Στα τέλη του ις΄ αιώνα ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς στέλνει στην Πολωνία τον επιφανή θεολόγο και κληρικό Κύριλλο Λούκαρη από την Κρήτη, ανταποκρινόµενος στο αίτηµα των εκεί ορθοδόξων να τους βοηθήσει στον αγώνα τους κατά της δράσης των Ιησουιτών που οδήγησε στη δηµιουργία της πρώτης ουνιτικής Εκκλησίας (Σύνοδος της Βρέστης 1596)41. Στον αγώνα του ο Κύριλλος Λούκαρης αναζήτησε στηρίγµατα στις προτεσταντικές κοινότητες της Πολωνίας. Ο ίδιος αργότερα, ως πατριάρχης Αλεξανδρείας (1602-1622), έστειλε τον Μητροφάνη Κριτόπουλο (ο οποίος και τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Αλεξανδρείας) στην Αγγλία, στη Γερµανία και στην Ελβετία για να µελετήσει κυρίως την προτεσταντική θεολογία και τα προτεσταντικά εκκλησιαστικά πράγµατα. Η προτεσταντική επίδραση στη θεολογία του Μητροφάνη Κριτόπουλου είναι εµφανής στην Οµολογία Πίστεως42, την οποία έγραψε το 1625 και µε την οποία επιχειρεί να διαφωτίσει τους προτεστάντες σχετικά µε το περιεχόµενο της ορθόδοξης πίστης και κυρίως να τους προσεταιριστεί στον αγώνα του κατά των ρωµαιοκαθολικών. Στο θέµα του κανόνα της Παλαιάς ∆ιαθήκης ο Μητροφάνης διατυπώνει, στηριζόµενος στην απόφαση της Συνόδου της Λαοδικείας και στις σχετικές θέσεις των Γρηγορίου Θεολόγου, Αµφιλοχίου Ικονίου και Ιωάννη ∆αµασκηνού, την άποψη ότι τα εκτός του στενού κανόνα βιβλία ουδέποτε τα θεώρησε η Εκ- κλησία του Χριστού ως κανονικά και αυθεντικά και γι’ αυτό οι ορθόδοξοι δεν στηρίζουν σε αυτά τα δόγµατά τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρεί ότι τα επιπλέον βιβλία πρέπει να απορρίπτονται γιατί έχουν ψυχοφελές και αξιόλογο περιεχόµενο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1629, ο Κύριλλος Λούκαρης ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δηµοσίευσε στη Γενεύη τη δική του οµολογία πίστεως µε έντονη πολεµική διάθεση κατά των ρωµαιοκαθολικών. Στην οµολογία του αυτή ο πατριάρχης υιοθετούσε σαφώς καλβινικές θέσεις, γεγονός που προκάλεσε σάλο µεταξύ των ορθοδόξων. Στο θέµα του κανόνα ο Κύριλλος στηρίζεται στην απόφαση της Συνόδου της Λαοδικείας και υιοθετεί το στενό κανόνα.
Ως αντίδραση στα ανοίγµατα του Λούκαρη προέκυψαν µια σειρά από τοπικές συνόδους κατά του προτεσταντισµού43. Από αυτές, θέση στο ζήτηµα του κανόνα παίρνει η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 1642 στηριζόµενη στις αποφάσεις των συνόδων Λαοδικείας και Καρθαγένης. Έτσι, χαρακτηρίζει τα εκτός του ιουδαϊκού κανόνα βιβλία ως “µη κανονικά”, αλλά συµπληρώνει ότι δεν πρέπει να θεωρούνται και απορριπτέα.
Εκτός από τις συνοδικές αποφάσεις, οι θέσεις του Λούκαρη προκάλεσαν και την έκδοση και νέων οµολογιών πίστεως, όπως αυτές του µητροπολίτη Κιέβου Πέτρου Μογίλα (1638/42) και του πατριάρχη Ιεροσολύµων ∆οσιθέου (1672). Στην τελευταία, µάλιστα, φαίνεται σαφώς η ρωµαιοκαθολική επίδραση, καθώς ο πατριάρχης υποστηρίζει το δόγµα της µετουσίωσης, τη διδασκαλία για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και ως ένα βαθµό τα συγχωροχάρτια και ακόµη απαγορεύει την ανάγνωση της Αγίας Γραφής από µη ειδικούς44. Στο θέµα του κανόνα της Παλαιάς ∆ιαθήκης ο ∆οσίθεος υιοθετεί την πιο ακραία θέση υπέρ του ευρύτερου κανόνα. Υποστηρίζει ότι όλα τα βιβλία αναγνωρίστηκαν από την παράδοση της Εκκλησίας ως αυθεντικά µέρη της Αγίας Γραφής και, εποµένως, η απόρριψη ορισµένων θίγει και τα υπόλοιπα. Έτσι καταλήγει ότι από τους ορθοδόξους όλα τα βιβλία της Παλαιάς ∆ιαθήκης αναγνωρίζονται ως κανονικά και ως Αγία Γραφή.
