Τὸ ἄγχος εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα πληθωρικὸ ψυχολογικὸ χαρακτηριστικό τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ χαρακτηρισμοί: ἀγχώδης ἀντίδραση, ἀγχογόνος κατάσταση ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀγχωτικὸς τύπος καὶ ἄλλοι παρόμοιοι καὶ σχετικοὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄγχους χαρακτηρισμοί, ἀκούγονται συχνὰ στὴν καθημερινή μας ζωή.
Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἔρευνας τὸ ἄγχος ἐντοπίσθηκε ὡς νοσογόνο σύμπτωμα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων θεωριῶν τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους (τοῦ ἀσυνειδήτου).
Ἀλλὰ τὸ ἄγχος ὑπῆρχε πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπὸ κάποια χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἑξῆς, ὡς λανθάνον αἴτιο ἐνδεχόμενης ψυχικῆς διαταραχῆς, μικρῆς ἢ μεγάλης ἐκτάσεως. Ἁπλῶς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ συνεχεῖς, μεγάλες καὶ συχνὰ ἐκπληκτικὲς ἀλλαγὲς συνθηκῶν καὶ ὅρων ἀνθρώπινης ζωῆς, ὀφειλόμενες στὴν ταχεία ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν καὶ μάλιστα τῆς τεχνολογίας, ὅπως καὶ στὴ σχετικὴ συνεργία λοιπῶν κοινωνικῶν, ἰδεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν παραγόντων, συνετέλεσαν στὴν ἔντονη διέγερση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, μὲ συνέπεια τὴν ἐκδήλωση ψυχολογικῶν προβλημάτων ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικῶν συμπτωμάτων μὲ κορυφαῖο, συχνά, χαρακτηριστικὸ τὸ ἄγχος.
Τὸ ἄγχος γεννήθηκε στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸν παράδεισο ἀμέσως μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία. Ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, βιώθηκε καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη μέσα στὸν παράδεισο ὡς ἀγχογόνος ἀντίδραση στὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς αὐτῆς, ἐπὶ τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ πρώτη ἀγχωτικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους σχετίζεται μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ζεύγους αὐτοῦ· «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γεν. γ’ 7).
Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ στίχου αὐτοῦ δείχνει ὅτι οἱ παραβάτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μόλις ἔφαγαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, τόσον ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὥστε ἀμέσως, χωρὶς τὴν παραμικρὴ χρονοτριβή, προσπάθησαν νὰ καλύψουν τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ψυχικῆς, ἀπαράδεκτης γι’ αὐτούς, εἰκόνας τους.
Ἔτσι στὸ Γεν. 3,7 ἔχουμε δύο σημαντικὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν παραβατῶν αὐτῶν τὴν ἀπαράδεκτη γι’ αὐτοὺς μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς αὐτοσυνειδησίας τους αὐτῆς, μὲ τέτοια συνάφεια μεταξύ τους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἐντυπωσιακὰ ὁ ἀγχώδης χαρακτήρας τῆς ἀμεσότητος μὲ τὴν ὁποία ἔσπευσαν, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν κάλυψη αὐτή, τῆς κακοποιημένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προσωπικῆς τους εἰκόνας.
Ἐξάλλου ἡ δεύτερη ἀγχώδης ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ εἰκόνα τους, ἦταν ἡ ἄμεση, ἐσπευσμένη, ἀπόκρυψή τους πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν» (Γεν. 3, 8). Τὸ ἠχητικὸ ἐρέθισμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκάλεσε ἔντρομη φυγὴ καὶ κρύψιμο. Ἔτσι «ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου».
Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ὀνομαστικῶς τὸν Ἀδάμ, μὲ τὴν ἐρώτηση· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος ἀπήντησε ὁμολογώντας καὶ δικαιολογώντας συγχρόνως τὸ κρύψιμό του πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου· «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνὸς εἰμί, καὶ ἐκρύβην». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς γυμνότητος τῆς εἰκόνας τους ἀπὸ τὰ θεουργὰ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» λειτούργησε μὲ ἔντρομη ἀμεσότητα, γιὰ τὴν ἀπόκρυψή τους ἀπὸ τὴν ἐλεγκτικὴ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. «Ἐφοβήθην» καὶ «ἐκρύβην»! Φόβος καὶ κρύψιμο, πρὸ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!
Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συσχετίσουμε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις ἢ ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου, φόβο καὶ κρύψιμο, μὲ βασικὲς ἔννοιες τῆς Ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (τοῦ Βάθους), θὰ διαπιστώναμε χωρὶς δυσκολία τὴ σύμπτωση τοῦ ἀδαμικοῦ φόβου μὲ τὸ ἄγχος, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ ἡ σύγχρονη Ψυχολογία στὴν ψυχοδυναμική του λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρύψιμο θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ τὸ παραλληλίσουμε καὶ μᾶλλον νὰ τὸ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τοῦ ἑαυτοῦ στὸ ἀσυνείδητό του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια αὐτή, στὴ σχέση της μὲ τὸ ἄγχος, ἡ ἴδια Ψυχολογία.
Σύμφωνα μὲ τέτοιες συσχετίσεις μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία ἐπεσκότισε πράγματι καὶ ἀχρείωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ χαρισματικὴ (θεουργὸ) δυναμική τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν πρωτόπλαστο, βυθίστηκε στὸ σκότος μιᾶς ψυχικῆς πραγματικότητας, ἄγνωστης πλέον καὶ ἀπρόσιτης στὸ σκοτισμένο λογικό του ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε μὲ τὴ γλώσσα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του.
Ἔτσι, στὸ ἑξῆς, οἱ ψυχικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου εἶχαν πλέον ἀσυνείδητες ἀφετηρίες, ἐφόσον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, βυθισμένος στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κατόπτευση φωτιστικὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, στὴν ὁποία εἶχε ἤδη δουλωθῆ.
Ἑπομένως ὄχι μόνο τὸ ἄγχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση τοῦ ἑαυτοῦ στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του, εἶναι συμπτώματα τῆς διαβρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἁμαρτία, μὲ κοινὴ ὅμως ἐσωτερικὴ ἁμαρτητικὴ σχέση, ποὺ οὐσιώνεται στὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἄγχος ἔχει σαφῶς ἐνοχικὴ ἀφετηρία. Ἐκφράσθηκε ὡς φόβος μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη Ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου, κατανοεῖ τὸ ἄγχος ἐπίσης ὡς ἀσυνείδητη καὶ διάχυτη στὴ συνολικὴ ὕπαρξη τοῦ ἄνθρωπου ἐνοχικὴ ἀγωνία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ ἰσχυρότερο πάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· τὸ βίωμα ἢ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, ποὺ ἐξάλλου ἀποτελεῖ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ νευρωτικοῦ γενικὰ φαινομένου.
*
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ ἄγχος ὑποδηλώνει τὴν ἀόριστη, μὴ δυνάμενη νὰ προσδιορισθεῖ ἐξ ἀντικειμένου ἀγωνία ἐνώπιον κάποιας ἀπειλῆς κινδύνου. Τὸ δὲ ἔντονο κινητικὸ – ψυχοδυναμικὸ στοιχεῖο του, ποὺ προεκτείνεται συχνὰ στὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀγχωτικῆς ἀντιδράσεως, μὲ μορφὴ ἐπιθετικότητος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μαρτυρία τῆς ἐνοχικῆς ἀφετηρίας του.
*
Ἀλλὰ τὸ ἄγχος, ὡς παθογόνος παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς πάθος, εἶναι ὑπὸ ὡρισμένους ὅρους, ἐπιδεκτικὸ μιᾶς ἀξιοποιήσεώς του ὡς ἐργαλείου πνευματικῆς καὶ μάλιστα νηπτικῆς προκοπῆς. Κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, τὰ πάθη, ἂν καὶ δὲν «συνεκτίσθησαν προηγουμένως» στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῶν παθῶν ποὺ εἶχαν (καὶ τὰ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὴ σαρκική τους ἀφετηρία) γιὰ τὴν ἀπόκτηση οὐρανίων ἀρετῶν. Ὅπως τὸ φόβο ὡς μέσο προφυλάξεως ἀπὸ τὴ μέλλουσα τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη, ὡς διορθωτικὴ διάθεση, κατὰ τὴ μεταμέλεια γιὰ κάποιο κακό, ποὺ διαπράχθηκε κατὰ τὸν παρόντα βίο.
Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία μεταποιητικὴ «κατεργασία» τῆς δυναμικῆς ἑνὸς πάθους σὲ πνευματικὴ λειτουργία ἀρετῆς. Τὴ μεταποιητικὴ αὐτὴ μέθοδο μεταβολῆς μιᾶς ἀρνητικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας σὲ θετικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἐνέργεια ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματικῆς ζωῆς, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.
Ἐφόσον· «Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν πάντως αἰσθητοῦ τινός, καὶ αἰσθήσεως καὶ «φυσικῆς δυνάμεως», θυμοῦ λέγω τυχόν, ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος τοῦ κατὰ φύσιν συνίσταται», εἶναι δυνατὸν ἕνας «σπουδαῖος» πνευματικὸς ἀγωνιστής, κατὰ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἀρετῆς νὰ «μεταποίησῃ ἢ νὰ «μεθορμήσῃ» ἢ νὰ «μετεργασθῇ» ἢ νὰ «ἐπαναγάγῃ» τὴ φυσικὴ αὐτὴ δυναμική τοῦ πάθους σὲ βιωματικὴ ποιότητα ἀρετῆς.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ποὺ ἀνήκει σ’ ἕνα ἀγχώδη τύπο, νὰ προσπαθήσει νὰ «μεθορμήσῃ» τὴν ἀγχωτική του δυναμικὴ σὲ ὑψηλὰ πεδία πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, ἡ πατερικὴ προσοχὴ καὶ ἄλλες παρόμοιες πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐνέργειες. Στὴν ἁγιογραφικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν πατερικὴ διδαχὴ συναντοῦμε προτροπὲς ποὺ μᾶς προσανατολίζουν στὴν πνευματικὴ ἀξιοποίηση μιᾶς «ἀγχωτικῆς» ἢ «φοβικῆς» δυναμικῆς. Ὅπως ἐνδεικτικῶς•
α) Στὴν Π. Δ. «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ β’ 11).
β) Στὴν Κ.Δ. «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται… μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας».
«Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη.
γ) Κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, αὐτὸς ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ εὐχαρίστησει τὸ Θεὸ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ… ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ μάθει τὴν εὐχὴ καὶ «βιάζεται καὶ ἄγχει». Κι’ αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βιάζεται καὶ ἄγχει καὶ ἐθίζει ἔθος ἀγαθόν… Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν».
Ὁ ἴδιος ἅγιος συνιστᾶ «Πάντοτε ο»=υν ἐν τῇ συνειδήσει ὀφείλεις ἔχειν τὴν μέριμναν καὶ τὸν φόβον…. τὸν φόβον καὶ τὸν πόνον, ὡς φυσικὸν καὶ ἄτρεπτον, τὸν συντριμμὸν τῆς καρδίας πάντοτε πεπηγμένον».
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἂν ἀξιωθεῖ νὰ ἀπόκτησει κάποιο χάρισμα γνωρίζει πῶς τὸ κατόρθωσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθεῖ γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό, ὅτι μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ ἀπέκτησε ἀλλὰ τὸ ἀποδίδει στὸ Θεὸ καὶ συνεχῶς τὸν παρακαλεῖ «τρέμων» νὰ μὴ ἀποδειχθεῖ ἀνάξιος αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος καὶ στερηθεῖ τῆς βοηθείας του καὶ ἀποκαλυφθεῖ ἔτσι ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἀδυναμία του.
