲν εἶναι θέμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπασχολήση τὴν ἀνάλυση αὐτή.
Κατὰ τὴ γνώμη μου σχετικὸ μ' αὐτὴ εἶναι τοῦτο. Κάθε ψυχή, ὅταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴ δική της φιλοπονία καὶ προθυμία μπορέση νὰ τὰ ἑνώση καὶ νὰ τὰ συνυφάνη αὐτὰ μεταξὺ τους —τὸ λόγο δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ, τὴ φρόνηση μὲ τὴ σοφία, τὴν πράξη μὲ τὴ θεωρία, τὴν ἀρετὴ μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν πίστη μὲ τὴν ἀλησμόνητη γνώση— χωρίς νὰ μειώνεται ἢ νὰ ὑπερβάλλεται κανένα ἔναντι τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ ν' ἀποκλείεται μᾶλλον κάθε ὑπερβολὴ καὶ κάθε μείωση,(31) καὶ μ' ἕνα λόγο, ὅταν μπορέση νὰ μεταβάλη σὲ μονάδα τὴ δεκάδα της, τότε κι αὐτὴ θὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν ἀγαθὸ καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν ἕνα καὶ μόνο.(32) Θὰ ἔχη γίνει ὡραία καὶ μεγαλόπρεπη καὶ παρόμοια μ' Ἐκεῖνον κατὰ τὸ δυνατὸ μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν τεσσάρων γενικῶν ἀρετῶν, ποὺ δηλώνουν τὴν πνευματικὴ θεία δεκάδα καὶ περιέχουν καὶ τὴν ἄλλη μακάρια δεκάδα τῶν ἐντολῶν.
Γιατί ἡ τετράδα εἶναι δυνάμει δεκάδα, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ μονάδα ἀπαρτίζεται προοδευτικὰ μὲ σειρά. Καὶ ἡ ἴδια εἶναι πάλι μονάδα, γιατί περιέχει τὸ ἀγαθὸ σὲ συνολικὴ ἑνότητα καὶ δείχνει ἐπάνω στὸν ἑαυτό της ἀχώριστα μοιρασμένη τὴν ἁπλῆ κι ἀσύνθετη θεία ἐνέργεια.(33) Μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτές, ὅ,τι ἦταν δικό της ἡ ψυχὴ τὸ ἐκράτησε σταθερὰ ἀπαραβίαστο, πέταξε ὅμως ἀνδρικὰ τὸ ξένο σὰν πονηρό. Γιατί ἔχει νοῦ στοχαστικό, σοφία γνωστική, θεωρία ἔμπραχτη κι ἐνάρετη γνώση, καὶ τὴ γνώση τὴν ἀλησμόνητη ποὺ τὶς ἀκολουθεῖ, ἀσφαλισμένη μαζὶ κι ἀμετάβλητη καὶ γιατί ἔκαμε προσφορὰ στὸ Θεὸ ταιριασμένα μὲ φρόνηση, τὰ αἴτια μὲ τὰ αἰτιατά, τὶς ἐνέργειες μὲ τὶς δυνάμεις. Ἄντιδωρήθηκε γι' αὐτὸ μὲ τὴ θέωση, ποὺ προξενεῖ τὴν ἁπλότητα.(34)
Ἡ ἐνέργεια εἶναι καὶ ἐκδήλωση. Τοῦ νοῦ ἐκδήλωση εἶναι ὁ λόγος σὰν ἀποτέλεσμα αἰτίας, τῆς σοφίας ἡ φρόνηση, τῆς θεωρίας ἡ πράξη, τῆς γνώσης ἡ ἀρετή, τῆς ἀλησμόνητης γνώσης ἡ πίστη. Ἀπὸ αὐτὰ δημιουργεῖται ἡ ἐνδιάθετη σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ τὸ Θεό.(35) Τὴν ὠνόμαζε τὴ σχέση αὐτὴ θεϊκὴ ἐπιστήμη κι ἄσφαλτη γνώση, ἀγάπη καὶ εἰρήνη. Σ' αὐτὲς βρίσκεται καὶ μ' αὐτὲς ἐπιτυχαίνεται ἡ θέωση. Εἶναι ἐπιστήμη, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ὁλοκλήρωση τῆς γνώσης γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ θεῖα, ὅση μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήση, κι ἀσφαλισμένο περιτείχισμα τῶν ἀρετῶν. Εἶναι γνώση, ἐπειδὴ ἔχει ἐπιτύχει γνήσια τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς δίνει ἀδιάκοπη ἐμπειρία γιὰ τὴ θεότητα. Ἀγάπη, γιατί μετέχει ὁλόκληρη ἀπὸ διάθεση σ' ὁλόκληρη τὴν εὐφροσύνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Εἰρήνη τέλος, ἐπειδὴ μετέχει στὰ ἴδια συναισθήματα μὲ τὸ Θεὸ καὶ προετοιμάζει στὰ αἰσθήματα αὐτὰ ὅποιους ἀξιώθηκαν νὰ τὴ δεχθοῦν.(36)
Ἂν δηλαδὴ τὸ θεῖο εἶναι ὁλότελα ἀκίνητο, ἀφοῦ δὲν ἔχει τίποτ' ἀπὸ πουθενὰ γιὰ νὰ τὸ ἐνόχληση —ποιὸ εἶναι ποὺ θὰ φτάση τὸ δικό του ὕψος;— καὶ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀκλόνητη κι ἀμετακίνητη σταθερότητα καί, κοντὰ σ' αὐτή, καὶ ἀδιατάραχτη χαρά, δὲ συμμερίζεται τάχα τὴ θεϊκὴ κατάσταση καὶ κάθε ψυχή, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δοκιμάση τὴ θεϊκὴ εἰρήνη; Γιατί δὲν ἔχει ξεπεράσει μόνο τὰ μειονεκτήματα τῆς κακίας καὶ τῆς ἀγνωσίας, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πονηρίας, ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, κακίες ποὺ παρακολουθοῦν τὶς κινήσεις τῆς ψυχῆς τὶς ἀντίθετες μὲ τὴ φύση της. Ξεπερνᾶ τώρα —ἂν μπορῶ νὰ πῶ— τὰ ὅρια τῆς ἴδιας τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγαθότητας, ποὺ ἐμεῖς διακρίναμε, καὶ ἀναπαύεται, μὲ τρόπο ἀνείπωτο καὶ ἄγνωστο, στὴν παραπάνω ἀπὸ ἀληθινὴ καὶ παραπάνω ἀπὸ ἀγαθὴ κλίνη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ἀδιάψευστη ὑπόσχεσή του. Γιατί κανένα, ἀπὸ ὅσα εἶναι στὴ φύση τους νὰ τὴν ἐνοχλοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ φτάση στὸ κρυφὸ καταφύγιό της κοντὰ στὸ Θεό. Σ' αὐτὴ τὴ μακάρια καὶ πανάγια κλίνη πραγματοποιεῖται τὸ φρικτὸ ἐκεῖνο, πάνω ἀπὸ νοῦ καὶ λόγο, μυστήριο τῆς ἑνότητας, τὸ μυστήριο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ γίνη μιὰ σάρκα κι ἕνα πνεῦμα ὁ Θεὸς μὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν ψυχή, κι ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Θεό.(37) Πῶς νὰ ἐκδηλώσω τὸ θαυμασμό μου γιὰ τὴν ἀγαθότητά σου! Δὲ θὰ τολμήσω νὰ πῶ ὅτι θὰ ὑμνήσω αὐτό, πού μοῦ λείπει ἡ ἀπαραίτητη δύναμη ἀκόμα καὶ νὰ τὸ θαυμάσω σιωπηλά. Θὰ γίνουν οἱ δυὸ μία σάρκα. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι μεγάλο, ἐγὼ ἐννοῶ σχετικὰ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἄλλου λέει: Ὁποιος προσκολλᾶται στὸν Κύριο, ἀποτελεῖ ἕνα πνεῦμα.
