Η ενότητα αυτή των δύο ∆ιαθηκών δηλώνεται σαφέστατα και από τον τρόπο µε τον οποίο η Εκκλησία ενσωµατώνει τα βιβλία της Παλαιάς ∆ιαθήκης στην ιερή Βίβλο της. Αναλυτικότερα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στον κανόνα της Συναγωγής αποσκοπεί στον τονισµό της σηµασίας του Νόµου. Τα βιβλία, εποµένως, που απαρτίζουν τη συλλογή Νόµος κατέχουν την πρώτη θέση σε αυτόν τον κανόνα. Αµέσως µετά ακολουθεί η οµάδα Προφήτες. Στο πρώτο βιβλίο της οµάδας αυτής, στο Ιησούς Ναυή, εµφανίζεται ο Θεός να δίνει από την πρώτη στιγµή στον διάδοχο του Μωυσή την ακόλουθη εντολή: «Να είσαι δυνατός και πολύ γενναίος, φροντίζοντας να ενεργείς σύµφωνα µε όλον τον νόµο που σου παρέδωσε ο δούλος µου ο Μωυσής. Μην παρεκκλίνεις από αυτόν ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, ώστε να ευηµερείς οπουδήποτε πηγαίνεις. ∆εν θα σταµατήσεις να επαναλαµβάνεις όσα περιέχονται στο βιβλίου του νόµου αυτού και θα µελετάς σ’ αυτό µέρα και νύχτα, ώστε να φροντίζεις να ενεργείς σύµφωνα µε όλα όσα είναι γραµµένα. Γιατί τότε µόνο θα πετύχεις στις επιλογές σου και τότε µόνο θα ευηµερήσεις» (Ιησούς α΄ 7-8)1. Το τελευταίο βιβλίο της συλλογής, Μαλαχίας, τελειώνει µε µια ανάλογη εντολή: «Να θυµάστε τον νόµο που παρέδωσα στον δούλο µου τον Μωυσή στο Χωρήβ, τα θεσπίσµατα και τις διατάξεις για όλον τον Ισραήλ» (Μαλαχίας γ΄ 22)2. Ολόκληρη, λοιπόν, η δεύτερη συλλογή των βιβλικών έργων αρχίζει και τελειώνει µε την υπενθύµιση της υποχρέωσης για πιστή τήρηση του Νόµου και το ίδιο επαναλαµβάνεται και στην τρίτη οµάδα. Τα Αγιόγραφα αρχίζουν µε το βιβλίο Ψαλµοί, στον πρώτο από τους οποίους
µακαρίζεται ο άνθρωπος ο οποίος «… στον νόµο του Κυρίου βρίσκει όσα επιθυµεί, και στον νόµο του µελετά µέρα και νύχτα» (Ψαλµοί α΄ 2)3. Κατά ανάλογο τρόπο, το τελευταίο βιβλίο της οµάδας, Χρονικά, αποτελεί µια ανακεφαλαίωση της ιστορίας του Ισραήλ µε σκοπό να υπενθυµίσει στον λαό του Ιούδα που επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί µετά τις περιπέτειες της βαβυλώνιας αιχµαλωσίας ότι η επιβίωσή του εξαρτάται από την πιστή τήρηση του Νόµου και την ακριβή τέλεση της λατρείας.
Αντίθετα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στον κανόνα της Εκκλησίας αποσκοπεί στο να αποτελέσουν τα έργα αυτά ένα είδος εισαγωγής στην Καινή ∆ιαθήκη. Ο Νόµος στη χριστιανική Παλαιά ∆ιαθήκη δεν αποτελεί αυτοτελή οµάδα βιβλίων, αλλά εντάσσεται σε µια ευρύτερη οµάδα υπό τον τίτλο Ιστορικά Βιβλία.
