Χαλαστάνης Γ. Βασίλης
Εκπαιδευτικός Διδάκτωρ Θεολογίας – Φιλόλογος
ΠΡΑΣΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΜΕΣ
3. Ιστορίες
πραγματικές και εύθυμες.
Στις πραγματικές και εύθυμες ιστορίες που ακολουθούν
παρατηρούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την καθημερινότητα οι Πρασιώτες,
τη φιλοσοφία τους, τον τρόπο σκέψης, την έμφυτη χιουμοριστική τους διάθεση, τις
αστοχίες τους, την ευστροφία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών και γενικότερα το
κοσμοείδωλό τους. Κάθε συνοικισμός είχε τις δικές του εύθυμες ιστορίες, που
είχαν σχέση με πρόσωπα του συγκεκριμένου συνοικισμού. Στον Πρόδρομο λ.χ.
γνωστός για τις γκάφες του έμεινε ο Γεώργιος Πώπος ή Βλαχογιώργος.
α. Το παρωνύμιο Ζιαβλάνης.
Ο Γεώργιος Πότσιος, ο περίφημος βιολιστής του χωριού μας,
έγινε περισσότερο γνωστός με το παρατσούκλι Ζιαβλάνης. Την ιστορία αυτή τη
διηγήθηκε ο ίδιος στο συγγραφέα Βασίλη Χαλαστάνη το Πάσχα του έτους 2008 στο
καφενείο του Κώστα Τσιάμη στο Κυπαρίσσι της Πρασιάς.
«Πνευματικός πατέρας στο παρατσούκλι Ζιαβλάνης ήταν ο
θείος μου Γιωργάκης Πότσιος, ο λεγόμενος λοχίας. Όταν ήμουν νέος και μάθαινα
ακόμη να παίζω με το βιολί, γινόταν εδώ στο χωριό γλέντι. Ο θείος μου ήταν
μερακλής και χορευτής καλός. Μπήκε στα κέφια και ήρθε στο μεράκι. Εγώ για να
τον ευχαριστήσω έβαλα τα δυνατά μου. Σηκώθηκα ολόρθος και τράβηξα το δοξάρι με
τέχνη απάνω στις χορδές. Τον κοιτούσα συνεχώς στα πόδια και παρακολουθούσα τους
βηματισμούς του. Τα δάχτυλά μου έτρεχαν απάνω στο βιολί και οι νότες απλώνονταν
στον αέρα ολόγυρα. Εκείνος σηκώθηκε στις άκρες των ποδιών του και
αλαφροπατούσε. Χόρευε στη γη, αλλά φανταζόταν ότι πετούσε στα ουράνια. Τόση
χαρά μεγάλη έδωσε στο θείο μου το παίξιμο των τραγουδιών που έκανα. Απάνω στο
μεράκι και στο χορό με κοίταξε κατάματα και μου λέει: Γεια σου ορέ Ζιαβλάνηηηη!
Ήθελε δηλαδή να πει γεια σου ορέ ψηλέ, λυγερέ και όμορφε. Έτσι το ερμηνεύω εγώ
το παρατσούκλι μου».
Πράγματι ο Λοχίας είχε δίκιο. Ο Ζιαβλάνης ήταν λεβέντης
αληθινός στο κορμί και στην ψυχή. Με το βιολί του απάλυνε πολλές ψυχές και
αμέτρητες φορές από τον πόνο και τα βάσανα της ζωής. Σε αμέτρητους επίσης
σκόρπισε χαρά και κέφι, ώστε έγινε συνώνυμος με τα γλέντια στο χωριό μας.
Εκδήλωση χαράς δεν μπορούσε να γίνει δίχως το Ζιαβλάνη! Είχε γλυκό παίξιμο,
γιατί ήταν και ο ίδιος μερακλής και χορευτής καλός. Όταν τελείωνε το πανηγύρι ή
το γλέντι το έφερνε και ο ίδιος ένα σχοινάκι, δηλαδή χόρευε τελευταίος και
έκλεινε την εκδήλωση!
β. Υπάρχει κι άλλος κόσμος!
Ήταν κάποτε ένας Βασιλεσιάνος, που δεν βγήκε ποτέ πάνω
στη ράχη στα Κρεβάτια. Όλη τη ζωή του την πέρασε μέσα στο δάσος βοσκώντας το
κοπάδι με τα γίδια. Αδήλωτος καθώς ήταν στο Μητρώο Αρρένων, δεν πήγε ούτε στο
στρατό. Έτσι ποτέ δεν έμαθε ότι υπήρχε και υπόλοιπος κόσμος. Γι’ αυτόν ο κόσμος
και όλα του τα ενδιαφέροντα ήταν η περιοχή που έβοσκαν τα γίδια, τα ψηλά
ελάτια, τα φουντωτά πουρνάρια και οι τουφωτοί κέδροι. Γύριζε ολημερίς μέσα στα
ρουμάνια και το βράδυ επέστρεφε στο φτωχό του σπιτοκάλυβο να περάσει τη νύχτα.
Μια μέρα το κοπάδι του ξέφυγε απ’ τον έλεγχο. Πήρε απάνω
τη μεσοράχη στη θέση Κοτρώνι και «πετάχτηκε» στο διάσελο στα Κρεβάτια. Από κει
τράβηξε για την κορφή του Αϊ Λια. Από τόπο σε τόπο καλώντας το ο Βασιλεσιάνος
και ακούγοντας τα κυπριά, τα κουδούνια δηλαδή, έφτασε κι αυτός στην κορφή του
βουνού στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Κοιτάζει τότε προς τα κάτω και τι να
δει. Υπήρχαν λίγα σπιτάκια στο βάθος της κοιλάδας. Αυτός είδε το Επάνω Ραφτόπουλο.
Γυρίζει λοιπόν το βράδυ στο καλύβι του και λέει με χαρά στους δικούς του:
-Ακούστε, ορέ, ένα παράξενο που είδα σήμερα.
-Τι είδες, ορέ, πες μας.
-Ξέρετε, ορέ, υπάρχει κι άλλος κόσμος κείθε από τούτο το
βουνό!
γ. Τα παιδιά δεν είναι κατσίκια!
Κάποτε παντρεύτηκε αυτός ο Βασιλεσιάνος. Κίνησε και η
γυναίκα του σε άλλη αράδα (έμεινε έγκυος) και μια μέρα γέννησε δίδυμα αγόρια.
Την βοήθησαν άλλες γυναίκες της περιοχής και προστάτεψαν τα μωρά της. Το βράδυ
γύρισε κι ο λεβέντης με το κοπάδι του. Έτρεξαν τότε να του ανακοινώσουν τα
ευχάριστα νέα.
-Που είναι, μωρέ, να τα δω, απάντησε εκείνος.
-Εδώ είναι, αφέντη (έτσι αποκαλούσαν τους νοικοκυραίους
τότε οι γυναίκες). Εδώ τα έχουμε φασκιώσει.
Κοιτάζει εκείνος και βλέπει δυο μικρά πλασματάκια. Το ένα
του φάνηκε παχουλούτσικο, πιο «πιανούμενο». Καλό είναι αυτό σκέφτηκε. Θα τα
βγάλει πέρα και θα ζήσει. Το άλλο παιδάκι μια σταλιά μόνο, αδύνατο και μαζεμένο
είχε χαθεί μέσα στα γεννοφάσκια. Δε βγάζει πέρα το χειμώνα, σκέφτηκε από μέσα
του ο νέος πατέρας. Άδικα θα το ταΐζει η γυναίκα μου και θα στερήσει το γάλα
από το άλλο μου παιδί. Κι ευθύς τραβάει το χατζάρι απ’ το θηκάρι με το δεξί του
χέρι, ενώ με το αριστερό αρπάζει το μωρό
απ’ τα πόδια με το κεφάλι κάτω και ετοιμάζεται... Έμπηξε τις στριγκλιές το
βρέφος και τάραξε τον κόσμο. Ξαφνιάστηκαν κι οι γυναίκες ολόγυρα.
-Τι κάνεις εκεί, μωρέ, του λένε.
-Είπα να το κόψω (να το σφάξω) ετούτο το αχαμνό μη το
βυζαίνει η γυναίκα τζάμπα. Πάει κι εκείνη χαμένη να τα βγάλει πέρα με τα δύο
μωρά κι αυτό δεν έχει ζωή μέσα του. Τουλάχιστον να μείνει το ένα να ζήσει!
-Ντροπή σου του απαντούν οι γυναίκες, τι τα πέρασες μωρέ
τα παιδιά κατσίκια; Κι αρπάζουν το μωρό μέσα απ’ τα χέρια του.
Τέτοιοι λεβέντες ζούσαν κάποτε στο χωριό μας!
δ. Αλλόκοτη συνήθεια (χούι).
Ήταν κάποτε ένας που είχε την αλλόκοτη συνήθεια να κλάνει
χωρίς σταματημό. Έτρωγε τριψάνα γιδόγαλο βρασμένο με μπομπότα ψωμί και
κατέβαινε στο καφενείο. Γύριζε τότε από παρέα σε παρέα και σαν άνοιγε τον πυροβολητή των αερίων δεν τον παράβγαινε
ούτε εκτοξευτήρας ασφυξιογόνων. Τέτοιο και τόσο πολύ δηλητήριο εκτόξευε. Ούτε
βόμβες Ναπάλμ τον έφταναν. Η κατάσταση γινόταν από Κυριακή σε Κυριακή
ανυπόφορη. Έφτασαν στο σημείο οι υπόλοιποι θαμώνες να φεύγουν από το καφενείο
μόλις τον έβλεπαν να καταφθάνει. Όποιος τολμούσε ποτέ να εκφέρει μια αντίρρηση,
μια διαμαρτυρία έστω, λάβαινε αμέσως την απάντηση:
-Το ’χω χούι (συνήθεια).
-Ορέ λεβέντη μας απούμωσες!
-Το ’χω χούι και
πάλι ήταν η απάντηση.
Δεν ήταν δα και εύκολο να τα βάλει κανένας μαζί του,
γιατί ήταν ένα ντερέκι κοντά στα δυο μέτρα ύψος με κάτι χερούκλες σα φτυάρια
και μια γκλίτσα από αγριελιά στο δεξί χέρι πάντα. Το σκέφτονταν πολύ κανένας να
του αντιτείνει έστω και μια λέξη. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
Μια Κυριακή έφτασε στο χωριό ο αποσπασματάρχης με τους
χωροφυλάκους. Σχόλασε η Εκκλησία και βγήκαν οι συγχωριανοί μας στο καφενείο.
-Έχετε κανένα πρόβλημα εδώ στο χωριό, ρώτησε ο
αποσπασματάρχης τον προεστό του χωριού μας.
Σκέφτηκε εκείνος λίγο και εκεί του ήρθε η ιδέα.
-Εδώ κύριε προϊστάμενε έχουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα
και λύση δεν μπορούμε να δώσουμε.
-Μιλήστε μου, απάντησε ο χωροφύλακας, ποιο είναι το
πρόβλημα κι αν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μας θα δρομολογήσουμε τη λύση του!
