Ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί ἔπειτα ἡ μαθηματική καί ἡ φυσική ἐπιστήμη αὐτονομήθηκαν ἀπό τήν κυριαρχική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος, κάτι πού ὁδήγησε σταδιακά στήν πλήρη ἀπομάγευση καί ἀπομυθοποίηση τοῦ παραδοσιακοῦ, κλειστοῦ κοσμοειδώλου τῆς φύσης. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια τήν ὑπέρβαση τῆς πίστης σέ δαίμονες, κακά πνεύματα, μάγισσες, φετίχ / εἴδωλα καί μαγικές πρακτικές, ὅπως αὐτές εἶχαν ἐπιβιώσει μέσα στά πλαίσια τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶχε δέ ὡς ἀποτέλεσμα γιά τούς χριστιανούς, νά ἀνακαλύψουν τήν δυνατότητα μιᾶς καθαρῆς, πνευματικῆς πίστης στόν Θεό: ὑπῆρξε μία πραγματική «πρόοδος στήν πνευματικότητα»1.
Ὁ Descartes προϋποθέτει τήν πρωταρχική ἐμπιστοσύνη τοῦ ὑποκειμένου σ’ ἕναν καλό Θεό, ὁ ὁποῖος δέν ἀπατᾶ τόν ἄνθρωπο. Τό ὑποκείμενο ἔτσι ἐμπιστεύεται στή συνέ χεια στόν ὀρθό Λόγο του, ὑπερβαίνει τίς ἀμφιβολίες του καί ἀποφασίζει νά ἀρχίσει νά παράγει ἀληθῆ γνώση γιά τή φύση, ἀπε- λευθερωμένος ἀπό τήν δουλεία στίς αἰσθήσεις, τίς προλήψεις καί προκαταλή ψεις, καθώς καί στήν ἄκριτη αὐθεντία τῆς παράδοσης2.
Αὐτό τό ἐπαναστατικό, «κοπερνίκειο» βῆμα δέν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στόν ἀθεϊ- σμό. Τό σημεῖο ἐκκίνησης τῆς γνώσης δέν εἶναι ἕνα ἕτοιμο, δεδομένο ἀντικείμενο, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη νόηση, ἡ ὁποία «συγκροτεῖ» ἐνεργά τό ἀντικείμενο, μέσα στά προϋπάρχοντα πλαίσια τῶν ὑπερβατολο- γικῶν δομῶν τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τῆς γλώσσας καί τῆς λογικῆς. Ὁ Κant ἤθελε δέ στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου εἶχε ἐμφανισθεῖ ὁ ἀμοραλιστικός, σοφιστικός ἀθεϊσμός, νά διασώσει τήν πίστη στόν Θεό. Ὑποστήριζε τήν ἠθικά-θρησκευτικά ἑδραιωμένη ἄποψη ὅτι πρέπει νά τεθοῦν ὅρια στόν ὀρθό Λόγο: ὅ,τι δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ὁ ὀρθός Λόγος (τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης), μπορεῖ ὡστόσο νά ὑπάρχει.
« Ἔπρεπε νά ὑπερβῶ τή γνώση γιά νά κάνω τόπο στήν πίστη»3. Πρίν ἀπό αὐτόν δέ ὁ Pascal μιλοῦσε γιά τόν «Λόγο τῆς καρδιᾶς»4, ἐνῶ ὁ Rousseau θεωροῦσε ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἡ «ἀλήθεια τῆς καρδιᾶς» (ἡ ἠθική συνείδηση τοῦ ἀτόμου).
Ὁ Κant θεωρεῖ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν ἐπιστημονικές ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (πλήν ὅμως αὐτές οἱ ἀποδείξεις, ὅπως τίς παρουσιάζει ὁ Descartes, μποροῦν μέσα στά πλαίσια μιᾶς ψυχαναλυτικῆς ἑρμηνείας ν’ ἀποκτήσουν ἕνα νόημα). Μιλᾶ δέ παραπέρα γιά τήν ἀξιοσύνη τοῦ προσώπου, καί κατέληξε στήν πίστη τῆς καθολικῆς ὕπαρξης τῆς «Κατηγορικῆς Προσταγῆς», ἐπέκεινα τῶν νόμων τῆς φύσης: ἐδῶ ὁ Θεός εἶναι ἡ προϋπόθεση δυνατότητας ὕπαρξης τῆς ἠθι- κῆς καί τῆς μακαριότητας στόν ἄνθρωπο. Τονίζει δέ ὅτι ὁ φιλοσοφικός στοχασμός (ὄχι ἁπλά ἡ καθημερινή πρακτική) ὀφείλει νά ξεκινᾶ ἀπό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς ἕνα δομικά ἠθικό ὄν, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλεύ- θερη θέληση ἀποφασίζει ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό. Ὁ στόχος εἶναι νά καταλήξει στόν Θεό, ὡς τό ὑπέρτατο ἠθικό ὄν καί δημιουργό τοῦ κόσμου5.
2. Ἡ ἑνότητα τοῦ παραδοσιακοῦ, κλει στοῦ τρόπου σκέψης ἄρχισε νά χάνεται στόν 17ο αἰώνα. Στό ἐπίκεντρο τέθηκε ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄτομο/ὑποκείμενο (νεωτε ρική μορφή ναρκισσισμοῦ), ὁ ὁρίζων τοῦ κόσμου διευρύνθηκε ὥς τό Ἄπειρο (κο σμικά, γεωγραφικά, ἐπιστημονικά, πολιτι σμικά) καί ἡ γῆ ἔπαψε νά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου: αὐτό ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στόν παραδοσιακό ναρκισσισμό τοῦ ἀνθρώπου. Τό νέο δέ Παράδειγμα συ- νοδεύτηκε ἀπό μία κριτική στροφή τῆς σκέψης τῶν μορφωμένων στρωμάτων ἐνάντια στήν κλειστή, θεσμοποιημένη χρι- στιανική γνώση (εἶχε προηγηθεῖ ἡ οὑμανιστική Ἀναγέννηση, ἐνῶ ἡ προτεσταντική Μεταρρύθμιση ὑπῆρξε σύγχρονη μέ τήν νέα Ἐπιστήμη6).
Οἱ κίνδυνοι τῆς νεωτερικότητας καί ἡ ἀμφιρροπία της ὁδηγοῦν ὅμως στήν δοκιμασία τῆς πίστης: μία ὁρισμένη στάση
Ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ νεωτερικοῦ κό σμου στήν μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου: ὄχι πλέον ἀποκλειστικά ὡς ἕνα σύμ- βολο τοῦ κόσμου τοῦ Πνεύματος, οὔτε ὡς μία γρήγορα παρερχόμενη σκηνή παρουσίας τῆς ἐγκόσμιας ὕπαρξης.
ζωῆς καί σκέψης ὠθεῖ τά ἄτομα νά ἐνδί- δουν στόν πειρασμό τῆς θέωσης τῆς φύ- σης καί τῆς αὐτοθέωσης τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. Πρόκειται γιά μιά ἀπόλυτη αὐτονομία τοῦ πεπερασμένου ὄντος δίχως ἀναφορά στόν ἄπειρο Ἄλλο, στόν δημιουργό. Ἡ νεωτερικότητα παρήγαγε ἔτσι συγχρόνως ἕναν κόσμο τῆς ἐμμένειας, ὁδηγώντας σ’ ἕναν νέο πανθεϊσμό καί γνωστικισμό7. Ὁ M.Weber μιλᾶ ἐδῶ γιά τόν «πολυθεϊσμό τῶν ἀξιῶν», παραπέμ ποντας στήν ὕστερη νεωτερική αὐτονό- μηση καί συστημική διαφοροποίηση τῶν διαφόρων ὑποσυστημάτων, πού συγκρο- τοῦν τόν λεγόμενο «πολιτισμό»8. Οἱ ἄνθρωποι παίρνουν πολύ «στά σοβαρά» κάθε πεπερασμένο πράγμα καί συμβάν, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι συνέβαινε στόν Μεσαίωνα9.