Αν και η παραπάνω άποψη επικράτησε τελικά στο χώρο τηςΟρθοδοξίας, δεν έπαψαν να ακούγονται και αντίθετες φωνές, όπως, για παράδειγµα, η τάση που εµφανίστηκε στο χώρο της ρωσικής θεολογίας του ιη΄ µ.Χ. αιώνα, κατά προτεσταντική προφανώς επίδραση, να υποτιµάται το κύρος των εκτός του ιουδαϊκού κανόνα βιβλίων, χωρίς όµως να βρει ευρύτερη απήχηση. Όπως και να έχουν τα πράγµατα, οι απόψεις που διατυπώνονται την εποχή αυτήν, ακόµη και οι συνοδικές αποφάσεις,τροφοδοτούνται από την αντιπαράθεση ρωµαιο-καθολικισµού και προτεσταντισµού και εποµένως δεν µπορούν να εγείρουν αξιώσεις αυθεντικής λύσης του προβλήµατος για την ορθόδοξη Εκκλησία.
Συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων ήταν το να παγιωθούν τελικά οι διαφορετικές τοποθετήσεις στο θέµα του κανόνα, µε αποτέλεσµα οι τρεις µεγάλες χριστιανικές παραδόσεις να δέχονται σήµερα διαφορετικό αριθµό βιβλίων της Παλαιάς ∆ιαθήκης, όπως
παριστάνονται αναλυτικά στον πίνακα που παρατίθεται παρακάτω. Έτσι, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία δέχεται κατά παράδοση ως “κανονικά”, εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου (τα οποία όµως τιτλοφορούνται σύµφωνα µε τους Ο΄), 10 επιπλέον, ανεβάζοντας τον αριθµό των βιβλίων σε 49. Εκτός από τα επιπλέον βιβλία, εκτενείς προσθήκες στα ελληνικά υπάρχουν και στα βιβλία Εσθήρ και ∆ανιήλ. Όσα βιβλία δεν συµπεριλαµβάνονται στον κανόνα (π.χ.∆΄ Μακκαβαίων, κ.ά.) ονοµάζονται “απόκρυφα”. Η Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία ακολούθησε ανάλογη πρακτική δεχόµενη τελικά 46 βιβλία, τα οποία διακρίνει σε “πρωτοκανονικά” και “δευτεροκανονικά” (στον πίνακα σηµειώνονται µε πλάγια γράµµατα). Στα πρωτοκανονικά έργα συγκαταλέγονται τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, ενώ στα δευτεροκανονικά τα υπόλοιπα, καθώς και οι ελληνικές προσθήκες στα βιβλία Εσθήρ και ∆ανιήλ. Τα βιβλία που δεν συµπεριλαµβάνονται στον κανόνα αυτόν (Α΄ Έσδρας και Γ΄ Μακκαβαίων) ονοµάζονται επίσης “απόκρυφα”. Τέλος, οι Εκκλησίες που προέκυψαν από τη Μεταρρύθµιση δέχτηκαν τον κανόνα της ιουδαϊκής Βίβλου µε τα 39 βιβλία. Τα επιπλέον βιβλία που υπάρχουν στον κανόνα της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας ονοµάστηκαν “απόκρυφα”, ενώ όσα δεν συµπεριλαµβάνονται σ’ εκείνον “ψευδεπίγραφα” (π.χ. το Β΄ Μακκαβαίων είναι “κανονικό”για τους ελληνοορθοδόξους, “δευτεροκανονικό” για τους ρωµαιοκαθολικούς και “απόκρυφο” για τους διαµαρτυροµένους, ενώ το Γ΄ Μακκαβαίων είναι αντίστοιχα “κανονικό”, “απόκρυφο” και “ψευδεπίγραφο”). Μικρότερης έκτασης διαφορές υπάρχουν στους κανόνες που κατά παράδοση δέχονται οι άλλες εκκλησιαστικές παραδόσεις (σλαβόφωνη Ορθοδοξία, Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες, κλπ.). Η σειρά των βιβλίων µπορεί να ποικίλει ελαφρώς στις διάφορες εκδόσεις της Βίβλου, αλλά στον πίνακα ακολουθείται η συνήθης στις εκδόσεις των Ο΄ σειρά.
ΕΛΛΗΝΟΟΡΘΟ∆ΟΞΟΙ Ρ/ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Ιστορικά
Γένεσις Γένεση Γεν. /1. Μωυσή*
Έξοδος Έξοδος Έξ. /2. Μωυσή*
Λευιτικόν Λευιτικό Λευιτ. /3. Μωυσή*
Αριθµοί Αριθµοί Αριθµ. /4. Μωυσή*
∆ευτερονόµιον ∆ευτερονόµιο ∆ευτ. /5. Μωυσή*
Ιησούς του Ναυή Ιησούς Ιησούς
Κριταί Κριτές Κριτές
Ρουθ Ρουθ Ρουθ
Α΄ Βασιλειών Α΄ Σαµουήλ Α΄ Σαµουήλ
Β΄ Βασιλειών Β΄ Σαµουήλ Β΄ Σαµουήλ
Γ΄ Βασιλειών Α΄ Βασιλέων Α΄ Βασιλέων
∆΄ Βασιλειών Β΄ Βασιλέων Β΄ Βασιλέων
Α΄ Παραλειποµένων Α΄ Χρονικών Α΄ Χρονικών
Β΄ Παραλειποµένων Β΄ Χρονικών Β΄ Χρονικών
Α΄ Έσδρας απόκρυφο ψευδεπίγραφο
Β΄ Έσδρας** Έσδρας Έσδρας
Νεεµίας** Νεεµίας Νεεµίας
Τωβίτ Τωβίτ απόκρυφο
Ιουδίθ Ιουδίθ απόκρυφο
Εσθήρ (+) Εσθήρ (+) Εσθήρ
Α΄ Μακκαβαίων Α΄ Μακκαβαίων απόκρυφο
Β΄ Μακκαβαίων Β΄ Μακκαβαίων απόκρυφο
Γ΄ Μακκαβαίων απόκρυφο ψευδεπίγραφο
Ποιητικά - ∆ιδακτικά
Ψαλµοί Ψαλµοί Ψαλµοί
Ιώβ Ιώβ Ιώβ
Παροιµίαι Παροιµίες Παροιµίες
Άσµα Ασµάτων Άσµα Ασµάτων Άσµα Ασµάτων
Σοφία Σολοµώντος Σοφία Σολοµώντος απόκρυφο
Σοφία Σειράχ Σοφία Σειράχ απόκρυφο
Προφητικά
Μικροί Προφήτες
Ωσηέ Ωσηέ Ωσηέ
Αµώς Αµώς Αµώς
Μιχαίας Μιχαίας Μιχαίας
Ιωήλ Ιωήλ Ιωήλ
Οβδιού Οβδιού Οβδιού
Ιωνάς Ιωνάς Ιωνάς
Ναούµ Ναούµ Ναούµ
Αββακούµ Αββακούµ Αββακούµ
Σοφονίας Σοφονίας Σοφονίας
Αγγαίος Αγγαίος Αγγαίος
Ζαχαρίας Ζαχαρίας Ζαχαρίας
Μαλαχίας Μαλαχίας Μαλαχίας
Μεγάλοι Προφήτες
Ησαΐας Ησαΐας Ησαΐας
Ιερεµίας Ιερεµίας Ιερεµίας
Βαρούχ Βαρούχ*** απόκρυφο
Θρήνοι Θρήνοι Θρήνοι
Επιστολή Ιερεµίου*** Βαρούχ (κεφ. 6)*** απόκρυφο
Ιεζεκιήλ Ιεζεκιήλ Ιεζεκιήλ
∆ανιήλ (+) ∆ανιήλ (+) ∆ανιήλ
* Σε πολλές προτεσταντικές εκδόσεις της Βίβλου προτιµάται η δεύτερη ονοµασία για τα βιβλία της
Πεντατεύχου.
** Τα βιβλία Β΄ Έσδρας (10 κεφ.) και Νεεµίας (13 κεφ.) σε ορισµένες εκδόσεις των Ο΄ εκδίδονται ως ένα βιβλίο υπό τον τίτλο Β΄ Έσδρας, οπότε το περιεχόµενο του Νεεµίας αριθµείται ως κεφ. ια΄ - κγ΄ του Β΄ Έσδρας.
*** Το βιβλίο Επιστολή Ιερεµίου στον κανόνα της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας εµπεριέχεται ως κεφ.
ς΄ στο βιβλίο Βαρούχ.
Παρά τις διαφορές όµως στον αριθµό των βιβλίων, κοινό στοι- χείο στους κανόνες όλων των χριστιανικών παραδόσεων αποτελεί το σύστηµα κατάταξης των βιβλικών έργων, που διαφέρει από εκείνο της ιουδαϊκής Βίβλου. Συγκεκριµένα, όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα, τα βιβλία της χριστιανικής Παλαιάς ∆ιαθήκης κατατάσσονται ανάλογα µε το χαρακτήρα τους σε τρεις οµάδες, “Ιστορικά”, “Ποιητικά -
∆ιδακτικά” και “Προφητικά”, από τις οποίες η τρίτη υποδιαιρείται µε βάση την έκταση των έργων σε δύο υποοµάδες, “Μεγάλοι” και “Μικροί Προφήτες” ή “∆ωδεκαπρόφητο”. Έτσι, η παγίωση του κανόνα της Εκκλησίας είχε, εκτός των άλλων, και µια πολύ ουσιαστική θεολογική συνέπεια. Ενώ, δηλαδή, η Εκκλησία αναγνώριζε τα ιερά βιβλία της Συναγωγής ως τµήµα της δικής της Βίβλου, κατατάσσοντας τα σε διαφορετική σειρά, έδινε σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόηµα.
Αναλυτικότερα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στον ιουδαϊκό κανόνα αποσκοπεί στον τονισµό της σηµασίας του “Νόµου”. Τα βιβλία, εποµένως, που απαρτίζουν τη συλλογή “Νόµος” κατέχουν την πρώτη θέση στον κανόνα της Συναγωγής. Αµέσως µετά ακολουθεί η οµάδα “Προφήτες”. Στο πρώτο βιβλίο της οµάδας αυτής, στο Ιησούς Ναυή, εµφανίζεται ο Θεός να δίνει από την πρώτη στιγµή στο διάδοχο του Μωυσή την ακόλουθη εντολή: «Να είσαι δυνατός και πολύ γενναίος, φροντίζοντας να ενεργείς σύµφωνα µε όλον τον νόµο που σου παρέδωσε ο δούλος µου ο Μωυσής. Μην παρεκκλίνεις από αυτόν ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, ώστε να ευηµερείς οπουδήποτε πηγαίνεις. ∆εν θα σταµατήσεις να επαναλαµβάνεις όσα περιέχονται στο βιβλίου του νόµου αυτού και θα µελετάς σ’ αυτό µέρα και νύχτα, ώστε να φροντίζεις να ενεργείς σύµφωνα µε όλα όσα είναι γραµµένα. Γιατί
τότε µόνο θα πετύχεις στις επιλογές σου και τότε µόνο θα ευηµερήσεις» (Ιησούς α΄ 7-8)45. Το τελευταίο βιβλίο της συλλογής, Μαλαχίας, τελειώνει µε µια ανάλογη εντολή: «Να θυµάστε τον νόµο που παρέδωσα στον δούλο µου τον Μωυσή στο Χωρήβ, τα θεσπίσµατα και τις διατάξεις για όλον τον Ισραήλ» (Μαλαχίας γ΄ 22)46. Ολόκληρη, λοιπόν, η δεύτερη συλλογή των βιβλικών έργων αρχίζει και τελειώνει µε την υπενθύµιση της υποχρέωσης για πιστή τήρηση του “Νόµου” και το ίδιο επαναλαµβάνεται και στην τρίτη οµάδα. Τα “Αγιόγραφα” αρχίζουν µε το βιβλίο Ψαλµοί, στον πρώτο από τους οποίους µακαρίζεται ο άνθρωπος ο οποίος «… στον νόµο του Κυρίου βρίσκει όσα επιθυµεί, και στον νόµο του µελετά µέρα και νύχτα» (Ψαλµοί α΄ 2)47. Κατά ανάλογο τρόπο, το τελευταίο βιβλίο της οµάδας, Χρονικά, αποτελεί µια ανακεφαλαίωση της ιστορίας του Ισραήλ µε σκοπό να υπενθυµίσει στο λαό του Ιούδα που επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί µετά τις περιπέτειες της βαβυλώνιας αιχµαλωσίας ότι η επιβίωσή του εξαρτάται από την πιστή τήρηση του “Νόµου” και την ακριβή τέλεση της λατρείας.
Αντίθετα, η κατάταξη των βιβλικών έργων στο χριστιανικό κανόνα αποσκοπεί στο να αποτελέσουν τα έργα αυτά ένα είδος εισαγωγής στην Καινή ∆ιαθήκη. Ο Νόµος στη χριστιανική Παλαιά
∆ιαθήκη δεν αποτελεί αυτοτελή οµάδα βιβλίων, αλλά εντάσσεται σε µια ευρύτερη οµάδα υπό τον τίτλο “Ιστορικά Βιβλία”. Στην οµάδα αυτήν κατατάσσονται κατά χρονολογική σειρά των γεγονότων που περιγράφουν όλα τα αφηγηµατικού χαρακτήρα βιβλικά έργα, ώστε να προκύψει µια ενιαία αφήγηση που αρχίζει µε τη δηµιουργία του κόσµου και φτάνει µέχρι τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στόχος της αφήγησης αυτής είναι να καταδείξει το πώς µε ευθύνη του ανθρώπου εισήλθε το κακό στον κόσµο µε αποτέλεσµα να καταστεί αναγκαία η επέµβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, προκειµένου να προετοιµαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχτεί τη σωτηρία της που θα φέρει ο Ιησούς Χριστός. Έτσι, όλη η µακραίωνη προχριστιανική ιστορία που καταγράφεται στην Παλαιά ∆ιαθήκη αποκτά νόηµα από
µία και µόνη µέρα, τη µέρα την οποία «γαλλιάσατο ‚να ƒδ„» ο Αβραάµ (Ιωάν. η΄ 56), τη µέρα, δηλαδή, της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Ο
ίδιος ο Νόµος χάνει πλέον την κεντρική σηµασία του και καθίσταται “παιδαγωγός εις Χριστόν”. Στη δεύτερη οµάδα βιβλικών έργων του χριστιανικού κανόνα κατατάσσονται τα βιβλία µε ποιητικό και διδακτικό χαρακτήρα. Με τα “Ποιητικά Βιβλία” υµνεί ο λαός τον Θεό του, απευθύνει προς αυτόν τις εκκλήσεις του, τα παράπονά του, αλλά και τις ευχαριστίες του για τις ευεργεσίες που δέχεται και προπάντων εκφράζει τις ελπίδες του για τον ερχοµό του Χριστού, ενώ στα “∆ιδακτικά Βιβλία” αποθησαυρίζεται η θεία σοφία, η οποία ως “πάρεδρος” του θρόνου του Θεού (Σοφία Σολοµώντος θ΄ 4), ως προϋπάρχουσα του χρόνου και της δηµιουργίας (Παροιµίαι η΄ 22-31) και ως «έκφραση της δύναµης του Θεού, σαφής απόρροια της δόξας του Παντοκράτορα, … απαύγασµα του αιωνίου φωτός, καθαρός καθρέφτης της ενέργειας του Θεού και εικόνα της καλοσύνης του» (Σοφία Σολοµώντος ζ΄ 25-26)48, θα ταυτιστεί από τη χριστιανική Εκκλησία µε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (Α΄ Κορ. α΄ 24). Το χριστιανικό κανόνα, τέλος, κλείνει η οµάδα “Προφητικά Βιβλία”. Το περιεχόµενο των έργων αυτών κατανοείται από την Εκκλησία κυρίως ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού και τα διάφορα βιβλία κατατάσσονται µε τέτοιο τρόπο, ώστε η εικόνα του αναµενόµενου Λυτρωτή να καθίσταται βαθµιαία σαφέστερη. Έτσι, η χριστιανική Παλαιά ∆ιαθήκη τελειώνει µε το βιβλίο ∆ανιήλ, στο οποίο εξαγγέλλεται η ανάσταση των νεκρών (∆ανιήλ ιβ΄ 1-3) και περιγράφεται µέσα από ένα µεγαλειώδες όραµα η µορφή του «µετk τlν νεφελlν το… ο]ρανο…» ερχόµενου “Υιού του Ανθρώπου” στον οποίο «δόθηκε η εξουσία, η τιµή και η βασιλεία, ώστε να τον υπηρετούν όλοι οι λαοί, κάθε φυλής και γλώσσας η εξουσία του θα είναι εξουσία αιώνια που δεν θα έχει τέλος και το βασίλειό του ποτέ δεν θα καταστραφεί» (∆ανιήλ ζ΄ 13-14)49. Τον ίδιο ακριβώς τίτλο, “Υιός του Ανθρώπου”, θα χρησιµοποιήσει στο αµέσως επόµενο βιβλίο της χριστιανικής Βίβλου, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Ιησούς, κάθε φορά που µιλάει για τον εαυτό του (Ματθ. η΄20. θ΄ 6. ι΄ 23. ια΄ 19. ιβ΄ 8,32,40. κ.ά.). Ερµηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα ιερά κείµενα της Συναγωγής, τα ενσωµατώνει πλήρως
στη δική της Βίβλο και τα θεωρεί πλέον τµήµα της δικής της παράδοσης, νοµιµοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωµά της να είναι αυτή, ως “νέος Ισραήλ”, η κληρονόµος των επαγγελιών του Θεού και
όχι η Συναγωγή.
Για τελευταία φορά ξανατέθηκε το θέµα του κανόνα της Αγίας Γραφής στην ορθόδοξη Εκκλησία µε αφορµή τη δραστηριοποίησή της στη σύγχρονη οικουµενική κίνηση. Η πανορθόδοξη διάσκεψη που
πραγµατοποιήθηκε στη Ρόδο το 1961 προκειµένου να προετοιµάσει τη λεγόµενη “Μεγάλη Σύνοδο” της Ορθοδοξίας συµπεριέλαβε το ζήτηµα του κανόνα µεταξύ των θεµάτων της µέλλουσας συνόδου. Η σχετική συζήτηση όµως που ακολούθησε δεν απέδωσε ουσιαστικά αποτελέσµατα, οπότε το ζήτηµα διαγράφτηκε τελικά από τον κατάλογο των προς συζήτηση θεµάτων της Μεγάλης Συνόδου.
Η αποτυχία οριστικής λύσης του ζητήµατος του κανόνα για την Ορθοδοξία οφείλεται στη λανθασµένη µέθοδο αντιµετώπισής του. Το µεθοδολογικό λάθος συνίσταται στο ότι οι προτεινόµενες λύσεις επιχειρούσαν να στηριχτούν στην παράδοση της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη το γεγονός ότι κατά τους νεότερους χρόνους το πρόβληµα τέθηκε κάτω από εντελώς άλλες προϋποθέσεις και κυρίως χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η κατά τους δύο τελευταίους αιώνες διαµορφωθείσα κατάσταση η οποία δεν είναι πλέον αναστρέψιµη. Όπως φάνηκε από την παραπάνω ιστορική επισκόπηση της δεύτερης χριστιανικής χιλιετίας, οι νέες προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ξανατέθηκε το ζήτηµα του κανόνα της Αγίας Γραφής
καθορίστηκαν από την αντιπαράθεσηπροτεσταντισµού- ρωµαιοκαθολικισµού, η οποία άλλαξε ριζικά την αντίληψη της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας για τη σχέση Αγίας Γραφής και Παράδοσης της Εκκλησίας. Συγκεκριµένα, η Σύνοδος του Τριδέντου, απαντώντας στην πρόκληση της Μεταρρύθµισης, δογµάτισε δύο πηγές της χριστιανικής
πίστης, την Αγία Γραφή και την Παράδοση, αναθεµατίζοντας κάθε αντιτιθέµενο στην αρχή αυτήν. Αυτή η σαφής διάκριση µεταξύ Βίβλου και Παράδοσης γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία και θα επηρεάσει στο εξής σύνολη τη θεολογία, ακόµη και την ορθόδοξη, και, φυσικά, και την ερµηνευτική, η οποία σύντοµα θα εξελιχθεί σε σχεδόν
αυτόνοµη επιστήµη. Αργότερα, η προτεσταντική ορθοδοξία του ιζ΄ µ.Χ. αιώνα θα απολυτοποιήσει σε τέτοιο βαθµό την Αγία Γραφή, ώστε να την καταστήσει ένα απαρασάλευτο και αντικειµενικό κριτήριο για τη χριστιανική αλήθεια. Η λουθηρανική διδασκαλία περί αόρατου λόγου του Θεού, που στηριζόταν στην υπαρξιακή βιωµατική διάσταση, από
την οποία είχε άµεση εξάρτηση η Αγία Γραφή και η οποία κατανοούνταν απλώς ως ένα σηµείο της Αποκάλυψης υποχωρεί και η Αγία Γραφή καθίσταται πλέον η µοναδική αυθεντία, που είναι γραµµένη και όχι µονάχα ζωντανή και βιωµένη50.
Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο η Αγία Γραφή δεν κατανοείται πλέον ως ένα τµήµα µιας ευρύτερης παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας ένας κανόνας των βιβλίων της ήταν ουσιαστικά χωρίς νόηµα, αφού και τα βιβλία που δεν συµπεριλαµβάνονταν στον υποτιθέµενο κανόνα δεν έπαυαν να αποτελούν µέρος της ίδιας αξιόπιστης και ιερής παράδοσης από την οποία προέρχονταν και τα βιβλία που συγκροτούν την Αγία Γραφή. Αντίθετα, όταν οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς επικαλούνται τη µαρτυρία της Γραφής, δεν παραπέµπουν σε κάποια αντικειµενικά αξιόπιστη πηγή, αλλά στη ζωντανή παράδοση του λαού του Θεού, της οποίας αισθάνονται και αποτελούν συνέχεια. Το “κατά τας Γραφάς” κατανοείται ως µια πληροφορία που παραλαµβάνεται και παραδίδεται. Αυτή η πληροφορία “κατά τας Γραφάς” όµως δεν θα µπο- ρούσε να έχει κύρος έξω από το χώρο της παραλαβής και της παράδοσης, δηλαδή της Εκκλησίας51. Είναι χαρακτηριστικά στην προκειµένη περίπτωση τα λόγια του αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους: Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σηµασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύµφωνα µε τις Γραφές, για τις αµαρτίες µας ... (Α΄ Κορ. ιε΄ 3εξ)52.
∆ιακρινόµενη όµως η Αγία Γραφή από την παράδοση της Εκκλησίας - έστω και αν για τους ρωµαιοκαθολικούς και τους ορθοδόξους θεωρείται ισόκυρη µε αυτήν- καθίσταται µια αυτόνοµη και αντικειµενική πηγή της
πίστης, οπότε στο σηµείο αυτό ρωµαιοκαθολικοί και ορθόδοξοι δεν διαφοροποιούνται από τους προτεστάντες. Ως πηγή όµως η Αγία Γραφή έχει νόηµα µόνον όταν είναι συγκεκριµένη και, εποµένως, το
θέµα του κανόνα καθίσταται σήµερα ουσιαστικό. Βέβαια, τουλάχιστον η ορθόδοξη Εκκλησία, θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι συνεχίζει την αρχαία παράδοση, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να αναθεωρήσει την παράδοσή της των τεσσάρων τελευταίων αιώνων µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σύγχρονη θεολογική παραγωγή, τα προγράµµατα σπουδών στις θεολογικές σχολές, τις σχέσεις της Ορθοδοξίας µε τις άλλες Εκκλησίες, κλπ.
1 Πρβλ. Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 2εξ.
2 Από τη διαπίστωση ότι ο ιστοριογράφος Ευπόλεμος (περί το 157 π.Χ.) χρησιμοποιεί την ελληνική μετάφραση του βιβλίου Χρονικά και ίσως του Ιώβ, προκύπτει ότι ήδη κατά τα μέσα του β΄ π.Χ. αιώνα είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά και άλλα βιβλικά έργα εκτός από το “Νόμο” [Δ. Δόικος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη
1984, σελ. 79].
3 Πρβλ. Παναγιώτης Μπρατσιώτης, Ο Απόστολος Παύλος και η μετάφρασις των Ο΄, στο
Θεολογία 1929, σελ. 189εξ. Του ιδίου, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήνα 1936, σελ.
500.
4 Βλ. αναλυτική παρουσίαση: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 23-32. Πρβλ. επίσης τους καταλόγους παραθεμάτων στην κριτική έκδοση των Nestle - Aland του κειμένου της Καινής Διαθήκης.
5 Δ. Δόικος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 100.
6 R.H. Charls (ed.), The Apocrypha and Pseudepigrapha of the Old Testament in English, With Introductions and Critical and Explanatory Notes to the Several Books, Vol. II, Pseudepigrapha, At the Clarendon Press / Oxford 1913, σελ. 622-624.
7 Σταύρος Καλαντζάκης, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Α΄ Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλο νίκη 1985, σελ. 75.
8 Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 6-7.
9 Βλ. αναλυτικότερα: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 9-13.
10 Elias Oikonomos, Die Bedeutung der deuterokanonischen Schriften in der orthodoxen Kirche, στο
Siegfried Meurer (εκδ.), Die Apokryphen im Ökumenischen Horizont, Stuttgart, σελ. 28.
11 PG 6,636A, 641B.
14 PG 20,396C-397A.
15 ΒΕΠΕΣ 17,167-168.
16 ΒΕΠΕΣ 16,350-362.
17 Elias Oikonomos, Die Bedeutung der deuterokanonischen Schriften in der orthodoxen Kirche, στο
Siegfried Meurer (εκδ.), Die Apokryphen im Ökumenischen Horizont, Stuttgart, σελ. 29.
18 ΒΕΠΕΣ 16,353.
19 Γ.Α. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευ- φήμων αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων πατέρων, Τόμ. 3, Αθήνα 1853, σελ. 225.
20 PG 26,1176B-1180A και 1436B-1440A• πρβλ. PG 28,284A-289D, 296A-384C.
21 Elias Oikonomos, Die Bedeutung der deuterokanonischen Schriften in der orthodoxen Kirche, στο
Siegfried Meurer (εκδ.), Die Apokryphen im Ökumenischen Horizont, Stuttgart.
22 Βλ. αναλυτική παρουσίαση των σχετικών παραθεμάτων: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 45-47, σημ. 169.
23 PL 19,791-793 και 59,157-159 και 166-168.
24 PG 33,493C-501A.
25 PG 37,472A-474A ή PG 138,924ABC (και PG 38,841-846).
26 PG 37,1593A-1598A ή PG 138,925C-928D.
27 PG 41,213AB. PG 42,560D-561A. PG 43,244AC.
28 Νικόλαος Παπαδόπουλος, Τα δευτεροκανονικά τεμάχια του βιβλίου του Δανιήλ, Αθήνα 1985, σελ. 49.
29 Prolegomena in Psalmos, PL IX,241.
30 Rufini, Aquileiensis presbyterii, Commentario in Symbolum Apostolorum 37, PL XXI, 373C-
374B.
31 Praefatio Hieronymi in librum Tobiae, PL XXIX,23.
32 S. Eusebii Hieronymi, Praefatio in libros Salomonis, PL XXVIII,1306-1308. Epistolae 53, Ad Paulinum 8, PL XXII,545-549• πρβλ. Synopsis divinae bibliothecae ex epistola Hierony-mi ad Paulinam desympta, PL XXVIII, 173-178.
33 Βλ. Παναγιώτης Μπούμης, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί του κανόνος της Αγ. Γραφής, Αθήνα 1986, σελ. 23, σημ. 2, 6 και σελ. 105.
34 Γ.Α. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευ-
φήμων αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων πατέρων, Τόμ. 3, Αθήνα 1853, σελ. 368-369.
35 Παναγιώτης Μπούμης, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί του κανόνος της Αγ. Γραφής, Αθήνα 1986, σελ. 24, σημ. 4.
36 Συγκεκριμένα, η σύνοδος αναγνωρίζει σαφώς ως κανονικά τα εκτός του ιουδαϊκού κανόνα βιβλία Α΄ Έσδρας, Τωβίτ και Ιουδίθ. Πολύ πιθανό φαίνεται επίσης ότι αναγνωρίζει, αν και δεν τα κατονομάζει, τα βιβλία Βαρούχ και Επιστολή Ιερεμίου, όπως προκύπτει από τη διαπίστωση ότι δεν κατονομάζει ούτε το βιβλίο Θρήνοι, αλλά αναφέρει γενικώς “Ιερεμίας”. Ασαφής όμως είναι η έκφραση “Σολομῶντος βίβλοι πέντε”, εφόσον είναι γνωστό ότι κατά παράδοση στον Σολομώντα αποδίδονταν, εκτός από τα τρία βιβλία του ιουδαϊκού κανόνα (Παροιμίες, Εκκλησιαστής και Άσμα Ασμάτων), ένα μόνον επιπλέον βιβλίο, το Σοφία Σολομώντος. Αβεβαιότητα, τέλος, επικρατεί και σχετικά με τα βιβλία Α΄ - Β΄ Μακκαβαίων, τα οποία περιλαμβάνονται στη λατινική έκδοση του κειμένου της απόφασης, αλλά παραλείπονται από την ελληνική. Βλ. αναλυτικότερα: Παναγιώτης Μπούμης, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί του κανόνος της Αγ. Γραφής, Αθήνα 1986, σελ. 106εξ.
37 Junilii, Episcopi Africani, De partibus divinae legis, lib. I,6εξ, PL LXVIII,19εξ.
38 Moralium Libri sive expositio in Librum b. Job XIX 21,13, PL LXXVI,119.
39 Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Κείμενο-Μετάφραση- Εισαγωγή-Σχόλια Νίκου Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 400.
40 Πρβλ. Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία-Θεολογία, σειρά: Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 4, Π. Πουρνάρας / Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 207εξ.
41 Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία-Θεολογία, σειρά: Φιλοσοφική καί Θεολογική
Βιβλιοθήκη 4, Π. Πουρνάρας / Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 205-206.
42 Αναλυτικά για τις Ομολογίες της εποχής βλ. Ιωάννης Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β΄, Αθήναι 1953.
43 Σύνοδοι της Κωνσταντινούπολης 1638, 1642, 1672, 1691, Ιασίου 1642 και Ιεροσολύμων 1672.
44 Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία-Θεολογία, σειρά: Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 4, Π. Πουρνάρας / Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 208-209.
45 Απόδοση κατά το εβραϊκό κείμενο.
46 Απόδοση κατά το εβραϊκό κείμενο.
47 Απόδοση κατά το εβραϊκό κείμενο.
48 Απόδοση κατά το κείμενο των Ο΄.
49 Απόδοση κατά το κείμενο του Θεοδοτίωνος.
50 Νίκος Ματσούκας, Αγία Γραφή και παράδοση κατά τις ερμηνευτικές αρχές της αρχαίας Εκκλησίας, στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών 4 (Ν.Σ.) / Ιούλ. - Δεκ. 1985 (Αφιέρωμα στη μνήμη Βασίλη Στογιάννου), σελ. 41-50 (42)
51 Πρβλ. Νίκος Ματσούκας, Αγία Γραφή και παράδοση κατά τις ερμηνευτικές αρχές της αρχαίας Εκκλησίας, στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών 4 (Ν.Σ.)/Ιούλ. - Δεκ. 1985 (Αφιέρωμα στη μνήμη Βασίλη Στογιάννου), σελ. 41-50 (44).
52 Πρβλ. Α΄ Κορ. ια΄ 2, 23. Β΄ Θεσ. β΄ 15. γ΄ 6.
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.