Οι παριστάμενοι εξέθεσαν με συντομία τα καθέκαστα. Ο
υπαίτιος κλήθηκε σε απολογία. Και πάλι όμως ενώπιον του αποσπασματάρχη απάντησε
ότι το έχει χούι. Γρήγορα βρέθηκε δεμένος πισθάγκωνα στο κατώι του Χαρίλαου
Κουτέρη. Σαν τον πέρασαν στο φάλαγγα πόσες ξυλιές άρπαξε κανένας δεν ξέρει. Τον
έκαναν οι χωροφύλακες οκτακόσιες οκάδες στο ξύλο, κατά το κοινώς λεγόμενο του
χωριού μας.
Πέρασε χρόνος πολύς. Ο παράξενος συγχωριανός δεν
ξαναφάνηκε στο καφενείο. Αισθητή ήταν η απουσία του. Επιτέλους οι θαμώνες
βρήκαν την ησυχία τους. Δεν είχαν πλέον το φόβο μήπως σερβιριστούν με τα καφεδάκια του φτωχού τσοπάνου. Αρκούνταν
μόνο στα καφεδάκια του καφενείου.
Μια μέρα φάνηκε ο παλιός τους φίλος. Τα αυτιά όλων
τεντώθηκαν, και τα ρουθούνια άνοιξαν, για να οσμιστούν τον αέρα τριγύρω.
Εκείνος αδιάφορος γύριζε από τραπέζι σε τραπέζι όρθιος. Καμιά εκπυρσοκρότηση
όμως δεν σημειώθηκε στο χώρο. Στο τέλος κάποιος τόλμησε να τον ρωτήσει:
-Τι θα γίνει ορέ λεβέντη δεν θα μας απολύσεις από καμία
σήμερα;
-Μπααα, τόκοψα το χούι, απάντησε μονομιάς εκείνος!
ε. Ο ψευτοχαρτομάντης.
Μια φορά ένας χωριανός μας παρίστανε τον χαρτομάντη. Γύριζε
από σπίτι σε σπίτι και κορόιδευε τον κόσμο. Είχε όμως αποκτήσει αρκετή
πελατεία. Κόσμος και κοσμάκης! Μια μέρα ο δρόμος τον έφερε στο σπίτι μιας
γυναίκας. Εκείνη τον υποδέχτηκε με ευγένεια, είχε ακούσει για τον ξακουστό
χαρτομάντη. Τον τρατάρισε ένα καφεδάκι και κάθισε κοντά του να της ρίξει τα
χαρτιά, για να μάθει το μέλλον της.
Ο δικός μας έβγαλε την τράπουλα απ’ το σελάχι του. Με λεπτές και απαλές κινήσεις
την ακούμπησε στο τραπέζι. Αφού ανακάτωσε για λίγο τα φύλλα με τα λιγδιασμένα
του δάχτυλα, κάλεσε την καλή μας κυρία να τα κόψει. Εκείνη υπάκουσε στην προτροπή του χαρτομάντη και «έκοψε» την
τράπουλα. Σε λίγο τα πολύχρωμα φύλλα άρχισαν να απλώνονται στο τραπεζάκι.
Κόκκινος ρήγας κούπα, μαύρος βαλές μπαστούνι, άσσος σπαθί, διπλό καρό και
δώστου. Τώρα τα χαρτιά κείτονταν όλα μπροστά τους. Έπεσε για λίγο βαθιά σιωπή.
Ο χαρτομάντης μας έκλεισε τα μάτια και έκανε τάχα πως επικοινωνούσε με το
υπερπέραν. Μετά άρχισε το γνωστό του μονόλογο:
-Καλό μεγάλο σε περιμένει. Δώρα από μακριά έρχονται. Χαρά
μεγάλη θα λάβεις. Σύντομα ένα δικό σου πρόσωπο θα είναι κοντά σου.
Η γυναίκα όλο προσμονή κι ελπίδα τέντωσε τ’ αυτιά και
γούρλωσε τα μάτια.
Εκείνος συνέχισε:
-Τον άντρα σου τον βλέπω. Από ταξίδι μακρινό έρχεται,
πολλά δώρα σου φέρνει!
-Μα εμένα ο άντρας μου δεν ζει, μπάρμπα, έχει από καιρό
πεθάνει, τον διέκοψε η γυναίκα.
Κι εκείνος απτόητος της απαντάει:
-Στον τζιόκο μου ας μου το ’λεγες!
(Τζιόκος κατά λέξη είναι ο αγκώνας του χεριού, αλλά στη
ντόπια λαλιά σημαίνει τα ανδρικά γεννητικά όργανα).
στ. Ανόητες ερωτήσεις.
Ο μπάρμπα Λάμπρος Ζηνέλης με το Γιάννη Χαλαστάνη ήταν
επιστρατευμένοι απ’ τους αντάρτες μαζί με τα μουλάρια τους. Φορτωμένα τα
υποζύγια με πυρομαχικά και τρόφιμα πήραν το δρόμο από το Επάνω Ραπτόπουλο για
τα Λεπιανά. Στη θέση «στου Σπανού» συνάντησαν
έρημο ένα μικρό κοπάδι από αγελάδες να βόσκει.
-Εμπρός σαλαγήστε τα ζώα, φώναξε ο αντάρτης,
απευθυνόμενος στο Χαλαστάνη.
Πετιέται
τότε ο μπάρμπα Λάμπρος και του λέει:
-Καλά τα παίρνεις τώρα, αλλά ταχιά σαν ξαστερώσει κι
έρθει εκείνος που του ανήκουν τι θα του πεις;
-Ακίνητοι, διατάζει τότε αγριεμένος ο αντάρτης.
-Δε μου λες εσύ, λέει απευθυνόμενος στον μπάρμπα Λάμπρο,
τι είδους συννεφιά έχουμε σήμερα και ποια ξαστεριά περιμένεις αύριο; Κάνε ένα
βήμα μπροστά και τα χέρια στην ανάταση. Ταυτόχρονα τράβηξε το όπλο να τον
πυροβολήσει επί τόπου.
Έμεινε άφωνος ο Λάμπρος. Κέρωσε απ’ το φόβο του. Δεν
μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Γούρλωσε τα μάτια και κοίταζε.
Πετιέται τότε μπροστά ο μπάρμπα Γιάννης και παρακαλεί τον
αντάρτη να του χαρίσει τη ζωή.
-Συναγωνιστά, του λέει, μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι
ανόητος, ένας βλάκας είναι, χαμένο κορμί εδώ στο χωριό έτσι γυρνάει σαν κοτέλι
(αδέσποτο σκυλί), δεν ξέρει ούτε τι λέει, ούτε τι κάνει. Το έχει χαμένο. Από
χρόνια το έχει στρίψει. Είναι πειραγμένο το άτομο, δεν το βλέπετε;
Ο αντάρτης όμως επέμενε να τον εκτελέσει εκεί επί τόπου.
Είδε και έπαθε ο Χαλαστάνης να μεταπείσει τον αντάρτη.
Σαν απομακρύνθηκαν παρακάτω γυρίζει ο Γιάννης και λέει
στο Λάμπρο:
-Κλείδωσέ το, μωρέ χαμένε, το στόμα σου, κλειδαριά βάλε.
Μην το ξανανοίξεις το έρμο, μέχρι να γλιτώσουμε απ’ το κακό που μας βρήκε, μπας
και γυρίσουμε ζωντανοί πάλι πίσω!
Ανάσα ο μπάρμπα Λάμπρος!
Ενός Φαρμάκη απ’ τα Λεπιανά ήταν εκείνο το κοπάδι με τις
αγελάδες. Έλεγε εκ των υστέρων ο μπάρμπα Λάμπρος:
-Τι μ’ ενδιέφερε εμένα τι θα γίνονταν τα μοσχάρια του
Φαρμάκη; Δεν κοίταζα τη δουλειά μου, κοίταζα τις ξένες περιουσίες. Μωρέ θα μου
τη μπουμπούνιζε τότε ο αντάρτης, αλλά ας έχει χάρη ο Χαλαστάνης. Αυτός με
έσωσε!
ζ. Ο Θωμούλας αντιστάθηκε στο Ρουμελιώτη.
Όταν ο Ρουμελιώτης (κατά κόσμον Σωκράτης Γκέκας από τον
Δομοκό) έκανε τις ετοιμασίες στον αυχένα Κρεβάτια-Κορομηλιά, για να δώσει μάχη
με τους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη τον Οκτώβριο του 1943, ο Θωμούλας Πατούλας
από το Βασιλέσι βρέθηκε στο πλευρό του μαζί με άλλους Πρασιώτες. Στη θέση
Ίγγλες συνάντησαν τον Γιωργάκη Παπαδήμο από το Ραπτόπουλο με το κοπάδι του. Ο
Ρουμελιώτης διέταξε και επέταξαν ολόκληρο το κοπάδι με σκοπό να σφάζουν τα
πρόβατα για συσσίτιο των μαχητών. Μόλις ο Θωμούλας αντιλήφθηκε τις προθέσεις
του Ρουμελιώτη, όπλισε το πυροβόλο που έφερε και οχυρώθηκε πίσω από τον κορμό
ενός έλατου.
-Όποιος τολμήσει να πειράξει τα πρόβατα του Παπαδήμου, θα
έχει να κάνει μαζί μου, φώναξε απειλητικά και άγρια.
Οι άλλοι
τον κοίταξαν παραξενεμένοι.
-Μην με τηράτε (κοιτάτε) ορέ έτσι, ξαναφώναξε ο Θωμούλας,
δεν πήραμε το κοπάδι του συμπατριώτη μας να το ξεφωλιάσουμε. Να κόψουμε δυο
τρία σφαχτά είμαι σύμφωνος. Όχι να τον αφανίσουμε. Εγώ δεν θα αφήσω να του
χαλάσουμε όλα τα πρόβατα. Έζησα μια ζωή με τον Παπαδήμο στα Κρεβάτια, μπορεί να
έχουμε διαφορές με τους Ραφτοπουλίτες για τον τόπο, αλλά δεν θα βγάλουμε στον
πάτο ο ένας τον άλλο!
Τάχασε ο Ρουμελιώτης απ’ τη στάση του Θωμούλα. Έτσι έδωσε
τότε διαταγή να κρατήσουν τρία πρόβατα και ελευθέρωσε όλα τα υπόλοιπα. Χάρη
στον Θωμούλα γλίτωσαν τα πρόβατα του Παπαδήμου.
Μπράβο
σου μπάρμπα Θωμούλα!
η. Μείον ένα.
Ήταν πρωί του καλοκαιριού, όταν ένας φημισμένος Πρασιώτης
προβατοκλέφτης βγήκε στο μεσιανό διάσελο στα θερινά βοσκοτόπια της
Παλιόστρουγκας να σαλαγήσει το κοπάδι του. Συναντάει εκεί τον μπάρμπα Λάμπρο
κοντά στο δικό του κοπάδι.