Ὡστόσο ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ μεγάλο λάθος ἡ ἐξύψωση τοῦ Μεσαίωνα (σέ Ἀνατολή καί Δύση) σέ ἰδανική πραγματοποίηση μιᾶς χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας. Τά ὅρια τοῦ μεσαιωνικοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψης ὑπῆρξαν ἀποτέλεσμα ἑνός «θρη- σκευτικοῦ βραχυκυκλώματος»: κάθε ἐγκόσμιο συμβάν ἑρμηνευόταν ἀφελῶς, ἄμεσα καί βιαστικά ὡς ἕνα σύμβολο τοῦ θεϊκοῦ θέλειν, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδιαιτερότητά τους ἐξαφανιζόταν. Τό θετικό στοιχεῖο τῆς νεωτερικότητας ἔγκειται ἀντίθετα στό ὅτι ἦρθε στό προσκήνιο τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ὡς μία ἀτομική καί συλλογική ὕπαρξη (καί τά ἄλλα ὄντα, τά ζῶα), καί μαζί της ἡ καταστασιακή σοβα ρότητα τοῦ δημιουργήματος: ἡ πληρότητα ἀλλά καί ἡ σκληρότητα, ἡ τυχαιότητα καί ἡ ἔλλειψη δεδομένου νοήματος τῆς ὕπαρ ξης10.
Ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου στήν μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου: ὄχι πλέον ἀποκλειστικά ὡς ἕνα σύμβολο τοῦ κόσμου τοῦ Πνεύματος, οὔτε ὡς μία γρήγορα πα- ρερχόμενη σκηνή παρουσίας τῆς ἐγκόσμιας ὕπαρξης. Ἡ νεωτερική πραγματικό- τητα, μαζί μέ τούς κινδύνους πού αὐτή ἐνέχει, συγκροτεῖ τήν καταστασιακή σο βαρότητα τῆς ὕπαρξης, γιά μία «χειραφε τημένη» πίστη11. Στή νεωτερικότητα οἱ ἔννοιες «φύση», «ὑποκείμενο», «πολιτι σμός», κτλ, δίχως νά χάσουν τήν ἀμφιρ ροπία πού τίς χαρακτηρίζει, ἀπαιτοῦν ἀπό τά ὁμιλοῦντα καί δρῶντα ὑποκείμενα μιά στάση ἐντιμότητας καί μιά νοήμονα προ- σήλωση ἀπέναντί τους.
Ἡ ὑπευθυνότητα ἀπέναντι στά ἐγκόσμια πράγματα δέν πρέπει ν’ ἀποδυναμώνεται μέσω τῆς ἀναγωγῆς τους σ’ ἕναν μυστικό καί θεωρησιακό Λόγο. Ἡ ὑπευθυνότητα συνεπάγεται τήν ἀπόφαση γιά τήν πρακτική «ἀναδημιουργία» τοῦ κόσμου μέσω ἑνός δημιουργικοῦ καί κριτικοῦ ὀρθοῦ Λόγου, πού ἐνέχει στοιχεῖα μιᾶς πραγματικῆς «προόδου στήν πνευματι- κότητα», καί δέν ἀνάγεται ἁπλά σ’ ἕναν ἐργαλειακό Λόγο12.
3. Ἡ συμφιλίωση τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τήν θετική πλευρά τῆς νεωτερικότητας εἶναι καί δυνατή καί ἐπιθυμητή. Στήν περίοδο 1100-1500, στήν ὁποία ἀναπτύχθηκαν οἱ πόλεις, ἡ καθολική ἐκκλησία προσέφερε πολλά στήν προώθηση τῆς ἐκνομίκευσης τῆς κοινωνίας μέ στόχο τήν δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη. Ὁ διάλογος ἀνάμεσα στήν πίστη καί στή γνώση, ὅπως καί ἀνάμεσα στήν ἀγάπη καί στή δικαιοσύνη, ὑπῆρξε τό θεμέλιο τῆς ἀνάπτυξης τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας στά πανεπιστήμια.
Στή συνέχεια ἡ ἀποξένωση ἀνάμεσα στήν νεωτερικότητα καί στήν ἐκκλησία ὀφείλετο καί ὀφείλεται ὅμως στό ὅτι ἡ καθολική ἐκκλησία (ὅπως καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέληξε στή συνέχεια στήν παραδοσιολατρία) ταυτίστηκε σέ με- γάλο βαθμό (παρ’ ὅλες τίς ἀντιθέσεις ἀνάμεσά τους) μέ τό ἀπολυταρχικό κράτος καί τήν κάστα τῶν εὐγενῶν γαιοκτημόνων, ἀσκώντας ἡ ἴδια παράλληλα κοσμική ἐξουσία καί νομιμοποιώντας τήν κοσμική ἐξουσία. Ἀπό τήν ἄλλη ἤγειρε τήν ἀπαίτη- ση μιᾶς αὐταρχικῆς, ἀπόλυτης χειραγώγησης τῆς σκέψης τῶν μορφωμένων στρωμάτων, μέσω ἑνός ἐκνομικευμένου δόγ- ματος διατυπωμένου σέ μία μή ὁμιλούμε νη γλώσσα, καί μέσω μιᾶς ὑποστασιοποι ημένης πνευματικῆς αὐθεντίας, καταδικά- ζοντας στή σιωπή κάθε δικαιωμένη κριτι κή σκέψη.
Οἱ μή παραδοσιακές, εὐαγγελικές ἐκκλησίες ἀπό τήν ἄλλη, ἐνῶ προσπάθησαν νά ὑπερβοῦν πολλά ἀπό τά ἐλλείμματα τῶν παραδοσιακῶν ἐκκλησιῶν, ἐν τούτοις γρήγορα ταυτίστηκαν μέ τήν κοσμική ἐξουσία τῶν ἡγεμόνων καί τῆς κυρίαρχης ἀστικῆς τάξης, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὑπερτόνισαν τόν ὑποκειμενισμό τῶν ἀτόμων. Ὡστόσο σημαντική ὑπῆρξε ἡ προσφορά τους μέσω τοῦ τονισμοῦ τῆς ἐλευθερίας συνείδησης, τῆς ἀξιοπιστίας, τῆς ἐνδοκόσμιας ἀσκητικῆς καί τῆς ἠθικῆς τῆς ἐργα σίας τῶν ἀτόμων13.
Ὁ κόσμος δέν εἶναι συνέπεια μιᾶς ἀναγκαιότητας, ἀλλά ἀποτέλεσμα μιᾶς προσωπικῆς ἀπόφασης καί δράσης ὡς μία πράξη χάρης/ἀγάπης.
Πέραν αὐτῶν ὅμως οἱ ἐκκλησίες δέν ἐμπόδισαν τήν παρουσία τοῦ ἀνιμισμοῦ, τοῦ φετιχισμοῦ, τῆς κυριαρχίας τῆς ρουτίνας, τῆς καταπιεστικῆς ἠθικολογίας καί τῆς δαιμονοποίησης τῆς σεξουαλικότη- τας. Ἀπό τή μία οἱ ἱεραρχίες συγκάλυπταν καί συγκαλύπτουν ἐπίσης συστηματικά τά κακῶς κείμενα στούς κόλπους τοῦ κλή- ρου. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἕνας ὁλιστικός,
«ἱερός Λόγος» περί ἁγιοσύνης καί ἀγάπης, ὁ ὁποῖος καταλήγει στόν ἐκφοβισμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ χριστιανοῦ, τόσο στά πλαίσια τοῦ κλήρου, ὅσο καί στήν κατά- θλιψη καί τήν ἀποξένωση τῶν εἰλικρινά πιστῶν. Ἀπό τήν ἄλλη δέν ἀποφεύγεται ἕνας φονταμενταλιστικός, φανατικός καί μισαλλόδοξος Λόγος δαιμονοποίησης τοῦ Ἄλλου, ὅπως ὁ ἀντιιουδαϊσμός (καί ἄλλες περιπτώσεις), ὁ ὁποῖος ἄφησε πολύ τραυματικά ἴχνη, καί δέν ἔχει ἐξαφανισθεῖ μέχρι σήμερα.