Ἀφοῦ ἀποχτήση, λοιπόν, ἡ ψυχὴ τὴν ἑνότητά της κι ἀφοῦ συναχθῆ στὸν ἑαυτό της καὶ στὸ Θεό, δὲ θὰ ἔχη θέση πιὰ ὁ λόγος, ποὺ τὴ χωρίζει σὲ πολλὰ μὲ τοὺς συλλογισμούς του, ἀφοῦ ἔχει σὰν στέμμα στὴν κεφαλὴ τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ κι ἕνα Λόγο καὶ Θεό. Ἐκεῖνον ποὺ μέσα του, ἀφοῦ εἶναι δημιουργὸς καὶ ποιητής τους, ζοῦνε καὶ ὑπάρχουν κατὰ μιὰν ἀφάνταστην ἁπλότητα, ὅλοι οἱ λόγοι τῶν ὄντων σὲ ἑνότητα. Ἐκείνη ἀτενίζοντας αὐτόν, ποὺ δὲν εἶναι ὡστόσο ἔξω ἀπ’ αὐτὴν ἀλλὰ εἶναι, ὁλόκληρος μέσα της, μ' ἕνα ἁπλὸ μονάχα ἀντίκρυσμα θὰ μάθη κι αὺτὴ τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν ὄντων. Προτοῦ νυμφευθῆ τὸ Λόγο καὶ Θεὸ ἀκολουθοῦσε γιὰ τὴν κατανόησή τους τὸ δρόμο τῆς διαιρετικῆς μεθόδου κι ὡδηγήθηκε μὲ τὴ βοήθειά της κατὰ τρόπο σωτήριο καὶ χωρὶς ἀντιφάσεις κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κάθε λόγο καὶ κάθε αἰτία περιέχει καὶ δημιουργεῖ.(38)
Αὐτά, ὅπως εἴπαμε, συμβαίνουν στὴν ψυχή. Μέσα στὸ νοῦ κλείνει δυνάμει τὴ σοφία κι ἀπὸ τὴ σοφία ἔχει τὴ θεωρία, ἀπὸ τὴ θεωρία τὴ γνώση, ἀπὸ τὴ γνώση τὴν ἀλησμόνητη γνώση, ποὺ μὲ τὴ δύναμή της ὁδηγεῖται πρὸς τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι κορυφὴ καὶ τέλος τῶν ἀγαθῶν ὅσα σχετίζονται μὲ τὸ νοῦ. Ἐξαιτίας πάλι τοῦ λόγου ἔχει τὴ φρόνηση, κι ἀπὸ τὴ φρόνηση τὴν πράξη, κι ἀπὸ τὴν πράξη τὴν ἀρετή, κι ἀπὸ αὐτὴν ἔχει τὴν πίστη, ποὺ μὲ τὴ βοήθειά της καταλήγει στὸ ἀγαθό, ὅπως σὲ μακάριο τέρμα τῶν λογικῶν ἐνεργειῶν. Αὐτὲς γίνονται τὸ μέσο ν' ἀπαρτισθῆ ἡ ἐπιστήμη τῶν θείων ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητάς τους μεταξύ τους.
Συμφωνεῖ τέλεια μὲ ὅλ' αὐτὰ νὰ παρομοιάζεται ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ λόγο ἡ ἅγια Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ψυχή. Σημαίνει μὲ τὸ ἱερὸ βῆμα, ὅσα ἐδείξαμε παραπάνω, ὅτι πραγματοποιοῦνται μέσα στὸ νοῦ καὶ προοδευτικὰ προέρχονται ἀπ' αὐτόν. Ὅσα πάλι φανερώσαμε ὅτι ἀνήκουν στὴν περιοχὴ τοῦ λόγου καὶ προέρχονται ἀπ' αὐτὸν μὲ τὴ διαίρεση, τὰ διαφωτίζει μὲ τὸ ναό. Τὰ συναιρεῖ ὅλα σὲ ἕνα μὲ τὸ μυστήριο, ποὺ τελεῖται ἐπάνω στὸ θεῖο θυσιαστήριο. Στὸ μυστήριο αὐτό, ὅποιος σὰν μύστης μπόρεσε μὲ φρόνηση καὶ σοφία νὰ εἰσέλθη, ἔκαμε ἀληθινὰ Ἐκκλησία Θεοῦ καὶ θεϊκὴ τὴν ψυχή του. Γιὰ δική της ἴσως χάρη, κι ἀποτελῶντας δικό της σύμβολο καὶ παράδειγμα μὲ τὴν μέσα σ' αὐτὴ ποικιλία τῶν θείων ἀκολουθιῶν, μᾶς ἐδόθηκε, χειραγωγία σοφὴ πρὸς τὸ καλύτερο, αὐτὴ ἡ ἀνθρωπόχτιστη Ἐκκλησία.(39)
Ὑποσημειώσεις
24. Ἡ πρόοδος τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ἑνοποίηση ἔχει περιγραφῆ ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο καὶ μ' ἄλλο τρόπο. Ἀκολουθῶντας καὶ πάλι μέθοδο περιοριστική, ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν εἰκόνα τῆς ψυχῆς καθ' ἐαυτή. Στὴν πραγματικότητα ἡ ψυχὴ δὲν ὑπάρχει χωρὶς σῶμα. Μόνο μὲ τὴ λογικὴ μποροῦμε νὰ κάνωμε ἀφαίρεση τῆς ζωῆς της μέσα στὸ σῶμα. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, ἀναπτύσσει πιὸ πλατιὰ τὴν ψυχολογία του. Βλέπει μέσα στὴν ψυχὴ δύο δυνάμεις, τὴν πνευματικὴ δύναμη, κινημένη ἀπὸ θέληση ἐλεύθερη κατὰ ἕνα τρόπο, καὶ τὴ ζωτικὴ δύναμη, ποὺ δὲ διαθέτει ἐλευθερία καὶ μένει πάντα ἀπὸ ἑαυτοῦ της ἡ ἴδια, δηλαδὴ κινεῖται, μ' ἕνα ντετερμινιστικὸ τρόπο, χωρὶς νὰ ἐκλέγη τοὺς σκοπούς της. Στὴν πνευματικὴ δύναμη, ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει τὴ θεωρητικὴ πλευρὰ καὶ τὴν πρακτικὴ πλευρά. Ἡ θεωρητικὴ πλευρὰ καλεῖται νοῦς, ἡ πρακτικὴ καλεῖται —σύμφωνα μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες— λόγος. Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Μάξιμος δηλώνει ὅτι ὁ νοῦς ἤ ἡ θεωρητικὴ πλευρὰ κατευθύνει ὅλη τὴ διανοητικὴ δύναμη, ἑπομένως καὶ τὴν ἐνεργητικὴ ἢ πρακτικὴ δύναμη μαζί. Πράγματι, ὁ λόγος δὲν κινεῖται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ κινεῖται μέσα στὸν ὁρίζοντα τὸν ἀνώτερο καὶ εὐρύτερό τῆς νοητικότητας καὶ τῆς διανοητικότητας. Ὁ λόγος, φωτισμένος ἀπὸ τὴ νοητικότητα, κατευθύνει τὴ ζωτικὴ δύναμη καὶ μ’ αὐτὴν τὸ ἴδιο σῶμα. Ἔτσι, ὁ λόγος ἔχει θέση καὶ ἐνεργητικότητα ἐνδιάμεση ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὴ ζωτικὴ δύναμη. Μ’ αὐτὸν πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἑνοποιηθῆ μέσα σ' αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν εἶναι στὴν κανονικὴ κατάσταση ἑνὸς ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος μετέχει στὸ νοῦ καὶ ἡ ζωτικὴ δύναμη μετέχει στὸ λόγο. Καὶ μ’ ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου φανερώνεται ὁ νοῦς καὶ ὁ λόγος του, ἤ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἑνιαῖο, ποὺ στὶς ἐνέργειές του τὸν διαποτίζουν ὁ νοῦς καὶ ὁ λόγος. Ὅταν ὁ νοῦς διατηρῆ ἀμετάβλητες τὶς κινήσεις του πρὸς τὸ Θεό, λέγεται καὶ μπορεῖ νὰ λέγεται σοφία. Ὁ λόγος, μὲ τὴ σειρά του, μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ φρόνηση, ὅταν ἑνώνη μὲ τὶς πράξεις του μέσα σὲ πνεῦμα μετριοπάθειας, τὴ ζωτικὴ δύναμη μὲ τὴ διάνοια καὶ τὴν κρατῆ ἀχώριστη ἀπὸ τὴ διάνοια ἔτσι, ποὺ ἡ ζωτικὴ δύναμη νὰ κάνη μὲ τὴν ἀρετὴ τὴν ἴδια ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ κάνει καὶ ἡ διάνοια. Δὲ διαποτίζουν ὅμως τὴ ζωτικὴ δύναμη ἡ διάνοια μόνο καὶ ὁ λόγος, γίνεται ἐπίσης καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἀφοῦ ἡ ψυχὴ συνίσταται ἀπὸ νοῦ καὶ λόγο ἢ ἀπὸ νοητικότητα καὶ λογικότητα, ἡ ζωτικὴ δύναμη φαίνεται καὶ στὰ δύο μέσα, ἀφοῦ καθένα ἀπὸ αὐτὰ δὲ στερεῖται ἀπὸ ζωτικὴ δύναμη. Ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τὴ ζωτικὴ δύναμη ὁ νοῦς, ἐπεκτεινόμενος μὲ τὴ θεωρητικὴ ἄσκηση, μέσα στὴ σιγὴ καὶ στὴν ἀνέκφραστη γνώση, ὁδηγεῖται πρὸς τὴν ἀλήθεια μὲ μία γνώση ἀλησμόνητη καὶ ἄπειρη καὶ ὁ λόγος, μὲ τὴν πρακτικὴ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, φτάνει μὲ τὴν πίστη στὸ ἀγαθό• καὶ ἀπ' αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀποτελεσμένη ἡ ἀληθινὴ σιωπὴ τῶν θεϊκῶν καὶ ἀνθρώπινων πραγμάτων. Ἡ ἀλήθεια (ἀ-λήθεια) εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ λησμονηθῆ καὶ τὸ ἀγαθὸ ἢ ἡ πίστη μένει μέσα σ’ αὐτὸ ἀδιάσειστο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν ἀμελεῖ κανένα δεδομένο τῆς πραγματικότητας, οὔτε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνοποίησής τους. Πάνω στὸ δρόμο τῆς θεωρίας φτάνει στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ στὸ Θεό, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὡρισμένη γνώση• πάνω στὸ δρόμο τὸ λογικὸ πρακτικὸ φτάνει στὸ ἀγαθό. Ἀλλὰ πλήρης γνώση συντελεῖται μὲ τὴν ἑνότητα αὐτῶν τῶν δύο. Ἡ γνώση ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πραγματοποιεῖ ἐπίσης τὸ ἀγαθὸ καὶ γίνεται ἀγαθός. Ἡ γνήσια θεωρία τῆς ἀλήθειας περικλείει ἐπίσης τὸ ἀνθρώπινο «εἶναι» τελειοποιημένο μέσα στὸ ἀγαθό, ἢ τὸ ἀνθρώπινο «εἶναι» ὑποβαστάζει μὲ τὴν πρόοδό του μέσα στὸ ἀγαθὸ τὴν πρόοδο τῆς θεωρητικῆς γνώσης καί, πέρα ἀπὸ τὴ γνώση, τὴν πρόοδο τῆς ἀλήθειας. ὁ νοῦς διαχέεται μέσα στὰ νοήματα μὲ τὸ λόγο, ἡ ἐμπειρία, βγαλμένη ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, καθαρμένες μὲ τὸ λόγο ποὺ κινεῖται μέσα στὸν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ, συγκεντρώνεται μέσα στὴ θεωρία τῶν ἐννοιῶν τῶν πραγμάτων καὶ ἔπειτα μέσα στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ πέρα ἀπὸ τὶς ἔννοιες (Πρὸς Θαλάσσιον, 49 P. G. 90, 448).
