Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων





Εισαγωγή

Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται οι ποιμένες και διδάσκαλοι εκείνοι οι οποίοι υπήρξαν διάδοχοι των ιδίων των Αποστόλων ή των μαθητών τους, και έδρασαν κατά την μεταποστολική εποχή. Ο όρος «Αποστολικός Πατήρ» δεν είναι βέβαια όρος της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, αλλά νεώτερος, επινοηθείς και υιοθετηθείς από ξένους ερευνητές. Τον όρο «αποστολικοί πατέρες» εισήγαγε πρώτος ο Jean Baptiste Cotelier με το έργο του Patres aevi apostolici που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1672. Έκτοτε ο όρος αυτός απαντά σε κάθε έκδοση έργων των ονομαζομένων «αποστολικών πατέρων», ανεξαρτήτως χρόνου και ομολογίας1. Ο εν λόγω όρος περιέλαβε σταδιακά περισσότερους Πατέρες από όσους εσήμαινε αρχικώς. Υπό την κυρία έννοια του όρου, που δηλώνει τους μαθητές ή ακροατές των Αποστόλων και φορείς της αποστολικής παραδόσεως, Αποστολικοί Πατέρες είναι μεμαρτυρημένως μόνον οι Άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρ­πος Σμύρνης και Ιγνάτιος Αντιο­χείας2. Ο Cotelier όταν εξέδωσε το ως άνω έργο του συμπεριέλαβε, πλην των έργων των τριών αυτών Πατέρων, την επιστολή Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά, στην ανατύπωση δε της εκδόσεως αυτής από τον Callandi προσετέθησαν οι Παπίας, Κοδράτος και η Προς Διόγνητον Επιστολή3. Αργότερα στην ομάδα προσετέθη και η ανακαλυφθείσα εσχάτως από τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο και εκδοθείσα από τον Φιλόθεο Βρυέννιο το 1883 Διδαχή των Αποστόλων4. Σήμερα στους Αποστολικούς Πατέρες συμπεριλαμβάνονται όλοι οι παραπάνω συγγραφείς, πλην του συγγραφέως της Προς Διόγνη­τον Επιστολής και του Κοδράτου, λόγω του διαφορετικού λογοτεχνικού είδους που καλλιέργησαν, ο πρώτος δε και λόγω της μεταγενέστερης χρονικής τοποθέτησής του5. Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει μάλιστα, βάσει της αμφισβητήσεως της αποστολικότητας, με την στενή ή την πνευματική έννοια, στους περισσότερους από τους Αποστολικούς Πατέρες, πως πρέπει να ονομάζονται εις το εξής τέτοιοι μόνον οι Κλήμης, Ιγνάτιος και Πολύκαρπος, κατ' εξοχήν δε μόνον ο Ιγνάτιος ο Θε­οφόρος6. Η ανά χείρας μελέτη στους «Αποστολικούς Πατέρες» συμπεριέλαβε, κατά τα κρατούντα, την ομάδα των επτά συγγραφέων, δηλ. όλους τους παραπάνω, πλην του Κοδράτου και του συγγραφέως της Προς Διόγνητον.



Για την παρουσίαση της διδασκαλίας των υπολοίπων Αποστολικών Πατέρων, δεν χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη τα αμφιβαλλόμενα κείμενά τους, δηλαδή οι αμφιβαλλόμενες επιστολές του Αγίου Ιγνατίου7, η λεγόμενη Β' Κλήμεντος και, φυσικά, τα Ψευδοκλημέντια


Χριστολογία ονομάζεται η διδασκαλία περί του προσώπου και του έργου του Ιησού Χριστού9, αν και το δεύτερο εξετάζεται συνήθως ξεχωριστά, από την σωτηριολογία10. Η παρούσα μελέτη ασχολείται μόνο με την διδασκαλία περί του προσώπου του Χριστού, και της ενώσεως εν Αυτώ της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, με την οποία ασχολείται η παρούσα μελέτη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αποτελεί την μετάβαση από την Χριστολογία των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης στην Χριστολογία των κατοπινών αιώνων, και της οριστικής διατυπώσεως του χριστολογικού δόγματος· γενικώτερα στα έργα των Αποστολικών Πατέρων βλέπουμε την «αρχομένην διαμόρ­φωσιν της πρωτοχριστιανικής δογματικής και βιβλικής ορολογίας, βαθμηδόν αναγομένης εις επίπεδα θεολογικά, ανώτερα της «λαϊκής ή "κοινής" γλωσσικής διατυπώσεως»11. Η Χριστολογία αυτή διαμορφώνεται πρωτίστως ως αντίδραση στις χριστολογικές παραχαράξεις αφ' ενός των ιουδαϊζόντων αιρετικών που αρνούνταν την θεότητα του Ιησού Χριστού, αφ' ετέρου των Γνωστικών, οι οποίοι αρνούνταν την ανθρώπινή Του φύση12. Η προσπάθεια των Αποστολικών Πατέρων για την διάσωση της ορθοδόξου Χριστολογίας έχει σωτηριολογικό κίνητρο, καθώς προσπαθεί να διαφυλάξει την ορθή έννοια της εν Χριστώ σωτηρίας. Και στις δύο αιρετικές αποκλίσεις, στην άρνηση της θεότητας ή της ανθρωπότητας του Χριστού, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν έχει ενωθεί υποστατικώς η θεία και η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, συνεπώς δεν έχει επιτευχθεί η δυνατότητα θεώσεως συνόλου της ανθρωπίνης φύσεως. Χριστολογικά στοιχεία απαντώνται επίσης στην προσπάθεια νουθεσίας και εμψυχώσεως των πιστών εκ μέρους των γραφόντων. η πραγματικότητα του πάθους του Κυρίου, το οποίο προϋποθέτει ανθρώπινη φύση, αποτελεί και ένα υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας των πιστών στους διωγμούς και τις θλίψεις «οι δε πιστοί εν αγάπη χαρακτήρα Θεού Πατρός διά Ιησού Χριστού, δι' ου, εάν μη αυθαιρέτως έχωμεν το αποθανείν εις το αυτού πάθος, το ζην αυτού ουκ έστιν εν ημίν»13. Η αναφορά στην Ανάσταση του Κυρίου και στην Δευτέρα Του Παρουσία, τα οποία σχετίζονται με την θεότητά Του, γίνεται προς υπενθύμιση της δόξης που αναμένει τους πιστούς και της ανάγκης εγρηγόρσεως και προς περιφρόνηση όσων κινδύνων δείχνουν να απειλούν την Εκκλησία. «"Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας υμών δουλεύσατε τω Θεώ εν φόβω και αληθεία", απολιπόντες την κενήν ματαιολογίαν και την των πολλών πλάνην, "πιστεύσαντες εις τον εγείραντα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν"... ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ον το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ. Ο δε εγείρας αυτόν εκ νεκρών και ημάς εγερεί, εάν ποιώμεν αυτού το θέλημα και πορευώμεθα εν ταις εντολαίς αυτού»14. Σε άλλο σημείο η ενότης του Χριστού προς τον Πατέρα προβάλλεται ως υπόδειγμα της ενότητος και ομοφροσύνης των πιστών: «Πάντες τω επισκοπώ ακολουθείτε, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις»15.

Η διαπραγμάτευση της Χριστολογίας των Αποστολικών Πατέρων στο κύριο μέρος, ακολούθησε την μέθοδο των δογματικών εγχειριδίων16· στο πρώτο μέρος παρατίθεται η διδασκαλία περί της θείας φύσεως του Χριστού, έπειτα, στο δεύτερο μέρος, η σχετική με την ανθρώπινη φύση του Χριστού και στο τρίτο μέρος, ξεχωριστά, παρουσιάζονται χωρία που φανερώνουν την ένωση των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, καθώς και χωρία τα οποία παρουσιάζουν τις σήμερον λεγόμενες ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως. Ακολουθούν τα συμπεράσματα της μελέτης. Σε καθένα από τα δύο πρώτα μέρη προηγείται μία μικρή υποενότητα η οποία παρουσιάζει την αίρεση που αντιτάχθηκε στην αντίστοιχη, κατά τις ενότητες της εργασίας, χριστολογική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων. Η παράθεση χωρίων δεν ακολουθεί την χρονολογική σειρά των Πατέρων ούτε εξυπηρετεί άλλη σκοπιμότητα· γίνεται μόνον σύμφωνα με την σπουδαιότητα, κατά την κρίση του γράφοντος, των χριστολογικών τους χωρίων, προχωρώντας από τα περισσότερο στα λιγότερο σαφή. Από την παράθεση της διδασκαλίας των Πατέρων γίνεται σαφές πως ο μόνος από τους Αποστολικούς Πατέρες που συνέβαλε στην ανάπτυξη της Θεολογίας, είναι ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας. Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται ως τα σημαντικώτερα, ορθοδοξότερα και κατ' εξοχήν θεολογικά κείμενα για το διάστημα μεταξύ Αποστόλων και Ειρηναίου· ακόμη και οι πιο έγκριτοι από τους υπολοίπους Αποστολικούς Πατέρες, οι Κλήμης Ρώμης και Πολύκαρπος Σμύρνης, δεν έλυσαν κατά τρόπο θεολογικό, οριστικό και αυθεντικό τα προβλήματα που απασχολούσαν την Εκκλησία17...

Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες

1. Γενικά

Η Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει διαμορφωθή εξ αρχής μέχρι και σήμερα κυρίως σε αντιπαράθεση με αιρετικές δοξασίες· αυτές, έχοντας την αρχή τους σε προσωπικές πεποιθήσεις των αιρεσιαρχών που δεν θέλησαν με ταπεινοφροσύνη να υποτάξουν την λογική τους στην διδασκαλία του Θεού, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν την ορθόδοξη πίστη, και η Εκκλησία, φυσικά, αντέδρασε. Είναι τόσο στενή η σχέση αυτή Θεολογίας και αίρεσης, ώστε όπως λέγει χαρακτηριστικά Έλληνας Πατρολόγος «Η ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη με την κακόδοξη με την έννοια ότι βαδίζουν παράλληλα και αλληλοπροϋποθέτονται. Επομένως η κατανόηση της πρώτης απαιτεί την γνώση της δεύτερης... Η πατερική θεολογία λοιπόν υπάρχει "εν αναφορά" προς την κακοδοξία και γι' αυτό κατανοείται "εν σχέσει" προς αυ­τήν»18. Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων για την ανθρώπινη φύση του Χριστού αναπτύχθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους αιρετικούς οι οποίοι την αρνούνταν. Την θεότητα του Χριστού αμφισβήτησαν οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, εμμένοντες στον θεομονισμό19 (απόλυτη μονοθεΐα20) που τους είχε εμπνεύσει η λανθασμένη κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης. Το ζήτημα εν προκειμένω ήταν πάρα πολύ σημαντικό, διότι η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποτελεί την βάση της Εκκλησίας, την πέτρα επί της οποίας ο Κύριος οικοδόμησε την Εκκλησία του. αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος στον Απόστολο Πέτρο όταν διατύπωσε την πίστη του σε αυτόν ως σε Υιό του Θεού: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»21. Η Εκκλησία, ως συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα που εκφράζει τον χώρο της εν Χριστώ σωτηρίας των πιστών, αποτελεί την ιστορία του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου ή τον Χριστό παρατεινόμενο στην ιστορία, καθ' όσον η ύπαρξή της και το πρόσωπό Του είναι αρρήκτως ενωμένα22. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός της σαφούς διακηρύξεως της θεό­τητος του Χριστού από τους Πατέρες των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, καθώς η διακήρυξη αυτή, συνεχίζοντας το αποστολικό κήρυγμα και διατηρώντας την πίστη σε αυτή ως σε θεανθρώπινο σώμα, διεφύλαξε την Εκκλησία από το να καταστεί ένα ανθρώπινο, προφητικό το πολύ, κίνημα, όπως τόσα άλλα μέχρι τότε. Πλην αυτού ο τονισμός της θεότητος του Χριστού από τους Αποστολικούς Πατέρες αποσκοπούσε και στην ενθάρρυνση των Χριστιανών και στην κραταίωση της πίστης τους περί της παντοδυναμίας και της τελικής κατισχύσεως του Θεού έναντι των πολεμουντών την Εκκλησίαν. Παραλλήλως, όμως, αποστομώνει και όσους «σπουδαστές των Γραφών» αμφισβητούν σήμερα, τόσους αιώνες μετά, το γεγονός πώς ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός.

