Ἡ κτιστή φύσις τῶν ἀγγέλων: Ἡ Π. Διαθήκη δέν ἀσχολεῖται μέ τό ζήτημα τῆς προελεύσεως καί τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ, εἰμή διά τό ἔργον των. Ἀλλά, παρουσιάζουσα αὐτούς ὡς ἀγγελιαφόρους τοῦ Θεοῦ ἤ περιγράφουσα τούτους ὡς σχηματίζοντας τήν Αὐλήν καί τήν στρατιάν του, ἐπαναλαμβάνουσα ὅτι τόν ὑμνοῦν (Ψαλμ. κη´ [κθ´] 1,2, ρβ´ [ργ´] 20-21, ρμη´ 1-2, Ἰώβ λη´ 7), ὑπογραμμίζει τήν πλήρη ἐξάρτησιν καί ὑποτέλειάν των ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Παρά τό ὅτι ἀνήκουν εἰς τόν θεῖον κόσμον (ὅπερ δεικνύουν τά ὀνόματά των ὡς υἱῶν τοῦ Θεοῦ, υἱῶν τοῦ Ὑψίστου, ἁγίων), εἶναι ἀπείρως κατώτεροι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί εἰς αὐτούς εὑρίσκει σφάλματα (Ἰώβ δ´ 18, ιε´ 15, Σοφ. Σειρ. μβ´ 17) νά διασαφηνίζη, ὅτι ὁ Θεός δίδει εἰς τά στρατεύματά του τήν δύναμιν, ἐπιτρέπων εἰς αὐτά νά ὑπάρχουν ἐνώπιόν του. Ἐξ ὅλων τούτων τῶν μαρτυριῶν προκύπτει, ὅτι, κατά τήν Π. Διαθήκην, οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλον ὅτι οὐδέν χωρίον βεβαιώνει τοῦτο ρητῶς, οὔτε διευκρινίζει πότε οὗτοι ἐκτίσθησαν. Ἐπί τοῦ τελευταίου σημείου τοῦ Ἰώβ λη´ 7 λέγει ἁπλῶς, ὅτι οἱ ἄγγελοι ὑπῆρχον πρό τῆς Γῆς.
Ἡ σχέσις τῶν ἀγγέλων πρός τά ἄστρα: Τό ἀνωτέρω χωρίον, ὡς καί τό Ψαλμ. ρμη´ 1-5 (πρβλ. Ἰησ. Ν. ε´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19), πιθανώτατα δέ καί τά Ἠσ. κδ´ 21, μ´ 26, με´ 12,21, Ἱερεμ. λγ´ 22, Νεεμ. θ´ 6, Ψαλμ. λβ´ [λγ´] 22 φαίνεται νά συνδέουν τούς ἀγγέλους πρός τά ἄστρα. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἔνδειξιν, ὅτι κατ' ἀρχάς οἱ Ἑβραῖοι δέν διέστελλον σαφῶς τούς ἀγγέλους, ἀπό τά ἄστρα. Ἤ, ἀπεναντίας, εἶναι μία ἀπόδειξις, ὅτι οἱ μονοθεϊσταί Ἑβραῖοι ἔθεσαν ἀποφασιστικῶς εἰς τήν τάξιν τῶν κτισμάτων ἤ τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ τά παρά τῶν Βαβυλωνίων καί λοιπῶν λαῶν τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς λατρευόμενα ὡς θεότητας ἄστρα; Τό ζήτημα συζητεῖται ἀκόμη ὑπό τῶν συγχρόνων εἰδικῶν ἐρευνητῶν (βλ. W. Eichrodt, Theologie des A. T., Leipzig 1933-35, ΙΙ, σ. 104).
Ἡ πνευματικότης τῶν ἀγγέλων: Ἡ Π. Διαθήκη θεωρεῖ τούς ἀγγέλους ὡς πνευματικά ὄντα, παρ' ὅλον ὅτι εἰς τάς πλείστας τῶν περιπτώσεων ἐμφανίζονται οὗτοι ὡς ἄνθρωποι (Γέν. ιη´ 19, Κριτ. ι´ 11, Ἰησ. Ν. ε´ 13, Ἰεζ. θ´ 3, Δαν. β´ 21, ι´ 5, Τωβ. ε´ 5 κ. ἑξ.). Δέν εἶναι ποτέ πτερωτοί, ἐκτός τῆς περιπτώσεως τῶν χερουβίμ καί τῶν σεραφείμ, ἀλλά κινοῦνται ταχέως εἰς τόν ἀέρα (Δαν. θ´ 21, ιδ´ 35,38). Ἐνίοτε ἡ ὄψις των εἶναι φοβερά (Κριτ. ιγ´ 6, Δαν. η´ 17, ι´ 7). Τό πρόσωπόν των εἶναι φωτεινόν, τά δέ ἐνδύματά των ἐκθαμβωτικά (Δαν. ι´ 5,6, Β´ Μακ. γ´ 25,26). Εἰς τάς ἀρχαίας διηγήσεις οἱ ἄγγελοι ἐνίοτε μετέχουν εἰς τά γεύματα τῶν ἀνθρώπων (Γέν. ιη´ 19. Πρβλ. Ψαλμ. οζ´ [οη´] 25). Ἀλλ' ἤδη τό Κριτ. ιγ´ 15-16 διευκρινίζει, ὅτι οἱ ἄγγελοι δέν τρώγουν καί τό Τωβ. ιβ´ 19 ὑπογραμμίζει, ὅτι φαινομενικῶς μοιράζονται μέ τούς ἀνθρώπους τάς γηΐνας τροφάς καί ὅτι, εἰς τήν πραγματικότητα, τρέφονται μέ ἀόρατον τροφήν. Παρ' ὅλον ὅτι ὡρισμένα ἐδάφια, ἐξαρτώμενα ἐκ τοῦ μεταγενεστέρου ἰουδαϊσμοῦ καί ἑρμηνεύοντα τό Γέν. στ´ 1-4, παραδέχονται ὅτι πρόκειται ἐκεῖ περί συζεύξεων τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀγγέλων μέ θνητάς γυναῖκας (βλ. ἐν προκειμένω C. Robert, Les fils de Dieu et les filles des hommes, ἐν Revue Biblique 1895, σ. 340-374 καί 525-552. H. Junker, Die Biblische Uhrgeschichte, Bonn 1932. Τοῦ αὐτοῦ, Zur Erklärung von Gen. 6, 1-4, ἐν Biblica 1935, σ. 205-212. P. Joüon, Les unions entre les fils de Dieu et les filles des hommes, ἐν Revue des Sciences Religieuses 1939, σ. 108-112. G. E. Closen, Die Sünde der Söhne Gottes, Ein Beitrag der Theologie Genesis, Rome 1937. G. Philips, De spiritualitate Angelorum et matrimonio Filiorum Dei, ἐν Revue Ecclésiastique de Liège 31 [1940], σ. 290-300), τά αὐτά, ἐν τούτοις, κείμενα δέν θέτουν ἐν ἀμφιβόλω τήν παραδοσιακήν ἀντίληψιν περί τῆς πνευματικῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων (βλ. λ.χ. Ἐνώχ ιε´ 6,7. Πρβλ. Μάρκ. ιβ´ 25, Ματθ. κβ´ 30).
Τό ζήτημα τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων: Παρά τό ὅτι ἡ Π. Διαθήκη γνωρίζει τήν ὕπαρξιν δαιμόνων καί παρουσιάζει τόν Σατανᾶν (Ἰώβ α´ 6-12, β´ 1-7, Ζαχ. 1-7 ), ὡς τόν ἀντιστρατευόμενον εἰς τό θεῖον σχέδιον καί προσπαθοῦντα νά καταστρέψη τάς σχέσεις Θεοῦ καί ἀνθρώπων, οἱ ἱεροί συγγραφεῖς δέν ἔθεσαν εἰς ἑαυτούς τό πρόβλημα τῆς προελεύσεως τῶν πνευμάτων τοῦ κακοῦ καί δέν ἐσκέφθησαν νά ἀναζητήσουν τήν ἐξήγησιν αὐτῆς εἰς γεγονότα ἀναφερόμενα εἰς τόν κόσμον τῶν ἀγγέλων. Εἶναι ἀληθές, ὅτι εἰς τήν χριστιανικήν γραμματείαν ἑρμηνεύεται ἐνίοτε τό Ἠσ. ιδ´ 12 ὡς ὑπαινιγμός εἰς τήν πτῶσιν τοῦ πρώτου ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νά ἐξισωθῆ μέ τόν Θεόν, καί ὅτι ἡ μετάφρασις "Licifer" τῆς Βουλγάτας, ἡ ἀντιστοιχοῦσα εἰς τάς λέξεις "λαμπρόν ἄστρον, υἱός τῆς αὐγῆς", κατέστη ἕν τῶν ὀνομάτων, τά ὁποῖα ἀποδίδονται εἰς τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων (Ἑωσφόρος, κατά τούς Ο´). Ὀφείλομεν, ἐν τούτοις, νά ἀναγνωρίσωμεν ὅτι τό γράμμα τοῦ Ἠσ. ιδ´ 12 δέν ὁμιλεῖ, εἰμή διά τήν πτῶσιν τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, ὡς συμβαίνει καί μέ τό Ἰεζ. κη´ 16-17, τό ὁποῖον ἐπίσης ἐξελήφθη ἐνίοτε κατά παρόμοιον τρόπον, ἐνῶ δέν ἀναφέρεται εἰμή εἰς τήν πτῶσιν τοῦ βασιλέως τῆς Τύρου. Οὕτω, πρέπει νά ἀναμείνῃ τις τά ἰουδαϊκά ἀπόκρυφα, διά νά ἴδη ἐμφανιζομένην τήν ἰδέαν, καθ' ἥν οἱ δαίμονες εἶναι πεπτωκότες ἄγγελοι, μέ συχνόν ὑπαινιγμόν εἰς τό Γέν. στ´ 1-4, ὡς ἔνδειξιν πιθανήν τῆς αἰτίας τῆς πτώσεώς των. Ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, μόνον μέ τήν Κ. Διαθήκην ἡ δαιμονολογία τίθεται εἰς πλήρη σχέσιν πρός τήν ἀγγελολογίαν, ἡ δέ τελευταία διασαφηνίζεται εἰς πολλά σημεῖα, τά ὁποῖα παρέμειναν σκοτεινά ὑπό τόν ἀρχαῖον Νόμον.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.