25. Ἀφοῦ ἡ ζωτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς κατευθύνεται ἀπὸ τὴν πρακτικὴ πλευρά της, ὁ ἅγιος Μάξιμος μπορεῖ νὰ θεωρῆ ὄχι τὴ ζωτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς σὰν τὴ δεύτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ σὰν τὴν ἐνεργητικὴ πλευρά της. Παρασκευάζει τώρα ἕνα κατάλογο ἀπὸ πέντε ζεύγη ἀναβαθμῶν τῆς ψυχῆς: 1) ἡ θεωρητικὴ καὶ ἡ πρακτικὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς ἢ ὁ νοῦς καὶ ὁ λόγος 2) ἡ σοφία καὶ ἡ φρόνηση, σὰν πρῶτες ἐνέργειες τῶν δυνάμεων αὐτῶν 3) ἡ θεωρία καὶ τὸ ἔργο, σὰν ἕξεις σχηματισμένες ἀπὸ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς 4) ἡ γνώση καὶ ἡ ἀρετή, σὰν ἀποτέλεσμα 5) ἡ ἀλησμόνητη γνώση καὶ ἡ ἀδιάσειστη πίστη. Τὸ τέλος τῆς σειρᾶς στὴν τάξη τῆς γνώσης εἶναι ἡ ἀλήθεια• τὸ τέλος τῆς σειρᾶς στὴν τάξη τῆς ἐνεργητικότητας εἶναι τὸ ἀγαθό. Ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθὸ σημαίνουν τὸ Θεό. Ἡ ἀλήθεια σημαίνει τὸ Θεὸ κατὰ τὴν οὐσία (ὀντολογικά) κι Ἐκεῖνος νοεῖται πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια καὶ λόγο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν προσδιορίση• (Πρὸς Θαλάσσιον, 50, Σχόλιον α', P.G. 90, 473C). Γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλῆ, μία, μοναδική, ἀπαθὴς καὶ χωρὶς διαλείψεις. Καὶ τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀγαθοποιό, προβλεπτικό, συγκρατητικὸ ὅλων ἐκείνων ποὺ προέρχονται ἀπ’ αὐτό, δίνοντας σὲ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν, τὴν ὕπαρξη, τὴν διάρκεια καὶ τὴν κίνηση. Ὁ Θεὸς δὲ γνωρίζεται πλήρως, ἂν δὲ θεωρηθῆ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς οὐσίας σὰν ἀλήθεια, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐνεργητικότητας σὰν ἀγαθό. Γιατί ἡ λέξη «ἀγαθό» προέρχεται ἀπὸ τὸ «ἄγαν» καὶ «θεῖσθαι» καὶ πάει νὰ πῆ «βεβαίωση ἰσχυρή».
26. Τὰ πέντε θεωρητικὰ — ἐνεργητικὰ ζεύγη τῆς ψυχῆς κινοῦνται γύρω ἀπὸ τὸ μοναδικὸ ζεῦγος τῶν ἀπόψεων τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό. Διατηρημένη σὲ κίνηση ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο ἀπόψεις, ἡ ψυχὴ ἐνώνεται μὲ τὸ Θεὸ μιμούμενη τὸ ἀμετάβλητο καὶ τὸ ἀγαθὸ τῆς οὐσίας καὶ τῆς θείας ἐνεργητικότητας, μὲ τὴν ἕξη τὴ σταθερὴ καὶ ἀμετάβλητη τῆς θέλησης.
27. Τὰ πέντε ζεύγη τῶν ἀναβαθμῶν σχηματίζουν τὴ δεκάδα τῶν χορδῶν τοῦ ψαλτηρίου τοῦ νοητοῦ τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ ἡ δεκάδα, ἐπειδὴ ἔχει μέσα της τὸ λόγο ποὺ ἠχεῖ μὲ τὸ ἄγγισμα τῆς ἄλλης δεκάδας τῶν ἐννοιῶν, παράγει τοὺς τέλειους πνευματικοὺς καὶ ἁρμονικοὺς φθόγγους, μὲ τοὺς ὁποίους ὑμνεῖται ὁ Θεός. Ὁ Λόγος τῆς δεκάδας τῶν ἐννοιῶν ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, κάνει νὰ ἠχῆ ὁ ἀνθρώπινος λόγος τῶν χορδῶν τῆς ψυχῆς καὶ μ' αὐτὲς ἡ δεκάδα ἢ ὁ λόγος τῆς ψυχῆς ἑνώνεται μὲ τρόπο μυστηριώδη μὲ τὴ ἄλλη δεκάδα ἢ μὲ τὸ θεῖο Λόγο. Μ' αὐτὴν μὲ ὁδηγεῖ στὸν ἑαυτὸ του ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεὸς καὶ Σωτῆρας μου, Ἐκεῖνος ποὺ συμπληρώνεται ἀπὸ ἐμένα καὶ εἶναι πάντα ὁλόμεστος, ποὺ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ λόγο, ἀλλὰ μὲ ἀναδημιουργεῖ ἐμένα τὸν ἄνθρωπο μέσα του, ἀκριβέστερα μέσα στὸ Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχω λάβει τὴν ὕπαρξη καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ἐπείγομαι, ἐπιθυμῶντας νὰ λάβω γρηγορώτερα τὴ μακάρια ὕπαρξη. Συναντᾶμε ξανὰ τὴν ἀποφασιστικὴ καὶ τελειοποιητικὴ σημασία τοῦ λόγου. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ λόγος δὲν εἶναι ἡ τυπικὴ ἀφηρημένη κρίση ποὺ ἐφαρμόζει ὀρθὰ τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς• εἶναι ἡ κρίση ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἕνα ὀρθὸ πρακτικὸ νόημα καὶ ποὺ ἔχει σὰν βάση της μιὰ συνολικὴ καὶ ὁλόκληρη ἄποψη τῆς πραγματικότητας μέσα στὴν ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐνταχθῆ ἡ ὕπαρξή μου μὲ μιὰ ἐλεύθερη ἐνέργεια, τὴν ὁποία κάνω γιὰ νὰ προαγάγω τόσο τὴν πραγματικότητα, ὅσο καὶ τὴν ψυχή μου, πάνω στὴν γραμμὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Αὐτὸς ὁ γενικὸς ἀνθρώπινος λόγος βλέπει τὸ λόγο, τὴ σημασία, τὴν ἀξία κάθε παράγοντα τῆς ὕπαρξής μου, ἀλλὰ ἐπίσης τὸν κοινὸ λόγο τοῦ συνόλου, τῆς ψυχῆς μου κι ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητας. Αὐτὸς ὁ κοινὸς ὀντολογικὸς λόγος τῶν παραγόντων ποὺ συνθέτουν τὴν ὕπαρξή μου καὶ τοῦ συνόλου τῶν λειτουργιῶν μου λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἀπὸ τὸ λόγο μου σὰν κριτήριο. Ὁ λόγος σὰν κρίση δένει ὅλα τὰ μέρη καὶ ὅλες τὶς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, ἔχοντας θέση καὶ παίζοντας ρόλο μεσάζοντα καὶ ἐνδιαμέσου μεταξύ τους. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπολογίζη σοβαρὰ ὄχι μόνο τὸν κοινὸ ὀντολογικὸ λόγο τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴν ὕπαρξή μου (ποὺ ὁ λόγος σὰν κρίση ἀντανακλᾶ καὶ παρουσιάζει) χρησιμοποιῶντας κανονικὰ αὐτὰ τὰ συνθετικὰ γιὰ χάρη τους καὶ γιὰ χάρη τῆς ἁρμονίας του• ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ θεῖο Λόγο ποὺ τὰ δημιούργησε καὶ τὰ συγκρατεῖ σὰν ἕνα ὅλο καὶ ποὺ ὁ λόγος σὰν κρίση συλλαμβάνει μέσα στὸν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ. Γιατί ὁ λόγος σὰν κρίση διεγείρεται μυστηριωδῶς ἀπὸ τὸ Λόγο τῶν θείων ἐντολῶν, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ὁ ἀσώματος θεῖος «Λόγος». Ἔτσι, μέσα στὸν ἀνθρώπινο λόγο μου, συναντῶνται ὄχι μόνο ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μου ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος Λόγος. ὁ ἀνθρώπινος λόγος μου ἔχει μέσα του —κατ' ἀντανάκλαση— τὸ θεῖο Λόγο, καὶ ἑνώνει μέσα στὸν ἑαυτὸ του τὸ θεῖο Λόγο, μὲ τὸν ὀντολογικὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπινου συνόλου. Γιατί ἐπιθυμεῖ, ἀντανακλῶντας τὸ σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, νὰ δεχθῆ ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο —ἔπειτ' ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ποὺ ἀπ' αὐτὸν ἔχει λάβει— καὶ τὴ μακάρια ὕπαρξη, κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη ἀφοῦ ὁ θεῖος Λόγος, ἦρθε σ' αὐτὸν μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι κατ’ εἰκόνα, γίνεται καὶ καθ' ὁμοίωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ Ἀρχέτυπο τιμᾶται καὶ μέσα στὴν εἰκόνα. Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο γίνεται ἀπὸ μᾶς ἀντιληπτὴ ἡ ἔκφραση ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἢ ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται μέσα μας.
28. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει τοὺς πέντε βαθμοὺς τῆς σκεπτόμενης καὶ νοούσας πλευρᾶς τῆς ψυχῆς παράλληλα μὲ τοὺς πέντε βαθμοὺς τῆς ἐνεργητικῆς πλευρᾶς, ὅπως τοὺς βαθμοὺς μιᾶς κίνησης. Μ' αὐτήν, ὁ νοῦς σὰν δυναμικὴ πραγματικότητα ὑψώνεται καὶ φτάνη στὴν πλήρη ἐνεργοποίησή του καὶ ταυτόχρονα στὴν ἀλήθεια. Ὁ νοῦς ἔγινε γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ τάση του εἶναι τάση πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια προμηνύεται ἀπ' αὐτόν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ προμηνύεται μόνο, ὁ νοῦς βρίσκεται μέσα στὴν τάση πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ὁ νοῦς φτάνει σ' ἀνάπαυση, σὲ πλήρωση τῆς δίψας του μόνο, ὅταν φτάση σὲ πλήρη κατοχὴ τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ἄπειρο νόημά της γεμίζει τὸ νοῦ, δίνει στὴν κινημένη ἀπὸ ἄπειρη δίψα κατανόηση τὴν πλήρη τροφή της. Βρισκόμαστε τόσο μακρυὰ ἀπὸ τὴ δυτικὴ χριστιανικὴ σκέψη, ποὺ θεωρεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση σὰν μία τελειότητα κλεισμένη μέσα της. Μᾶς ἀποκαλύπτεται ἐδῶ ξανὰ τὸ νόημα τῆς Ἐκκλησίας, σὰν μιᾶς θεανθρώπινης διπολικότητας, δοσμένης δυναμικὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση. Περνῶντας ἀπὸ τὴ σοφία, ὁ νοῦς φτάνει στὴ θεωρία, μὲ τὴ θεωρία στὴ γνώση, μὲ τὴ γνώση στὴν ἀλησμόνητη γνώση καὶ μέσα στὴν ἀλησμόνητη γνώση ἀγγίζει τὴν ἀλήθεια. Γιατί σ’ αὐτὴ τὴν ἀλησμόνητη γνώση, ὁ νοῦς ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια μὲ τρόπο πλήρη. Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι τὸ σημάδι, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ἀλήθεια. Γιατί ἡ ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι τόσο σαφής, τόσο ἥμερη καὶ τόσο χωρὶς περιθώρια, ποὺ τίποτα περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ προέλθη ἀπ' αὐτή. Μέσα στὴν ἀλήθεια ἡ ψυχὴ ἔχει φτάσει στὸ τέρμα τῆς κίνησής της, γιατί ἡ ἀλήθεια ὁρίζει καὶ περιλαμβάνει τὴν οὐσία, τὴ δύναμη, τὴν ἕξη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ νοῦ.
29. Μέσα στὴν παράγραφο ποὺ ὑπομνηματίζομε τώρα, ὁ ἅγιος Μάξιμος καθορίζει σὲ τί συνίσταται ὁ ὁρισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶ στὴν προηγούμενη παράγραφο. Πρόκειται γιὰ ἕνα παραβολικὸ ὁρισμό. Ἡ θεία ἀλήθεια ὁρίζει τὸ νοῦ μέσα στὸν ἄπειρο ὁρίζοντά της• τὸν ἔχει τραβήξει μέσα στὸ ἀβυσσαλέο χάος τοῦ νοήματός της, ἀπ' τὸ ὁποῖο ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ οὔτε καὶ θέλει πιὰ νὰ βγῆ, γιὰ νὰ πλανηθῆ μέσα στὶς ἐξωτερικὲς μικρότητες τῶν μερικῶν ἀληθειῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος καθορίζει αὐτὸ τὸ νόημα τοῦ «ὁρισμοῦ», δείχνοντας ὅτι ἡ ἀλησμόνητη γνώση, στὴν ὁποία φτάνει ὁ νοῦς, περνῶντας ὡς οὐσία ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς σοφίας, ἀπὸ τὴν ἕξη τῆς θεωρίας, ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς γνώσης, εἶναι μιὰ ἀτελεύτητη κινητικότητα σὰν ἕξη, ποὺ ἔχει σὰν τέρμα τὴν ἀλήθεια, σὰν ἀλησμόνητο ἀντικείμενο τῆς γνώσης. Μπροστὰ στὸ ἄπειρο αὐτὸ ἀντικείμενο σταματᾶ καὶ τίθεται ἀπεριόριστα σὲ κίνηση ἡ ἀντιληπτικότητα τοῦ νοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος διερωτᾶται κατάπληκτος, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ὡρισμενη μιὰ ἀλησμόνητη γνώση ἢ πῶς βρίσκει τὸ τέρμα της μέσα στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Γιατί, πράγματι, ὁ νοῦς, κινούμενος γύρω ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια δίχως τέλος καὶ λήθη, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ πάψη νὰ κινῆται, ἀφοῦ δὲ βρίσκει μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀλήθεια κάποιο περιθώριο, ἢ κάποια διακοπή. Γιατί τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας ἀπεραντοσύνης στερεῖται ἀπὸ ποσότητα, ἀπὸ μέρη, ἀπὸ κενά. Δὲν ὑπάρχει κατανόηση ποὺ θὰ ἔφτανε νὰ τὸν γνωρίση στὴν οὐσία του. Βρισκόμαστε στὸ ἐσωτερικό του ἄπειρου Πνεύματος σὰν ζωῆς, σὰν δύναμης, σὰν νοήματος, στὸ ὁποῖο τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα μετέχει σύμφωνα μὲ τὴν ἄπειρή του δύναμη μετοχῆς. Εὐρύτερα ἔχει περιγράψει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν «ἀεικίνητον στάσιν καὶ στάσιμον ταυτοκινησίαν» (P.G. 90, 760) γύρω ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπου δὲν ὑπάρχει κανένα κενὸ μέρος, μέσα στὸ Πρὸς Θαλάσσιον, 65.
