Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Ρωμηοσύνη η Βαρβαρότητα;



ΕΙΣΑΓΩΓΗ   

ΜΕΡΟΣ Α’ ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ   

Τα δύο ρεύματα του 19ου αιώνα   
Έλληνες λοιπόν ή Ρωμηοί;   
Και οι Βυζαντινοί;   

ΜΕΡΟΣ Β’ Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ   

Το υπερεθνικό κράτος   
Η Χριστιανική Οικουμένη   
α) Πολιτική ιδεολογία   
β) Καισαροπαπισμός   
γ) Θεοκρατία   

ΜΕΡΟΣ Γ’ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ   

Οι σκοτεινοί χρόνοι   
Η πρώτη εμφάνιση των «Γραικών»   
Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη   

ΕΠΙΛΟΓΟΣ   
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ   

α) Ελληνόγλωσση   
β) Ξενόγλωσση   

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ   


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μου έτυχε πολλές φορές να παρατηρήσω ότι σε διάφορες συζητήσεις χρησιμοποιείται ο όρος "βυζαντινισμός" με αρνητική έννοια. Όταν, δηλαδή, η συζήτηση πλατειάζει τότε γίνεται λόγος για βυζαντινολογία. Χρησιμοποιείται τέτοια ορολογία αβασάνιστα, αγνοώντας τον σκοπό της καθιερώσεώς της, αλλά και την αιτία επικρατήσεώς της. Αυτό φαίνεται και από το ότι παλαιότερα ό,τι είχε σχέση με τις βυζαντινές τέχνες και τον λεγόμενο βυζαντινό πολιτισμό ήταν περιφρονητέο. 

Βέβαια αυτό σήμερα έχει αναθεωρηθή σε αρκετά σημεία. Η περιφρόνηση, παραθεώρηση και ειρωνεία κάθε πράγματος που έχει σχέση με το λεγόμενο Βυζάντιο ή η χρησιμοποίηση διαφόρων όρων με αρνητική έννοια δεν είναι ανεξάρτητο από την προσπάθεια των Φράγκων να θέσουν στο περιθώριο της ιστορίας την Ρωμαίικη αυτοκρατορία, αυτή που σήμερα έχουμε μάθει να ονομάζουμε Βυζάντιο, καθώς επίσης να εξυψώνουν τον εαυτό τους, θεωρώντας ότι αυτοί αποτελούν την διάδοχη κατάσταση της παλαιάς μεγάλης και λαμπρής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πραγματικά, ο όρος Βυζάντιο πλάστηκε μόλις στις αρχές του δεκάτου έκτου αιώνος (1562 μ.Χ.) από τον Φράγκο ιστορικό Ιερώνυμο Wolf, χρησιμοποιήθηκε δε αργότερα επανειλημμένως από άλλους δυτικούς συγγραφείς με σκοπό την υποτίμηση της Ρωμηοσύνης. Κάθε τι που έχει σχέση με το Βυζάντιο εθεωρείτο αποβλητέο και περιφρονητέο και άρα καταδικαστέο. Ουσιαστικά θεωρούσαν ότι το Βυζάντιο ήταν μεσαίωνας.


Όμως, στις πηγές δεν γίνεται λόγος για Βυζάντιο, που ήταν η αρχαία ελληνική πόλη η οποία ιδρύθηκε από τον Βύζαντα τον Μεγαρέα, αλλά για Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με την μεταφορά της Πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο η πόλη αυτή ονομάστηκε Νέα Ρώμη, εν αντιθέσει προς την Παλαιά Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από πλευράς πίστεως και θρησκείας ήταν Ορθόδοξη, από πλευράς πολιτισμού ήταν ελληνική, αφού ήταν ελληνισμός σε οικουμενική διάσταση, η δε νομική συγκρότηση διαποτιζόταν από την αρχαία ρωμαϊκή νομοθεσία. Στην Ρωμηοσύνη επικρατούσαν δύο καθιερωμένες γλώσσες ήτοι η ελληνική και η λατινική, αλλά υπήρχε κοινή πίστη και κοινή πολιτιστική παράδοση. Όσοι ενσωματώνονταν σ’ αυτά τα δεδομένα ήταν και λέγονταν Ρωμηοί. Η κατάληψη του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού Κράτους από τους Φράγκους δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι Φράγκοι προσπάθησαν να πείσουν ότι αυτοί αποτελούν την διάδοχη κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και χαρακτήρισαν όσους είχαν κέντρο την Νέα Ρώμη αιρετικούς, αγύρτες και απατεώνες. Έτσι δικαιολογούνται όλοι οι υποτιμητικοί όροι σε βάρος της Ρωμηοσύνης, τους οποίους εμείς οι διάδοχοι των Ρωμαίων, τους δεχόμαστε ανυποψίαστα και αβασάνιστα.

Πάντως, το γεγονός είναι ότι η Ρωμηοσύνη (τό Βυζάντιο) συνδέεται στενώτατα με την δόξα και την ανύψωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Αυτό που μερικοί υποτιμητικά ονομάζουν "βυζαντινισμό" και "βυζαντινολογία" συνδέεται με ό,τι εκλεκτότερο έχει να προσφέρη η ανθρωπότητα. Όταν οι Ρωμηοί συζητούσαν για θεολογικά θέματα το έκαναν για να διασώσουν την ανθρωπιά και τον τρόπο δια του οποίου ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση. Δεν επρόκειτο για απέραντες και ατέρμονες κοινωνικές, πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, αλλά για ενασχόληση με υπαρξιακά θέματα. Γι’ αυτό και οι Ρωμηοί ήταν και είναι πάντοτε επίκαιροι και μοντέρνοι.

Αντίθετα, τον καιρό που οι Φράγκοι κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κυριαρχούσαν στην Δύση, επικρατούσε εκεί ένας βαρβαρισμός, ένα πραγματικά επαρχιώτικο πνεύμα. Όταν, δηλαδή, η Ρωμηοσύνη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, στην Δύση επικρατούσε ένας βάρβαρος μεσαίωνας, αφού η ορθόδοξη θεολογία είχε αντικατασταθή από την σχολαστική θεολογία που περιόριζε την ανθρώπινη εμπειρία στα όρια της ανθρώπινης λογικής. Άλλωστε, η πτώση της σχολαστικής θεολογίας και στην Δύση στις ημέρες μας, και η εξύψωση της αποκαλυπτικής ορθοδόξου θεολογίας είναι δείγματα της διαφοράς των δύο πολιτισμών και των δύο τρόπων ζωής. Γι’ αυτό τίθεται το ερώτημα: "Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα;". Με το κρίσιμο αυτό θέμα ασχολήθηκε ο συγγραφεύς του παρόντος βιβλίου. Νομίζω ότι είναι αρκετά ενημερωτικό και αποκαλυπτικό. Ο αναγνώστης μπορεί να μάθη πολλά πράγματα, να δη αναλυμένη, επεξηγημένη και απλοποιημένη την ρωμαϊκή ιστορία, όπως την περιέγραψαν τελευταία πολλοί επιστήμονες, ιδιαιτέρως όμως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Θα διαπιστώση την αξία του να είναι κανείς Ρωμηός. Ο συγγραφεύς του παρόντος βιβλίου Αναστάσιος Φιλιππίδης μου είναι γνωστός από πολλές δεκαετίες. Τον γνώρισα μαθητή του Δημοτικού Σχολείου στην Έδεσσα. Στην συνέχεια τελείωσε τις σπουδές του στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης Ανατόλια και έπειτα σπούδασε στο Οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου YALE της Αμερικής. Έκανε πολύχρονες μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές πάνω σε οικονομικά θέματα έλαβε το master από το Πανεπιστήμιο GEORGETOWN της Ουάσιγκτον, και εργάστηκε στις ΗΠΑ. Έτσι γνώρισε από πολύ κοντά τον δυτικό τρόπο ζωής και από ό,τι γνωρίζω απογοητεύθηκε από αυτόν. Στην συνέχεια μελέτησε με πολύ ενδιαφέρον τον ρωμαίικο τρόπο ζωής που τον εντυπωσίασε πολύ. Γι’ αυτό ασχολήθηκε με επιστημονικό τρόπο με το θέμα, και είναι αλήθεια με πολύ μεγάλο μεράκι. Αυτό μπορεί να το διαπιστώση ο αντικειμενικός αναγνώστης. Το βιβλίο αυτό δεν είναι αντιευρωπαϊκό, όπως μπορεί εσφαλμένα να νομίση ο επιπόλαιος αναγνώστης, αλλά παρουσιάζει τον τρόπο ζωής της αληθινής Ευρώπης, που ήταν εμποτισμένη στο πνεύμα της Ρωμηοσύνης, της Ευρώπης, δηλαδή, πριν από τον Καρλομάγνο. Γιατί πραγματικά, η σύγχρονη Ευρώπη έχει ως κέντρο της τον Καρλομάγνο, παρουσιάζεται ως διάδοχη κατάσταση του ιδρυτού της "αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους". Όπου κι’ αν σκάψη κανείς στην Ευρώπη, στην γή, στις μνήμες των λαών, στα τραγούδια, στα ήθη και τα έθιμα θα διακρίνη τον αληθινό Ρωμαίικο τρόπο ζωής. Επομένως, όταν σήμερα μιλάμε για Ρωμηοσύνη εννάούμε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς επίσης και τον τρόπο ζωής που εμπνέεται από την ζωή που επικρατούσε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πριν καταληφθή από τους Φράγκους.

Είμαι βέβαιος ότι το βιβλίο αυτό θα αποτελέση έναν καλό πλοηγό για να μπορέση κανείς να περάση με επιτυχία τον ωκεανό της σύγχρονης ζωής, όπου υπάρχουν τα καρλομαγνικά κύματα, και να πορευθή στο λιμάνι της Ρωμηοσύνης, που είναι πραγματικά ό,τι εκλεκτότερο έχει να επιδείξη η ανθρωπότητα.
Αρχιμανδρίτης. Ιερόθεος Σ. Βλάχος


Υπέρογκες αρχιτεκτονικές• Λαρίων, Φαμαγκούστα,
Μπουφαβέντο• σχεδόν σκηνικά.
Είμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς
το Ιησούς Χριστός νικά
που είδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας
τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια
με τους μεγάλους πύργους κατάχαμα
σαν ενός δυνατού που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.

Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος
για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου
καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού
που είχε στα  μάτια ψηφιδωτό
τον καημό της Ρωμιοσύνης
εκείνου του πέλαγου τον καημό
σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλωσύνης.
(Γ. Σεφέρης)

Εισαγωγή

Δεκατρία χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ πολλαπλασιάζονται γύρω μας οι ενδείξεις μιας βαθύτατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Παρά τις παχυλές μεταβιβάσεις πόρων από την Κοινότητα, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση , η Ελλάδα δείχνει να απομακρύνεται παρά να πλησιάζει προς τους εταίρους της. Μέχρι στιγμής, η ελληνική πολιτική αντίδραση σ’ αυτή τη διαπίστωση περιορίζεται στην προσπάθεια για όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκταμίευση χρημάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη πως πρόκειται καθαρά για πρόβλημα άνισης ανάπτυξης το οποίο θα λυθεί μόλις εισρεύσουν ικανά κεφάλαια και τεχνογνωσία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η γνώμη μας είναι πως η ελληνική κρίση είναι διαφορετικής μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητος, όπου η διαφαινόμενη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες ατομικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ηθικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή. Οι μεταβιβάσεις πόρων δεν πρόκειται να επιλύσουν κανένα πρόβλημα (ούτε καν το στενά οικονομικό), αν δεν προηγηθεί μια συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας, των πολιτιστικών αιτίων που μας διαφοροποιούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και που ακυρώνουν τις συνήθεις συνταγές για υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς, η Ελλάδα θα αναζητάει συνεχώς «κατανόηση» για τα προβλήματά της, ενώ οι κοινοτικοί εταίροι θα αγανακτούν για τη μη συμμόρφωσή μας προς τις οδηγίες τους.

Κατά την άποψή μας, η κρίση που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει στις μέρες μας η τάση να υποβαθμίζουμε τις ιστορικές διαφορές ελληνισμού και Δύσης καθώς προσπαθούμε να τονίσουμε την «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά» που δήθεν δένει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποδοχή, για παράδειγμα, της Συνθήκης του Μάαστριχτ – ερήμην του απληροφόρητου ελληνικού λαού – συνοδεύτηκε από έναν προπαγανδιστικό βομβαρδισμό με κεντρικό μήνυμα το ότι η Ελλάδα «επιτέλους» ξαναβρίσκει τον προορισμό της μέσα στην Ευρώπη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε άποψη που έρχεται σε αντίθεση με το ιδεολόγημα της ενιαίας ευρωπαϊκής ιδέας και υπενθυμίζει την ιστορική αντίθεση Ελλάδας – Δυτικής Ευρώπης είναι ασφαλώς καταδικασμένη να τεθεί στο περιθώριο στα χρόνια που έρχονται.

Το δρόμο για την αποδοχή αυτής της ουδετεροποιημένης θεώρησης της Ιστορίας τον έχουν ανοίξει εδώ και δυο αιώνες ορισμένοι δυτικοσπουδαγμένοι  Έλληνες λόγιοι που επέβαλαν στο λαό μας μια αντίληψη της ζωής και της Ιστορίας αντίθετη με αυτήν που ο ίδιος ο λαός είχε διατηρήσει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η συστηματική αλλοίωση της πολιτιστικής μας φυσιογνωμίας έχει φτάσει σήμερα στο ακραίο στάδιο σχιζοφρένειας. Βλέπουμε και αναλύουμε τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας μέσα από τη δυτική άποψη για τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας.... Κοιταζόμαστε δηλαδή σ’ ένα καθρέφτη που δεν δείχνει εμάς αλλά μια ζωγραφιά του εαυτού μας, φτιαγμένη από τους δυτικοευρωπαίους. Είναι αναπόφευκτο να μη μπορούμε να διορθώσουμε τα αληθινά μας προβλήματα, αφού ούτε καν τα αναγνωρίζουμε στον παραμορφωτικό καθρέφτη μας.

Αποτέλεσμα αυτής της παραμόρφωσης, αλλά και απόδειξη της πολιτιστικής διαφοράς μας, είναι οι συνεχείς παρεξηγήσεις σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Έτσι, οι νεοέλληνες κολακεύονται ακούγοντας επίσημους ξένους να υμνούν τον τόπο που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, κλπ., και θέλουν να αγνοούν ότι την ίδια ώρα οι ίδιοι ξένοι θεωρούν τη σημερινή Ελλάδα ως μια παρηκμασμένη χώρα – όνειδος για την Ευρώπη. Ενώ οι νεοέλληνες θέλουν να καυχιούνται ότι ανήκουν ση Δύση, οι δυτικοευρωπαίοι μας αντικρύζουν ως ένα ενοχλητικό υπόλειμμα Ανατολής μέσα στην Κοινότητά τους.

Αυτές οι παρεξηγήσεις συχνά οδηγούν σε σημαντικά εθνικά προβλήματα, μέχρι και εθνικές καταστροφές, όταν οι νεοέλληνες αδυνατούν να κατανοήσουν την αντίδραση των ευρωπαίων σε «δίκαια» εθνικά αιτήματα. Έτσι ως κράτος βρισκόμαστε συνεχώς προ εκπλήξεων με τη στάση των ξένων άλλοτε για τη Μεγάλη Ιδέα, άλλοτε για τη Μικρασιατική καταστροφή, άλλοτε για το Κυπριακό και, εντελώς πρόσφατα, για το «Μακεδονικό». Κατά τη γνώμη μας, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο η αυξανόμενη σήμερα εθνικιστική ένταση στην Ευρώπη να μας προσφέρει και νέες εκπλήξεις στο μέλλον εξαιτίας των λαθεμένων προσδοκιών μας από τους ξένους. Ήδη μέσα στα δυο τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες ενός απίστευτου – για κοινοτικούς «εταίρους» - ανθελληνικού μένους στα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου. Και, σε ό,τι αφορά τους δυτικοευρωπαίους, είναι φυσικό αυτοί να έχουν τις όποιες απόψεις τους. Το πρόβλημα είναι η δική μας άγνοια για το διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο αυτοί κρίνουν τα πράγματα.

Η εργασία μας αποτελεί μια προσπάθεια να εντοπιστεί ιστορικά η προσέλευση της διαφορετικής οπτικής γωνίας με την οποία βλέπουν την Ελλάδα και την Ευρώπη οι Έλληνες και οι Δυτικοί. Ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα της εθνικής μας ταυτότητας δεν μπορούν να απαντηθούν, αν δεν έχουμε υπόψη μας τις ρίζες των ιστορικών διαφορών μας με τη Δύση.

Ένα παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι, όπως είπαμε, η γνώμη που έχουν οι δυτικοί για τη σημερινή Ελλάδα. Γνώμη βαθύτατα περιφρονητική, όπως έχουν την ευκαιρία να διαπιστώνουν καθημερινά εκατομμύρια συμπατριώτες μας στο εξωτερικό. Οι νεοέλληνες πιστεύουν ότι αυτή η γνώμη έχει ίσως τη ρίζα της στην Τουρκοκρατία, όταν οι ξένοι περιηγητές διαπίστωναν από πρώτο χέρι τη φοβερή καθυστέρηση των ραγιάδων σε σχέση με τη Δύση. Στο βαθμό που η Ελλάδα κουβαλάει ακόμη κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, οι δυτικοί διατηρούν μια περιφρονητική στάση απέναντί της.

Η αντίληψη αυτή είναι εντελώς λαθεμένη και αστήρικτη ιστορικά. Η γνώμη των δυτικών για την Ελλάδα δε σχηματίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Η ίδια περιφρόνηση παρατηρείται κατά τους τελευταίους αιώνες πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν η Λατινική εκκλησία είχε αποδυθεί σε ολομέτωπο αγώνα εκλατινισμού, τόσο θρησκευτικού όσο και γλωσσικού, των Ρωμηών. Την ίδια περιφρόνηση συναντάμε απροκάλυπτη κατά την εποχή των Σταυροφοριών. Κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις πραγματικές ρίζες της πρέπει να φτάσουμε στην αρχή της μεσαιωνικής περιόδου, στους αιώνες από τον 5ο ως τον 9ο, όταν διαμορφώνεται για πρώτη φορά ως έννοια η «Δυτική Ευρώπη». Επομένως, η περιφρόνηση των δυτικών δεν προέρχεται από τη σημερινή «ανωτερότητα» του δυτικού πολιτισμού, αλλά από ιστορικές διαφορές που υπήρχαν ακόμη κι όταν οι δυτικοευρωπαίοι ζούσαν στα σκοτάδια της μεσαιωνικής βαρβαρότητας. Με αυτό το πολύ ουσιαστικό ζήτημα ασχολείται αναλυτικά το τρίτο μέρος (κεφάλαια 6, 7 και 8) της μελέτης μας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προβλήματος, το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν ερευνηθεί η ιστορική αιτία της διαφοράς μας με τη Δύση, είναι το γνωστό δίλημμα για το αν η Ελλάδα ανήκει (εννοείται πολιτιστικά) στην «Ανατολή» ή στη «Δύση».  Κατά τη γνώμη μας οι σχετικές συζητήσεις συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένα θεμελιώδη ιστορικά δεδομένα. Όπως θα δούμε στην εργασία μας, η Δυτική Ευρώπη γεννήθηκε, κατά τον 5ο έως 8ο αιώνα, όταν τα βαρβαρικά γερμανικά φύλα συγκρούστηκαν με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αποκλειστικός φορέας του οποίου ήταν τότε η λεγόμενη «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία. Η δυτικοευρωπαϊκή συνείδηση σχηματίζεται μέσα από την αντιπαράθεση με την Κωνσταντινούπολη και ορίζεται απ’ αυτήν. Δυτικοευρωπαίος από τότε και ύστερα είναι όποιος δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, όποιος δεν αισθάνεται ότι ανήκει στην Οικουμενική Χριστιανική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, όποιος δεν ασπάζεται τον πολιτισμό που προήλθε από τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Αν δεχτούμε αυτή τη βασική ιστορική θέση, παύουν να έχουν αξία οποιεσδήποτε συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, στη Δύση, στην Ανατολή. Για τους Ευρωπαίους, η Ελλάδα εξ ορισμού δεν ανήκει στην Ευρώπη τους, αφού είναι η κληρονόμος της αντίπαλης παράδοσης, του αντίπαλου πολιτισμού τον οποίο χρειάστηκε να πολεμήσουν σκληρά οι ίδιοι ώστε να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ας μη ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή μεσαιωνική ιστορία από το 800 ως το 1400 είναι μια συνεχής σύγκρουση Λατίνων και «Βυζαντινών». Αλλά και σήμερα, οι επίκαιρες συζητήσεις περί της «κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς» δεν περιλαμβάνουν στοιχεία της ρωμαίικης παράδοσής μας. Αντίθετα, τα κατάλοιπα αυτής της παράδοσης θεωρούνται αναχρονιστικά εμπόδια για την ολοκλήρωση της νέας πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης.

Για τους Έλληνες, από την άλλη, δεν έχει νόημα να ταυτίζονται είτε με την Ανατολή είτε με τη Δύση, αφού αυτές οι έννοιες ορίζονται σε (αντιθετική) σχέση με την Ελλάδα: η Δύση υπάρχει, με την πολιτιστική έννοια, επειδή πολέμησε και εξαφάνισε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό –αλλιώς όλη η Ευρώπη θα ήταν ακόμη μια ρωμαίικη επαρχία. Η Ανατολή υπήρξε πάντοτε κάτι διαφορετικό από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αν και επηρεάστηκε βαθύτατα απ’ αυτόν κατά το Μεσαίωνα. Το συμπέρασμα είναι ότι, ιστορικά, τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή ορίζονται σε σχέση με την Ελλάδα, και όχι το αντίστροφο. Αυτό συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι οι Έλληνες υπήρξαν επί 1800 τουλάχιστο χρόνια (από το 600 π.Χ. μέχρι το 1200 μ.Χ.) το αναμφισβήτητα πιο πολιτισμένο έθνος στην Ευρώπη. Επομένως αυτό που συνέβαινε ήταν ότι οι άλλοι λαοί που έρχονταν σε επαφή μαζί μας έπρεπε να πάρουν θέση και να δεχθούν ή να απορρίψουν τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού.
Το ιστορικό πλαίσιο που προτείνουμε εδώ βοηθάει στην κατανόηση ορισμένων προβλημάτων και παρεξηγήσεων που αλλιώς παραμένουν δυσερμήνευτα. Ένα χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η περιβόητη «Ιστορία της Ευρώπης» του Ντυροζέλ που προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις στη χώρα μας. Αιτία η απουσία της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου από την ευρωπαϊκή Ιστορία. Για τους Έλληνες είναι αυτονόητο ότι η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες στη διαμόρφωση της Ευρώπης. Για τους ξένους όμως, η Ευρώπη αρχίζει από τη στιγμή που εμφανίζονται οι ίδιοι στο προσκήνιο, δηλαδή από τον 4ο μ.Χ. αιώνα με τις εισβολές των Γερμανικών φύλων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.  Η όλη «ευρωπαϊκή ιδέα», που τόσο διαφημίζεται στις μέρες μας δεν αποτελεί παρά την προσπάθεια επανένωσης των απογόνων εκείνων των γερμανικών φύλων. Σ’ αυτό το σχήμα δεν είναι πολύ φανερό το γιατί η Ελλάδα ή το «Βυζάντιο» ανήκουν στην «Ευρώπη». Ίσα-ίσα, η όλη πορεία της Ευρώπης μετά τον 4ο αιώνα δεν ήταν παρά η επέκταση των «Ευρωπαίων» (δηλαδή των βαρβάρων) σε βάρος των «Βυζαντινών» (δηλαδή των Ρωμαίων). Οι δυτικοί ιστορικοί προσπαθούν βέβαια να μας πείσουν ότι Ρωμαίοι και βάρβαροι συγχωνεύτηκαν και έτσι δημιουργήθηκε ο σημερινός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Η άποψη αυτή αποτελεί μια ενσυνείδητη παραποίηση της Ιστορίας την οποία έχουν επιβάλει οι δυτικοί για να αμνηστεύσουν τα εγκλήματα των προγόνων τους και ταυτόχρονα να οικειοποιηθούν τα επιτεύγματα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα πάνω σ’ αυτή τη θεμελιώδη παραποίηση της Ιστορίας στα κεφάλαια 4, 6, και 8 της μελέτης μας.

Η άποψη Ντυροζέλ ήταν «αιρετική» μόνο στο ότι αγνοούσε της αρχαία Ελλάδα. Η παράλειψη του Βυζαντίου είναι κοινός τόπος στις δυτικές ιστορίες της Ευρώπης. Ως ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα ας αναφέρουμε την πρόσφατη (1980) πολύτομη γαλλική «Γενική Ιστορία της Ευρώπης» (επιμέλεια C. Livet και R. Mousnier,  έκδοση των Presses Universitaires de France) που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 1990  από τις εκδόσεις Παπαζήση. Την ελληνική έκδοση μάλιστα προλογίζει ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Γ. Βλάχος, ο οποίος εκφράζει την κατάπληξή του για την απουσία του Βυζαντίου. Αλλά ποια κατάπληξη; Για οποιονδήποτε έχει ζήσει στο εξωτερικό, είναι γνωστό ότι για τους δυτικούς η μεσαιωνική και νεώτερη Ελλάδα δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό που ονομάζεται «Ευρώπη». Ακόμη κι όταν λόγοι «ευγένειας» και «πολιτιστικού πλουραλισμού» επιβάλλουν να συμπεριληφτεί το Βυζάντιο σε τέτοιες εκδόσεις, ο ρόλος του είναι καθαρά περιφερειακός, σαν να επρόκειτο για κάποιο  ασήμαντο δουκάτο της Ανατολής και όχι για την επί αιώνες σημαντικότερη πολιτική και πολιτιστική δύναμη της Ευρώπης. Δυστυχώς η μακραίωνη έχθρα της Δύσης εναντίον των Ρωμηών του μεσαίωνα δεν της επιτρέπει ακόμη και σήμερα να δει αντικειμενικά ένα τόσο «ακίνδυνο»  θέμα  όπως η μεσαιωνική Ιστορία.
Ως τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ας αναφέρουμε το συλλογικό έργο  «Handbuch der Europaischen Geschichte» του εκδοτικού οίκου Ernst Klert-Cotta της Στουτγάρδης με γενικό εκδότη τον Theodore Schieder που παρουσιάζει την ευρωπαϊκή Ιστορία από την ύστερη αρχαιότητα ως σήμερα  σε εφτά ογκώδεις τόμους. Στον πρώτο τόμο (κυκλοφόρησε το 1976) ο εκδότης βεβαιώνει ότι το έργο δεν περιορίζεται στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, αλλά επεκτείνεται και στην ανατολική για να συμπεριλάβει το σλαβικό και τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Κι ωστόσο, ο πρώτος τόμος που καλύπτει την εποχή από το 400 μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα  αφιερώνει μόλις 81 από τις 1061 σελίδες του στο Βυζάντιο. Εφτά αιώνες  Βυζαντινής Ιστορίας καλύπτουν όσο και η εξέταση  της οργάνωσης των βαρβαρικών φυλών κατά τον 5ο αιώνα (75 σελίδες)!

Νομίζουμε ότι τα σχόλια περιττεύουν μπροστά σ’ αυτά τα παραδείγματα. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός  για να μην αντιλαμβάνεται ποια είναι η ευρωπαϊκή άποψη για μας , για την Ιστορία μας, για την παράδοσή μας. Αντί να προσπαθούμε με κομπλεξικές διαμαρτυρίες και ανακοινώσεις να πείσουμε τους δυτικοευρωπαίους να συμπεριλάβουν και μας στην Ιστορία τους, θα έπρεπε, με αφορμή τον Ντυροζέλ, να αρπάξουμε αυτή τη σπάνια εκδήλωση ειλικρίνειας εκ μέρους  τους. Θα έπρεπε επιτέλους να αντιληφθούμε ότι ως λαοί, αλλά και ως πολιτισμοί , ο ελληνικός και ο δυτικοευρωπαϊκός βρίσκονται σε σύγκρουση από την εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι δυτικοευρωπαίοι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Δεν είναι επομένως καθόλου παράξενο το ότι κάποια βιβλία εκφράζουν αυτό που υπάρχει στη συνείδηση κάθε δυτικοευρωπαίου.  Ο Ντυροζέλ θα μπορούσε να γίνει η αφορμή για να σκεφτούμε πιο σοβαρά ποια είναι η δική μας θέση απέναντι σ’ έναν πολιτισμό  κατ’ εξοχήν εχθρικό, κατ’ εξοχήν αντιρωμαίικο. Έναν πολιτισμό που προσπαθεί να επιβάλλει έναν παγκόσμιο τύπο ανθρώπου, εξαφανίζοντας τη μνήμη και τη στάση ζωής κάθε διαφορετικού λαού, μαζί και του ελληνικού.

Η εργασία μας θα προσπαθήσει να αναδείξει  ορισμένες από τις ιστορικές αιτίες της διάστασης ελληνισμού και Δύσης, τονίζοντας αυτές που συνήθως παραγνωρίζονται ή παραποιούνται στην «επίσημη» ευρωπαϊκή, αλλά και ελληνική, ιστοριογραφία. Θεωρούμε  περιττό να αναφερθούμε στις πολιτιστικές διαφορές καθαυτές. Αυτές έχουν περιγραφεί με έξοχο τρόπο από ορισμένα από τα πιο λαμπρά πνεύματα που γέννησε η χώρα  μας τα τελευταία εκατό χρόνια, κι έχουν αποτυπωθεί στο έργο ζωής ενός Περ. Γιαννόπουλου, ενός Γ. Σεφέρη, ενός Φ. Κόντογλου.

Η μελέτη μας είναι, λοιπόν, καθαρά ιστορική. Το πρώτο τμήμα (κεφάλαια 1, 2 και 3) είναι αναγκαστικά αφιερωμένο στο ξεκαθάρισμα της σύγχυσης  που έχει προκληθεί γύρω από την εθνική μας ονομασία. Τα τελευταία 1500 χρόνια έχουμε αποκληθεί με τέσσερα  διαφορετικά ονόματα (Ρωμηοί, Γραικοί, Βυζαντινοί, Έλληνες). Οι λόγοι αυτής της σύγχυσης δεν προήλθαν  από το λαό μας, που πάντοτε γνώριζε το ένα και μοναδικό όνομά του σε όλους αυτούς τους  αιώνες. Προήλθαν από τους δυτικοευρωπαίους εχθρούς μας που επινόησαν διάφορα ονόματα για να μας αποκόψουν από την εθνική μας συνέχεια. Οι ονομασίες χρησιμοποιήθηκαν ως ιδεολογικά μέσα για την εξόντωση του ελληνισμού.

Στο δεύτερο τμήμα (κεφάλαια 4 και 5) εξετάζουμε το σχηματισμό της «ρωμαίικης εθνικής συνείδησης», η οποία διαφέρει ριζικά από τις φυλετικές εθνικές ιδεολογίες των δυτικών χωρών, ξεκινώντας από την εποχή που τα γερμανικά φύλα εισβάλλουν στη δυτική Ευρώπη. Οι δύο συνιστώσες αυτής της συνείδησης είναι η υπερεθνική μορφή του κράτους και ο Χριστιανισμός  Η κατανόηση της ρωμαίικης εθνικής ιδεολογίας αποτελεί απαραίτητο βήμα για την κατανόηση της ιδιαιτερότητας της Ρωμηοσύνης απέναντι στη Δύση.
Στο τρίτο τμήμα (κεφάλαια 6, 7 και 8) παρουσιάζουμε ορισμένα προβλήματα των «Σκοτεινών Χρόνων» (7ος-8ος αιώνας), οπότε σημειώνεται μια μεγάλη ρήξη στην ευρωπαϊκή Ιστορία: ένας βαρβαρικός λαός, οι Φράγκοι, ξεκινάει μια συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας με σκοπό να οικειοποιηθεί το Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο. Από εκείνη τη στιγμή, όπως θα δούμε, η δυτική Ευρώπη κάνει την επιλογή της άρνησης και της σύγκρουσης με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Μέσα απ’ αυτή τη σύγκρουση αποχτάει η «Ευρώπη» για πρώτη φορά την αυτοσυνειδησία της και γεννιέται ως ξεχωριστό φαινόμενο ο δυτικός πολιτισμός. Στη ρήξη αυτή βρίσκονται οι πηγές της διάστασής μας με τους δυτικοευρωπαίους.

Από τον 9ο αιώνα και μετά, η Ρωμηοσύνη και η Δύση ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες, καθώς η Δύση εκδήλωσε το θανάσιμο μίσος της για κάθε τι ρωμαίικο. Οι εξωτερικές εκφράσεις αυτού του μίσους (Σχίσμα, «σταυροφορίες», Φραγκοκρατία, κλπ) υπήρξαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τους προγόνους μας και σημάδεψαν τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Μια αναλυτική περιγραφή αυτής της περιόδου, όμως, βρίσκεται έξω από τα όρια της μελέτης μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι η διερεύνηση της πρωταρχικής ρήξης, της πηγής των συγκρούσεων που ακολούθησαν.

Η έκδοση της παρούσας μελέτης δεν θα  ήταν δυνατή χωρίς την αγάπη και την προτροπή του σεβαστού μου πατρός Ιεροθέου Βλάχου, ο οποίος διάβασε το χειρόγραφο και πρότεινε σειρά υποδείξεων για τη βελτίωσή του. Για όλα αυτά εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου. Για τον ενήμερο αναγνώστη θα γίνει επίσης φανερό ότι αυτή η μελέτη οφείλει τα μέγιστα στο πρωτοποριακό έργο του πατρός Ι. Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη». Η γνώμη μας είναι ότι, για διάφορους λόγους, η «Ρωμηοσύνη» δεν έχει προσεγγίσει όσους αναγνώστες θα μπορούσε. Πάντως, επειδή οι απόψεις του Ρωμανίδη είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες, προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε σε μια ανεξάρτητη ανάγνωση ορισμένων πηγών για να εξακριβώσουμε σε ποια σημεία επιβεβαιώνονται. Έτσι, όπου είχαμε τη δυνατότητα ελέγχου των πηγών το κάναμε, χωρίς να χρειάζεται να παραπέμψουμε στο Ρωμανίδη. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνά μας βρίσκεται σε σχεδόν απόλυτη συμφωνία  με τα συμπεράσματα του Ρωμανίδη.

Θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κάποιος ότι, όποιο κι αν είναι το συμπέρασμα μιας ιστορικής μελέτης, όλα αυτά λίγη σχέση έχουν με τα καυτά σημερινά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς διαφωνούμε μ’ αυτή την άποψη. Πιστεύουμε, κατ’ αρχήν, ότι η Ιστορία προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που  αντιμετωπίζουμε και σήμερα, επειδή ακριβώς τα ίδια ερωτήματα έχουν τεθεί και κατά το παρελθόν, Το όλο πρόβλημα Ελλάδας-Δύσης είναι ένα χαρακτηριστικό  παράδειγμα προβλήματος που υφίσταται εδώ και 1500 χρόνια. Ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης των εθνικών μας κινδύνων καταντάει αυτοκαταστροφικό το να μην έχουμε συναίσθηση της βαθιάς πολιτιστικής αντιπαλότητας  που χαρακτηρίζει τα αισθήματα των δυτικών απέναντί μας.

Πέρα απ’ αυτό όμως, η ιστορική γνώση διαπλάθει και το όραμα που έχουμε για το μέλλον. Η εντύπωση που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα, για το Βυζάντιο ή για τη δυτικοευρωπαϊκή Ιστορία καθορίζει, συνειδητά ή υποσυνείδητα, το τι είδους κοινωνία οραματιζόμαστε. Ίσως αυτό να εννοεί και ο Σεφέρης όταν λέει πως «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».  Ο μόνος τρόπος  για να ξεπεράσουμε τα σημερινά μας προβλήματα είναι να ξαναβρούμε τη χαμένη ιστορική μας μνήμη και να έρθουμε έτσι πάλι σε επαφή με αυτό που πραγματικά είμαστε, με αυτό που πραγματικά αγαπά η ψυχή μας. Και τότε θα διαπιστώσουμε πως, όσο κι αν προσπαθούμε να το αρνηθούμε, πιστεύοντας ότι είμαστε ένα με τους δυτικοευρωπαίους, η καθημερινή μας ζωή, οι χαρές, οι πίκρες, οι ελπίδες, τα γλέντια και οι απογοητεύσεις μας είναι όλα διαποτισμένα από ένα αίσθημα αποκλειστικά δικό μας, άγνωστο στους δυτικούς, που μπορεί και να ονομάζεται «καημός της Ρωμηοσύνης»…



ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗΣ  ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ

Αναστασίου Φιλιππίδη

Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στόν Συγγραφέα του

Απαγορεύεται η εμπορική αξιοποίηση τού 'Εργου

Πηγή Ηλεκτρονικού κειμένου

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
!-

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 

FACEBOOK

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Histats

ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

extreme

eXTReMe Tracker

pateriki


web stats by Statsie

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΟ FACEBOOK

 PATERIKI


CoolSocial

CoolSocial.net paterikiorthodoxia.com CoolSocial.net Badge

Τελευταία Σχόλια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ TRANSLATE

+grab this

ON LINE

WEBTREND

Κατάλογος ελληνικών σελίδων
greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

MYBLOGS

myblogs.gr

ΓΙΝΕΤΕ ΜΕΛΟΣ - JOIN US

Καταθέστε τα σχόλια σας με ευπρέπεια ,ανώνυμα, παραπλανητικά,σχόλια δεν γίνονται δεκτά:
Η συμμετοχή σας προυποθέτει τούς Όρους Χρήσης

Please place your comments with propriety, anonymous, misleading, derogatory comments are not acceptable:
Your participation implies in the Terms of Use


| ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ © 2012. All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos | Γιά Εμάς About | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |