Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
«…μόνον τό ἔθνος τό Ἑλληνικόν ἔμεινε
ὡς πρόσωπο δρῶν ἐπί τῆς παγκοσμίου σκηνῆς,
καθ’ ὅλους τούς αἰῶνας, καί τοῦτο διότι
ἡ ἀνθρωπότης δεῖται αἰωνίων διδασκάλων.»
(Ἁγ. Νεκταρίου, Ἱερῶν & Φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα)
Ἡ ἐνασχόληση πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μέ τά κλασσικά ἔργα καί τήν πνευματική μας κληρονομιά ἐν γένει, τό ἐνδιαφέρον μέ τό ὁποῖο τήν περιέβαλαν καθώς καί τά συμπεράσματα καί οἱ διαπιστώσεις τους ἀπό τήν μελέτη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, δίνουν σέ μᾶς σήμερα ἐλπίδα καί αἰσιοδοξία γιά νά ἀντέξουμε τά δεινά στά ὁποῖα ὁδηγεῖται ἀργά καί μεθοδικά ἡ πατρίδα μας καί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά παραμείνει πρόσωπο.
Οἱ ἀναφορές τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς ἔχουν τέτοιο εὖρος, πού προκαλοῦν τόν θαυμασμό, ὄχι μόνο γιά τίς γνώσεις ἀλλά καί γιά τό πῶς τίς ἀξιοποίησε ὁ λόγιος Ἱεράρχης καί ἅγιος παιδαγωγός, συμβάλλοντας στήν ἀναβάθμιση τῆς ἐκπαίδευσης καί τήν ἀνύψωση τῆς παιδείας, σέ μιά ἐποχή κρίσιμη γιά τόν Ἑλληνισμό.
Βαθύτατος γνώστης τῆς θύραθεν Γραμματείας καί τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀναλαμβάνει
ὁ ἴδιος, στό σημαντικότερο γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ἑλλάδας ἵδρυμα μετά τή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, στή Ριζάρειο Σχολή, τή διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων καί Λατίνων κλασσικῶν, εἰσηγεῖται τή διδασκαλία τῶν Ἠθικῶν τοῦ Πλουτάρχου, τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν, τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί κλασσικῶν συγγραφέων, ἐνῶ ἡ Πολιτεία, ἀναγνωρίζοντας τό συγγραφικό του ἔργο, τοῦ ἀναθέτει τό ἔργο τοῦ κριτῆ στά Διδασκαλεῖα καί στά Ἐκπαιδευτήρια τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης.
Στόν Β΄ Τόμο τοῦ συγγράμματός του Ἱερῶν καί Φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα, ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο ἔλαβε ὡς θέμα μελέτης του τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία καί γιατί τό θεωρεῖ «ὡς θέμα πολλῆς σπουδαιότητος διά τούς Ἕλληνας»: Ὁ πόθος του νά ἀθροίσει ὅ,τι ὑγιές περί Θεοῦ, περί ψυχῆς καί περί ἀρετῆς δίδαξαν οἱ πρόγονοί μας, τόν ὁδήγησε νά θησαυρίσει σέ ἕνα τεῦχος τίς σοφές γνῶμες τῶν σοφῶν Ἑλλήνων. Ἀπό τή μελέτη αὐτή ἐπείσθη ὅτι «οἱ Ἕλληνες σοφοί, ἐν ὅλῳ καί ἐν μέρει, ὑπῆρξαν διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας, ὅτι ταύτης ἐγένοντο ἐρασταί καί ταύτην ἐπεζήτησαν καί ὅτι ὁ ἔρως τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας ἦν ὁ πρός τήν ἀληθῆ φιλοσοφίαν αὐτούς ἄγων· οὗτος ἤγαγεν κατά μικρόν τό Ἑλληνικόν ἔθνος πρός τήν εὐκρινεστέραν γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί τελευταῖον πρός τήν ἀποκαλυφθεῖσαν ἀλήθειαν».
Ἀξίζει, πιστεύουμε, νά μεταφέρουμε ἐπί λέξει τί ἔγραψε ἕνας ἅγιος τοῦ μεγέθους τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στήν «Προθεωρία» τοῦ παραπάνω συγγράμματός του: «Ἑλληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις· ἀλλά λέξεις μεσταί μεγάλων καί ὑψηλῶν ἐννοιῶν. Ἐν αὐταῖς ἐγκολποῦται ἡ τελεία περί ἀνθρώπου ἔννοια· ἐν αὐταῖς συνάπτονται τά πέρατα τῆς φιλοσοφικῆς ἐνεργείας· ἐν αὐταῖς περιλαμβάνεται τό σύνολον τῶν ἐπιστημονικῶν ἀρχῶν· ἐν αὐταῖς ἐκφράζεται τό πνεῦμα τῆς ἀναπτυχθείσης ἀνθρωπότητος· ἐν αὐταῖς χαρακτηρίζεται ἡ τελεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκών· ἐν αὐταῖς ὁμολογεῖται τό μέγεθος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός· τό ὕψος τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, τό βάθος τῶν ἐννοιῶν, ἡ ἰσχύς καί τό κάλλος τοῦ λόγου, ἡ λεπτότης τῶν διανοημάτων, ἡ εὐκρίνεια καί ἡ σαφήνεια αὐτῶν, ἡ δύναμις, ἡ χάρις αὐτῶν, καί τέλος ἡ θειότης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἀληθοῦς ἀναπτύξεως καί μορφώσεως· εἶναι ὁ παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ποδηγέτης πρός τήν εὐσέβειαν. Αὕτη ἐγένετο διδάσκαλος τῆς ἀληθείας, διδάσκουσα τόν ἄνθρωπον τίς ἐστι, τίς ἡ ἐν τῷ κόσμω ἀποστολή αὐτοῦ, καί τί δέον ἐργάζεσθαι, διδάσκουσαν αὐτόν τήν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, τήν σχέσιν αὐτοῦ πρός τό θεῖον, καί τήν σχέσιν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον· διδάσκουσα τά θεῖα ἰδιώματα καί τήν συγγένειαν τοῦ ἀνθρώπου πρός τό θεῖον. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἐδίδαξεν τήν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί ἐγένετο διά τῶν ὑγιῶν αὐτῆς θεωριῶν παιδαγωγός τῆς ἀνθρωπότητος εἰς Χριστόν.»