30. Μὲ ὅμοιο τρόπο βλέπει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν ἐνεργητικὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς νὰ πραγματοποιῆται σὲ πέντε βαθμούς: τὸ λόγο, τὴ φρόνηση, τὴν πράξη, τὴν ἀρετή, τὴν πίστη. Ἡ τελευταία εἶναι μιὰ βεβαιότητα ἀσφαλὴς καὶ ἀδιάσειστη, ἀναφερόμενη στὰ θεῖα πράγματα. Κι αὐτὴ ἡ πλευρὰ τῆς ψυχῆς ἔχει στὴν τάση της μιὰ πρόγευση τοῦ Θεοῦ σὰν ἀγαθοῦ, ὅπως ἔχει ἡ διάνοια στὴ δική της τάση τὴν πρόγευση τοῦ Θεοῦ σὰν ἀλήθειας. Ὁ λόγος, στὴν τάση του πρὸς τὴν ὀργάνωση, δὲν ἐπιδιώκει μιὰ ὀργάνωση στὸ κενό, ἀλλὰ μιὰ ὀργάνωση τῆς ζωῆς σύμφωνα μὲ τὴν τέλεια καὶ ἀρχέτυπη τάξη τῆς θείας ζωῆς, ποὺ παριστάνει τὸ ἀγαθὸ καὶ ποὺ ὁ λόγος ἔχει τὴν πρόγευσή της. Μέσα στὴ φρόνηση, ὁ λόγος πραγματοποίησε αὐτοδύναμα τὴν ὑγιῆ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του καὶ ἔχει πλησιάσει ἐν δυνάμει τὴ θεία ζωή. Μὲ τὴν ἀρετή, ὁ λόγος φανερώνει καὶ ἐνεργητικὰ αὐτὴ τὴν πραγματοποιημένη ὀργάνωση• εἶναι τὸ πάγιο ἀγαθό. Μὲ τὴν πίστη, ὁ λόγος πλησιάζει τὸ ἀνώτατο ἀγαθό, τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ, σὰν σκοπό του, ὥσπου νὰ ἑνωθῆ μ' αὐτὸ καὶ ν' ἀναπαυτῆ σ' αὐτό. Ὁ λόγος ἔχει περιοριστῆ τώρα μέσα στὴν οὐσία του, μέσα στὴ δύναμή του, μέσα στὴν ἕξη του καὶ μέσα στὴν ἐνέργειά του. Δὲν κάνει πιὰ τὴν προσπάθεια νὰ ὀργανώνη τὴν ἀνθρώπινη φύση σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπό του θείου ἀγαθοῦ, γιατί ἡ τάξη αὐτὴ εἶναι τώρα τυπωμένη τέλεια μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ὁ ἀνθρώπινος λόγος μπορεῖ νὰ θεωρήση τὴ θεία τάξη ἄπειρα καλὰ τυπωμένη μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση της.
31. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει ὅτι οἱ δύο σειρὲς τῶν βαθμῶν τῆς ψυχῆς δὲν πραγματοποιοῦνται σὰν δύο παράλληλες σειρές, ἀλλὰ σὲ σχῆμα ζεύγους. Μόνο ἂν ἡ ψυχὴ τὰ ἑνώση δύο - δύο, φτάνει πλήρως στὸ Θεὸ καὶ τὸν γνωρίζει πλήρως• ἂν ἑνώση τὸ λόγο μὲ τὸ νοῦ, τὴ φρόνηση μὲ τὴ σοφία, τὴν πράξη μὲ τὴ θεωρία, τὴν ἀρετὴ μὲ τὴ γνώση, τὴν πίστη μὲ τὴν ἀλησμόνητη γνώση. Ἡ σειρὰ τῶν βαθμῶν, μὲ τὴν ὁποία ὀργανώνεται ἡ ζωή, θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένη ἐξωτερικὴ στὸ Θεό, ἂν δὲ συνδυαζόταν μὲ τὴ σειρὰ τῶν βαθμῶν τῆς κατανόησης. Καὶ ἡ σειρὰ τῆς κατανόησης, στερημένη ἀπὸ περιεχόμενο καὶ ἀπὸ τὴν πλούσια ἐμπειρία τῆς ζωῆς, θὰ παρέμενε θεωρία χωρὶς δύναμη πάνω στὴ ζωή. Κανένας βαθμὸς δὲν πρέπει νὰ ἀναπληρώση τὸν ἄλλο ἢ νὰ ἀναπληρωθῆ ἀπὸ τὸν ἄλλο ἀντίστοιχο βαθμό. ἡ γνώση δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀρετή, οὔτε ἡ ἀρετὴ πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴ γνώση. Πρέπει νὰ ἀποφεύγεται κάθε φορὰ τὸ περισσότερο ἢ τὸ λιγώτερο στὴ σχέση τους. Πρέπει νὰ βρίσκωνται σὲ τέλεια ἀναλογία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ σπουδαιότητα τῆς πνευματικῆς ἰσορροπίας. Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χωρὶς τὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου.
32. Ἡ ἕνωση ἀνάμεσα στοὺς πιὸ ἐξέχοντες βαθμοὺς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἀνάμεσα σ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ Θεό, ὅπως ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθὸ (μέσα στὴν ἀλησμόνητη γνώση καὶ στὴν ἀδιάσειστη πίστη), ἔχει μέσα της τὴ δεκάδα τῆς ψυχῆς, συγκεντρωμένη σὰν μονάδα, καὶ σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση ἡ ψυχὴ βρίσκεται ταυτόχρονα ἑνωμένη μὲ τὸ Θεό, τὸν ἀληθινὸ καὶ ἀγαθό, τὸν ἕνα καὶ μοναδικό.Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἑνοποιηθῆ, παρὰ μέσα στὸ Θεό, ἢ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μέσα στὸ Θεό, παρὰ ἑνοποιημένη. Ἡ ἑνοποιημένη ψυχὴ ἔχει ἑνώσει μέσα της ὅλο τὸν πλοῦτο τὸ μαζεμένο πάνω στὶς δύο συνδυασμένες γραμμὲς τοῦ ξεδιπλώματός της, πάνω στὴ γραμμὴ πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πάνω στὴ γραμμὴ πρὸς τὸ ἀγαθό. Μόνο μέσα σ' αὐτὸ τὸ συμπλεγμένο καὶ ἑνοποιημένο πλοῦτο καὶ σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς πλήρους ἀνάπτυξης ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ συλλάβη τὴν ἄπειρα πλούσια ἑνότητα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ψυχὴ ἔγινε καὶ ἡ ἴδια ἄπειρα ἀγαθὴ καὶ πλούσια, ὅμοια μὲ τὸ Θεό, ὅσο τῆς εἶναι δυνατό, μὲ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό.
33. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἑνοποιημένη μέσα σ' αὐτὸ τὸν πλήρη πλοῦτο, γιατί γεμίζει ἀπὸ τὶς τέσσερες γενικὲς ἀρετές, ποὺ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δείχνουν μέσα στὴν ψυχὴ πραγματοποιημένη τὴν παρουσία τῆς δεκάδας τους, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο δείχνουν ὅτι ἡ ψυχὴ ἒχει ἀφομοιώσει τὴν ἄλλη δεκάδα τῶν ἐντολῶν. Γιατί ἡ τετράδα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ δεκάδα δυνάμει, ὅσο αὐτὲς ἀναπτύσσονται βαθμιαῖα, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴ μονάδα. Καὶ ἀντίστροφα, ἡ τετράδα εἶναι μονάδα, ἐφ' ὅσον οἱ ἀρετὲς περιέχουν τὸ ἀγαθὸ κατὰ τρόπο ἑνιαῖο μὲ τὴ συγκέντρωσή τους, καὶ ἐφ' ὅσον δείχνουν τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀδιαίρετό της θείας ἐνέργειας, ὄχι σύμμετρης μ' αὐτές. Βλέπομε ξανά, πὼς γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο ἡ ψυχὴ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ περιβάλλον τῆς θείας ἐνέργειας, ποὺ δείχνει τὴ δημιουργικότητά της μέσα σὲ κάθε βαθμῖδα τῆς ἀνάπτυξης τῆς ψυχῆς μὲ ἄλλη μορφὴ καὶ σὲ ἄλλο κάθε φορὰ βαθμό, στὸ μέτρο τῆς προσπάθειας τῆς ψυχῆς.
34. Μὲ τὶς δυὸ ἀρετές, τὴ σοφία καὶ τὴ φρόνηση, ἡ ψυχὴ διατηρεῖ καὶ πραγματοποιεῖ αὐτὸ ποὺ τῆς εἶναι ἴδιο• μὲ τὶς ἄλλες δύο, τὴ δύναμη καὶ τὴ μετριοπάθεια, ἀπωθεῖ τὸ φόβο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν, ποὺ δὲν εἶναι ἴδιά της. Ἀλλὰ γι’ αὐτό, ἡ δύναμη καὶ ἡ μετριοπάθεια ἐπίσης βοηθοῦν τὴν ψυχὴ νὰ διακριθῆ ἢ νὰ ἀναπτυχθῆ καὶ νὰ ἰσχυροποιήση τὸ δεσμὸ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές• ἀκριβέστερα, βοηθοῦν στὴν ἀνάπτυξη καὶ στὴν πραγμάτωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ στὴν ἑνοποίησή τους. Ἔτσι, αὐτὲς οἱ δυνάμεις δὲ συγχέονται οὔτε ἀναπτύσσονται χωριστά. Ἡ ψυχή, καλλιεργῶντας αὐτὲς τὶς τέσσερες γενικὲς ἀρετές, ἔχει τὸ νοῦ ἀληθινὰ λογικό, τὴ φρόνιμη σοφία, τὴν ἐνεργητικὴ θεωρία, τὴν ἐνάρετη γνώση καί, σὰν ἀποτέλεσμά τους, ἔχει τὴν ἀλησμόνητη καὶ ταυτόχρονα πλήρως πιστεύουσα καὶ ἀδιάσειστη γνώση. ἡ ἀ-λήθεια, ἀφοῦ γίνη γνωστή, δὲν ξεχνιέται πιά. Ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδιάσειστης γνώσης, γιατί μένει πάντα ἀνεξάντλητη καὶ ἀπροσδιόριστη. Δὲν ξεχνιέται πιά, γιατί εἶναι γνωστὴ ἀπὸ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὸ ἀγαθό, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ ἴδια ἀληθινὴ καὶ ἀγαθὴ στὸν ὑπέρτατο βαθμό. Αὐτὴ ἡ ψυχή, προσφέροντας στὸ Θεὸ τὴν ἀνώτατη κατάσταση ποὺ ἔχει φτάσει, ὅπου οἱ αἰτίες ἑνοποιοῦνται μέσα της μὲ τὰ ἀποτελέσματά τους καὶ οἱ δυνάμεις μὲ τὶς ἐνέργειές τους, δέχεται σ' ἀντάλλαγμα τὴ θέωση, ποὺ παράγει τὴν ἁπλότητα. Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ πιὸ ὑψηλοῦ δώρου, δέχεται τὴ σφραγῖδα τοῦ θεοποιοῦ φωτός, γεμίζει ὁλόκληρη ἀπὸ τὴ θεία ποιότητα κι αὐτὴ τῆς δίνει τὴν ἁπλότητα τοῦ ἄπειρου πλούτου, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἁπλότητα τοῦ ἄπειρου πλούτου καὶ τῆς τέλειας ἰσορροπίας. Ἡ θέωση φανερώνεται μέσα στὸν τρόπο ὕπαρξης τῆς ψυχῆς ποὺ ξεπερνᾶ κάθε διαίρεση, ὅλες τὶς ἀμφιβολίες τῆς ἀβεβαιότητας, ὅλες τὶς περιπλοκὲς τῆς ὑποκρισίας, κάθε ἀδυναμία νὰ ὁδηγήση σ’ ἑνότητα τὶς ἀπόψεις τῆς γνωστῆς πραγματικότητας καὶ τὶς ἐκδηλώσεις μέσα στὴ ζωή, κάθε ἐπιδίωξη μιᾶς διάνοιας περιπλεγμένης, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψεύτικης δόξας. Πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ψυχὴ πάνω στὶς ὑψηλὲς βαθμίδες ποὺ τὴν πραγματώνουν περνᾶ ἀπὸ τὴν περιπλοκὴ στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀπλότητα• δὲν προχωρεῖ συνεχῶς μέσα στὴν περιπλοκή. Ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἑνότητα, μέσα στὴν ὁποία οἱ δυνάμεις δὲν εἶναι πραγματωμένες, καταλήγει στὴν τελικὴ ἐνότητα, μὲ τὶς δυνάμεις πραγματωμένες. Πάνω στὶς κορυφὲς τῆς ὀρθῆς πραγμάτωσης τῶν δυνάμεών της ἡ ψυχὴ βλέπει μέσα σὲ ὅλες τὴν ἴδια ἀρετή, τὸ ἴδιο τὸ ἀγαθό• βλέπει τὰ νοήματα (τοὺς λόγους) ὡδηγημένα σ’ ἕνα μοναδικὸ νόημα. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ συλλαμβάνει μὲ κάθε νοητικὴ ἐνέργεια τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς πραγματικότητας, γιατί αὐτὴ ἢ ἴδια εἶναι ὁλόκληρη μέσα σὲ κάθε νοητικὴ ἐνέργεια. Σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις της, ὑπάρχει μιὰ δύναμη ἄπειρης ἔντασης καὶ ἀποτελεσματικότητας, γιατί αὐτὴ ἡ ἴδια βρίσκεται ὁλόκληρη μέσα σὲ κάθε ἐκδήλωση. Κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις της εἶναι καθαρὴ καὶ ὀρθή, γιατί προκύπτει ἀπὸ μία γνήσια καὶ βαθειὰ νόηση καὶ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις της ἔχει ἀποτελεσματικότητα πάνω σ’ αὐτό, ὅπου ἀναφέρεται.
35. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ μιλῶντας γιὰ ἐνέργειες ἑνωμένες μὲ τὶς δυνάμεις καὶ γιὰ ἀποτελέσματα ἑνωμένα μὲ τὶς αἰτίες. Τώρα δὲν ἀναφέρεται πιὰ μόνο στὸ πρῶτο ζεῦγος τῶν βαθμῶν, λέγοντας ὅτι τὸ δεύτερο μέλος (ὁ λόγος) προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο (νοῦς), ἀλλά, ἀναφερόμενος σὲ ὅλα τὰ ζεύγη, λέγει ὅτι τὸ δεύτερο μέλος προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο• ὁ λόγος εἶναι ἡ ἐνέργεια ἢ ἡ ἐκδήλωση τοῦ νοῦ, ἡ φρόνηση εἶναι ἡ ἐνέργεια ἢ ἡ ἐκδήλωση τῆς σοφίας, ἡ πρακτικότητα εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς θεωρίας, ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς γνώσης καὶ ἡ πίστη ἡ ἐνέργεια ἢ ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀλησμόνητης γνώσης. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ στοχαστῆ πολὺ πάνω σ’ αὐτὴ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὰ μέλη ποὺ ἀπαρτίζουν κάθε ζεῦγος. Ὁ λόγος εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ, ποὺ κατευθύνεται πρὸς τὴν ὀργάνωση τῆς ζωῆς. Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, δὲν περιλαμβάνει σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς ὁρισμοὺς του ὅ,τι ὁ νοῦς κατανοεῖ μ' ἑνιαῖο τρόπο, ὅλο τὸ ἀπροσδιόριστο μυστήριο τῆς πραγματικότητας, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ νοῦς βρίσκεται σ' ἐπαφή. Ὁ ἀληθινὸς λόγος ἔχει συνείδηση τοῦ ἀπέραντου περιβάλλοντος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσπῶνται αὐτοὶ οἱ ἀξιολογικοὶ προσδιορισμοὶ μέσα σὲ μία σχέση πρακτικῆς ἐπικαιρότητας. Ὁ κίνδυνος τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἐμφανίζεται ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος, ἢ μιὰ ἐποχή, πιστεύει ὅτι περιλαμβάνει μέσα στὸ δικό της σύστημα λογικῶν προσδιορισμῶν ὅλη τὴν πραγματικότητα ἢ ὅτι μὲ τὸ σύστημα αὐτὸ τὰ ἐξηγεῖ ὅλα καὶ ὅτι, πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χωράει μέσα στοὺς ὁρισμοὺς τοῦ συστήματος, δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ἀξιοσημείωτη ἐπίσης εἶναι ἡ βεβαίωση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἡ ἐνέργεια ἢ ἡ φανέρωση τῆς ἀλησμόνητης γνώσης. Πράγματι, ἡ γνώση προοδεύοντας προχωρεῖ μέσα στὴ συνείδηση τοῦ μυστηρίου τῆς πραγματικότητας, τῆς ἀδυναμίας νὰ συλλάβη καὶ νὰ ὁρίση πλήρως τὴν πραγματικότητα. Στὸ μέτρο ποὺ γίνεται ὑψηλότερη, ἡ γνώση ἀποβαίνει μία βέβαιη προφάνεια τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτῆρα τῆς πραγματικότητας. «Στὸ μέτρο ποὺ ἀνεβαίνει μέσα στὴ γνώση, ἡ ψυχὴ ἀνεβαίνει μέσα στὴ γνώση ποὺ δὲ γνωρίζει» ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στὸ «Βίο Μωϋσέως». Εἶναι γνώση ἀνώτερη καὶ βέβαιη, γιατί μπροστὰ της ἡ πραγματικότητα ἀποσαφηνίζει τὸ γνήσιο καὶ μεγαλόπρεπο χαρακτῆρα της τοῦ ἄπειρου μυστηρίου, τῆς ἀβυσσαλέας βαθύτητας. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ προσδιορίσω, τὸ πιστεύω. Τώρα, ὅμως, μέσα στὸ μυστήριο ποὺ ἀποσαφηνίσθηκε καὶ βεβαιώθηκε, ἡ πίστη ἔχει μιὰν ἀδιάσειστη βάση. Ἡ ἑνότητα λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου δὲ συνίσταται μόνο σ' ἕνα συνδυασμὸ κάθε βαθμοῦ τῆς νοητικῆς σειρᾶς μὲ τὸν ἀντίστοιχο βαθμὸ τῆς πρακτικῆς σειρᾶς, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ σὲ μία παραγωγὴ κάθε βαθμοῦ τῆς πρακτικῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸν ἀντίστοιχο βαθμὸ τῆς νοητικῆς σειρᾶς. Μὲ τὴν τάση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καταλήξη στὴν πλήρη σχέση μὲ τὸ Θεὸ σὰν ἀλήθεια καὶ ἀγαθό, σχέση ποὺ συνίσταται στὴν πλήρη προσοικείωση μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐνεργητικότητα τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητας. Ἡ ψυχολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τὸ Θεό, σὰν ἀλήθεια καὶ ἀγαθό, ποὺ εἶναι πλεγμένος μέσα στὴν τάση τῆς ψυχῆς καὶ μὲ τὸν Ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία μὲ τὸ δυναμισμὸ της πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴν συνάντηση μ' Ἐκεῖνον μέσα στὸν ἱερατικὸ χῶρο (ἱερὸ βῆμα) ἤ, ἀκόμα καλύτερα, ἐπάνω στὸ θυσιαστήριό της (νοῦς).
