Επίσης σε ωρισμένα μέρη που ετελέσθηκαν θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς, εστέρεψαν οι πηγές.
Και άλλο θαυμαστό σημείο ήταν ότι μόλις ανήλθε ο Ιουλιανός στον θρόνο, έπεσε στις πόλεις μεγάλη πείνα.
Συνηθίζει ο Θεός κάτι τέτοιες ενέργειες. Όταν τα κακά αυξηθούν και οι δούλοι Του κακοποιούνται και οι εχθροί επιπίπτουν εναντίον τους με σφοδρότητα, σαν μεθυσμένοι, τότε δείχνει την μεγάλη Του δύναμι.
Όταν σκοπεύη ο Θεός να επιτέλεση ένα σπουδαίο και σωτήριο γεγονός, δεν επεμβαίνει αμέσως, αλλά μας αφίνει ένα διάστημα να ταλαιπωρηθούμε και έπειτα κάνει το θαύμα Του. Ενεργεί έτσι για να μας προφυλάξη από την αγνωμοσύνη.
Οι άνθρωποι συνήθως μόλις απαλλαγούν από τα δεινά, είτε εξ αίτιας τού εγωισμού τους είτε από αμέλεια και ραθυμία τα λησμονούν. Μπορεί όμως και να μη τα λησμονήσουν, αλλά τους μένει η ιδέα πως μόνοι τους επέτυχαν να απαλλαγούν από αυτά. Γι΄ αυτό τον λόγο μας αφίνει ο Θεός να μας συνθλίψουν οι δοκιμασίες, και έπειτα έρχεται και μας σώζει.
Κάτι τέτοιο συνέβη στους Ισραηλίτες την εποχή που τους απειλούσαν οι Φιλισταίοι και ο Γολιάθ.
Ο Θεός είχε σχέδιο να οδηγήση τον Δαβίδ στην μάχη, και με τα χέρια του να στήση λαμπρό τρόπαιο νίκης. Αυτό όμως δεν το έκανε εξ αρχής, αλλά άφησε να περάσουν σαράντα ολόκληρες ημέρες. Στο διάστημα αυτών των ημερών ο αλλόφυλος γίγαντας τους ύβριζε και τους ωνείδιζε συνεχώς. Οι ψυχές τους είχαν λυώσει από τον φόβο. Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλη με τον αντίπαλο. Όλοι απελπίσθηκαν για την σωτηρία τους.
Και αφού πια πίστευσαν ότι χάνονται και κατάλαβαν την αδυναμία τους, ωδήγησε ο Θεός τον νεαρό Δαβίδ στην μάχη για να πετύχη την θαυμαστή και ανέλπιστη εκείνη νίκη, φονεύοντας τον Γολιάθ και καταισχύνοντας τους Φιλισταίους.
Εμείς οι άνθρωποι μετρούμε τα πράγματα με ανθρώπινες σκέψεις, και λέγομε: «Εάν μας κάνη επίθεσι ο εχθρός και δεν βρεθούν έτοιμοι στρατιώτες να τον αποκρούσουν; Εάν δεν προλάβη να επέμβη ο στρατηγός; Τι θα γίνουμε; Όλους θα μας αιχμαλωτίσουν και θα μας καταστρέψουν».
Αλλά τι νομίζεις; Επειδή δεν προλαμβάνεις εσύ τον εχθρό, νομίζεις ότι δεν τον προλαμβάνει και ο Θεός; Επειδή εσύ δεν είσαι πανταχού παρών, νομίζεις ότι και ο Θεός δεν είναι πανταχού παρών; Ή μήπως ο Θεός άλλα μπορεί να τα κατορθώση και άλλα όχι;
Η Ερυθρά θάλασσα, αν και άψυχη υπάκουσε στο θέλημα τού Θεού και εβύθισε τους Αιγυπτίους. Τα ψάρια, αν και δεν έχουν λογικό, υπάκουσαν στο θέλημα τού Θεού και συνελήφθησαν στα δίχτυα τού Πέτρου. Και ένας άγγελος εάν πάρη διαταγή, δεν μπορεί να εξολόθρευση όλους τους εχθρούς της αληθινής πίστεως; Κάτι τέτοιο δεν έγινε στα χρόνια τού Προφήτου Ησαΐα;
Φαντάσθηκε κάποιος Χαναναίος ότι είναι πολύ σπουδαίος στρατηγός. Εννοώ τον Σισάρα. Γι' αυτόν κάνει λόγο και ο Δαβίδ: «Ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα, ως τω Ιαβείμ εν τω χειμάρρω Κισσών» (Ψαλμ. πβ', 10). Ο Ιαβείμ ήταν βασιλεύς των Χαναναίων και ο Σισάρα αρχιστράτηγος. Είχε στην διάθεσί του οκτακόσια σιδερένια άρματα και αναρίθμητους στρατιώτες. Οι Ισραηλίτες βλέποντας αυτό το σύννεφο κατατρόμαξαν.
Τότε ο φιλάνθρωπος Θεός ωμίλησε μέσω της προφήτιδος Δεβώρας και είπε στον αρχηγό των Ισραηλιτών: «Μη φοβηθής. Ο Θεός θα σου τον παραδώση στα χέρια σου. Και μάλιστα το κατόρθωμα θα ανήκη σε γυναίκα, διότι γυναίκα θα τον εξόντωση». Και πράγματι γνωρίζουμε πως τον εφόνευσε η Ιαήλ (Κριτ. δ', 15-22).
Βλέπεις πως ο Θεός ετιμώρησε την αλαζονεία του. Φονεύθηκε από γυναίκα. Το είχε ειπεί ο Θεός: «Εν χειρί γυναικός έσται ο θάνατός σου». Με την συνεργία τού Θεού δέθηκε ο άσεβης με τα δεσμά τού ύπνου και η γυναίκα όχι με σφυρί αλλά με πάσσαλο τού διάνοιξε τον κρόταφο. Και έτσι πέθανε ανάμεσα στα πόδια γυναίκας.
Όταν ο Θεός θελήση, τίποτε δεν μπορεί να Τον εμποδίση από το να μας στείλη την ενίσχυσί Του και την συμπαράστασί Του. Αρκεί τότε ένα όπλο τού Θεού, ένας στρατιώτης τού Θεού, η δύναμις τού Θεού, το νεύμα μόνο τού Θεού. Και οι ισχυροί εχθροί εκμηδενίζονται. Εμείς ας προσευχηθούμε στον Χριστόν και ας πούμε: «Χριστέ, πες έναν λόγο και θα διασκορπισθούν οι εχθροί Σου. Πες έναν λόγο, και θα ελεήσης την πόλι Σου. Πες ένα λόγο, και θα οικτειρήσης τον κόσμο Σου». Ας Τού πούμε: «Να, οι εχθροί Σου κάνουν κρότο, και αυτοί που Σε μισούν σήκωσαν το κεφάλι τους» (Ψαλμ. πβ', 3). Και τότε αρκεί μια γυναίκα σαν την Ιαήλ, σαν την Δεβώρα, σαν την άλλη που με τεμάχιο από μυλόπετρα εξουδετέρωσε τον αδελφοκτόνο βασιλέα Αβιμέλεχ (Κριτ. θ', 50-53), να φέρη την νίκη.
Ο Θεός είναι «ευμήχανος» και έχει πολλών ειδών φάρμακα για την σωτηρία μας.
Ο Θεός δεν τακτοποιεί και δεν οικονομεί τα πράγματα που έχουν σχέσι με εμάς με έναν τρόπο, αλλά είναι εύπορος στους τρόπους και χαράζει για μας πολλούς και διαφόρους δρόμους σωτηρίας.
«Ποιος θα καυχηθή πως έχει αγνή την καρδιά ή ποιος θα πη με θάρρος πως είναι καθαρός από αμαρτία»; Είναι αδύνατο να βρεθή άνθρωπος αναμάρτητος.
Τι θα πης, ότι ο τάδε είναι δίκαιος, είναι άνθρωπος της ελεημοσύνης, είναι φίλος των πτωχών; Θα έχη όμως και κάποιο ελάττωμα. Ή θα τού ξεφεύγουν λόγια υβριστικά ή θα πέφτη σε κενοδοξία ή σε επίδειξι ή σε κάτι άλλο.
Εκείνος που κάνει ελεημοσύνες συμβαίνει πολλές φορές να μην είναι αγνός και εγκρατής. Και εκείνος που είναι αγνός και εγκρατής να μην είναι ελεήμων. Ένας έχει την μία αρετή και άλλος την άλλη. Ο Φαρισαίος δεν είχε άλλες αμαρτίες, νήστευε, τηρούσε τον νόμο, αλλά είχε αλαζονεία. Έτσι δεν δικαιώθηκε, γιατί ό,τι δεν ζημιώθηκε από τις άλλες αμαρτίες το ζημιώθηκε από την αλαζονεία του.
Δεν υπάρχει λοιπόν άνθρωπος εντελώς δίκαιος και ενάρετος, καθαρός από κάθε αμαρτία. Και από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει κακός άνθρωπος που να μην έχη και κάποιο μικρό καλό. Π.χ. ο τάδε κάνει άρπαγες και πλεονεξία και καταστροφές, αλλά μερικές φορές δείχνεται εγκρατής και ηθικός, αλλά μερικές φορές ομιλεί καλά, αλλά μερικές φορές βοήθησε έστω έναν άνθρωπο, αλλά μερικές φορές έκλαυσε και λυπήθηκε.
Ούτε λοιπόν ενάρετος χωρίς αμαρτία υπάρχει, ούτε αμαρτωλός χωρίς κάποιο καλό.