2. Οι ιουδαΐζοντες

Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό23. Η ιουδαϊκή Συναγωγή ήταν ο φυσικός πρόδρομος της Εκκλησίας, γι' αυτό και τα πρώτα κηρύγματα των Αποστόλων έλαβαν χώρα απευθυνόμενα προς μόνους τους Ιουδαίους, στον Ναό του Σολομώντος και μετέπειτα σε Συναγω­γές24, είτε στην Παλαιστίνη είτε στην διασπορά25. Η εμφάνιση της Εκκλησίας στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού δεν σημαίνει ότι αποτελεί αυτή μία ανθρώπινη μετεξέλιξη ή αίρεσή του. Αντιθέτως η μωσαϊκή λατρεία δημιουργήθηκε από Θεού χάριν της Εκκλησίας26, η οποία αποτελεί «πλήρωμα»27 του Νόμου, και γι' αυτό οι προ Χριστού ευσεβείς Ισραηλίτες θεωρούνται δικαίως «προεκκλησία»28.

Βεβαίως η συνείδηση της αποστολικής Εκκλησίας για την ετερότητα του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού υπήρχε έντονη ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, όμως η σύνδεση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας με τον Ιουδαϊσμό ήταν εύλογη και αναντίρρητη, αφού ο Ιουδαϊσμός αποτελούσε αψευδή μάρτυρα της αυθεντικότητας της διδασκαλίας του Χριστιανισμού29.

Οι περισσότεροι των Ιουδαίων πίστευαν σε ένα εσφαλμένο αντιτριαδικό μονοθεϊσμό, ο οποίος απετέ­λεσε και την πρώτη μήτρα της αιρέσεως στην Εκκλησία, από την οποίαν εκπήγασαν σταδιακά οι χριστολογικές παρεκκλίσεις του τροπικού και του δυναμικού μοναρχιανισμού30. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί αποδέχθηκαν την αποδέσμευση από τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου μόνο για τους εξ εθνών Χριστιανούς, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν ως ιδιαίτερη κοινότητα στα περιθώρια της Καθολικής Εκκλησίας31· αυτοί ήταν μοναρχικοί, λόγω της ιουδαϊκής τους προελεύσεως32. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, έχοντας χάσει το κέντρο τους, όσοι ιουδαΐζοντες δεν ενώθηκαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς, διεσπάρησαν πέραν του Ιορδάνου, ανατολικά της Αντιοχείας και στην Κύπρο και εξε­λίχθηκαν έτσι σε αιρετικές ομάδες, ως Ναζωραίοι, Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι και Ελκεσαΐτες33.

Για τους Ναζωραίους γνωρίζουμε ότι υπήρξαν μερίδα των Εβιωναίων, δεχόμενοι μεν την εκ Παρθένου γέννηση του Κυρίου, όχι όμως και την προΰπαρξή του, τουλάχιστον αρχικά. Οι κυρίως λεγόμενοι Εβιωναίοι απέρριπταν εξ αρχής την γέννηση εκ Παρθένου, συνεπώς ο Κύριος ήταν γι' αυτούς απλός άνθρωπος. Παρομοίως και οι Γνωστικοί Εβιωναίοι ισχυρίζονταν ότι στον εκ του Ιωσήφ γεννηθέντα Ιησού κατήλθε ο προαιώνιος υπάρχων Χριστός, ο οποίος είναι ο ίδιος με αυτόν που κατήλθε στον Αδάμ, υποστήριζαν δηλαδή τρόπον τινά μία μετενσάρκωση34 υιοθετιστικού χαρακτήρα. Πάντως είτε στην καθαρή ιουδαϊκή τους προέλευση είτε στην ελαφρά ελληνιστική τους απόχρωση οι Εβιωνίτες διαφοροποιούνται ριζικά από την διδασκαλία της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι προφήτης, δεν φέρνει σωτηρία απολυτρωτική αλλά στηρίζει τον Νόμο. από το πρόσωπό του λείπει η θεότητα και κατά συνέπεια η απολυτρωτική του σχέση προς την ανθρώπινη ιστορία35. Γνωστικοί ήταν και οι Ελκεσαΐτες, οι οποίοι υποστήριζαν και αυτοί παρόμοιες αντιλήψεις περί μετενσαρκώσεως ως προς το πρόσωπο του Κυρίου36. Το σταθερό γνώρισμα των απόψεων όλων αυτών ήταν η άρνηση της θεότητας του Χριστού.

Πολύ αργότερα ως συνεχιστές του μοναρχιανισμού των ιουδαϊζόντων θα εμφανισθούν ποικίλων αποχρώσεων υιοθετιστές, με κυριώτερους τους δυναμικούς μοναρχιανούς. Σε αντίθεση με τους τροπικούς μοναρχιανούς, με κύριο εκπρόσωπο τον Σίμωνα τον Μάγο, οι οποίοι υπερτόνιζαν την θεότητα του Χριστού ταυτίζοντάς τον όμως με τον Πατέρα, οι δυναμικοί μοναρχιανοί αρνούνταν την θεότητα του Χριστού, εμμένοντας σε παλιές ιουδαϊστικές αντιλήψεις ότι ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος και έγινε Θεός δι' υιοθεσίας λόγω της μεγάλης προσωπικής του α­ξίας37. Ο δυναμικός μοναρχιανισμός, ο οποίος διαμορφώθηκε καθοριστικά από τον Παύλο τον Σαμοσατέα μετά τα μέσα του Γ' αιώνα, ταλάνισε την Εκκλησία επί πολύ κατά τον Δ' αιώνα με την μορφή της διδασκαλίας του Αρείου38.

3. Η περί θείας φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων

Ως προς την θεότητα του Χριστού διαπιστώνεται στους Αποστολικούς Πατέρες μία θαυμαστή συμφωνία. Στα συγγράμματά τους απηχείται πιστά το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Χριστού ως Υιού του Θεού και Θεού Λόγου. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των συγγραμμάτων αυτών στα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Θεός, ο Υιός του Θεού, και Κύριος39, ονόματα δηλωτικά της θεότητός Του40.

Ο Άγιος Ιγνάτιος, ο σπουδαιότερος των Αποστολικών Πατέρων, αγωνίστηκε ταυτοχρόνως προς δύο κατευθύνσεις: εναντίον των Δοκητών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και εναντίον των ιουδαϊζόντων Χριστιανών την αντιμετώπιση των δευτέρων εξυπηρετούν κυρίως οι επιστολές του Προς Μαγνησιείς και Προς Φιλαδελφείς41. Πλην των άλλων θεοπρεπών χαρακτηρισμών, μόνο η προσηγορία «Θεός» για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού απαντάται στις επιστολές του παραπάνω από δεκαπέντε φορές42. Έτσι ο Χριστός είναι «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος»· «ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού». Μάλιστα ο «Θεός ημών Ιησούς Χριστός εν Πατρί ων μάλλον φαίνεται»43. Ωστόσο την πίστη του Αγίου Ιγνατίου στην θεότητα του Χριστού φανερώνει πλήθος άλλων στοιχείων εν πρώτοις η χρήση του όρου «Κύριος» για το πρόσωπο του Χριστού, σήμαινε για κάθε μέλος των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων την αποδοχή της επί πάντων κυριότητας του Χριστού και της θεότητάς του, η δε φράση «ο Κύριος Ιησούς» ή «ο Κύριος Ιησούς Χριστός» αποτελεί το αρχαιότατο σύμβολο της πρώτης κοινότητας44. Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και από τον Άγιο Ιγνάτιο45. Ο Χριστός αναφέρεται μαζί με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ως ίσος με αυτά: «Υποτάγητε τω επισκόπω και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πα­τρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω Πνεύματι», «ίνα πάντα, όσα ποιήτε, κατευοδωθή σαρκί και πνεύματι, πίστει και αγάπη, εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι»46. Ο ιερός πατήρ κάνει ακόμη λόγο περί του Χριστού ως Υιού του Πατρός με απόλυτη έννοια. «Ώσπερ ουν ο Κύριος άνευ του Πατρός ουδέν εποίησεν, ηνωμένος ων... ούτω μηδέ υμείς»· «συντρέχετε... επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα»· «εις Θεός εστιν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του Υιού αυτού». Ο Χριστός αποκαλείται «γνώμη του Πατρός» και «αψευδές στόμα» του ως ενσαρκωθείς Λόγος, η δε προΰπαρξή του σαφώς διδάσκεται από τον Ιγνάτιο, καθώς και ο συνεχής δεσμός του με τον Πατέρα· «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην», «πνευματικώς ηνωμένος τω Πατρί»47. Σε αναφορά προς τον προϋπάρχοντα Λόγο χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Ιγνάτιο και τα επίθετα «αγέννητος» και «απαθής». Τα επίθετα αυτά, το πρώτο εκ των οποίων παρερμηνεύθηκε από δυτικούς ερευνητές ως υποδηλούν υιοθετισμό48, χρησιμοποιούνται χριστολογικώς για να εκφράσουν (στην αντιπαράθεσή τους με τα επίθετα γεννητός και παθητός αντιστοίχως) το παράδοξο του ενσαρκωθέντος Λυτρωτού, ο οποίος είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος49. Ο Χριστός, ο διδάσκαλος των Χριστιανών ταυτίζεται ακόμη με τον Λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εδημιούργησε τον κόσμο· διότι εκεί ανάγει η φράση του Θεοφόρου «εις ουν διδάσκαλος, ος είπε και εγένετο»50. Το ότι ο Χριστός είναι Θεός, συμπεραίνεται ακόμη από το γεγονός της ταυτίσεως, στα κείμενα του Αγίου Ιγνατίου, των όρων «χριστοφόροι» και «θεοφόροι» αναφερομένων στους πιστούς, όπως και της θεωρήσεως των εθνικών και αιρετικών ως αθέων «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι και αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»· «ει δε, ώσπερ τινές, άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι, λέγουσι, το δοκείν πεπονθέναι αυτόν, αυτοί όντες το δοκείν, εγώ τί δέδεμαι, τί δε και εύχομαι θηριομαχήσαι;»51. Η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποδεικνύει τον Θεοφόρο Ιγνάτιο μαθητή της αποστολικής παραδόσεως, ιδιαίτερα δε της ιωαννείου, ως προς την προΰπαρξη του Λό­γου52.

Και στους υπολοίπους Αποστολικούς Πατέρες οι μαρτυρίες περί της θεότητας του Λόγου είναι δαψιλείς. Ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης επανειλημμένα ονομάζει τον Ιησού Χριστό «Κύριο ημών»53· αυτός είναι «ο αιώνιος αρχιερεύς, ο Υιός του Θεού Ιησούς Χριστός»· σε αυτόν έδωσε ο Πατήρ «θρόνον εκ δεξιών αυτού, ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών»54. Ο Χριστός παρουσιάζεται από τον Άγιο Πολύκαρπο παντοδύναμος, σύνθρονος τω Πατρί55, στον οποίον έχουν υποταγή τα πάντα. σε άλλο χωρίο, στο οποίο η συνάφεια δείχνει πως αναφέρεται μόνο στον Χριστό, χαρακτηρίζεται εμφανώς ως Κύριος και Θεός· «απέναντι γαρ των του Κυρίου και Θεού εσμεν οφθαλμών, και "πάντας δει παραστήναι τω βήματι του Χριστού, και έκαστον υπέρ εαυτού λόγον δούναι". Ούτως ουν δουλεύσωμεν αυτώ μετά φόβου και πάσης ευλαβείας καθώς αυτός ενετείλατο ημίν»56. Τα στοιχεία αυτά, όπως άλλωστε και μόνη της η χρήση του όρου «Κύριος», μαρτυρούν περί της θεότητος του Χριστού στην χριστολογία του Επισκόπου Σμύρ­νης57.