-Ορέ Λάμπρο, του λέει, πολλά πρόβατα βλέπω ότι έχεις!
-Διακόσια πενήντα γαλάρια μόλις τα γύρισα τον κατήφορο,
απαντάει με καμάρι ο Λάμπρος.
-Μείον ένα, λέει ο τεχνίτης της κλεψιάς.
-Γιατί μείον ένα; ρωτάει ο Λάμπρος.
-Έτσι που λέω εγώ, ξαναλέει ο κλέφτης.
-Μωρέ γιατί μείον ένα; ξαναρωτάει ο Λάμπρος. Αφού σου λέω
250 τώρα μόλις τα ροβόλησα κάτω στ’ ανάραχο.
Άλλαξαν μετά κουβέντα.
Τα βάζει στη στρούγκα για άρμεγμα το μεσημέρι ο Λάμπρος,
μετράει και τι να δει. Διακόσια σαράντα εννιά τα πρόβατα. Τότε πήρε χαμπάρι.
-Ορέ τον π...η την έφαγε την πρατίνα κι εγώ χαμπάρι δεν
πήρα. Σφίξου ορέ Γιάννο μπας και την προλάβεις πριν την κόψει ο κερατάς αυτός
σήμερα.
Σφίχτηκε ο Γιάννος, αλλά δεν πρόκανε. Ούτε το τομάρι δεν
βρήκε. Ποιος ξέρει σε ποια λαγκάδα την είχε καϊπώσει (κρύψει) ο Βελούλας!
Είχε να το λέει μετά ο Λάμπρος:
-Μείον ένα! Ακούς ορέ. Κι εγώ που νόμιζα πως είμαι
εξυπνότερος απ’ τον Βελούλα!
θ. Κούτσουρο η μάνα.
Ένας Πρασιώτης γέροντας ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε καλά. Ο
γιος του έκανε συχνά αστεϊσμούς και πειράγματα. Παίρνει μια μέρα ένα χοντρό
κούτσουρο απ’ το ρέμα και το έφερνε στον ώμο για το σπίτι. Σαν έφτασε μπροστά
στον πατέρα του αντί να το απιθώσει απαλά στη γη το βρόντηξε με δύναμη στο χώμα
βγάζοντας κι ένα βογκητό. Άκουσε ο γέρος τη βοή, είδε αχνά και τη σκιά του
κορμού και ρώτησε με απορία:
-Τι είναι αυτού ορέ παιδί μου;
-Η μάνα είναι πατέρα, απάντησε ο άλλος, πέθανε στο ρέμα
και με έκοψε στη μέση να την κουβαλάω ως εδώ πέρα μόνος.
-Γιατί ορέ παιδί μου την πετάς έτσι τη μάνα σου; Δεν τη
λυπάσαι; Αυτή η μάνα σε έκαμε τέτοιον μεγάλο άντρα! Έτσι κάνουν ορέ τη μάνα
τους ο κόσμος; Κι έβαλε τα κλάματα ο γέρος.
Έρμα γηρατειά...
ι. Πως βγήκε το παρωνύμιο Τσουλάρας.
Στην Πρασιά τον Βασίλη τον φωνάζουν χαϊδευτικά Τσίλια. Ο
Βασιλάκης Χαλαστάνης μια φορά, παιδί ακόμη στην ηλικία, βρισκόταν το καλοκαίρι
απάνω στη θέση Δέντρο Φουσιανών με τους πρωτοθείους του Κουτεραίους (αδελφή του
πατέρα του Κώστα την είχε παντρευτεί ο Γεώργιος Κουτέρης προπάππος του Ηλία,
του λεγόμενου Μανίκα). Είχε πάει στην πρωτοθεία του λοιπόν να καθίσει λίγες
μέρες.
Ήταν φθινόπωρο. Τα φασολάκια τότε ωρίμαζαν στο Δέντρο.
Μάζεψε μια καλή βρασιά η θεία του, άναψε
μια δυνατή φωτιά και αφού έβαλε στον τέντζερη φασόλια για βράσιμο πάει στις
υπόλοιπες εξωτερικές δουλειές της. Οι Κουτεραίοι το ’ριξαν στον ύπνο.
Κάπου-κάπου ξυπνούσε από κανένας έσπρωχνε λίγο τα δαυλιά και γύριζε πλευρό στο
στρώμα. Ιδέα δεν είχαν όμως ότι το νερό στον τέντζερη τελείωσε. Χαμπάρι δεν
πήραν ότι το περιεχόμενο κάηκε ολοσχερώς. Κάποια στιγμή γύρισε κουρασμένη η
γυναίκα και περίμενε να βρει το φαΐ έτοιμο απ’ τα παλικάρια του ύπνου. Κοιτάζει
και τι να δει. Ο σκρούμπος έμεινε στον πάτο απ’ το κακάβι. Γυρίζει τότε
αγανακτισμένη και τα βάζει με τους άντρες.
Ο μικρός Βασιλάκης κάτι πήγε να πει, για να ηρεμήσει τη
θεία του.
-Σκάσε και συ μωρέ Τσουλάρα, του λέει εκείνη νευριασμένη.
Ήθελε να του πει Τσιλάρα, αλλά απάνω στη νευρική κατάσταση τον βάπτισε για
πάντα με το παρατσούκλι του. Το πήραν μετά οι παραβρεθέντες, ο ένας μετά τον
άλλο, κι έτσι του ’μεινε για πάντα το καινούριο του όνομα.
ια. Ο Τσουλάρας και με τον Σάκκο συνοδοιπόροι.
Κάποια άνοιξη, μάλλον θα ήταν το έτος 1966, ο Γιώργος
Χαλαστάνης (Τσουλάρας) με τον Κώστα Κουτέρη του Θέου (Σάκκο) αποφάσισαν να
ανεβούν μαζί απ’ τον κάμπο του Αγρινίου στο χωριό με τα πρόβατα. Πράγματι τα
έσμιξαν στο χωριό Ματσούκι εκεί κοντά στο Καστράκι και κίνησαν τον ανήφορο σε
μια μεσοράχη. Δεν είχαν κάνει ούτε ένα τέταρτο δρόμο και λέει ο Τσουλάρας:
-Κάτσε ορέ Κώστα να στρίψουμε από μίνια (εν. στριφτή
τσιγάρα).
-Κιο δεν κινήσαμε ακόμη, ορέ Γιώργο, αποκρίθηκε ο Σάκκος.
-Κάτσε μωρέ που σου λέω εγώ, να λαμπαδιάσουμε από μίνια.
-Μωρέ κάθομαι εγώ, αλλά τα πρόβατα κρατιούνται; αντέτεινε
και πάλι ο Σάκκος.
-Δεν πηγαίνουν πουθενά τα πρόβατα, εμάς φυλάνε με τα
μάτια, δεν τα βλέπεις; επέμεινε ο Τσουλάρας και πάλι.
Έκατσε κι ο Σάκκος. Είχε κι ένα μουλάρι ο Τσουλάρας, το
πρόπιασε από μια πουρνάρα παραπέρα. Μέχρι να βγάλουν τις καπνοσακούλες, να
στρίψουν τις τσιγάρες και να λαμπαδιάσουν από μίνια πέρασε κάμποση ώρα. Χάθηκαν
στο μεταξύ τα ζωντανά μέσα στα ρύκια και στα πουρνάρια. Ξάφνου οχλαγωγή
σηκώθηκε πίσω από το ανάραχο. Σφυρίγματα, φωνές και ξεφωνητά σκέπασαν τον τόπο.
Κάτω στη δημοσιά φάνηκε κι ένας αγροφύλακας σ’ ένα μοτοσιακό να έρχεται βολίδα.
-Τι γίνεται μωρέ Γιώργο εδώ αποκείθε, ρώτησε ο Σάκκος και
σφίχτηκε τον κατήφορο. Κοιτάζει και τι να δει. Εκεί πίσω σε μια λαγκαδιά είχαν
φυτώριο καπνού οι αγρότες απ’ το Ματσούκι και τα πρόβατα μπήκαν μέσα και το
πάτησαν με τα νύχια. Σαν έφτασαν οι Ματσουκιώτες γίνονταν πάταγος. Άλλοι
έβριζαν στα ελληνικά, ενώ άλλοι τα έλεγαν στα ποντιακά. Μόλις είδαν το Σάκκο,
όρμησαν όλοι μαζί επάνω του θέλοντας να τον ξεσκίσουν. Τα ’χασε ο έρμος ο
Κώστας. Σε λίγο κατέφθασε και ο αγροφύλακας ειδοποιημένος, ως φαίνεται, από
άλλον συντοπίτη. Γινόταν Ανάστα ο Κύριος. Σαν παραπίσω έφθασε και ο Τσουλάρας
σέρνοντας το ζώο απ’ το καπίστρι, με κάτι παλιοσκαρπίνια στα ποδάρια και μια
τσιγάρα στα χείλια.
-Θα σας πάμε μέσα, θα σας πάμε μέσα φώναζαν κάποιοι απ’
τους αούτηδες. Μέσα και παραμέσα είπε ένας άλλος.
-Σιγά ορέ παιδιά, λέει ο Τσουλάρας, αν είναι να μας πάτε
μέσα πάρτε μας μαζί με τα πρόβατα και τούτο γαϊδαρομούλαρο και πάμετες για το
τμήμα της χωροφυλακής.
-Ε όχι και όλους μαζί. Μόνο εσάς τους δυο πρέπει να σας
χώσουν μέσα, αντείπε ένας πόντιος.
Τέλος πάντων έγινε συμβιβασμός, ο αγροφύλακας εξέτασε το
χώρο και δεν διαπίστωσε ανεπανόρθωτη ζημία.
Οι φίλοι μας κίνησαν και πάλι το δρόμο τους. Μπροστά
πήγαινε ο Τσουλάρας και τελευταίος σαλαγούσε ο Σάκκος. Το πήραν όλο δημοσιά, αν
και ο Τσουλάρας προτιμούσε να ανεβούν στη ράχη και να το πάρουν ζυγό-ζυγό πέρα
μέχρι τη Σκουτεσιάδα.
Το βράδυ έφτασαν στο Μαλατέικο. Πέντε μερόνυχτα έκαναν
μέχρι να φτάσουν στον Εμπεσσό. Ο Τσουλάρας βάδιζε μπροστά και πίσω ποτέ δεν
κοιτούσε. Ακολουθούσαν ή όχι τα πρόβατα, έμπαιναν σε ξένα χωράφια, άρπαζαν
αρμάθες με απλωμένο καπνό, έβριζαν οι νοικοκυραίοι, σημασία δεν έδινε. Το ’χε
σιάδι, που λέμε στο χωριό μας. Μόνο αν έβρισκε κανέναν άλλον διαβάτη σαν τον
ίδιο, τον σταματούσε με το ζόρι και τον ανάγκαζε
να καπνίσουν από μίνια. Ακουμπούσε την αγκλίτσα του μπροστά στο στήθος για
αντιστήριγμα, τύλιγε μια στριφτή απ’ την καπνοσακκούλα τού περαστικού και το
έστηνε στο λακρυντί όρθιος μέσα σε τέλεια αδιαφορία για όσα συνέβαιναν γύρω
του. Δοκίμασε έτσι όλες τις γεύσεις καπνού από την περιοχή του Βάλτου στο διάβα του.
