Γιατί τον Άγιο Παύλο; Γιατί να απαιτείται αυτός ο “απόστολος” που είναι ακόμα πιο ύποπτος εφόσον από ό,τι φαίνεται αυτοανακηρύχθηκε τέτοιος, και του οποίου το όνομα συνδέεται συχνά με τις περισσότερο θεσμοποιημένες και λιγότερο ανοιχτές διαστάσεις του χριστιανισμού: την εκκλησία, την ηθική πειθαρχία, τον κοινωνικό συντηρητισμό, την καχυποψία απέναντι στους Εβραίους; Πώς να εγγράψουμε το όνομά του στο γίγνεσθαι του εγχειρήματός μας: της επανίδρυσης δηλαδή μια θεωρίας του Υποκειμένου η οποία υποτάσσει την ύπαρξή του στην ενδεχομενικότητα του συμβάντος όπως και στην καθαρή τυχαιότητα του πολλαπλού-είναι [l’ être multiple] χωρίς να θυσιάσει το μοτίβο της αλήθειας;
Και παρομοίως, θα ρωτήσει κάποιος: Πώς υποτίθεται ότι χρησιμοποιούμε τη χριστιανική πίστη —ένα μηχανισμό από τον οποίο μοιάζει εντελώς αδύνατο να αποκολληθούν η μορφή και τα κείμενα του Παύλου; Γιατί να επικαλεστούμε και γιατί να αναλύσουμε τούτο το μύθευμα [fable]; Για να είμαστε απόλυτα ξεκάθαροι: για μας είναι ακριβώς ένα μύθευμα. Και με μοναδικό μάλιστα τρόπο στην περίπτωση του Παύλου, για τον οποίο θα δούμε ότι για σημαντικούς λόγους αναγάγει τον Χριστιανισμό σε μια και μόνο πρόταση: Χριστός ανέστη. Αυτό όμως είναι το κατ’ εξοχήν “μυθοπλαστικό” [fabuleux] στοιχείο, εφόσον όλα τα άλλα (γέννηση, διδασκαλία, θάνατος) μπορούν να υποστηριχτούν. Το “μύθευμα” είναι το κομμάτι εκείνο ενός αφηγήματος που κατά την άποψή μας δεν έρχεται σε επαφή με οποιοδήποτε Πραγματικό [réel], εκτός και αν είναι μέσω ενός υπολείμματος αόρατου και έμμεσα προσβάσιμου το οποίο προσκολλάται σε κάθε τι πρόδηλα φαντασιακό [imaginaire]. Από αυτή την άποψη, είναι στο μυθοπλαστικό στοιχείο που ο Παύλος αναγάγει το χριστιανικό αφήγημα, με τη δύναμη κάποιου που γνωρίζει ότι, δράττοντας το στοιχείο αυτό ως πραγματικό, απαλλάσεται και από κάθε φαντασιακό που το πλαισιώνει. Αν είναι εφικτό να μιλήσει κανείς εξ αρχής για πίστη (αλλά το όλο πρόβλημα του Παύλου έγκειται στο ερώτημα της πεποίθησης ή της πίστης, ή αυτού που προϋποτίθεται από την λέξη πίστις [2]) θα έλεγε ότι σε ό,τι μας αφορά τουλάχιστον, είναι αυστηρά αδύνατο να πιστέψουμε στην ανάσταση του εσταυρωμένου.
Ο Παύλος είναι μια μορφή απόμακρη, με την τριπλή έννοια: λόγω του ιστορικού του χώρου· λόγω του ρόλου του ως ιδρυτή της εκκλησίας· και λόγω της προκλητικής επικέντρωσης της σκέψης του στο μυθοπλαστικό της συστατικό.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε γιατί επενδύουμε αυτή την απόσταση με το φορτίο της φιλοσοφικής εγγύτητας, γιατί βρίσκουμε διαμεσολάβηση στη μυθοπλαστική διάνοιξη [forçage] του Πραγματικού τη στιγμή που το ζήτημα είναι η αποκατάσταση του οικουμενικού στην καθαρή του κοσμικότητα [laïcité], εδώ και τώρα.
Αναμφίβολα, μας παρέχει συνδρομή το γεγονός ότι για παράδειγμα ο Χέγκελ, ο Αύγουστος Κομτ, ο Νίτσε, ο Φρόϋντ, ο Χάιντεγκερ, και ακόμη, στους δικούς μας καιρούς ο Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, βρήκαν επίσης απαραίτητο να εξετάσουν τη μορφή του Παύλου, και επιπλέον πάντα με όρους ακραίων προδιαθέσεων (θεμελιωτικών ή ενελικτικών, έμπλεων πεπρωμένου ή λήθης, παραδειγματικών ή καταστροφικών) για να οργανώσουν τον δικό τους θεωρησιακό [spéculatif] λόγο.
Όσο για μας, αυτό το οποίο θα συγκρατήσουμε στο έργο του Παύλου είναι μια μοναδική [singulière] σύνδεση, την οποία είναι αδύνατο να απoσυνδέσει κάποιος από το μύθευμα, και της οποίας ο Παύλος είναι με τη αυστηρή έννοια ο επινοητής: την σύνδεση που θεμελιώνει το πέρασμα ανάμεσα σε μια πρόταση για το υποκείμενο και μια διερώτηση για το νόμο. Ας πούμε ότι για τον Παύλο, είναι θέμα διερεύνησης του ποιος νόμος θα μπορούσε να δομήσει ένα υποκείμενο στερημένο από κάθε ταυτότητα και αιωρούμενο από ένα συμβάν του οποίου η μόνη “απόδειξη” έγκειται ακριβώς στη διακήρυξή του από ένα υποκείμενο.
Το βασικό για μας είναι ότι τούτη η παράδοξη σύνδεση ανάμεσα σε ένα υποκείμενο χωρίς ταυτότητα και ένα νόμο χωρίς στήριγμα θεμελιώνει τη δυνατότητα μιας οικουμενικής κατηγόρησης [predication] μέσα στην ίδια την ιστορία. Η άνευ προηγουμένου χειρονομία του Παύλου συνίσταται στην αφαίρεση [soustraire] της αλήθειας από τα χέρια της κοινότητας, είτε αυτή είναι λαϊκή, είτε αφορά μια πόλη, μια αυτοκρατορία, μια επαρχία, ή μια κοινωνική τάξη. Το αληθές (ή το δίκαιο· πρόκειται για το ίδιο πράγμα σ’ αυτή την περίπτωση) δεν μπορεί να επιστραφεί σε κανένα αντικειμενικό σύνολο, είτε σύμφωνα με την αιτία του, είτε σύμφωνα με τον προορισμό του.
Θα τεθεί η αντίρρηση ότι στην παρούσα περίσταση, η “αλήθεια” δεν είναι για μας παρά ένα απλό μύθευμα. Ακριβώς, αλλά αυτό που είναι σημαντικό είναι η υποκειμενική χειρονομία η οποία δράττεται στη θεμελιακή της ισχύ σε συνάρτηση με τις γενολογικές προϋποθέσεις της οικουμενικότητας. Το γεγονός ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί το περιεχόμενο του μυθεύματος αφήνει πίσω του το υπόλειμμα της μορφής αυτών των προϋποθέσεων, και ιδιαίτερα την πανωλεθρία κάθε προσπάθειας να αποδοθεί ο λόγος της αλήθειας σε προκαθορισμένα ιστορικά σύνολα.
Ο ξεκάθαρος διαχωρισμός κάθε διαδικασίας αλήθειας [processus de vérité] από την πολιτισμική “ιστορικότητα” στην οποία νομίζει πως τη διαλύει η δοξασία: αυτή είναι η διαδικασία στην οποία μας οδηγεί ο Παύλος.
Το να ξανασκεφτεί κανείς τη χειρονομία αυτή, το να ξεκουβαριάσει τους ελιγμούς της, [les chicanes], το να αναζωογονήσει τη μοναδικότητά της και την θεμελιακή ισχύ της, είναι δίχως αμφιβολία μια σύγχρονη αναγκαιότητα.
Σε τι στ’ αλήθεια έγκειται η επικαιρότητά μας [actualité]; Η προοδευτική αναγωγή του ζητήματος της αλήθειας (και άρα, της σκέψης) στη γλωσσική μορφή της κρίσης —ένα σημείο στο οποίο συμφωνούν η αγγλοσαξονική αναλυτική ιδεολογία και η ερμηνευτική παράδοση (το αναλυτικο-ερμηνευτικό δίδυμο που αλυσσοδένει τη σύγχρονη ακαδημαϊκή φιλοσοφία)— καταλήγει σε ένα πολιτισμικό και ιστορικό σχετικισμό, ο οποίος αποτελεί σήμερα ταυτόχρονα θέμα της κοινής γνώμης, “πολιτικό” κίνητρο, και πλαίσιο έρευνας για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Οι ακραίες μορφές του σχετικισμού αυτού, ήδη σε λειτουργία, σχετίζουν υποτίθεται τα ίδια τα μαθηματικά με ένα “δυτικό” σύνολο, με το οποίο μπορεί να εξισωθεί ο οιοσδήποτε αριθμός νεφελωδών ή συμβολικά τετριμμένων μηχανισμών, με τον όρο ότι είναι κάποιος σε θέση να κατονομάσει το ανθρώπινο υποσύνολο [sous-ensemble] που φέρει αυτό τον μηχανισμό και, ακόμα καλύτερα, ότι έχει λόγους να πιστεύει ότι αυτό το υποσύνολο αποτελείται από θύματα. Κάθε πρόσβαση στο οικουμενικό η οποία ούτε ανέχεται την αναγωγή του στο επιμέρους ούτε διατηρεί καμία ευθεία σχέση με το στάτους (κυρίαρχου ή θυματοποιημένου) του χώρου από όπου αναδύεται ως πρόταση υποκύπτει όταν έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το μείγμα κουλτουραλιστικής ιδεολογίας και αντίληψης του ανθρώπου ως θύματος.
Ποιός είναι ο αληθινός συνδετικός κρίκος αυτής της προώθησης της πολιτισμικής αρετής των καταπιεσμένων υποσυνόλων, αυτής της γλωσσικής εξύμνησης των κοινοτιστικών ιδιαιτερισμών (που, πέρα απ’ τη γλώσσα αναφέρονται πάντοτε στη φυλή, τη θρησκεία, ή το φύλο); Είναι, προφανώς, η χρηματική αφαίρεση, της οποίας η ψευδής οικουμενικότητα δεξιώνεται άνετα το ποτ-πουρί [bigarrures] των κοινοτισμών. Η μακρά εμπειρία κομμουνιστικών δικτατοριών έχει το πλεονέκτημα να καταδείξει ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της κενής οικουμενικότητας του κεφαλαίου, δεν είχε ως αληθινό εχθρό παρά ένα άλλο οικουμενικό εγχείρημα, διεφθαρμένο όμως και αιματοκυλισμένο· ότι μόνο ο Λένιν και ο Μάο φόβισαν πραγματικά όσους θέλησαν να περηφανευτούν ανενδοίαστα για τις αρετές του φιλελευθερισμού και της γενικής ισοτιμίας [l’ equivalent général], ή τις δημοκρατικές αξίες της εμπορικής επικοινωνίας. Η κατάρρευση της γηρασμένης ΕΣΣΔ, της παραδειγματικής ενσάρκωσης του σοσιαλιστικού κράτους, ανέστειλε δοκιμαστικά το φόβο και απελεύθερωσε την κενή αφαίρεση, και γενικά την εκχυδαϊσμένη σκέψη. Και είναι βέβαιο ότι δεν είναι με την αποκήρυξη της απτής οικουμενικότητας [l’ universel concret] των αληθειών στο όνομα των δικαιωμάτων των “μειονοτήτων” —φυλετικών, θρησκευτικών, εθνικών ή σεξουαλικών— που θα επιβραδυνθεί ο όλεθρος. Όχι, δεν θα επιτρέψουμε στα δικαιώματα στην σκέψη του αληθούς [la vérité-pensée] να έχουν ως μόνη τους βάση την ελεύθερη διακίνηση του χρήματος και την μετριότητα του πολιτικού της προσαρτήματος: του καπιταλιστικού κοινοβουλετισμού [capitalo-parlementarisme], του οποίο η μιζέρια κρύβεται όλο και λιγότερο επιτυχώς πίσω από την ωραία λέξη “δημοκρατία”.
