Κεφάλαιο 2
Έλληνες λοιπόν ή Ρωμηοί;
Στο κεφάλαιο αυτό θα κάνουμε έναν σύντομο ιστορικό περίπατο στις πηγές για να ξεδιαλύνουμε τη σύγχυση την οποία συσσώρευσαν κατοπινές ιδεολογικές σκοπιμότητες γύρω από το εθνικό μας όνομα. Θα ανακαλύψουμε έτσι την απάντηση στο πρόβλημα που τέθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Οι πηγές προσφέρουν μια ξεκάθαρη εικόνα και ομολογουμένως χρειάζεται επίπονη προσπάθεια για να στηρίξει κάποιος μια αντίθετη άποψη.
Όλες οι πηγές που διαθέτουμε μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι το όνομα «Έλλην» είχε ήδη χάσει την εθνική-φυλετική του σημασία στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Στο τεράστιο χωνευτήρι της πολυφυλετικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όλοι οι λαοί απέχτησαν σταδιακά «ρωμαϊκή συνείδηση». Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να εξετάσουμε το πως συνέβηκε αυτό. Σημασία έχει ότι συνέβηκε. Χωρίς αμφιβολία, ο πολιτισμός αυτής της αυτοκρατορίας ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την κλασική και ελληνιστική παράδοση. Ήταν κατά κάποιο τρόπο η οικουμενική ολοκλήρωση αυτού που οραματίστηκε αλλά δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος, να εγκαταστήσει δηλαδή μόνιμα την ελληνική παιδεία σε όλο το πλάτος του γνωστού κόσμου. Σύγχρονοι ξένοι ιστορικοί δέχονται ότι τελικά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε κράτος ελληνιστικό, ενώ άλλοι φτάνουν να μιλάνε για «Ελληνικό Ελληνισμό» και «Λατινικό Ελληνισμό».
Γι’ αυτό άλλωστε οι «ελληνικές» αντιδράσεις στους Ρωμαίους κατακτητές φθίνουν με τον καιρό και οπωσδήποτε εκλείπουν μετά τον πρώτο π.Χ. αιώνα. Μετά την πτώση του ελληνιστικού βασιλείου της Κλεοπάτρας το 30 π.Χ., δεν αναφέρονται αντιρωμαϊκές εξεγέρσεις, πράγμα που δείχνει ότι οι Έλληνες αισθάνονταν άνετα μέσα σ’ αυτό τον εξελληνισμένο περίγυρο που επιπλέον τους πρόσφερε επί εκατοντάδες χρόνια μια πολυπόθητη ειρήνη και ασφάλεια.
Με τον καιρό, την ίδια ταύτιση ένιωσαν και οι Ρωμαίοι. Απόδειξη το ότι ένας μεγάλος αυτοκράτοράς τους, ο Κωνσταντίνος ο Α’, διάλεξε για νέα συμπρωτεύουσα το Βυζάντιο, μια καθαρά «ελληνική» πόλη σε ελληνόφωνο χώρο. Αν οι Ρωμαίοι αισθάνονταν διαφορετικοί και αντίπαλοι των Ελλήνων, δε θα μετέφεραν βέβαια εκεί, σε «εχθρικό» χώρο, τη συμπρωτεύουσά τους. Όμως το 320 μ.Χ., πεντακόσια χρόνια μετά την κατάληψη της Ελλάδας, τέτοιες φυλετικές διαφορές ήταν πλέον ολότελα ανύπαρκτες.
Η λέξη «Έλλην» είχε ήδη αποκτήσει καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο και ταυτιζόταν με την έννοια του ειδωλολάτρη. Φαίνεται πως αυτή η μεταβολή είχε ήδη αρχίσει να συντελείται τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, πολύ πριν ο Χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία του κράτους. Στο Ευαγγέλιο του Μάρκου διαβάζουμε για κάποια γυναίκα που ήρθε στο Χριστό όταν αυτός βρισκόταν κοντά στην Τύρο η οποία, λέει ο ευαγγελιστής, ήταν «Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει» (Μάρκου, 7, 26). Όπως σωστά σημειώνει ο Χρήστου, εφ’ όσον ήταν Συροφοινίκισσα εθνικά, το «Ελληνίς» δηλώνει το θρήσκευμά της. Λίγα χρόνια μετά το 300 μ.Χ., ο Μέγας Αθανάσιος, ελληνόφωνος ο ίδιος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, της κατ’ εξοχήν ελληνιστικής πόλης, γράφει «Λόγο κατά Ελλήνων». Αν η λέξη δήλωνε ακόμα το ελληνικό έθνος, το πράγμα θα ήταν εντελώς παράδοξο: το μεγάλο ελληνιστικό κέντρο στρεφόταν εναντίον – ποίου; Το ίδιο βλέπουμε αργότερα σε λόγους του Χρυσοστόμου, που ήταν τέκνο μιας άλλης μεγάλης ελληνιστικής πόλης, της Αντιόχειας. Η λέξη «Έλληνες» δηλώνει τους ασεβείς, τους ειδωλολάτρες.
Ούτε είναι σωστό το επιχείρημα ότι η λέξη έχασε την εθνική σημασία της με τη βία, επειδή τη χρησιμοποίησαν οι Χριστιανοί για τους αντιπάλους τους. Κατ’ αρχήν, όπως προκύπτει από το χωρίο του ευαγγελιστή Μάρκου που παραθέσαμε, η μεταβολή είχε συμβεί πριν οι Χριστιανοί αποκτήσουν οποιαδήποτε εξουσία. Επιπλέον, όπως σωστά σημειώνει η Μαντουβάλου, οι κατ’ εξοχήν εχθροί και διώκτες των Χριστιανών ήταν οι Ρωμαίοι. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τους Χριστιανούς κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συνεχίσουν να λέγονται Ρωμαίοι. Επομένως πρέπει να συμπεράνουμε ότι το όνομα «Έλλην» είχε ήδη χάσει την εθνική του σημασία την εποχή της επικράτησης του Χριστιανισμού, ανεξάρτητα από το τι έλεγαν οι Χριστιανοί. Οι Χριστιανοί βρήκαν, δεν δημιούργησαν τη νέα έννοια.
Από κει και ύστερα, σ’ όλο το Μεσαίωνα, η λέξη «Έλληνας» σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Με αυτή τη σημασία τη συναντούμε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, για παράδειγμα, σε μια ομιλία του σε κάποιο χωριό έλεγε: «Και εγώ αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, εξέτασα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού, δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί...».
Το εθνικό όνομα των προγόνων μας όλα αυτά τα χρόνια είναι «Ρωμαίοι» ή στη δημώδη «Ρωμηοί». Σε όλες ανεξαιρέτως τις πηγές η αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αυτοαποκαλείται «Ρωμαϊκή» ή «Ρωμανία» στη δημώδη, και ο αυτοκράτοράς της, μέχρι και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, «βασιλεύς Ρωμαίων». Για περίεργους λόγους, όμως, αυτό το ξεκάθαρο γεγονός, αμφισβητείται από ορισμένους σύγχρονους ερευνητές οι οποίοι προσπαθούν να κατασκευάσουν τα προσωπικά τους ιδεολογήματα.
Έχει προβληθεί, για παράδειγμα, η αντίρρηση ότι για τον πολύ κόσμο δε χάθηκε η εθνική σημασία της λέξης Έλληνας, και ότι το «Ρωμαίοι» που συναντούμε σε όλες τις πηγές είναι απλής η επίσημη ονομασία των πολιτών του κράτους, κάτι που είχε επιβληθεί από πάνω, και όχι αυτό που πραγματικά πίστευαν για τον εαυτό τους οι κάτοικοι της «Ελλάδας».
Όπως όμως παρατηρεί εύστοχα η Μαντουβάλου, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, πως δικαιολογείται η χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» (Ρωμηοί) επί Τουρκοκρατίας, μετά την κατάλυση του Ρωμαϊκού κράτους; Οι «Έλληνες», υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πλέον, δε θα είχαν λόγο να χρησιμοποιούν το όνομα των κατακτητών Ρωμαίων και να αυτοαποκαλούνται Ρωμηοί. Εκτός κι αν αισθάνονταν Ρωμαίοι... Και η αλήθεια βέβαια είναι ότι αισθάνονταν και το γνώριζαν, άσχετα με το τι προπαγάνδιζαν οι δυτικοευρωπαίοι. Από τα αναρίθμητα παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν θα παραθέσουμε ορισμένα, απλώς ενδεικτικά. Όλα προέρχονται όχι από λόγιους και διανοούμενους αλλά από τον απλό λαό.
