Η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν κατεργάζεται η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται (Β Κορ. ζ 10).
Ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή του προς τους Κορινθίους μας λέει ότι η λύπη που αισθάνεται ο άνθρωπος στην καρδιά του όταν η ζωή του είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού προκαλεί πνευματική ωφέλεια, γιατί έχει ως αποτέλεσμα τη μετάνοια, που αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην αλλαγή των σκέψεων και αποφάσεων του, οδηγεί στη σωτηρία. Η λύπη όμως που αισθάνεται στην καρδιά του ο προσκολημένος στον κόσμο άνθρωπος, δηλαδή αυτός που έχει κοσμικό φρόνημα, τον οδηγεί στον ψυχικό και ενίοτε και τον σωματικό θάνατο. Ποιά όμως είναι η διαφορά μεταξύ της λύπης που εκπορεύεται από την επιθυμία τηρήσεως του θελήματος του Θεού και της λύπης που εκπορεύεται από την προσκόλληση του ανθρώπου στο κοσμικό φρόνημα;
Την απάντηση μας τη δίνει ο Άγιος Λουκάς ο Ομολογητής, ο Επίσκοπος Συμφερουπόλεως της Κριμαίας, λέγοντας ότι η κατά Θεόν λύπη είναι η ψυχική εκείνη κατάσταση που ζουν όλοι οι αγωνιζομενοι πνευματικά άνθρωποι, οι άγιοι, που φθάνουν στην επίγνωση και θρηνούν για τις αμαρτίες τους, για το ότι λύπησαν με αυτές το Θεό μας. Είναι η λύπη για τον κόσμο, για τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν στο Χριστό, δεν ακολουθούν το νόμο Του, αλλά εργάζονται τα έργα του πονηρού, τα «έργα του σκότους» (Ρωμ. ιγ 12). Λύπη κατά Θεόν έχουν επίσης όσοι αισθάνονται πόνο για την αδικία που επικρατεί στην κοινωνία μας, για τους φόνους και ιδίως των αθώων ανθρώπων, για τα κακουργήματα, για την ακολασία, για το ψεύδος, για τις εκτρώσεις, για την καταπίεση και την εξόντωση των λαών, για τη σκληροκαρδία των ισχυρών της γης, «των δοκούντων άρχειν των εθνών» (Ματθ. κ 25), για το ότι προτιμούμε τις ανέσεις και τον πλουτισμό σε βάρος των αδελφών μας που στερούνται και αυτών ακόμη των αναγκαίων για την επιβίωσή τους, που στερούνται και αυτόν τον ίδιο «τον άρτον τον επιούσιον» (Ματθ. στ 11). Είναι η λύπη για το μέλλον των παιδιών μας, της νεολαίας μας, που στενάζει μέσα στην ομίχλη και καπνώδη ατμόσφαιρα του αγνωστικισμού, της ασέλγειας, της ανεργίας, της κενότητος που προκαλεί η χωρίς Χριστό ζωή. Είναι η λύπη για τους πλησίον και τους μακράν μας που απομακρύνονται καθημερινά από το δρόμο του Θεού, αλλά και για τους εαυτούς μας, που ενώ γνωρίζουμε ότι ξεστρατίζουμε από το δρόμο του Θεού δεν ζητούμε να επανέλθουμε σε αυτόν μετανοημένοι, δηλαδή που η πορεία μας δεν «κατεργάζεται σωτηρίαν αμεταμέλητον».
Η κατά Θεόν λύπη ξυπνάει την συνείδηση της αμαρτωλότητός μας και μας κάνει να θρηνούμε, για το ότι καθημερινά κυλιόμαστε στη λάσπη σαν τους χοίρους. Ο θρήνος αυτός μας οδηγεί στην μετάνοια, στην προσευχή, στην εκζήτηση του Θείου ελέους τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους γύρω μας, που δεν οικοδομούν τον οίκο της σωτηρίας τους στην πέτρα της πίστεως, στον ίδιο το Χριστό μας, αφού «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν ο Χριστός» (Α Κορ. γ 11). Αυτή τη λύπη αισθάνθηκε ο Άσωτος της παραβολής και λέγοντας «Πάτερ, ήμαρτον» (Λουκ. ιε 18) πήρε λυπημένος το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο της μετανοίας, το δρόμο της σωτηρίας.
Η κοσμική λύπη είναι αυτή που κατεργάζεται θάνατον.
Ποιά είναι αυτή; Είναι αυτή που έχουν οι άνθρωποι, που μοναδικό στόχο στη ζωή τους θέτουν την απόκτηση υλικών αγαθών. Έχουν άγνοια της πνευματικής ζωής και της προσευχής. Δεν γνωρίζουν τίποτα για τη σωτηρία της ψυχής, για την ανάπαυση και χαρά που δίνει στην ψυχή η προσευχή και μάλιστα όχι ιδιοτελώς για τους ίδιους, αλλά για όλο τον κόσμο, για τους «εντειλαμένους ημίν τοις αναξίοις εύχεσθαι υπέρ αυτών», όπως λέμε στα αιτήματα της Θείας Λειτουργίας. Δεν γνωρίζουν ότι η ζωή δεν τελειώνει εδώ και απολαμβάνουν τις ηδονές και τις ανέσεις λέγοντας τη ρήση των αρχαίων Στωϊκών φιλοσόφων: «Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσομεν». Η επιζήτηση της πρόσκαιρης ευδαιμονίας και του πλούτου τους απομακρύνει από το αληθινό νόημα της ζωής και βλέπουμε πολλές φορές αυτούς να πλεονεκτούν χωρίς συστολή, να πατούν πάσω σε πτώματα, για να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, και να οδηγούνται, αλλοίμονο, στην παραβίαση των νόμων, που κάποτε και εδώ στη γη τους οδηγεί στη σύλληψη και τη φυλάκικη, αλλά σίγουρα και στον ουρανό τους αποξενώνει από το μεγάλο Δείπνο, από τη Βασιλεία του Θεού.
Η λύπη για το κυνήγι των κοσμικών αγαθών και πρόσκαιρων ηδονών παράγει θάνατο, ενώ η λύπη για τις αμαρτίες μας παράγει ζωή, παράγει χαρά. Παράγει την ίδια χαρά που αισθάνονται οι εργάτες του Ευαγγελίου, για τους οποίους έγραφε ο Απόστολος Παύλος συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του: «Ιδού είμαστε ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» (Β Κορ. στ 10).
Όποιος, λοιπόν, αισθάνεται λύπη, όχι όμως σωστική λύπη, όχι λύπη μετανοίας, αλλά λύπη κοσμική, τότε του λείπει ο Χριστός, δεν γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι η χαρά του κόσμου. Δεν γνωρίζει ότι ο Απόστολος των εθνών μας προτρέπει λέγοντας «Πάντοτε χαίρετε» (Α Θεσ. ε 16) και αλλού πάλι «Ευχάριστοι γίνεσθε» (Κολ. γ 15), που σημαίνει ότι ο πραγματικός Χριστιανός, αυτός που ζει σύμφωνα με τις θείες εντολές κρύβει τη λύπη για τις αμαρτίες του ελπίζοντας στο έλεος του Θεού και ως κατοικητήριο του Παρακλήτου Πνεύματος είναι γεμάτος χαρά, αφού τα αγαθά του Αγίου Πνεύματος είναι «χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. ε 22).
Δικαιολογείται λοιπόν η λύπη στις καρδιές μας; Μας λέει γι’ αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι «οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για εμάς», γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει: «Χαράν καινήν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ιακ. α 2). Ας θυμηθούμε τα λόγια του Γεροντινού «Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος», δηλαδή, Κύριε, αν μας πάρεις τους πειρασμούς και τις θλίψεις κανείς δεν πρόκειται να σωθεί. Προσέξατε όμως· Δεν πρέπει να λυπούμαστε όταν παθαίνουμε κάποιο κακό, αλλά όταν διαπράττουμε κάκι κακό. Και διαπράττουμε κακό, όταν έχει απομακρυνθεί η χάρις του Θεού από εμάς, όταν μας λείπει ο Κύριος. Δυστυχώς εμείς σήμερα έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα και όσα κακά και αμαρτίες και αν διαπράττουμε δεν λυπούμαστε, δεν ντρεπόμαστε, ενώ με το παραμικρό κακό που μας συμβαίνει τα χάνουμε, τα βάζουμε με το Θεό, καταθλιβόμαστε.
Οι λύπες και οι θλίψεις της παρούσης ζωής δεν πρέπει να μας απογοητεύουν, ούτε να μας κάνουν να χάνουμε την εσωτερική χαρά της πίστεως στην αιώνια απόλαυση. Οι λύπες και οι θλίψεις αποτελούν «παιδαγωγούς εις Χριστόν» (Γαλατ. γ 24), γιατί γνωρίζουμε ότι η υπόσχεση των αιωνίων Του αγαθών δεν μας συγκινεί, ενώ ο φόβος της κολάσεως μας συγκλονίζει και μας παρακινεί στην αρετή. Γνωρίζουμε ότι το έλεος του Θεού είναι δεδομένο, αλλά μόνο για τους αγωνιστές, αυτούς που δεν απορρίπτουν το Θεό και τη Θεία Του Χάρη, αυτούς που δεν αυτονομούνται, αλλά γνωρίζοντας την αμαρτωλότητά τους ζητούν την επέμβαση του Θείου ελέους, που μας καταδιώκει κατά τη ρήση του Προφητάνακτος «Το έλεός Σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» (Ψαλμ. 22, 6).
Δυστυχώς λυπούμαστε για την απώλεια προσφιλών μας προσώπων, χρημάτων, περιουσιακών στοιχείων· λυπούμαστε για αποτυχίες στον επαγγελματικό η αισθηματικό τομέα, αλλά δεν λυπούμαστε για τις βλάβες που μας προκαλούν οι αμαρτίες, οι ακάθαρτοι λογισμοί, οι πτώσεις μας, η κακή μας συμπεριφορά, που απομακρύνει τους συνανθρώπους μας από το Θεό μας, η σκληροκαρδία μας και η ένοχη συνείδησή μας.
Δεν λυπούμαστε μόνο όταν κατοικεί ο Χριστός στις καρδιές μας. Όταν η καρδιά μας γίνει φάτνη Χριστού τότε η ψυχρότητα της αμαρτίας εξαφανίζεται, τότε η θαλπωρή της παρουσίας Του μας ζεσταίνει και ούτε κοροϊδίες, ούτε χλευασμοί, ούτε συκοφαντίες, ούτε ύβρεις μας επηρεάζουν. Τουναντίον θεωρούμε τους υβριστές μας και τους συκοφάντες μας ευεργέτες μας, γιατί μας οδηγούν στην ταπείνωση και στη μακροθυμία, που πολύ αναπαύουν τον Κύριο που μας είπε μέσα από το στόμα του Προφήτου: «Επί τινα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τας εντολάς μου» (Ησ. 66, 2).
Για τις άδικες κατηγορίες που μας εκτοξεύουν ας μην κλαίμε, αλλά να θεωρούμε τους εαυτούς μας μακαρίους φέρνοντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου μας «Μακάριοι εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε 11), αλλά ας λυπούμαστε για τους κατηγόρους μας που στερούνται το στεφάνι της μετανοίας και της σωτηρίας. Όχι, λοιπόν, λύπη, αδελφοί μου, και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση και ευθυμία, γιατί μας περιμένει αιώνια ανταμοιβή στην Βασιλεία των Ουρανών. Και μη λησμονούμε ότι «Ζωή χωρίς Χριστό είναι ζωή χωρίς χαρά». και ότι «Ο Χριστός είναι που δίνει την χαρά και την ειρήνη».
Σ’ όποιον έχει λύπη, ο Χριστός του λείπει
«Ζωή χωρίς Χριστό είναι ζωή χωρίς χαρά» και ότι «Ο Χριστός είναι που δίνει την χαρά και την ειρήνη»
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.