Ὁ Ἕλληνας, κατά τόν Ἅγιο Νεκτάριο, γεννήθηκε κατακτητής τοῦ πνεύματος, δέν ζήτησε δούλους, ἀλλά ἐλεύθερους. Αὐτό ἀγάπησε καί ἡ Θεία αὐτή ἀγάπη ἔγινε ἐλατήριο ὅλων τῶν ὁρμῶν του, μορφώνοντας καί τόν ἐθνικό του χαρακτῆρα πού διέμεινε ἀναλλοίωτος. Ὁ ἐθνικός χαρακτήρας τοῦ Ἕλληνα ἦταν ἀδύνατον νά μήν ἐνθουσιαστεῖ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ καί νά μήν τόν ὑποστηρίξει μέ τούς ἀγῶνες καί τό αἷμα του. Ὁ χριστιανισμός, γράφει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἦταν ἀγάπη καί ἐπαγγελλόταν νά διδάξει τούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθεια μέ τήν τέλεια καί πλήρη της μορφή, νά ἐνισχύσει καί ἀνυψώσει τή φιλοσοφία στήν ὕψιστή της περιωπή, νά τῆς ἀποκαλύψει τά μυστήρια πού μένουν σ’ αὐτήν καλυμμένα, νά παράσχει τή λύση τῶν αἰωνίων προβλημάτων, νά ἄρει τήν ἀχλύ ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων, νά ἑρμηνεύσει τά αἰσθήματά τους, νά τούς διδάξει καθετί πού ἐπιθυμοῦσαν νά μάθουν καί νά γνωρίσουν, νά τούς ξυπνήσει καί ἀπαλλάξει ἀπό τή δεισιδαιμονία, νά συνδέσει τήν ἀνθρωπότητα μέ τό δεσμό τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης καί νά τήν ὁδηγήσει πρός τόν Θεό.
Ἡ ὑγιαίνουσα φιλοσοφία, κατά τόν ἅγιο Ἱεράρχη, εἶναι ἔργο τῆς Θείας οἰκονομίας καί μέ τή βοήθειά της ὁ ἄνθρωπος διδάχτηκε τίς ἠθικές ἀρετές καί συνέλαβε τίς θεῖες ἰδιότητες γιά νά μπορέσει νά ἐξομοιωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ὅμως, δέν ἦταν καί δέν μποροῦσε νά ἀποβεῖ ὁ σκοπός καί τό τελικό ὅριο τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν «συναίτιον αἴτιον καί συνεργός καί αἰτία καταλήψεως τῆς ἀληθείας, οὐχί δέ αὐτή ἡ ἀλήθεια». Στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου παρέμενε πάντοτε κενό, τό ὁποῖο ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δέν μποροῦσε ὄχι μόνο νά καλύψει, ἀλλά, ἀντίθετα, τό μεγένθυνε, διότι ἔβρισκε, βέβαια, τόν Θεό στά δημιουργήματα καί ἀνέπτυσσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν, ἀδυνατοῦσε ὅμως νά Τόν προσπελάσει, νά Τόν ἐγκολπωθεῖ, νά Τόν δεῖ πρόσωπο πρός πρόσωπο, γιά νά πιστέψει. Τό πνεῦμα καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτοῦσε ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τῆς διδασκαλίας της, δέν τοῦ ἀρκοῦσε καί δέν πειθόταν νά οἰκοδομήσει τή ζωή του ἁπλᾶ καί μόνο μέ ὑγιεῖς καί ἠθικές θεωρίες, μέ ὡραῖες ἰδέες. Καί ἡ ἀπόδειξη, λέει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἔλειπε, διότι ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δέν εἶχε τή μεγαλουργό δύναμη πού πείθει καί μέ λόγια καί μέ ἔργα, διότι στεροῦνταν τή Θεία Ἀποκάλυψη πού ἐπαναπαύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ναυάγησε, εὐθύς μόλις ἀπέπλευσε, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει στήν κατακλεῖδα τῆς μελέτης του, προσκρούοντας σ’ αὐτόν τόν σκόπελο τῆς ἀδυναμίας της νά ἀποδείξει τήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας της, νά βεβαιώσει καί νά πείσει γι’ αὐτήν. Ἡ ἀνθρωπότητα ζητοῦσε Θεία Ἀποκάλυψη, εἶχε ἀνάγκη Θείου διαπλάστη, πού ἡ φιλοσοφία τά στεροῦνταν.
Ἡ Ἑλληνική σοφία ἁπλᾶ προετοίμασε καί ὁδήγησε τήν ἀνθρωπότητα νά βρεῖ αὐτά στόν χριστιανισμό, στήν πίστη, δηλαδή, τή θεμελιωμένη στή Θεία Ἀποκάλυψη. Ἦταν ἡ προπαίδεια καί ὁ ποδηγέτης στόν χριστιανισμό.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.