16. – Μέθοδος προς επιτυχή διεξαγωγή της (ιερ)αποστολής
1. – Θεμελιώδης αρχή για την προσφορά του νέου κηρύγματος, που τέθηκε από τον ίδιο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και έκδηλη στην Κ.Δ., είναι η αρχή της εκουσιότητας, ήτοι η αρχή της αβίαστης προσφοράς και της εκούσιας αποδοχής του προσφερόμενου, η οποία διαφυλάττει τη θεόσδοτη ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ευθύνη και προσωπική αξιομισθία.
Αλλά προς μία τέτοια αβίαστη προσφορά και εκούσια αποδοχή απαιτήθηκε και απαιτείται έκτοτε η προσφυγή στην μέθοδο της συγκαταβάσεως και προσαρμογής του νέου προς τα παλαιά, ήτοι η προσφορά του νέου κηρύγματος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, αντί να προξενεί αυτό την εντύπωση, ότι αντιτίθεται προς τα πριν πιστευόμενα, να δημιουργεί αντιθέτως την εντύπωση, ότι συνεχίζει και συμπληρώνει αυτά, κατά συνέχιση όμως και συμπλήρωση τόσο διαφορετική ποιοτικώς, ώστε το φως της να σκιάζει τα παλαιά, τα οποία αυτομάτως υποχωρούν και αφανίζονται ή ανακαινίζονται τελείως με την καινούργια διδασκαλία. Έτσι αβίαστα και με την πειθώ, συντελείται ήρεμα και η υποκατάσταση του παλαιού με το νέο.
Τη μέθοδο αυτή χάραξε και παρέδωσε πρώτα ο ίδιος ο Κύριος, ακολούθησαν δε οι Απόστολοι, ολοφάνερα ο Απ. Παύλος.
2. – Τη σύνδεση του νέου προς τα παλαιά, για να εκληφθεί εκείνο ως συνέχεια και συμπλήρωση τούτων και έτσι να προσφερθεί αβίαστα, διευκόλυναν τα σημεία εκείνα της εξωχριστιανικής θρησκευτικότητας, τα οποία σε περιεχόμενο ιδεών και πεποιθήσεων κατά κάποιο τρόπο εφάπτονταν των προσφερομένων νέων αληθειών. Τα κορυφαία αυτά σημεία της εξωχριστιανικής θρησκευτικότητας, προς τα οποία προσέγγιζε και κατά κάποιο τρόπο αγκιστρωνόταν η νέα αλήθεια, ονομάζουμε γι’ αυτό στη θρησκειολογική ορολογία ‘’σημεία επαφής’’.
Τέτοια σημεία επαφής χρησιμοποίησαν τόσο ο Κύριος, όσο και οι Απόστολοι για αβίαστη προσφορά της νέας θρησκείας, τόσο έναντι των Ιουδαίων, όσο και έναντι των εθνικών.
α) έναντι των Ιουδαίων, πλην αυτών που υποσημειώθηκαν πιο πάνω, τυπικό κλασσικό παράδειγμα της τακτικής αυτής του Κυρίου μας διέσωσε ο πρώτος χρονολογικά από τους Ευαγγελιστές Μάρκος στην περικοπή 12,28, 34, η οποία και γι’ αυτό έχει αποκτήσει μεγάλη θρησκειολογική σημασία.
Το παράδειγμα του Κυρίου ακολούθησαν και οι Απόστολοι και πρώτοι κήρυκες του ευαγγελίου Του.
Στην έναντι των Ιουδαίων εφαρμογή της τακτικής αυτής συνετέλεσε και η δια του Κυρίου και των Αποστόλων αποκάλυψη της μεγάλης αλήθειας, ότι η καινούργια διδασκαλία της ‘’καλυτέρας διαθήκης’’ είναι συνέχεια, τελείωση και ολοκλήρωση του παλαιού Νόμου, ‘’αφού ο Νόμος δεν οδήγησε τίποτα εις τελειότητα, προσφέρεται όμως μία καλύτερη ελπίδα, με την οποία μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό’’419 ότι δια μέσου των δύο Διαθηκών διαπερνών Θεός είναι ένας και ο αυτός και ο μόνος αληθινός. Ο εκεί μεν αοράτως και εμμέσως, εδώ δε εν Χριστώ παρουσιασθείς και άμεσα αποκαλυφθείς ένας και μόνος αληθινός Θεός – ότι στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Θεού Λόγου Κυρίου Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και λυτρωτού Εμμανουήλ, εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Π.Δ., που αναφέρονταν σ’ Αυτόν και το έργο Του. Και ακόμη από τις εντολές αυτής η περί αγάπης, επειδή συγκεφαλαιώνει ολόκληρο τον Νόμο και επεκτεινόμενη μεν εις πλάτος προς όλους τους ανθρώπους και προς αυτούς τους εχθρούς, εντεινόμενη δε και φθάνουσα μέχρι την αυτοθυσία χάριν του πλησίον, αποτελεί την πληρότητα του Νόμου και την πληρότητα της νέας θρησκείας της χάριτος, την ουσία της Χριστιανικής Ηθικής, ως η φυσική οργανική συνέχεια της εγκαινιασθείσης δια του Ιησού Χριστού υιοθεσίας υπό του Θεού όλων των ανθρώπων και της αδελφοσύνης μεταξύ τους.
Ο Ιουδαϊσμός λοιπόν δεν προσέφερε απλώς στη νέα θρησκεία ‘’σημεία επαφής’’, αλλά ολόκληρος ήταν ήδη στο προστάδιο της νέας θρησκείας και αυτή προέκταση της παλαιάς, ήτοι μία και η αυτή θρησκεία περνούσε δια μέσου των δύο εκδηλώσεων της και περιόδων. Εξ αυτού εξηγείται και η αιτία, κατά την οποία πηγή της Χριστιανικής θρησκείας δεν είναι μόνον η Κ.Δ., αλλά μαζί μ’ αυτή και η Παλαιά, ήτοι ολόκληρη η Βίβλος ή η Αγία Γραφή.
Η αποκάλυψη της αλήθειας αυτής για το ενιαίο των δύο Διαθηκών είχε ως αποτέλεσμα να διχάσει τους Ιουδαίους. Με την επαφή σ’ αυτούς του Χριστιανικού κηρύγματος χωρίστηκαν αφ’ ενός μεν σε εκείνους, των οποίων ‘’οι οφθαλμοί άνοιξαν... στο να κατανοούν τις γραφές’’420, οι οποίοι δέχτηκαν την αποκάλυψη αυτή και αμέσως πίστεψαν στον Χριστό, αφ’ ετέρου δε στους ‘’ανόητους, που η καρδιά τους αργεί να πιστέψει σε όλα, όσα είπαν οι προφήτες’’421, τους τυφλωμένους και πωρωμένους στην καρδιά, τους ‘’σκληροτράχηλους, με πωρωμένη την καρδιά και κλεισμένα τ’ αυτιά’’422, οι οποίοι όχι μόνο δεν πίστεψαν, επιμένοντες στην πλανεμένη αντίληψή τους περί του παλαιού Νόμου, αλλά και κατεδίωξαν τον Χριστό.
Απ’ αυτά και ο Απ. Παύλος λέει για την δεύτερη αυτή κατηγορία των ‘’χαμένων’’ ακροατών του ευαγγελίου της χάριτος:
‘’Κι αν ακόμη φαίνεται συγκαλυμμένο το μήνυμα της σωτηρίας, που εμείς κηρύττουμε, είναι συγκαλυμμένο για όσους οδεύουν προς την καταστροφή. Ο σατανάς, ο θεός αυτού του αιώνα, τύφλωσε τη σκέψη αυτών των απίστων, ώστε να μη μπορούν να δουν το φως του ευαγγελίου, που αποκαλύπτει τη δόξα του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού... ο Οποίος έλαμψε στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού’’423.
β) έναντι των εθνικών, τυπικό κλασσικό παράδειγμα για αβίαστη προσφορά του νέου κηρύγματος με την αγκίστρωσή του σε εξωχριστιανικά σημεία επαφής υπήρξε, όπως κατωτέρω αποδεικνύουμε εκτενέστερα, το του Απ. Παύλου στην Αθήνα, ο οποίος, ακολουθώντας σταθερά την αρχή της συγκαταβάσεως προς το εκάστοτε περιβάλλον και προσαρμογής χάρη του τελικού σκοπού του ευαγγελικού κηρύγματος, αποκαλύπτει στους Αθηναίους, ότι ο υπ’ αυτών ορθώς (‘’ευ’’, τουτέστι χωρίς μορφή, είδωλα και όνομα) λατρευόμενος (‘’ευ-σεβείτε’’) άγνωστος (δηλ. μη γνωστός, ούτε δυνάμενος ανθρωπίνως να γίνει γνωστός) Θεός, είναι ο ίδιος προς τον εν Χριστώ και δια Χριστού αποκαλυφθέντα ένα και μόνον αληθινό Θεό, του οποίου τελεί ο Παύλος στην Αθήνα τα αποκαλυπτήρια.
Απ’ αυτού του είδους προσφοράς του χριστιανικού κηρύγματος προς τους εθνικούς πρόβαλε και η εξής διαπίστωση: ότι τα μεν εξωχριστιανικά θρησκεύματα ήταν και παρέμειναν ατελέσφορες προσπάθειες του ανθρώπου για την νοσταλγούμενη Αλήθεια και Λύτρωση, η δε θρησκεία του Χριστού, η μόνη που έχει όντως ιδρυτή τον Θεό, ήλθε από τον ουρανό ως εκπλήρωση και ολοκλήρωση αυτής της πανανθρώπινης νοσταλγίας, ως θεοδώρητη προσφορά της αναζητούμενης Αλήθειας και της νοσταλγούμενης λυτρώσεως.
Εάν ως ‘’θλίψη’’ νοείται θρησκειολογικά το συναίσθημα της αποστάσεως του ανθρώπου από τον Θεό, πράγμα το οποίο κυριάρχησε στην ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια της μεταπαραδείσιας μεταπτωτικής περιόδου. Εάν ‘’λύτρωση’’ είναι η άρση της θλίψεως, τουτέστι η άρση του συναισθήματος του ανθρώπου περί της αποστάσεως μεταξύ αυτού και του Θεού· εάν η άρση αυτού του συναισθήματος νοείται ως επερχόμενη μόνον, όταν ο άνθρωπος ενωθεί με τον Θεό, τότε, λύτρωση στην κυριολεξία και πραγματικό λυτρωτή έχουμε μόνον εν Χριστώ. Αφ’ ενός μεν διότι σ’ Αυτόν ενώθηκαν σε μία θεανθρώπινη προσωπικότητα οι προηγουμένως χωρισμένοι Θεός και άνθρωπος, τούτο δε για πρώτη και μοναδική φορά στην παγκόσμια ιστορία, αφ’ ετέρου δε διότι έτσι μπορεί κάθε άνθρωπος να βρίσκει τον αληθινό Θεό στον Χριστό, άρα έξω του Οποίου δεν υπάρχει ούτε αληθινή Θεογνωσία ούτε κατά Θεό κοινωνική ζωή.
Από όσα έχουν λεχθεί γίνεται φανερό, ότι η ουσιώδης διαφορά των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων από του κατά φύση και γένος ‘’εντελώς άλλου’’ Χριστιανισμού περιείχε μέσα της και τον παράγοντα της προσεγγίσεώς τους, αφού του από τη Χριστιανική θρησκεία προσφερόμενο υπό του Λυτρωτού διπλό δώρο της Αλήθειας και της Λύτρωσης, ήταν αυτό το ίδιο το αναζητούμενο και νοσταλγούμενο από τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, η αδυναμία των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων να ικανοποιήσουν την παγκόσμια νοσταλγία προς Αλήθεια και Λύτρωση, η απουσία από αυτά ιδρυτή Θεού, που να ενώνει στον εαυτό του τα χωρισμένα και να αποκαθιστά την κοινωνία Θεού και ανθρώπου, αποτελεί το ακαταμάχητο κριτήριο της ανθρώπινης προέλευσης, της αναλήθειας και ανεπάρκειάς τους και του κατ’ ανάγκη παροδικού τους χαρακτήρα, γενικά να πούμε, της ασύγκριτης διαφοράς τους από τον Χριστιανισμό.
Αλλά και εξ άλλης απόψεως, αν θεωρηθούν τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα, εμφανίζουν ουσιώδη διαφορά από τον Χριστιανισμό η οποία, ενώ απομάκρυνε εκείνα από τούτον, οδηγούσε συγχρόνως εκείνα προς αυτόν, το γεγονός δηλ. ότι μόνο στον Χριστιανισμό, στον οποίο ως προστάδιό του ανήκει η Π.Δ., ομιλεί σε αυτήν έμμεσα, σε εκείνον – τον Χριστιανισμό – άμεσα ο Θεός ο ίδιος προς τον άνθρωπο. Σε όλα τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα ομιλούν οι άνθρωποι περί Θεού και Θείου και ομιλούν άλλοι άλλοτε διαφορετικά, άρα και εκείνοι που μιλούν και οι λόγοι τους ενέχουν μέσα τους το ανθρώπινο και, συνεπώς, το πλανεμένο, στερούμενοι ανώτερου, υπεράνθρωπου, θείου, ακαταμάχητου κριτηρίου.
Όλα τα θρησκεύματα επικαλούνται και υπόσχονται αποκάλυψη και λύτρωση, χωρίς όμως και να τις προσφέρουν αυτές: Μόνο ο Χριστός τις προσφέρει, διότι αποκάλυψη αληθινή υπάρχει, όπου ο ίδιος ο Θεός αποδεδειγμένα αποκαλύπτεται και μιλεί ο ίδιος στον άνθρωπο, παρέχοντας έτσι στον άνθρωπο τη δυνατότητα πραγματικής επικοινωνίας με τον Θεό. Αυτό δε συνέβει μόνο στον Χριστιανισμό, του Θεού αποκαλυφθέντος εμμέσως μεν στην Π.Δ., αμέσως δε στην Κ.Δ., όπου δια της ενανθρωπήσεώς Του ‘’λαλεί’’ προς τον άνθρωπο, δέχεται αυτήκοη την Αλήθεια από τον Θεό.
Η ουσιώδης αυτή διαφορά των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων από την Χριστιανική Αποκάλυψη υπήρξε συγχρόνως και ο παράγοντας, δια τον οποίο το φως της αβίαστα κυριάρχησε, όπου κηρύχθηκε η νέα θρησκεία στον εξωχριστιανικό κόσμο.
Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
1 Ιω. 1, 18.
2 Ιω. 1, 18, Ειρμός της Θ’ ωδής της Κυριακής της Τυροφάγου.
3 Γεν. 1, 27. 5, 1.
4 PG 52, σ. 405.
5 Στο ίδιο, σ. 452.
6 PG 30, σ. 461.
7 Αυγούστου Νικολάου, Φιλοσοφικαί Μελέται περί Χριστιανισμού, τομ. Α’ (Αθήναι 1910), σ. 433.
8 Adolf VyKopal, Jesus Christus Mittelpunkt der Weltanschaung, I Band (Louvain – Paderborn 1953), σ. 8.
9 Αυγούστου Νικολάου, όπ. Π. Τ. Α’, σ. 432.
10 Στο ίδιο, σ. 425 ε.
11 Στο βιβλίο 4, 3 των Καταλοίπων του Lieh-tsze (440-370 π.Χ.).
12 Lun-yü 7, 25, στο: Richard Wilhelm, Kung-futse, Gespräche (Lun- yü), Jena 1923,σ. 70.
13 Lun- yü 16, 9, - Όπ. π., σ. 187.
14 Lun- yü 6, 28α – ‘Οπ. π., σ. 60.
15 Lun- yü 7, 25 – Όπ. π., σ. 70.
16 Lun- yü 9, 8 – Όπ. π., σ. 89.
17 Lun- yü 13, 12 – Όπ. π., σ. 139.
18 Dsung Yung, βλ. στο: Johannes Witte, Die Christus-Botschaft und die Religionen (Göttingen 1936), σ. 122.
19 Dsung Yung, 1, 6 βλ. όπ. π., σ. 122-123.
20 Dsung Yung, 1, 10 στο Witte, όπ. π., σ. 123, πρβλ. Λουκ. 2, 25, Ματθ. 11, 28-30.
21 R. Wilhelm, Kung-futse Gespräche (Lun- yü), Jena 1923, σ. 214, όπου υποσημείωση 23. Πρβλ. J. Witteόπ. Π., σ. 123.
22 G. RosenKranz, Der Heilige in den chinesischen Klassikern…, Leipzig 1935, σ.88 – J. Witte όπ. π., σ. 123.
23 Βασ. Πέντζας, Η αρχαία Κίνα και ο αναμενόμενος Σωτήε, ‘’Κιβωτός’’ [Αθήναι], 4 (Απρίλιος 1952), σ. 174 εξ.
24 Cullavaga X., 1 του Βου. Κανόνος, στο: όνος, στο: Germann Olbenberg, Buddha, sein Leben, seine Lehre, seine Gemeinde, Stuttgart – Berlin 1903, σ. 187.
25 Λέει ο Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlösererwantung, Berlin 1927, σ. 245, αναφέροντας την πρόρρηση αυτή του Βούδα.
26 Emil Abegg, Der Messiasglaube in Indien und Iran auf Grund der Quellen Dargestellt, (Berlin-Leipzig 1928), σ. 177.
27 Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlosererwartung, Berlin 1927, σ. 280.
28 Ιερό βιβλίο, που σημαίνει ‘’το θείο τραγούδι’’.
29 Πρβλ. Ματθ. 2, 2.
30 Πρβλ. Ιω. 4, 32 ε.
31 Πρβλ. Ματθ. 17, 2 – Αποκ. 1, 16.
32 Ιερό βιβλίο των αρχαίων Περσών.
33 Πρβλ. Λουκ. 11, 27.
34 Alfed Jeremias, όπ. π., σ. 140.
35 Στο ίδιο, σ. 144. Πρβλ. Εβρ. 7, 2 (Μελχισεδέκ=) ‘’βασιλεύς δικαιοσύνης’’. Πρβλ. Και Ρωμ. 3, 21.
36 Ιαμβλίχου, Περί του Πυθαγορείου βίου 6, 30.
37 Όπ. π., σ. 31.
38 Στο ίδιο 19, 92.
39 Στο ίδιο 27, 133. Πρβλ. Και 28, 135, 140.
40 Ευρυπίδου, Βάκχαι 4 εξ.
41 Στο ίδιο, 53 ε.
42 Ψ. Καλλισθένης 2, 14 στον Carolus Clemen, Fontes Historiae Religionis Persicae (Bonnae 1920), σ. 71.
43 Πράξ. 14, 8-18
44 Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18 (31Α).
45 Πλάτωνος, Πολιτεία Β’ IV-V, 361 (-362Α).
46 Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς, 5, 14, PG, 9, 164Β.
47 Ιλ. Ε’, 128.
48 Στρωματείς 5, 13, PG 9, 125Β.
49 Seneca, Ad Lucilium Epist. 11, 8, ελεύθερη απόδοση.
50 Στο ίδιο.
51 Ιω. 1, 14.
52 De divinatione II, Cap. 54, 110.
53 Πιθανώς ο Σιβυλλικός χρησμός ΙΙΙ, 652 εξ.
54 Ιω. 19, 5.
55 Γαλ. 4, 4.
56 Masinius Pollio, επιφανέστατος Ρωμαίος, στην εποχή του οποίου γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
57 Ποώδες φυτό που δίδει γλυκείς βολβούς.
58 Βιργιλίου Εκλογαί, IV, 7.
59 Στο ίδιο, IV, 1.
60 Στο ίδιο, IV, 4.
61 Βιργιλίου Εκλογαί, IV, 5, 6.
62 Στο ίδιο, IV, 8 εξ.
63 Στο ίδιο, IV, 17-20.
64 Ευσεβίου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως: Λόγος τω των αγίων Συλλόγω, ΕΠΕ τ. 4, σ. 598 -810.
65 Q. Horatii Flacci, Carminum I, 2, 25-32.
66 Γεν. 3, 15.
67 Πράξ. 7, 52.
68 Ιω. 5, 39.
69 Ιω. 5, 45 ε.
70 Ιω. 8, 56.
71 Ιω. 8, 58.
72 Ιω. 17, 24.
73 Αριθμ. 21, 8-9, Ιω. 3, 14-15.
74 Λουκ. 24, 27.
75 Λουκ. 24, 44.
76 Γεν. 3, 15 και 49, 9-10, Δευτ. 18, 15 και 18.
77 Γεν. 3, 15.
78 Γεν. 9, 27.
79 Γεν. 1, 3. 22, 18. 26, 4. 28, 14. 49, 8-12. Α’ Παραλ. 17, 11.
80 Γεν. 12, 1, 7. 13, 14-17. 17, 1-9. 18, 17-19. 22, 16-18. Γεν. 26, 1-5. Γεν. 28, 10-15.
81 Γεν. 49, 10.
82 Γεν. 49, 11.
83 Προφητεία του Βαρλαάμ, Αριθμ. 24, 17.
84 Δευτ. 18, 15-19.
85 Α’ Βασ. 2, 10.
86 Β’ Βασ. 7, 16 & Γ’ Βασ. 11, 36-37.
87 Ψαλμ. 109, (Εβρ. 110) 3β ε.
88 Ψαλμ. 2, 7.
89 Ψαλμ. 71, (Εβρ. 72) 10-15.
90 Ψαλμ. 109, 110 (Εβρ. 110, 111), 111 (Εβρ. 112), 9.
91 Ψαλμ. 14. (Εβρ. 15).
92 Ψαλμ. 40 (Εβρ. 41), 8-10.
93 Ψαλμ. 34, (Εβρ. 35) 11-12.
94 Ψαλμ. 54, (Εβρ. 55), 5, 6 & Ψαλμ. 2, 2. 21.
95 Ψαλμ. 15, 10 ε.
96 Ψαλμ. 109, 1.
97 Ψαλμ. 21, (Εβρ. 22), 27, 30. 109, 4. 110, 5, 9.
98 Παροιμ. 8, 22-9, 6.
99 Ησ. 7, 14.
100 Ησ. 9, 1 ε.
101 Ησ. 49, 6 ε.
102 Ησ. 8, 3 ε.
103 Ησ. 9, 6 και 11, 2 ε.
104 Ησ. 11, 1.
105 Ησ. 40, 9.
106 Ησ. 16, 5.
107 Ησ. 40, 11.
108 Ησ. 25, 6 ε.
109 Ησ. 26, 19 ε.
110 Ησ. 28, 16.
111 Ησ. κεφ. 35΄ 6, 11 ε.
112 Ησ. κεφ. 40, 3-5.
113 Ησ. κεφ. 42.
114 Ησ. 35, 5-6΄ 61, 1.
115 Ησ. 42, 1-3.
116 Ησ. 50, 6΄ 52, 13 ε.
117 Ησ. 60, 1-4΄ 65, 17.
118 Ιερ. 23, 5-6.
119 Ματθ. 2, 16 ε.
120 Ιερ. 38, 22.
121 Ιερ. 2, 13-18.
122 Βαρούχ, 3, 38.
123 Ιεζ. 11, 14-21 & 36, 16-32.
124 Ιεζ. 34, 23-31 και κεφ. 37.
125 Δαν. 2, 28.
126 Δαν. 2, 37 ε.
127 Δαν. 2, 32 ε.
128 Δαν. 2, 34 ε.
129 Δαν. 2, 35.
130 Δαν. 7, 13-14.
131 Δαν. 9, 24, 25.
132 Δαν. 9, 2, 18.
133 Ωσηέ, 3, 5.
134 Ιωήλ 2, 28-32 & 3, 1 ε.
135 Αμώς 9, 11.
136 Οβδιού 17, 21.
137 Ιων. 2, 1. Ματθ. 12, 40.
138 Μιχ. κεφ. 4.
139 Μιχ. 5, 1.
140 Ναούμ, 2, 1.
141 Αββακ. 3, 3 ε.
142 Αββακ. 2, 4.
143 Αββακ. 3, 13.
144 Σοφ. 3, 9.
145 Στο ίδιο 3, 14 ε.
146 Αγγαίος 2, 9 Πρβλ. Λουκ. 2, 22 ε. κ.λπ.
147 Ζαχ. 6, 12 ε. και 9, 9.
148 Ζαχ. 11, 12-13.
149 Ζαχ. 13, 7.
150 Ζαχ. 14, 9.
151 Μαλ. 1, 11.
152 Μαλ. 3, 1, 23 ε. & 4, 4 ε.
153 Μαλ. 3, 20.
154 Μεταφρ. Εκ του Εβρ. υπό Αθαν. Χαστούπη, ενθ. ανώτ. Β’ σ. 502.
155 Μαλ. 3, 19 ε.
156 Μιχ. 5, 1 Ματθ. 2, 6 & Ιω. 7, 42.
157 Γεν. 12, 3. 22, 18. 26, 4. 28, 14. 49, 9-12. Πρβλ. 17, 11 (Ματθ. 1, 2-6). Λουκ. 3, 31-34.
158 Ησ. 7, 14· Ματθ. 1, 18-25. Λουκ. 1, 27-34.
159 Σοφ. Σολ. 18, 15-16.
160 Αγγ. 2, 9 Λουκ. 2, 22 ε. κυρίως 2, 32β-2, 46 ε.
161 Ψαλμ. 71, 10-15 Ησ. 60, 3-6 (Μτθ. 2, 1-11).
162 Ιερ. 38, 15 (Ματθ. 2, 18).
163 Μαλαχ. 3, 1. 4, 5 (Λουκ. 1, 5-25, 57-80).
164 Ησ. 40, 3-5 (Ματθ. 3, 1. 14, 1-10 Μαρκ. 1, 2-4. Λουκ. 3, 3).
165 Ησ. 9, 1 (Ματθ. 11, 5).
166 Ησ. 35, 5-6 (Ματθ. 11, 5).
167 Ησ. 61, 1. (Λουκ. 4, 10).
168 Ησ. 42, 1-3 (Ματθ. 3, 17. 11, 29. 12, 18. 16, 5. Μαρκ. 1, 11. Λουκ. 3, 22. Ιω. 8, 11).
169 Ζαχ. 9,9 (Ματθ. 21, 4, 5).
170 Σοφ. Σολ. 2, 12 ε. Πρβλ. Ματθ. 27, 43.
171 Ψαλμ. 21 (εβρ. 22), 27-30. 110 (111), 5, 9. Εξ. 24, 8. Ιερ. 31, 31. Ζαχ. 9, 11. (Ματθ. 26, 26-29. Μαρκ. 14, 22-25.Λουκ. 22, 15-20).
172 Ψαλμ. 54 (εβρ. 55), 5, 6. (Ματθ. 26, 36-46. Μαρκ. 14, 34-42. Λουκ. 22, 39-46).
173 Ψαλμ. 40 (εβρ. 41), 8-10 Ζαχ. 11, 12, 13 (Ματθ. 26, 47-50. 27, 3-10 Μαρκ. 14, 43-45. Λουκ. 22, 47, 48. Ιω. 18, 2-6).
174 Ψαλμ. 2, 2, 34 (εβρ. 35), 11-12. (Ματθ. 26, 57-66. Μαρκ. 14, 53-64. Ιω. 18, 19 ε.).
175 Ησ. 50, 6 (Ματθ. 26, 67-68. Μαρκ. 14, 65. Λουκ. 22, 63-65), Ψαλμ. 68 (εβρ.69), 22. (Ματθ. 27, 48. Μαρκ. 15, 36. Ιω.
19, 29), Ψαλμ. 21 (Ματθ. 22, 35-44. Μαρκ. 15, 24-32. Λουκ. 23, 33-43. Ιω. 19, 18-24). Ησ. 53- Πρβλ. Ματθ. 26, 44. Ιω. 19, 28. Σοφ. Σολ. 2, 19-20.
176 Ψαλμ. 15, 10, 11 (Ματθ. 28, 5-9. Μαρκ. 16, 9-11. Ιω. 20, 11-18).
177 Ζαχ. 13, 1 (Ματθ. 16, 19).
178 Ιω. 3, 14, 15.
179 Ψαλμ. 109 (110 εβρ.), 1. (Μαρκ. 16, 19).
180 Ιωήλ 2, 28-32 (Πράξ. κεφ. 2).
181 Ησ. 60, 1-4 (Πράξ. κεφ. 11, 18).
182 Εξ. 12, 46. Αριθμ. 9, 12 (Ιω. 19, 36). -21, 8, 9 (Ιω. 14, 15). –Β’ Βασ. 7, 14 (εβρ. 1, 5). – Ψαλμ. 67 (Εβρ. 68), 19 (Εφεσ.4, 8 εξ.). –Ωσ. 11, 1 (Ματθ. 2, 15). –Ησ. 11, 1 (Ματθ. 2, 23) Πρβλ. Δευτ. 33, 11-14 (Ρωμ. 10, 4-9) κ.ά.
183 Πρβλ. Ματθ. 17, 10-12. Μαρκ. 9, 10-12. Ιω. 1, 21-25.
184 Πρβλ. Ιω. 7, 27.
185 Orac. Sibyl. 3, 48-50. 652-656, εν: Joh. Geffcken, Die oracular Sibyllina (Leipzig 1902),
186 Ησ. 11, 10. 42, 1-6. 54, 4, 5. Ιερ. 3, 17. 16, 19. Σοφ. 2, 11. 3, 9. Ζαχ. 2, 13. 8, 20. 14, 9 κ.ά.
187 Πρβλ. Ματθ. 19, 28.
188 Ιω. 18, 34-38.
189 Ματθ. 3, 7. – Λουκ. 3, 9.
190 Ιω. 1, 21. –Μαρκ. 6, 15. Λουκ. 11, 8.
191 Ματθ. 17, 12. –Μαρκ. 19, 11, 12.
192 Λουκ. 1, 17.
193 Ιω. 7, 27.
194 Πρβλ. Ματθ. 26, 22. –Μαρκ. 8, 33.
195 Ιω. 12, 34.
196 Ησ. 53, 1. Πρβλ. Ιω. 12, 37, 38. Πρβλ. Και Ιω. 13, 7.
197 Ματθ. 27, 3.
198 Ιω. 20, 9. Πρβλ. Ιω. 2, 22. 12, 6. Πρβλ. Κυρίως Μαρκ. 16, 14.
199 Λουκ. 4, 34.
200 Ματθ. 4, 1 ε. 12, 28. –Λουκ. 4, 1 ε. 11, 20.
201 Ματθ. 23, 36-38.
202 Αποκαλ. 3, 12. 21, 2.
203 Ιω. 10, 16.
204 Ματθ. 8, 11. 13, 31 ε. 24, 14. 26, 13. 28, 19. Πρβλ. 3, 9. 10, 18. Μαρκ. 11, 17 (Ησ. 56, 7). 13, 10. 14, 9. 16, 15. Λουκ.13, 21. 24, 47. Ιω. 10, 16. 12, 20 ε., 32. Πράξ. 1, 8. 13, 47. Ρωμ. 14, 11. 15, 11 ε.
205 Ματθ. 21, 43. Ιω. 7, 35.
206 Λουκ. 1, 32, 33.
207 Ματθ. 5, 35.
208 Ματθ. 4, 17. 10, 7.
209 Μαρκ. 1, 15. Λουκ. 4, 43. 10, 11. Ιω. 3, 5. Πρβλ. Ματθ. 4, 8, 9.
210 Ματθ. 20, 21. Λουκ. 24, 21. Πράξ. 1, 6.
211 Ιω. 19, 15, 21.
212 Λουκ. 17, 20-21. Ιω. 18, 36 ε.
213 Ιω. 4, 26.
214 Ιω. 7, 27. 1, 46. 7, 41.
215 Ιω. 3, 17. 6, 38, 57, 62. 7, 28 ε., 8, 23, 42, 58. 17, 5, 24.
216 Εβρ. 1, 4 εξ.
217 Ματθ. 16, 20-23. 17, 21, 22. Μαρκ. 8, 30-33 και 9, 29-31.9. Λουκ. 9, 21-22, 44, 45.
218 Ματθ. 20, 17-19. Μαρκ. 10, 32-34. Λουκ. 17, 31-34.
219 Ιω. 12, 32-34. Πρβλ. Ιω. 19, 20-21.
220 Λουκ. 24, 26-27.
221 Ιω. 12, 32-34.
222 Λουκ. 19, 11.
223 Λουκ. 17, 20-21.
224 Ματθ. 20, 21-28. Μαρκ. 10, 37-45.
225 Ματθ. 5, 3 ε., 19. Λουκ. 6, 20.
226 Ματθ. 18, 3. 19, 14. Μαρκ. 10, 14. Λουκ. 10, 6.
227 Ματθ. 19, 12, 23, 24. Μαρκ. 10, 23, 24.
228 Ματθ. 16, 24. Μαρκ. 8, 34. Λουκ. 9, 23.
229 Ιω. 3, 3, 5.
230 Λουκ. 17, 21.
231 Ματθ. 6, 33. Λουκ. 12, 31.
232 Ματθ. 12, 28. Λουκ. 11, 20.
233 Λουκ. 9, 2, 60.
234 Ιω. 18, 36.
235 Λουκ. 9, 27.
236 Ματθ. 6, 10. Λουκ. 11, 2.
237 Ματθ. 8, 11 ε., 13, 3 ε., 13, 24 ε., 31 ε., 33 ε., 18, 23 ε., 22, 2 ε., 25, 1 ε., Μαρκ. 4, 1 ε., 30 ε., Λουκ. 8, 4 ε., 13, 18 ε.,14, 16 ε.
238 Μαρκ. 4, 21, 22. Λουκ. 8, 16, 17. 23, 42.
239 Ματθ. 3, 9. Λουκ. 3, 8.
240 Μαρκ. 1, 7 ε. Ματθ. 3, 11 ε. Λουκ. 3, 16 ε.
241 Ιω. 1, 26 ε.
242 Ιω. 1, 33.
243 Ιω. 1, 29.
244 Ιω. 1, 30.
245 Ιω. 1, 29.
246 Ιω. 1, 31, 33.
247 Ιω. 1, 32, 34.
248 Ιω. 18, 36.
249 Μαρκ. 10, 42.
250 Ματθ. 4, 8 ε. Λουκ. 4, 5 ε.
251 Ματθ. 8, 11 ε. Λουκ. 13, 20 ε.
252 Μαρκ. 14, 46 ε. Ματθ. 26, 50 ε. Λουκ. 22, 49 ε.
253 Ματθ. 10, 34. Λουκ. 12, 49, 51. 14, 31 ε.
254 Ιω. 4, 25-30 ΠΡβλ. Wilhelm Bousset, Die Religion des Judentums imspathellenistischen Zeitalter (Tübingen 1926), σελ. 224 ε.
255 Εβρ. 13, 8.
256 Γεν. 3, 15.
257 ‘’Και είπεν ο Θεός...’’ (Γεν. 1, 3, 6, 9, 11, 14, 20, 24, 26, 29. 2, 18). Ιω. 1, 1 ε.
258 Ιω. 1, 14, 30. Γαλ. 4, 4 Τιτ. 2, 11 ε. 3, 4.
259 Κολ. 1, 9.
260 Ματθ. 10, 20. Λουκ. 24, 49. Ιω. 14, 16, 26. 15, 26. 16, 7 ε., 13 ε. Πράξ. 1, 4, 5, 8.
261 Ιω. Χρυσόστομος στο: Migne ΕΠ 50, 796.
262 Λουκ. 4, 18. (Ησ. 61, 1, 2. 58, 6).
263 Λουκ. 2, 49. Ιω. 2, 16.
264 Ιω. 5, 39.
265 Ιω. 4, 25, 26.
266 Λουκ. 24, 27.
267 Ματθ. 1, 22 εξ. 2, 5 ε., 15β, 17. 3, 3. 4, 14 ε., 8, 17. 12, 17 ε., 13, 35. 27, 9. Ιω. 12, 38 ε., 13, 18. 19, 24, 36, 37. Πρά ξ.
2, 25 ε. 4, 25 ε. 13, 33 ε., Ρωμ. 11, 26. 15. 12. Α’ Κορ. 15, 3. Α’ Τιμ. 3, 16. Εβρ. 1, 5 ε. 5, 5 ε. Α΄ Πετρ. 2, 6 ε.
268 Ιω. 1, 33.
269 Ιω. 1, 30.
270 Εβρ. 11, 24-26.
271 Εβρ. 11, 39-40.
272 Εβρ. 12, 18-19.
273 Ιω. 1, 14.
274 Α’ Ιω. 1, 1 ε.
275 Εβρ. 5, 10.
276 Εβρ. 7, 4 ε.
277 Εβρ. 9, 16.
278 Εβρ. 10, 12.
279 Εβρ. 10, 14.
280 Εβρ. 10, 10.
281 Εβρ. 9, 26.
282 Εβρ. 9, 15.
283 Α’ Πετρ. 3, 18.
284 Εβρ. 10, 14.
285 Εβρ. 7, 22.
286 Εβρ. 9, 15.
287 Εβρ. 7, 22.
288 Εβρ. 8, 6.
289 Εβρ. 10, 1.
290 Εβρ. 1, 19.
291 Ιερ. 38 (Εβρ. 31), 31 ε.
292 Εβρ. 8, 7.
293 Εβρ. 8, 13.
294 Εβρ. 9, 13.
295 Εβρ. 9, 10. 10, 1.
296 Εβρ. 10, 11.
297 Εβρ. 10, 4.
298 Εβρ. 9, 12-14.
299 Κλημ. Αλεξ. Στρωματείς, 6, 15 P.G. 9, σελ. 352.
300 Κλημ. Αλεξ. Στρωματείς, 5 P.G. 9, 261.
301 Όπ. π. 6, 15. P.G. 9, 349.
302 Ιω. Χρυσοστόμου PG 51, 282 και 284.
303 Ιω. Χρυσοστόμου, PG 51, 285.
304 Ιω. Χρυσοστόμου, PG 51, 286.
305 Wilhelm Vischer, Das Christuszeugnis des Alten Testaments, I. Teil (Zürich 1946), σ. 7 ε. σ. 10, 12, 24 ε, 28 ε., 32.,
306 Λουκ. 4, 21.
307 Ρωμ. 10, 4.
308 Ιω. 1, 45.
309 Ιω. 5, 46-47.
310 Αυγούστου Νικολάου όπ. π., τ. Ε’, σ. 439.
311 Cornelii Taciti, Historiarum V, 13.
312 Αυγούστου Νικολάου, όπ. π. Ι, σ. 458.
313 Γεν. 3, 15.
314 Γεν. 19, 10.
315 Ησ. 42, 4.
316 Ιω. Δαμασκηνού, όπ. π. 4, 14 PG, 94, 1160C.
317 Λουκ. 1, 28.
318 Γαλ. 4, 4-5.
319 Στίχοι Συναξαρίου Γέννησης, ‘’Μηνιαίο’’ Δεκεμβρίου της κε’.
320 Ιω. 1, 9. ΠΡβλ. Εβρ. 11, 3.
321 Γαλ. 3, 24.
322 Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, (Αθήναι 1907), σ. 166 ε.
323 Λουκ. 2, 22 ε.
324 Λουκ. 2, 38.
325 Λουκ. 2, 47.
326 Ματθ. 13, 54-55.
327 Ιω. 1, 34.
328 Ιω. 1, 14.
329 Βαρούχ, 3, 36-38.
330 Α’ Ιω. 1, 1 ε.
331 Α’ Τιμοθ. 6, 15.
332 Κολοσ. 2, 9.
333 Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις Ορθοδόξου πίστεως, 3, 3 PG 94, 993 Α.
334 Ησ. 7, 14. 8, 8. Ματθ. 1, 23.
335 Riedmann Alois, Die Wahrheit über Christus. Ein religions-geschichflicher Vergleich (Freiburg 1952).
336 Όπ. π. σ. 17.
337 Όπ. π. σ. 19.
338 Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, που διαβάζεται στις 6 Ιανουαρίου ως ευχή του Μ.Αγιασμού.
339 G. van der Leew, Phänomenmologie der Religion, Tübingen 1933, σ. 633.
340 Όπ. π. σ. 535.
341 Όπ. π. σ. 536.
342 Όπ. π. σ. 552.
343 Εβρ. 2, 2.
344 Johannes Witte, Die Christus-Botschaft und die Religionen (Göttingen 1936) σ. 157.
345 Κολ. 2, 13-14.
346 PG 29, 440.
347 PG 29, 441.
348 PG 29, 400.
349 PG 50, 80.
350 Εφ. 2, 14.
351 PG 50, 645.
352 PG 50, 809.
353 PG 50, 803.
354 PG 52, 408.
355 PG 51, 98.
356 Β’ Κορ. 5, 18 ε.
357 PG 51, 350.
358 PG 50, 438.
359 PG 50, 808.
360 PG 50, 723.
361 Pg 50, 821, 822.
362 PG 50, 707.
363 PG 50, 439.
364 Α’ Κορ. 15, 21-22.
365 Ρωμ. 5, 15.
366 Ρωμ. 5, 10.
367 Ιω. Χρυσόστομος, PG 50, 741.
368 PG 51, 367.
369 PG 49, 396.
370 PG 50, 702.
371 PG 50, 820.
372 PG 50, 823.
373 PG 50, 687.
374 PG 50, 794-5.
375 PG 50, 823.
376 PG 29, 473.
377 PG 32, 128.
378 PG 52, 497-8.
379 PG 50, 818.
380 PG 50, 804.
381 Max Müller, Essays I, σ. XVII ε.
382 Όπ. π., σ. 18.
383 Λουκ. 1, 31 & Ματθ. 1, 21.
384 Ιω. 17, 3.
385 Ματθ. 21, 11. 26, 69, 71 κ.ά.
386 Ματθ. 27, 37 & Ιω. 19, 19.
387 Φιλ. 2, 9.
388 Εφ. 1, 21.
389 Πρ. 4, 12.
390 Ιερ. 23, 5.
391 Ζαχ. 6, 12.
392 Ματθ. 4, 16.
393 Ματθ. 4, 16.
394 Αποκάλ. 12, 1.
395 Ακάθιστος Ύμνος, Γ’, 3.
396 2 τροπάριο της δ’ ωδής του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου.
397 Kaerst Julius, Geschichte des Hellenismus 1 3 (Leipzig – Berlin 1927), σ. 178.
398 Πρ. 17, 26.
399 Αποκ. 12, 5.
400 Ρωμ. 16, 7.
401 Γαλ. 1, 1.
402 Εφ. 4, 6.
403 Ρωμ. 13, 14.
404 Γαλ. 1, 1.
405 Α’ Κορ. 2, 16.
406 Β’ Κορ. 3, 5-6.
407 Α’ Κορ. 1, 23-24.
408 Βασ. Χ. Ιωαννίδου, Ο Απ. Παύλος και οι Στωϊκοί φιλόσοφοι...., Θεσσαλονίκη 1934, σ. 165.
409 Γαλ. 2, 20.
410 Πρ. 14, 11 ε.
411 Πρ. 17, 24 ε., 30 ε.
412 Κολ. 2, 3.
413 Α’ Κορ. 1, 20.
414 Α’ Κορ. 1, 17-3, 20.
415 Βασ. Ιωαννίδου, όπ. π., σ. 204.
416 Ρωμ. 1, 21.
417 Κολ. 2, 9.
418 Κολ. 2, 22.
419 Εβρ. 7, 19.
420 Λουκ. 24, 31, 45.
421 Λουκ. 24, 25.
422 Πράξ. 7, 51.
423 Β’ Κορ. 4, 3-6.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.