Αξιότιμε κ. Διευθυντά
Ανέγνων ου μόνον μετά προσοχής, αλλά και μετά σεβασμού την εν τω προσφάτω φύλλω των «Τριών Ιεραρχών» επιστολήν του Διδασκάλου μου κ. Π. Μπρατσιώτου, γραφείσαν εξ αφορμής προηγηθέντος άρθρου μου περί «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού και Μ. Βασιλείου». Μάτην όμως ανέμενον ποιαν τινα διαφώτισιν. Ο κ. Καθηγητής ασχολείται, απ’ αρχής μέχρι τέλους σχεδόν, ουχί περί το άρθρον μου, αλλά περί το ταπεινόν πρόσωπόν μου. Σεβαστέ μοι Διδάσκαλε! Βεβαίως οίδα τις ειμί και τίνι γράφω. Εγώ (ίνα χρησιμοποιήσω παρεμφερή έκφρασιν του Αγίου Ιγνατίου) νεότερος, Υμείς πολιός. Εγώ άσοφος και άσημος, Υμείς σοφός και διάσημος. Εγώ κενός τίτλων και αξιωμάτων, Υμείς έμφορτος. Εγώ τέλος μαθητής, Υμείς Διδάσκαλος. Αλλά ταύτα δεν μοι απέκλειον, ως έγραψα, το δικαίωμα να έχω απορίας και αντιρρήσεις, θα με εχαροποίουν δε πάσαι αι συστάσεις και συμβουλαί Υμών, αν όμως εν ταυτώ έβλεπον απάντησίν τινα εις τας απορίας και ερωτήσεις μου. Αλλ’ ατυχώς δεν ηξιώθην ταύτης… Τα λόγια ή τα κείμενα ανθρώπου τινός, νομίζω ότι είναι ορθά ή αστήρικτα αυτά καθ’ εαυτά και ουχί αναλόγως του λέγοντος ή γράφοντος. «Ου ζητητέον τις ο λέγων, αλλά τι το λεγόμενον», είπεν ορθώς ο αρχαίος φιλόσοφος. Εάν το άρθρον μου ήτο αστήρικτον, εύκολον ήτο να καταδειχθεί τούτο. Τίνα σημασίαν είχε το εάν ο γράψας αυτό ήτο νέος ή γέρων, είχε λάβει προ ολίγων ή προ πολλών ετών δίπλωμα, ή δεν είχε καν δίπλωμα; Ουδείς δύναται να ισχυρισθεί, ότι η ηλικία ή τα διπλώματα προφυλάσσουσι μαγικώ τω τρόπω τους ανθρώπους από του να γράφωσιν αστήρικτα κείμενα.
Ομολογώ ότι ελυπήθην, διότι ελύπησα σεβαστόν και προσφιλή Διδάσκαλον. Πρόθεσίς μου πάντως δεν ήτο να «δογματίσω», ουδέ να επιδείξω ανύπαρκτον σοφίαν, ουδέ να αντιδικήσω προς τον κ. Καθηγητήν. Εάν τυχόν ούτως ενεφανίσθην, δεν διστάζω να ζητήσω συγγνώμην. Πρόθεσίς μου ήτο να εκφράσω ταπεινάς υποκειμενικάς αντιλήψεις, ομού μετ' αποριών και αμφιβολιών μου, ίνα τύχω διαφωτίσεώς τινος, μήπως εις κενόν τρέχω η δραμούμαι. Τα ζητήματα ταύτα δεν είναι εκ των ψυχρών εκείνων, άτινα όλως ξηρώς και απαθώς απασχολούσι τον νουν και ουδαμώς συγκινούσι την ψυχήν… Θα μοι ήτο δε δύσκολον άχρι του αδυνάτου να πνίξω ζωηροτάτας αμφιβολίας και απορίας της ψυχής μου.
Την μελέτην Υμών, σεβαστέ μοι Διδάσκαλε, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός εν αντιθέσει και συνθέσει» ανέγνων ευθύς μετά την Αποστολήν του άρθρου μου, προσκομισθείσαν μοι κατ' εκείνας τας ημέρας υπό φίλου μου θεολόγου. (Την εισήγησιν εις το Συνέδριον του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού» είχον μελετήσει ενωρίτερον). Εν αυτή είδον, ότι εν εκ των κυρίων συμπερασμάτων και μία εκ των κυρίων θέσεων Υμών είναι τούτο: Ότι ουδόλως ο Χριστιανισμός παρέλαβεν εκ του Ελληνισμού στοιχεία ουσίας, αλλά μόνον μορφής. Ότι η επίδρασις του δευτέρου επί τον πρώτον υπήρξε καθαρώς μορφολογική και ουδαμώς ουσιαστική. Εν όμως εμβάλλει με εις δεινήν απορίαν: Κατά πόσον δυνάμεθα, λόγω απλής μορφολογικής επιδράσεως (και ταύτης σφόδρα αντιλεγόμενης και αμφισβητούμενης υπ' άλλων, ως και η μελέτη Υμών διαλαμβάνει), να ομιλώμεν περί «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων».
Υμείς, σεβαστέ Διδάσκαλε, οι Ορθόδοξοι Έλληνες Καθηγηταί της θεολογίας, μετέβητε, σχεδόν άπαντες, εις το εξωτερικόν και εμαθητεύσατε εις ξένα Πανεπιστήμια, κυρίως Προτεσταντικά. Αναμφιβόλως δε μετέβητε ουχί προς απώλειαν χρόνου, ουδέ χάριν αναψυχής, αλλά χάριν ωφελείας. Πού δε έγκειται η ωφέλεια αυτή; Τι παρελάβετε εκείθεν; Στοιχεία ουσίας; Τούτο δια πολλούς και ιδιαιτέρως δι’ Υμάς, δεν δύναται να είπη τις χωρίς να εισέλθει εις τον χώρον της συκοφαντίας. Κατ' ακολουθίαν, πάσαν εκείθεν επήρειαν δέον να ίδωμεν ως καθαρώς μεθοδολογικήν, μορφολογικήν. Εκ του γεγονότος όμως τούτου, θα ηδύνατο αράγε τις να διατύπωση τον ισχυρισμόν, ότι η διδασκαλία του δείνα ή του δείνα Καθηγητού δεν είναι απλώς Ορθόδοξος, αλλά Προτεσταντ-Ορθόδοξος, και ότι τα βιβλία αυτού δεν είναι απλώς Ορθόδοξα, αλλά Προτεσταντ-Ορθόδοξα; Τις θα ηνείχετο τούτο; Τις θα ηνείχετο να ομιλώσι περί «Προτεσταντ-Ορθοδόξων συνθέσεων» απλώς και μόνον, διότι Ορθόδοξοι θεολόγοι διαπραγματεύονται Ορθοδόξους θέσεις κατά Γερμανικάς μεθόδους (άσχετον αν πράττουσι καλώς ή κακώς), ή διότι μεταξύ Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού υπάρχουσιν επί τέλους κοινά τινα σημεία; Αλλά τότε, πώς δυνάμεθα δια τους αυτούς λόγους να ομιλώμεν περί «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων»; Ιδού η απορία μου! Ίσως να τυγχάνει ανόητος, αλλ’ υμείς οι δυνατοί «σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέται εστέ»…
Την επιστολήν του Μ. Βασιλείου προς Ευστάθιον τον Σεβαστηνόν, εν ή οδύρεται δια τον χρόνον, ον εδαπάνησε σπουδάζων την θύραθεν σοφίαν, εμελέτησα ουχί ηκρωτηριασμένην, αλλ’ ολόκληρον και πολλάκις. Ουδόλως όμως διεπίστωσα ότι αυτή, καθ’ όλου θεωρούμενη, εμφανίζει τον Μ. Βασίλειον επί άλλης θέσεως ως προς την εκτίμησιν της του κόσμου σοφίας. Περί δε της χρησιμοποιήσεως της επιστολής ταύτης υπ' άλλων προ εμού, ειλικρινώς λέγω ότι δεν εγνώριζον (ή μάλλον δεν ενεθυμούμην) τούτο. Ουδεμίαν όμως σημασίαν έχει το πράγμα, διότι ούτε η επανειλημμένη χρησιμοποίησις κειμένων εξατμίζει την δύναμιν και αξίαν αυτών, ούτε εγώ, δημοσιεύων την επιστολήν, διεξεδίκησα τίτλους ανακαλύψεως άγνωστου κειμένου.
Την πραγματείαν του αυτού Πατρός «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (ήτις πάντως ουδέ πόρρωθεν εξικνείται εις «Ελληνοχριστιανικάς συνθέσεις») δεν απεσιώπησα σκοπίμως. Εν ενί άρθρω πόσα να περιλάβει τις; Εάν δ’ εγώ όφειλον να μνημονεύσω της πραγματείας ταύτης, πόσω μάλλον ώφειλον να μνημονεύσωσι της προς Ευστάθιον τον Σεβαστηνόν επιστολής του Ι. Πατρός, οι γράψαντες ολόκληρους διατριβάς περί του θέματος τούτου;
Τα υποδεικνυόμενα μοι κείμενα του Ι. Γρηγορίου Ναζιανζηνού (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον, παρ. ια') και Ι. Δαμασκηνού («Έκδοσις Ορθοδ. Πίστεως», δ΄ 90) ανέγνων αύθις, καίτοι δεν μοι ήσαν άγνωστα. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν υπάρχουσι χωρία τινά των Πατέρων χαριζόμενα πώς εις την Ελληνικήν σοφίαν και ευρίσκοντα ποιαν τινα αξίαν εις αυτήν. Ρητώς ανεγνώριζον εν τω άρθρω μου, ότι τοιαύτα χωρία υπάρχουσι. Το ζήτημα είναι έτερον: Υπάρχουσι χωρία των Πατέρων, ους ανακηρύσσομεν «νυμφαγωγούς και πρωτεργάτας της συζεύξεως Ελληνικού και Χριστιανικού πνεύματος», ομιλούντα περί του δυνατού έστω της τοιαύτης συζεύξεως; Υπάρχουσι χωρία των Πατέρων, ομιλούντα περί «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων»; Τοιαύτα χωρία υπάρχουσι; Περί αυτού ηρώτων εν τω άρθρω μου. Άλλωστε και οι μνημονευθέντες δύο Πατέρες δεν έχουσι μίαν μόνον όψιν, αλλά και ετέραν. Πως λοιπόν να λυθώσιν αι απορίαι μου και να διασκεδασθώσιν αι αμφιβολίαι μου δια τας «Ελληνοχριστιανικάς συνθέσεις»; Αληθώς! Εάν ο Ι. Γρηγόριος αποδοκιμάζει εν τω εις Μ. Βασίλειον επιταφίω αυτού την υπό τίνων ολοκληρωτικήν καταδίκην της θύραθεν παιδείας, ουχ ήττον όμως είναι γνωστόν πόσον διακωμωδεί τους Έλληνας φιλοσόφους εν τω Α΄ λόγω αυτού (κατά Ιουλιανού) και ιδία εν παραγράφοις μγ' μδ' (Migne 35, 568) και νθ' (αυτόθι, 581) και οβ', ένθα φθέγγεται:
«Ταύτα (τα των Χριστιανών) πολλώ τιμιότερα της Σόλωνος απληστίας, του σοφού και νομοθέτου, ην Κροίσος ήλεγξε τω Λυδίω χρυσώ· και της Σωκράτους φιλοκαλίας· αιδούμαι γαρ ειπείν παιδεραστίας, καν σεμνοποιείται ταις επινοίαις· και της Πλάτωνος λιχνείας της Σικελικής, δι’ ην και πιπράσκεται και ουδ' υπό τίνος εξωνείται των αυτού μαθητών ή όλως Έλληνος·… Και της Επικούρου φιλοσοφίας, ουδέν υπέρ την ηδονήν αγαθόν οριζόμενης… » (Migne 35, 593 κ. ε. ).
Εν δε τω Εγκωμιαστικώ Λόγω αυτού εις Μ. Αθανάσιον, λέγει, ότι ο Αθανάσιος «ετράφη μεν ευθύς εν τοις θείοις ήθεσι και παιδεύμασιν, ολίγα των εγκυκλίων φιλοσοφήσας, του μη δοκείν παντάπασι των τοιούτων απείρως έχειν, μηδέ αγνοείν ων υπεριδείν εδοκίμασεν. Ουδέ γαρ ηνέσχετο το της ψυχής ευγενές και φιλότιμον εν τοις ματαίοις ασχοληθήναι, ουδέ ταυτόν παθείν των αθλητών τοις απείροις, οι, τον αέρα πλείω παίοντες ή τα σώματα, των άθλων αποτυγχάνουσιν» (Migne 35, 1088). Εν τω κε΄ πάλιν λόγω αυτού, πολλά της «έξω φυλοσοφίας» κατηγορεί και εν παρ. δ΄ χαρακτηρίζει αυτήν ως «παίζουσαν τας της αληθείας σκιάς εν τω της φιλοσοφίας σχήματι και προβλήματι» (αυτόθι, 1204). Εν δε τη ια' Επιστολή αυτού προς Γρήγοριον τον Νύσσης αποκαλεί τας της θύραθεν σοφίας βίβλους «αλμυράς και απότους» και ελέγχει τον ομώνυμον φίλον, διότι ασχολείται περί αυτάς και αφήκε τας «ιεράς και ποτίμους βίβλους», δηλαδή τας Αγίας Γραφάς. Καλεί δ’ αυτόν όπως «εκνήψη οψέ γουν και προς εαυτόν επανέλθη» (Migne 37,41), όπερ και εποίησεν ούτος.
Ο δε Ι. Δαμασκηνός, εάν λέγει εν τη «Εκδόσει της Ορθοδ. Πίστεως» το αθωότατον εκείνο «ει δε τι και παρά των έξωθεν χρήσιμον καρπώσασθαι δυνηθείημεν, ου των απηγορευμένων εστί» (Migne 94, 1177), ουχ ήττον όμως ου μόνον εν τη αρχή του «Περί Αιρέσεων» βιβλίου αυτού (Migne 94, 680 κ. ε.) κατατάσσει εις τας αιρέσεις τα Ελληνικά φιλοσοφήματα, αλλά και εν τω Β΄ Λόγω αυτού περί ιερών Εικόνων, λέγει, ότι περιπτυσσόμεθα και ασπαζόμεθα «πάσαν την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, τους τε λόγους των Αγίων και εγκρίτων Πατέρων. Την δε αισχράν και μυσαράν και ακάθαρτον γραφήν την καταράτων Μανιχαίων τε και Ελλήνων και των λοιπών αιρέσεων, ως ψευδή και μάταια περιέχουσαν και προς δόξαν του διαβόλου και των δαιμόνων αυτού και χαράν αυτών εφευρεθείσαν, αποπτύομεν και αποβαλλόμεθα, καίτοι γε και όνομα Θεού περιέχουσαν» (Migne 94, 1293). Εν δε τω «Τόμω προς τον επίσκοπον δήθεν του Δαραίας τον Ιακωβίτην», γράφει, ελέγχων πλάνας τινάς αυτού: « … Και τις ου γελάσεται, μάλλον δε αποδύρεται της μανίας την υπερβολήν; Ουκ εστί τούτο ειμή φλήναφος και διανοίας ανάπλασμα κακοδαίμονος, δαιμόνων εύρημα σκοτεινόν, και της Ελληνικής τερθρείας τεράτευμα. Τις τούτο των θεοφόρων είρηκε πώποτε; Ει μη που, τον παρ' υμίν άγιον Αριστοτέλην, ημίν ως τρισκαιδέκατον Απόστολον εισαγάγοιτε, και των θεοπνεύστων τον ειδωλολάτρην προκρίνοιτε» (Migne 94, 1440-1441). Ερμηνεύων δε χωρία της Α' προς Κορινθίους (Migne 95, 569 κ. ε.) υιοθετεί αυτολεξεί ερμηνείας του θείου Χρυσοστόμου, όστις είναι γνωστόν μεθ' οίας δριμύτητος, μάλλον ο ειπείν βιαιότητος, καταφέρεται κατά της Ελληνικής σοφίας.
Αλλ’ ας επιστρέψωμεν εις τον άγιον Γρηγόριον, ίνα δι’ αυτού περατώσωμεν τον λόγον: «Σοφία πρώτη βίος επαινετός και Θεώ κεκαθαρμένος η καθαιρόμενος… Σοφία πρώτη σοφίας υπεροράν της εν λόγω κειμένης και στροφαίς λέξεων και ταις κιβδήλοις και περιπαίς αντιθέσεσιν… Εμοί δε γένοιτο πέντε λόγους εν Εκκλησία λαλήσαι μετά συνέσεως, ή μυρίους εν γλώσση και φωνή σάλπιγγος ασήμω τον εμόν οπλίτην ουκ εγειρούσι προς τον πνευματικόν πόλεμον. Ταύτην επαινώ την σοφίαν εγώ, ταύτην ασπάζομαι δι’ ης αγεννείς εδοξάσθησαν και εις ην εξουθενημένοι προετιμήθησαν και μεθ' ης αλιείς την Οικουμένην όλην τοις του ευαγγελίου δεσμοίς εσαγήνευσαν, τω συντετελεσμένω και συντετμημένω λόγω την καταργουμένην σοφίαν νικήσαντες» (Λόγος ις', Migne 35, 936). Πως λοιπόν να θεωρήσωμεν τους τοιαύτα (και άλλα ακόμη) φθεγγομένους, ως νυμφαγωγούς και πρωτεργάτας των «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων»;
Μετά πολλής τιμής και θερμών ευχαριστιών
ΠΗΓΗ :
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.