Ἡ ἀνάδυση τοῦ ἄγχους ἀπὸ ἀσυνείδητες, ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐνδοψυχικὲς ἀφετηρίες, κάνουν πολὺ δύσκολη, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴν κατὰ μέτωπο καταπολέμησή του. Γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ σ’ ὅλα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πατερικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ἀλλὰ ἀνταγωνιστής, δείχνει ὅτι ἡ μέθοδος τῆς μετοχετεύσεως τῆς ψυχικῆς δυναμικῆς τοῦ πάθους σὲ στόχους πνευματικῆς ζωῆς, δημιουργεῖ ἐλπίδες μιᾶς θεοφιλοῦς ἀξιοποιήσεως τοῦ ἄγχους, σὲ νηπτικοὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες φωτιστικῆς αὐτογνωσίας, στὸ κλίμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ.
Ἂν τὸ ἄγχος βιώνεται ὡς ἕνας ἀνεπιθύμητος ψυχικὸς ἀναγκασμός, σὰν μία πιεστικὴ βία στὸν πυρήνα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνταγωνιστεῖ κανεὶς τὸ ἄγχος εἶναι ἡ ἄσκηση βίας στὴ βία τοῦ πάθους αὐτοῦ. Στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι χρήσιμη ἡ προτροπὴ τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ· «Θέλησον τῇ βίᾳ τῆς φιλόθεου σπουδῆς ἐκνικῆσαι καὶ λῦσαι τὴν βίαν (τοῦ ἄγχους)! «Ἡμεῖς τῇ βίᾳ τὴν βίαν καταγωνισώμεθα».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στὸ ἐρώτημα «πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετώπισει καὶ νὰ ἀξιοποίηση τὸ ἄγχος ὡς ἐργαλεῖο πνευματικῆς προκοπῆς;» μία ἐπιγραμματικὴ – συνοπτικὴ ἀπάντηση θὰ ἦταν, στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ ἑξῆς·
- Νὰ παραδώσει τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ τὸ συνοδεύει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
- Νὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἰδεῖ καὶ νὰ τὸ κατανοήσει στὴν ψυχοδυναμική του ἰδιαιτερότητα ὡς φοβίας ἢ ἀόριστης ἀγωνίας ἢ ἀναιτιολόγητης ἐπιθετικῆς παρορμήσεως ἢ τέλος ὡς ἐνοχικῆς φοβικῆς εὐαισθησίας, ὡς παράγοντα τῆς παιδείας τοῦ Κυρίου!
- Νὰ ἐντοπίσει ἐνδεχομένως τὸ ἐνοχικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἄγχους, ποὺ συνήθως ἀποτελεῖ τὴν κυρία ψυχοδυναμική του ἀφετηρία. Ἀπωθημένες ἁμαρτητικὲς ἐμπειρίες, δηλ. ἀνεξομολόγητες ἐνοχές, ἐκδικοῦνται μὲ ἀσυνείδητη ἀγχώδη ἀντίδραση.
- Νὰ συλλάβει τὴν ἀφυπνιστικὴ πνευματικὴ σημασία τοῦ ἄγχους, ὡς ἐρεθίσματος μιᾶς ἐργασίας αὐτογνωσίας μὲ κριτήρια ἀντικειμενικὰ καὶ ὄχι αὐτοδικαιωτικά.
- Νὰ μεταποιήσει τὴ δυναμική τῆς ἀγχωτικῆς ἀγωνίας σὲ νηπτικὸ τρόπο βιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν μνημονευθεῖσα προτροπὴ τοῦ ἄγ. Μακαρίου του Αἰγυπτίου· «Καὶ ἡμεῖς τοίνυν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πραότητα., ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Θεός»!
Ὄντως τὰ ἀντίρροπα τοῦ ἄγχους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πραότητα!
Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄγχος;
Κορναράκης 'Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.