Το τι πίστευε για τους «Έλληνες» ο πολύς κόσμος, πριν φωτιστεί από τους δυτικοευρωπαίους, το έχει καταγράψει ο Ι. Θ. Κακριδής στην πολύτιμη λαογραφική μελέτη του «Οι αρχαίοι Έλληνες στην νεοελληνική λαϊκή παράδοση». Πολύ συνοπτικά, ο απλός λαός μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα πίστευε ότι οι Έλληνες ήταν κάποιος αρχαίος ειδωλολατρικός λαός γιγάντων – έτσι εξηγούνταν και η ύπαρξη των τεράστιων μνημείων που αφθονούσαν στον τόπο μας. Τους αρχαίους αυτούς τους θαύμαζε για τη δύναμή τους (στην Κεφαλληνία του 19ου αιώνα ο Κακριδής αναφέρει ότι υπήρχε η έκφραση «μωρέ, σαν Έλληνας είναι τούτος!» ), αλλά πάντως δεν ταυτιζόταν μαζί τους. Άλλωστε, επειδή προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση σύγχυσης με κάποιο τωρινό λαό, τους ονόμαζε «Έλληνες» και όχι «αρχαίους Έλληνες».
Στα Σφακιά του 19ου αιώνα λέγανε πως «απάνω στη Σαμαριά είναι παλιά χώρα των Ελλήνων. Εδακεί ετελειώσανε οι Ελλήνοι. Και λέγουνε όπως έχει εκεί θησαυρό, όμως δεν εβρέθηκε». Στη Θεσπρωτία, του 20ού αιώνα μάλιστα, οι γιαγιάδες έλεγαν μια ιστορία που άρχιζε ως εξής: «τα χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Έλλήνες (...) οι Έλληνες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς ανθρώπους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσια...». Χαρακτηριστικό είναι το ηπειρώτικο τραγούδι του 19ου αιώνα: «Η Αγγελική της Κούμαινας έχει άντρα παλικάρι, σαν Έλληνας έχει τσαμπά και στήθια σα λιοντάρι» (τσαμπά: μακριά μαλλιά). Γνωστό είναι και το δημοτικό τραγούδι που λέει «Η μάνα του ήταν Χριστιανή κι ο κύρης του Έλλην...». Ο Κακριδής αναφέρει συνολικά 85 διηγήσεις ή φράσεις απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας όπου οι «Έλληνες» έχουν παραμείνει στη λαϊκή μας παράδοση με τη σημασία που αναφέραμε.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν το αληθινό μας όνομα και δε δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν δεν κατευθύνονταν από άλλες σκοπιμότητες. Έτσι το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι οι Ρωμαίοι έχουν χαθεί πριν 1200 χρόνια, ο Βενετός τυπογράφος της πρώτης έκδοσης του «Ερωτόκριτου» γράφει ότι τυπώνει αυτό το βιβλίο «παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον έθνος των Ρωμαίων». Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι «Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος», αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία «τα οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμώτερα, οπού υπό τινα Ρωμαίον δεν έγιναν». Ο πρόλογος κλείνει με παράκληση προς τους «άρχοντες Ρωμαίους» να προσφέρουν τυχόν χειρόγραφα στον εκδότη ώστε να τυπώσει αργότερα μια βελτιωμένη έκδοση. Στο ίδιο το ποίημα διαβάζουμε το δίστιχο:
«Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα
κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα»
(στ. Α 19-20).
Οι στίχοι αυτοί βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με τη λαϊκή παράδοση, όπως την κατέγραψε ο Κακριδής: υπήρχε κάποτε μια εποχή κατά την οποία κυβερνούσαν οι «Έλληνες», όχι οι «αρχαίοι Έλληνες» αλλά οι «Έλληνες», κάποιοι άλλοι από μας, οι οποίοι είχαν μια πίστη χωρίς θεμέλιο και ρίζα, ήταν δηλαδή άθεοι και ειδωλολάτρες.
Για μερικές ακόμη αποδείξεις της χρήσης του ονόματος «Ρωμαίοι – Ρωμηοί» ας γυρίσουμε πιο παλιά. Τετρακόσια χρόνια νωρίτερα, τον 14ο αιώνα, ο ανώνυμος ανθέλληνας συγγραφέας του «Χρονικού του Μορέως» γνώριζε πολύ καλά ότι οι αντίπαλοι των Λατίνων, οι κάτοικοι της «Ελλάδας», είναι οι Ρωμαίοι. Ορίστε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του «Χρονικού»:
«Ποίος ν’ ακούση πώποτε Ρωμαίου να έχη πιστέψει
δι’ αγάπην γαρ ή δια φιλίαν ή δια καμίαν συγγένειαν;
Ποτέ Ρωμαίου μη εμπιστευτής δια όσα και σου ομνύει
όταν θέλει και βούλεται του να σε απεργώση,
τότε σε κάμνει σύντεκνον ή αδελφοποιτόν του,
ή κάμνει σε συμπέθερον δια να σε εξολοθρέψη»
(στίχοι 3932-3937).
Ή όταν ο μισέρ Τζεφρές (Βιλλεαρδουίνος) αφέντης του Μορέως γράφει στο βασιλιά της Πόλης Ρομπέρτο (de Courtenay, 1221-1228):
«Κι αν χρήζη τα φουσάτά του, ομοίως και το κορμί του,
όταν ορίζη και χρειαστή, να ένι εις ορισμόν του,
να ένι μετ’ αυτόν ενομού και να κρατούν την μάχην,
να κουγκεστίζουν τους Ρωμαίους με τα φουσάτα οπού έχουν».
(κουγκεστίζουν: κατακτούν, στίχοι 2564-2567).
Για το τελευταίο παράδειγμά μας ας γυρίσουμε άλλα τριακόσια χρόνια πίσω, στον 11ο αιώνα. Στο μεγάλο έπος με το οποίο «αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία», τον «Διγενή Ακρίτα», ο συγγραφέας, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν υποψιάζεται ότι είναι Έλληνας (ούτε και «βυζαντινός», αλλά σ’ αυτό θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο). Στην αρχή-αρχή ακόμα, ο Άραβας αμηράς φέρεται ότι «ακριβώς γαρ ηπίστατο την των Ρωμαίων γλώτταν» και έτσι είχε τη δυνατότητα να συνομιλεί με τους αντιπάλους του. Στη συνέχεια, ένα από τα αδέρφια που ήρθαν να ζητήσουν την κόρη που απήγαγε ο αμηράς μονομαχεί μαζί του και, καθώς πλησιάζει προς τη νίκη, οι υπόλοιποι Σαρακηνοί συμβουλεύουν τον αμηρά: «Αγάπην επιζήτησον, τον δε πόλεμον άφες. Ο Ρωμαίος δεινός εστί, μη σε κακοδικήση».
Κατά τη γνώμη μας, τα παραδείγματα από τον «Διγενή Ακρίτα» είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα γιατί προέρχονται από ένα έργο που διαδραματίζεται στα όρια της αυτοκρατορίας, στον Ευφράτη, και όχι στην πρωτεύουσα. Δείχνουν λοιπόν ότι και οι επαρχιακοί πληθυσμοί πίστευαν ότι είναι Ρωμαίοι και όχι οτιδήποτε άλλο. Σε συνδυασμό με τα όσα παραθέσαμε παραπάνω και με τις πληροφορίες που έχουμε από όλες τις «επίσημες» πηγές (ιστορίες, κρατικά έγγραφα) είναι ολοφάνερο ότι οι πρόγονοί μας καλούνταν Ρωμαίοι-Ρωμηοί παντού. Επομένως η άποψη, την οποία διατυπώνει ο Χρήστου και άλλοι ερευνητές, ότι το «Ρωμαίοι» ήταν απλώς το επίσημο όνομά τους, ενώ οι ίδιοι προτιμούσαν κάποιο άλλο (Έλληνες; Γραικοί;) είναι παντελώς αβάσιμη.
Οι πρόσφατοι πρόγονοί μας, λοιπόν, δεν ήξεραν ότι είναι Έλληνες. Γνώριζαν ότι είναι Ρωμηοί, και ότι η πατρίδα τους ονομάζεται Ρωμανία, όπως φαίνεται από διάφορα δημοτικά τραγούδια π.χ. στον «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως»: «Ω Θεέ, να τόχαν πολεμάν και οι Ρωμαίοι ούτως, ποτέ να μην εχάνασιν λέγω την βασιλείαν», ή στο γνωστό τραγούδι του Πόντου «Η Ρωμανία επάρθεν». Επίσης στον «Διγενή Ακρίτα», όπου ως μοναδικό όνομα του κράτους αναφέρεται δεκάδες φορές το «Ρωμανία». Για παράδειγμα:
«επήρε τους αγούρους του ο αμηράς ευθέως
εις Ρωμανίαν υπέστρεφε δια την ποθητήν του.
Όταν δε κατελάμβανε μέρη της Ρωμανίας,
ελευθέρωνεν άπαντας ους είχεν αιχμαλώτους».
Την καθομιλούμενη γλώσσα τους την ονόμαζαν «ρωμαίικη» για να την αντιδιαστείλουν από την αρχαία ελληνική την οποία ονόμαζαν απλώς «ελληνική». Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν μεταφράσεις από αρχαίες μορφές της γλώσσας στη δημώδη που αναφέρουν ότι μεταφράζουν «από την ελληνικήν εις την ρωμαίικη».
Ο μεγάλος πρόδρομος του δημοτικισμού Δ. Καταρτζής διαφωνώντας με όσους έγραφαν σε αρχαΐζουσα γλώσσα, σημείωνε το 1783: «κάθε συγγραφή που κάμουμε στα ελληνικά είν’ ένα είδος μετάφρασις που κάμουμ’ απτά ρωμαίκια, που πάντα διανοούμε, στα ελληνικά που διανοούμε μόν’ όταν πιάσουμε κονδύλι». Επομένως «το να φρονή κανείς πως η ελληνική και η ρωμαίκια είναι μία γλώσσα και όχι δύο είναι ενάντιο στον ορθό λόγο». Αντίστοιχα, οι Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς που συνέγραψαν τη «Γεωγραφία Νεωτερική» το 1791 σημειώνουν στην παρουσίαση των ευρωπαϊκών γλωσσών πως «η Ρωμέϊκη γλώσσα η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν οι λέξεις είναι από την Ελληνική».
Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν λεξικά, από την Τουρκοκρατία και αργότερα, με τίτλο «Γαλλικά – Ρωμαϊκά», «Ιταλικά – Ρωμαϊκά», κλπ. Και, για να μην υπάρχει η παραμικρή περίπτωση αμφιβολίας, υπάρχουν και λεξικά, όπως το «Λεξικόπουλο» του Simon Portius (Παρίσι, 1635), που είναι «Ρωμαϊκό – Ελληνικό – Λατινικό». Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη «fabula», για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική ως «μύθος» και στη ρωμαϊκή ως «παραμύθι».
Όπως ήταν φυσικό, «Ρουμ – Ρωμαίους» μας ονόμασαν και οι Σελτζούκοι Τούρκοι που άρχισαν να κατακτούν εδάφη της αυτοκρατορίας από τον 11ο αιώνα, όπως «Ρουμ» μας αποκάλεσαν και οι Οθωμανοί. Τη χώρα που κατέκτησαν την ονόμασαν «Ρουμ-ιλί» («χώρα των Ρωμαίων») και από κει προέρχεται η λέξη Ρούμελη που μέχρι το 1912 δήλωνε ότι την ευρωπαϊκή Τουρκία (σχεδόν το σύνολο των Βαλκανίων), και όχι μόνον στην Στερεά Ελλάδα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος στους χάρτες της εποχής. Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη χρήση αυτού του ονόματος είναι αναρίθμητα. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε το φιρμάνι που έβγαλε ο Βεζύρης τον Απρίλιο του 1821, μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου, προς τον Τούρκο νομάρχη Αδριανουπόλεως. Σ’ αυτό, το Πατριαρχείο αναφέρεται ως «η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχεία των Ρωμαίων» και η επανάσταση του 1821 ως «το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους». Οι Τούρκοι γνώριζαν δηλαδή και αυτοί, όπως και μεις, ότι είχαν κατακτήσει Ρωμαίους – Ρωμηούς. Ακόμη και σήμερα, οι Ρωμηοί της Πόλης αποκαλούνται «Ρουμ» από τους Τούρκους. Αφού όμως οι νεοέλληνες προτίμησαν να αλλάξουν το εθνικό τους όνομα, οι Τούρκοι επωφελήθηκαν και μας ονόμασαν «Γιουνάν», διαφοροποιώντας έτσι τους Ρωμηούς της Πόλης από τους ομοεθνείς τους της Ελλάδας.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η όλη συζήτηση για την εθνική μας ονομασία δεν είναι απλώς νομιναλιστική. Το όνομα «Ρωμαίοι» αντιστοιχούσε σε μια εθνική συνείδηση διαφορετική απ’ αυτήν που συναντούμε στους δυτικούς λαούς, διαφορετική απ’ αυτήν που μεταφέρθηκε στο ελληνικό κρατίδιο μετά το 1830. Στο δεύτερο τμήμα της μελέτης μας θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τις βασικές συνιστώσες αυτής της «ρωμαίικης εθνικής συνείδησης» η οποία, κατά μεγάλο μέρος, χάθηκε στη διάρκεια 160 χρόνων ελεύθερου βίου. Τους τελευταίους δύο αιώνες δόθηκε σκληρός αγώνας από δυτικοθρεμένους λόγιους, τύπου Κοραή, για την εξαφάνιση της ρωμαίικης συνείδησης και, παρά τις αντιδράσεις, το όνομα «Ρωμηοί» τελικά παραμερίστηκε.
Η σύγκρουση των δύο ρευμάτων κατέληξε σε μια σύνθεση, τα θεμέλια της οποίας έθεσε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος με τη μνημειώδη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Εκεί η βυζαντινή περίοδος ενσωματώθηκε στη διαχρονική πορεία του ελληνικού έθνους και δημιουργήθηκε η νεοελληνική εθνική ιδεολογία της αδιάσπαστης συνέχειας της φυλής. Ωστόσο, το κομπλεξικό αναμάσημα δυτικών ιδεών του Διαφωτισμού συνεχίστηκε από πολλούς λόγιους, με αποτέλεσμα την παραποίηση και κατασυκοφάντηση της μεσαιωνικής μας Ιστορίας. Ακόμη και στις μέρες μας, στα 1975, ο πολυδιαβασμένος και πολυδιαφημισμένος Γιάννης Σκαρίμπας έγραφε: «η αγωνία του ελληνικού έθνους δεν είχε αρχίσει από την άλωση της Πόλης.... αλλά πολλούς πριν από την άλωση αιώνες, από τη συντριβή της στρατιωτικής ισχύος των Αθηνών από την Μακεδονική δυναστεία (Φίλιππο και Μεγαλέξανδρο) στη μάχη της Χαιρώνειας». Και παρακάτω: «Ο (Κων.) Παλαιολόγος ήταν Έλληνας; Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος «Αθηναίος»; Φυλετικά, καμιάν δεν είχαμε αναμεταξύ μας, συγγένεια. Ήσαν και οι δυο καταχτητές μας».
Επηρεασμένο από παρόμοιες ιδέες, μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού θέλει σήμερα να αρνείται τη φυσική του συνέχεια από το «Βυζάντιο» και εξακολουθεί να συγχέει τον σκοταδιστικό δυτικό μεσαίωνα με την ελληνορθόδοξη Ρωμανία. Γι’ αυτό και θεωρήσαμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε στο 5ο και 6ο κεφάλαιο της μελέτης μας ορισμένες από τις θεμελιώδεις διαφορές «Βυζαντίου» και Δύσης κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Άλλωστε, αν και η επίσημη Ιστορία μας ενσωματώνει τη βυζαντινή περίοδο, η εθνική μας ζωή κυριαρχείται επί δύο αιώνες από μια ακατάσχετη αρχαιολατρεία η οποία φαντάζει κωμική ακόμη και στα μάτια των όποιων φίλων μας στη Δύση. Όταν μάλιστα οι νεοέλληνες, παρασυρμένοι από την αρχαιολατρεία τους, πιστεύουν ότι μπορούν να υπερασπιστούν τα εθνικά τους δίκαια μόνο με επιχειρήματα από την εποχή του Περικλή και του Μεγαλεξάνδρου, το αποτέλεσμα αγγίζει τα όρια του εθνικά επικίνδυνου.
Οπωσδήποτε σήμερα, στα 1994, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης των δύο εθνικών μας ονομασιών. Έχουν άλλωστε πλέον και οι δυο το ίδιο ακριβώς νόημα. Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε ότι, ιστορικά, ο όρος «Ρωμηός» καλύπτει κάτι ευρύτερο από το «Έλληνας», και βέβαια το «Ρωμαίος» προκαλεί διαφορετικούς συνειρμούς από το «Έλληνας» τόσο σε μας όσο και στους ξένους. Επιπλέον, αν σκοπός μας είναι να ορίσουμε την εθνική μας ταυτότητα, η λέξη «Έλληνας» δεν μπορεί να αποδώσει την πλατύτερη σημασία της λέξης «Ρωμηός» για τη μεσαιωνική περίοδο και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η λέξη «Έλληνας», που επανήλθε ως εθνική μας ονομασία τον 19ο αιώνα, είναι δημιούργημα της εποχής του Διαφωτισμού και της ανάπτυξης των εθνικισμών στην Ευρώπη. Αντίθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, οι Ρωμηοί ήταν περήφανοι πολίτες ενός υπερεθνικού κράτους που ενσωμάτωνε και επεκτεινόταν πολύ πέρα από τα όρια της αρχαίας ή της νεώτερης Ελλάδας. Επεκτεινόταν όχι ως κατακτητής, αλλά ως φορέας της μιας Οικουμενικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας πάνω στη γη.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.