Στον Κλήμεντα Ρώμης η ορολογία είναι παρόμοια. Ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται και εδώ «Κύριος»58, στον οποίον ανήκει «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων», είναι δε αυτός «το σκήπτρον της μεγαλωσύνης του Θεού»· η τελευταία αυτή φράση δεικνύει την ισότιμη συμβασιλεία του Χριστού και του Θεού Πατρός, εφόσον μάλιστα στην ίδια συνάφεια, αλλά και αλλού, η προσηγορία «Κύριος» χρησιμοποιείται αδιακρίτως και για τους δύο. Αλλού ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως «υιός» και «απαύγασμα της μεγαλωσύνης του Θεού», του οποίου «ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπέρτατον όψιν», διά του «αρχιερέως των προσφορών ημών», και «καθημένου εκ δεξιών» του Πατρός, του Ιησού Χριστού59. Τα σπουδαιότερα χωρία εν προκειμένω, όμως, ίσως είναι όσα αναφέρονται στην Αγία Τριάδα, όπου ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα τίθενται δίπλα στον Πατέρα: «Zη γαρ ο Θεός και ζη ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον»· «Ή ουχί ένα Θεόν έχομεν και ένα Χριστόν και εν Πνεύμα της χάριτος το εκχυθέν εφ' ημάς και μία κλήσις εν Χριστώ»60. Στην Β' Κλήμεντος, αν και αυτή δεν θεωρείται γνήσια επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης61 και συνεπώς εδώ παρουσιάζεται παρενθετικώς, ο Χριστός ονομάζεται επίσης Κύριος62 και είναι σωτήρας των πιστών «Ούτω και ο Χριστός ηθέλησε σώσαι τα απολλύμενα και έσωσε πολλούς»63. Εδώ όμως υπάρχει κάτι σπουδαιότερο. ευθύς εξ αρχής της επιστολής ο Χριστός χαρακτηρίζεται απερίφραστα Θεός. «Αδελφοί, ούτως δει ημάς φρονείν περί Ιησού Χριστού, ως περί Θεού, ως περί κριτού ζώντων και νεκρών»64. Όσο ταπεινότερη γνώμη έχουν οι Χριστιανοί για τον Χριστό, τόσο ολιγώτερη ελπίδα υπάρχει να κερδίσουν την πραγματική σωτηρία, και όσο υψηλότερη, τόσο μεγαλύτερη ελπίδα: «Εν τω γάρ φρονείν ημάς μικρά περί αυτού, μικρά και ελπίζομεν λαβείν»65. Βέβαια η Επιστολή αυτή έχει και προβληματικά σημεία. χαρακτηρίζει τον Χριστό ως το «σαρξ» γενόμενον «Πνεύμα», ενώ η Εκκλησία θεωρείται ως προϋπάρχουσα και σχηματίζει με τον Χριστό συζυγία66. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν θεωρούνται ενδεικτικά αιρέσεως, αλλά της θεολογικής ρευστότητος της εποχής εκείνης67. Πάντως και μόνη της η Α' Κλήμεντος μαρτυρεί επαρκώς περί της θεότητος του Χριστού68.

Στην Επιστολή Βαρνάβα ο Χριστός έχει την ίδια θέση, παρά τω Θεώ, ως συνδημιουργός, λυτρωτής και μελλοντικός κριτής. Ο Χριστός είναι «παντός του κόσμου Κύριος, ω είπεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημετέραν"»· «πώς ουν υπέμεινεν υπό χειρών ανθρώπων παθείν; Μάθετε...»69· ανέχθηκε να πάθει για τις αμαρτίες μας, αν και Κύριος, για να μας ζωοποιήσει: «Ει ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν, ει μη δι' ημάς». Αυτός, ο Υιός του Θεού, θα έλθει για να κρίνει και να ανακαινίσει τον κόσμο: «Όταν ελθών ο Υιός αυτού καταργήσει τον και­ρόν του ανόμου και κρίνει τους ασεβείς και αλλάξει τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας, τό­τε καλώς καταπαύσεται εν τη ημέρα τη εβδόμη»70. Αναφερόμενος μάλιστα στον χάλκινο όφι, στον οποίον ατενίζοντες οι Ισραηλίτες στην έρημο σώζονταν, και θεωρώντας τον ως τύπο του Ιησού («Πάλιν Μωυσής ποιεί τύπον του Ιησού»71), ο Βαρνάβας καταλήγει «Έχειν πάλιν και εν τούτοις την δόξαν του Ιησού, ότι εν αυτώ πάντα και εις αυτόν»72. Είναι φανερό πως ο Βαρνάβας θέτει τον Χριστό σε θέση ίση με τον Θεό και, συνεπώς, κατ' αυτόν, είναι Θεός73.

Στον Ποιμένα του Ερμά παρουσιάζονται επίσης χριστολογικά προβλήματα· και εδώ η Χριστολο­γία, όπως και στην Β' Κλήμεντος, παρουσιάζει μάλλον συγκεχυμένη περί Χριστού άποψη. Το όνομα του Χριστού δεν αναφέρεται πουθενά, το τρίτο πρόσωπο της Τριάδος κατά κάποιο τρόπο χάνεται στην ηθικολογία, και το έργο του δεν έχει ίχνος λυτρωτικού χρώμα­τος74, ενώ η Εκκλησία θεωρείται προϋπάρχουσα75. Πάντως ο σκοπός του έργου είναι απλώς παραινετικός και διδακτικός, με απώτερο στόχο την μετάνοια, γι' αυτό και τα θεολογικά θέματα προσπαθεί να τα προσαρμόσει προ το κύριο θέμα του, παρεκκλίνοντας πολλάκις της εκκλησιαστικής γραμμής76. Ο Υιός του Θεού θεωρείται και από τον Ερμά ως προαιώνιος και ως συνδημιουργός: «Ο μεν Υιός του Θεού πάσης της κτίσεως αυτού προγενέστερός εστιν, ώστε σύμβουλον αυτόν γενέσθαι τω Πατρί της κτίσεως αυτού· διά τούτο και παλαιός εστιν». Αυτός συγκρατεί όλον τον κόσμο.77«το όνομα του Υιού του Θεού μέγα εστι και αχώρητον και τον κόσμον όλον βα­στάζει». Έστω και με προβληματική ορολογία ή και αντίληψη περί Χριστού, η χριστολογία του Ερμά βλέπει και αυτή τον Υιό ως Θεό.

Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων αναφέρεται στον Ιησού Χριστό χρησιμοποιώντας και αυτή τον τίτλο «Κύριος». «μηδέ προσεύχεσθε ως οι υποκριταί, αλλ' ως εκέλευσεν ο Κύριος εν τω Ευαγγελίω αυτού, ούτω προσεύχεσθε»· «και γαρ περί τούτου είρηκεν ο Κύριος "μη δώτε το άγιον τοις κυσί"». Αυτός είναι και ο μελλοντικός κριτής του κόσμου «τότε όψεται ο κόσμος τον Κύριον ερχόμενον επάνω των νεφελών του ουρανού»78. Για την ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά και το Πνεύμα, είναι χαρακτηριστική και η παρουσίαση της καινοδιαθηκικής εντολής, «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»79, η οποία αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες αγιογραφικές μαρτυρίες για την Αγία Τριάδα. Η διδαχή συνιστά και αυτή «έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος80. Κατά ταύτα την Διδαχή την διέπει η ίδια με τα άλλα έργα των Αποστολικών Πατέρων πίστη περί της θεότητος του Χρι­στού81.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε την διαπιστωμένη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης ανεξαιρέτως σχεδόν από όλους τους Αποστολικούς Πατέρες, οι οποίοι την εκλαμβάνουν ως θεόπνευστο ιερό κείμενο82. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. η διαμόρφωση ορθής στάσεως απέναντι στην ΠΔ ήταν για την Εκκλησία υπόθεση ιστορικής και θεολογικής ανάγκης. Από την στάση της αυτή θα εξαρτάτο, κατά κύριο λόγο, αν η Εκκλησία θα φυτοζωούσε στα περιθώρια του Ιουδαϊσμού (όπως οι ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες), αν θα μεταβαλλόταν σε αιρετική παραφυάδα (όπως οι Γνωστικοί με την απόρριψη της ΠΔ) ή αν θα έπαιρνε την θέση του αληθινού Ισραήλ με ανύψωση της ΠΔ σε εισαγωγή του Ευαγγελίου83. Η συνεχής αναφορά των Αποστολικών Πατέρων στην Παλαιά Διαθήκη είχε ως σκοπό να αποδείξει στους ιουδαΐζοντες πως αυτή ερμηνεύεται πλήρως διά του έργου του Χριστού, στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώνεται, να βεβαιώσει το κύρος του Χριστού και την προϊστορία της τότε ανα­πτυσσομένης Εκκλησίας έναντι όσων ομιλούσαν για την εμφάνιση «καινών δαιμονίων», αλλά και να αντιδράσει έναντι των Γνωστικών, οι οποίοι απέρριπταν την αλήθεια και την αξία της. Όσοι ενέμεναν σε παλαιούς τύπους αρνούμενοι την θεότητα του Χριστού, έβρισκαν στις περί αυτού προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ένα ισχυρό εμπόδιο· το ίδιο και όσοι, αποδεχόμενοι το πρόσωπο του Χριστού, απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη η οποία όμως εκπληρωνόταν και έβρισκε το νόημά της σ' Αυτόν. Και στις δύο περιπτώσεις, η αναγκαιότης αναδρομής στην Παλαιά Διαθήκη ήταν επιτακτική για την χριστολογική διδασκαλία.

Β'. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού στην Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων

1. Γενικά

       Όπως η περί θείας φύσεως του Χριστού έτσι και η σχετική με την ανθρώπινή του φύση διδασκαλία, αναπτύσσεται κυρίως έναντι των αιρετικών. Βέβαια η σχετική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων περί της ανθρωπίνης φύσεως και ιδιαιτέρως των παθών του Κυρίου, τα οποία την προϋποθέτουν, είχε ως σκοπό να παράσχει στους πιστούς και ένα πρότυπο υπομονής στους διωγμούς που συνεχώς αυξάνονταν, όπως γράφει χαρακτηριστικά για τον εαυτό του στους Ρωμαίους ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου»84. Ωστόσο στο παρόν μέρος παραθέτουμε και την διδασκαλία ενός από τους μεγαλύτερους εχθρούς της Εκκλησίας την εποχή αυτή, του Γνωστικισμού, έναντι του οποίου οι Αποστολικοί Πατέρες προβάλλουν τόσο έντονα την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού.

2. Ο Γνωστικισμός

       Ο Γνωστικισμός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά πνευματικά κινήματα της ιστορίας. Προήλθε από τις έντονες συγκρητιστικές τάσεις της ελληνιστικής περιόδου, φιλοσοφικές και θρησκευτικές, οι οποίες επέδρασαν επί της αρχικής μορφής του Γνωστικισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό, ιουδαιοχριστιανικό85 ή σε περιβάλλον ανατολιτών, επηρεασμένων από την ελληνική σκέ­ψη86, και δημιούργησαν μία νέα σύνθεση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί θρησκειοφιλοσοφικός συγκρητισμός87.
       Το όνομά του ως Γνωστικισμού έλαβε ο συγκρητισμός αυτός από την γνώση των θεϊκών μυστηρίων την οποία επαγγελόταν, και η οποία, κατά τους γνωστικούς, επιτυγχανόταν είτε με απ' ευθείας αποκάλυψη είτε με την μύηση μέσα στην μυστική, εσωτερική παράδοση τέτοιων αποκαλύψεων88. Η γνώση στον Γνωστικισμό δεν είναι πλέον απλό φιλοσοφικό επίτευγμα, αλλά λαμβάνει θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται προϋπόθεση λυτρώσεως ή μάλλον ταυτίζεται προς την ίδια την λύτρωση89, καθώς υπόσχεται την απάντηση σε αγωνιώδη ερωτήματα του ανθρώπου, όπως αυτά απαντώνται, στην γνωστική τους διατύπωση, στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα:

«Τίνες ήμεν, τί γεγόναμεν;
πού ήμεν, πού ενεβλήθημεν;
πού σπεύδομεν, πόθεν λυτρούμεθα;
τί γέννησις, τί αναγέννησις;»90 .

  Η εμφάνιση του Γνωστικισμού σε διαφόρους τόπους συγχρόνως και στα πλαίσια του συγκρητισμού του ελληνιστικού κόσμου, δεν μας επιτρέπει να αποφανθούμε με βεβαιότητα για τον εισηγητή του91. Κοινή διαπίστωση των ερευνητών είναι πως το πρώτο όνομα το οποίο συνέδεσε η Εκκλησία με τον Γνωστικισμό είναι αυτό του Σίμωνος του Μάγου ο οποίος είναι και ο πρώτος που συνέδεσε τον Γνωστικισμό με τον Χριστιανισμό92. Η ένωση του Γνωστικισμού με τον Χριστιανισμό έγινε εξ αιτίας της ανάγκης των Γνωστικών να στηρίξουν τις δοξασίες τους στην ισχυρή αυθεντία των κειμένων της Καινής Διαθήκης93. Η ανάμειξη χριστιανικών στοιχείων στην διδασκαλία των Γνωστικών δημιούργησε αυτό που σήμερα ονομάζουμε χριστιανικό Γνωστικισμό.

Η ποικιλία των γνωστικών συστημάτων καθιστά δύσκολη την σαφή διάκριση των σταθερών κοινών χαρακτηριστικών του Γνω­στικισμού94. Ωστόσο είναι επιβεβλημένη η εδώ αναφορά όσων στοιχείων της γνωστικής διδασκαλίας έχουν σχέση αντιπαραθέσεως με την χριστολογική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι, μετά τους Αποστόλους, που αντιμετώπισαν την διδασκαλία των Γνωστικών. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:

    α) Οι Γνωστικοί πρεσβεύουν την μεταφυσική διαρχία (Dualismus) μεταξύ πνεύματος και ύλης. οι δύο αυτές αρχές είναι τελείως αντίθετες μεταξύ τους.
    β) Η μεταφορά του δυαλισμού αυτού στα χριστιανικά δεδομένα δημιούργησε την διάκριση μεταξύ Θεού και κόσμου, και μεταξύ αγαθού Θεού και κακού Θεού ο οποίος δημιούργησε τον (κακό) υλικό κόσμο95 .
    γ) Κατά τους Γνωστικούς ο Ύψιστος Θεός, η Μονάς, είναι υπερβατικό ον, απρόσιτο, αμέτοχο της δημιουργίας και ξένο προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό προβάλλονται τα ενδιάμεσα όντα, οι «αιώνες», για να γεφυρώσουν την μεταξύ Θεού και κόσμου άβυσσο. Πολλές φορές στον χριστιανίζοντα Γνωστικισμό ο Λόγος ή ο Χριστός ή ο Ιησούς και η Εκκλησία αποτελούν τέτοιου είδους «αιώνες»96.
    δ) Ο Γνωστικισμός βλέπει (όταν βλέπει) δοκητικά το έργο του Ιησού στον κόσμο (έπαθε φαινομενικά κ.λ.π.)97· κατά τους Γνωστικούς διακρίνεται ο άνθρωπος Ιησούς από τον Σωτήρα «αιώνα» Χριστό98.
    ε) Επειδή η δημιουργία του κόσμου παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως έργο του Θεού της Παλαιάς  Διαθήκης, απορρίπτονται από τους Γνωστικούς η Παλαιά Διαθήκη ως πηγή της αποκαλύψεως και οι Ιουδαίοι ως λαός της πρώτης Διαθήκης του Θεού με τους ανθρώπους99. Οι παραπάνω γνωστικές αντιλήψεις κατέστησαν φοβερός κίνδυνος για την νεοσύστατη Εκκλησία, εφ' όσον ανέτρεπαν με τον ένα ή άλλο τρόπο την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Θεού. Ο Κήρινθος100 και οι κατ' εξοχήν ονομαζόμενοι Δοκητές101πρέσβευαν πως ο Χριστός (το πνεύμα του Θεού) κατήλθε στον άνθρωπο Ιησού κατά το βάπτισμα, αλλά τελικώς τον εγκατέλειψε. Ο Σατουρνείλος ο Αντιοχεύς και ο Βασιλείδης,  Σύρος, πρέσβευαν πως ο Σωτήρ έρερε φαινομενικό σώμα. μάλιστα ο τελευταίος υποστήριζε πως αντ' αυτού σταυρώθηκε ο Σίμων ο Κυρηναίος, με τον οποίο ο Σωτήρ αντάλλαξε μορφή κατά το φαινόμενο102. Την ίδια δοκητική θέση, περί φαινομενικού σώματος, υποστήριξε αργότερα και ο Μαρκίων103. Άλλοι Γνωστικοί, όπως οι Απελλής και Βαλεντίνος, απέδιδαν στον Χριστό σώμα όχι ανθρώπινο, αλλά αστρικό και ουρά­νιο104.

 Όλες οι παραπάνω δοκητικές γνωστικές αντιλήψεις αποτελούσαν στην ουσία άρνηση της ενανθρωπήσεως, με σοβαρές σωτηριολογικές επιπτώσεις, όπως διαπιστώνει άλλωστε, μερικούς αιώνες αργότερα, και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ει δοκήσει γέγονε τα του Χριστού, φενακισμός και σκηνή το της οικονομίας μυστήριον. και δοκήσει και ουκ αληθεία γέγονεν άνθρωπος ο Κύριος· και δοκήσει και ουκ αληθεία σεσώσμεθα»105. Η σωτηρία των Χριστιανών είναι αποτέλεσμα της πραγματικής ενανθρωπήσεως, σταυρώσεως και αναστάσεως του Χριστού106. Στον Χριστό, σαν σε αρχέτυπο, πραγμάτωσε ο Θεός το έργο της θεώσεως του ανθρώπου, το οποίο είχε αποτύχει στον παράδεισο. στο έργο αυτό καλούνται να μετάσχουν ελεύθερα όλοι οι άνθρωποι, επαναλαμβάνοντας στα μυστήρια και στη ζωή τον κύκλο των σωτηριωδών ενεργειών του Χριστού107. Πέραν αυτού, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης από τους Γνωστικούς συνεπαγόταν την εγκατάλειψη των μεσσιανικών προφητειών, πάνω στις οποίες ο Χριστιανισμός στήριζε (κυρίως δε τότε) το κύρος του108. Όμως οι Γνωστικοί, ακολουθώντας την κοσμοκεντρική προσέγγιση του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου που είχε καθιερώσει η ελληνική φιλοσοφία, απέρριψαν την απλότητα του περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως·109στην εν Χριστώ θέωση της ανθρωπίνης φύσεως και στην ανακαίνιση της δημιουργίας με την εν Χριστώ τελείωση της πρώτης δημιουργίας του Θεού, οι Γνωστικοί αντέταξαν την δική τους ψευδώνυμη γνώση. Οι Αποστολικοί Πατέρες, στους χρόνους των οποίων ακμάζει ο Γνωστικισμός (πρώτο ήμισυ β' αιώνος)110, αντιμετώπισαν με πολύ ζήλο τις κακοδοξίες αυτές των Γνωστικών, προβάλλοντας την πίστη των Αποστόλων, τις λυτρωτικές συνέπειες της σαρκώσεως του Λόγου και την διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί του προσώπου του Χριστού.

3. Η περί ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων

Ο δοκητισμός κατέστη εχθρός της Εκκλησίας ακόμη από την εποχή των Αποστόλων, οι οποίοι τον καταπολέμησαν στα γραπτά τους. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η φράση του Ευαγγελιστού Ιωάννου «παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτο εστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»111. Κάθε υπόνοια περί φαινομενικής παρουσίας και δράσεως του Υιού του Θεού στη γη, κατέστρεφε την πραγματικότητα της σωτηρίας. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών. έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις ημών»112. Οι Αποστολικοί Πατέρες, ως άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων, αντιμετώπισαν δυναμικά τον δοκητισμό των Γνωστικών ποικιλοτρόπως· παραλείποντας εδώ τα μέτρα της Εκκλησίας κατά των Γνωστικών, τα οποία συνίστανται στην στερέωση του επισκοπικού αξιώματος, στην καθιέρωση συμβόλου πίστεως και στον ορισμό του κανόνος της Καινής Διαθή­κης113, θα ασχοληθούμε μόνο με την χριστολογική περί της ανθρωπότητος του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων.

        Η Χριστολογία του Αγίου Ιγνατίου συνάγεται από τα πολυπληθή χωρία των επιστολών του τα αναφερόμενα στο πρόσωπο του Χριστού, τα σημαντικώτερα των οποίων βρίσκονται στις επιγραφές των επιστολών του. Η προσπάθεια καταδείξεως της ιστορικότητος του προσώπου και του έργου του Χριστού είναι καταφανής από το πλήθος, την έμφαση και τις λεπτομέρειες των χωρίων που αναφέρονται στην επί γης δράση του. Όλα τα λεγόμενα «λειτουργικά κείμενα» του Αγίου Ιγνατίου (Εφ. 7,2 . Εφ. 18, 2· Μαγν. 11· Τραλλ. 9,1-2· Σμ. 1,1-2)114, τα οποία έχουν πολλή σημασία καθώς προέρχονται μάλλον από ήδη υφιστάμενες λειτουργικές πράξεις115, έχουν αναφορά στην γέννηση και στο πάθος του Ιησού, γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως έχοντα έντονο αντιδοκητικό χαρακτήρα. Η γέννηση του Ιησού στον Άγιο Ιγνάτιο αναφέρεται μαζί με μία σημαντική λεπτομέρεια. την παράθεση του ονόματος της Μητρός του Κυρίου: «και εκ Μαρίας και εκ Θεού»116 και «εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»117 ή «Ιησού Χριστού του εκ Μαρίας, του εκ γένους Δαυίδ»118. Τα κείμενα τονίζουν την πραγματική γέννηση του Σωτήρος, αναφέρουν δε το όνομα της Μητρός του προς τονισμό της ιστορικότητας του προσώπου του119. Άλλα έντονα αντιδοκητικά στοιχεία της Χριστολογίας των εν λόγω χωρίων είναι η επαναλαμβανόμενη παρουσία του επιρρήματος «αληθώς» σε συνάφεια σχετική με την ενανθρώπηση και το πάθος του Κυρίου120. Στα ίδια αυτά λειτουργικά κείμενα, τα οποία αποτελούσαν βαπτιστήριες ομολογίες, σημαντική θέση κατέχει επίσης το πάθος του Κυρίου. Ο Κύριος χαρακτηρίζεται «παθητός»121, και «καθηλωμένος υπέρ ημών εν σαρκί»122. Όπως και στα χωρία τα σχετικά με την γέννηση του Ιησού, έτσι και σε αυτά τα σχετικά με το πάθος είναι χαρακτηριστική η παράθεση λεπτομερειών γύρω από τα περιστατικά τα σχετιζόμενα με αυτό. Οι λεπτομέρειες αυτές αποσκοπούν στο να τονίσουν την ιστορικότητα του πάθους· έτσι χρονολογείται με ακρίβεια το πάθος του Κυρίου, καθώς αναφέρεται πως έλαβε χώρα «επί Ποντίου Πιλάτου και Ηρώδου τετράρχου»123. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο αξίωμα του Πιλάτου, την ηγεμονία του, καθώς και σε αυτό του Ηρώδη, την τετραρχία, ως σε στοιχεία που τονίζουν και αυτά την ιστορικότητα του πάθους124, καθώς προσδίδουν ιστορική αξιοπιστία σε όλο το κείμενο. Η χρήση της φράσεως «σαρξ» στα εν λόγω χωρία του Αγίου Ιγνατίου125 πρέπει πιθανώς να θεωρηθεί και αυτή ως έχουσα αντιδοκητικό χαρακτήρα. η λέξη «σαρξ» στην Αγία Γραφή έχει την έννοια του όλου ανθρώπου, συνισταμένου εκ ψυχής λογικής και σώματος126. Η αναφορά στον θάνατο του Κυρίου, που αναφέρεται σε δύο από τα παραπάνω πέντε κείμενα, θέλει και αυτή να τονίσει την ιστορικότητα του θανάτου του Κυρίου ως προϋπόθεση για την ιστορικότητα της αναστάσεώς του127. Και στα υπόλοιπα χριστολογικά χωρία του Αγίου Ιγνατίου, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και να αναλυθούν λεπτομερώς, υπάρχουν πολλά δογματικά στοιχεία περί του ενανθρωπήσαντος Θεού. Πλην του Σταυρού και της Αναστάσεως, το μοναδικό επεισόδιο από την ζωή του Κυρίου που μνημονεύει ο Άγιος Ιγνάτιος (εκτός από την Ενσάρκωση), και μάλιστα με υπαινιγμό, είναι η διήγηση περί της γυναικός η οποία ήλειψε τον Κύριο με μύρο128. το γεγονός αυτό φανερώνει ότι έδιδε στα γεγονότα αυτά ο Άγιος Ιγνάτιος τόση σημασία για την διασφάλιση της πίστεως, ώστε να ομιλούμε για «Θεολογία του Σταυ­ρού» του Ιγνατίου129. Και ως προς την Ανάσταση αξιοπρόσεκτο είναι το αντιδοκητικό χωρίο εκείνο, παρμένο από το προφορικό ευαγ­γέλιο130, στο οποίο ο αναστάς Κύριος λέγει προς τους μαθητές: «λάβετε, ψηλαφήσατέ με και ίδετε ότι ουκ ειμι δαιμόνιον ασώματον»131. Πέραν αυτών, όμως, και στην μυστικιστική διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου, περί της κοινωνίας των πιστών με τον Χριστόν, η οποία λαμβάνει χώρα στην Θεία Ευχαριστία, συναντούμε ένα ακόμη στοιχείο το οποίο μαρτυρεί την πραγματικότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου: την αναφορά στη σάρκα και στο αίμα του132. Στην διδασκαλία του, λοιπόν, ο Άγιος Ιγνάτιος φαίνεται φανερά να ακολουθεί τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στον αντιδοκητισμό133. «Μηδείς πλανάσθω. και τα επουράνια και η δόξα των αγγέλων και οι άρχοντες, ορατοί τε και αόρατοι, εάν μη πιστεύσωσιν εις το αίμα Χριστού, κακείνοις κρίσις εστίν»134.

        Επί της ιδίας γραμμής διδάσκει περί της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου και ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, ο οποίος εμφανίζεται «ως φύλαξ και δοτήρ» της Αποστολικής Παραδόσεως135. Κατά τον Άγιο Πολύκαρπο η αληθινή πίστη περιλαμβάνει την ομολογία στην γέννηση του Χριστού και στον Σταυρό του «και ος αν μη ο­μολογή το μαρτύριον του σταυρού, εκ του διαβόλου εστίν. και ος αν μεθοδεύη τα λόγια του Κυρίου προς τας ιδίας επιθυμίας και λέγη, μήτε ανάστασιν, μήτε κρίσιν είναι, ούτος πρωτότοκός εστι του Σατανά»136. Ο Χριστός, «υπέμεινεν υπέρ των αμαρτιών ημών έως θανάτου καταντήσαι, ον ήγειρεν ο Θεός, λύσας τας ωδίνας του θανάτου»137. αυτός είναι «ο υπέρ ημών αποθανών και δι' ημάς υπό του Θεού αναστάς»138.

        Η Χριστολογία του Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, όπως συνάγεται από την Α' Κλήμεντος, δεν παρουσιάζει πάντοτε αρκετή σαφήνεια και καθαρότητα139. Η πίστη, όπως παρουσιάζεται στην Α' Κλήμεντος, δεν έχει την συγκεκριμένη μορφή της βιώσεως της εν Χριστώ σωτηρίας, αλλ' είναι μια απλοϊκή και αόριστη αφοσίωση στον Θεό. Η ιστορία της σωτηρίας αποτελεί μια ενότητα η οποία διήκει από του Αδάμ μέχρι τον Χριστό, του οποίου η προσωπικότητα περιγράφεται με τους χριστολογικούς όρους του Αποστόλου Παύλου140· αυτός είναι ο αρχιερεύς, ο οποίος «διά την αγάπην, ην έσχεν προς ημάς, το αίμα αυτού έδωκεν υπέρ ημών Ιησούς Χριστός ο κύριος ημών εν θελήματι Θεού, και την σάρκα υπέρ της σαρκός ημών και την ψυχήν υπέρ των ψυχών ημών»141. Το αίμα του Κυρίου είχε συμβολισθή με το κόκκινο χρώμα της πόρνης Ραάβ. «και προσέθεντο αυτή δούναι σημείον, όπως εκκρεμάση εκ του οίκου αυτής κόκκινον, πρόδηλον ποιούντες ότι διά του αίματος του Κυρίου λύτρωσις έσται πάσι τοις πιστεύουσιν και ελπίζουσιν επί τον Θεόν»142. Πέραν αυτών των λίγων χριστολογικών στοιχείων, και μερικών ακόμη τα οποία έχουν εξετασθή στην ενότητα περί της θεότητος του Κυρίου, η επιστολή δεν παρουσιάζει αρκετά χριστολογικά χωρία. η αφορμή που προκάλεσε την σύνταξή της καθόρισε και τον πρακτικό της χαρακτήρα143. Αυτό λοιπόν εξηγείται εν πολλοίς από τον σκοπό της αποστολής της, δηλαδή την κατασίγαση της έριδος στην Εκκλησία της Κορίνθου.

        Από τους υπολοίπους λεγομένους Αποστολικούς Πατέρες, αξιόλογη χριστολογική διδασκαλία στο θέμα της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου παρουσιάζει εν πρώτοις ο Βαρνάβας·η Χριστολογία του στρέφεται κυρίως περί το πρόσωπο του Υιού του Θεού, ο οποίος κατήλθε από τον ουρανό, γι' αυτό και το πάθος του Κυρίου εμφανίζεται στον Βαρνάβα σαν ένα παράδοξο μυστήριο144, πλην όμως αληθινό. «Εις τούτο γαρ υπέμεινεν ο Κύριος παραδούναι την σάρκα εις καταφθοράν, ίνα τη αφέσει των αμαρτιών αγνισθώμεν, ο έστι εν τω αίματι του ραντίσματος αυτού... Αυτός δε ηθέλησεν ούτω παθείν. Έδει γαρ ίνα επί ξύλου πάθη»145· «αλλά και σταυρωθείς εποτίζετο όξει και χολή»146. Σημειωτέον ότι ο Βαρνάβας αναφέρει πολλές λεπτομέρειες του πάθους (τα στίφη των κακούργων, ο διαμερισμός του ιματίου του, η συμμετοχή των ιερέων στην θυσία του, ο εμπαιγμός, οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα ο λογχισμός)147, παρμένες όμως όχι από τα ευαγγέλια, αλλά από την Παλαιά Δια­θήκη148. ο Ερμάς, πάλι, έχει χαρακτηρισθή δόκιμος ηθικολόγος, αλλά αδόκιμος θεολόγος149. Το έργο του παρουσιάζει κάποια προβλήματα στην χριστολογική ορολογία, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθή στο προηγούμενο κεφάλαιο. Το όνομα του Χριστού απουσιάζει εντελώς, από το έργο του,  ενώ φαίνεται να προβάλλεται ο άνθρωπος, επί του οποίου κατήλθε το Πνεύμα ως προσωπικότητα μεγάλης δυνάμεως, η οποία δικαιολογεί και την εκλογή του150. Πέραν της συγχύσεως, τουλάχιστον φραστικής, την οποία ο Ερμάς κάνει μεταξύ Υιού του Θεού και Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατοικεί στον Υιό151, προβληματική είναι και η ορολογία που χρησιμοποιεί αναφερόμενος στην σάρκα152, τόσο ώστε να χαρακτηρισθεί η Χριστολογία του «αδοπτιανική»153. Ωστόσο μπορούμε να βρούμε στο ίδιο χωρίο που παρουσιάζει τα παραπάνω προβλήματα μία σαφή αναφορά στο ιστορικό έργο του Χριστού154 «Ο Θεός τον αμπελώνα εφύτευσε, τούτ' έστι τον λαόν έκτισε, και παρέδωκε τω Υιώ αυτού»155. Ο Παπίας Ιεραπόλεως και η Διδαχή δεν παρουσιάζουν αξιόλογα χριστολογικά στοιχεία που μας αφορούν εν προκειμένω. Το μεν σωζόμενο έργο του Παπία καταλαμβάνει άλλωστε ελάχιστη έκταση, η δε Διδαχή ασχολείται με ζητήματα ηθικής, λειτουργικά και διοικητικά156.

        Η περί της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων, διέσωσε και συνέχισε το κήρυγμα των Αποστόλων περί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου. Την ανθρώπινη φύση του Κυρίου θα προσπαθήσουν αργότερα είτε να κολοβώσουν είτε να αρνηθούν και άλλοι αιρετικοί, Αρειανοί, Απολλιναριστές, Αφθαρτοδοκήτες και τελευταίοι οι Μονοφυσίτες157. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι με την οριστική διατύπωση των δογμάτων συνέχισαν και ετελείωσαν το έργο αυτό των Αποστολικών Πατέρων.

Γ. Η ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου Ιησού Χριστού σε ένα πρόσωπο

1. Γενικά

 Μετά την παρουσίαση της διδασκαλίας των Αποστολικών Πατέρων ξεχωριστά για κάθε μία από τις δύο φύσεις του Κυρίου, θα ήταν ίσως περιττή η παράθεση χωρίων στα οποία είναι φανερή η ύπαρξη των δύο αυτών φύσεων σε ένα πρόσωπο (εφ' όσον μάλιστα μερικά εξ αυτών έχουν παρατεθή σε προηγούμενες ενότητες). Όμως μερικά χωρία παρουσιάζουν τόσο εύγλωττα την ένωση αυτή, ώστε η παράλειψή τους να αδικεί την θεολογία των Πατέρων αυτών. Τα πιο εύγλωττα από τα χωρία αυτά απαντώνται κυρίως στον Άγιο Ιγνάτιο, ο οποίος και εκ τούτου χαρακτηρίζεται μέγας θεολόγος για την εποχή του. Είναι ίσως ο πρώτος Πατήρ της Εκκλησίας που τονίζει τόσο εμφαντικά με καθαρούς όρους τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Χριστού158. Πέραν αυτών υπάρχουν χωρία που φανερώνουν την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων με αυτά ασχολείται το παρόν κεφάλαιο.

 2. Οι Αποστολικοί Πατέρες περί της ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού εν ενί προσώπω

       Το πιο χαρακτηριστικό κείμενο για την ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου σε ένα πρόσωπο, είναι το χωρίο της Επιστολής του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους 7, 2. Το κείμενο έχει ως εξής:

«Εις ιατρός εστι
σαρκικός τε και πνευματικός,
γεννητός και αγέννητος,
εν σαρκί γενόμενος Θεός,
εν θανάτω ζωή αληθινή,
και εκ Μαρίας και εκ Θεού,
πρώτον παθητός και τότε απαθής,
Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών».

        Το χωρίο αυτό είναι τόσο ενδεικτικό για την ένωση των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, ώστε η θεολογική διατύπωση εν προκειμένω να χαρακτηρίζεται σχεδόν χαλκηδόνια159. Η διατύπωση αυτή δεν είναι τυχαία· έναντι και των δύο αιρετικών αποκλίσεων που μείωναν τις ιδιότητες του Χριστού, ο Άγιος Ιγνάτιος παρουσιάζει τις δύο όψεις αυτών των ιδιοτήτων σε εναρμόνια συζυγία με τις διμερείς αυτές εκφράσεις, που μάλιστα έχουν ομολογιακό τύπο160. Η διατύπωση αυτή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική, αν αληθεύει ο ισχυρισμός μερικών ερευνητών, πως το παρόν χωρίο αποτελεί τμήμα ύμνου που ψαλλόταν στην ευχαριστιακή συγκέντρωση της Εκκλη­σίας161, διότι φανερώνει την συνολική αποδοχή της ορολογίας αυτής από την Εκκλησία σε τόσο πρώιμα, ως προς τις μετέπειτα χριστολογικές διαμάχες, χρόνια. Ο χαλκηδόνιος χαρακτήρας της διατύπωσης αυτής φαίνεται από την σύγκριση με ένα ανάλογο τμήμα του Όρου Πίστεως της εν Χαλκηδόνι Αγίας Συνόδου:

       «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογείν υιόν τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας, προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι' ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα»162.
       Χαρακτηριστική και των δύο κειμένων εν προκειμένω είναι η παράθεση των ιδιοτήτων των δύο φύσεων αντιθετικώς, η αναφορά στην μία υπόσταση, αυτή του Ιησού Χριστού και Κυρίου («Εις ια­τρός.. Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών», «Εις και ο αυτός Υιός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός»), η συγκεκριμένη αναφορά στην εκ Θεού και στην εκ Μαρίας γέννηση του Χριστού, αλλά και στις δύο Του φύσεις («εν σαρκί γενόμενος Θεός», «τέλειον τον αυτόν εν θεό­τητι και τέλειον τον αυτόν εν αν­θρωπότητι»). Πλην των χωρίων αυτών υπάρχουν και άλλα με πα­ρόμοια χριστολογία:
       «Δοξάζων Ιησούν Χριστόν τον Θεόν, τον ούτως ημάς σοφίσαντα, ενόησα γαρ ημάς κατηρτισμένους εν ακινήτω πίστει, ώσπερ καθηλωμένους εν τω σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού σαρκί τε και πνεύματι και ηδρασμένους εν αγάπη εν τω αίματι Χριστού, πεπληροφορημένους εις τον Κύριον ημών, αληθώς όντα εκ γένους Δαβίδ κατά σάρκα, Υιόν Θεού κατά θέλημα και δύναμιν Θεού γεγεννημένον αληθώς εκ Παρθένου, βεβαπτισμένον υπό Ιωάννου, "ίνα πληρωθή πάσα δικαιοσύνη υπ' αυτού"»163.

       Στο χωρίο αυτό είναι εμφανής τόσο η θεότητα του Κυρίου, όσο και η ανθρωπότητά του, εκφραζόμενη με την αναφορά στον Σταυρό, στο αίμα και στην εκ Παρθένου γέννησή του. Τα χωρία που ακο­λουθούν παρουσιάζουν και αυτά τις δύο φύσεις του ενός Κυρίου:

        «Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν, τον κατά πάντα τρόπον δι' ημάς υπομείναντα»164.
       «Ο γάρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού εκ σπέρματος μεν Δαβίδ, Πνεύματος δε αγίου, ος εγεννήθη και εβαπτίσθη, ίνα τω πάθει το ύδωρ καθαρίση»165.
       «Οι κατ' άνδρα κοινή πάντες εν χάριτι εξ ονόματος συνέρχεσθε εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ, τω κατά σάρκα εκ γένους Δαβίδ, τω υιώ ανθρώπου και Υιώ Θεού»166.

        Στην Επιστολή Βαρνάβα, αν και η ορολογία του η αναφερόμενη στην θεότητα του Κυρίου δεν έχει την σαφήνεια αυτής του Ιγνατίου, απαντώνται ενδιαφέροντα για την παρούσα διερεύνηση χωρία· αυτά θα μπορούσαν να αναφερθούν αποκλειστικά στην παράγραφο που ασχολείται με τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, είναι όμως και εν προκειμένω ενδεικτικά της υπάρξεως δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου:
       «Ουκούν ο Υιός του Θεού εις τούτο εν σαρκί ήλθεν, ίνα το τέ­λειον των αμαρτιών ανακεφαλαιώση τοις διώξασιν εν θανάτω τους προφήτας αυτού. Ουκούν εις τούτο υπέμεινεν»167.
       Στα παρακάτω χωρία φαίνεται πως ο ίδιος ο Κύριος φανερωθείς έδωσε την διαθήκη σε εμάς τους Χριστιανούς, και πώς έπαθε κατά σάρκα. Είναι φανερό πως η υπόσταση του Ιησού Χριστού ταυτίζεται με αυτήν του Κυρίου του Ισραήλ, ο οποίος προσέλαβε σάρκα, δηλ. ανθρώπινη φύση.
      «Πώς ημείς ελάβομεν; Μάθετε. Μωυσής θεράπων ων έλαβεν, αυτός δε Κύριος ημίν έδωκεν εις λαόν κληρονομίας, δι' ημάς υπομείνας. Εφανερώθη δε ίνα κακείνοι τελειωθώσι τοις αμαρτήμασι και ημείς διά του κληρονομούντος διαθήκην Κυρίου Ιησού λάβωμεν»168.
       «Επειδή εμέ, υπέρ αμαρτιών μέλλοντα του λαού μου του καινού προσφέρειν την σάρκα μου, μέλ­λετε ποτίζειν χολήν μετά όξους»169.

Στον Άγιο Πολύκαρπο η χριστολογική διατύπωση είναι η ίδια. Ο Χριστός εμφανίζεται ως Κύριος, αλλά και ως παθών και αναστάς υπέρ ημών. «"... πιστεύσαντες εις τον εγείραντα τον Κύριον Ιησούν Χριστόν εκ νεκρών και δόντα αυτώ δόξαν" και θρόνον εκ δεξιών αυτού, ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ου το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ. Ο δε εγείρας αυτόν εκ νεκρών και ημάς εγερεί» .
       Από τα παραπάνω καθίσταται ακόμη σαφέστερη η πίστη της πρώτης Εκκλησίας, εκφραζόμενη μέσα από τα γραπτά των Αποστολικών Πατέρων, στην ένωση δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η ένωση αυτή φαίνεται επίσης και από τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, όπως φαίνονται στα έργα των Αποστολικών Πατέρων.

 3. Οι ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως στα έργα των Αποστολικών Πατέρων

        Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων περί της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, καθίσταται εμφανέστερη διά της εξετάσεως των ακολουθιών της υποστατικής ενώσεως στην Χριστολογία τους. Οι ακολουθίες ή συνέπειες της υποστατικής ενώσεως είναι οι εξής:

    1) Η αντίδοση ή κοινοποίη­ση των ιδιωμάτων. κατ' αυτήν μπορούμε να αποδίδουμε στο ένα πρόσωπο του Κυρίου (και όχι βέβαια σε κάθε μία από τις φύσεις του) ανθρώπινες ιδιότητες, όταν γίνεται αναφορά σε  αυτόν ως Θεό, και θείες ιδιότητες όταν γίνεται αναφορά σε αυτόν ως άνθρωπο.
    2) Η πίστη πως η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος· εφ' όσον ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο μονογενής Υιός του Θεού, κατά την αντίδοση των ιδιωμάτων, η Μαρία η γεννήσασα αυτόν είναι Θεοτόκος.
    3) Η μία προσκύνηση του Ιησού Χριστού· επειδή η ένωση έγινε σε ένα πρόσωπο, αρμόζει μία προσκύνηση στον Ιησού Χριστό, ως Θεό· και
    4) Το αναμάρτητον του Χριστού ο Ιησούς Χριστός ως Θεός δεν ήταν δυνατόν να αμαρτήσει171.

       Στην Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων απαντώνται στοιχεία για όλες τις ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως, από τα οποία θα αναφερθούν ενδεικτικά μόνον ορισμένα172. Όσον αφορά στην αντίδοση των ιδιωμάτων, χαρακτηριστικά είναι τα υπό του Αγίου Ιγνατίου λεγόμενα:   
       «επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου»· αλλού κάνει λόγο περί αίματος και πάθους του Θεού: «μιμηταί όντες Θεού, αναζωπυρήσαντες εν αίματι Θεού, το συγγενικόν έργον τελείως απηρτίσατε», «τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν»173.
       Παρομοίως και ο Βαρνάβας κάνει λόγο περί του Υιού του Θεού, ως δι' ημάς παθόντος· «Ει ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν ή μη δι' ημάς. Αλλά και σταυρωθείς εποτίζετο όξει και χολή». Αλλού γράφει. «Εις τούτο γαρ υπέμεινεν ο Κύριος παραδούναι την σάρκα εις καταφθοράν, ίνα τη αφέσει των αμαρτιών αγνισθώμεν, ο εστι εν τω αίματι του ραντίσματος αυτού». Και σε άλλο σημείο «Ουκούν ο Υιός του Θεού εις τούτο εν σαρκί ήλθεν ίνα το τέ­λειον των αμαρτιών ανακεφαλαίωση... Αυτός δε ηθέλησεν ούτω πα­θείν. Έδει γαρ ίνα επί ξύλου πάθη»174.
       Ο Άγιος Πολύκαρπος κάνει λόγο περί του Ιησού Χριστού ως Υιού του Θεού και ταυτόχρονα περί θανάτου αυτού: «πιστεύσαι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ και τω Πατρί αυτού, ος ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών»· αλλού γίνεται λόγος περί αυτού ως Κυρίου των πάντων αλλά και περί του αίματος αυτού: «ω υπετάγη τα πάντα, επουράνια και επίγεια, ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ου το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ»175. Ο Άγιος Κλήμης Ρώμης ομιλεί παρομοίως περί αίματος του Κυρίου: «διά την αγάπην ην έσχε προς ημάς το αίμα αυτού έδωκεν υπέρ ημών Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών εν θελήματι Θεού και την σάρκα υπέρ της σαρκός ημών και την ψυχήν υπέρ των ψυχών ημών»·και αλλού λέγει.  «Τον Κύριον Ιησούν, ου το αίμα υπέρ ημών εδόθη, εντραπώμεν»176.
       Στα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων βεβαίως η Παρθένος Μαρία δεν ονομάζεται ακόμη Θεοτόκος, όμως υπάρχουν στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου αναφορές στο γεγονός της εξ αυτής γεννήσεως του Θεού, όπως και αν ονομάζεται αυτός, κατά την χριστολογική ορολογία της εποχής. Ο Άγιος Ιγνάτιος στο γνωστό πλέον χωρίο Εφ. 7, 2177 αναφέρει ρητώς την εκ της Μαρίας γέννηση του Θεού: «εν σαρκί γενόμε­νος Θεός... και εκ Μαρίας και εκ Θεού», όπως και αλλού: «Ο γάρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»178. Και σε αυτό το σημείο ο Άγιος Ιγνάτιος αποδεικνύεται θεολόγος που προηγείται της εποχής του στην διατύπωση.
       Η μία προσκύνηση του Ιησού Χριστού, ως Θεού, είναι αδιαμφισβήτητη για τους Χριστιανούς της μεταποστολικής εποχής. Πουθενά στα έργα των Αποστολικών Πατέρων, αν εξαιρέσει κανείς την συγκεχυμένη ορολογία του Ερ­μά179, δεν απαντάται στα χριστολογικά εδάφια υπαινιγμός περί υπάρξεως δύο προσώπων εν Χριστώ, τουναντίον παντού αναφέρεται ο εις Κύριος Ιησούς Χριστός, Υιός του Θεού και Θεός. «Ούτος ο μακαρισμός εγένετο επί τους εκλελεγμένους υπό του Θεού διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»180.

        Η αναμαρτησία του Χριστού εκφράζεται στα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων διά της προφητείας του Ησαΐου 53,9 «ότι ανομίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι, αυτού», η οποία εκπληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Άγιος Πολύκαρπος, αναφερόμενος στο πάθος του Χριστού, ο οποίος υπέφερε αδίκως, διότι «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», παροτρύνει τους πιστούς να γίνουν μιμητές του πάθους του, ώστε ο Χριστός Ιησούς να δοξασθεί δι' αυτών181. Παρομοίως και ο Κλήμης Ρώμης τονίζοντας την σημασία της ταπεινοφροσύνης και πως «ταπεινοφρονούντων γάρ εστιν ο Χριστός, ουκ επαιρομένων επί το ποίμνιον αυτού», παραθέτει ολόκληρο το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το εν λόγω χωρίο182. Ο Ερμάς, παρ' όλη την αμφισβητήσιμη ορολογία του (για την οποία μιλήσαμε παραπάνω) αναφέρει σαφώς πως η «σαρξ» του Υιού, «εδούλευσε τω Πνεύματι καλώς» και μάλιστα «αμέμπτως», μηδαμώς «μιάνασα» αυτό, υποστηρίζει συνεπώς την αναμαρτησία του Χριστού, και την προβάλλει ως παράδειγμα183. Βέβαια και μόνον το γεγονός της πίστεως των πρώτων Χριστιανών στον Ιησού Χριστό ως σε Κύριο και Υιό Θεού, και η απουσία αμφισβήτησης της υποστατικής ενώσεως των δύο Του φύσεων, εξηγεί την έλλειψη περαιτέρω αναφορών στην αναμαρτησία Του.
       Με την παρουσίαση της διδασκαλίας των Αποστολικών Πατέρων ως προς την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, ολοκληρώνεται και η γενική αναφορά στην χριστολογική τους διδασκαλία. Και στα παραπάνω σημεία φαίνεται άρρηκτη η συνέχεια της πίστεως των Αποστόλων και των μετέπειτα Χριστιανών, μέχρι των ημερών μας.

 Συμπεράσματα

Έπειτα από την μελέτη της Χριστολογίας των Αποστολικών Πατέρων, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα:

    1. Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, διατυπώθηκε κυρίως κατά την αντιπαράθεση της Εκκλησίας με τις εχθρικές προς αυτήν ομάδες, και κυρίως έναντι των Γνωστικών Δοκητών, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ανθρωπότητα του Χριστού, και των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι αντιθέτως αρνούνταν την θεότητά Του και την ισότητα προς τον Θεό Πατέρα.
    2. Στα γραπτά των Αποστολικών Πατέρων, αν και σε διαφορετικό βαθμό, αντικατοπτρίζεται σαφώς η πίστη της πρώτης Εκκλησίας στην ένωση εν τω προσώπω του Υιού του Θεού της θεϊκής και της ανθρωπίνης φύσεως.
    3. Οι Αποστολικοί Πατέρες, στις χριστολογικές τους διατυπώσεις χρησιμοποιούν την χριστολογική ορολογία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, συνεχίζοντας έτσι την αποστολική Παράδοση και συμβάλλοντας στην προφύλαξη της παρακαταθήκης των αυτοπτών του Λόγου, από τις παρερμηνείες των αιρετικών. Για τον λόγο αυτό η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων δεν παρουσιάζει εν πολλοίς τίποτε το καινούργιο σε διατύπωση ως προς την προγενέστερη Χριστολογία, αυτή των Αποστόλων.
    4. Εξαίρεση στο παραπάνω συμπέρασμα αποτελεί ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, του οποίου η χριστολογικές διατυπώσεις διακρίνονται για την σαφήνειά τους, σε σημείο που να προηγούνται κατά πολύ της εποχής τους και να συμβάλλουν στην επίλυση πολύ μεταγενεστέρων χριστολογικών ερίδων.
    5. Ο Άγιος Ιγνάτιος θέτει στο κέντρο της διδασκαλίας του την σωτηριολογική Χριστολογία, η οποία δεν είναι άλλο παρά ανάπτυξη και επανάληψη ήδη υπαρχόντων στην Παράδοση στοιχείων.
    6. Από την Χριστολογία του Θεοφόρου Ιγνατίου εξάγεται το συμπέρασμα πως έχει αρχίσει ο δογματικός καθορισμός της Χριστολογίας με κέντρο όχι την Τριαδολογία, αλλά την περί δύο φύσεως διδασκαλία.                                                        