Στην οµάδα αυτήν κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά των γεγονότων που περιγράφουν όλα τα αφηγηµατικού χαρακτήρα βιβλικά έργα, ώστε να προκύψει µια ενιαία αφήγηση που αρχίζει µε τη δηµιουργία του κόσµου και φτάνει µέχρι τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στόχος της αφήγησης αυτής είναι να καταδείξει το πώς µε ευθύνη του ανθρώπου εισήλθε το κακό στον κόσµο µε αποτέλεσµα να καταστεί αναγκαία η επέµβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, προκειµένου να προετοιµαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχτεί τη σωτηρία της που θα φέρει ο Ιησούς Χριστός. Έτσι, όλη η µακραίωνη προχριστιανική ιστορία που καταγράφεται στην Παλαιά ∆ιαθήκη αποκτά νόηµα από µία και µόνη µέρα, τη µέρα την οποία «ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη» ο Αβραάµ (Ιωάν. η΄ 56), τη µέρα, δηλαδή, της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ο Νόµος χάνει πλέον την κεντρική σηµασία του και καθίσταται “παιδαγωγός εις Χριστόν”. Στη δεύτερη οµάδα βιβλικών έργων του χριστιανικού κανόνα κατατάσσονται τα βιβλία µε ποιητικό και διδακτικό χαρακτήρα. Με τα Ποιητικά Βιβλία υµνεί ο λαός τον Θεό του, απευθύνει προς αυτόν τις εκκλήσεις του, τα παράπονά του, αλλά και τις ευχαριστίες του για τις ευεργεσίες που δέχεται και προπάντων εκφράζει τις ελπίδες του για τον ερχοµό του Χριστού, ενώ στα ∆ιδακτικά Βιβλία αποθησαυρίζεται η θεία σοφία, η οποία ως “πάρεδρος” του θρόνου του Θεού (Σοφία Σολοµώντος θ΄ 4), ως προϋπάρχουσα του χρόνου και της δηµιουργίας (Παροιµίαι η΄ 22-31) και ως «έκφραση της δύναµης του Θεού, σαφής απόρροια της δόξας του Παντοκράτορα, … απαύγασµα του αιωνίου φωτός, καθαρός καθρέφτης της ενέργειας του Θεού και εικόνα της καλοσύνης του» (Σοφία Σολοµώντος ζ΄ 25-26)4, θα ταυτιστεί από τη χριστιανική Εκκλησία µε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (Α΄ Κορ. α΄ 24). Τον χριστιανικό κανόνα, τέλος, κλείνει η οµάδα Προφητικά Βιβλία. Το περιεχόµενο των έργων αυτών κατανοείται από την Εκκλησία κυρίως ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού και τα διάφορα βιβλία κατατάσσονται µε τέτοιο τρόπο, ώστε η εικόνα του αναµενόµενου Λυτρωτή να καθίσταται βαθµιαία σαφέστερη. Έτσι, η χριστιανική Παλαιά ∆ιαθήκη τελειώνει µε το βιβλίο του ∆ανιήλ, στο οποίο εξαγγέλλεται η ανάσταση των νεκρών (∆ανιήλ ιβ΄ 1-3) και περιγράφεται µέσα από ένα µεγαλειώδες όραµα η µορφή του «µετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» ερχόµενου “Υιού του Ανθρώπου” στον οποίο «δόθηκε η εξουσία, η τιµή και η βασιλεία, ώστε να τον υπηρετούν όλοι οι λαοί, κάθε φυλής και γλώσσας· η εξουσία του θα είναι εξουσία αιώνια που δεν θα έχει τέλος και το βασίλειό του ποτέ δεν θα καταστραφεί». (∆ανιήλ ζ΄ 13-14)5. Τον ίδιο ακριβώς τίτλο, “Υιός του Ανθρώπου”, θα χρησιµοποιήσει στο αµέσως επόµενο βιβλίο της χριστιανικής Βίβλου, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Ιησούς, κάθε φορά που µιλάει για τον εαυτό του (Ματθ. η΄ 20. θ΄ 6. ι΄ 23. ια΄ 19. ιβ΄ 8,32,40. κ.ά.). Ερµηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα κείµενα της Παλαιάς ∆ιαθήκης, δίνει σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόηµα από εκείνο που τα ίδια κείµενα έχουν για τη Συναγωγή. Με αυτό το νέο νόηµα ενσωµατώνει η Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς ∆ιαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και τα θεωρεί πλέον τµήµα της δικής της παράδοσης, νοµιµοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωµά της να είναι αυτή, ως “νέος Ισραήλ”, η κληρονόµος των επαγγελιών του Θεού και όχι η Συναγωγή.