Γι αυτό και ο Παύλος, όντας ο ίδιος σύγχρονος της μνημειώδους μορφής της καταστροφής κάθε πολιτικής (των αρχών του μιλιταριστικού δεσποτισμού που ονομάστηκε “ρωμαϊκή αυτοκρατορία”) μας ενδιαφέρει στον ύψιστο βαθμό. Είναι αυτός που, κατευθύνοντας προς το οικουμενικό μια συγκεκριμένη σύνδεση ανάμεσα στο νόμο και το υποκείμενο, αναρωτιέται με την πιο ακραία αυστηρότητα ποιό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για αυτή την κατεύθυνση τόσο απ’ την πλευρά του νόμου όσο και από αυτή του υποκειμένου. Αυτή η ερώτηση είναι ακριβώς η δική μας. Αν υποθέσουμε ότι είμαστε ικανοί να επαναθεμελιώσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην αλήθεια και το υποκείμενο, τότε τι συνέπειες πρέπει να έχουμε τη δύναμη να αντέξουμε απ’ την πλευρά της αλήθειας (συμβαντικής και ριψοκίνδυνης), αλλά και απ’ την πλευρά του υποκειμένου (σπάνιου και ηρωϊκού);
Αντιμέτωπη μ’ αυτό το ερώτημα και κανένα άλλο, η φιλοσοφία μπορεί να αναλάβει τη χρονική της θέση χωρίς να γίνει μέσο συγκάλυψης του χειρότερου· και μπορεί να αναμετρηθεί με τους καιρούς χωρίς να κολακεύει την άγρια αδράνειά τους.
Στην περίπτωση της δικής μας χώρας, του δημόσιου πεπρωμένου του κράτους της, τι μπορούμε να σηματοδοτήσουμε ως αξιοπρόσεχτη τάση των τελευταίων δεκαπέντε ετών; Ανεξάρτητα, εννοείται, από τη διαρκή επέκταση των αυτοματισμών του κεφαλαίου κάτω από τα σημαίνοντα της Ευρώπης και του φιλελευθερισμού, εφόσον, όντας ο νόμος της παγκόσμιας αγοράς, η επέκταση ως τέτοια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ίδιον του δικού μας χώρου;
Αλλοίμονο, για να απαντήσουμε στην ερώτηση, δεν θα βρούμε τίποτε άλλο από την χωρίς επιστροφή εγκατάσταση του κόμματος Λε Πεν, μιας πραγματικής εθνικής μοναδικότητας που όμοιά της πρέπει να φτάσουμε μέχρι την Αυστρία για να βρούμε—και αυτό δεν είναι προς τιμήν μας [ce n’ est pas une référence]. Και τι αποτελεί τη μόνη αρχή αυτού του κόμματος; Η αρχή που κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν τολμά να αμφισβητήσει ευθέως, και έτσι υπερψηφίζει ή ανέχεται αυτούς τους όλο και πιο εγκληματικούς [scélérates] νόμους που αδήριτα εξάγονται από αυτή; Η εν λόγω αρχή είναι: “Η Γαλλία ανήκει στους Γάλλους”. Στην περίπτωση του κράτους, αυτό οδηγεί πίσω σ΄αυτό που λειτούργησε ως το παράδοξο όνομα που ο Πεταίν έδωσε σε μια κυβέρνηση-μαριονέτα, πρόθυμη θεραπαινίδα του κατακτητή Ναζί: το γαλλικό κράτος. Πώς εγκαθίσταται στην καρδιά της δημόσιας σφαίρας αυτή η τοξική [délétère] ερώτηση: τι είναι ο Γάλλος; Μα όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια πειστική απάντηση, παρεκτός μέσω της διώξης ανθρώπων που αυθαίρετα ανακηρύσσονται μη Γάλλοι. Το μοναδικό πολιτικό πραγματικό της λέξης “Γάλλος”, όταν αυτή ανακηρύσσεται σε θεμελιακή κατηγορία του κράτους, είναι η όλο και πιο επίμονη εγκατάσταση μέτρων αδήριτης διάκρισης που στοχοποιούν ανθρώπους που μένουν εδώ ή που επιζητούν να ζήσουν εδώ. Και είναι ιδιαίτερα σοκαριστικό ότι αυτό το καταδιωκτικό πραγματικό της λογικής της ταυτότητας (ο Νόμος δεν έχει αξία παρά μόνο για τους Γάλλους) συγκεντρώνει κάτω από τα ίδια πανό (όπως έδειξε η αξιοθρήνητη υπόθεση της περιβολής με τσαντόρ), τους παραιτημένους υπέρμαχους καπιταλιστικού ολέθρου (η καταδίωξη είναι αναπόφευκτη γιατί οι απολύσεις καθιστούν τη φιλοξενία ανέφικτη) και υπέρμαχους μιας “γαλλικής δημοκρατίας” φαντασματικής όσο και κατ’ εξαίρεση εννοούμενης (οι ξένοι είναι ανεκτοί μόνο εφόσον “ενσωματωθούν” στο εξαίσιο μοντέλο που τους προτείνουν οι αγνοί μας θεσμοί και τα εκπληκτικά μας συστήματα εκπαίδευσης και πολιτικής εκπροσώπησης). Απόδειξη πως, σε ό,τι αφορά τις πραγματικές ζωές των ανθρώπων, υπάρχει μια κατάπτυστη συνενοχή ανάμεσα στην παγκοσμιοποιημένη λογική του κεφαλαίου και του γαλλικού ταυτοτικού [identitaire] φανατισμού.
Μπροστά στα μάτια μας κατασκευάζεται η κοινοτικοποίηση [communautarisation] της δημόσιας σφαίρας, η αποκήρυξη της υπερβατικής ουδετερότητας του νόμου. Το κράτος αναμένεται να διαβεβαιώνεται κυρίως και μονίμως για την γενεαλογικά, θρησκευτικά και φυλετικά επαληθεύσιμη ταυτότητα αυτών για το οποίο είναι υπεύθυνο. Θα μπορούσε να έχει την ευθύνη να ορίσει δύο, ίσως και τρεις, διακριτές περιοχές του νόμου, ανάλογα με το αν τα υποκείμενά του είναι πράγματι Γάλλοι, ενσωματωμένοι ή αφομοιώσιμοι ξένοι, ή ξένοι που έχουν ανακηρυχθεί μη αφομοιωμένοι ή ακόμη και μη αφομοιώσιμοι. Ο νομός συνεπώς θα περνούσε στον έλεγχο ενός “εθνικού” μοντέλου αποκαθαρμένου [dépourvu] από κάθε πραγματική αρχή, εκτός και αν είναι αυτή των διώξεων με τις οποίες εμπλέκεται. Εγκαταλείποντας κάθε οικουμενική αρχή, η ταυτοτική επαλήθευση —που δεν είναι ποτέ τίποτε άλλο από αστυνομική παρακολούθηση— παίρνει την πρωτοκαθεδρία από κάθε καθορισμό ή εφαρμογή του νόμου. Αυτό σημαίνει ότι, όπως και επί Πεταίν, όταν οι υπουργοί δεν έβλεπαν τίποτε κακό στον υπόρρητο καθορισμό του Εβραίου ως του αρχέτυπου τού μη Γάλλου, η νομοθεσία θα έπρεπε να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα ταυτοτικά πρωτόκολλα, με τα υποσύνολα του πληθυσμού να καθορίζονται κάθε φορά από το ειδικό τους στάτους. Αυτό είναι που ξεδιπλώνεται καθώς διαδοχικές κυβερνήσεις βάζουν η καθεμιά την πινελιά της. Έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία υφέρπουσας πεταινοποίησης του κράτους.
Πόσο ξεκάθαρα ηχεί η διακήρυξη του Παύλου κάτω από τέτοιες συνθήκες· μια αληθινά εκθαμβωτική διακήρυξη, αν λάβει κανείς υπόψη τους κανόνες του αρχαίου κόσμου: “Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα” (Γαλ. 3.28)! Και πόσο αρμόζουσα για μας, που θα αντικαταστήσουμε χωρίς δυσκολία το Θεό με αυτή ή την άλλη αλήθεια, και το Καλό με την αφοσίωση που απαιτεί αυτή η αλήθεια, είναι η αρχή [maxime]: “δόξα, τιμή, και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό· γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις” (Ρωμ. 2.10)
Ο κόσμος μας δεν είναι με κανένα τρόπο όσο “πολύπλοκος” διακηρύσσουν όσοι θέλουν να διασφαλίσουν την διαιώνισή του. Είναι μάλλον, στο γενικό του περίγραμμα, απόλυτα απλός.
Από τη μια πλευρά, υπάρχει η επέκταση των αυτοματισμών του κεφαλαίου, η οποία εκπληρώνει μια απ’ τις εμπνευσμένες προβλέψεις του Μαρξ: ο κόσμος επιτέλους να διαμορφώνεται [configuré], αλλά ως αγορά, ως παγκόσμια αγορά. Αυτή η διαμόρφωση επιτρέπει στην αφηρημένη ομοιογενοποίηση να υπερισχύσει. Όλα όσα διακινούνται υποτάσσονται στην ενότητα της αρίθμησης, ενώ αντίστροφα διακινείται μόνο αυτό που αφήνεται να μετρηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον, αυτό ο κανόνας [norme] διασαφηνίζει ένα παράδοξο που πολύ λίγοι υπογράμμισαν: την ώρα της γενικευμένης κυκλοφορίας και του φαντάσματος της άμεσης πολιτισμικής επικοινωνίας, πολλαπλασιάζονται παντού νόμοι και κανονισμοί που απαγορεύουν την κυκλοφορία προσώπων. Έτσι στη Γαλλία, δεν έχουν εγκατασταθεί ποτέ λιγότεροι ξένοι από ότι στην τελευταία περίοδο! Ελεύθερη διακίνηση αυτού που αφήνεται να μετρηθεί, ναι, και πάνω από όλα του κεφαλαίου, αυτού που είναι η μέτρηση της μέτρησης. Ελεύθερη διακίνηση της ακαταμέτρητης απεραντοσύνης [l’ incomptable infinité] μιας μοναδικής ανθρώπινης ζωής, ποτέ! Γιατί η καπιταλιστική χρηματική αφαίρεση είναι σίγουρα μια μοναδικότητα, αλλά μια μοναδικότητα που δεν ενδιαφέρεται για καμία απολύτως μοναδικότητα. Είναι μοναδικότητα αδιάφορη για την επίμονη απεραντοσύνη της ύπαρξης όσο και για το συμβαντικό γίγνεσθαι των αληθειών.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια διαδικασία κατακερματισμού σε κλειστές ταυτότητες, και η κουλτουραλιστική και σχετικιστική ιδεολογία που συνοδεύει αυτόν τον κατακερματισμό.
