῾Ο θάνατος εἶναι τό πλέον βέβαιο γεγονός πού καθένας γνωρίζει πώς ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπέλθει καί στόν ἴδιο. ᾿Εν τούτοις τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο κι ἐπίμονα ἀπωθημένο.
Κι αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει θρέψει, κατά τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς βιοτῆς του, τήν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καί δέν βασίζεται πάνω στό ἀγκωνάρι τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιάζεται ὁ ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τό φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἀσφαλῶς εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει αἰώνια. Καί καθώς βλέπει τό σῶμα κάποιου ἀγαπημένου του νά κοίτεται χωρίς πνοή, τότε σαβανώνει μαζί μ᾿ αὐτό καί τή δική του ἐλπίδα.
῾Ο σημερινός ἰδιαίτερα ἄνθρωπος εἶναι παραδομένος στά φαινόμενα καί σ᾿ ὅσα μπορεῖ νά ἀποδείξει ἐργαστηριακά ἤ νά καταθέσει ὡς ἀναμφισβήτητα καί δεδομένα. Γι᾿ αὐτό ἔχει χάσει τό ἐνδιαφέρον του γιά κάθε μεταθανάτια προοπτική καί πολύ περισσότερο, ἔχει νεκρώσει μέσα του κάθε ἐλπίδα γιά ἀνάσταση καί ἀθανασία.
Συμβαίνει, καθώς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί τοῦτο τό παράδοξο, νά καταθέτει ὁ σποριάς τό βιός του στή νωπή γῆ, νά τήν ὀργώνει βαθιά καί νά τήν ταΐζει πλούσια μέ γερό σπόρο καί ἐλπίδα. Γιατί, τό σάπισμα καί ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμός τοῦ σπόρου δέν τόν προβληματίζει ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τήν προσμονή τῆς νέας βλάστησης καί τῆς καρποφορίας. ῞Οταν ὅμως αὐτός κληθεῖ νά ἀποθέσει στή φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τόν ἄνθρωπό του, τότε δέν διακατέχεται ἀπό τήν ἴδια φερέλπιδα βεβαιότητα τοῦ σποριᾶ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου, ταυτίζεται μέσα του μέ τήν ὁριστική ἀπώλεια, χωρίζεται γι᾿ αὐτόν ἡ ζωή στά δυό. Κι αὐτό, γιατί δέν ὑπάρχει μέσα του τό ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἄνοιξης» καί ἡ χαρά τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καί «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας. ῎Εχει γίνει τόσο ἐπίπεδος ὁ ἄνθρωπος «τοῦ αἰῶνος τούτου», ὥστε συνήθισε νά ὁριοθετεῖ τό καθετί βέ βάση τούς φυσικούς νόμους.
Τοῦτο τό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας πού παίρνει κατά καιρούς τόσες ἐναλλακτικές μορφές, ἔχει τήν ἀρχή του «στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τοῦ Πρωτοπλάστου. ῾Ο Θεόπλαστος ἄνθρωπος, μέ τήν παρακοή του, διέκοψε τότε τή σχέση του μέ «τήν Πηγή τῆς Ζωῆς», ξέπεσε ἀπό τό «Θεοειδές» κάλλος του καί ἦρθε ὁριστικά ἀντιμέτωπος μέ τήν ὀσμή τοῦ θανάτου.
῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἀποκαλύπτει, τήν «πονηρή μήτρα», τόν «ἐφευρέτη» τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, τόν διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, δυσπιστοῦν καί ἐμφανίζονται «ὡς ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» (Λουκ. 24, 25). Δέν δέχονται ἀβασάνιστα τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι, τό «ἠγέρθη, οὔκ ἐστιν ᾧδε» τοῦ ᾿Αγγέλου (Μάρκ. 16, 6), δέν τούς πληροφορεῖ καί δέν τούς βεβαιώνει καί γιά τή δική τους ἀνάσταση.
῾Η δυσπιστία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀφορᾶ κυρίως στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Κι αὐτό, γιατί ἀγνοεῖ ὅτι ὁ θάνατος, αὐτό «τό ὀφειλόμενο ἐπιτίμιο», εἶχε δύναμη καί καταλυτική ἰσχύ μέχρι ἐκεῖνο τό γλυκοχάραγμα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων», τότε πού οἱ γυναῖκες βρῆκαν τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ «κενό» (Μάρκ. 16, 2). Γιατί ὁ ᾿Αναστημένος Χριστός κατέλυσε τό θάνατο καί «ἤνοιξε πάλι παραδείσου τάς πύλας». ᾿Εκείνη τήν αὐγή, ὁ ἐξόριστος ᾿Αδάμ πέρασε ἄκοπα στήν ἀντίπερα ὄχθη, πατώντας στό Σταυρό, στή «γέφυρα τῆς Ζωῆς», ἀκολουθώντας τόν ᾿Αναστάντα Θεόν-Λόγον.
Τό πάθος καί ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα γεγονότα, μέ τά ὁποῖα κορυφώνεται τό κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του. ῞Οπως ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καί τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή πρός τήν αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλά ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καί «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».
῾Η ᾿Ανάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρίς τή βεβαιότητα τῆς ἀνάστασής μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ ᾿Απόστολος, δέν ἔχει κανένα νόημα καί εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «῎Αν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀφοῦ κι ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σάν τό δικό μας. ᾿Αλλά, ἄν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρίς νόημα καί χωρίς περιεχόμενο τό κήρυγμά μας καί κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτή βασίζεται καί θεμελιώνεται στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ... Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί ὅπως οἱ πρώιμοι καρποί, πού ὡριμάζουν πρίν ἀπό τούς ἄλλους καί μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θά ἀκολουθήσει καί ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς ἄλλους καί βεβαιώνει μέ τήν ᾿Ανάστασή Του, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση καί τῶν ἄλλων νεκρῶν...» (Α´ Κορ. 15-23).
῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικά καί ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς μιλοῦν μέ «βεβαία πίστη» γιά τήν «ἄνοιξη» πού πρόκειται νά διαδεχθεῖ «τό χειμωνιάτικο σάπισμα», τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση, τήν ὁποία θά ἐπιφέρει ὁ σωματικός θάνατός μας.
Θά ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16, 12). Θά ἀναστηθοῦμε καί κανείς μας πιά δέν θά ὑποκύπτει στό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικός, πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μέ τόν προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω» τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ἀπό τό λόφο, ὅπου εὑρίσκεσαι τώρα στό Ναό καί προφητεύεις, καί κατέβα κάτω στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, καί ἐκεῖ θά ἀκούσεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ». ῎Ετσι ἐγώ ὁ ῾Ιερεμίας» λέει, «κατέβηκα στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη καί ἰδού, αὐτός ἦταν ἐκεῖ καί ἐργαζόταν τήν ἀγγειοπλαστική μέ τή βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Τότε ἔπεσε τό πήλινο δοχεῖο πού ἔπλαθε μέ τά χέρια του αὐτός ὅμως μάζευσε πάλι τόν πηλό καί ἀπό αὐτόν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, καί τοῦ ἔδωσε τή μορφή πού ἐκεῖνος ἤθελε. Τότε ὁ Κύριος μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε· «᾿Απόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δέν μπορῶ νά κάνω καί ᾿Εγώ σ’ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατί ἐσεῖς εἴσαστε στά χέρια μου ὅπως ὁ πηλός στά χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη πού εὔκολα μεταπλάσσεται ἀπό αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος καί Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας σ᾿ ᾿Εκεῖνον εἶναι ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.
-----------------------------
Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν
Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Καρέα
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.