Μετά τόν Εὐαγγελισµό της, ἡ Μαρία συνέλαβε ἐκ Πνεύµατος Ἁγίου καί ἄρχισε ἡ ἐγκυµοσύνη της. Ἐκεῖνες τίς µέρες ξεκίνησε ἡ Παρθένος γιά τήν Ὀρεινή ὅπου κατοικοῦσε ἡ συγγενής της ἡ Ἐλισάβετ, ἡ Γυναῖκα τοῦ Ἀρχιερέα Ζαχαρία.
Ἄς δοῦµε ὅµως πῶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τό γεγονός αὐτό: « ‘Αναστᾶσα δέ Μαριάµ ἐν ταῖς ἡµέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τήν ὀρεινή µετά σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα, καί εἰσῆλθεν εἰς τόν οἶκον Ζαχαρίου καί ἠσπάσατο τήν Ἐλισάβετ. Καί ἐγένετο ὥς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τόν ἀσπασµόν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν τῇ κοιλίια αὐτῆς...» Καί στό γεγονός αὐτό ὑπάρχει συµφωνία τοῦ Λουκᾶ µέ τό κείµενο πού προαναφέραµε.
Γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς Μαρίας, στή συγγενή της τήν Ἐλισάβετ προκύπτουν δύο ἐρωτήµατα.
1ο) Γιατί νά ὑποβληθεῖ σέ τόσο κόπο καί µέ κίνδυνο τή ζωή της, ἡ Μαρία, γιά νά ἐπισκεφτεῖ τήν Ἐλισάβετ;
2ο) Γιατί πῆγε µόνη της χωρίς τό µνηστήρα της;
Γιά τό πρῶτο λέµε τά ἑξῆς: Στήν τελευταία ἀνακοίνωση τοῦ ἀγγέλου, σάν νά γίνεται προτροπή τοῦ Γαβριήλ νά ἐπισκεφτεῖ τήν Ἐλισάβετ, ἐπειδή τή βεβαίωσε ὅτι εἶναι καί αὐτή ἔγκυος καί θά ἤθελε νά τήν ἐπισκεφτεῖ καί νά τήν συγχαρεῖ γιά τό µεγάλο γεγονός τῆς ἐγκυµοσύνης της, ἀλλά καί νά τῆς άναφέρει καί τά δικά της. Ἀκόµα θά ἔνοιωσε ἡ δεκαεξάχρονη κόρη, τήν ἀνάγκη καί κάποιας γυναικείας συµπαράστασης στήν πρωτόγνωρη γι’ αὐτήν κατάσταση πού βρέθηκε, γιατί ἦταν κόρη ἄπειρη γι’ αὐτά τά πράγµατα πού ἀντιµετώπιζε. Ἐξ ἄλλου ἦταν καί τόσο σπουδαῖο γεγονός πού ἔνοιωσε τήν ἀνάγκη νά βρεῖ κάποιο δικό της πρόσωπο νά τό ἀναφέρει. Γιά τοῦτο προτίµησε τή συγγενή της πού βρισκόταν καί αὐτή στήν ἴδια κατάσταση. Ἡ ἀπόφασή της αὐτή δείχνει τή ταπείνωση καί τή φρονιµάδα τῆς κόρης.
Γιά τό δεύτερο ἐρώτηµα καί σύµφωνα µέ τό κείµενο τοῦ«Πρωτοευαγγελίου» ὁ Ἰωσήφ ἔλειπε καί µετά ἀπό ἕξη µῆνες ἦλθε στό σπίτι ἀπό τίς ἐργασίες του καί σίγουρα τίποτα δέ γνώριζε καί βρέθηκε µπροστά σέ ἀπροσδόκητη κατάσταση, ὅπως δείχνουν τά γεγονότα.
Ξεκίνησε λοιπόν ἡ Μαρία καί µετά ἀπό ἀρκετές ὥρες δρόµο ἔφτασε στό σπίτι τῆς Ἐλισάβετ. Μέ τό χαιρετισµό τῆς Μαρίας τό βρέφος πού ἐγκυµονοῦσε ἡ Ἐλισάβετ ἐσκίρτησε ἀπό χαρά στήν κοιλιά της καί φωτισµένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦµα ἀναφωνεῖ:« Εὐλογηµένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογηµένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου».
Καί ἀπορεῖ καί ἐρωτᾶ τήν Παρθένο‧ «καί πόθεν µοι τοῦτο ἵνα ἔλθη ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου µου πρός µε;» Καί ἡ Μαρία ἀµέσως τό στεφάνι πού τῆς ἔπλεξε ἡ Ἐλισάβετ τό ἀποθέτει στά πόδια τοῦ Κυρίου, λέγοντας: « Μεγαλύνει ἡ ψυχή µου τόν Κύριον...».
Ἡ Μαρία ἔµεινε στήν Ὀρεινή τρεῖς µῆνες, δηλαδή µέχρι πού ἡ Ἐλισάβετ θά γεννοῦσε τόν Πρόδροµο. ∆έ γνωρίζουµε ὅµως ἄν ἔµεινε στόν τοκετό. Τό Εὐαγγέλιο λέγει: «Ἔµεινε δέ Μαριάµ σύν αὐτῇ ὡσεί µῆνας τρεῖς καί ὑπέστρεψεν εἰς τόν οἶκον αὐτῆς».



















0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.