Οι δυο διαδικασίες είναι εντελώς αλληλένδετες. Γιατί κάθε ταυτοποίηση (δημιουργία ή συρραφή της ταυτότητας) δημιουργεί και μια μορφή που παρέχει υλικό για επένδυση στην αγορά. Δεν υπάρχει τίποτε πιο παγιδευμένο στις εμπορικές επενδύσεις, τίποτε πιο διαθέσιμο για την εφεύρεση νέων μορφών χρηματικής ομοιογενοποίησης, από την κοινότητα και το έδαφος ή τα εδάφη της. Η προσομοίωση της μη ισοτιμίας είναι απαραίτητη ώστε η ισοτιμία η ίδια να γίνει διαδικασία. Τι ατελείωτες δυνατότητες για εμπορικές επενδύσεις βρίσκονται σ’ αυτή την αναταραχή, η οποία έχει τη μορφή της διαμαρτυρόμενης κοινότητας και της υποτιθέμενης [prétendue] πολιτισμικής μοναδικότητας, των γυναικών, των ομοφυλοφίλων, των αναπήρων, των Αράβων! Και αυτοί οι ατελείωτοι συνδυασμοί κατηγορικών προσδιορισμών, τι θείο δώρο! Μαύροι ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι Σέρβοι, καθολικοί παιδεραστές, μετριοπαθείς μουσουλμάνοι, παντρεμένοι ιερείς, γιάπις οικολόγοι, υποταγμένοι άνεργοι, πρόωρα γηρασμένοι νεολαίοι! Κάθε φορά, μια κοινωνική εικόνα νομιμοποιεί νέα προϊόντα, εξειδικευμένα περιοδικά, βελτιωμένα mall, “ελεύθερους” ραδιοφωνικούς σταθμούς, διαφημιστικά δίκτυα με προσαρμοσμένο προσανατολισμό, και, τέλος, βαρυσήμαντες “κοινωνικές συζητήσεις” [débats de société] στις ώρες υψηλής τηλεθέασης. Ο Ντελέζ το έθεσε με τέλεια ακρίβεια: η καπιταλιστική απεδαφοποίηση έχει ανάγκη τη διαρκή επανεδαφοποίηση. Το κεφάλαιο απαιτεί τη διαρκή ανάδυση υποκειμενικών και εδαφικών ταυτοτήτων ώστε η αρχή της κίνησης που το διακρίνει να μπορεί να ομοιογενοποιεί τον χώρο δράσης του· ταυτοτήτων, βέβαια, που ποτέ δεν απαιτούν άλλο απ’ το δικαίωμα να εκτεθούν όπως όλες οι άλλες στις ομοιογενείς απαιτήσεις της αγοράς. Η καπιταλιστική λογική της γενικής ισοτιμίας και η ταυτοτική και πολιτισμική λογική των κοινοτήτων ή των μειονοτήτων δημιουργούν ένα αλληλένδετο σύνολο.
Η διασύνδεσή τους αυτή παίζει περιοριστικό ρόλο απέναντι σε κάθε διαδικασία αλήθειας. Είναι οργανικά κενή αλήθειας.
Από τη μία πλευρά, κάθε αλήθεια βρίσκεται σε ρήξη με την αξιωματική αρχή που διέπει την κατάσταση και οργανώνει τις επαναλαμβανόμενες σειρές της. Μια διαδικασία αλήθειας διακόπτει την επανάληψη και έτσι δεν μπορεί να την υποτάξει κανείς στην αφηρημένη μονιμότητα της ενότητας της αρίθμησης. Η αλήθεια είναι πάντα, σύμφωνα με τον κυρίαρχο νόμο της αρίθμησης, κάτι που αφαιρείται [soustraite] από το μέτρημα. Συνεπώς, καμία αλήθεια δεν μπορεί να συντηρηθεί μέσα από την ομοιογενή επέκταση του κεφαλαίου.
Όμως, απ’ την άλλη πλευρά, μία διαδικασία αλήθειας δεν μπορεί επίσης να αγκυροβοληθεί στο στοιχείο της ταυτότητας. Γιατί αν είναι αλήθεια ότι κάθε αλήθεια αναδύεται ως μοναδικότητα, η μοναδικότητά αυτή είναι άμεσα οικουμενικοποιήσιμη. Η οικουμενικοποιήσιμη μοναδικότητα βρίσκεται αναγκαστικά σε ρήξη με την ταυτοτική μοναδικότητα.
Το ζήτημα δεν είναι ότι υπάρχουν πολύπλοκες [enchevêtrées] ιστορίες, διαφορετικοί πολιτισμοί, και γενικότερα διαφορές ήδη τεράστιες μέσα στο “ίδιο” ένα άτομο, ότι ο κόσμος είναι πολυποίκιλος, και ότι πρέπει να αφεθούν οι άνθρωποι να ζουν, να τρώνε, να ντύνονται, να φαντάζονται και να αγαπούν με όποιο τρόπο επιθυμούν, όσο και αν κάποιοι ψευτο-αφελείς θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Αυτού του είδους τα φιλελεύθερα σλόγκαν δεν κοστίζουν ακριβά, και θα 'θελε κάποιος να δει αυτούς που τα διακηρύσσουν να μην αντιδρούν τόσο βίαια όταν βλέπουν την παραμικρή κάπως σοβαρή προσπάθεια διαφωνίας με τη δική τους ποταπή [petite] φιλελεύθερη διαφορετικότητα. Ο σύγχρονος κοσμοπολιτισμός είναι μια καλοπροαίρετη πραγματικότητα. Εμείς απλώς ζητούμε οι υπερασπιστές του να μην γίνονται αλλόφρονες όταν βλέπουν μια νεαρή κοπέλα με μαντήλα, γιατί θα αρχίσουμε να φοβόμαστε ότι αυτό που πραγματικά επιθυμούν δεν είναι ένας πραγματικός ιστός μεταλασσόμενων διαφορών αλλά η ομοιογενής δικτατορία αυτού που αποκαλούν “νεωτερικότητα”.