Ποιος ήταν χειρότερος από τον Αχαάβ; Και όμως και αυτός ένιωσε κάποτε συντριβή και κατάνυξι. «Κατενύγη» (Γ' Βασιλ. κ', 27 - 28).
Ποιος ήταν χειρότερος από τον Ιούδα τον προδότη, τον αιχμάλωτο της φιλαργυρίας, αλλά όμως και αυτός έκανε έπειτα από την προδοσία κάποιο έστω μικρό καλό. Είπε: «Ήμαρτον! Παρέδωσα αίμα αθώο» (Ματθ. κζ', 4).
Ισχύει για όλους μας ο νόμος της ανταποδόσεως. Γι’ αυτό και οι ενάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις σ' αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό και οι κακοί απολαμβάνουν αγαθά. Πρέπει το λίγο κακό των ενάρετων να τιμωρηθή. Πρέπει και το λίγο καλό των πονηρών να αμειφθή. Για όλα υπάρχει «αντίδοσις», για όλα υπάρχει αμοιβή.
Όταν υποφέρουμε και ζημιωνώμαστε άδικα από κάποιον, πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός το επιτρέπει αυτό, ή για να ξεχρεώσουμε τις αμαρτίες μας ή για να πάρουμε μισθό και στεφάνους.
Για τον αιμομείκτη της Κορίνθου, τι είπε ο Παύλος; «Παραδώστε τον στον σατανά να τού ταλαιπωρήση το σώμα, ώστε να σωθή η ψυχή του» (Α' Κορ. ε', 5).
Ο Δαβίδ, όταν ο Σεμεεί τού επετέθη στην συμφορά του και τον έλουζε με τόσες ύβρεις, δεν άφησε τους στρατηγούς του να τον φονεύσουν. «Αφήστε τον — τους είπε — να με υβρίζη, για να ιδή ο Κύριος την ταπείνωσί μου και να μου ανταποδώση καλό για τις κατάρες που δέχομαι σήμερα» (Β' Βασιλ. ιστ', 11-12).
Αλλά και ο Λάζαρος της παραβολής γι' αυτόν τον λόγο πήγε στον τόπο της ανέσεως, διότι υπέφερε τόσα και τόσα κακά στην ζωή του.
Δηλαδή αυτοί που αδικούνται, αν δείχνουν καρτερία, δεν ζημιώνονται, είτε τους κτυπά ο Θεός είτε τους μαστιγώνει ο διάβολος. Πολλοί νομίζουν ότι όποιος υποφέρει, είναι οπωσδήποτε αμαρτωλός. Βλέπουν τις συμφορές ενός άνθρωπου και κατηγορούν την ζωή του ως αμαρτωλή. Ανόητη σκέψις.
Έτσι συνέβη στην περίπτωσι τού Ιώβ. Οι τρεις φίλοι που τον επεσκέφθησαν στην δοκιμασία του, αν και δεν εγνώριζαν καμμία αμαρτία του, τού έλεγαν: «Δεν τιμωρήθηκες όσο άξιζαν οι αμαρτίες σου» (Ιώβ, κεφ. δ' - λστ').
Έτσι συνέβη και στην περίπτωσι τού Αποστόλου Παύλου, όταν μετά το ναυάγιο βρέθηκε στο νησί της Μελίτης. Οι κάτοικοι τού νησιού βλέποντας να κρέμεται από το χέρι του το φίδι, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήταν αμαρτωλός και κακούργος άνθρωπος. Γι' αυτό και έλεγαν: «Αυτόν τον άνθρωπο, παρ' όλο που σώθηκε από την θάλασσα η Δικαιοσύνη δεν τού επέτρεψε να ζήση» (Πράξ. κη', 4).
Έτσι συνέβη και με τον Δαβίδ, τότε που επανεστάτησε εναντίον του ο γυιός του Αβεσσαλώμ. Ενώ κατεδιώκετο από τους ανθρώπους τού Αβεσσαλώμ, τον συνήντησε ο Σεμεεί και τον ύβριζε ως φονέα. Νόμιζε ο Σεμεεί ότι επειδή ο Δαβίδ βρέθηκε σ' αυτή την δοκιμασία θα έπρεπε να είναι φονεύς. Αυτό το συμπέρασμα έβγαζε (Β' Βασιλ. ιστ', 7).
Αλλά δεν πρέπει και σεις να βγάζετε τέτοια συμπεράσματα. Γι' αυτό πρέπει να σάς εκθέσω μερικές σκέψεις μου.
Ακούω πολλούς να λέγουν: «Εάν ο Θεός αγαπούσε τους φτωχούς, δεν θα τους έκανε φτωχούς». Άλλοι πάλι, όταν ιδουν κάποιον να υποφέρη πολύ από βαρειά αρρώστια, λέγουν: «Τι έγιναν οι ελεημοσύνες του; Τι έγιναν οι καλοσύνες του»;
Για να μη βγάζετε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα, ας διευκρινήσουμε λίγο το ζήτημα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.