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το σύνολο των βιβλίων του κανόνα συνιστά τη χριστιανική Βίβλο και όχι ορισµένα µόνον από αυτά. Η απόρριψη ορισµένων από τα βιβλία αυτά σηµαίνει σαφή διάκριση ανάµεσα στον Θεό της Παλαιάς ∆ιαθήκης και σε εκείνον που αποκαλύπτεται µέσω του Ιησού Χριστού στην Καινή ∆ιαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όµως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις άλλες θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται µέσα στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά οδηγεί και σε µια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού και καθιστά άνευ αντικειµένου τη σωτηρία που επαγγέλλεται. Αυτό το αντιλαµβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή ∆ιαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.∆. τα συγκεκριµένα χωρία επισηµαίνονται µε διαφορετικά γράµµατα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν αποµένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά µόνον η εικόνα ενός περιπλανώµενου θαυµατοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει µε ετοιµότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήµατα των συνοµιλητών του. Αλλά µια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν. Αν είναι αλήθεια το ότι η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί το προϊόν φιλοσοφικών αναζητήσεων σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, αλλά στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού µέσα στην ανθρώπινη ιστορία, η ενότητα των δύο ∆ιαθηκών είναι αδιαµφισβήτητη. ∆εν είναι τυχαίο το ότι όλες οι αρχαίες χριστιανικές αιρέσεις που εµφανίζουν πλατωνική επίδραση πολέµησαν µε ιδιαίτερο πάθος την Παλαιά ∆ιαθήκη, ακριβώς γιατί σε αυτήν κατά κύριο λόγο φαίνεται καθαρά η ιστορική διάσταση της αποκάλυψης του Θεού. Έτσι, οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες δεν κάνουν ποτέ, ούτε στα δογµατικά συγγράµµατά τους, ποιοτική διάκριση µεταξύ Παλαιάς και Καινής ∆ιαθήκης αλλά µόνο χρονική, δηλαδή τεχνική. Το ίδιο και οι αποφάσεις των Συνόδων, τοπικών και οικουµενικών, στηρίζονται αδιακρίτως τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή ∆ιαθήκη. Εκεί όµως, όπου η αδιάσπαστη σύνδεση των δύο ∆ιαθηκών καθίσταται µε τον παραστατικότερο τρόπο εµφανής είναι η λατρεία της Εκκλησίας. ∆ύσκολα µπορεί να βρει κανείς έναν ύµνο που, αν δεν κάνει άµεση αναφορά σε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός της Παλαιάς ∆ιαθήκης, να µην είναι επηρεασµένος από τη θεµατολογία και τη φρασεολογία της, ενώ σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες διαβάζονται µικρότερα ή µεγαλύτερα παλαιοδιαθηκικά αποσπάσµατα. Μόνον υπό αυτήν την προϋπόθεση, της άρρηκτης δηλαδή ενότητας των δύο ∆ιαθηκών, θα καταστεί δυνατό στον Ιωάννη να αντιτάξει απέναντι στο πλατωνικό δόγµα «θεὸς ἀνθρώπῳ οὐ µείγνυται», που αποτελούσε την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος … καὶ Θεὸς ἦν ὁ λόγος … καὶ ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν» (Ιωάν. α΄ 1, 14) που αποτέλεσε τη βάση της χριστιανικής πίστης.
Παλαιά ∆ιαθήκη:
Μυθολογία των Εβραίων ή Βίβλος της Εκκλησίας;
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.