Το ζήτημα είναι να γνωρίζει κανείς τι είναι οι ταυτοτικές και κοινοτιστικές κατηγορίες σε σχέση με τις διαδικασίες αλήθειας, με τις πολιτικές διαδικασίες για παράδειγμα. Απαντούμε: αυτές οι κατηγορίες πρέπει να αφαιρεθούν [être absentées] από τη διαδικασία, αλλιώς καμμιά αλήθεια δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να θεμελιώσει τη επιμονή της και να συσσωρεύσει την εγγενή απεραντοσύνη της. Γνωρίζουμε, επιπλέον, ότι οι σημαντικές εκφάνσεις της ταυτοτικής πολιτικής, όπως ο ναζισμός, είναι πολεμοχαρείς και εγκληματικές. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να παίζει αθώα με τέτοιες κατηγορίες (ακόμη όταν έχουν τη μορφή της Γαλλικής “δημοκρατικής” ταυτότητας) είναι ασυνεπής. Θα καταλήξει αναγκαστικά να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αφηρημένη οικουμενικότητα [universel abstrait] του κεφαλαίου και τους κατά τόπον διωγμούς.
Ο σύγχρονος κόσμος είναι επομένως διπλά εχθρικός απέναντι στις διαδικασίες αλήθειας. Το σύμπτωμα αυτής της εχθρικότητας εκδηλώνεται μέσω ονομαστικών συγκαλύψεων [recouvrements]: εκεί που θά 'πρεπε να υπάρχει το όνομα μιας διαδικασίας αλήθειας, έρχεται ένα άλλο όνομα, το οποίο το καταστέλλει. Το όνομα “κουλτούρα” αφανίζει αυτό της “τέχνης.” Η λέξη “τεχνολογία” αφανίζει τη λέξη “επιστήμη.” Η λέξη “διαχείριση” αφανίζει τη λέξη “πολιτική.” Η λέξη “σεξουαλικότητα” αφανίζει την “αγάπη”. Το σύστημα “κουλτούρα-τεχνολογία-διαχείριση-σεξουαλικότητα”, το οποίο έχει την υπέρτατη αρετή να είναι εναρμονισμένο με την αγορά, και του οποίου όλοι οι όροι παραπέμπουν επιπλέον σε κατηγορίες εμπορικής παρουσίασης, αποτελεί την σύγχρονη ονομαστική απόκρυψη του συστήματος “τέχνη-επιστήμη-πολιτική-αγάπη”, το οποίο ταυτοποιεί τυπολογικά τις διαδικασίες αλήθειας.
Τώρα, αντί να επιστρέφει στην ιδιοποίηση αυτής της τυπολογίας, η ταυτοτική ή μειονοτική λογική προτείνει απλώς μια παραλλαγή τής ονομαστικής της απόκρυψης από το κεφάλαιο. Καταφέρεται εναντίον κάθε γενολογικής έννοιας της τέχνης, αντικαθιστώντας τη για δικό της λογαριασμό με αυτή της κουλτούρας (με την έννοια της κουλτούρας της ομάδας) ως υποκειμενικής ή αντιπροσωπευτικής κόλλας που συγκροτεί την ύπαρξη της ομάδας, και που απευθύνεται μόνο στον εαυτό της και παραμένει δυνητικά μη οικουμενικοποίησιμη. Επιπλέον, δεν διστάζει να θεωρήσει ότι τα συστατικά στοιχεία αυτής της κουλτούρας μπορούν να κατανοηθούν πλήρως μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ανήκει κάποιος στο σχετικό υποσύνολο. Εξού και καταστροφικές διακηρύξεις του είδους: μόνο ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να “καταλάβει” τι είναι ο ομοφυλόφιλος, μόνο ένας Άραβας μπορεί να καταλάβει τι είναι “Άραβας”, και ούτω κάθε εξής. Αν, όπως πιστεύουμε, μόνο οι αλήθειες (η σκέψη) μας επιτρέπουν να ξεχωρίσουμε από το ανθρώπινο ζώο το οποίο μας φέρει, δεν θα είναι υπερβολή το να πούμε ότι τέτοιου είδους μειονοτικές διακηρύξεις είναι γνήσια βάρβαρες. Στην περίπτωση της επιστήμης, ο κουλτουραλισμός προωθεί τις τεχνικές ιδιαιτερότητες των υποσυνόλων στο επίπεδο της επιστημονικής σκέψης και έτσι εξομοιώνονται τα αντιβιοτικά, ο Σαμανισμός, η θεραπεία δια της αφής, και τα κατευναστικά ροφήματα βοτάνων. Στην περίπτωση της πολιτικής, η ενασχόληση με ταυτοτικά χαρακτηριστικά προσφέρει τη βάση καθορισμού, είτε αυτή είναι κρατική είτε αφορά τους εκάστοτε διαμαρτυρόμενους, και στο τέλος το ζήτημα γίνεται η θέσπιση, μέσω νομοθεσίας ή ωμής ισχύος, μιας εξουσιαστικού τύπου διαχείρισης των χαρακτηριστικών (εθνικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών, κλπ.), τα οποία γίνονται αντιληπτά ως κυρίαρχοι πολιτικοί ρυθμιστές [opérateurs]. Και τέλος, στην περίπτωση της αγάπης, υπάρχουν οι συμπληρωματικές απαιτήσεις είτε για το γενετικό δικαίωμα να αναγνωριστεί αυτή ή εκείνη η μορφή σεξουαλικής ειδικότητας ως μειονοτική ταυτότητα· είτε για την επιστροφή, απλά και όμορφα, σε αρχαϊκές, πολιτισμικά θεμελιωμένες επινοήσεις, όπως αυτή της αυστηρής μονογαμικότητας, του εγκλεισμού των γυναικών, και ούτω κάθε εξής. Είναι απόλυτα εφικτό να συνδυαστούν τα δύο, όπως γίνεται προφανές όταν oι απαιτήσεις των ομοφυλοφίλων αφορούν στο δικαίωμα να συμπεριληφθούν στη μεγάλη παράδοση του γάμου και της οικογένειας, ή να επικυρώσουν την καθαίρεση ενός ιερέα με την ευλογία του Πάπα.
Τα δύο συστατικά αυτού του αλληλένδετου συνόλου (η αφηρημένη ομοιογένεια του κεφαλαίου και οι μειονοτικές απαιτήσεις) βρίσκονται σε μια σχέση καθρεφτίσματος και αμοιβαίας φροντίδας. Ποιός θα στηρίξει την αυτονόητη ανωτερότητα του καλλιεργημένου-ικανού-σεξουαλικά απελευθερωμένου μάνατζερ; Αλλά ποιός θα υπερασπιστεί τον θρησκευόμενο-διεφθαρμένο-πολυγαμικό τρομοκράτη; Ή ποιός θα πλέξει το εγκώμιο του περιθωριακού-κουλτουριάρη-ομοιοπαθητικού-φιλικά διακείμενου προς τα ΜΜΕ τρανσέξουαλ; Κάθε μορφή αποκτά την περιστρεφόμενη νομιμότητά της από την απαξίωση της άλλης. Και όμως την ίδια ώρα, καθεμιά αντλεί από τα αποθέματα της άλλης, μια και η μεταμόρφωση των πιο τυπικών και πιο πρόσφατων κοινοτικών ταυτοτήτων σε διαφημιστικά σλόγκαν και εμπορεύσιμες εικόνες έχει ως αντίβαρο την όλο και πιο εκλεπτυσμένη ικανότητα που επιδεικνύουν και οι πιο κλειστές ή πιο βίαιες ομάδες να επενδύουν στις οικονομικές αγορές ή την συντήρηση του εμπορίου όπλων σε ευρεία κλίμακα.
Αφήνοντας κατά μέρος όλα αυτά (ούτε χρηματική ομοιογένεια ούτε ταυτοτικές απαιτήσεις, ούτε αφηρημένη οικουμενικότητα του κεφαλαίου ούτε το επιμέρους των συμφερόντων ενός υποσυνόλου), το ερώτημά μας μπορεί να διατυπωθεί ξεκάθαρα: Ποιές είναι οι προϋποθέσεις για μια οικουμενική μοναδικότητα;
Είναι σ’ αυτό το σημείο που επικαλούμαστε τον Άγιο Παύλο, γιατί αυτό είναι ακριβώς το ερώτημά του. Τι θέλει ο Παύλος; Προφανώς να αποξέσει τα χαρμόσυνα νέα από τα άτεγκτα πλαίσια μέσα στα οποία τα περιορίζει ο εγκλεισμός τους στην ιουδαϊκή κοινότητα. Εξίσου όμως, να μην τα αφήσει ποτέ να καθορίζονται από τις διαθέσιμες γενικότητες, είτε αυτές είναι κρατικιστικές είτε ιδεολογικές. Η κρατικιστική γενικότητα είναι ρωμαϊκός νομικισμός, και αφορά συγκεκριμένα στη ρωμαϊκή υπηκοότητα, στις προϋποθέσεις και στα δικαιώματα που συνδέονται με αυτή. Αν και ο ίδιος είναι Ρωμαίος πολίτης και περήφανος για αυτό, ο Παύλος δεν θα επιτρέψει ποτέ σε καμία νομική κατηγορία να καθορίσει το χριστιανικό υποκείμενο. Οι δούλοι, οι γυναίκες, άνθρωποι κάθε επαγγέλματος και εθνικότητας θα γίνουν συνεπώς δεκτοί χωρίς ούτε περιορισμούς ούτε προνόμια. Όσο για την ιδεολογική γενικότητα, αυτή προφανώς συνίσταται στον φιλοσοφικό και ηθικό λόγο των Ελλήνων. Ο Παύλος θα ενορχηστρώσει μια ξεκάθαρη αποστασιοποίηση από αυτόν τον λόγο, ο οποίος για αυτόν αποτελεί τον συμμετρικό αντίποδα του συντηρητισμού του ιουδαϊκού νόμου. Τελικά, το ζήτημα είναι πλέον η έμφαση στην οικουμενική μοναδικότητα, τόσο ενάντια στις κυρίαρχες αφαιρέσεις (τότε νομικές, σήμερα οικονομικές), όσο και ενάντια στις κοινοτιστικές και παρτικουλαριστικές απαιτήσεις.
Η γενική διαδικασία της σκέψης του Παύλου είναι η ακόλουθη: αν έχει υπάρξει συμβάν, και αν η αλήθεια συνίσταται στη διακήρυξή του και έπειτα στην πιστότητα σε αυτή τη διακήρυξη, τότε ακολουθούν δύο συνέπειες. Πρώτο, εφόσον η αλήθεια είναι συμβαντική, της τάξης δηλαδή αυτού που επισυμβαίνει [ce qui advient], είναι μοναδική. Δεν είναι δομική [structurale], ούτε αξιωματική, ούτε νομικού χαρακτήρα [légale]. Δεν υπάρχει διαθέσιμη γενικότητα η οποία να μπορεί να την λογαριάσει, ούτε να συγκροτήσει το υποκείμενο το οποίο την διεκδικεί. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει νόμος της αλήθειας. Δεύτερον, επειδή η αλήθεια εγγράφεται στη βάση μιας διακήρυξης ουσιαστικά υποκειμενικής, κανένα προκαθορισμένο υποσύνολο δεν μπορεί να την στηρίξει, και τίποτε διαμορφωμένο κοινοτικά και ιστορικά δεν μπορεί να δώσει την ουσία του στη διαδικασία της αλήθειας. Η αλήθεια τέμνει διαγώνια [La vérité est diagonale] κάθε κοινοτικό υποσύνολο. Ούτε επιζητά νομιμοποίηση από καμμία ταυτότητα ούτε (και αυτό είναι προφανώς το πιο ευαίσθητο σημείο) και συγκροτεί καμμία ταυτότητα. Προσφέρεται σε όλους, απευθύνεται στον κάθε ένα, χωρίς η προϋπόθεση του ανήκειν να μπορεί να περιορίσει αυτή την προσφορά ή αυτόν τον προορισμό.
---
Μόλις τα κείμενα που μάς μεταδόθηκαν ιδωθούν όλα ως τοπικές παρεμβάσεις και έτσι ως οργανωμένα στη βάση τοπικών τακτικών διακυβευμάτων, η προβληματική του Παύλου, όσο περίπλοκη και αν είναι η διατύπωσή της, ακολουθεί αδήριτα τις προαπαιτήσεις της αλήθειας ως μοναδικής οικουμενικότητας:
1. Το Χριστιανικό υποκείμενο δεν προϋπάρχει του συμβάντος το οποίο διακηρύσσει (της ανάστασης του Χριστού). Έτσι, οι εξωγενείς συνθήκες της ύπαρξης ή της ταυτότητάς του απορρίπτονται. Η απαίτηση είναι να μην είναι κανείς ούτε Ιουδαίος (ή περιτομημένος) ούτε Έλληνας (ή σοφός). Αυτή είναι η θεωρία των λογοθετικών πρακτικών (υπάρχουν τρεις: η εβραϊκή, η ελληνική, η νέα). Ούτε θα είναι απαραίτητο να ανήκει σ’ αυτή ή την άλλη κοινωνική τάξη (θεωρία της ισότητας απέναντι στην αλήθεια) ή σε αυτή ή την άλλη ομάδα (θεωρία των γυναικών).
2. Η αλήθεια είναι εντελώς υποκειμενική (είναι δηλαδή της τάξης της διακύρηξης που καταθέτει μαρτυρία για το συμβάν). Έτσι, οποιαδήποτε προσπάθεια να υποταχθεί στο νόμο θα απορριφθεί. Θα είναι απαραίτητο να αναληφθεί άμεσα μια ριζοσπαστική κριτική του ιουδαϊκού νόμου, που έχει καταστεί απαρχαιωμένος και επιβλαβής, αλλά και του ελληνικού νόμου ως υποταγής του πεπρωμένου στην κοσμική τάξη, που δεν αποτελεί παρά “πεπαιδευμένη” άγνοια του μονοπατιού της σωτηρίας.
3. Η πιστότητα στην διακήρυξη είναι κρίσιμη, διότι η αλήθεια είναι διαδικασία και όχι φώτιση. Για να την αντιληφθεί κανείς, προαπαιτούνται τρεις έννοιες: μία που να ονομάζει το υποκείμενο στη στιγμή της διακήρυξης (πίστις, γενικώς μεταφραζόμενη ως “πίστη” αλλά πιο σωστά αποδιδόμενη ως “πεποίθηση”)· μία που να ονομάζει το υποκείμενο στο σημείο της στρατευμένης άρθρωσης της πεποίθησής του (αγάπη, γενικώς μεταφραζόμενη ως “ευσπλαχνεία” αλλά μάλλον ακριβέστερα αποδιδόμενη ως “αγάπη”)· και τέλος, μία που να ονομάζει το υποκείμενο σύμφωνα με την δύναμη μετατόπισης που τού προσδίδεται μέσω της αποδοχής του ολοκληρωμένου χαρακτήρα της διαδικασίας αλήθειας (ελπίς, γενικώς αποδιδόμενη ως “ελπίδα” αλλά ακριβέστερα κατανοητή ως “βεβαιότητα”).
4. Η αλήθεια είναι αφ’ εαυτού αδιάφορη ως προς την κατάσταση των περιστάσεων — ως προς το ρωμαϊκό κράτος, για παράδειγμα. Αυτό σημαίνει ότι αποσκιρτά από την οργάνωση των υποσυνόλων που καθυπαγορεύει το κράτος. Η υποκειμενικότητα που αναλογεί σ' αυτή την αποχώρηση αποτελεί μια απαραίτητη μορφή απόστασης από το κράτος και από αυτό που ανταποκρίνεται στο κράτος σε ό,τι αφορά τη λαϊκή συνείδηση: τον μηχανισμό της κοινής γνώμης. Ο Παύλος λέει: δεν πρέπει να συνδιαλέγεται κανείς με γνώμες. Η αλήθεια αποτελεί συγκεντρωμένη και σοβαρή διαδικασία, που δεν πρέπει ποτέ να ανταγωνίζεται με εδραιωμένες δοξασίες.
Δεν υπάρχει ούτε μία από αυτές τις αρχές που, αν παραμερίσουμε το περιεχόμενο του συμβάντος, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη δική μας κατάσταση και τα δικά μας φιλοσοφικά καθήκοντα. Το μόνο που απομένει είναι να εκδιπλωθεί η υπόρρητη εννοιολογική τους οργάνωση, και να αποδοθεί τιμή σε αυτόν που, αποφασίζοντας ότι κανείς δεν εξαιρείται από αυτό που απαιτεί η αλήθεια, και διαχωρίζοντας την αλήθεια και το Νόμο, προκάλεσε —ολομόναχος— μια πολιτισμική επανάσταση απ’ την οποία ακόμη εξαρτώμαστε.
Σημειώσεις
[1] Σ.τ.Μ: Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιείται η μετάφραση στη δημοτική της Καινής Διαθήκης των Βασιλειάδη, Γαλάνη, Γαλίτη και Καραβιδόπουλου, εκδόσεις Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 2003.
[2] Σ.τ.Μ: Στα ελληνικά στο πρωτότυπο.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.