36. Αὐτὴ ἡ πλήρης σχέση περιέχει μέσα της ἕνα συγκεντρωμένο σύνολο τρόπων, μὲ τοὺς ὁποίους βιώνεται ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ἢ ἡ θέωση. Μὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴ διπλῆ ὄψη τους τῆς νόησης καὶ τῆς πείρας, τῆς βιωματικῆς νόησης ἢ τῆς νοούσας ζωῆς. Γιατί μία νόηση, ποὺ δὲν εἶναι καὶ ἕνας τρόπος ζωῆς, δὲν εἶναι νόηση, γνώση πλήρης. Κάθε τρόπος (βαθμός) ποὺ δέχεται ἕνα ὄνομα περιέχει αὐτὸ τὸ διπλὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα δικό του σύνολο. Ὅλο αὐτὸ τὸ συγκεντρωμένο σύνολο ποὺ κατανοεῖ τὸ ἄπειρο κι ἁπλὸ θεῖο σύνολο καὶ εἶναι ταυτόχρονα μία ἐμπειρία τῆς θέωσης, μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ θεία γνώση χωρὶς πλάνη, ὅσο περιέχει ὁλόκληρη τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ —τὴν προσιτὴ στοὺς ἀνθρώπους— ταυτόχρονα μὲ τὶς ἀρετές• εἶναι γνώση, καθόσο πλησιάζει μὲ τρόπο αὐθεντικὸ τὴν ἀλήθεια καὶ περιέχει τὴ διαρκῆ ἐμπειρία της• ἔχει ὀνομασθῆ ἐπίσης ἀγάπη, καθόσο κάνει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο νὰ μετέχη ἐνεργητικὰ στὴν πλήρη γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ κορυφαία, σύνθετη καὶ ταυτόχρονα ἑνιαία κατάσταση στὴν ὁποία καταλήγει ἡ ψυχή, μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὀνομασθῆ εἰρήνη, καθόσο κάνει ἐκείνους, ποὺ ἔγιναν ἄξιοί της, νὰ ζήσουν μιὰ κατάσταση ποὺ ζῆ καὶ ὁ Θεός.
37. Ἐξηγῶντας αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικὸ σημεῖο τῆς εἰρήνης, ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει ἑνωμένα παραδοξικά, ἀλλὰ ὀρθά, μέσα σ' αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴν ἀκινησία καὶ τὴ χαρά. Ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο μέσα στὸ Θεὸ καί, γι' αὐτό, καὶ σ' αὐτὸν ποὺ μετέχει στὸ Θεό. Εἶναι ἡ ἀκινησία καὶ ἡ χαρὰ μιᾶς κατάστασης χωρὶς ταραχή, ἀλλὰ γεμάτης ἀπὸ ζωή. Ὁ Θεὸς δὲν ταράσσεται ἀπὸ τίποτα, γιατί ὅλα εἶναι πέρ' ἀπ' αὐτὸν καί, κατὰ συνέπεια, δὲν ἔχουν καμμιὰ δύναμη ἐπάνω του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετέχει στὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ οὔτε αὐτὸς ταράσσεται ἀπὸ κάτι, γιατί, μὲ τὸ νὰ εἶναι μέσα στὸ Θεό, εἶναι ἐπίσης πέρα ἀπὸ κάθε τι καὶ ἡ φύση του δὲν προσφέρει ἔδαφος γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ἀγκαθιῶν ποὺ εἶναι οἱ μέριμνες, οἱ ἀπολαύσεις κι ὅλες οἱ ἀλγεινὲς κι ἁμαρτωλὲς κινήσεις. Ὁ ἅγιος Μάξιμος καθορίζει μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, ὅτι ἡ κακία, ἡ ἄγνοια, τὸ ψέμα, ἡ ὑποκρισία εἶναι κακὰ ἀντίθετα στὴ φύση, γιατί εἶναι ἀντίθετα στὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετή, δηλαδὴ στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, μὲ τὰ ὁποῖα τελειοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος τονίζει ἐκ νέου τὸν ἐσωτερικὸ ὀντολογικὸ δεσμὸ ἀνάμεσα στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ Θεό, σὰν ἀλήθεια καὶ ἀγαθὸ τέλειο, πρὸς τὰ ὁποῑα τείνει ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀλλὰ ἡ φύση μας φτάνει σὲ εἰρήνη μὲ τὸ Θεό, γιατί ἔχει ἀφήσει πίσω ὅλο ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό• γιατί ἔχει ξεπεράσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετή, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, τὰ γνωστὰ σὲ μᾶς καὶ περιωρισμένα. Ἡ φύση μας ἀναπαύεται τώρα στὸ μυστικὸ κόλπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό, ὅπου δὲ φτάνει τίποτα ἀπ' ὅσα μποροῦν νὰ τὴν ταράξουν. Σ' αὐτὸ τὸ μυστικό, ἐσώτερο κόλπο, πραγματοποιεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἕνωσης, πέρ' ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὶς λέξεις, μυστήριο, μὲ τὸ ὁποῑο ὁ Θεὸς γίνεται ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα μὲ τὴν ψυχή, καὶ ἡ Ἐκκλησία κι ἡ ψυχή, ἕνα σῶμα κι ἕνα πνεῦμα μὲ τὸ Θεό. Τὸ ἀνείπωτο (ἀποφατικό) αὐτὸ ξεπέρασμα δὲν εἶναι μόνο ἕνα ξεπέρασμα τῆς σκέψης, ἀλλὰ ἕνα ξεπέρασμα κάθε τρόπου οἰκείου στὸ εἶναι τῆς ψυχῆς σὲ ὅ,τι εἶναι πέρ' ἀπ' αὐτή. Ἔτσι μόνο πραγματοποιεῖται ἡ ἐκκλησία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια. Ὅλη ἡ «Μυσταγωγία» τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἔχει σὰν ἀντικείμενο τὴν περιγραφὴ τῆς ἕνωσης αὐτῆς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κόσμου, σὰν Ἐκκλησίας, μὲ τὸ Θεό, μὲ τὴν ἀνείπωτη (ἀποφατικὴ) αὐτὴ ἀνύψωσή τους μέσα στὴν ἐσωτερικότητα τοῦ Θεοῦ.
38. Ἀλλὰ μόλις ἡ ψυχὴ γίνη ἑνιαία καὶ συγκεντρωθῆ μέσα στὸ Θεό, ἔχει κι ὁ λόγος της ἐπίσης ξεπεράσει τὴ λειτουργία νὰ διακρίνη καὶ νὰ διαιρῆ, μὲ τὴ σκέψη, τὴν ψυχὴ σὲ πολλοὺς λόγους, γιατί αὐτὸς ὁ λόγος, μὲ τὴν ἰδιότητά του τῆς κεφαλῆς τῆς ψυχῆς, ἔχει στεφανωθῆ μὲ τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ Λόγο καὶ Θεό, μέσα στὸν ὁποῖο ὑφίστανται ἑνιαῖα ὅλοι οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων μέσα σὲ μιὰ ἀκατανόητη ἁπλότητα, ὅπως μέσα στὸ Δημιουργὸ ὅλων. Ὁ λόγος ἔκανε ὡς τώρα διάκριση τῶν λόγων τῆς ψυχῆς, γιατί, μὲ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ λόγο κάθε γνωστοῦ πράγματος, γινόταν φανερὸς ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ψυχῆς. Τώρα ἡ ψυχή, μαζεμένη μέσα στὸ Θεό, βλέπει ὅλους τοὺς λόγους μέσα σὲ μιὰν ἁπλότητα ἀκατανόητη καί, γι' αὐτό, οὔτε οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων, οὔτε οἱ ἀντίστοιχοι λόγοι τῆς ψυχῆς ἔρχονται πιὰ σὲ προφάνεια, σὰν λόγοι χωρισμένοι. Μὲ λόγο ποὺ δὲ χωρίζεται πιά, ἡ ψυχὴ βλέπει τοὺς λόγους ὅλων τῶν πραγμάτων σὰν ἕνα ὅλο. Γιατί ἡ ψυχὴ τοὺς βλέπει μέσα στὸ Λόγο, τοῦ ὁποίου εἶναι μέρος καὶ μέσα στὸν ὁποῖο ὑφίστανται καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἄπειρα πιὸ πλούσιος ἀπ' ὅ,τι ὅλοι οἱ λόγοι. Ὁ λόγος τῆς ψυχῆς βλέπει τώρα τὸν ἴδιο τὸ Λόγο τῶν λόγων μέσα στὴν ἀνερμήνευτη ἀπεραντοσύνη του καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ δὲ διακρίνει πιὰ τοὺς λόγους ποὺ περιέχονται σ' αὐτὸν καὶ δὲν τοὺς διατυπώνει μέσα σὲ ὁρισμοὺς περιωρισμένους. Κυριολεκτικὰ ἡ ψυχὴ δὲ βλέπει πιὰ μὲ κομματιασμένο λόγο τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ψυχή, συγκεντρωμένη ὁλοκληρωτικὰ πρὸς τὸ Λόγο, μέσα στὸν ὁποῖο εἶναι μαζεμένοι ὅλοι οἱ λόγοι καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁλόκληρος μέσα στὴν ψυχή, ὁλόκληρη, θὰ γνωρίση μὲ μιὰ ἁπλῆ ἐνόραση τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν πραγμάτων. Γιατί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶχε παρασυρθῆ σ' ἐνέργειες διάκρισης καὶ διαίρεσης, μόνο ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἑνωμένος μὲ τὸ Λόγο-Θεὸ καὶ γιατί ἐγνώριζε τοὺς λόγους μέσα στὴν κατάσταση τῆς διαίρεσης ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό. Εἶχε, ὡστόσο, ὁδηγηθῆ μὲ τοὺς κομματιασμένους λόγους του, μ' ἕνα τρόπο σωτηριώδη καὶ ἁρμονικό, πρὸς τὸ Λόγο-Θεό, τὸ Δημιουργὸ καὶ περιέχοντα ὅλους τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες. Ὁ λόγος ποὺ χωρίζει ξαναέρχεται, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, μέσα στὸ νοῦ, ποὺ τὰ ἐννοεῖ ὅλα μὲ τρόπο ἑνιαῖο ἢ ἀκόμη μὲ τρόπο πέρα ἀπὸ τὴν ἔννοια, ἔτσι ὅπως ὁ Υἱὸς ἢ ὁ θεῖος Λόγος ἐπανέρχεται μέσα στὸν Πατέρα, μετὰ τὴν ἀνακεφαλαίωση ὅλων μέσα σ' Αὐτόν, γιὰ νὰ εἶναι ὁ Πατέρας «τὸ πᾶν ἐν πάσι», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος. Τὸ μυστήριο δὲν εἶναι ἀντίθετο στοὺς λόγους τῶν πραγμάτων, οὔτε στὸ λόγο τῆς ψυχῆς, ποὺ τοὺς κατανοεῖ. Νὰ γιατί θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συνοψίση τὴ θέα τοῦ ἁγίου Μαξίμου σὰν θέα λόγων ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο κι ἐπιστρέφουν σ’ Αὐτὸν μέσα σὲ μιὰ ἑνότητα πέρα ἀπὸ κάθε κατανόηση. Τὸ μυστήριο εἶναι ὁ κόλπος τῶν λόγων. Οἱ λόγοι τῶν πραγμάτων ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν κόλπο τοῦ μυστηρίου καὶ μποροῦν νὰ ἰδωθοῦν μέσα σ' αὐτὸ τὸν κόλπο ἀπὸ ἕνα λόγο ποὺ ἔγινε ὥριμος. Ὁ λόγος κάθε πράγματος βρίσκεται μέσα στὸ περιβάλλον τοῦ ἀνερμήνευτου μυστηρίου ἀπ' ὅπου ξεκινᾶ. Κι ὁ λόγος τῆς ψυχῆς νιώθει τὸν ἑαυτό του νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ ἕνα ἀνερμήνευτο βάθος ἐνόρασης ἀκέριου τοῦ μυστηρίου τῆς πραγματικότητας. Τὸ μυστήριο, ἐπειδὴ περιέχει ἀμέτρητο πλῆθος ἀπὸ λόγους ἢ νοήματα, ἑνωμένα μ' ἕνα τρόπο χωρὶς διακρίσεις, ἔχει κι αὐτὸ ἐπίσης ἕνα νόημα, ἕνα λόγο ἑνιαῖο. Κι ὁ δικός μας λόγος τὸ συλλαμβάνει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξαντλήση οὔτε σ' ἕνα ὁρισμό, οὔτε σ' ἕνα ἄπειρο πλῆθος ἀπὸ ὁρισμούς. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μυστήριο καὶ στὸ λόγο εἶναι ὅτι ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ὁρισθῆ, ἐνῷ τὸ μυστήριο δὲν μπορεῖ, γιατί τὸ μυστήριο περιέχει ἕνα ἄπειρο πλῆθος ἀπὸ λόγους. Ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ τὸ πλῆθος ἔχη συλληφθῆ ἀπὸ τὸ λόγο μας, ἔχει συλληφθῆ μέσα στὴν ἑνότητά του, ἀφοῦ ὁ λόγος μας ἔγινε κι αὐτὸς ἕνα μὲ τὴ συγκέντρωση ὅλων τῶν λειτουργιῶν του ποὺ ἀπὸ μόνες τους τείνουν νὰ χωρίζουν. Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ἀκόμα ὅτι ὁ λόγος ἑνὸς μονάχα πράγματος δὲν μπορεῖ νὰ ὁρισθῆ στὸ σύνολό του, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς ἄλλους λόγους. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ὁρίση ὁλικὰ τὸ αἴσθημα ἑνὸς τραγουδιοῦ, ὅταν τραγουδιέται ἀπὸ ἕνα πρόσωπο ἢ ἀπὸ ἕνα ἄλλο. Κάθε φορὰ παριστάνει ἕνα διαφορετικὸ πλῆθος νοημάτων, κι ὅ,τι ἐκφράζει δὲν εἶναι αἰσθήματα μόνο, ἀλλὰ νοήματα. Τὰ αἰσθήματα ἐκφράζουν τὸ ἀόριστο τοῦ νοήματος. Μὰ αὐτὸς ποὺ ἀκούει τὸ τραγοῦδι, συλλαμβάνει μὲ κάποιο τρόπο τὸ πολλαπλὸ αὐτὸ νόημα. Συλλαμβάνει κανεὶς τὸ νόημα (τὸ λόγο) κάθε πραγματικότητας, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξαντλήση μέσα σ' ἕνα ὁρισμό. Θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ διατηροῦμε σὰν ἀληθινὸ καὶ πρῶτο νόημα τοῦ λόγου μιᾶς πραγματικότητας, τὸ νόημα ποὺ ἔχει μ' αὐτὸν τὸν τρόπο συλληφθῆ, καὶ νὰ θεωροῦμε τὸ καθωρισμένο νόημα σὰν λόγο δεύτερης τάξης ἢ σὰν ὑποπροϊὸν τοῦ λόγου ἢ ἀκόμα καὶ σὰν ἐντελῶς ἄκυρο.
39. Ἡ προοδευτικὴ συγκέντρωση καὶ ἡ ἑνοποίηση τῆς ψυχῆς μέσα στὸ Θεό, ἡ ἕνωσή της μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὰ πέντε ζεύγη τῶν βαθμῶν, δείχνει τὴν ψυχὴ σὰν εἰκόνα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ βαθμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ νοῦ παριστάνουν τὸν ἁγιασμένο, ἱερατικὸ χῶρο (ἱερὸ βῆμα). Κι αὐτοὶ ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ λόγο ἢ προέρχονται ἀπ' αὐτὸν μὲ διάκριση καὶ χώρισμα ἀποτελοῦν τὸ ναό. Ἐκεῖνος ποὺ προσάγει ὅλα στὸ Θεό, σὰν ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο, κάμνει τὴν ψυχή του Ἐκκλησία τοῦ Θεοϋ. Ἴσως γι' αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν σύμβολό της μᾶς ἔχει δοθῆ ἡ χειροποίητη ἐκκλησία, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸν Ὕψιστο μὲ τὴν ποικιλία τῶν πράξεων ποὺ ἐκτελοῦνται μέσα σ' αὐτήν. Ἔτσι ὅπως τὸ θυσιαστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλα ἀνυψώνονται πρὸς τὸ Θεό, ἀποτελεῖ τέλειο μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ὅμοια ἡ ἀνύψωση ὅλων τῶν περιεχομένων τῆς ψυχῆς, μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ νοῦ πρὸς τὸ Θεό, παριστάνει τὴν ἀνυψωτικὴ φυσικὴ δυναμικότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ θεώρηση τῆς ψυχῆς, σὰν μιᾶς πραγματικότητας σχηματισμένης καθ' ἑαυτήν, εἶναι ἐξ ἴσου ἀδύνατη, ὅπως ἡ θεώρηση τοῦ οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας, σὰν πραγματικότητας καθ' ἑαυτὴν καὶ γι' αὐτήν. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ κέντρο καὶ ὁ τέλειος σκοπός, ὁ ἀόρατος, ἀλλὰ βιωμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή.
Μάξιμος ο Ομολογητής
Μυσταγωγία (στην δημοτική)
Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.