Οἱ ἱεροί κανόνες ἀποτελοῦν θεμελιώδεις πηγές τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, διότι παρέχουν τήν αὐθεντικώτερη μαρτυρία τόσο γιά τά κατά ἐποχές ἀναφυέντα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ὅσο καί γιά τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεώς τους ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀξιολόγηση ὅμως τῶν κανόνων ὡς πηγῶν τοῦ κανονικοῦ Δικαίου προϋποθέτει μία ἀντικειμενική τοποθέτηση ὡς πρός τή θεανθρώπινη φύση τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἰδιαίτερο πνευματικό χαρακτήρα καί τόν συγκεκριμένο ἱστορικό σκοπό τους. Εἶναι δηλαδή ἀναγκαία ἡ διάκριση τῶν ἱστορικῶν προϋποθέσεων καί τοῦ καθ' ὕλην ἱστορικοῦ περιεχομένου τους ἀπό τήν ἐκφραζόμενη μέσα ἀπό αὐτούς συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἑκάστοτε ἀνακυπτόντων ζητημάτων, ἕνεκα προφανοῦς παρανοήσεως τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως. Ἡ διάκριση αὐτή εἶναι δυσχερέστατη, διότι στούς κανόνες ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται σέ μία ἱστορική καί μορφολογική συνάρτηση πρός τό ἀντιμετωπιζόμενο συγκεκριμένο ζήτημα καί πρός τίς κρατοῦσες σέ κάθε ἐποχή συνθῆκες. Εἶναι εὐνόητον ὅτι μόνο μέ τή βασιζόμενη στήν ἱστορικογενετική μέθοδο ἀντικειμενική ἱστορικοκανονική μελέτη εἶναι δυνατή ἡ διάκριση τοῦ ἱστορικοῦ περιεχομένου τῶν κανόνων ἀπό τήν ἐκφραζόμενη μέσα ἀπό αὐτούς συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τήν ἐπίτευξη ὅμως τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ πρέπει νά γίνη μία ἰδιάζουσα ἔναντι τῶν ἄλλων πηγῶν τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἀξιολόγησή τους καί νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψει ὁρισμένες βασικές ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, χωρίς τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατη ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῶν κανόνων.
Ἀπό τά ἀνωτέρω καθίσταται σαφές ὅτι ἡ ὅλη κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀξιολογηθῆ μέ μία ὀρθή ἑρμηνεία κάθε συγκεκριμένης ὁμάδας κανόνων, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές ἤ τίς Τοπικές συνόδους ἤ καί ἀπέρρευσαν ἀπό τήν αὐθεντία τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὀρθή ὅμως ἑρμηνεία προϋποθέτει καί τήν ἀναγωγή κάθε κανόνα ἤ κάθε ὁμάδας ὁμοειδῶν κανόνων στήν πληρότητα τῆς μυστηριακῆς καί τῆς καθ' ὅλου πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἀναφέρεται τό ὅλο περιεχόμενο τῆς κανονικῆς παραδόσεως. Ἄν δέν προηγηθῆ ἡ ἑρμηνευτική αὐτή προσπάθεια, τότε οἱ φαινομενικές ἀντιθέσεις τῶν κανόνων θά πληθύνονται κατά τά ἑκάστοτε ὑποκειμενικά κριτήρια ἤ κίνητρα τῶν κανονολόγων, ἐνῶ ἡ εὐκαίρως ἤ ἀκαίρως προβαλλόμενη ἀχρηστία γιά ὁρισμένους κανόνες θά διευρύνεται προϊόντος τοῦ χρόνου. Πράγματι, πολλές φορές τό γράμμα τῶν κανόνων τίθεται ὑπεράνω τοῦ πνεύματος καί κάθε κανόνας ἀξιολογεῖται ἀπομονωμένος ἀπό τήν καθ' ὅλου κανονική παράδοση, ἤτοι ἀνεξάρτητα ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως καί ἀπό τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ἡ ἑρμηνευτική τῶν κανόνων πρέπει νά ἔχη πάντοτε πρό ὀφθαλμῶν ὁρισμένες ἰδιότυπες ἐκκλησιολογικές καί ἱστορικοκανονικές ἑρμηνευτικές ἀρχές, χωρίς τίς ὁποῖες ἡ ἑρμηνεία ἀκόμη καί τῶν ἐπί μέρους κανόνων κινδυνεύει νά ἀποδειχθῆ μία μονομερής ἤ καί ἐσφαλμένη ἀξιολόγηση τοῦ πνεύματος ἤ τοῦ βουλήματος αὐτῶν:
Πρῶτον, κατά τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀξιολόγηση τῶν κανόνων προϋποτίθεται βεβαίως ἡ ἐπαρκής θεολογική κατάρτιση καί τό ὑγιές ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μελετητῆ. Διαφορετικά εἶναι ἀδύνατη ἡ ὀρθή προσέγγιση τῶν κανονικῶν κειμένων, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν βεβαίως μόνο ἕνα ἁπλό ἀντικείμενο ξηρᾶς ἤ ὁριζόντιας ἱστορικοφιλολογικῆς μελέτης. Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν
ἑρμηνεία ἑνός κανόνος πρέπει νά ἐπιτευχθῆ κατά τό ἐφικτόν ἡ ἀφαίρεση τῆς ὑποκειμενικότητας τῶν προϋποθέσεων ἤ τῶν σκοπιμοτήτων τοῦ μελετητῆ, διότι ἡ ἔναντι τοῦ κανόνα ἀπριοριστική τοποθέτηση εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήση σέ ἐσφαλμένα συμπεράσματα. Οἱ προϋποθέσεις καί οἱ σκοποί τῶν κανόνων ἔχουν ἤδη τεθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά περιορίζεται ἡ ὑποκειμενική ἑρμηνευτική εὐχέρεια τοῦ μελετητῆ. Ὁ μελετητής δηλαδή τῶν κανόνων πρέπει προηγουμένως νά ἔχη μυηθῆ στό καθ' ὅλου πνεῦμα τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί νά σέβεται ὅλες τίς ἀπαραίτητες γιά τήν ἑρμηνεία τους ἐκκλησιολογικές καί ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις.
Δεύτερον, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν κανόνων πρέπει νά ληφθῆ σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ὅτι αὐτοί δέν ἀποτελοῦν ἕνα αὐθύπαρκτο, ἀνεξάρτητο καί αὔταρκες τμῆμα τῶν πηγῶν τῆς ἀποκαλύψεως, ἀλλά ἐντάσσονται ὀργανικῶς στήν καθ' ὅλου ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἑρμηνεύουν τήν Ἁγία Γραφή καί ἑρμηνεύονται μόνο δι' αὐτῆς καί διά τῆς ἀναφορᾶς τους στήν καθ' ὅλου ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς μία προϋπόθεση sine qua non γιά τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῶν κανόνων, δεδομένου ὅτι ἡ ὅλη συγκρότηση τοῦ καθ' ὕλην περιεχομένου τους θεμελιώνεται ἀμέσως ἤ ἐμμέσεως ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως. Τό γεγονός λοιπόν ὅτι κατά τή διατύπωση ὁποιασδήποτε κανονικῆς διατάξεως τίθεται ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση ἡ ἀνέδειξη τῆς πληρότητας τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, ὅπως αὐτή κατέχεται πάντοτε καί βιώνεται συνεχῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθιστᾶ τήν παραθεώρηση τῆς προϋποθέσεως αὐτῆς κατά τήν ἑρμηνεία τῶν κανόνων μία ἀνεπίτρεπτη ἀσυνέπεια ἤ καί ἐπικίνδυνη παράλειψη. Οἱ συνέπειες τῆς παραλείψεως αὐτῆς εἶναι βαρύτατες ὄχι μόνο γιά τήν ὀρθή ἀξιολόγηση τοῦ πνεύματος τῶν κανόνων, ἀλλά καί γιά τήν πληρότητα τῆς ἀκολουθούμενης κατά τήν ἑρμηνεία ἐπιστημονικῆς μεθόδου, ἀφοῦ ἡ περικοπή τῶν κανόνων ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως αἴρει de facto καί τίς ἀντικειμενικές ἱστορικοφιλολογικές προϋποθέσεις ἀνευρέσεως τοῦ πρυτανεύοντος σέ αὐτούς πνεύματος. Ἡ τυχόν ἀποσύνδεση τῆς ἱστορικῆς μορφῆς τῶν κανόνων ἀπό τό ὑποκείμενο αὐθεντικό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως ταυτίζεται πρός τήν ἀποθεμελίωση τῆς ὅλης κανονικῆς παραδόσεως καί τήν ἀποσύνθεσή της σέ ἀδιάφορα γιά τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας ἐπί μέρους ἱστορικά σχήματα, τά ὁποῖα δέν θά ἔχουν πλέον καμμία σχέση πρός τή φύση ἤ πρός τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας.
Τρίτον, γιά τήν ὀρθή κατανόηση ἤ ἑρμηνεία τῶν κανόνων πρέπει νά γίνη a priori σαφής διάκριση μεταξύ τοῦ ἱστορικοῦ περιβλήματος καί τοῦ ἐμπεριεχομένου κατά κάποιο τρόπο σέ αὐτό πνεύματος τῆς κανονικῆς παραδόσεως. Ἡ ἑρμηνεία τῶν κανόνων δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναληφθῆ ὑπό τήν ἔννοια ἑνός αὐτόνομου νομικοῦ ἐμπειρισμοῦ, ἤτοι ὑπό τήν ἔννοια μιᾶς μονοσήμαντης ἔρευνας τῆς ὑφισταμένης φραστικῆς διατυπώσεως ἤ τοῦ τιθέμενου συγκεκριμένου σκοποῦ. Ἀντιθέτως, τότε ὑπάρχει πράγματι ὁ κίνδυνος εἴτε τῆς ἀπολυτοποιήσεως τοῦ γράμματος τῆς κανονικῆς παραδόσεως ἤ τοῦ περιορισμοῦ τοῦ πνεύματός της σέ μία ἀθροιστική σύνθεση τῶν ρητῶς ἀναφερομένων εἰδικῶν περιπτώσεων, κατά τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἐφάρμοσε στήν πράξη τήν πληρότητα τῆς βιούμενης ἀπό αὐτήν ἀλήθειας τῆς πίστεως. Ἡ τυχόν ὅμως ἀπολυτοποίηση τῆς ἱστορικῆς ὕλης τῆς κανονικῆς παραδόσεως θά σήμαινε συγχρόνως καί τή χρησιμοποίηση τοῦ μέρους γιά τήν ὑποκατάσταση τοῦ ὅλου τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν ὑπέρτατο ἐμπειρικό "νόμο" τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ὀρθή λοιπόν ἑρμηνεία τῶν κανόνων προϋποθέτει κατ' ἀνάγκην ἀφ' ἑνός μέν τήν ἀποκατάσταση τῆς αὐθεντικῆς κατακόρυφης σχέσεως τοῦ πνεύματος αὐτῶν πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν ἀβίαστη καί ἀντικειμενική ὁριζόντια ἔνταξη τοῦ ἱστορικοῦ τους περιβλήματος στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία κάθε ἐποχῆς.
Τέταρτον, ἡ ἑρμηνεία τῶν κανόνων πρέπει νά πραγματοποιηθῆ μέ βάση ὅλες τίς καθιερωμένες σύγχρονες ἐπιστημονικές ἀρχές τῆς ἑρμηνευτικῆς. Δέν ἀρκεῖ δηλαδή μόνο μία ἁπλῆ κατά γράμμα ἑρμηνεία, ἀλλά πρέπει νά ἀνευρεθοῦν μετά ἀπό ἐνδελεχῆ ἔρευνα ὅλα τά ἱστορικά αἴτια καί ὁ συγκεκριμένος σκοπός τῶν συγκεκριμενων κανόνων, οἱ εἰδικώτερες κανονικές τάσεις κατά τήν ἐν λόγῳ ἐποχή, ἡ γενικώτερη ἐκκλησιαστική κατάσταση, ἡ σημασία τῶν ζητημάτων στά ὁποῖα ἀναφέρονται οἱ κανόνες, ἡ σχέση τους πρός παράλληλα ἐκκλησιαστικά προβλήματα, ἡ κατά τήν ἐν λόγῳ ἐποχή χρησιμοποιούμενη κανονική ὁρολογία, ἡ αὐθεντία τῶν θεσπισάντων τούς κανόνες ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων, ἡ ἀκολουθηθεῖσα διαδικασία, οἱ κατ' αὐτήν διεξαχθεῖσες συζητήσεις, τά ἀναζητηθέντα κατά τή θέσπιση τῶν κανόνων ἐκκλησιαστικά ἐρείσματα κ.ἄ. Μόνο μετά ἀπό μία τέτοια ὑπεύθυνη καί ἐξαντλητική μελέτη τῶν ἐκκλησιολογικῶν καί τῶν ἱστορικοκανονικῶν προϋποθέσεων πρέπει νά ἀσκηθῆ ἡ ἱστορικοφιλολογική κριτική τοῦ κειμένου τῶν κανόνων, ὥστε νά ἀποκατασταθῆ τό αὐθεντικό κείμενο, νά προσδιορισθῆ ἐπακριβῶς ἡ κανονική σημασία τῶν χρησιμοποιούμενων ὅρων, νά διασαφηθῆ ὁ ἰδιαίτερος σκοπός τῆς θεσπίσεως κάθε κανόνα καί κατ' ἀκολουθίαν νά ἀποδοθῆ τό αὐθεντικό τους βούλημα.
Πέμπτον, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν κανόνων πρέπει νά ἀποφευχθοῦν οἱ συνήθεις ἐσφαλμένοι ἀναλογικοί παραλληλισμοί, νά παρακαμφθοῦν ὑποκειμενικές ἤ ἄστοχες συσχετίσεις, νά ἀρθοῦν ὅσες ἀφάφειες εὐνοοῦν παρερμηνεῖες, νά διασαφηθῆ ἤ νά θεραπευθῆ ὁποιαδήποτε ἀοριστία ὅρου ἤ διατυπώσεως, νά ἐπισημανθοῦν οἱ τυχόν σκόπιμες κατά τό παρελθόν παραποιήσεις τοῦ κειμένου, νά ὑποδεχθοῦν οἱ προταθεῖσες ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες καί νά ἐξετασθοῦν ὅλες οἱ δυνατότητες ὀρθῆς ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Κατά τήν ἑρμηνεία πρέπει σαφῶς νά καθορισθῆ τί λέγει καί τί δέν λέγει πράγματι ὁ κανόνας γιά τήν ἐποχή τήν ὁποία θεσπίσθηκε, νά ἀνευρεθῆ τό ἰδιάζον ἤ τό νέον καί νά διαπιστωθῆ ἡ συμφωνία ἤ ἡ ἐξέλιξή του σέ σύγκριση πρός ἀνάλογα ἤ παρεμφερῆ προγενέστερα ἤ καί σύγχρονα πρός αὐτόν κανονικά κείμενα. Τέλος, τό πνεῦμα καί τό βούλημα τοῦ κάθε κανόνα πρέπει νά ἀποδοθοῦν μέ μία θετική διατύπωση καί ὄχι μέ μία στενή ἤ κατά γράμμα ἑρμηνεία τους, διότι μόνον ἔτσι καθίσταται εὐχερέστερη ἡ ὀρθή ἀναγωγή τοῦ πνεύματος τοῦ κανόνα στό ὅλο περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως.
Ἕκτον, ἡ κατά τήν ἑρμηνεία τῶν κανόνων διαπιστούμενη συνήθως πολυμορφία ἐκφράσεων τῆς κανονικῆς παραδόσεως δέν πρέπει νά προβληματίζη τόν ἐρευνητή, διότι κάθε συγκεκριμένος κανόνας δέν ἀποτελεῖ καί τή μόνη αὐθεντική προσαρμογή τοῦ περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως στόν ἱστορικό βίο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δηλαδή δυνατόν νά ὑπάρχουν πολλές καί παράλληλες κανονικές διατυπώσεις γιά τό ἴδιο ἤ γιά ἀνάλογο θέμα, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν παραβλάπτουν τήν αὐθεντικότητα τῆς δεδομένης ἱστορικῆς προσαρμογῆς στόν συγκεκριμένο κανόνα. Οἱ κανόνες δέν ἀποκλείουν μία ἱστορική πολυμορφία τῆς αὐθεντικῆς ἐκφράσεως τοῦ μηνύματος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ἐνῶ ἀποκλείουν οὐσιώδεις ἀντιθέσεις καί στήν πολυμορφία αὐτή. Ἡ πολυμορφία χωρίς οὐσιαστικές ἀντιθέσεις εἶναι συνήθης στήν κανονική παράδοση.
Ἕβδομον, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν κανόνων, μάλιστα δέ τῶν ὁμοειδῶν, πρέπει νά γίνη σαφής διάκριση τῶν κανόνων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατακρίνουν κάποιο κανονικό παράπτωμα κατά τή διάπραξή του (αἵρεση, σχίσμα, φατρία, παρασυναγωγή, ἐσφαλμένη ἠθική διδασκαλία), ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀποσκοποῦν στόν καθορισμό τῶν κανονικῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἐπιστροφή τῶν μετανοούντων στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Στούς πρώτους ἐφαρμόζεται συνήθως ἡ κανονική ἀκρίβεια, ἐνῶ ἐπιβάλλονται συνήθως αὐστηρότερες ποινές κατά τῶν θιγόντων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, στούς μετανοοῦντες ἀσκεῖται πάντοτε ἡ ἐκκλησιαστική οἰκονομία τόσο γιά τήν ἐνίσχυση τῆς ἑνότητας, ὅσο καί γιά τή σωτηρία τῶν μετανοούντων μέ τήν παροχή τῶν ἁγιαστικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ μέν κανονική ἀκρίβεια ἐκφράζει τήν ἀπόλυτη φύση καί τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δέ ἐκκλησιαστική οἰκονομία ἀποτελεῖ μιά εἰδική ποιμαντική ἐφαρμογή τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας στίς καθ' ἕκαστον περιπτώσεις.
Ὄγδοον, ἡ ὀρθή ἀναγωγή τῶν ἐπί μέρους ὁμοειδῶν ἤ συναφῶν κανόνων στό ὀργανικό τους ὅλο συνεπάγεται, σέ τελευταία ἀνάλυση, τήν ἀναφορά τους στήν καθ' ὅλου μυστηριακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση "ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημειοῦται" (Ν. Καβάσιλας). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθῆ βασίμως ὅτι ὅσοι κανόνες ἀναφέρονται λ.χ. στή διοικητική ὀργάνωση τῆς τοπικῆς καί τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας ἀπορρέουν ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, γι' αὐτό καί ὅλοι ἀναφέρονται στήν κανονική κτήση, τήν ἄσκηση ἤ τήν ἀπώλεια τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους, ἐνῶ λειτουργουν μέ ἄξονα τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στήν ὁποία συγκεφαλαιώνεται ἡ ὅλη μυστηριακή ἐμπειρία καί φανερώνεται τό ὅλο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔνατον, πράγματι τό Διοικητικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζει τήν κατά ἐποχές κανονική κατανομή τοῦ δικαίου τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως τῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἐπίσης καί τόν ρόλο τῶν λοιπῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν, ὥστε νά βεβαιώνεται συνεχῶς ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στή Θεία Εὐχαριστία καί στήν ὅλη μυστηριακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Στά ἴδια πλαίσια λειτουργεῖ καί τό Ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο, μέσα ἀπό τή μεγάλη ποικιλία τῶν πνευματικῶν ποινῶν, προσδιορίζει ἁπλῶς τήν κανονική σχέση τῶν ἐπισκόπων, τῶν λοιπῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν πρός τή Θεία Εὐχαριστία καί τήν ὅλη μυστηριακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ εὐχαριστιοκεντρικός χαρακτήρας τῶν διοικητικῶν καί τῶν ποινικῶν κανόνων καθιστᾶ ἀναγκαία τήν ἑρμηνευτική ἀναγωγή τόσο τοῦ περιεχομένου ὅσο καί τῆς ἀμφίσημης ὁρολογίας (χειροτονία, ἀφορισμός, κοινωνία) τῶν σχετικῶν κανόνων στήν ἀνωτέρω θεμελιώδη ἀρχή τῆς ὑπάρξεως καί τῆς λειτουργίας τους. Ἔτσι, ἀποφεύγονται ὄχι μόνο οἱ συνήθεις στή νομική θεωρία ἐσφαλμένες διακρίσεις γιά τόν χαρακτῆρα τῶν κανόνων (διοικητικοί, δογματικοί), ἀλλά καί οἱ αὐθαίρετες ἤ καταχρηστικές ἑρμηνεῖες τῶν ἀμφισήμων κανονικῶν ὅρων, ὅπως λ.χ τῶν ὅρων χειροτονία (ἐκλέγω - τελῶ χειροτονία), ἀφορισμός (μικρός ἤ μεγάλος ἀφορισμός), ἀκοινωνησία (ἐπιτίμιο-ποινή) κ.λπ. Μέ τήν ἀναγωγική αὐτή πρός τίς θεμελιώδις ἀρχές ἑρμηνευτική μέθοδο διασώζεται τό αὐθεντικό βούλημα κάθε συγκεκριμένου κανόνα ὄχι μόνο κατά τήν ἱστορική του διατύπωση, ἀλλά καί κατά τήν πνευματική του ἀναφορά στήν ὅλη λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἡ ἑρμηνεία λοιπόν τῶν κανόνων εἶναι ἐπιτυχής μόνον ἐάν, τηρουμένων τῶν ἀνωτέρω ἑρμηνευτικῶν ἀρχῶν, καταστῆ δυνατή ἡ ἀπόδοση τοῦ πλήρους μηνύματός τους στή σύγχρονη ὁρολογία καί γλῶσσα. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ δυσχερές καί συνήθως ἀνασφαλές ἔργο, διότι δέν ὑφίστανται πάντοτε εὔλογα ἐρωτήματα τόσο ὡς πρός τήν αὐθεντική σχέση κανόνα καί ἑρμηνείας, ὅσο καί ὡς πρός τήν πλήρη ταυτότητα τοῦ πνεύματος ἀμφοτέρων. Ἡ πιστότητα ὅμως τοῦ πνεύματος τῆς ἑρμηνείας πρός τό αὐθεντικό πνεῦμα τῶν κανόνων εἶναι ἀκριβῶς καί τό αἴτημα ὁποιασδήποτε νέας κανονικῆς διατυπώσεως. Βεβαίως, ἡ προσήλωση στήν ἱστορική μορφή ἤ στήν καθ' ὕλην συγκρότηση τῶν κανόνων εἶναι μία ἀναγκαία προϋπόθεση, ἀλλά ὄχι καί ἕνα ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς ἑρμηνείας, καίτοι κατά τήν ἑρμηνεία πρέπει νά ἀναζητηθῆ ἡ αὐθεντική ἀναλογία ὅλων τῶν συγχρόνων πρός τούς κανόνες ἱστορικῶν δεδομένων, γιά τά ὁποῖα ἴσχυσε τό πνεῦμα καί τό περιεχόμενο αὐτῶν.
Ἡ ἀντικειμενική ὅμως δυσχέρεια ἀφ' ἑνός μέν γιά τή διασφάλιση τῆς πλήρους ταυτότητας μεταξύ τοῦ πνεύματος τοῦ κανόνα καί τοῦ πνεύματος τῆς ἑρμηνείας του, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τή διαφύλαξη τῆς αὐθεντικότητας τοῦ πνεύματος κατά τή μεταβολή τοῦ γράμματος ἐξηγοῦν τήν ἔναντι τῶν κανόνων αὐστηρή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, χωρίς βεβαίως νά ἀπολυτοποιῆ τό ἱστορικό τους γράμμα, τούς θεωρεῖ αὐθεντικούς καί βεβαίους φορεῖς τοῦ ὑποκειμένου πνεύματος. Ἔτσι, διαφυλάσσει μέ χαρακτηριστική εὐαισθησία τήν αὐθεντική ἱστορική συζυγία πνεύματος καί γράμματος, ὄχι μόνο γιά νά τηρήση μέσα ἀπό αὐτούς ἀνόθευτο τό μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, ἀλλά καί γιά νά θεμελιώση τή νέα αὐθεντική προσαρμογή τους σέ κάθε ἐποχή καί σέ οἰκεῖα γιά τούς πιστούς ἱστορικά σχήματα. Ὁ σεβασμός δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἱστορική συζυγία τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τῶν κανόνων πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὄχι βεβαίως ὡς ἕνα νοσηρό παραδοσιαρχικό σύνδρομο τῆς ἱστορικῆς της ἐξελίξεως, ἀλλά κυρίως ὡς μία ἀδιαμφισβήτητη ὑγιής εὐαισθησία γιά τήν περιφρούρηση τῆς ἀξιόπιστης πηγῆς καί τοῦ ἀνανεωτικοῦ της δυναμισμοῦ σέ ὅλες τίς ἐποχές τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας.
6. Οἱ σύνεδροι ὁμοφώνως κρίνουν ὡς ἀπαραίτητον τήν συνέχισιν τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τάς διαφόρους μορφάς τῆς διαχριστιανικῆς συνεργασίας.
7. Κρίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δύναται νά παραιτηθῇ τῆς ἀνατεθείσης αὐτῇ ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποστολῆς τοῦ παρέχειν μαρτυρίαν τῆς Ἀληθείας ἐνώπιον τοῦ μή ὀρθοδόξου κόσμου. Δέν πρέπει νά διακοποῦν αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν Χριστιανῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖοι τυγχάνουν ἕτοιμοι εἰς συνεργασίαν μετ' αὐτῆς.
8. Ὄντως τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξεν ἕν Βῆμα, ἔνθεν ἡ πίστις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολή καί αἱ ἀπόψεις αὐτῆς εἰς θέματα ἀφορῶντα εἰς τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν ἀνάπτυξιν καί τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος, κατέστησαν εὐρύτερον γνωστά εἰς τό μή ὀρθόδοξον κόσμον. Ἀνεπτύχθη μία καρποφόρος συνεργασία μεθ' ἑτέρων μελῶν τοῦ Συμβουλίου ἐπί τῷ τέλει ἵνα δοθοῦν ἀπαντήσεις εἰς τάς προκλήσεις τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ. Κατεδικάσθη ὁ προσηλυτισμός καί πολλαί ἐμπερίστατοι Ἐκκλησίαι εὗρον συναντίληψιν πρός συνέχισιν τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποστολῆς αὐτῶν. Τά Ὀρθόδοξα συμφέροντα συχνάκις προωθήθησαν, κυρίως εἰς χώρους ἔνθα οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς μειονότητες ἐγένοντο ἀντικείμενον διακρίσεων. Αἱ ὀρθόδοξοι ἀπόψεις ὡς πρός τά πολιτικά, οἰκονομικά καί πολιτιστικά θέματα ἐτέθησαν ἐπί τάπητος, ὡς ἐπίσης καί τό θέμα τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων πρός τά διάφορα θρησκεύματα. Σχισματικαί ὁμάδες καί τά οὕτω καλούμενα ἀνανεωτικά ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Προτεσταντισμοῦ κινήματα, κατόπιν αἰτήσεως τῶν Ὀρθοδόξων, δέν ἐγένοντο δεκτά ὡς μέλη τοῦ Συμβουλίου.
9. Ἐν τούτοις, ὑπάρχουν ὡρισμέναι ἐξελίξεις ἐντός τῶν ἐκ τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου προερχομένων μελῶν τοῦ Συμβουλίου, ἐξελίξεις αἱ ὁποῖαι ἀντικατοπτρίζονται ἐντός αὐτοῦ, καί αἱ ὁποῖαι ὅμως θεωροῦνται ὡς ἀπαράδεκτοι ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς πλεῖστα συνέδρια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν ἀναγκασμένοι νά ἐμπλακοῦν εἰς συζητήσεις θεμάτων, ἐντελῶς ὀθνείων πρός τήν παράδοσιν αὐτῶν. Κατά τήν Ζ´ Γενικήν Συνέλευσιν ἐν Καμπέρρᾳ ἐν ἔτει 1991ῳ καί κατά τάς μετά τό ἔτος 1992 Συνεδριάσεις τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συμβουλίου, οἱ Ὀρθόδοξοι σύνεδροι σθεναρῶς ἀντέστησαν εἰς τήν ἰδέαν τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων εἰς τό θέμα τῆς "περιεκτικῆς γλώσσης"· εἰς τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν· εἰς τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τῶν οὕτω καλουμένων "σεξουαλικῶν μειονοτήτων" καί ὡρισμένων τάσεων ὅσον ἀφορᾷ εἰς τόν θρησκευτικόν συγκρητισμόν. Αἱ δηλώσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἐπί τῶν ὡς ἄνω θεμάτων ἐθεωρήθησαν πάντοτε ὡς δηλώσεις μειοψηφίας καί τοιουτοτρόπως δέν ἐπηρέασαν τόν προσανατολισμόν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί τό ἐν αὐτῷ ἐπικρατοῦν ἦθος.
10. Μετά ἀπό αἰώνα ὁλόκληρον ὀρθοδόξου συμμετοχῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί παρουσίας ἡμίσεος αἰῶνος εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, δέν διαπιστοῦται ἱκανοποιητική πρόοδος εἰς τόν πολυμερῆ μεταξύ τῶν Χριστιανῶν Θεολογικόν Διάλογον. Ἀντιθέτως τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερον λόγῳ τῆς αὐξήσεως τῶν ἀναλόγων τάσεων ἐν τοῖς κόλποις ὡρισμένων Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν.
ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
"Προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων"
Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.