Ἡ ἀντίφαση πού χαρακτήριζε πάντα τόν Λόγο τῶν ἐκκλησιῶν, μέσα καί ἔξω ἀπό τούς κόλπους τους μέχρι σήμερα, εἶναι ὅτι, παρά τήν ἐπίσημη καταγγελία τῆς ἀδικίας, καθώς καί τῆς βίας τοῦ πολέμου, ὅλες οἱ ἐκκλησίες δέν ἔπαψαν νά συμβιβάζονται μαζί τους στήν πράξη. Ἀπό τήν ἄλλη, τόν Λόγο τους τόν συνόδευαν καί ἀποτυγχάνουσες τάσεις παρέμβασης στά ἐγκόσμια πράγματα (ἤ ἡ φυγή ἀπό τά ἐγκόσμια, ἤ ἡ θεοκρατία καί ὁ φονταμενταλισμός).
Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια ἐμφανίστηκε ἡ καινούργια πίστη στήν δύναμη τοῦ ἀνθρώ- πινου ὀρθοῦ Λόγου μέσα στόν κόσμο, καί στήν «πρόοδο» τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέσα στήν ἱστορία. Αὐτές οἱ ἰδέες δέν ἦταν μέν ξένες στόν χριστιανισμό (ἐφό- σον στήν μεσαιωνική φιλοσοφία τονίστη κε ἰδιαίτερα ἡ σχέση πίστης καί ὀρθοῦ Λόγου), ἀλλά ἦταν συχνά ὑποβαθμισμέ- νες ἀπό τό πνεῦμα τοῦ δογματισμοῦ, ἀπό τό 1500 ὅμως ἀπέκτησαν μία αὐτόνομη ὕπαρξη. Ὁ ὀρθός Λόγος (Vernunft, Raison, Reason) ἀνακηρύχθηκε σέ περιεχόμενο τῆς «φύσης» τοῦ ἀνθρώπου, καί τονίστη κε τό γενικό καί τό ἀνιστορικό14.Ἡ αὐτονο- μία τοῦ Φυσικοῦ Δικαίου (στωικῆς καί οὑμανιστικῆς προέλευσης), τό «ἔμφυτο φῶς τοῦΛόγου»,ἀποτέλεσε δέ τόν πυρήνα μιᾶς «φυσικῆς θρησκείας» καί μιᾶς θρη- σκείας τοῦ «ὀρθοῦΛόγου»,ἡ ὁποία ἐπίσης λειτούργησε καί ὡς «πολιτική θρησκεία».
Ἡ ἰδεολογία τῆς προόδου (ἡ ὁποία δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν ἰδέα τῆς προ- όδου), ἐμφορούμενη ἀπό μία μονοδιάστατη αἰσιοδοξία, ταύτισε κριτικά γιά πρώτη φορά τήν (μεταρρυθμιστική ἤ/καί ἐπα- ναστατική) ἱστορική διαδικασία μέ τήν συλλογική θέληση γιά πραγμάτωση («ἐνσάρκωση») τοῦ ὀρθοῦ Λόγου μέσα στήν ἱστορία (Ηegel)15. Ἀπό τήν ἄλλη, μετά ἀπό τούς φονικούς θρησκευτικούς πολέ- μους (μέσα 16ου-μέσα 17ου αἰώνα), ἡ θρη- σκευτική ἀνεκτικότητα ὑπῆρξε ἕνα ἰσχυ- ρό αἴτημα ἀνεξιθρησκίας, ἐνάντια στήν θρησκευτική μισαλλοδοξία, ἡ ὁποία στηριζόταν στήν κρατική καταπίεση. Ὡστόσο ἡ ἀνεκτικότητα συνοδεύτηκε ἀπό ἕναν θρησκευτικό σχετικισμό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἐμφανισθεῖ στήν Ἀναγέννηση, τόσο μέ τήν ἀναβίωση τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πα- γανισμοῦ καί τοῦ (νέο-)πλατωνισμοῦ, ὅσο καί μέ τήν ἀνακάλυψη τῆς κινεζικῆς καί ἄλλων θρησκειῶν ἐκτός τῆς Εὐρώπης16.
Ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἐπίσημου χριστιανισμοῦ ἀπό ἕνα τμῆμα τῆς διανόησης συ νοδεύτηκε ὅμως καί ἀπό πολλές προσπά- θειες συμφιλίωσης καί διαμεσολάβησης ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί σέ ἄλλα θρησκευτι- κά καί φιλοσοφικά ρεύματα17. Ὁ 17ος καί ὁ 18ος αἰώνας ὑπῆρξαν μιά συναρπαστική ἐποχή διαμάχης καί διαλόγου ἀνάμεσα σέ νεοπαγανιστικές, νεογνωστικές καί πανθεϊστικές σέκτες.
4. Ὁ διαφωτισμός τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε μιά ἐξέγερση ἐνάντια στόν αὐταρχισμό τῶν ἐκκλησιῶν καί ὁδήγησε σταδιακά σέ ἕναν διχασμό καί σέ μία ἐκκοσμίκευση. Ἐκδηλώθηκε ὡς μία ἀπόσταση ἀπό τίς ἐκκλησίες καί ὡς μία χειραφέτη- ση τῶν μορφωμένων στρωμάτων, ὡς ἕνα αἴτημα ἐλευθερίας ἐνάντια σ’ αὐτό πού θε- ωροῦσαν ὅτι εἶναι μία ἐξουσία καί μία αὐθεντία, μή νομιμοποιημένες ἀπό τόν ὀρθό Λόγο18. Ἡ καθολική ἐκκλησία ἔχασε τότε μία εὐκαιρία: ἀντί νά ἐγκαταλείψει τήν προσήλωσή της στήν ἐγκόσμια κυριαρχία καί σ’ ἕνα ξεπερασμένο μοντέλο σκέψης, κάτι πού τότε πολλοί ζητοῦσαν, πέρασε πρῶτα στήν ἐπίθεση καί συνέχεια στήν ἄμυνα ἐνάντια στήν νεωτερικότητα. Ὁδη- γήθηκε ἔτσι στήν μερική περιθωριοποί- ησή της, καί ἀπογοήτευσε πολλούς ἀν- θρώπους καλῆς θέλησης19.
Ἀπό τήν ἄλλη οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες ὑπῆρξαν ἀντίθετα πιό ἀνοιχτές στό νέο πνεῦμα. Ἔτσι στά πλαίσια τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀναδύθηκαν ἀπό τό 1770 μέχρι τό 1900 ἡ ἱστορική καί κριτική ἀνάγνω- ση τῶν βιβλικῶν κειμένων καί ἡ ἑρμηνευτι- κή ἐπιστήμη20. Ἡ τελευταία ἔδειξε ὅτι τά βιβλικά κείμενα δέν ἐξισώνονται μέ τά πα- γανιστικά κείμενα, παρ’ ὅλον ὅτι ἐμπεριέ- χουν ἐπίσης μυθολογικά στοιχεῖα. Ἕνας νεωτερικός, σκεπτόμενος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πιστεύει ἀφελῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅπως ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἀρχαιότητας ἤ τοῦ Μεσαίωνα. Δέν μπορεῖ ν’ ἀποδέχεται τά μυθολογικά στοιχεῖα «τοῖς μετρητοῖς», ἀλλά καλεῖται νά τά ἑρμηνεύει ὡς ἕναν μεταφορικό Λόγο. Δηλαδή ἐδῶ ἀπαιτεῖται τρόπον τινά μία «δεύτερη ἀφέ- λεια», μετά τήν ὑπέρβαση τῆς πρωταρ- χικῆς ἀφέλειας ἀπό τόν κριτικό Λόγο, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ τελευταῖος ἀποδέχεται τά ὅριά του.
Παρ’ ὅλη τήν «πρόοδο στήν πνευματικότητα» πού εἰσήγαγε ἡ ἀπομάγευση τοῦ κόσμου21, πρῶτα ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί στή συνέχεια ἀπό τόν χριστιανισμό, τό μυθικό κοσμοείδωλο ἐπιβίωσε μερικῶς καί μετά τό 1700.
