14. – Η πρώτη επαφή της Χριστιανικής Αλήθειας με την ελληνική σοφία στην Αθήνα
Αποδείξαμε ήδη δια μακρών με ποιο θαυμαστό τρόπο προπαρασκεύασε η θεία Πρόνοια την ανθρωπότητα για τον Χριστό, αφ’ ενός μεν τον Ιουδαϊκό κόσμο με την αποκάλυψη μέσω της Π.Δ., αφ’ ετέρου δε τον Εθνικό κόσμο με τη λεγόμενη ‘’φυσική αποκάλυψη’’, η οποία παρακίνησε την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτή, αφού υψώθηκε πάνω από την κοινή λαϊκή θρησκεία σε στοχασμούς περί του υψίστου Όντος και της σχέσεώς του προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο, όχι μόνο από μόνη της σημείωσε στον ορίζοντα της σκέψεως πνευματική ανάταση και ακτινοβολία από τις πιο αξιοθαύμαστες στην ιστορία της παγκόσμιας διανόησης, αλλά και ανύψωσε τη στάθμη της λαϊκής πίστεως, διαφωτίζουσα συνεχώς το περιεχόμενό της.
Έτσι διαρκώς μικρυνόταν η απόσταση μεταξύ λαϊκής πίστεως και φιλοσοφικής διανόησης, ολίγο δε κατ’ ολίγο δημιουργήθηκε ένα είδος κοινής φιλοσοφίας, που ήταν επηρεασμένη σημαντικά από τον πλατωνικό ιδεαλισμό, η οποία αποτελούσε ευχάριστη ενασχόληση και για τον λαό, γιατί ερευνούσε και διαφώτιζε τα μεγάλα θεολογικά, κοσμοθεωρητικά και βιοθεωρητικά ερωτήματά του, δροσίζοντας έτσι την δίψα του για την αλήθεια.
Από την πνευματική αυτή, επί οικουμενικού πεδίου, κίνηση δημιουργήθηκε και φιλοσοφική ορολογία για την έκφραση εννοιών, που ανάγουν στο ύψιστο Ον και στις προς τον κόσμο και τον άνθρωπο συναρτήσεις Του. Έτσι αποθησαυρίστηκε στο πνευματικό θησαυροφυλάκειο του οικουμενικού Ελληνισμού όλος εκείνος ο πλούτος των στοχασμών και όρων, δια των οποίων κατά μεν τους χρόνους της Κ.Δ. ο Απόστολος Παύλος, μετά από αυτούς δε, και μετά από αυτόν, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα απ’ αυτούς οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες, διερεύνησαν το βάθος, προσδιόρισαν την ουσία και διατύπωσαν τις μεγάλες και δυσνόητες, ως υπερβατικές αλήθειες της εν Χριστώ θείας Αποκαλύψεως.
Σύμφωνα μ’ αυτά, ολόκληρη η ατμόσφαιρα της εποχής της Κ.Δ. διαποτίζεται από το φιλοσοφικό πνεύμα και εμφανίζει δύο φωτεινές γραμμές σκέψεως και ενδιαφέροντος, μία προς το ύψιστο Ον, ως το μόνο όντως ον, με εμφανή μονοθεϊστική τάση και μία προς τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, η οποία υπογραμμίζει με έμφαση τη σημασία της ψυχής για τον άνθρωπο και την πίστη στην αθανασία της και τη μεταθανάτια ανταπόδοση.
Κάποια ίχνη φιλοσοφούσης λαϊκής υπαίθριας πνευματικής κινήσεως απαντάμε και στην Κ.Δ.
Έτσι λ.χ. ιστορείται ότι ο Κύριος συνιστούσε στους Αποστόλους, κατά τις περιοδείες τους για άσκηση της αποστολικής τους διακονίας, να μην έχουν μαζί τους τίποτε, μήτε ράβδο, μήτε οδοιπορικό σάκκο, μήτε ψωμί, μήτε χρήματα, μήτε από δύο χιτώνες, μήτε υποδήματα, αλλά σαντάλια. Η από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές διατύπωση αυτής της πληροφορίας υπενθυμίζει την βιοθεωρία των κυνικών φιλοσόφων, ιδιαιτέρως τη ‘’βακτηρία’’ και τον ‘’σάκκο’’, τα οποία χρησιμοποιούσε ο ‘’πρώτος του κυνισμού’’ Αντισθένης.
Στην Αθήνα συζήτησαν με τον Απ. Παύλο Επικούρειοι και Στωϊκοί. Την αντίθεση της χριστιανικής βιοθεωρίας προς την σαρκολατρική βιοθεωρία των Επικουρείων εκφράζει η παραίνεση του Απ. Παύλου κατά της
φιλήδονης ζωής, που συνοψίζεται στην προτροπή ‘’Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας’’403.
Αυτή η διατύπωση αυτού του δεύτερου ημιστιχίου υπενθυμίζει τον τρόπο εκφράσεως των Επικουρείων και συνοψίζει άριστα την κατακρινόμενη βιοθεωρία τους, την οποία επίσης υπενθυμίζει και η άλλη παλαιότερη παροιμιακή προτροπή στο Α’ Κορ. 15, 32. Για τους Στωϊκούς θα λεχθούν στη συνέχεια τα αρμόζοντα.
Η εκλαΐκευση των φιλοσοφικών συζητήσεων είχε γενικευθεί. Τις προσωπικότητες των φιλοσόφων είχαν διαδεχθεί ομαδικές λαϊκές εκδηλώσεις, που ακολουθούσε κάθε μία δικό της ρεύμα, δική της φιλοσοφική κατεύθυνση
[σχολές]. Σε μία τέτοια ‘’σχολή’’ στην Έφεσο μίλησε επί διετία προς τους Έλληνες ο Απ. Παύλος. Αλλά ότι επρόκειτο για κάποιο λαϊκό κέντρο συζητήσεων αποδεικνύει η πληροφορία του ευαγγελιστή Λουκά, ότι η ‘’σχολή’’
αυτή στην Έφεσο ήταν ‘’κάποιου Τυράννου’’, στην οποία διατύπωση υποδηλώνεται η ασημότητα του ηγουμένου της ‘’σχολής’’ αυτής, για τον οποίο δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες.
Περί των Στωϊκών παρατηρήθηκε ήδη, ότι το σύστημά τους κυριαρχούσε κατά την εποχή του Απ. Παύλου στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και μάλιστα στην Ταρσό, την πατρίδα του Αποστόλου, ο οποίος προς διατύπωση χριστιανικών διδασκαλιών για θέματα, τα οποία προσέγγιζε ιδεολογικά η στωϊκή φιλοσοφία, μεταχειρίστηκε όμοιες προς αυτήν γλωσσικές εκφράσεις. Απ’ αυτό προήλθαν και κάποιες θεωρίες περί σχέσεων του Χριστιανισμού προς την στωϊκή φιλοσοφία. Αλλά, όπως μετά από επισταμένη μελέτη του θέματος διαπιστώθηκε ήδη, ο Απ. Παύλος δεν είχε γνώση της στωϊκής φιλοσοφίας ‘’απ’ ευθείας από την μελέτη των συγγραμμάτων των Στωϊκών’’, αλλά έμμεσα από τα έργα των ελληνιστών Ιουδαίων της εποχής αυτής. Γι’ αυτό υπήρξε και ασήμαντη η επίδραση της στωϊκής ιδεολογίας στον Απόστολο, επιδράσεις μάλλον σε διατυπώσεις όρων, δηλ. μορφολογικές. Δεδομένου άλλωστε, ότι η πληρότητα της ζωής και η πηγή της διδασκαλίας του Απ. Παύλου ήταν ο αποκαλυφθείς σ’ αυτόν Χριστός, σε συνάρτηση προς τις παραδόσεις της Χριστιανικής Κοινότητας στα Ιεροσόλυμα και τη μελέτη της Π.Δ. Ο ίδιος ο Απ. Παύλος ομολογεί την ‘’όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπων, αλλά δια του Ιησού Χριστού και Θεού Πατρός’’404 προέλευση της διδασκαλίας του, υπογραμμίζοντας με έμφαση για τον εαυτό του, ότι διδάσκει σύμφωνα με το νόημα του Χριστού;
‘’Εμείς έχουμε τον νου και τις σκέψεις του Χριστού’’405, δηλαδή δεν είμαστε από μόνοι μας ικανοί να θεωρήσουμε ότι κάτι προέρχεται από μας τους ίδιους, αλλ’ ότι, η ικανότητά μας προέρχεται από τον Θεό, ο Οποίος μας αξίωσε να υπηρετήσουμε τη νέα διαθήκη, όχι από το γράμμα του Νόμου, αλλά από το Πνεύμα του Θεού’’406. Στο να
κηρύσσουμε ‘’Χριστόν εσταυρωμένο, κήρυγμα απαράδεκτο μεν για τους Ιουδαίους, ανόητο δε στους εθνικούς, γι’ αυτούς όμως που τους κάλεσε ο Θεός, και Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός είναι η του Θεού δύναμη και του Θεού σοφία’’407
Αλλά και κάποιες ομοιότητες της στωϊκής ιδεολογίας προς την διατύπωση χριστιανικών διδασκαλιών από τον Απ. Παύλο δεν φανερώνουν τίποτε άλλο παρά την ιστορική αλήθεια της ιδεολογικής προπαρασκευής της ανθρωπότητας εκ μέρους της θείας Πρόνοιας για να δεχθεί την εξ αποκαλύψεως δια Ιησού Χριστού αλήθεια, ήτοι την αληθινή θεογνωσία, κοσμογνωσία και ανθρωπογνωσία και την μόνη ορθή βιοθεωρία.
Αλλά το ιστορικό αυτό γεγονός της προπαρασκευής προς την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ, αποκαλύπτει συγχρόνως πόσο πολύ η προπαρασκευή υπολειπόταν και διέφερε, ποιοτικά και ποσοτικά, της πληρότητας και τελειότητας της θείας αποκαλύψεως, της αποκαλυμμένης στην Κ.Δ. δια Ιησού Χριστού. Με άλλες λέξεις, πόσο πολύ οι διαφορές από τις ανθρώπινες θεωρίες τις αντιδιαστέλλουν με τον Χριστιανισμό, παρά τις κάποιες ομοιότητες.
Επομένως ορθώς επιχειρήθηκε και μάλιστα ήδη άριστα διεξήχθη, συγκεκριμένα επί στωϊκού πεδίου, σύγκριση στωϊκών διδασκαλιών προς τις διδασκαλίες του Απ. Παύλου, από την οποία προέκυψαν οι εξής διαπιστώσεις:
Κοινά στοιχεία μεν και από τις δύο περιπτώσεις είναι αυτά, ότι δηλ. θρησκευτικό πνεύμα διακρίνει σε μεγάλο βαθμό και τους στωϊκούς και τον Παύλο – ότι και εκείνοι και αυτός βλέπουν τη φύση και την ανθρώπινη ιστορία, εν όλω και κατ’ όνομα, ως πεδίο ανεξίλεως της προνοίας του πανάγαθου Θεού επί προαποφασισμένου – ότι η ηθική είναι συνυφασμένη με τη θρησκεία, ο άνθρωπος εξαρτάται από τον Θεό, χωρίς τον Οποίο, τίποτε δεν μπορεί να κατορθώσει, χωρίς γι’ αυτό να παύει να είναι και ηθικά ελεύθερος και υπεύθυνος. Η ‘’ειμαρμένη’’ των στωϊκών και ο θείος προορισμός του Απ. Παύλου, ούτε την ηθική ελευθερία εξαλείφουν, ούτε την ευθύνη – και από τις δύο διδασκαλίες προτρέπονται οι άνθρωποι σε ανεξαρτησία από τα εγκόσμια αγαθά, σε αυτοκυριαρχία και κατανίκηση των παθών και σε ασκητισμό.
Αλλά οι διαφορές μεταξύ στωϊκών και Απ. Παύλου είναι τόσο μεγάλες, βαθειές και ουσιώδεις, ώστε ‘’ουδέ καν αξιόλογο έδαφος υπάρχει προς συσχετισμό και σύγκριση’’408.
Έτσι λ.χ. οι στωϊκοί, πιστεύοντες, ότι ο κόσμος, διέπεται σοφά και αναλλοίωτα από την ειμαρμένη και ότι ο άνθρωπος είναι αυτάρκης, τέλειος και θείος, εφ’ όσον ζει κατά τον ορθό λόγο και τη φύση, ούτε πτώση του ανθρώπου
από τον Θεό διέκριναν, ούτε συναίσθημα αμαρτίας γνώριζαν, ούτε συνεπώς και ανάγκη απολύτρωσης δεχόντουσαν. Στους στωϊκούς θεός και κόσμος ταυτίζονται, ο θεός νοείται ως Νους στον κόσμο, όπως βεβαιωνόμαστε από τον δικό
μας νου. Σύμφωνα μ’ αυτά ο Θεός, όπως ήδη από τα πηγαία κείμενα αναπτύξαμε, νοείται μέσα στα πάντα (θεοπανισμός) ως ‘’πνεύμα κατ’ ουσία’’, ‘’νοερό και πυρώδες’’, που διαχέεται σε όλα τα υλικά όντα, και μέσω αυτών ακόμη των πλέον ευτελών. Ταύτιζαν δηλ. οι στωϊκοί το Ένα με το Παν και το Παν με το Ένα, το άπειρο με το πεπερασμένο, χωρίς να κάνουν καμμία διάκριση μεταξύ Θεού και ανθρώπου στην εσώτερή τους ουσία. Αντίθετα στον Χριστιανισμό το σώμα και η σωματική ζωή αντιδιαστέλλονται προς τον πνευματικό Θεό και προς την άνευ σώματος πραγματική ζωή της ψυχής. Στο φθαρτό σώμα, όπως σε ‘’οστράκινο σκεύος’’, κατέχουμε ‘’τον θησαυρό’’ του Χριστού, γι’ αυτό τον λόγο το σώμά μας είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος, ήτοι ‘’ναός Θεού’’. Με αυτά αντιδιαστέλλεται σαφώς ο Θεός από τον άνθρωπο.
Ο μυστικισμός του Απ. Παύλου είναι θεϊστικός, άσβεστη δίψα της ψυχής προς παραμονή στη μετά του Θεού κοινωνία, την οποία εξασφαλίζει η κατά Χριστό και εν Χριστώ ζωή. Αλλά και όπου αυτό το ιδεώδες πετυχαίνεται, καθώς ομολογεί ο Απ. Παύλος για τον εαυτό του, αμέσως – όπως ορθώς παρατηρήθηκε – αποσαφηνίζεται, ότι η διάκριση μεταξύ του ανθρώπινου Εγώ και του Χριστού παραμένει πάντοτε, ότι ουδέποτε το ανθρώπινο Εγώ ταυτίζεται με του Χριστού. Τουναντίον, αυτός ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί: ‘’δεν ζω πλέον εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός’’409, απευθυνόμενος προς τους κατοίκους των Λύστρων της Λυκαονίας, οι οποίοι θεώρησαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα ως ‘’θεούς, που πήραν μορφή ανθρώπων’’, οι οποίοι ‘’κατέβηκαν’’. Αποκρούει την ταύτιση, αντιδιαστέλλοντας με σαφήνεια και το ένα και το άλλο: ‘’Κι εμείς, είμαστε άνθρωποι θνητοί σαν και εσάς, θέλουμε να σας φέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, να εγκαταλείψετε αυτούς τους ανύπαρκτους θεούς και να στραφείτε στον ζωντανό Θεό’’410. Γι’ αυτό και στην αρχή της ομιλίας του προς τους Αθηναίους μιλεί περί προσωπικού Θεού, ο Οποίος είναι ‘’Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν... κύριος του ουρανού και της γης’’ υπογραμμίζοντας τελικά, ότι ‘’ο Θεός τώρα παραγγέλλει σ’ όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν’’411.
Όλα αυτά, όπως ορθά τονίστηκε, είναι ξένα προς το στωϊκό πανθεϊστικό σύστημα. Κατά τους στωϊκούς και την καθόλου ελληνική φιλοσοφία, ο ανθρώπινος λόγος και η γνώση ανυψώνουν τον άνθρωπο στην ηθική τελειότητα.
Κατά τον Απ. Παύλο αντίθετα, τα πάντα προέρχονται από τον Θεό Πατέρα και τον Χριστό ‘’στον οποίο είναι κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως’’412 και παρέχονται μόνο σ’ εκείνους, που πιστεύουν στον Χριστό. Ρητά αντιδιαστέλλεται η ‘’σοφία λόγου’’ του ανθρώπου, η ‘’σοφία του αιώνος τούτου’’ προς την ‘’σοφία του Θεού’’. ‘’Ο Θεός απέδειξε μωρία τη σοφία αυτού του κόσμου’’,413 ‘’δεν γνώρισε ο κόσμος τον Θεό δια της σοφίας’’.
‘’Σοφία του Θεού’’ και ‘’σοφία από Θεού και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση’’ είναι ο Χριστός. ‘’Θεού δύναμη και Θεού σοφία’’ και το κήρυγμα του εσταυρωμένου Χριστού. Αυτή είναι ‘’σοφία Θεού που έμεινε μυστική και κρυμμένη από τους ανθρώπους, την οποία προώρισε ο Θεός αποβλέποντας στη δόξα μας, την οποία κανένας από τους άρχοντες του αιώνος τούτου δεν γνώρισε’’. Και γι’ αυτό οι μεν Ιουδαίοι την θεωρούσαν σκάνδαλο και ‘’τον Κύριο της δόξης εσταύρωσαν’’, οι δε εθνικοί ανοησία.
Αυτή τη σοφία μας αποκάλυψε ο Θεός – λέει ο Απ. Παύλος – δια του Πνεύματός Του. ‘’Εμείς δε δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το πνεύμα από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα, που μας χαρίστηκαν από
τον Θεό. Γι’ αυτό μιλάω, κι όχι με λόγια που διδάσκει η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το Άγιο Πνεύμα, ερμηνεύοντας τα πνευματικά σ’ αυτούς, που έχουν το Πνεύμα’’, τα λόγια μου και το κήρυγμά μου δεν στηρίζονται σε ανθρώπινη σοφία, που πείθει, αλλά στην πεποίθηση, που γεννούν τα χαρίσματα του Πνεύματος και οι
θαυματουργικές δυνάμεις, ώστε η πίστη σας να βασίζεται όχι σε ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού’’.
‘’Η σοφία αυτού του κόσμου είναι ανοησία ενώπιον του Θεού’’414.
Και μόνον η σαφής αυτή θέση του χριστιανικού κηρύγματος έναντι της εξωχριστιανικής σοφίας θα αρκούσε για να καταδείξει την βαθύτατη και ουσιώδη διαφορά και των δύο και το ασύγκριτο αυτών, καθώς και την πλήρη αδυναμία της εξωχριστιανικής σοφίας για λύτρωση του ανθρώπου από την πτώση του και ικανοποίηση των εσώτερων πνευματικών του αναζητήσεων και αναγκών.
Κριτήριο της ουσιώδους διαφοράς και υπεροχής από της κατά κόσμο σοφίας είναι η θεότητα του Χριστού, επί της οποία αντιδιαστέλλεται η ‘’φιλοσοφία και κενή απάτη’’ προς την κατά Χριστό θεία αποκάλυψη και ζωή.
Κατά τους στωϊκούς, ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να γνωρίσει τον ενδοκοσμικό λόγο, ήτοι τον θεό κατά την άποψή τους. Ενώ ο Παύλος κήρυττε, ότι τα του Θεού είναι ανεξερεύνητα και ασύλληπτα με τον ανθρώπινο νου και μόνο δι’ αποκαλύψεως μπορούν να γίνουν γνωστά σ’ αυτούς που πιστεύουν. Ενώ για τον Απ. Παύλο η πίστη ήταν το παν, στους στωϊκούς αυτή δεν έχει καμμία θέση. ‘’Αποκάλυψη από τον Θεό και πίστη εκ μέρους των ανθρώπων είναι τα μέσα, δια των οποίων, κατά τον Παύλο, οι αλήθειες περί Θεού και περί του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου κατανοούνται, οικειοποιούνται και γίνονται ζωογόνες δυνάμεις στη ζωή των πιστών’’.
Και στις περί ηθικής ζωής αντιλήψεις και στην περί ελευθερίας διδασκαλία και στην έναντι των θλίψεων στάση και την περί της ισότητας όλων των ανθρώπων εκδοχή και στην έναντι του πλησίον θέση και στις εσχατολογικές πεποιθήσεις η στωϊκή διδασκαλία, εκτός από μερικές εντελώς εξωτερικές φραστικές ομοιότητες και εκτός σε κάποια σημεία προσέγγιση προς την θεία αλήθεια, όμως στην ουσία διαφέρει και είναι κατώτερή της, όπως αυτή αποκαλύφθηκε εν Χριστώ Ιησού. Οι περί των θεμάτων αυτών πηγαίες αποδείξεις είναι συντριπτικές για εκείνους, που σκέφτονται αντίθετα, και ακαταμάχητες. Ορθότατα δε διατυπώθηκε από αξιολογότατη περί τούτου έρευνα το συμπέρασμα, ότι ‘’οποιαδήποτε αναλογία και ομοιότητα στο λεξιλόγιο του Παύλου και των στωϊκών δεν θα ωφελήσει σπουδαία στο να βγάλουμε συμπέρασμα και για την ομοιότητα και συγγένεια των ιδεών’’. Αντίθετα μάλιστα, ‘’η διαφορά στο λεξιλόγιο μεταξύ του Παύλου και των στωϊκών οφείλεται στη διαφορά των κεντρικών αυτών ιδεών’’415.
Επιγραμματικά συνοψίστηκε ήδη η επαφή των ρευμάτων της παγκόσμιας πνευματικής ζωής προς τις αποκαλυφθείσες στο ευαγγέλιο της νέας θρησκείας από Θεού δια Ιησού Χριστού αλήθειες, η δι’ εκείνων προπαρασκευή της ανθρωπότητας από την θεία πρόνοια προς αναζήτηση και προσοικείωση αυτών, αλλά και η ανεπάρκεια εκείνων και η ουσιώδης διαφορά από αυτές. Γι’ αυτό και μόνο στον Χριστιανισμό αποκτήθηκε το από αυτές αναζητούμενο και η πραγματική λύτρωση.
Το ευαγγέλιο του Απ. Παύλου και της σωτηρίας μας δια του Ιησού Χριστού, κατά την προαιώνια βουλή του Θεού ανταποκρινόταν και προς τους πόθους και τις τάσεις της εποχής του, κατά την οποία από παντού διακηρυσσόταν η ανάγκη της σωτηρίας εκ των Άνω. Η ζωηρή επιθυμία των ανθρώπων, να έχουν κάποιο στήριγμα στην παρούσα ζωή και καλές ελπίδες για την μεταθανάτια, είχε συντελέσει στην εξάπλωση και αυτών των ανατολικών μυστηριακών θρησκειών, κάθε μία από τις οποίες υποσχόταν στους οπαδούς της τη σωτηρία μέσω του δικού της Σωτήρος Θεού.
Όμοια η κατά την εποχή εκείνη θεοποίηση και λατρεία των αυτοκρατόρων και άλλων διακεκριμένων προσώπων οφειλόταν σ’ αυτό τον πόθο της σωτηρίας, αλλά ήταν είδος επίγειας θρησκείας, που προήλθε από την απελπισία των ανθρώπων, για να δουν κάποια σωτηρία από τον ουρανό. Ο πόθος αυτός της λύτρωσης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους συνετέλεσε σημαντικά στη διάδοση των ευαγγελικών αληθειών περί της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
15. – Η θρησκεία του Χριστού απέναντι στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα α) Η Κ.Δ. για τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα.
Ολόκληρη η οικουμένη περιλάμβανε, κατά την εμφάνιση του Χριστιανισμού, δύο μεγάλα θρησκειακά σύνολα, του Ιουδαίους και τους Εθνικούς, ήτοι τους πιστούς των διαφόρων θρησκευμάτων, οι οποίοι, από τότε ανά την οικουμένη επικρατέστερα, εκαλούντο συνήθως ‘’Έλληνες’’ ή ‘’οι λαοί’’ ή ‘’τα έθνη’’. Όλα δηλ. τα θρησκεύματα του Εθνικού τότε κόσμου συναποτελούσαν για την Κ.Δ. μία θρησκειακή ενότητα. Μόνο ο Ισραήλ έχει ιδιαίτερη θέση, δυνάμει της διαθήκης, που του δόθηκε από τον Θεό. Επομένως με την έκφραση ‘’Ιουδαίοι και Έλληνες’’ εννοείται όλος ο εξωχριστιανικός κόσμος.
Περί αυτού του εξωχριστιανικός κόσμος, ήτοι περί όλων των ανθρώπων, η νέα θρησκεία αποκαλύπτει, ότι αυτοί τελούν υπό την αμαρτία, ότι δηλ. είναι χωρισμένοι από τον Θεό, στην πραγματικότητα ‘’άθεοι’’. Δεν γνωρίζουν τον Θεό ούτε μπορούν να τον γνωρίσουν. Είναι στην πραγματικότητα ‘’σκοτισμένοι στο μυαλό..., αποξενωμένοι της ζωής του Θεού λόγω της αγνοίας, που υπάρχει, σ’ αυτούς’’ και ζουν σε πλήρες σκότος, αγαπώντες αυτό μάλλον παρά το φως και θεωρούν ‘’μωρία’’ την σωτήρια αλήθεια, που έχει ειπωθεί από τον Θεό. Είναι μωροί και τυφλοί. Ακόμη και οι νομίζοντες εαυτούς θεοσεβείς φαρισαίοι ‘’είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών’’.
Επειδή όλοι οι άνθρωποι, άνευ εξαιρέσεως βρίσκονται τόσο μακριά από τον Θεό, την πηγή της ζωής, γι’ αυτό στην πραγματικότητα είναι νεκροί ‘’εξ αιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών τους’’ – νεκροί, παρ’ ότι σωματικά φαίνονται ότι ζουν, εχθροί του Θεού, τον μισούν. Αυτά είναι ιδιαιτέρως επιβαρυντικά για τους Ιουδαίους, στους οποίους πολλές φορές και με πολλούς τρόπους αποκαλύφθηκε ο Θεός, του Οποίου, εν τούτοις, απέκρουσαν την αποκάλυψη δια του προφητευθέντος Χριστού.
Αναπολόγητοι είναι και οι Εθνικοί, διότι και σ’ αυτούς αποκαλύφθηκε ο Θεός με τα έργα Του, τα οποία αυτοί λάτρευσαν αντ’ Εκείνου, αφού εξετράπησαν από την ανθρώπινη τιμή και αξιοπρέπεια σε ανάξιες, του ανθρώπου ηθικές ασχήμιες και κακότητες. Από τη θέα των δημιουργημάτων στη φύση και από τη φωνή της συνειδήσεώς τους μπορούσαν οι άνθρωποι από μόνοι τους να αναχθούν στην περινόηση του Ενός Θεού, δημιουργού, παντοδύναμου και νομοθέτου. Πέραν όμως από αυτό δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσουν, δεν μπορούσαν να αποφανθούν ποια είναι η αόρατη ουσία του Θεού, ποια η περί ανθρώπου και κόσμου σκέψη και θέλησή Του, ποιος ο τρόπος της απολύτρωσης του ανθρώπου – υπό του Θεού – από την θλίψη και λυτρωτική νοσταλγία που κυρίευσε τον άνθρωπο.
Την αλήθεια αυτή υπογραμμίζει ο Πλάτων. Αυτός κάνοντας αντιδιαστολή μεταξύ του Θεού (τον οποίο ορίζει ως ‘’το παντοτεινό ον, το οποίο δεν έχει γένεση’’) και του κόσμου (‘’το οποίο δημιουργείται συνεχώς, υπάρχον δε ουδέποτε’’) και αποφαινόμενος, ότι το ‘’πάντοτε κατά τα ίδια υπάρχον’’ (ο Θεός) είναι ‘’νοήσει μετά λόγου περιληπτόν’’, ως το κατ’ ανάγκη παραδεκτό αίτιο παντός γιγνομένου (‘’πάλι δε κάθε τι που δημιουργείται από κάποιο αίτιο εξ ανάγκης γίνεται. Διότι κάθε τι χωρίς αίτιο είναι αδύνατο να έχει γένεση’’), ανομολογεί, εν συνεχεία, ότι, πέρα από τη δυσκολονόητη αυτή έννοια περί του υψίστου Όντος, που ανευρίσκεται δι’ αναγωγής από τα αιτιατά προς το πρώτο αίτιο, τίποτε δεν μπορεί να αποφανθεί γι’ αυτό και να εξηγήσει σε άλλους ο ανθρώπινος στοχασμός.
Ταυτίζοντας δε στη συνέχεια τη γενεσιουργό ουσία του Θεού προς την αλήθεια, ως αντικείμενο πίστεως, ήτοι ταυτίζοντας τον Θεό προς την Αλήθεια, δηλώνει, ότι ‘’η ανθρώπινη φύση..., πρέπει να μην ζητεί τίποτε περισσότερο από αυτό’’. Από την αδυναμία αυτή των ανθρώπων προς την αληθινή και πλήρη θεογνωσία, - αδυναμία που οφειλόταν στην κατάσταση του ανθρώπινου γένους λόγω της αμαρτίας μακρυά από τον Θεό, - προήλθαν οι θρησκευτικές και ηθικές πλάνες του, όπως αυτές εκδηλώνονται στα εθνικά αυτά θρησκεύματα.
Αυτά προήλθαν λόγω της έκπτωσης από τον ζώντα Θεό και την Αλήθεια, από την ‘’ασέβεια και αδικία’’, η οποία προέκυψε από την παραβίαση της αρχικής αξιώσεως του Θεού για αποκλειστική λατρεία Του. Τα έθνη ‘’μετάλλαξαν την αλήθειαν του Θεού, με το ψεύδος’’, σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση αντί του κτίσαντος,παραδόθηκαν στην ειδωλολατρία. Οι θεοί τους δεν ήταν κούφια σχήματα ανθρώπινων σκέψεων, αλλά λατρεύτηκαν πραγματικά, αν και δεν ήσαν κατά φύση θεοί, αλλά ‘’δαιμόνια’’ ή άλλες κοσμικές δυνάμεις, ‘’στοιχεία του κόσμου’’. Οι θεοί αυτοί των ‘’ειδώλων’’, συγκρινόμενοι με τον ‘’ζώντα και αληθινό Θεό’’ είναι ‘’μάταιοι’’. Γι’ αυτό η Κ.Δ. λέει περί των Εθνικών, όπως και η Παλαιά, ότι αυτοί είναι ‘’τα έθνη που δεν γνωρίζουν τον Θεόν’’. Γνώρισαν μεν και γνωρίζουν τον Θεό, διότι Αυτός συνεχώς φανερώνει τον εαυτόν Του σ’ αυτούς, αλλά, ‘’αν και γνώρισαν τον Θεό μέσα από την δημιουργία, ούτε τον δόξασαν, ούτε τον ευχαρίστησαν ως Θεό. Αντίθετα η σκέψη τους ακολούθησε λαθεμένο δρόμο και η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης’’416, γι’ αυτό είναι σαν να μην Τον γνώρισαν. Είναι ‘’άθεοι’’, ως μη λατρεύοντες τον Ένα Αληθινό Θεό και ως ‘’μη έχοντες ελπίδα’’ της από Αυτόν λυτρώσεως και αναστάσεως στην αιώνια ζωή. Αλλά, αν και άθεοι, δεν είναι χωρίς κυρίαρχο. Ο σατανάς, ο άρχοντας και κοσμοκράτορας του σκότους αυτού του αιώνα, το πνεύμα που ενεργεί στους υιούς της απειθείας, δρα στα έθνη με τις ‘’μεθοδείες’’ του και κρατεί τους Εθνικούς δέσμιους στην εξουσία του, στην εξουσία του σκότους. Γι’ αυτό και αυτοί οι λαοί βρίσκονται κάτω απ’ τη οργή του Θεού. Εθνισμός και λατρεία του ζώντος Αληθινού Θεού στέκονται μεταξύ τους σε αντίθεση, αμοιβαία αποκλείοντας το ένα το άλλο, ως σκοτάδι και φως.
Από τον Εθνισμό δεν είναι δυνατή η πίστη στον Χριστό μέσω κάποιας εξέλιξης ή ανόδου σε ανώτερη βαθμίδα, αλλά μέσω ριζικής στροφής, με το σπάσιμο του δεσμού προς το παρελθόν, με επιστροφή στον δημιουργό, στον Οποίο και αυτοί ανήκουν ως πλάσματα του Θεού΄.
Η επιστροφή αυτή είναι δυνατή, διότι γνωρίζουν τα έθνη τι επιτάσσει ο νόμος του Θεού, καθώς και για την κρίση Του, επομένως και επί του εδάφους τους είναι δυνατή πραγματική ηθική ζωή, καθώς και κρατική ζωή. Το κράτος και οι σ’ αυτό εξουσίες είναι από Θεού. Άρα και οι εθνικές θρησκείες, παρά την αρνητική αξιολόγησή τους, έχουν πάντως την σκοπιμότητά τους στο σχέδιο του Θεού, άρα και την αξία τους. Είναι ‘’επίτροποι και οικονόμοι’’ της ανθρωπότητας, που νηπιάζει ‘’μέχρι την προθεσμία του Πατρός’’, μέχρις ωριμάνσεως της ανθρωπότητας κατά ‘’το πλήρωμα του χρόνου’’. Τα εθνικά θρησκεύματα, καθώς και η νομοτέλεια του Ιουδαϊσμού, ήταν η προβαθμίδα του νηπιασμού ή της ανωριμότητας, η οποία είχε από τον Θεό προσωρινά καθοριστεί. Τα έθνη, άρα, στη θρησκεία
τους, παρ’ όλα τα ανωτέρω, έχουν σχέση με τον αληθινό Θεό και βρίσκονται στα χέρια Του. Οι θεοί των θρησκειών, αν και συγκαλύπτουν και παραμερίζουν τον Αληθινό Θεό, όμως Τον αντιπροσωπεύουν και στα έθνη.
Αλάθητη απόδειξη και αλάθητο κριτήριο πλάνης είναι ο τρόπος της ζωής εκείνων που βρίσκονται έξω από την θρησκεία του Χριστού και την εν Χριστώ ζωή. Εφ’ όσον μόνο στον Χριστό ‘’κατοικεί σωματικά όλη η Θεότητα’’417 και εφ’ όσον μόνο δια του Χριστού και στον Χριστό αποκαλύπτεται και γίνεται ορατός ο αληθινός Θεός και μόνος ο Χριστός είναι η αλήθεια, έπεται αναγκαίως, ότι στον Χριστιανισμό μόνο υπάρχει αληθινή θεογνωσία και αληθινή λύτρωση. Άρα έξω του Χριστιανισμού ούτε θεογνωσία ούτε λύτρωση υπάρχει πράγματι.
Επομένως τα εξωβιβλικά θρησκεύματα, οι ‘’εθνικοί’’, βρίσκονται στην πλάνη σχετικά με τα βασικά θέματα της θεογνωσίας και της λύτρωσης. Είναι ‘’διδασκαλίες και διατάξεις ανθρώπων’’418 δεν είναι άρα θρησκείες στην κυριολεξία. Μόνη πραγματικά και στην κυριολεξία θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός και η εν Χριστώ ζωή. Όθεν οι εθνικοί και οι απομακρυσμένοι της εν Χριστώ ζωής χαρακτηρίζονται ως άθεοι, επειδή δεν έχουν Θεό κατά κυριολεξία.
Από τις πολυάριθμες και πολύμορφες αρχαίες ανατολικές θρησκείες η Κ.Δ. υπαινίσσεται μόνο την αιγυπτιακή ζωολατρία και ονομαστί αναφέρει τη θεά της γονιμότητας Άρτεμη και την λατρεία της σε μεγάλο ιερό στην Έφεσο.
Ο Απ. Παύλος υπογραμμίζει τη θεοσέβεια των Αθηναίων. Η Δάμαρις, που μνημονεύεται στις Πράξ. 17, 34, έχει το όνομα θεάς συζύγου του θεού της γονιμότητας Σανδάν, που επικρατούσε στην Ταρσό, ταυτιζόταν προς τον Ηρακλή, θεός πιθανώς χεττικής προέλευσης, ο οποίος εικονιζόταν ήδη τον δ’ π.Χ. αιώνα σε περσικά νομίσματα.
Αναφέρεται και μοσχολατρία και αστρολατρία και μαγεία, φαρμακεία ή μέσω της φαρμακείας μαγεία, για την οποία μαγεία ή γοητεία υπήρχαν και σχετικά βιβλία, μαντεία και εξορκιστές πονηρών πνευμάτων. Οι μάγοι εθεωρούντο κακοί και αμαρτωλοί. Πασίγνωστα μαγικά μέσα ήταν τα περίφημα ‘’Εφέσια γράμματα’’. Πρόκειται περί των εξής αινιγματικών λέξεων, ‘’χωρίς ίσκιο, με πολύ ίσκιο, λίθος πλατύς, αγριόγαλλος, δαμναμενεύς, ευοίωνος’’.
Επίσης αναφέρεται στα Λύστρα της Λυκαονίας λατρεία του πολιούχου τους εξωπύλου ή προαστείου Διός, οι Διόσκουροι, η θεά Δίκη, την οποία μνημονεύουν οι κάτοικοι της Μελίτης.
β) Η λοιπή πρώτη Χριστιανική Γραμματεία περί των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων. Την περί του ‘’σπερματικού λόγου’’ θεωρία Ιουστίνου του φιλοσόφου και μάρτυρος, όπως και την περί των εξωχριστιανικών θρησκευμάτων και φιλοσοφημάτων γνώμη των Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, Μ. Βασιλείου και Τερτυλλιανού, θέσαμε ήδη, ώστε να παρέλκει εδώ επανάληψη των εκτεθέντων στην προγενέστερη πραγματεία μας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.