Τα ζωντανά άλλο που δεν ήθελαν. Ορμούσαν στα σπαρτά δεξιά
κι αριστερά του δρόμου και σάρωναν τα
πάντα. Μια γίδα κοκκινότριχη δε του Τσουλάρα, η Ασήμω, κορφολόγησε όλα τα
λουλούδια απ’ τις αυλές των σπιτιών στο πέρασμά της. Πλυταριαααά! Ο Σάκκος δεν
είχε άλλη δύναμη απ’ το σαλάγημα και το βρισίδι που άρπαζε. Ξεπατώθηκε στην
κούραση. Και ο Τσουλάρας αγέρωχος στον κόσμο του συνέχιζε και πάλι το δρόμο
του, όταν χόρταινε σαχλαμάρες.
Είδε κι απόειδε ο Σάκκος και σαν έφτασαν στη θέση Αμπάρες
στον Εμπεσσό, τον εγκατέλειψε τον Τσουλάρα. Δεν μπόρεσε να τον αντέξει άλλο!
Όσο τον παρακαλούσε να βιαστεί λιγάκι, γιατί πέθαινε ο πενθερός του ο Σπύρος
Στεργιάννης, τόσο αργοπορούσε ο Τσουλάρας. Απαντούσε μάλιστα με χαρακτηριστική
απάθεια:
-Μη βιάζεσαι μωρέ Κώστα, δε φεύγει η Όλγα του Χατζάρα,
στα Σακέικα θα τη βρούμε!
ιβ. Χτένες και χτενίσματα.
Ένα φθινόπωρο ο Ηλίας Κουτέρης (Μανίκας), ο Κώστας
Κουτέρης (Σάκκος) και ο Γιώργος Χαλαστάνης (Τσουλάρας) κίνησαν για τα μέρη του
Αγρινίου με τη συγκοινωνία. Πήγαιναν ως εργάτες να μαζέψουν καρπό ελιάς σε
ξένους αφεντάδες. Αφεντάδες οι ίδιοι τόσα χρόνια αποφάσισαν στα υστερνά να
ξενοδουλέψουν! Έφτασαν στο Αγρίνιο και το πήραν ρωτώντας για περιβόλια. Δεν
βρήκαν όμως πουθενά τόπο να δουλέψουν. Μαθαίνουν τότε ότι απέναντι στο Μωριά
(Πελοπόννησος) χρειάζονται εργατικά χέρια και μάλιστα προς τη Βοστίτσα (Αίγιο).
Ξαναπιάνουν τη συγκοινωνία απ’ το ΚΤΕΛ Αγρινίου και νάτους με μιας έφτασαν στο
Αίγιο. Πράγματι εκεί βρήκαν έναν αφέντη που χρειαζόταν εργατικά χέρια και
μάλιστα από έμπειρους εργάτες.
-Είστε έμπειροι ορέ παιδιά, τους ρωτάει ο νοικοκύρης.
-Εμείς δεν είμαστε; αντιρώτησαν εκείνοι.
-Τότε ποιος είναι; ξαναρώτησαν και έδειξαν τα ροζιασμένα
τους χέρια.
Ο περιβολάρης πείστηκε με την πρώτη. Τους έβαλε στο
φορτηγό και τους πήγε στο χωράφι. Μετά τράβηξε για τη δουλειά του. Οι τρεις
δικοί μας άρχισαν το έργο τους. Ξεδιάλεξαν τρία κολορίζια και τα πελέκησαν λίγο
κάνοντάς τα έτοιμα για ράβδισμα. Άπλωσαν τα πανιά και άρχισαν το βάρεμα.
-Με βαθιές εκπνοές είπε ο Σάκκος. Τότε γίνεται ευκολότερο
το ράβδισμα.
-Μωρέ φέρε εδώ το λούρο και θα τους πάρει ο διάολος τον
πατέρα σαν της περιλάβω απάντησε ο Μανίκας.
-Αναμέρα απ’ αυτού ρε χαζέ, είπε ο Τσουλάρας
απευθυνόμενος στο Σάκκο, και δεν θα μας μάθεις γράμματα σήμερα. Κάτσε κι
αγνάντευε τι θα γίνει εδώ μέσα.
Έβαλαν μπρος και ράβδιζαν και οι τρεις μαζί στην ίδια
ρίζα ελιάς. Δηλαδή δεν ράβδιζαν απλά, αυτοί ξεφλούδαγαν τα κλωνάρια και τα
κλάριζαν.
-Βάρ’ στο σταυρό, λέει ο Μανίκας, μπας και βγάλουμε
καμμιά χλιαριά λάδι μεροκάματο.
Πήραν μπρος και οι άλλοι δύο.
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας τελείωσαν με την
πρώτη ελιά. Ο καρπός μαζί με τα μισά κλαδιά του δέντρου στρώθηκαν στα
ελαιόπανα.
-Τράβα τα παραπέρα τα πανιά, είπε ο Μανίκας στο Σάκκο, να
τις δώκουμε του διαόλου να τις πάρει και μας έπιασε το μεσημέρι.
-Μην τις διαολοστέλνεις, απάντησε ο Κώστας ο Σάκκος, του
Χριστού δέντρο είναι. Ο Χριστός κάτω από ελιά προσευχήθηκε.
-Μωρέ θα είναι ανώτερος ο άλλος απ’ το Χριστό, όπως μου
είπε και ο Τσίλιας Κώττης, μπήκε στο διάλογο και συμπλήρωσε ο Τσουλάρας.
Δεν πρόλαβαν να αρχίσουν και πάλι το ράβδισμα και
ακούστηκε μια δυνατή φωνή:
-Στοπ, στοπ, στοπ, στοπ! Όχι ραβδιά, όχι ραβδιά, όχι
ξυλιές άλλες! Ήταν ο νοικοκύρης που γύρισε πίσω και είδε τα συμβάντα.
Οι τρεις φίλοι τον κοίταξαν απορημένοι. Έμειναν ακίνητοι
με τα ραβδιά στα χέρια. Κοιτάχτηκαν και μεταξύ τους. Ο εργοδότης τους έφτασε
ήδη δίπλα τους.
-Πω, πω, πω, πωωωω! Μωρέ πάει το δέντρο, το ξεκάνατε. Δεν
μαζεύουν μωρέ έτσι τον καρπό απ’ τα δέντρα.
-Και πως στο διάολο τον μαζεύουν, ρώτησε ο Μανίκας.
-Να έχω εδώ στο σακκί χτένες, δεν τις είδατε; απάντησε ο
άλλος.
-Τι διαόλου χτένες είναι αυτές, ξαναρώτησε ο Μανίκας.
Ο νοικοκύρης έβγαλε τρεις πλαστικές χτένες με ξύλινο
χερούλι απ’ το σακκί και άπλωσε να τις δώσει στους καλούς μας εργάτες από την
Πρασιά Ευρυτανίας.
-Να έτσι θα κατεβάζετε με προσοχή τον καρπό από κάθε
κλαδί, είπε, και τράβηξε απαλά τη χτένα πάνω σε ένα κλαδάκι. Οι ελιές έπεσαν
στο ελαιόπανο. Θέλει προσοχή, ώστε ούτε το δέντρο να καταστρέφουμε, ούτε τον
καρπό να στουμπάμε. Χτένισμα απαλό με το ένα χέρι και κράτημα του κλαδιού με το
άλλο.
Τα εργατάκια μας έμεναν αμίλητα. Ο Μανίκας άναψε ένα
τσιγάρο. Ο Σάκκος έπαιξε τα μπιρμπίλικα μάτια του πέρα-δώθε. Ο Τσουλάρας
ξεφύσηξε νευριασμένα και σκούπισε το παχυλό του μουστάκι. Κοίταξε το νοικοκύρη
του περιβολιού πατόκορφα με προσοχή και του είπε:
-Ορέ λεβέντη εγώ είμαι 55 χρονών και μέχρι σήμερα δεν
μπόρεσα να χτενίσω τα μαλλιά απ’ το κεφάλι μου ποτέ έτσι ως τώρα και μου ζητάς
να χτενίσω τις ελιές τις δικές σου; Κράτα τις χτένες σου και καλά χτενίσματα,
το νου σου μόνο μην χαλάσεις τον καρέ (καρέ έλεγαν τα παλιά χρόνια το χτένισμα
στο κεφάλι).
-Πάμετες, λέει στους άλλους δύο, ή θα μείνετε εδώ στο
κουρείο ετούτου εδώ πέρα;
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν με τον Τσουλάρα. Σε λίγο οι τρεις
καλοί φίλοι έπαιρναν και πάλι το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για το Αγρίνιο. Σαν γύρισαν
στο χωριό και μαθεύτηκαν τα νέα, συχνά τους πείραζαν οι άλλοι λέγοντας:
Χαρά σε κείνον το νοικοκύρη που διάλεξε τόσο καλούς
εργάτες! Μανίκας, Σάκκος, Τσουλάρας. Αξεπέραστο τρίδυμο!
ιγ. Ρίξε μπουκούλες Πάνο μ’.
Όταν άνοιγαν το δημόσιο δρόμο απ’ το Καρπενήσι προς το
Καλεσμένο στη θέση Τσιουγκάνα κοντά στη θέση Μπαγασάκι χρειάστηκαν πολλά
εργατικά χέρια, για να σπάσουν το βράχο. Αρκετοί κάτοικοι απ’ τα χωριά μας βρήκαν
τότε δουλειά εκεί για κάμποσο καιρό. Οι εργάτες είχαν στήσει πρόχειρα
καταλύματα για τον ύπνο και μαγείρευαν συσίτιο καθένας με την αράδα του.
Μια μέρα μάγειρας ήταν ένας Ζαρκάδας απ’ τα Πιγκιανά.
Φασολάδα ήταν το γεύμα της ημέρας. Ένας-ένας οι εργάτες πέρναγαν με την
καραβάνα τους και έπαιρναν μια μερίδα ψωμί και δυο κουταλιές φαΐ. Ο Πάνος
Χαλαστάνης, εργάτης κι εκείνος στην Τσιουγκάνα, διαμαρτυρήθηκε στο Ζαρκάδα,
γιατί το φαγητό δεν είχε διόλου φασόλια αλλά ήταν ζουμί σκέτο:
-Καλά ορέ Ζαρκάδα, του λέει, τι μας έβαλες εδώ πέρα να
φάμε σκέτα πλύματα; Εδώ πρέπει να κάνουμε μακροβούτι να πιάσουμε ένα φασόλι!
Ατάραχος τότε ο Ζαρκάδας του απαντάει:
-Ρίξε μπουκούλες Πάνο μ’, ρίξε μπουκούλες να σ’ πιαστεί
και να λιγώσεις την πείνα σου!
Πείνα και φτώχεια και των γονέων!
ιδ. Είναι καλό το γλύκισμα. . .
Ένας Πρασιώτης ζούσε από μικρό παιδί κοντά στα γίδια.
Μέσα στο πουρναρωτό μέρα και νύχτα φύλαγε το κοπάδι του. Στο γιδοκάλυβο έφτιαξε
και ένα γιατάκι, όπου κοιμόταν μαζί με τα ζωντανά του. Το καλοκαίρι έβγαινε
απέξω και κούρνιαζε στο μεγάλο πουρνάρι απάνω σε ένα άλλο πρόχειρο κρεβάτι. Το
χειμώνα τον συνόδευαν οι βοές από το ποτάμι του Πρασιώτη, ενώ την Άνοιξη τα
γλυκολαλήματα από τα αηδόνια και τα άλλα πουλάκια του Θεού, που χαρίζουν αμισθί
τα τραγούδια τους σε όλα τα άλλα πλάσματα. Γνώριζε τα δέντρα ένα προς ένα και
μπορούσε να περπατήσει ανάμεσά τους χωρίς να σκουντουφλήσει και στο πιο πυκνό
σκοτάδι. Το πατρικό του βρισκόταν στη άλλη πλευρά του Πρασιώτη. Για να περνάει
το ποτάμι όταν το χειμώνα ήταν αδιάβατο απ’ τις νεροποντές, άπλωσε ένα μεγάλο
οριζόντιο ξύλο στηριγμένο σε δυο τεράστιους πλατάνους. Με δυο άλματα βρισκόταν
στο αυτοσχέδιο γεφύρι του και στη στιγμή περνούσε στην απέναντι όχθη. Ένας
Άγγλος περιηγητής, μάλλον ο Woodhouse θα ήταν στα 1896, όταν τον είδε
τον παρομοίασε με ουρακοτάγκο-τον αγαθό αυτό πίθηκο της ζούγκλας-και από τότε η
παρομοίωση αυτή έμεινε να χαρακτηρίζει όλους τους κατοίκους του Βασιλεσίου.
Το κορμί του γέμισε τρίχες και με δυσκολία διέκρινες το
πρόσωπό του. Σκέτος τράγος ήταν και ο ίδιος. Σαν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί
μετά βίας κατόρθωσαν οι δικοί του να τον ντύσουν με τα γαμπριάτικα. Του έβαλαν
κοστούμι μάλλινο και πουκάμισο, του φόρεσαν κάλτσες μάλλινες και σκαρπίνια στα
πόδια. Τον ξύρισαν στο πρόσωπο και είδαν επί τέλους οι χωριανοί για πρώτη φορά
το πρόσωπό του.
Τελέστηκε το μυστήριο του γάμου και το συμπεθερικό
επέστρεφε στο συνοικισμό του γαμπρού. Σαν πέρασαν το διάσελο και γύρισαν στην
πέρα πλαγιά της ράχης, πετάχτηκε ο γαμπρός ολόρθος στο μουλάρι και με
χαρακτηριστική άνεση πέταξε πέρα τα παπούτσια του μαζί με τις κάλτσες λέγοντας
τη μνημειώδη φράση:
-Άστε κατά διαόλου, σας σιχάθηκε η ψυχή μου σήμερα!
Φανταστείτε πόσο σεκλέτι (στενοχώρια) ένιωσε ντυμένος και
ποδεμένος ο άνθρωπος αυτός της φύσης. Ως τότε παπούτσια ποτέ του δεν φόρεσε.
Ξυπόλητος ζούσε χειμώνα και καλοκαίρι. Άντε να έβαζε κανένα ζευγάρι από κάπα
τρίχινη σε βαριά χιονόπτωση. Τον υπόλοιπο καιρό ήταν πάντα παλαμάρι (ολόγυμνες)
οι πατούσες του. Ζούσε σε τέλεια ελευθερία και ανεξαρτησία.
Έφτασαν σύντομα στο σπίτι του γαμπρού. Το γλέντι
συνεχίστηκε όλη την υπόλοιπη μέρα και τη νύχτα. Μετά καθένας τράβηξε για το
σπιτικό του.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ήρθε το απόγευμα, αλλά μάταια
περίμενε η πενθερά το μεσοφόρι της νύφης να απλωθεί στο φράχτη και να φανερώσει
την παρθενιά της. Σαν τη ρώτησαν για το λόγο εκείνη με χαρακτηριστική απλότητα
απάντησε:
-Εγώ όπως ήρθα απ’ το σπίτι μου, έτσι είμαι ακόμη!
Πιάνουν τότε οι δικοί και κλείνουν τους νεόνυμφους σε μια
κάμαρα. Δεν θα βγεις από εδώ του λένε, αν δεν συμπράξεις με τη γυναίκα σου.
Ο ομορφονιός της ιστορίας μας ιδέα δεν είχε απ’ τα
σεξουαλικά θέματα. Τώρα πώς να πράξει. Έπεσαν μαζί στο στρώμα. Ανάσκελα η
γυναίκα, γύρισε στο πλευρό εκείνος με την πλάτη του προς τη γυναίκα.
Τι να κάνει η έρημη εκείνη και να τον φέρει σε λογαριασμό;
Έκανε να τον τραβήξει πιάνοντάς τον απ’ τον ώμο, αλλά μάταιος κόπος. Δεν
τραβιόταν ούτε με βεζίλα (υπομόχλιο) ο αγριότραγος εκείνος! Τον πήρε τότε με το
καλό. Εφάρμοσε άλλη πολιτική. Του έπιασε απαλά το χέρι και του είπε:
-Έλα καλέ μου, ακούμπα το χέρι σου εδώ μπροστά μου, έχω
ένα γλύκισμα για σένα!
Τράβηξε εκείνος το χέρι του με δύναμη. Επέμενε εκείνη και
πάλι.
-Έλα καλέ μου, θα δεις είναι γλυκό και θα σ’ αρέσει.
-Ρε άιντε στο διάολο, που θα μας πεις πως έχει και γλυκά
αυτού σια κάτ’ (ίσια κάτω)! Αναμέρα από
δω και άσε με να κλείσω τα μάτια μου, με ξεθέωσες σήμερα μ’ αυτά τα
καμώσια (καμώματα).
Η γυναίκα επέμενε. Θα δεις είναι γλυκό, του ξανάπε.
Ο άλλος είχε γίνει έξαλλος. Ούτε να ακούσει ήθελε, ούτε
να δει ποθούσε.
Η γυναίκα του τράβηξε το χέρι και πάλι.
-Δεν έχεις ματαειδεί τέτοιο γλύκισμα, του ξανάπε.
-Μωρέ για μσκάρι (μοσχάρι) μ’ έχεις; Ακούς εκεί θα μας
πει ότι έχει γλύκισμα ανάμεσα στα ποδάρια; Σε ποιον τα λες αυτά μωρή; Δεν
ξέρουμε τι βγάζει αυτού τον κατήφορο; Θέλει και εξήγηση καλύτερη; Σκ. . .
βγάζει και βρώμες! Σκέτα σκ. . . και ακαθαρσίες!
Είδε και αποείδε μέχρι να τον καταφέρει η γυναίκα.
Βρόνταγε ο άλλος να του ανοίξουν οι δικοί του την πόρτα αλλά μάταια. Εκείνοι
τον είχαν μανταλώσει απέξω. Δεν θα έφευγε από εκεί, αν δεν έφερνε σε πέρας την
αποστολή του. Τελικά μετά από δύο μέρες πέτυχε το εγχείρημα.
Σαν γλυκάθηκε ο φίλος μας στο γλύκισμα, εγκατέλειπε το κοπάδι μόνο απάνω στα ψηλά βουνά κι έφτανε
στο σπίτι, για να σερβιριστεί με το
γλύκισμα. Μια μέρα η μάννα του αγανακτισμένη του λέει:
-Ρε άιντε τσακίσου από δω και τράβηξε για τα γίδια, που
θα μας τα φάνε οι λύκοι. Μη φοβάσαι εδώ θα είναι αυτό το γλύκισμα, κανένας δεν σου το παίρνει!
Είδατε το γλύκισμα;
ιε. Μέσα και παραμέσα.
Την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου
1948-1949 πολλοί συγχωριανοί μας βρέθηκαν εκτοπισμένοι στα μέρη της Αμφιλοχίας,
γιατί στα χωριά μας διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στο στρατό και
τους αντάρτες. Ένας κάτοικος απ’ τον Πρόδρομο της Πρασιάς, φανατικός
χαρτοπαίκτης, πούλησε τα τρόφιμα που έδινε τότε η ΟΥΝΤΡΑ και έπαιξε στα χαρτιά
τα χρήματα. Κέρδισε το συμπαίχτη του στο τραπέζι της τύχης, αλλά χρήματα δεν
πήρε και γρήγορα η υπόθεση κατάληξε σε καυγά. Οι χωροφύλακες έφτασαν επί τόπου,
όπου συνέλαβαν τον συγχωριανό μας και τον έκλεισαν στο κρατητήριο. Μάταια τον
περίμεναν οι δικοί του να επιστρέψει στον πρόχειρο καταυλισμό στο Παλαιό Λουτρό
Αμφιλοχίας. Τελικά πληροφορήθηκαν ότι βρίσκεται κλεισμένος μέσα στο Αστυνομικό
Τμήμα της Αμφιλοχίας.
Ένας άλλος Προδρομίτης κίνησε να
πάει να τον συναντήσει. Σαν έφτασε στο Τμήμα της χωροφυλακής, ρώτησε το φρουρό
αν βρίσκεται εκεί ο συγγενής του χαρτοπαίκτης.
-Μέσα εδώ τον έχουμε ακόμη,
απάντησε ο χωροφύλακας.
-Μέσα και παραμέσα να τον βάλετε,
απάντησε ο συγχωριανός μας!
ιστ. Η άρρωστη γίδα.
Ένας Πρασιώτης φτάνει μια μέρα χολωμένος στο συνοικιακό
καφενείο. Αναζητά τρόπο να επικοινωνήσει αμέσως με τον κτηνίατρο στο Καρπενήσι.
Μια γίδα του είναι βαριά άρρωστη και κοντεύει να ψοφήσει. Η μπακάλισσα καλεί σε
λίγο με το τηλέφωνο τον κτηνίατρο. Ακούγεται η φωνή απ’ την άλλη άκρη της
γραμμής. Ο κτηνίατρος ρωτάει να πληροφορηθεί τι παρουσιάζει το ζωντανό.
Η
γυναίκα του μπακάλη στρέφεται προς τον κτηνοτρόφο και του λέει:
-Ο
κτηνίατρος ρωτάει τι συμπτώματα έχει η γίδα.
-Το
διάολο μέσα της έχει, απαντάει εκείνος.
Ο
κτηνίατρος ακούει την απάντηση και επιμένει για περισσότερες πληροφορίες.
-Πες του
να σου πει, λέει στη γυναίκα, τι έχει η γίδα.
-Πες μου
τι έχει η γίδα, ξαναρωτάει η γυναίκα.
-Κιο άμα
ήξερα τι έχει, δεν θα ρωτούσα για γιατρό. Σας λέω το διάολο μέσα της έχει! Τι
άλλο να σας πω; Το διάολο μέσα της έχει, στο μαντρί είναι πεσμένη με τα μάτια
ορθάνοιχτα και τηράει σια πάν’ κατ’ Τστόγκ’. Τη ρωτάω τι έχει, αλλά απόκριση
δεν παίρνω!
Ο κτηνίατρος άκουσε την απάντηση και κατάλαβε. Έφτιαξε
μια σκόνη γενικής χρήσεως, την έβαλε σε τρία σακουλάκια και την έστειλε με το
ΚΤΕΛ στο χωριό. Μέχρι να φτάσει το φάρμακο πάει η γίδα ψόφησε. Ο χωριανός έλαβε
το δεματάκι με την υποχρέωση να αντικαταβάλει τρία ευρώ στον κομιστή.
Λέει τότε εκείνος:
-Δε μόφτανε που ψόφησε η γίδα, εμ πρέπει και να πληρώσω τριπλό εισιτήριο! (Εννοούσε
πιθανώς τρία αστικά εισιτήρια για τα μέσα μεταφοράς των Αθηνών, γιατί τότε το
εισιτήριο κόστιζε ένα ευρώ)!
ιζ. Αν είσαι άνδρας...
Λέγεται ότι ο ίδιος Πρασιώτης είχε κάποτε ένα γουρούνι
άρρωστο. Ούρλιαζε το ζωντανό από τον πόνο, έσκουζε δυνατά και πέταγε αφρούς από
το στόμα. Μάταια ο καλός συγχωριανός μας προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Του
έφτιαξε ζεστό χυλό με αλεύρι, του γέμισε τον κορίτο με καλό καλαμπόκι αλλά δεν
κατάφερε να το γιάνει. Από το σκουσμό και το βασμό σε έκοβε η νίλα. Δεν
μπορούσε ούτε αυτί να το αντέξει ούτε μάτι ανθρώπου να το αντικρίσει. Αφού είδε
και απόειδε ο καλός χωριανός μας πήρε το δρόμο για το συνοικιακό καφενείο, όπου
είχε τότε το μοναδικό τηλέφωνο. Παρακάλεσε τον μπακάλη να τον εξυπηρετήσει και
να καλέσει τον κτηνίατρο του Καρπενησίου στο τηλέφωνο.
Ο καφετζής φόρεσε τα χοντρά του γυαλιά και σχημάτισε
αργά-αργά τον αριθμό. Σε λίγο η φωνή του κτηνίατρου ακούστηκε από την άλλη άκρη
του καλωδίου. Ο συγχωριανός μας πήρε το ακουστικό.
-Πες μου τι συμπτώματα έχει, ρώτησε ο γιατρός.
-Ορέ μη ρωτάς τι έχει, πώς να το γιατρέψω πες μου,
απάντησε ο άλλος.
-Άμα δεν ακούσω τα συμπτώματα, τι απόφαση να βγάλω
ανταπάντησε ο κτηνίατρος.
-Σκούζει καταγής χειρότερα από μοσχάρι σφαγμένο και
μουγκρίζει δυνατότερα από γάιδαρο, απάντησε ο δικός μας.
Οι παραβρεθέντες στο καφενείο γέλασαν με τα λεγόμενα του
συγχωριανού μας. Ο διάλογος συνεχίστηκε.
-Μπορείς να του βάλεις θερμόμετρο, ρώτησε ο κτηνίατρος,
για να δούμε από πυρετό πού βρίσκεται;
-Αν είσαι άνδρας, έλα εσύ να το θερμομετρήσεις, απάντησε
ο φίλος μας, κάμε δώθε να δούμε μέσα που ακριβώς θα του βάλεις το θερμόμετρο,
για να μάθουμε πως παίρνουν τη θερμοκρασία απ’ τα γουρούνια και κατέβασε
συγχρόνως νευριασμένος το ακουστικό.
Κόκαλο ο κτηνίατρος.
Οι παριστάμενοι θαμώνες έσκασαν στα γέλια. . .
ιη. Για τον Πούρνο ή για τον Πούντο;
Ο Γεώργιος Τσιάμης, μεγάλος
χαρτοπαίχτης του χωριού μας γνωστότερος ως Λυχνάρας, είχε παίξει στα χαρτιά όλη
την περιουσία του κινητή και ακίνητη. Από τις ασωτίες και τις περιπέτειες
αγανάκτησε η γυναίκα του Λυχνάρα. Κάποτε τον εγκατέλειψε, πήρε τα παιδιά τους
και τράβηξε για τη Φτέρη των Επινιανών στα γονικά της. Ο Λυχνάρας βολόδειρε
μόνος για κάμποσο χρονικό διάστημα. Στο τέλος σκαρφίστηκε ένα ψέμα και κίνησε
να τη συναντήσει. Της είπε λοιπόν ότι ξανακέρδισε στα χαρτιά τα χωράφια που
είχε χάσει και της ορκίστηκε ότι από τώρα και πέρα θα ήταν άξιος και καλός
οικογενειάρχης. Την έπεισε λοιπόν να του δώσει την αγελάδα τους, για να γυρίσει
στην Πρασιά και να οργώσει τα χωράφια. Σαν πήρε την αγελάδα τράβηξε ίσια για τη
Γρανίτσα όπου την έσφαξε και πούλησε το κρέας της. Πήρε μετά τα λεφτά και
έσπευσε αμέσως στο Κυπαρίσσι, όπου στρώθηκε στο χαρτοπαίγνιο.
Τρία μερόνυχτα κράτησε ο νέος
αγώνας με την τύχη. Στο τέλος ο Λυχνάρας απόμεινε πανί με πανί. Σηκώθηκε τότε όρθιος
και κίνησε να φύγει.
-Άει τράβα για τον Πούρνο τώρα,
τον πείραξαν οι συμπαίκτες του.
-Για τον Πούρνο είμαι εγώ τώρα
ή για τον Πούντο; αναρωτήθηκε στα φωναχτά ο Λυχνάρας.
ιθ. Το Σχολείο και το Φαρμακείο.
Την εποχή που η Πρασιά
βρισκόταν σε αντιδικία με το Ραπτόπουλο για τα θερινά βοσκοτόπια στις θέσεις
Κρεβάτια και Κοκκινόβρυση ο γιατρός Παπαδήμος από το Ραπτόπουλο ήρθε σε λεκτική
σύγκρουση με το δάσκαλο Θόδωρο Τσιάμη από την Πρασιά. Συγκεκριμένα ο Παπαδήμος
είχε πάρει το λόγο και έκανε τις δικές του αναλύσεις για το επίδικο ζήτημα.
Λόγω της προσωπικότητάς του αλλά και του κύρους που τού έδινε το λειτούργημά
του είχε καθηλώσει το παριστάμενο πλήθος και κανένας Πρασιώτης δεν αποκοτούσε
να του αντιμιλήσει. Στη δύσκολη εκείνη στιγμή για το χωριό πετάχτηκε όρθιος ο
δάσκαλος Θόδωρος Τσιάμης και με δυνατή φωνή κουνώντας πέρα-δώθε τα μακριά του
χέρια διέκοψε τον Παπαδήμο λέγοντας:
-Τράβα στον Δρυμώνα κάτω στην
Τέμπλα να κάνεις αυτές τις αναλύσεις ορέ Παπαδήμο, γιατί εδώ το λένε Ζελενίτσα
και ή κάθεστε φρόνιμα εσείς οι Ραπτοπουλίτες, ειδεμή το γυρίζουμε τέρτσο εμείς
οι Πρασιώτες!
Ο γιατρός προς στιγμήν τα
έχασε, αλλά ετοιμόλογος όπως ήταν, απάντησε αμέσως στον Τσιάμη:
-Τράβα δάσκαλε για το Σχολείο
σου και μην ανακατεύεσαι!
-Τράβα και συ τότε για το
Φαρμακείο σου, ανταπάντησε αμέσως ο δάσκαλος!
Το παριστάμενο πλήθος έσκασε στα γέλια. Κόπηκε η φόρα του
Παπαδήμου και τις εντυπώσεις τις κέρδισε ο Τσιάμης.
κ. Η Μαυροβούνιστα του
Μπαλάσκα.
Μια φορά ο Κωτσιούλας Ζηνέλης έκοψε 18 πρόβατα του Κώστα Καραγιώργου
στη θέση Αγριοκορομηλιές στα θερινά βοσκοτόπια της Παλιόστρουγκας. Τα σαλάγησε
τον κατήφορο προς το Νεροπλάτανο κι από εκεί τα έριξε στη θέση Χωράφι, που είχε μετέπειτα στάνη ο Κουκοράβας, και
τέλος τα κατέβασε στα Διπόταμα. Ο
Θωμάς Χαϊδής από την Απάνω Αγριόβριζα βλέποντας το περιστατικό μονολόγησε: Βάρα
τον μωρέ στο κεφάλι και μου το απιστόμισε το καρδάρι! (Εννοούσε τον Καραγιώργο,
ο οποίος είχε πολλά πρόβατα, ξεκαλοκαίριαζε στο Πλαΐτσι και έκλεβε συνέχεια απ’
το κοπάδι του Χαϊδή και τα σούβλιζε). Ο Κωτσιούλας οδήγησε τα πρόβατα στα
Σελιπιανά (σημ. Καταφύλλι) της Καρδίτσας, όπου τα πούλησε για 800 δραχμές τότε.
Ο Μπαλάσκας πληροφορήθηκε ότι ο
Κωτσιούλας είχε χρήματα και πόσα ακριβώς. Κίνησε λοιπόν και να ’σου έφτασε στον
Μαχαλά του Βασιλεσίου. Μπαίνει στο σπίτι του Κωτσιούλα και τον χαιρετάει.
Έπειτα κάθεται σε μια άκρη αμίλητος. Γυρίζει ο Κωτσιούλας, τον βλέπει λυπημένο
και πέφτει στην παγίδα:
-Ορέ μπάρμπα Γιώργο
στενοχωρημένο σε βλέπω ή λαθεύω; τον ρωτάει.
Δίχως να χάσει καιρό ο
Μπαλάσκας του απαντάει: Τι να κάνω ορέ ανιψιέ, το κουμπούρι μου πουλάω αλλά δεν
θέλω σε ξένου τη ζωστήρα να κρέμεται! Θέλω σε δικού μου χέρια να παινεύεται.
Μακάρι να το ’δινα σε δικό μου άνθρωπο.
-Για να το δω από κοντά του
λέει ο Κωτσιούλας.
-Τι θέλεις να το δεις,
Μαυροβούνιστα σκέτη, από οπλαρχηγούς του ’21 (του 1821) κρατιέται, απαντάει ο
Μπαλάσκας.
Το περιεργάζεται ο Κωτσιούλας
από δω κι από κει και τσιμπάει σαν το ψάρι στο δόλωμα.
-Πόσο το πουλάς ορέ μπάρμπα
Γιώργο;
-Μμμ είσαι εσύ ανιψιόκα ειδ’
αλλιώς κάτω από 800 δραχμές δεν θα το’ δινα.
-Ε μωρέ ακριβό είναι του λέει ο
Κωτσιούλας.
-Ε καλά δόσμου 600 δραχμές και
το παίρνεις. Έτσι έκλεισε η συμφωνία και ο Κωτσιούλας αγόρασε το παλιοκούμπουρο
του Μπαλάσκα!
κα. Μια πεντάρα χαλκωματένια
τρύπια.
Μια φορά ο Μπαλάσκας δεν είχε
από τρόφιμα τυροκομικά ούτε για δείγμα. Είχε όμως μια πεντάρα χαλκωματένια
τρύπια. Τι να κάνει, σκέφτηκε να πάει στο Βασιλέσι όπου είχε πολλά πρωτοξάδερφα
από τους Φλοκατουλαίους (Κουτεραίους). Φτάνει λοιπόν σε κάποια από τις Φλοκατούλισσες
και δείχνει την πεντάρα, για να την ανταλλάξει με τυροκομικά προϊόντα. Πράγματι
πήρε όσα ήθελε ο Μπαλάσκας και δίνοντας την πεντάρα είπε στη γυναίκα:
-Με το νόμισμα αυτό αγοράζεις
πολλά πράγματα και παίρνεις και ρέστα! Πρόσεξε εκεί που θα πας να ζητήσεις και
τα ρέστα. Έχε το νου σου μην σε ξεγελάσουν!
Παίρνει η γυναίκα την τρύπια
πεντάρα του Μπαλάσκα και πάει για αγορές στο Μουζάκι. Μπαίνει σε έναν
υφασματέμπορο και αρχίζει να κόβει τόπια και υφάσματα. Σαν ήρθε η ώρα να
πληρώσει βγάζει την πεντάρα και τη δίνει. Ίσα που δεν την πέταξε ο
καταστηματάρχης με τις κλωτσιές έξω. Γυρίζει η γυναίκα στο χωριό και γίνεται
πάταγος. Έτσι και είχε μπροστά της τον Μπαλάσκα θα τον έκανε χίλια κομμάτια.
Πέρασε καιρός και κίνησε πάλι
για το Βασιλέσι ο Μπαλάσκας. Πήγαινε για τα γνωστά λημέρια με τα νόστιμα
τυροκομικά. Σαν τον αντίκρυσε από μακριά η Φλοκατούλω τον πήρε με τις πέτρες.
Είδε και έπαθε ο Μπαλάσκας να την ηρεμήσει. Τότε είπε εκείνο το χαριτωμένο:
-Να γυναίκα, μπράβο γαϊδούρα!
Τελικά κατάφερε μισοδαρμένος να
μπει στο σπίτι της. Για δόσμου εδώ, της λέει, να δω ποιο νόμισμα έδωσες στον
έμπορο. Του δίνει η γυναίκα την τρύπια πεντάρα και τότε ο Μπαλάσκας με τη
χαρακτηριστική του αταραξία λέει:
-Αχ τον απατεώνα, σε κορόιδεψε
μωρέ έρημη! Εγώ τρύπιο πεντόλιρο σου έδωσα κι αυτός στο άλλαξε και το έκλεψε.
Ποιος ήταν να πάω να του δείξω εγώ! Που να θυμηθεί η γυναίκα και τι να πει στον
Μπαλάσκα. Πάντως ο παμπόνηρος Μπαλάσκας τα κατάφερα και πάλι και γύρισε με βαρύ
φορτίο στο γάιδαρό του!
κβ. Τεχνίτες με πτυχίο.
Ο Μπαλάσκας με τον Κώστα
Τσαλαβρή έρχονταν απ’ την Αμφιλοχία (πρώην Καρβασαράς) στο χωριό μας.
Κοιμήθηκαν στο Σακαρέτσι και το επόμενο πρωί κίνησαν για τα Βρουβιανά. Στο έμπα
του χωριού έκαναν τόκα (συναντήθηκαν) με κάποιο Βρουβιανίτη.
-Καλώς τα παιδιά, καλημέρισε ο
κάτοικος του Βάλτου.
-Καλωσηύραμε, απάντησε ο
Μπαλάσκας.
-Από πού ορέ λεβέντες,
ξαναρώτησε ο πρώτος.
-Μμμμ εμείς πατριώτη απ’ τα
Τζουμέρκα είμαστε τεχνίτες, ξαναπάντησε ο Μπαλάσκας. Πάμε για τα Άγραφα, μάθαμαν
ότι έχει δουλειές ο τόπος.
-Μωρέ κι εδώ έχουμε δουλειές
ξανάπε ο Βρουβιανίτης. Εγώ το σπίτι μου κτίζω κι έφτασα ως τα πέταβρα (ξύλινα
σανίδια στέγης). Να βρω τεχνίτη για το σκέπασμα ψάχνω. Μπας και κατέχετε από
σκεπές;
-Μμμμ κιο βασικά σκεπές βάζουμε
είπε με στόμφο ο Μπαλάσκας, χωρίς να έχει ιδέα από τέτοια πράγματα. Αυτή είναι
η τέχνη μας. Ο Τσαλαβρής λιανοψιχάλιζε τα στενόμακρα ματάκια του.
Συμφώνησαν στα γρήγορα την τιμή
και ο άνθρωπος τους ανέθεσε το έργο χωρίς άλλες διατυπώσεις.
-Δίνε πλάκες αβέρτα, πρόσταξε τότε
ο Μπαλάσκας το Ζαχάκη. Οι πλάκες πήγαιναν κι έρχονταν. Φαπ, φαπ, φαπ, φαπ,
τσιακ, τσιακ, τσιακ, τσιακ. Όπως τις άρπαζε ο αρχιτεχνίτης της ψευτιάς
κατευθείαν τις απίθωνε στα ξύλινα σανίδια. Σε κάμποση ώρα πέρασαν από τη μέση
του έργου. Ο Βρουβιανίτης τους κοίταζε με απορία. Αναρωτήθηκε αν πράγματι
κατείχαν την τέχνη ή ήταν τίποτες απατεώνες.
-Ορέ παιδιά τους λέει, κατέχετε
από σκεπές αλήθεια, γιατί σαν πολύ γρήγορα μου φαίνεται ότι το προχωράτε;
-Κιο μας προσβάλεις τότε
απάντησε μονομιάς ο Μπαλάσκας. Εμείς είμαστε τεχνίτες με πτυχίο, δεν είμαστε
όποιοι κι όποιοι! Άμα έχεις αντίρρηση, τότε σταματάμε επί τόπου χωρίς άλλες
κουβέντες. Πλήρωσέ μας το διάφορο και σε χαιρετάμε!
-Όχι, όχι ορέ παιδιά ξανάπε ο
έρμος ο ιδιοκτήτης. Ο πόνος με κάνει και το λέω. Τη φαμελιά μου θέλω να στεγάσω
μέσα, να απογωνιάσω λίγο απ’ το δρολάπι και το κρύο.
-Σώθηκες ορέ αδελφέ απάντησε ο
Μπαλάσκας, δεν βρίσκονται εύκολα τεχνίτες τέτοιοι σαν εμάς.
Η δουλειά πλησίαζε προς το
τέλος. Πέρα μακριά στα βουνά της Βρεστενίτσας (Πηγές Άρτας) φάνηκε ένα μικρό
σύννεφο.
-Βιάσου, βιάσου λέει ο
Μπαλάσκας στον Τσαλαβρή, γιατί καταφθάνει από ώρα σε ώρα ο «μηχανικός»! Ο άλλος
τον κοίταξε απορημένος.
-Έρχεται η βροχή ορέ Ζαχάκη και
θα μας πιάσουν οι Βαλτινοί να μας γδάρουν ζωντανούς, άμα δουν ότι τους
κοροϊδέψαμε.
Πέρασαν το γεφύρι της Τέμπλας
και πήραν τον ανήφορο για την Τσερνόκα, όταν έπιασε η νεροποντή στα Βρουβιανά.
Στάθηκαν κάτω από ένα φουντωτό πουρνάρι, κάθισαν και αγνάντευαν μέχρι να
κρατήσει η μπόρα.
-Ρίξε όσο θέλεις τώρα, είπε ο
Μπαλάσκας, απευθυνόμενος στα ουράνια. Τώρα που ριχτήκαμε δώθε ποιος μας πιάνει!
Δεν ξέρω τι πόρο θα λαβαίναμε αν δεν προκάναμε και μας έπιανε ο «μηχανικός» επί
τόπου!
κγ. Θεραπεύτηκε πέσιμο.
Ένας Τίγκας απ’ το Κυπαρίσσι είχε τα γίδια στο διάσελο Τς
Στόγκ (Στον Όγκο). Πρασινάδα εκεί από δέντρα δεν είχε πουθενά αλλού παρά μόνο κλαδιά
απ’ τις μεράτζες στο θεόρατο γκρεμό Τς Στόγκ. Τον έβαλε τότε ο πειρασμός τον
Τίγκα να πάει να ξεπατωθεί. Κολτσιάζονταν (κολιτσιδιάζονταν) στον κορμό της
μεράτζας έρποντας με την κοιλιά και με το τσεκουράκι του έκοβε βάντες τις
τράβαγε προς τα πίσω και τις άπλωνε στη λάκκα. Έτσι τάιζε τα γίδια και έπιανε
μια στάλα γάλα, για να χορτάσει ο ίδιος και να μαζέψει λίγο μαξούλι για την
υπόλοιπη οικογένεια.
Μια μέρα στην προσπάθειά του να κόψει μια ακριανή βάντα
κατέβαλε περισσότερη δύναμη περιτυλιγμένος καθώς ήταν γύρω από ένα κλωνάρι. Απ’
την υπερβολική πίεση όμως που κατέβαλε, κόπηκε το κλωνάρι απ’ τη μασχάλη
(διχάλα), δηλαδή ξεμασκαλίστηκε, και ο
έρμος ο Τίγκας με τη μεράτζα αγκαλιά πέταξε
τον κατήφορο στο χάος και τσακίστηκε στο χοντροχαλιά από κάτω.
Μια μέρα μετά από καιρό ο Γιώργος Χαλαστάνης (Τσουλάρας)
ζητούσε να μάθει τα γεγονότα γύρω απ’ το άτυχο συμβάν και ρωτούσε τον Βασίλη
Ζαχάκη (Τσαλαβρή).
-Αλήθεια μπάρμπα Βασίλη πώς έγινε εκείνο το περιστατικό
με τον Τίγκα εκεί στο γκρεμό τς Στόγκ; ρώτησε ο Τσουλάρας.
Ο Τσαλαβρής σκυμμένος ελαφρά προς το χώμα, αντί να δώσει
κάποια πληροφορία, απάντησε στο συνομιλητή του με τη χαρακτηριστική απάθεια που
τον διέκρινε:
-Θαραπαύκη πέσιμου Γιώργου όμως εεε;
κδ. Ο Βλαχογιώργος κλέφτης.
Ο Βλαχογιώργος (ο Γεώργιος Πώπος από τον Πρόδρομο της
Πρασιάς) πήρε απόφαση να βγει στο κλαρί, να πάει να γίνει τάχα κλέφτης στα ψηλά
βουνά των Αγράφων.
-Μάνα
ετοίμασε τα πράγματά μου, φτιάξε μου τον τορβά, βάλε μου ψωμί και τυρί μπόλικο,
βάψε μου τα τσαρούχια, είπε μια μέρα ο Βλαχογιώργος στη μάνα του.
-Πού θα
πας Γιώργο μου; ρώτησε η μάνα του.
-Φεύγω
για την κλεφτουριά μάνα, μόνο μην αργείς, κάνε γρήγορα, απάντησε ο
Βλαχογιώργος.
-Πού μ’
αφήνεις τη δόλια μοναχή; ξαναρώτησε εκείνη.
-Φεύγω
μάνα, με περιμένει η συντροφιά, ξανάπε ο Βλαχογιώργος και δρασκέλισε την πόρτα
με τον τορβά στον ώμο.
Ανέβηκε
ψηλότερα στη ραχούλα και τράβηξε πέρα προς τη θέση Κούμαρος. Βρήκε ένα φουντωτό
πουρνάρι, κρέμασε σε ένα κλωνάρι του τον τορβά με το ψωμί και έπειτα ξάπλωσε
στην παχιά σκιά του. Σύντομα τον πήρε ο ύπνος.
Σε λίγη
ώρα έφτασε στο σημείο το κοπάδι με τα γίδια του Θωμά Μάνδαλου. Φέρνοντας μια
γυροβολιά εκεί τα γίδια ψάχνοντας κανένα βλαστάρι μύρισαν και τον τορβά με το
ψωμί του Βλαχογιώργου. Τα τραγιά του Μάνδαλου τέντωσαν τα μπροστινά τους πόδια
στο κλωνάρι του πουρναριού και έχωσαν το κεφάλι μέσα στον τορβά. Άρπαξαν την
κουλούρα με το ψωμί και δεν άφησαν ούτε τριμόψυχα. Χαμπάρι δεν πήρε ο
Βλαχογιώργος! Σαν ξύπνησε το απογευματάκι διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε να
βάλει στο στόμα του.
Γύρισε
τότε πάλι στο πατρικό του.
-Ήρθες
πίσω Γιώργο μου; τον ρώτησε η μάνα του.
-Ήρθα να
λάβω νέες προμήθειες, είπε ο Βλαχογιώργος.
-Τι
έγινε η κουλούρα με το ψωμί; ξαναρώτησε η καημένη η μάνα.
-Την
έφαγε η συντροφιά, αποκρίθηκε ο λεβέντης της!
κε. Το καλαμπόκι του Ζαχάκη.
Στο μαγαζί του Καραΐνδρου (Τσιάμη) από το Κυπαρίσσι
έπαιζαν τα χαρτιά ημερόνυχτα ολόκληρα δίχως παύση. Ονομαστοί χαρτοπαίχτες της
παλιάς εποχής (αρχές του 20ού αι.) ήταν ο ίδιος ο Καραΐνδρος, ο Μπαλάσκας
(Γιώργος Χρυσαφογιώργος), ο Λυχνάρας (Γιώργος Τσιάμης από τον Πρόδρομο) και ο
Τσαλαβρής (Λάμπρος Ζαχάκης). Το μαγαζί του Καραΐνδρου βρισκόταν στην Πρασιά στο
κατώγι του παλιού διώροφου σπιτιού των Τσιαμαίων. Όταν δεν είχαν λεφτά-και τις
περισσότερες φορές δεν είχαν-έπαιζαν καλαμπόκι. Μια φορά ο Λάμπρος Ζαχάκης
έφερε στο μαγαζί του Καραΐνδρου ένα φόρτωμα καλαμπόκι (δυο μεριές). Αμέσως
στρώθηκαν στο παιγνίδι. Ως μονάδα μέτρησης είχαν το καπάκι από ένα κακάβι. Επί
τρία ημερόνυχτα με τα καπάκια το καλαμπόκι άλλαζε συνεχώς χέρια. Στο τέλος με
το ψιλιάτικο (το ποσοστό του μαγαζάτορα) όλο το φόρτωμα έμεινε στον Καραΐνδρο!
κστ. Οι τρεις χαλκωματένιες δεκάρες.
Ο Μπαλάσκας δεν είχε τα μέσα συντήρησης, όπως όλοι
άλλωστε. Έφτασαν οι Αποκριές και δεν μπορούσε να φτιάξει ούτε πίτα, γιατί δεν
είχε δράμι από κλωτσοτύρι ή γλίνα (γουρουνίσιο λίπος). Πανέξυπνος όπως ήταν
συνέλαβε ένα σχέδιο. Πήρε τρεις χαλκωματένιες δεκάρες, τις γυάλισε καλά στο
ποτάμι με άμμο, σαμάρωσε το γάιδαρό του και τράβηξε για τους συγγενείς του
Φλοκατουλαίους στο Βασιλέσι. Οι Φλοκατούληδες (Κουτεραίοι) είχαν εκατοντάδες
γίδια και διέθεταν πολύ μαξούλι (σοδειά από τα ζωντανά σε τυροκομικά είδη). Σαν
έφτασε στο σπιτικό μετά το κέρασμα καλεί τη Φλοκατούλω και της λέει
εμπιστευτικά:
-Έχω
λεφτά χρυσά, προίκα καλή για τα κορίτσια!
Τα πήρε
η γυναίκα και αφού τα περιεργάστηκε τον ρωτάει:
-Τι
θέλεις από μένα αφέντη;
-Θέλω,
απαντάει ο Μπαλάσκας, μια μεριά καδίσιο τυρί και μια μεριά βούτυρο γίδινο.
Παίρνει
το φόρτωμα ο Μπαλάσκας, το έφερε στο σπίτι του και το ’στησε στο φαΐ έχοντας
Αποκριές κάθε μέρα.
Η Φλοκατούλω, δίχως να υποψιαστεί την απάτη, κίνησε μια
μέρα για το Μουζάκι της Καρδίτσας. Ονομαστό μαγαζί τότε είχαν εκεί οι
Θεολογαίοι από τα Κέδρα, οι οποίοι προ του 1940 φημίστηκαν ως εκατομμυριούχοι.
Μπαίνει η γυναίκα μέσα στο μαγαζί των Θεολογαίων, για να αγοράσει προικιά για
τα κορίτσια. Κατέβαζε το ένα τόπι με ύφασμα μετά το άλλο και πήγαινε λέγοντας.
Κόντευε να αδειάσει το μισό μαγαζί.
-Για μια
στιγμή κυρά μου, λέγει τότε ο ένας Θεολόγης, για τα υλικά που διάλεξες
χρειάζονται πολλά χρήματα.
-Μείνε
ήσυχος του απαντά η Φλοκατούλω έχω χρυσό πάνω μου.
-Για να
δούμε τι χρυσό έχεις ρωτά ο Θεολόγης.
Κοιτάζει
και τι να δει ήταν ψεύτικα τα νομίσματα.
-Άλλα
χρήματα εκτός απ’ αυτά έχεις την ξαναρωτά, γιατί αυτά είναι δεκάρες
χαλκωματένιες.
Έμεινε
εμβρόντητη η γυναίκα. Από τη ντροπή και τη λύπη της έπεσε κάτω λιπόθυμη.
Αυτά τα
κατορθώματα έφτιαχνε ο Μπαλάσκας!
κζ. Ο Κώστας Κουτσιούμπας στρατιώτης στο Μπιζάνι.
Όταν πολιορκούσαν τα Γιάννενα
το έτος 1912 ο Κωνσταντίνος Κουτσιούμπας από το Κυπαρίσσι υπηρετούσε εκεί ως
μάγειρας. Μια μέρα ο διάδοχος του βασιλικού θρόνου και αρχιστράτηγος της
επιχείρησης Κωνσταντίνος ντυμένος απλός φαντάρος με μια καραβάνα στο χέρι,
χωρίς διακριτικά στους ώμους, επεχείρησε παρακάμπτοντας τη σειρά του συσσιτίου
να πάρει φαγητό τάχα, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να δει αν εφαρμόζεται η
σωστή σειρά και δεν γίνονται παρατυπίες. Ο Κουτσιούμπας είδε το περιστατικό και
δίχως να χάσει καιρό πετιέται μπροστά του και του φωνάζει άγρια: Πίσω στη θέση
ορέ ψαλιδόκωλε μην σου αστράψω καμία με
την κουτάλα κατακέφαλα! (Το παντελόνι των αξιωματικών πράγματι τότε σχημάτιζε
στην εξωτερική ραφή το σχήμα Χ). Έκανε πίσω πράγματι ο Κωνσταντίνος, μην
αρπάξει την κουτάλα απ’ το φαντάρο και
του ανοίξει το κεφάλι. Γρήγορα όμως αποκαλύφτηκε ότι ήταν ο διάδοχος και διέταξε
γενική προσοχή. Επαίνεσε τότε εκεί δημόσια τον Κουτσιούμπα δίνοντάς του
τιμητική άδεια 20 ημερών. Ήρθε ο Κουτσιούμπας στη θέση Ντρούχου και διηγιόταν ο
ίδιος αυτήν την ιστορία, ενώ οι άλλοι συνέχιζαν τον πόλεμο στην Ήπειρο!
κη. Ο Βάλιας και η παλιόκαπα του Πατούλα.
Κάποτε ο Νάσος Πατούλας έπαιζε
χαρτιά στα Φουσιανά με τον Κώστα Βάλια από το Τροβάτο. Όταν τελείωσαν όλα τα
λεφτά έπαιξε τα τσαρούχια και την κάπα του και τα έχασε κι εκείνα! Παίρνει ο
Βάλιας τα κερδισμένα ρίχνεται στο ρέμα των Φουσιανών και πάει για ύπνο στο
σπίτι του κουμπάρου του Βασιλάκη Χαλαστάνη (του Τσουλάρα).
Σε λιγάκι ώρα ξυπόλητος ο Νάσος
τράβαγε το δρόμο για το Βασιλέσι μπροστά από το σπίτι του Τσουλάρα στο παλιό
νεραύλακο. Φωνάζει του Βασιλάκη:
-Μπας κι είδες το Βάλια κατά ’δω;
-Έλα πάνω ορέ Νάσο, του λέει
εκείνος. Πιάνει τα τσαρούχια και την κάπα και του τα δίνει.
Σαν ξύπνησε ο Βάλιας ζητούσε τα
κερδισμένα του Πατούλα.
-Ορέ Βάλια, του λέει τότε ο
Τσουλάρας, σε είχα για νοικοκύρη και δεν περίμενα να αποζητάς την παλιόκαπα και
τα γουρνοτσάρουχα του Πατούλα!
Ησύχασε και ο Βάλιας.
Βλ. Σιαλμά Β. Ν., «Βλαχογιωργέικες ιστορίες και
κατορθώματα», Απεραντιακά 33 (1983),
σσ. 9-10.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.