Στά πλαίσια τοῦ μονοθεϊσμοῦ οἱ ἀφηγήσεις τῶν κειμένων ἐξέφρα ζαν ὁρισμένα μηνύματα μέ ἕνα συμβολικό τρόπο. Ὅμως διέτρεχαν πάντα καί τόν κίνδυνο συσκότισής τους. Ἡ νεωτερική βιβλική σκέψη προσέφερε πολλά ἐδῶ, καί ὁδήγησε στόν 20ό αἰώνα σέ μία πραγματική πρόοδο καί ἀνανέωση τῆς προτεσταντικῆς καί τῆς καθολικῆς θεολογίας22. Ἡ «καλή εἴδηση» τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στά κείμενα τῆς Γραφῆς εἶναι συγχρόνως καί τό προϊόν ἐμπνευσμένων ἀλλά πεπε- ρασμένων ἀνθρώπων, καί ἐνέχουν γι’ αὐτό διφορούμενα καί σκοτεινά σημεῖα23. Σέ κάθε ἐποχή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται καί ἑρμηνεύεται δέ ξανά μέσα σ’ ἕνα ὁρι- σμένο ἱστορικό πλαίσιο. Τά προϊόντα τῆς ἀνθρώπινης γραφῆς ποτέ δέν ἀποφεύγουν ὁλικά τίς ἀστοχίες καί τά σφάλματα. Ὅμως οἱ ἐμπνευσμένοι καί σκεπτόμενοι ἀναλυτές καί ἀναγνῶστες καλοῦνται ἀπό τόν ἀπόλυτο Ἄλλο παρ’ ὅλ’ αὐτά, νά ἀποφασίσουν νά διαβάζουν καί νά κηρύττουν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ σέ κάθε ἱστορική ἐποχή, καθιστώντας τον καί πάλι ἀληθινό καί ζωντανό.
Στή νεωτερικότητα θεωρεῖται (μερικῶς) ὅτι τό θεμέλιο τῆς ἀξιοσύνης τῶν πεπερασμένων ὄντων ἔγκειται στό γεγονός ὅτι εἶναι δημιουργήματα (οὑμανισμός). Ὅμως ἀπό τήν ἄλλη κυριαρχεῖ ἡ μονοδιάστατη αἰτιοκρατική ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος «λει τουργεῖ» μέσα ἀπό τόν μηχανισμό τῆς συ- νεχοῦς ἁλυσίδας τῶν ἀναγκαίων αἰτίων. Ἐδῶ χάνεται ἡ χριστιανική ἰδιαιτερότητα, γιά τήν ὁποίαν ἡ δημιουργία εἶναι κάτι τό μοναδικό, τό Νέο, πού δέν ἀπορρέει ἀπό μία «ὑπερρέουσα, πρωταρχική ἐνέργεια», ἀλλά εἶναι κατ’ ἐξοχήν τό ἔργον μιᾶς ἄπει ρης, ἀπόλυτης, ἐλεύθερης θέλησης.
Ὁ κόσμος δέν εἶναι συνέπεια μιᾶς ἀναγκαιότητας, ἀλλά ἀποτέλεσμα μιᾶς προσω- πικῆς ἀπόφασης καί δράσης ὡς μία πράξη χάρης/ἀγάπης. Ἔτσι τό ἐρώτημα τοῦ «αἰτίου» τῆς δημιουργίας παραμένει ἀναπάντητο. Ὅμως ἡ πίστη στή δημιουργία (τοῦ νέου, τοῦ μή προβλέψιμου) μπορεῖ ἐδῶ νά ὁδηγήσει στήν ὑψηλή, νεωτερική ἐκτίμηση τοῦ πεπερασμένου ὄντος, στήν σοβαρότητα τῆς πεπερασμένης πραγματικότητας24. Ὁ κόσμος δέν εἶναι οὔτε μία ἐκροή τοῦ πλωτινικοῦ «Ἑνός», οὔτε ἕνα παίγνιο, οὔτε μιά παραίσθηση: δέν ἀπαξιώνεται νά εἶναι μόνον ἡ «διαφάνεια» τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὑπερτιμᾶται νά εἶναι τό μοναδικό θεμέλιο τῶν πάντων.
Αὐτή ἡ θέση δέν νομιμοποιεῖ τίς ἁπλοϊκές ἀπόψεις τῶν φονταμενταλιστῶν καλ- βινιστῶν ἤ ὀρθόδοξων (ἤ μωαμεθανῶν), οἱ ὁποῖοι διαβάζουν κατά γράμμα τήν Γραφή ὡς ἕνα ἀπόλυτα θεόπνευστο ἔργον. Ἡ θεωρία τοῦ «ἔξυπνου σχεδίου» πίσω ἀπό τόν κόσμο, καί ἡ ἀπόρριψη τῆς δαρβινικῆς θεωρίας στήν βιολογία δέν νομιμοποι- οῦνται ἀπό τίς προηγηθεῖσες ἀναλύσεις. Οἱ ντετερμινισμοί τῶν φυσικῶν καί τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν δέν ἀναιροῦνται, ἀλλά ἡ προοπτική τοῦ σκεπτόμενου καί τοῦ θέλοντος/δρῶντος ὑποκειμένου ὑπερβαίνει τό μονοδιάστατο πεδίο τους, δίχως νά τό διαγράφει.
Αὐτό γίνεται κατανοητό στόν χῶρο τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων καί πράξεων, ὅπου δέν κυριαρχεῖ ἀποκλειστικά τό ἐξηγητικό, αἰτιοκρατικό μοντέλο τῶν θετικῶν ἐπι- στημῶν, ἀλλά τό κατανοητικό μοντέλο τῶν ἑρμηνευτικῶν καί ἱστορικῶν ἐπι- στημῶν25. Ἡ ὕπαρξη τοῦ «νοήματος», τοῦ «ἀσυνείδητου», τῆς «ἐλεύθερης θέλησης» δέν μπορεῖ ν’ ἀποδειχθεῖ «ἐπιστημονικά» (οὔτε χρειάζεται). Τά βιολογικά φαινόμενα δέν «ἐξηγοῦν» τό πνεῦμα, τό ὁποῖο δέν «ἀνάγεται» σ΄αὐτά.
Ἡ κλασική νεωτερικότητα (1500-1800) μπόρεσε ὡστόσο ν’ ἀνακαλύψει σοβαρά τήν ἰδέα μιᾶς ὁλοκληρωμένης αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος χάνει τό βλέμμα γι’ αὐτό πού τόν χαρακτηρίζει ὡς ἕνα δημιούργημα, θέλει νά γίνει «θεός». Ὅμως ὁ πιστεύων ἄνθρωπος βλέπει ἐδῶ ὅτι ἡ ἀπαρχή τοῦ κόσμου πρέπει ἀντίθετα νά βρίσκεται σέ μία ἄπειρη ἐλεύθερη θέληση, ὅτι ἡ αὐτο- νομία του ἀποκτᾶ νόημα μόνον ὡς μία ἐλεύθερη σχέση ἀλλονομίας μέ τόν ἄπει- ρο Ἄλλο, καί ὄχι ἁπλά ὡς μία ἐξάρτηση καί ἑτερονομία: ὁ Θεός δέν θέλει οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι οὔτε μαριονέττες, οὔτε σκλάβοι του, ἀλλά παιδιά του.
5. Ἡ ἀπομάγευση τοῦ κόσμου πού ἄρχι- σε μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὁλοκληρώθηκε μέ τόν χριστιανικό προτεσταντισμό καί ἐπικράτησε στά πλαίσια τοῦ διαφωτισμοῦ. Ὡστόσο ἀπό τό 1750 καί ἔπειτα, ὁ ἀναδυόμενος ἀθεϊσμός δέν σταμάτησε στά ὅρια τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅπως τά ἔθεσε ὁ Κάντ. O δογματικός, μή καντιανός διαφω- τισμός ἀπολυτοποίησε τόν κριτικό ὀρθό Λόγο26 και, ὑποκύπτοντας στόν ἄκρατο σκεπτικισμό, ἀμφισβήτησε τόν πυρήνα τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, στό ὄνομα τῆς ἀπόλυτης κυριαρχίας ἐπάνω στή φύση καί στήν ἱστορία, καθώς καί τῆς αὐτοκυριαρχίας ἑνός ἐγωκεντρικοῦ ἀτόμου. Στόχος ἦταν ἡ ἀπόλυτη ἀτομική ἐλευθερία δίχως τό ἔρεισμα τοῦ ἠθικοῦ Νόμου: ἐδῶ ἔγκειται ἡ «διαλεκτική τοῦ διαφωτισμοῦ»27.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀπόφαση γιά τήν ἀποδοχή τῆς ὑπευθυνότητας ἀπέναντι στόν κόσμο σημαίνει συγχρόνως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνα- ζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα καί μπορεῖ νά κα- ταλήξει στή συνέχεια νά ἀνακαλύψει τόν Θεό.
Στήν ἀναδυόμενη ἀστική κοινωνία, ἡ ἐγκόσμια «ἠθική» αὐτονομήθηκε ἀπό τή θρησκεία καί τήν ὑποκατέστησε28. Ἀλλά ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τήν σκέψη τοῦ Κάντ καί τοῦ Hegel, ἐπικράτησε μία ρηχή ἁπλού- στευση στά πλαίσια ἑνός ἰδεαλιστικοῦ Λό γου περί τοῦ «φύσει εὐγενοῦς καί καλοῦ ἀνθρώπου», καθώς καί μία ρηχή αἰσιοδο- ξία ὅτι ἡ «ἀρετή ὁδηγεῖ στήν εὐτυχία, καί τό κακό μπορεῖ νά ἐκλείψει ἀπό τόν κό σμο». Ἐξέλιξη, πρόοδος καί σωτηρία, ἀποκλειστικά μέσα στόν κόσμο, εἶναι οἱ τρεῖς κύριες ἔννοιες τῆς νεωτερικῆς ἰδεολογίας29. Οἱ ἄνθρωποι ὑποτάσσονται στά «γεγονότα» τοῦ πολιτισμοῦ ἄκριτα καί μοιρολατρικά, θεωρώντας ὅτι «ἔτσι ἐξελίσσονται τά πράγματα», ὅτι «ὅλα» ἔχουν μία αἰτιοκρατική ἐξήγηση, καί ὅτι δέν ὑπάρχει τό μή νόημα μέσα στήν ἱστορία.
«Πιστεύουν» ὅτι ἡ «πρόοδος βαδίζει» ἀπό τό μή νόημα πρός τό πλῆρες νόημα. Τέλος «ἐλπίζουν» ὅτι ἡ ἐγκόσμια σωτηρία ἐκ μέρους ὁδηγῶν/ἀρχηγῶν, κινημάτων καί κομμάτων, θά ὁδηγήσει στήν πλή- ρη ἐπικράτηση τοῦ νοήματος ἐπάνω στό μή νόημα.
Παρ’ ὅλ’ αὐτά παραμένουν τά θετικά στοιχεῖα τοῦ διαφωτισμοῦ: ἡ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αὐτόνομη ἀτομικότητα τοῦ ὑποκειμένου30. Καί οἱ δυό εἶναι χριστιανικές ἰδέες, οἱ ὁποῖες χάρη στόν διαφωτισμό πραγματοποιήθηκαν στήν πράξη γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, μέσα σ’ ἕνα ἐκκοσμικευμένο πλαίσιο, ὅπως τό διαμόρφωσε ἡ κατάργηση τῶν προνομίων, τῶν βασανιστηρίων καί (ἀργότερα) τῆς δουλείας, ἡ χειραφέτηση τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνεξιθρησκία, ἡ ἐλευθερία συνείδησης, ὁ χωρισμός κράτους καί ἐκκλησιῶν, τά δι- καιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη.
Ἐλεύθερη θέληση, ὀρθός Λόγος, μεταρ- ρυθμιστική πράξη γιά μιά ἐλεύθερη καί δί- καιη κοινωνία: αὐτό ἦταν καί εἶναι τό οἱονεί ἐσχατολογικό μήνυμα τῆς νεωτερικότητας. Πολλοί ἱερεῖς, πάστορες, μοναχοί καί λαϊκοί χαιρέτισαν τήν ἀμερικανική καί τήν γαλλική Ἐπανάσταση καί τίς ἰδέες
«Ἐλευθερία, Ἰσότητα, Ἀδελφοσύνη», οἱ ὁποῖες ἔγιναν σ’ ὅλο τόν 19ο καί στόν 20ό αἰώνα τό πρόταγμα τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης, τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀφρικῆς.
6. Γύρω στό 1900 ὅμως ἄρχισαν νά κυριαρχοῦν ἀπαισιόδοξες διαγνώσεις γιά τήν «κρίση» καί τήν «παρακμή τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ»31. Αὐτό φαίνεται μεταξύ ἄλλων στά ἔργα τῶν C. Schmitt,W. Ben- jamin, Th.W. Adorno, κτλ., οἱ ὁποῖοι ἐντό- πισαν τίς ἑξῆς τάσεις: Α. Μία ἐπιστημονι- κή πρόοδο δίχως ἠθικά θεμέλια καί στό- χους, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κα- τάχρησή της στήν ὑπηρεσία τοῦ κεφαλαί- ου καί τοῦ κράτους. Β. Μία ὑψηλή τεχνολογία πού ἔχει ξεφύγει ἀπό ἕναν ἀξιακό ἔλεγχο. Γ. Μία οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς στήν ὁποία τό ἀνεξέλεγκτο κεφάλαιο καταστρέφει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί λεη- λατεῖ τήν φύση. Δ. Μία λαϊκίστικη δημο- κρατία τῶν μαζῶν, τῶν διοικητικῶν μηχα- νισμῶν καί τῶν Μέσων, στήν ὁποία ἡ φορμαλιστική ἐλευθερία ἄνευ ἠθικοῦ περιεχομένου γίνεται ἀσυδοσία, καί ἡ φορμα- λιστική ἰσότητα γίνεται ἰσοπέδωση. Ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν ὁδηγεῖ στήν αὐτοϋπονόμευση τήν ὑπαρκτή δημοκρατία, ἐφόσον χάνει ἔτσι τό κύρος καί τήν σοβαρότητά της.
Παράλληλα μέ αὐτά ἐμφανίστηκε καί ἡ κρίση ἀξιῶν καί ταυτοτήτων: ἔγινε φανε- ρό τό ἀτομικιστικό, ἰσχυρό, κατακτητικό, ἑνιαῖο «ἐγώ» τῆς κλασικῆς νεωτερικότητας, τό ὁποῖο ἀπωθοῦσε καί ἀπωθεῖ τόν ὑπαρξιακό διχασμό του, δηλαδή τήν ἔλλειψη καί τήν περατότητα. Αὐτό ἐκφράστηκε μέσα ἀπό τήν νιτσεϊκή ρήση γιά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος συνεπάγεται καί τόν «θάνατο τοῦ Ἀνθρώπου». Ἀλλά ἡ γενιά τοῦ 1900 ἀνακάλυψε καί τίς ἀναλύ- σεις τοῦ S. Kierkegaard γιά τήν ὑπαρξιακή ἐμπειρία τοῦ ἄγχους, καί τίς ἑρμήνευσε ποικιλοτρόπως32. Ὅμως δίπλα στίς ἐκκοσμικευμένες ἑρμηνεῖες του (ντεσιζιονι- σμός, ὑπαρξισμός, κτλ.), ἡ ἀνανέωση τῆς θεολογικῆς σκέψης στόν 20ό αἰώνα ὀφεί- λεται στήν ἀποδοχή ἐκ μέρους της τῶν θεολογικῶν καί ὑπαρξιακῶν ἀναλύσεων τοῦ Kierkegaard33. Ἔτσι ἔγινε δυνατή ἡ κριτική στόν ἀτομικισμό, ὡς μιᾶς ἰδεολο- γίας πού διαβρώνει τήν ἔννοια τῆς αὐτό- νομης ἀτομικότητας, σέ ὅλες τίς παραλλαγές της.
Οἱ τάσεις κρίσης φάνηκαν ἰδιαίτερα μέσα ἀπό τίς συνέπειες τῶν μεγάλων κατα- στροφῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, στόν ὁποῖον ἐμφανίστηκαν ὡς μορφές τοῦ ριζικά κακοῦ (Κant), δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δύο ὁλο- κληρωτισμοί, ἡ Shoah καί τό Auschwitz34, καθώς καί τό Gulag, ὁ μηδενισμός καί ὁ ἀμοραλισμός. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ κρίση στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰώνα («μετανεωτερικότη- τα») πῆρε στή συνέχεια τή μορφή τῆς κριτικῆς ἀπέναντι στήν νεωτερική πίστη στόν ὀρθό Λόγο, στήν συνεχῆ ἐξέλιξη καί πρό- οδο τῆς κοινωνίας καί τῆς οἰκονομίας, κα θώς καί στίς «μεγάλες ἀφηγήσεις» («ἐκ- κοσμικευμένες θρησκεῖες») τοῦ ἐθνικι- σμοῦ καί τοῦ κομμουνισμοῦ.
Συγκεκριμένα ἡ κριτική ἀφορᾶ τήν πίστη στήν αὐτοθέωση τοῦ ὀρθοῦ Λόγου καί τήν συρρίκνωσή του σ’ ἕναν ἐργαλειακό Λόγο35. Ἐπίσης τήν πίστη στήν ἐξέλιξη καί στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς κοινωνίας: στόν ἐργαλειακό προγραμμα- τισμό τῶν πάντων. Ὅλα γίνονται ἐδῶ ἀντι- κείμενο ἑνός Λόγου τῆς γνώσης πού ἐμφορεῖται ὡστόσο ἀπό τήν θέληση γιά κυριαρχία, ἐνῶ ὅλοι ὀφείλουν νά παρά- γουν καί νά καταναλώνουν πιό γρήγορα, πιό πολύ, πιό καλά, μέ ἀποτέλεσμα τήν ψυ- χική καί τήν κοινωνική ἀποσταθεροποίηση. Τέλος ἀφορᾶ τήν πίστη στίς φαντα- σιώσεις ἐγκόσμιας σωτηρίας στό ὄνομα τῆς ἰσχύος τοῦ ἔθνους, τῆς εὐημερίας, τοῦ λαοῦ, τοῦ προλεταριάτου, κτλ.36
Ὅμως ἡ ἀμφίρροπη «διαλεκτική τῆς νεωτερικότητας» ἔδειξε ὅτι παράλληλα μέ αὐτές τίς τραυματικές ἐμπειρίες, ἰδιαίτερα τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν στήν Εὐρώπη καί ἀλλοῦ πολλά θετικά ἐπιτεύγματα, τά ὁποῖα ὑπερασπίζεται ἡ κοινωνία πολιτῶν. Αὐτά τά στοιχεῖα δέν πρέπει ν’ ἀμφισβητοῦνται ἤ νά θεωροῦνται ἀσήμαντα ἤ αὐτονόητα. Ἡ «μετανεωτερική», ριζική κριτική στή νεωτερικότητα ἀποτελεῖ ὡστόσο μιά ἐσφαλμένη ἀπάντηση στήν σημερινή κατάσταση, γιατί υἱοθετεῖ μία ἀμοραλιστική καί μηδενιστική στάση ἐστέτ ἀπέναντι στήν κρίση, ἀπορρίπτοντας συγχρόνως σχετικιστικά καί κάθε ἠθική ἤ θρησκευτική ἀξία. Ἀντίθετα, ἡ φροϋδική καί λακανι- κή ψυχανάλυση ἀποτελεῖ ἐδῶ τόν ἀντίποδα τόσο τῆς κλασικῆς νεωτερικῆς ὅσο καί τῆς μετανεωτερικῆς ἰδεολογίας, ἐφόσον τονίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀσυνείδητου, ὡς ἐκείνου τοῦ ψυχικοῦ φορέα κάθε ὁμι- λοῦντος καί ἐπιθυμοῦντος, διχασμένου ὑποκειμένου, ὁ ὁποῖος παραμένει μή ἐν- σωματώσιμος στίς προσπάθειες κοινωνικῆς καί ἰδεολογικῆς χειραγώγησής του. Ὁρίζοντας τό ἄτομο ἐξ ἀρχῆς ὡς ἕνα ὑποκείμενο τό ὁποῖο ὑπάρχει μόνον μέ- σα ἀπό τή σχέση διαλόγου καί ἀντιλόγου μέ τόν Ἄλλο, ἡ ψυχανάλυση συγχρόνως ἐντοπίζει τόσο τίς ἀπαρχές τοῦ ἠθικοῦ Νόμου ὅσο καί τήν ἄρνησή του, στό ἀσυνείδητο, τονίζοντας τήν κεντρική σημασία τῆς ἔλλειψης καί τῆς περατότητας τοῦ ὑποκειμένου. Ἡ ψυχανάλυση ἀποδομεῖ τήν παγανιστική ἄποψη ὅτι ὑπάρχει μιά ὀντολογική «ἁρμονία», μιά «συμπληρω- ματική σχέση» ἀνάμεσα στό «ἀρσενικό καί στό θηλυκό», ἤ ἀνάμεσα στή μητέρα καί τό παιδί, ἐφόσον ὑπάρχει πάντα ὁ Τρίτος, ὁ Ἄλλος, τό Πνεῦμα, τό ὁποῖο «ἐνοχλεῖ» αὐτή τή σχέση καί καλεῖ τά ὑποκείμενα νά μποῦν στό δρόμο τῆς μετουσίωσης. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν μή ὕπαρξη μιᾶς προκαθορισμένης ἁρμονίας ἀνάμε- σα καί μέσα στίς κοινωνικές ὁμάδες, ἤ ἀνάμεσα στά ἄτομα καί στήν κοινωνία.
Ἡ ψυχανάλυση ἔτσι μπορεῖ νά συνεισφέρει τόσο στήν ἀποδόμηση τῶν μορφῶν τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς πολιτικῆς παθολογίας, ἀτομικά καί συλλογικά, ἐπέκεινα κάθε μυστικισμοῦ, ἰδεαλισμοῦ καί θετικισμοῦ, ὅσο καί στήν καλύτερη κατα- νόηση τῆς ἐγγενοῦς χριστιανικῆς ἀνθρω- πολογίας. Ὅμως γιά νά τό ἐπιτύχει αὐτό ὀφείλει νά μήν γίνεται ἡ ἴδια ἐργαλεῖο θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς κυριαρχίας καί ἐκλογίκευσης. Ἡ ψυχανάλυση τοῦ Σ. Φρόϋντ καί τοῦ Ζ. Λακάν ἀποτελεῖ ἔτσι μέχρι σήμερα (πέρα ἀπό τίς προβληματικές ἑρμηνεῖες πολλῶν ἐχθρῶν καί φίλων γι’ αὐτήν), παράλληλα μέ τήν ἀφομοίωση τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας τοῦ Kier- kegaard, μία κριτική προσπάθεια ἀντιμε- τώπισης τῆς ὑπαρξιακῆς κρίσης τοῦ ὑπο κειμένου37.
7. Ἡ ὑπαρξιακή κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου στήν προτεσταντική θεολογία τοῦ 20οῦ αἰώνα καί στή συνέχεια στήν καθολική θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀξιοσύνη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὡς τή συνέπεια τοῦ ὅτι εἶναι ἕνα δημιούργημα κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Δημιουργοῦ38. Ὁ Θεός ἔχει ἀναλάβει ἀπό ἀγάπη (καθαρή ἐκδήλωση χάρης/δωρεᾶς) τήν εὐθύνη γιά τόν κόσμο πού δημι- ούργησε «ἄνευ ἄλλου αἰτίου», «ἐκ τοῦ μηδενός». Δέν εἶναι ὡστόσο ὑπεύθυνος γιά τό κακό μέσα στόν κόσμο, ἀλλά συμπα- ραστέκεται σ’ αὐτόν.
Ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί ἀρνεῖται αὐτή τήν θεϊκή χάρη καί ἐκλογή, θέλοντας νά γίνει ἕνας θεός ὁ ἴδιος. Ἀλλά ἡ ἀξιοσύνη τοῦ προσώπου μπορεῖ νά ἀνανεωθεῖ μέσα ἀπό τήν πίστη στόν Σταυρω θέντα καί Ἀναστάντα Χριστό. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωθείς στόν Χριστό, συ- νοδεύει στούς δρόμους τους τά δημιουρ γήματα, σταυρωθείς ὑποφέρει τά πάθη τους καί συμφιλιώνεται μέ τούς ἁμαρτή- σαντες, τούς ὁποίους ἔχει καλέσει νά μετανοήσουν.
Τό ἄνοιγμα στήν ὑποδοχή τῆς χάρης ἀπό τό ὑποκείμενο συντελεῖται μόνον τότε, ὅταν πραγματοποιηθεῖ μέσα ἀπό τήν γνήσια, ἐπανειλημμένη ἐμπειρία τῆς ἐλλειμματικότητάς του, ἡ ἀπόλυτη ἀναγΤό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὅμως οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά δροῦν μέσα στόν κόσμο: ὀφείλουν νά ἀποφεύγουν τούς πειρασμούς τοῦ γνωστικισμοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς ἐνδοστρεφοῦς ἐσωτερι κότητας, τοῦ νομικισμοῦ, τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ, βίαιου ἀκτιβισμοῦ.
Αὐτό σημαίνει τήν πνευματική ἀπεξάρτησή του ἀπό κάθε ἄλλο βοήθημα κοινωνικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ τύπου, τό ὁποῖο θά τοῦ ἀπέκρυπτε τήν σοβαρότητα καί τήν τόλμη τοῦ διαβήματός του. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐλλειμματικότητας ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπαρξιακῆς ἐλπίδας. Τό ἐπανειλημμένο πέρασμα στήν διαλεκτική κίνηση τῆς χρ στιανικῆς ζωῆς εἶναι «ἕνας θάνατος καί μία ἀνάσταση», ἡ αὐθεντική συμμετοχή στόν Χριστό39.
Ὁ χριστιανός ἄνθρωπος ἐγκαθίσταται τότε ἀπό τόν Θεό ὡς ὁ ἀντιπρόσωπός του (βλ. Pannenberg), ἐπωμιζόμενος ἀτο- μικά καί συλλογικά τήν ὑπευθυνότητά του ἀπέναντι στόν κόσμο καί στήν ἱστορία. Καλεῖται ἔτσι ἀπό τόν ἀπόλυτο Ἄλλο νά λογοδοτήσει (Verantwortung, Respon- sibility) (βλ. Jonas, Levinas) ἀπέναντί του στό ἐρχόμενο μέλλον γιά τίς πράξεις του40. Ἡ ὑπαρξιακή κατανόηση ὑπερβαίνει μιά μυστικιστική ἤ μεταφυσική ἄποψη γιά τόν ἄνθρωπο: ἡ γλωσσική σχέση διαλόγου /ἀντιλόγου τοῦ ὑποκειμένου μέ τόν Ἄλλο (τόν Πλησίον καί τόν Θεό), τοῦ προσφέ- ρει συγχρόνως καί τό πλαίσιο γιά τήν δη- μιουργική πράξη του. Ἐδῶ πρόκειται γιά μία μή ἑγελιανή διαλεκτική,ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει καί τό πνεῦμα οἰκουμενισμοῦ ἀνάμεσα στίς ἐκκλησίες στόν 21ο αἰώνα41.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀπόφαση γιά τήν ἀποδοχή τῆς ὑπευθυνότητας ἀπέναντι στόν κόσμο σημαίνει συγχρόνως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του πρῶτα καί μπορεῖ νά καταλήξει στή συνέχεια νά ἀνακαλύψει τόν Θεό. Ἡ κυριαρχία ἐπάνω στή φύση δέν σημαίνει δέ μία ἁπλή ἐργαλειακή σχέση ἐκμετάλλευ- σης καί καταστροφῆς της, ἀλλά τήν καλ- λιέργεια καί τήν διατήρηση τῆς αἰσθητικῆς καί ἠθικῆς της διάστασης, ὡς μιᾶς προ- ϋπόθεσης τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀλήθειας τῆς γνώσης του γιά τήν δημιουργία42.
Ἡ Θεία Πρόνοια (τήν ὁποία ὁ Kier- kegaard ἀντιπαραθέτει στήν παγανιστική μοίρα) ἀφορᾶ τόσο τά ἄτομα ὅσο καί τήν ὁλότητα τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά πρέπει νά ἀποφεύγονται οἱ παράλογες καί μαγικές ἑρμηνεῖες της43. Ὁ στόχος της εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἔργου τῆς συμφιλίωσης τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό, μέσω τῆς Προόδου στήν Πνευματικότη- τα (στήν πίστη, στήν γνώση καί στήν πράξη), καί μέσω τῆς προετοιμασίας τῆς Ἔλευσης τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ44. Ἀλλά κανένας ὀρθός προγραμματισμός τῶν ἀνθρώπων δέν πρέπει νά λησμονεῖ αὐτό τό στόχο, καί νά γίνεται ἕνας αὐτοσκοπός μέσα στήν ἐμμένεια τοῦ κόσμου (δίχως νά ἐγκλωβίζονται τά ὑποκείμενα σέ φαντασιώσεις ἀποκαλυπτικῆς βίας καί εἰκοτολογίας).
Ὁ Θεός προσφέρει τό πλαίσιο τῆς Δημιουργίας στόν ἄνθρωπο καί τόν καλεῖ νά δημιουργήσει μέσα σ’ αὐτό, ἀγωνιζόμενος γιά τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τά πεπερασμένα μέσα του. Ἐδῶ ἰσχύει ἡ ἐσχατο- λογική ἐπιφύλαξη: ἡ ἀτομική καί συλλογική πράξη τῶν ἀνθρώπων ὀφείλει ν’ ἀποφεύ- γει τόσο τήν ἡσυχαστική ἀδράνεια καί πα- θητικότητα ὅσο καί τόν ἀνυπόμονο, βίαιο ἀκτιβισμό ἐνάντια στό κακό μέσα στήν ἱστορία45. Γιά ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι φέ- ρουν ἐξ ὁλοκλήρου οἱ ἴδιοι τήν εὐθύνη, δέν μποροῦν νά ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι φε- ρέφωνα τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦν νά ἐκβιά- σουν τήν Ἔλευση τοῦ Βασιλείου, οὔτε νά καταργήσουν τήν ἄπειρη ἀπόσταση ἀπό τήν Ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ.
8. Ἡ νεωτερικότητα συνεπάγεται ἐξ ἀρχῆς τήν ὕπαρξη μιᾶς ἐκκοσμικευμένης καθώς καί μιᾶς χριστιανικῆς μορφῆς τῆς ἐσχατολογίας, οἱ ὁποῖες ὅμως ἔχουν τήν δική τους λογική ἡ καθεμία. Ἡ καθολικό- τητα τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς εἰρήνης, τοῦ ὀρθοῦ Λόγου καί τῆς προόδου ἔχουν διπλή ρίζα. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ νεωτερικότητα χαρακτη- ρίζεται ἀπό ἕνα δίλημμα: ἡ πραγματοποίηση τῆς καθολικότητας τῶν ἀνωτέρω στόχων ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἀδυναμία συγκερασμοῦ ἀνάμεσά τους. Αὐτό γιατί ἡ ἰδιαιτερότητα τῶν ἐπιμέρους συμφερόντων ἀντιφάσκει μέ τήν καθολικότητα τῶν ἀξιῶν46. (Πρόκειται γιά μία μή ἑγελιανή διαλεκτική.) Περίοδοι ἀνάτασης καί ἀνανέωσης διαδέχθηκαν περιόδους στα- σιμότητας στό οἰκονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό καί ὑπαρξιακό ἐπίπεδο, καί ἀντίστροφα.
Ἡ κυριαρχία τῆς «μετανεωτερικότητας», μαζί μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ νεοφιλελευ- θερισμοῦ καί τῆς ἐμφάνισης τῆς Κίνας καί τῆς Ἰνδίας στήν παγκόσμια σκηνή, στίς δε- καετίες μετά τό 1980, ὁδήγησαν στόν 21ο αἰώνα στήν ριζικοποίηση καί στήν ἐμβά- θυνση τῆς κρίσης (κάτι πού εἶχε συμβεῖ πάλι στήν μεσοπολεμική περίοδο 1917-1939). Οἱ ἰδεολογίες τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτικοῦ φάσματος, καθώς καί οἱ ὑπαρ- κτοί δημοκρατικοί θεσμοί στίς ἀναπτυγμένες χῶρες ἀδυνατοῦν νά βροῦν καί νά ἐφαρμόσουν πειστικές λύσεις στά κοινωνικά καί στά ψυχικά προβλήματα τῶν πο- λιτῶν, πού πληθαίνουν. Ἀπό τήν ἄλλη παγ- κοσμίως οἱ κοινωνικοοικονομικές καί πο- λιτισμικές πολώσεις καί οἱ ξεριζωμοί δυναμώνουν.
Ὅμως, ὅπως κάθε περίοδος κρίσης τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔτσι καί κάθε κρίση τοῦ (καντιανοῦ) διαφωτισμοῦ ἐνέχουν τόν κίνδυνο μιᾶς πολιτισμικῆς παλινδρόμησης καί καταστροφῆς: σήμερα βλέπουμε τήν ἐπάνοδο βίαιων μορφῶν ἐθνικισμοῦ καί ρατσισμοῦ καθώς καί ξεπερασμένων, ἀρχαϊκῶν μορφῶν θρησκευτικότητας. Ἀλλά ἔτσι ἐπανέρχονται στό προσκήνιο ξεπερασμένες καί πρωτόγονες μορφές (πολιτικῆς, θρησκευτικῆς, ἐγκληματικῆς) βίας, καθώς καί ἀριστεροί καί δεξιοί ἐξτρεμισμοί: τό φάντασμα τῆς ἀναρχίας, τῆς τρομοκρατίας καί τοῦ νεοφιλελεύθερου σοσιαλδαρβινισμοῦ ἐπανέρχεται γενικευμένο47.
Οἱ ἐξτρεμισμοί ἀποτελοῦν ἐδῶ γνωστικιστικές καί ἀποκαλυπτικές μορφές πολιτικοῦ μεσσιανισμοῦ. Ἡ Δημοκρατία ἔτσι κινδυνεύει νά αὐτοαναιρεθεῖ, ἐφόσον ἐκτρέφει καί ἀνέχεται τίς δυνάμεις πού τήν ὑπονομεύουν (ὑποβάθμιση καί ἀπάρ- νηση τοῦ Συμβολικοῦ καί τοῦ Νόμου, ἀσυ- δοσία κεντρόφυγων, ἐχθρικῶν ὁμάδων συμφερόντων πάσης φύσης), ἐνῶ ἡ πίστη στίς ἀξίες τοῦ δημοκρατικοῦ κράτους δι- καίου ἔχει συρρικνωθεῖ48.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ὑπαρκτός χριστιανισμός ὀφείλει παγκοσμίως νά σταθεῖ στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ὅμως βρίσκεται σέ μιά περίοδο ἀνημπόριας καί στασιμότητας. Τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐσχατολογίας ἔχει ἐξασθενήσει, ἐνῶ οἱ ἐκκλησίες ἔχουν περιχαρακωθεῖ καί ἐπαναπαυ θεῖ στά θεσμικά κεκτημένα τους. Ὁ χριστιανισμός (ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν) ὡστόσο χαρακτηριζόταν ἀνέκαθεν ἀπό ἕνα δίλημμα: τό μήνυμά του εἶναι ἐπαναστατικό, ὅμως δέν ταυτίζεται μέ τούς ἐγκόσμιους πολιτικούς μεσσιανισμούς49.
Τό Βασίλειο τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὅμως οἱ χριστιανοί καλοῦνται νά δροῦν μέσα στόν κόσμο: ὀφεί- λουν νά ἀποφεύγουν τούς πειρασμούς τοῦ γνωστικισμοῦ, τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς ἐνδοστρεφοῦς ἐσωτερικότητας, τοῦ νο- μικισμοῦ, τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ, βίαιου ἀκτι- βισμοῦ. Ὀφείλουν ἐπίσης νά διδάσκονται καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή ἐσχατολογική παρά- δοση, ἡ ὁποία δέν ἀπορρίπτει τήν δράση γιά τήν δικαιοσύνη μέσα στά ἐγκόσμια. Ἡ ἐμπειρία τῆς διαλεκτικῆς Νόμου καί Χάρης ἀπαιτεῖται ἀπό κάθε χριστιανό, ἐφόσον ἡ ἐμπειρία τοῦ Νόμου γιά τήν ἐγκό σμια ζωή παραμένει ἡ πάντα παροῦσα προϋπόθεση γιά τήν ἐμπειρία ὑποδοχῆς τῆς Χάρης50.
Ὡστόσο οἱ χριστιανοί ταλαντεύονταν πάντα ἀνάμεσα σέ μία στάση συνεργασίας μέ τήν κοσμική ἐξουσία, καθώς καί τῆς ἰδεολογικῆς νομιμοποίησής της ἀπό τή μία, καί σέ μία ἀπορριπτική στάση ἀπέναντί της ἀπό τήν ἄλλη. Ὡστόσο τό δίλημμα εἶναι ψευδές, γιατί τό αἴτημα τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἐγκοσμίων καί τῆς ριζικῆς, μή βίαιης μεταρρύθμισής τους δέν ἐγκλωβίζεται μέσα σ’ αὐτό, ἐφόσον ὑπῆρξαν καί διαφορετικές ἐμπειρίες στό παρελθόν.
Ἡ κατάσταση παρακμῆς καί κρίσης στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα μᾶς παραπέμπει στήν παρόμοια κατάσταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας πρίν 2.000 χρόνια. Τότε ἕνας «μαχόμενος» χριστιανισμός μπόρεσε νά νικήσει τόσο τόν γνωστικισμό ὅσο καί τόν παγανισμό, καί ἔγινε ὁ κληρονό- μος τῶν θετικῶν στοιχείων τῆς ἀρχαιότη- τας καί ὁ ἐμπνευστής ἑνός νέου εὐρωπαϊ- κοῦ πολιτισμοῦ, καθώς καί τῆς νεωτερικότητας. Σήμερα καλεῖται καί πάλι νά συνει- δητοποιήσει τή θέση του σέ παγκόσμια κλίμακα, νά ἀναγνωρίσει τόν πλουραλισμό τῶν πολιτισμῶν καί τῆς θετικῆς προ- σφορᾶς τῆς νεωτερικότητας, καί νά βοη- θήσει μέσα ἀπό ἕνα οἰκουμενικό πνεῦμα στήν ἀναβίωση τῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισμοῦ καί στήν ἀναγέννηση τῆς ἀληθινῆς ἀξιο- σύνης τοῦ ὑποκειμένου. Ἀλλά γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἔχει μιά κριτική φωνή καί νά μήν λειτουργεῖ ὡς ἰδεολογία καί ὡς πολιτική θρησκεία51.
Ὁ Θάνος Λίποβατς ἀπό τό 1962 ἀκολούθησε σπουδές φυσικῆς ἐπιστήμης στό Τεχνικό Πανεπιστήμιο τοῦ Δυτικοῦ Βερολίνου. Στή συνέχεια (1968-1973) ἀκολούθησε σπουδές Κοινωνιολογίας, Οἰκονομίας καί Φιλοσοφίας στό Ἐλεύθερο Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου καί τό 1973 πῆρε τό δίπλωμα Κοινωνιολογίας. Τήν περίοδο 1973-1978 ἦταν ἐπιστημονικός βοηθός (διδάσκων) στό Ἰνστιτοῦτο Κοινωνιολογίας τοῦ ἴδιου Πανεπιστημίου καί παράλληλα ἀκολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Ψυχολογίας.
Τό 1978-1982 ἦταν ἐρευνητής σέ προγράμματα κοινωνιολογικῆς ἔρευνας στό Παρίσι καί τό 1979-1981 ἐπιστημονικός βοηθός στό τμῆμα Ψυχανάλυσης στό Πανεπιστήμιο VIII (Vin- cennes-Saint Dennis) τοῦ Παρισιοῦ. Τό 1981 ὑποστήριξε διδακτορική διατριβή στό τμῆμα Φιλοσοφίας καί Κοινωνιολογίας τοῦ Ἐλεύθε- ρου Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου (Dr. Phil). Τό 1982-1987 δίδαξε ὡς ἐπισκέπτης καθηγη- τής στό τμῆμα Κοινωνιολογίας τοῦ Πανεπι- στημίου τοῦ Ὀλντενμπούρκ. Τό 1986 ὑποστήριξε ὑφηγεσία στό τμῆμα Φιλοσοφίας καί Κοινωνιολογίας τοῦ Ἐλεύθερου Πανεπιστημίου τοῦ Βερολίνου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1987 ἐκλέχτηκε ἀναπληρωτής καθηγητής στήν ἕδρα Πο- λιτικῆς Ψυχολογίας τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἀπό τό 1991 μέχρι τό 2010 ὑπῆρξε τα- κτικός καθηγητής. Ἔχει δημοσιεύσει βιβλία καί πολλά ἄρθρα σέ διάφορες γλῶσσες.
Διαλεκτική τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς Νεωτερικότητας
Toῦ Θάνου Λίποβατς
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.