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρούτσου, Χρ., Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 19924.
Bebis, G., «Ignatius of Antioch», Τhe Encyclopedia of Religion, vol. 7, New York 1987, pp. 86.87.
Γαλίτη, Γ., «Κύριος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 7, Εκδότης Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1965, σσ. 1214-1219.
Δημητροπούλου, Π., «Σαρξ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλο­παιδεία, τ. 10, Εκδότης ΑΘ. Μαρτίνος, Αθήναι 1965, σ. 1177.
Ζήση, Θ., Η Σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, Πατερικά 2, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992.
Ζήση, Θ., Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Πατερικά 1, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
Καλογήρου, Ιω., Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α', Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
Κρικώνη, Χρ., Το Μυστήριον της Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19923.
Κρικώνη, Χρ., Η Εκκλησία Αυθεντικός Ερμηνευτής της εν Χριστώ Θείας Αποκαλύψεως, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993.
Κρικώνη, Χρ., Αποστολικοί Πατέρες, τ. Α', University Studio Press, Θεσσα­λονίκη 1995.
Κρικώνη, Χρ., Πατερικά Θεολογικά Μελετήματα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
Ματσούκα, Ν., Ορθοδοξία και αίρεση, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
Μπόνη, Κ., Χριστιανική Γραμματεία, τ. Α', Αρχείο Περιοδικού «Θεο­λογία», Αθήναι 1977.
Παναγοπούλου, Ιω., Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Α', Εκδόσεις Ακρίτας, 'Αθήνα 1991.
Παπαγεωργακοπούλου, Αν., Το πάθος του Ιησού ως Υιού του ανθρώπου (ανάτυπον εκ του Ι' τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής), Θεσσαλονίκη 1965.
Παπαδοπούλου, Στ., «Περί τον όρον "Αποστολικοί Πατέρες"», Κληρονομιά 2 (1974), σσ. 229-234.
Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία, τ. Α', Αθήνα 1977.
Quispel, G., «Gnosticism from Its Origins to the Middle Ages», The Encyclopedia of Religion, vol. 5, New York 1987, pp. 566-574.
Rienecker, Fr., Lexikon zur Bibel, Brock-haus Verlag, Wuppertal 197813.
Ρωμανιδου, Ιω., Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α', Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973.
Στεφανίδου, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αθήναι 1959.
Στογιάννου, Β., «Η Χριστολογία των επιστολών Ιγνατίου του και Θεοφόρου», Θεολογικόν Συμπόσιον, Χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγιώτην Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 69-110.
Τρεμπέλα, Π., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β', Αθήναι 19792.
Τσάκωνα, Β., Η Χριστολογία των Επιστολών του Ευαγγελιστού Ιωάννου, Αθήναι 1970.
Φειδά, Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α', Αθήναι 1992.
Χρήστου Π., Ελληνική Πατρολογία, τ. Β', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978.
Χρήστου, Π., Εκκλησιαστική Γραμματολογία, τ. Α'. Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19912.
* Επί μέρους μεταπτυχιακή εργασία στην ειδίκευση της Πατρολογίας (1999). Οι πλήρεις βιβλιογραφικές ενδείξεις παρατίθενται στο τέλος της μελέτης.

1. Στ. Παπαδοπούλου, Περί τον όρον «Αποστολικοί Πατέρες», σ. 229.

2. Κ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 139ε.

3. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 350.

4. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 296ε.

5. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ. Πρβλ. και Χρ. Κρικώνη, Αποστολικοί Πατέρες, σ. 11.

6. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 230ε.

7. Περί το πρόβλημα των επιστολών του Ιγνατίου βλ. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 414ε.

8. Περί της μη γνησιότητας των έργων αυτών βλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., 197.207.

9. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 169.

10. Όπως στον Π. Τρεμπέλα, Δογματική, σ. 143.

11. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 141.

12. Θ. Ζήση, Η Σωτηρία, σ. 179ε. «Ως προς τα συνιστώντα το πρόσωπον του Χριστού μέρη ενεφανίσθησαν πρωΐμως δύο αιρετικαί κατευθύνσεις χαρακτηριζόμενοι η μία εκ της αρνήσεως της θεότητος και η άλλη της ανθρωπότητος αυτού. Ως απλούν, ψιλόν, άνθρωπον εξελάμβανον τον Χριστόν οι ιουδαΐζοντες Εβιωνίται ως και αι εκ του Ιουδαϊσμού επηρεασθείσαι μοναρχιανικαί αιρετικαί κινήσεις...Την ανθρωπότητα του Χριστού ηρνήθησαν οι Γνωστικοί λόγω της θεωρήσεως παντός υλικού και σωματικού ως φύσει κακού και μεμολυσμένου».

13. Ιγνάτιου, Μαγν. 5,2.

14. Πολυκάρπου, Φιλιπ. 2,1.2.

15. Ιγνάτιου, Σμυρν. 8,1. Πρβλ. Χρ. Κρικώνη, Πατερικά, σ. 20.30ε.

16. Πρβλ. Π. Τρεμπέλα, ένθ' ανωτ., σσ. 39-143.

17.  Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σσ. 233-234.

18. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, σ. 157ε.

19. Για τον όρο πρβλ. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 141.

20. Για τον όρο πρβλ. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σ. 82.

21. Mr. 16, 18. Ως «πέτρα ταύτη» οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν την πίστη του Αποστόλου Πέτρου στην θεότητα του Κυρίου. Πρβλ. Ιω. Χρυςοςτομου, Εις Ματθ. Ομ. 54, 2, PG 58, 534· «άλλ' επειδή είπεν Υιόν Θεού, ίνα δείξη ότι ούτως εστίν Υιός του Θεού, ώσπερ εκείνος Υιός Ιωνά, της αυτής ουσίας τω γεγεννηκότι, δια τούτο τούτο προσέθηκε. Και εγώ σοι λέγω, συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν. τουτέστι, τη πίστει της ομολογίας». Αν. Παπαγεωργακοπουλου, Το πάθος, σ. 27· «Η ομολογία αύτη ηρμήνευε συντόμως και ωμολόγει την θεότητα του Ιησού εν τη ανθρωπίνω υποστάσει αυτού εν μέσω των ανθρώπων προς εκπλήρωσιν της προαιώνιου βουλής του Θεού [...] πάσαι δε αι άλλαι ως άνω ομολογίαι δύνανται να θεωρηθώσιν ότι εγένοντο δεκταί υπό του Ιησού ως ομολογίαι προπαρασκευαστικαί της μεγάλης ομολογίας του Πέτρου». Πρβλ. και υποσημ. 23.

22. Χρ. Κρικώνη, Το Μυστήριον της Εκκλησίας, σ. 15.

23. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 33· «...η πρώτη χριστιανική κοινότητα αναπτύχθηκε στο σαφώς ιουδαϊκό περιβάλλον των Ιεροσολύμων, το οποίο υπήρξε πάντοτε εχθρικό έναντι των Χριστιανών».

24. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, σ. 137.

25. Πρβλ. Πρ. 11,19· «και ουδενί ελάλουν τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις».

26. Πρβλ. Ρμ. 15, 4· «όσα γαρ προεγράφη, εις την ημετέραν διδασκαλίαν προεγράφη». Μάλιστα ο όρος «Εκκλησία» υφίσταται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Βλ. Χρ. Κρικώνη, Το Μυστήριον της Εκκλησίας, σ. 17.

27. Βλ. Mτ. 5,17· «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» και Ρμ. 3, 31· «νόμον ουν καταργούμεν διά της πίστεως; μη γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν».

28. Θ. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι, σ. 129.

29. Βλ. Φειδά, ένθ' ανωτ., σ. 36.

30. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση, σ. 124.

31. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 139ε.

32. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σσ. 82ε.

33. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 37.

34. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 140ε.

35. Ν. Ματσούκα, ένθ' ανωτ., σ. 126ε.

36. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 143.

37. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, σ. 82ε.

38. Π. Χρήστου, αυτόθι, σσ. 84.154. Θ. Ζηςη, Η Σωτηρία, σ. 179· «Ως απλούν, ψιλόν, άνθρωπον εξελάμβανον τον Χριστόν οι ιουδαΐζοντες Εβιωνίται ως και αι εκ του Ιουδαϊσμού επηρεασθείσαι μοναρχιανικαί αιρετικαί κινήσεις...Αι απόψεις αύται ανεπτύχθησαν συστηματικώτερον υπό Παύλου του Σαμοσατέως, ισχυρώς επιδράσαντος επί της περί Υιού διδασκαλίας του Αρείου». Ο καθηγητής Φειδάς διαβλέπει επίδραση του Ιουδαϊσμού και στον Μοντάρισμα. Βλ. Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 142· «Η βάση του Μοντανισμού ήταν ιουδαΐζουσα όχι βεβαίως με την έννοια της προβολής της υπεροχής του Ιουδαϊσμού έναντι του Χριστιανισμού, αλλά με την έννοια της καθιερώσεως του πνεύματος μιας τυπολατρικής τηρήσεως αυστηρών ηθικών κανόνων στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας».

39. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, σ. 53.

40. Για τον όρο «Κύριος» βλ. υποσημ. 42. Ως προς τον όρο «ο Υιός του Θεού» είναι ενδεικτικές οι παρακάτω απόψεις: F. Rienecker, Lexikon, σ. 970· «Wenn Jesus sich Gottes Sohn nennt, liegt darin der Anspruch absoluter Vorrangstellung vor allem Geschaffenen (vgl. Kol 1,15.16, auch Joh 1,3). Er ist vor allem, durch ihn ist alles. So ist der "Sohn Gottes" ganz einfach der Herr». Β. Τσάκωνα, Η Χριστολογία, σ. 21ε. «Ο όρος "Υιός του Θεού" με τας διαφόρους παραλλαγάς του απαντών 23 φοράς εις τας επιστολάς Ιωάννου εκφράζει όσον ουδαμού αλλαχού εν τη Κ.Δ. την θείαν φύσιν του Ιησού, την σχέσιν Του προς τον Θεόν-Πατέρα και την αξίαν της ομολογίας της εις Αυτόν πίστεως της πρώτης Εκκλησίας». Πρβλ. υποσημ. 4.

41. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 423ε.

42. Π. Τρεμπέλα, ένθ' ανωτ., σ. 54.

43. Εφ. 19, 3. Εφ. 18, 2, Ρμ. 3, 3.

44. Γ. Γαλιτη, Κύριος, σ. 1217. Και στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος «Κύριος» (adonaj) χρησιμοποιήθηκε από τους Ο' για την απόδοση του απαγορευμένου ονόματος του Θεού (Jahve), αυτόθι, σ. 1215.

45. Β. Στοπάννου, Η Χριστολογία, σ. 83.

46. Μαγν. 13,1.2. Για την παρερμηνεία του κατά σάρκα βλ. υποσημ. 29.

47. Μαγν. 7,1.2. 8, 2. Εφ. 3,2. Ρωμ. 8,2. Μαγν. 6,1,Σμ. 3, 3. Πρβλ. Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 93.

48. Όπως παρερμηνεύθηκε και το Μαγν. 13,2· «υποτάγητε τω επισκοπώ και αλλήλοις, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα». Η φράση «κατά σάρκα» αίρει την εντύπωση της υποταγής. Βλ. Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 92ε. Κ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 237.

49. Εφ. 7, 2· «εις ιατρός εστιν ...γεννητός και αγέννητος, ...πρώτον παθητός και τότε απαθής, Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών». Β. Στογιαννου, ένθ' ανωτ., σ. 88ε.

50. Εφ. 15,1. Βλ. Β. Στογιαννου, αυτόθι, σ. 95. Τα αντίστοιχα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης είναι τα Γν. 1,3ε. «και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φώς· και εγένετο φως» κ.τ.κ. Ψ. 32, 9 και 148, 5· «ότι αυτός είπε και εγενήθησαν», «αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν».

51. Εφ. 9, 2. Τραλλ. 10,1. Βλ. Τραλλ. 3, 2. Β. Στοπάννου, ένθ' ανωτ., σ. 92.

52. Β. Στοπάννου, ένθ' άνωτ., σ. 92.1. Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, σ. 60ε.

53. Φιλιπ. 1,1-2,3.10,1.

54. Αυτόθι, 12,2. 2,1.

55. Πρβλ. και 5, 2· «ως Θεού και Χριστού διάκονοι».

56. Φιλιπ. 6, 2.3.

57. Άλλωστε τό μόνο θεολογικό πρόβλημα, το οποίο ο Άγιος Πολύκαρπος πραγματεύεται στην επιστολή του Προς Φιλιππησίους είναι, κατά τον Π. Χρήστου, το της ενανθρωπήσεως του Χριστού και των συνεπειών αυτής. Βλ. Πατρολογία, σ. 443ε.

58. Α' Κλ. 12, 7.13,1.κ.ά.

59. Αυτόθι, 50, 7.16, 2. 36.

60. Αυτόθι, 58, 2. 46, 6. Πρβλ. και 42, 3· «πληροφορηθέντες διά της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού και πιστωθέντες εν τω λόγω του Θεού, μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου».

61. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 197· «Πάντως εκ της μελέτης του κειμένου και εκ της συγκρίσεως των ποικίλων γνωμών των ασχοληθέντων πάλαι τε και νυν περί το εν λόγω έργον, ήχθην εις το συμπέρασμα, ότι ασφαλώς περί Ομιλίας και ουχί περί Επιστολής πρόκειται και δεν ανήκει η Ομιλία εις συντάκτην Ρωμαίον ή Αλεξανδρινόν, αλλά μάλλον εις Κορίνθιον, ακμάσαντα περί τα μέσα της Β' εκατονταετηρίδος μ.Χ. Ποίος ούτος, άγνωστον».

62. Β' Κλ. 6,1.8, 5.

63. Αυτόθι, 2, 7.

64. Αυτόθι, 1,1.

65. Αυτόθι 1,2. II. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 375.

66. Β' Κλ. κεφ. 9 και 14.

67. Πρβλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 202. Η χριστολογία της Β' Κλήμεντος χαρακτηρίζεται από τον Π. Χρήστου ως παρουσιαζόμενη πνευματολογικά, συνδεόμενη με ανάλογες αντιλήψεις του Έρμα. Ο ίδιος θεωρεί τις εν λόγω προβληματικές διατυπώσεις περί της Εκκλησίας ως επιδράσεις όχι μόνον γνωστικής διδασκαλίας, αλλά και της χριστιανικής διδασκαλίας περί της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, της αλεξανδρινής φιλοσοφικής τυπολογίας και ακόμη μιας τάσεως να θεωρηθεί ως Εκκλησία το σύνολον του ανθρωπίνου γένους μετά την δημιουργία. Βλ. Πατρολογία, σ. 376.

68. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 371· «Αν και ο Χριστός εμφανίζεται κυρίως ως αποκαλυπτής της γνώσεως και δεν λέγεται ρητώς σωτήρ και Θεός, αντιλαμβανόμεθα εκ των ανωτέρω [εννοεί το χωρίο Α' Κλ. 36, 2, στο οποίο παραπέμψαμε και εμείς] ότι τοποθετείται υπό του Κλήμεντος πλησίον του Θεού και ουσιωδώς θεωρείται σωτήρ».

69. 5, 5. Πρβλ. και 6,12. «Λέγει γαρ η Γραφή περί ημών, ως λέγει τω Υιώ "ποιή­σωμεν κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημών τον άνθρωπον"... Ταύτα προς τον Υιόν».

70. 7,2.15, 5. Βλ. Τρεμπέλα, ένθ' ανωτ., σ. 54.

71. 12,5.

72. 12,7. Ο Κ. Μπόνης παραπέμπει στη ρήση αυτή ως δηλωτική της θεότητος του Χριστού. Βλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 345· «Ότι ο Χριστός δεν είναι μόνον αληθής Θεός, ίσος τω Πατρί κατά πάντα (κ. XII, 7)...» κ.ο.κ.

73. Πρόβλημα εντοπίζει ο καθηγητής Χρήστου στην χριστολογική ορολογία και του Βαρνάβα, την οποία χαρακτηρίζει πνευματολογική, λόγω της φράσεως εν 7, 3 στην οποία ονομάζεται ο Χριστός «σκεύος του Πνεύματος»· ένθ' ανωτ., σ. 400. Ωστόσο η φράση μπορεί να νοηθεί σαφώς και ορθοδόξως, εφ' όσον συμφωνεί πλήρως με την περί του Χριστού προφητεία του Ησαΐου 42,1: «έδωκα το πνεύμα μου επ' αυτόν, κρίσιν τοις έθνεσιν εξοίσει»· πρβλ. Μτ. 12,18.

74. Η χριστολογία του φαίνεται να τείνει άλλοτε προς την αγγελολογικά και άλλοτε προς την πνευματολογικά θεμελιωμένη χριστολογία. Βλ. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 390. Ειδικώτερα ως προς την δεύτερη παραθέτει ο Π. Χρήστου το εξής ενδεικτικό χωρίο, Παραβ. 5, 6, 5: «το Πνεύμα το άγιον, το προόν, το κτίσαν πάσαν την κτίσιν, κατώκισεν ο Θεός εις σάρκα ην ηβούλετο». Ο άνθρωπος επί του οποίου κατήλθε το Πνεύμα θεωρείται προσωπικότητα μεγάλης δυνάμεως η οποία δικαιολογεί την εκλογή Του. Βλ. Π. Χρήστου, αυτόθι. Ο Κ. Μπόνης χαρακτηρίζει την χριστολογία του Ερμά «δυαρχικό μονοθεϊσμό», ακολουθώντας ξένους θεολόγους. Ένθ' ανωτ., σ. 415.

75. Όρ. 2, 4,1. «Ότι πάντων πρώτη εκτίσθη, διά τούτο πρεσβυτέρα, και διά ταύτην ο κόσμος κατηρτίσθη».

76. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 394. 406.

77. Παραβ. 9,12, 2. 9,14, 5.

78. 8,2. 9, 5.16, 8.

79. Μτ. 28,19.

80. 7, 3.

81. Βλ. Π. Τρεμπέλα, ένθ' ανωτ., σ. 55.

82. Ι. Παναγοπούλου, Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής, σ. 142.

83. Αυτόθι, σ. 140

84. Ρωμ. 6, 3.

85. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 152.

86. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 108.

87. Β. Φειδά, ενθ' ανωτ.

88. G. Quispel, Gnosticism, p. 566· «The term has long been used in comparative religion to indicate a current of antiquity that stressed awareness of the divine mysteries. This was held to be obtained either by direct experience of a revelation or by initiation into the secret, esoteric tradition of such revelations».

89. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 146.

90. Επιτομαί Θεοδότου 78, 2, PG 6,696Α· παρά Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ. σ. 105.

91. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 106.

92. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 136. Β. Φειδά, ένθ' ανωτ., σ. 153. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 61.

93. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 123.

94. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 148.

95. I. Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, σ. 67.

96. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σσ. 146ε.

97. Στ. Παπαδοπούλου, αυτόθι, σ. 149.

98. I. Καλογήρου, ένθ' ανωτ., σ. 69.

99. I. Καλογήρου, αυτόθι.

100.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σ. 62.

101.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 166.

102.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σ. 64-66.

103.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 183.

104.Π. Τρεμπέλα, Δογματική, σ. 70.

105.Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, 28, PG 94, 1100, ΕΠΕ 1, 416.

106.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σ. 72-73.

107.Θ. Ζήση, Η Σωτηρία, σ. 187.

108.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σ. 72.

109.Β. Φειδά, ένθ' ανωτ., σσ. 141.152.

110.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σ. 62.

111.Ι  Ιν. 4, 3.

112.Ι  Κρ. 15,17.

113.Β. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σσ. 72ε.

114.Β. Στοπάννου, Η Χριστολογία, σ. 84.

115.Β. Στοπάννου, αυτόθι, σ. 76.77.80.

116.Εφ. 7, 2.

117.Εφ. 18,2.

118.Τραλ. 9,1-2.

119.Β. Στοπάννου, αυτόθι.

120.Τραλλ. 9,1-2. Σμ. 1,1-2.

121.Εφ. 7, 2.

122.Σμ. 1,1-2.

123.Αυτόθι.

124.Β. Στοπάννου, ένθ' ανωτ., σ. 85.

125.Π.χ. Εφ. 7, 2. «εν σαρκί γενόμενος Θεός, σαρκικός, γεννητός», κ.ά.

126.Π. Δημητρόπουλος, Σαρξ, σ. 1177.

127.Β. Στοπάννου, ένθ' ανωτ., σ. 87.

128.Αυτόθι, σ. 101.

129.Κ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, σσ. 237ε.

130.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 421.

131.Σμ. 3,2.

132.Φιλαδ. 4· «μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού». Πρβλ. και αυτόθι, Επιγραφή· «ην και ασπάζομαι εν αίματι Ιησού Χριστού».

133.Ι. Καλογήρου, ένθ' ανωτ., σ. 61· «Κατά ταύτα η Χριστολογία του Ιγνατίου δεικνύει σχέσιν προς την σχετικήν διδασκαλίαν του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Τούτο καταδεικνύεται και εκ της αντιδοκητικής διδασκαλίας των δύο πρώτων κεφαλαίων της προς Σμυρναίους Επιστολής, όπερ είναι επίσης χαρακτηριστικόν και του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και δη του προλόγου αυτού και των καθολικών επιστολών».

134.Σμ. 6,1.

135.Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 287.

136.Φιλιπ. 7,1.

137.Αυτόθι, 1, 2. Πρβλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ.,

138.Πρβλ. Φιλιπ. 9, 2.

139.Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 164.

140.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 371.

141.49, 6.

142.12, 7.

143.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 365.

144.Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 365.

145.5,1.13.

146.7,3.

147.6, 6. 7, 5. 7, 9.

148.Προβληματικό φαίνεται εκ πρώτης όψεως το χωρίο του Βαρνάβα 12,10, όπου ο Βαρνάβας φαίνεται να αρνείται την εξ ανθρώπων καταγωγή του Χριστού. «Ίδε πάλιν Ιησούς, ουχί υιός ανθρώπου, αλλά Υιός του Θεού, τύπω δε εν σαρκί φανερωθείς». Το χωρίο έχει ως σκοπό να δείξει ότι δεν είναι ο Ιησούς απλός, ψιλός άνθρωπος, υιός ανθρώπου, όπως φαίνεται από τα παρακάτω χωρία που παρατίθενται για την θεότητά του (Ψλ. 109,1. Ησ. 45, 1). Άλλωστε είναι γεμάτη η Επιστολή από χωρία για το πάθος του Χριστού. Εν τούτοις αποδεικνύεται εσφαλμένη η άποψη του Μπόνη ότι ο Βαρνάβας αρνείται την εκ του γένους του Δαβίδ καταγωγή του Ιησού. Βλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 364.

149.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., ο. 390. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 405.

150.Π. Χρήστου, αυτόθι.

151.Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 411.

152.5, 6, 6· «Πολιτευσαμένην ουν αυτήν καλώς και αγνώς και συγκοπιάσασαν τω Πνεύματι και συνεργήσασαν εν παντί πράγματι, ισχυρώς και ανδρείως αναστραφείσαν, μετά του Πνεύματος του Αγίου είλετο κοινωνόν».

153.Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 413.

154.Κ. Μπόνη, ενθ' ανωτ., σ. 412.

155.5,6, 2.

156.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 26εε.

157.Π. Τρεμπέλα, ενθ' ανωτ., σσ. 74εε. 100.

158.   G. Bebis, Ignatius, p. 87. «He [i. e. Ignatius] is probably the first father of the church to emphasize in clear terms both the divinity and the humanity of Christ».

159.   K. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 142. «...παρά δε τω Ιγνατίω η σχεδόν χαλκηδόνιος δογματική διασάφησις του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως και των δύο φύσεων του Κυρίου». Ο Π. Χρήστου χαρακτηρίζει την χριστολογία του χωρίου αυτού και άλλων παρομοίων ως διφυσιτική. Πατρολογία, σ. 424 (σημείωση περιθωρίου).

160.   Π. Χρήστου, αυτόθι.

161.   Β. Στοπάννου, Η Χριστολογία, σ. 77, όπου και παραπομπές.

162.   Ε. Schwartz, ACO, II, 1,2 σ. 129.

163.   Σμ. 1,1.

164.   Πολ. 3,3.

165.   Εφ. 18,2.

166.   Εφ. 20,2. Για όλες τις παραπάνω παραπομπές των ιγνατιανών χωρίων βλ. Κ. Μπόνη, ενθ' ανωτ., σ. 237.

167.   Βαρνάβα 5,11.

168.   Αυτόθι 14,4.5.

169.   Αυτόθι 7, 5.

170.   Α' Φιλ. 2,1.

171.   Πρβλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 178εε.

172.   Μερικά χωρία αναφέρονται και στην παράγραφο (2) του μέρους αυτού.

173.   Ρμ. 6, 3. Εφ. 1,1. Πολ. 3, 2.

174.   7, 2. 3. 5,1.12.13 PG.

175.   Προς Φιλιπ. 12, 2. 2,1.

176.   Α' Κλ. 49,6. Πρβλ. και 7,4· «Ατενίσωμεν εις το αίμα του Χριστού και γνώμεν ως έστιν τίμιον τω Θεώ και Πατρί αυτού, ότι διά την ημετέραν σωτηρίαν εκχυθέν παντί τω κόσμω μετανοίας χάριν επήνεγκεν».

177.   PG

178.   Εφ. 18, 2.

179.   Στην Χριστολογία του Ερμά παρέσχε στους θεολόγους πράγματα ή έκφρα­ση της Παραβολής 5,6,5· «Αύτη ουν η σαρξ, εν η κατώκησε το Πνεύμα το άγιον, εδούλευσε τω Πνεύματι καλώς εν σεμνότητι και αγνεία πορευθείσα, μηδέν όλως μιάνασα το Πνεύμα». Εν προκειμένω φαίνεται πως διαχωρίζονται η θεία και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, και αυτονομείται η «σαρξ», η οποία είναι φορεύς μιας νέας υπηρε­σίας. Βλ. Κ. Μπόνη, ένθ' ανωτ., σ. 413.

180.   Α'  Κλ. 50,7.

181.   Φιλιπ. 8,1. 2.

182.   Α' Κλ. 16, Ιε.

183.   Παραβολή 5, 6, 5.7.


Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


Νικόλαος Ζήσης (Μοναχός Σεραφείμ)


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |