Α'.
Κατά το παρελθόν είχομεν γράψει απλάς τινας σκέψεις ημών περί της στάσεως των μεγάλων Πατέρων έναντι της θύραθεν σοφίας. Και ελέγομεν ότι είναι αδύνατον να θεωρηθώσιν ούτοι ως δημιουργοί «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων», όπως επιχειρείται εσχάτως. Επειδή δε αθωότατα τινα χωρία των Πατέρων, χαριζόμενα πως εις την θύραθεν σοφίαν και ευρίσκοντα ποιαν τινα αξίαν εις αυτήν, διατυμπανίζονται κατά κόρον υπό των οπαδών των «Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων» και γίνονται σημαίαι και λάβαρα θριάμβου εν ταις χερσίν αυτών, αποσιωπώνται δε και παρακάμπτονται δριμύταται κατά της θύραθεν σοφίας εκφράσεις των Πατέρων, κρίνομεν σκόπιμον να στρατολογήσωμεν τοιαύτας τινάς εκφράσεις και να καταχωρίσωμεν αυτάς εν ταις στήλαις του αγαπητού τούτου περιοδικού. Εννοείται ότι ουδεμίαν αξίωσιν συστηματικής εργασίας έχει η δημοσίευσις αυτή. Πρόκειται περί απλούστατης αντιγραφής, άνευ τινός συστήματος και άνευ τινός τάξεως. Αρκούμεθα δηλαδή εις απλήν μεταφοράν των Πατερικών φωνών. Κατ' αρχήν θα ακούσωμεν τον θείον Χρυσόστομον, τον μέγιστον των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Βραδύτερον ίσως ακούσωμεν και άλλους.
Σήμερον ο ιερός Πατήρ ερμηνεύει το χωρίον Α' Κορινθ. Α', 17, «ευαγγελίζεσθαι ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθεί ο σταυρός του Χριστού». Και λέγει:
«Καθελών το φύσημα των δια το βαπτίζειν μέγα φρονούντων, μεθίσταται λοιπόν προς τους επί σοφία τη έξωθεν κομπάζοντας, και κατ' αυτών οπλίζεται σφοδρότερον. Προς μεν γαρ τους επί τω βαπτίζειν πεφυσιωμένους έλεγεν: ευχαριστώ, ότι ουδένα εβάπτισα, και ότι, ουκ απέστειλέ με ο Χριστός βαπτίζειν και ούτε σφοδρώς ούτε κατασκευαστικούς κέχρηται τω λόγω, αλλ’ αινιξάμενος δι’ ολίγων άπερ εβούλετο, παρέδραμεν ενταύθα δε εκ προσιμίων χαλεπήν δίδωσι την πληγήν λέγων «ίνα μη κενωθεί ο σταυρός του Χριστού».
Τι τοίνυν μέγα φρονείς εφ’ ω εγκαλύπτεσθαι έδει; Ει γαρ πολεμεί τω σταυρώ και μάχεται τοις ευαγγελίοις η σοφία αύτη, ουκ αυχείν επ’ αυτή, αλλά και καταδύεσθαι δει. Τούτο γαρ αίτιον του μη γενέσθαι τους Αποστόλους σοφούς, ουκ ασθένεια του χαρίσματος, αλλ’ ίνα μη βλαβή το κήρυγμα. Ουκ άρα εκείνοι (οι σοφοί) ήσαν οι συνιστώντες τον λόγον, αλλά και λυμαινόμενοι, οι δε ιδιώται οι βεβαιούντες. Τούτο οίδε κολάσαι τύφον, τούτο καταστείλαι φλεγμονήν, τούτο πείσαι μετριάζειν. Και ει ουκ εν σοφία λόγου, τίνος ένεκεν τον Απολλώ, λόγιον όντα, έπεμψαν, φησί; Ου τη των λόγων δυνάμει θαρρούντες, αλλ’ ότι δυνατός ην εν ταις Γραφαίς, και ήλεγχε τους Ιουδαίους. Άλλως δε το ζητούμενον ην, το τους πρωτοστάτας και αρξαμένους σπείρειν τον λόγον μη είναι λογίους. Ούτοι γαρ ήσαν οι πολλής δεόμενοι δυνάμεως, ώστε απώσασθαι την πλάνην εκ προοιμίων και τότε πολλής έδει της ισχύος εις αυτήν την είσοδον. Ο τοίνυν μη δεηθείς ευπαιδεύτων εκ προοιμίων, ει μετά ταύτα λογίους εδέξατο, ουχ ως δεόμενος τούτο εποίησεν, αλλ’ ως ου διακρινόμενος. Ώσπερ γαρ ουκ εδείτο σοφών εις το κατορθώσαι άπερ εβούλετο, ούτως ουδέ μετά ταύτα ευρεθέντος δια τούτο εξέβαλε. Συ δε εκείνο μοι δείξον, ει Πέτρος λόγιος ην και Παύλος. Αλλ’ ουκ αν έχοις· ιδιώται γαρ ήσαν και αγράμματοι. Ώσπερ ουν ο Χριστός, ότε τους μαθητάς έπεμπεν εις την Οικουμένην, δείξας αυτού την δύναμιν αυτοίς εν Παλαιστίνη πρώτον, και ειπών, «Ότε απέστειλα υμάς χωρίς βαλαντίου και πήρας και υποδήματος, μη τίνος υστερήσατε;» τότε επέτρεψε λοιπόν και πήραν και βαλάντιον έχειν ούτω και ενταύθα εποίησε. Το γαρ ζητούμενον ην δειχθήναι του Χριστού την δύναμιν, ου δια την έξωθεν σοφίαν εκβάλλεσθαι της πίστεως τους προσιόντας. Όταν ουν Έλληνες κατηγορήσωσι των μαθητών ως ιδιωτών, πλέον ημίν εκείνων κατηγορώμεν αυτών. Μηδέ λεγέτω τις, ότι σοφός ην ο Παύλος· αλλ’ επαίροντες επί σοφία τους μεγάλους παρ' εκείνοις και επί ευγλωττία θαυμασθέντας, τους παρ' ημίν άπαντας λέγωμεν ιδιώτας γεγονέναι. Ου μικρώς γαρ αυτούς και κατά τούτο καταβαλούμεν το μέρος· ούτω γαρ έσται λαμπρά τα νικητήρια.
Ταύτα δε είπον, επειδή τίνος ήκουσά ποτε Χριστιανού προς Έλληνα καταγελάστως διαλεγομένου, και αμφοτέρων εν τη προς αλλήλους μάχη, τα εαυτών καταλυόντων. Ά γαρ έδει τον Χριστιανόν ειπείν, ταύτα ο Έλλην έλεγε· και ο τον Έλληνα εικός ην ειπείν, ταύτα ο Χριστιανός προεβάλλετο. Περί Παύλου γαρ και Πλάτωνος ζητήσεως ούσης, ο μεν Έλλην επειράτο δεικνύναι, ότι ο Παύλος ην άμαθης και ιδιώτης· ο δε Χριστιανός υπό αφελείας εσπούδαζε κατασκευάζειν, ότι Πλάτωνος λογιότερος ην ο Παύλος. Ούτω δε του Έλληνος εγίνετο τα νικητήρια, τούτου κρατούντος του λόγου. Ει γαρ Πλάτωνος ελλογιμότερος ην ο Παύλος, πολλούς εικός αντιλέγειν, ότι ου τη Χάριτι, αλλά τη ευγλωττία περιεγένετο. Ώστε υπέρ του Έλληνος ην το λεγόμενον υπό του Χριστιανού· ο δε έλεγεν ο Έλλην, υπέρ του Χριστιανού ην. Ει γαρ Παύλος απαίδευτος ην, εκράτησε δε Πλάτωνος, όπερ έλεγον, λαμπρά γέγονεν η νίκη. Τους γαρ εκείνου μαθητάς λαβών ο άμαθης άπαντας έπεισε, και προς εαυτόν ήγαγεν. Όθεν δήλον, ότι ουκ εν σοφία ανθρώπινη το κήρυγμα περιγέγονεν, αλλά Θεού χάριτι. Ιν' ουν μη ταύτα πάσχωμεν, μηδέ καταγελώμεθα ούτω διαλεγόμενοι προς Έλληνας, επειδάν ημίν προς αυτούς αγών ή, κατηγορώμεν των Αποστόλων ως αμαθών η γαρ κατηγορία αυτή εγκώμιον. Και όταν είπωσι εκείνοι ότι αγροίκοι ήσαν οι Απόστολοι, προσθώμεν ημείς, και είπωμεν, ότι και αμαθείς και αγράμματοι και πένητες και ευτελείς και ασύνετοι και αφανείς. Ουκ εστί βλασφημία των Αποστόλων ταύτα, αλλά και δόξα, το τους τοιούτους της οικουμένης πάσης λαμπρότερους φανήναι. Ούτοι γαρ οι ιδιώται και αγροίκοι και αμαθείς, τους σοφούς και δυνατούς και τους τυράννους, και τους επί πλούτω και δόξη και τοις έξωθεν πάσι κομπάζοντας, ως ουδέ άνδρας, ούτω κατηγωνίσαντο. Όθεν δήλον, ότι μεγάλη η του σταυρού δύναμις και ουκ ανθρώπινη ισχύι ταύτα εγίνετο. Ου γαρ έχει φύσιν τα γενόμενα, αλλ’ υπέρ φύσιν ην τα κατορθούμενα. Όταν δε υπέρ φύσιν τι γένηται, και υπέρ φύσιν παρά πολύ μετά του προσήκοντος και του χρησίμου, εύδηλον ότι θεία τινί ταύτα δυνάμει και συνεργεία γίνεται. Σκόπει δε. Ο αλιεύς, ο σκηνοποιός, ο τελώνης, ο ιδιώτης, ο αγράμματος, εκ Παλαιστίνης της χώρας μακράν κειμένης ελθόντες, τους φιλοσόφους, τους ρήτορας, τους δεινούς ειπείν εκ της οικίας απωσάμενοι πάντας, αυτοί τούτων εκράτησαν εν χρόνω βραχεί μετά κινδύνων πολλών, δήμων, βασιλέων αντιπιπτόντων, της φύσεως αυτής μαχόμενης, του χρόνου της παλαιότητος, της πολλής συνήθειας αντιπαλαιούσης σφοδρώς, δαιμόνων οπλιζομένων, διαβόλου παραταττομένου και πάντα κινούντος, βασιλέας, άρχοντας, δήμους, έθνη, πόλεις, βαρβάρους, Έλληνας, φιλοσόφους, ρήτορας, σοφιστάς, λογογράφους, νόμους, δικαστήρια, κολάσεις ποικίλας, θανάτους μυρίους και παντοδαπούς. Αλλ’ όμως άπαντα ταύτα ούτως ηλέγχετο και παρεχώρει, των αλιέων φθεγγομένων, ως κόνις λεπτή σφοδρών ανέμων εμβολήν ενεγκείν μη δυναμένη. Μάθωμεν τοίνυν ούτω προς Έλληνας διαλέγεσθαι, ίνα μη ώμεν ως θρέμματα και βοσκήματα αλλ’ ώμεν παρεσκευασμένοι περί της εν ημίν ελπίδος. Και τέως τούτο το κεφάλαιον μελετήσωμεν ουκ αν μικρόν, και λέγωμεν προς αυτούς· Πόθεν οι ασθενείς των ισχυρών περιεγένοντο, οι δώδεκα της οικουμένης, ουχί τοις αυτοίς όπλοις κεχρημένοι, αλλά γυμνοί προς ένοπλους μαχόμενοι;» (Ε. Π. Migne 61,26-28).
Χρειάζονται σχόλια; Αναμφιβόλως όχι! υπογράφομεν απλώς δια το ακριβές της αντιγραφής.
Β΄
Συνεχίζομεν και σήμερον την άνευ σχολίων δημοσίευσιν περικοπών του θείου Πατρός, ενδεικτικών της … συμπαθείας αυτού προς τας «Ελληνοχριστιανικός Συνθέσεις»:
«Αλλά ταύτα ημίν γνώριμα, τοις δε απίστοις ουκέτι. Δια τούτο έλεγεν, ότι «ο λόγος ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί. Γέγραπται γαρ· Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω». Ουδέν παρ' εαυτού φορτικόν τέως τίθησιν, αλλά πρότερον επί την μαρτυρίαν έρχεται της Γραφής και τότε την εκείθεν παρρησίαν λαβών καταφορικότερον κέχρηται τοις λόγοις και φησιν «Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου; που σοφός; που γραμματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου; Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου; Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας». Ειπών ότι γέγραπται· «Απολώ την σοφίαν των σοφών», την από των πραγμάτων απόδειξιν επάγει λέγων «Πού σοφός; πού γραμματεύς;» ομού και Ελλήνων και Ιουδαίων καθαπτόμενος. Ποίος γαρ φιλόσοφος, τις των περί τους συλλογισμούς εσχολακότων, τις των τα Ιουδαίων ειδότων έσωσε, και την αλήθειαν εγνώρισεν; Ουκ εστίν ουδείς, αλλά των αλιέων το παν γέγονε. Συμπεράνας τοίνυν το προκείμενον, και κατενεγκών αυτών τον τύφον, και ειπών: «Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» λέγει και την αιτίαν, δι’ ην ταύτα γέγονεν ούτως. «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού, φησίν, ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν», ο σταυρός εφάνη. Τι δε εστίν, Εν τη σοφία του Θεού; Τη δια των έργων φαινόμενη, δι’ ων ηθέλησε γνωρισθήναι. Δια τούτο γαρ αυτά και τοιαύτα κατεσκεύασεν, ίνα αναλόγως εκ των δρωμένων ο ποιητής θαυμάζηται. Μέγας ο ουρανός, και απειροπληθής η γη. Θαύμασον τοίνυν τον πεποιηκότα. Και γαρ ο μέγας ούτος ου μόνον εγένετο υπ' αυτού, αλλά και μετ' ευκολίας, και η άπειρος εκείνη γη και αυτή ως ουδέν παρήγετο. Δια τούτο περί μεν εκείνου φησίν, ότι έργα των δακτύλων σου εισιν οι ουρανοί· περί δε της γης, Ο ποιήσας την γην ως ουδέν. Επεί ουν δια της σοφίας ταύτης ουκ ηθέλησε γνωρίσαι τον Θεόν, δια της δοκούσης μωρίας είναι του κηρύγματος έπεισεν, ου δια λογισμών, αλλά δια της πίστεως. Λοιπόν όπου σοφία Θεού, ουκέτι χρεία ανθρώπινης. Το μεν γαρ ειπείν ότι τον κτίσαντα τον κόσμον τον τοσούτον και ούτω μέγαν, Θεόν είναι εικός δύναμιν αμήχανόν τινα έχοντα και απόρρητον, σοφίας ανθρώπινης λογίζεσθαι ην, και δια τούτων αυτόν καταλαμβάνειν νυν δε ουκέτι λογισμών, αλλά πίστεως δει μόνης. Το γαρ εις τον σταυρωθέντα και ταφέντα πιστεύειν και πεπληροφορήσθαι, ότι ούτος αυτός και ανέστη και άνω κάθηται, τούτο σοφίας ου δείται ουδέ λογισμών, αλλά πίστεως. Και γαρ οι Απόστολοι ου σοφία προσήλθον, αλλά πίστει, και γεγόνασι των έξω σοφών σοφότεροι και υψηλότεροι, και τοσούτω μάλλον, όσω του λογισμούς κινείν το πίστει τα του Θεού δέχεσθαι μείζον τούτο γαρ ανθρωπίνην υπερβαίνει διάνοιαν. Πώς δε απώλεσε την σοφίαν; Δια Παύλου και των τοιούτων γνωρισθείς ημίν, έδειξεν αυτήν ούσαν ανόνητον. Προς γαρ το δέξασθαι το κήρυγμα το ευαγγελικόν ούτε ο σοφός ωφελείται τι παρά της σοφίας, ούτε ο ιδιώτης εβλάβει τι παρά της αμαθίας· αλλ’ ει δει τι και θαυμαστόν ειπείν, μάλλον ιδιωτεία, η σοφία προς την υποδοχήν εστίν επιτήδειον και ευκολότερον. Ο γαρ ποιμήν και αγροίκος ταύτην θάττον υποδέξεται, καθάπαξ και τους λογισμούς καταστέλλων, και τω Δεσπότη εαυτόν παραδιδούς. Ούτω τοίνυν την σοφίαν απώλεσεν. Επειδή γαρ πρότερα εαυτήν κατέβαλε, προς ουδέν χρήσιμη λοιπόν εστίν. Ότε γαρ έδει τα εαυτής αυτήν ενδείξασθαι και δια των έργων ιδείν τον Δεσπότην, ουκ ηθέλησε. Δια τούτο, καν θέλει νυν επεισαγαγείν εαυτήν, ου δύναται· ου γαρ τοιαύτα τα πράγματα· η γαρ οδός η της θεογνωσίας πολλώ μείζων εκείνης αυτή. Δια τοι τούτο πίστεως και αφελείας χρεία, και ταύτην πανταχού ζητείν δει, και της έξωθεν προτιμάν σοφίας. Εμώρανε γαρ ο Θεός, φησί, την σοφίαν. Τι δε εστίν, Εμώρανε; Μωράν έδειξεν ούσαν προς την της πίστεως κατάληψιν. Επειδή γαρ μέγα εφρόνουν επ’ αυτή, ήλεγξεν αυτήν ταχέως. Ποία γαρ σοφία, όταν το κεφάλαιον των αγαθών μη ευρίσκει; εποίησε τοίνυν φανήναι μωράν, επειδή εαυτήν εκείνη πρώτη ήλεγξεν. Ει γαρ ότε λογισμοίς ην ευρείν, ουδέν έδειξε, νυν ότε μείζονα φέρεται τα πράγματα, πως ανύσαι τι δυνήσεται, ότε πίστεως χρεία μόνης, και ουχί δεινότητος; Μωράν τοίνυν αυτήν έδειξεν ο Θεός· ηυδόκησε δε δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι, μωρίας δε ουχί της ούσης, αλλά της είναι δοκούσης. Το γαρ μείζον τούτο εστίν, ότι ουχ ετέραν σοφίαν τοιαύτην εκείνης πλείονα εισαγαγών, αλλά την δοκούσαν είναι μωρίαν, ούτω περιγέγονε. Και γαρ Πλάτωνα εξέβαλεν, ουχί δι’ ετέρου φιλοσόφου σοφωτέρου, αλλά δια αλιέως αμαθούς. Ούτω γαρ γέγονε μείζων η ήττα και λαμπρότερα η νίκη. Είτα δεικνύς του σταυρού την δύναμιν φησίν: Επειδή και οι Ιουδαίοι σημεία αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησι Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν.
Πολλή των ειρημένων η σύνεσις. Θέλει γαρ ειπείν, πως δια των εναντίων εκράτησεν ο Θεός, και πως ουκ εστίν ανθρώπινον το κήρυγμα. Ο δε λέγει, τοιούτον εστίν. Όταν είπωμεν, φησίν, Ιουδαίοις, Πιστεύσατε, λέγουσιν, Αναστήσατε νεκρούς, ιάσασθε δαιμονώντας, δείξατε ημίν σημεία. Ημείς δε αντί τούτων τι λέγομεν; Ότι εσταυρώθη και απέθανεν ο κηρυττόμενος. Τούτο δε ικανόν ου μόνον τους μη βουλομένους μη εφέλκεσθαι, αλλά και τους βουλομένους διακρούσασθαι· αλλ’ όμως ου διακρούεται, αλλά εφέλκεται και κρατεί και περιγίνεται. Πάλιν Έλληνες απαιτούσιν ημάς ρητορείαν λόγων και δεινότητα σοφισμάτων ημείς δε και τούτοις σταυρόν κηρύττομεν και όπερ επί Ιουδαίων δοκεί ασθενείας είναι, τούτο επί Ελλήνων μωρία. Όταν ουν μη μόνον ά αιτούσι μη παρέχωμεν, αλλά και εναντία ων αιτούσιν ο γαρ σταυρός ου μόνον ου δοκεί σημείον είναι κατά λογισμόν εξεταζόμενον, αλλά και σημείου αναίρεσις· και ου μόνον ου δοκεί δυνάμεως απόδειξις, αλλά και ασθενείας έλεγχος· ου μόνον ου δοκεί σοφίας επίδειξις είναι, αλλά και μωρίας υπόληψις· όταν ουν οι σημεία και σοφίαν ζητούντες μη μόνον μη λαμβάνωσιν άπερ αιτούσιν, αλλά και τα εναντία ων επιθυμούσιν, ακούωσιν, είτα δια των εναντίων πείθονται, πώς ουκ άφατος εστίν η του κηρυττομένου δύναμις;…
Ό γαρ ουκ ίσχυσαν φιλόσοφοι δια των συλλογισμών ποιήσαι, τούτο η δοκούσα είναι μωρία κατόρθωσε. Τις ουν σοφότερος; ο τους πολλούς πείθων, ό ο ολίγους, μάλλον δε ουδένα; Ο περί των μεγίστων πείθων ή ο περί των μη δεόντων; Πόσα έκαμε Πλάτων και οι κατ' αυτόν περί γραμμής και γωνίας και στιγμής και αριθμών άρτιων και περιττών, και ίσων αλλήλοις και άνισων, και των τοιούτων διαλεγόμενος ημίν αραχνίων (και γαρ των υφασμάτων εκείνων αχρηστότερα ταύτα τω βίω) και ου μέγαν, ου μικρόν εντεύθεν ωφελήσας, ούτω τον βίον κατέλυσε! πόσα έκαμε δείξαι επιχειρών ως αθάνατος η ψυχή, και ουδέν σαφές ειπών, ουδέ πείσας τινά των ακουόντων, ούτως απήλθεν! Ο δε σταυρός δια ιδιωτών έπεισε, και την Οικουμένην άπασαν επεσπάσατο και ουχ υπέρ των τυχόντων πραγμάτων, αλλά περί Θεού διαλεχθείς και της κατά αλήθειαν ευσέβειας, και της ευαγγελικής πολιτείας και της των μελλόντων κρίσεως· και πάντας εποίησε φιλοσόφους, τους αγροίκους, τους ιδιώτας. Όρα πώς το μωρόν του Θεού σοφότερον των ανθρώπων, και το ασθενές ισχυρότερον. Πώς ισχυρότερον; Ότι την Οικουμένην επέδραμεν άπασαν, και πάντας κατά κράτος είλε, και μυρίων επιχειρούντων σβέσαι του σταυρωθέντος το όνομα, τουναντίον εγένετο. Τούτο μεν γαρ ήνθησε και επέδωκεν επί μείζον, εκείνοι δε απώλοντο και διεφθάρησαν, και οι ζώντες τω νεκρωθέντι πολεμούντες, ουδέν ίσχυσαν. Ώστε επειδάν είπη με μωρόν ο Έλλην, τότε δείκνυσιν εαυτόν μεθ' υπερβολής μωρόν όταν εγώ νομιζόμενος είναι παρ' αυτώ μωρός του σοφού φαίνωμαι σοφότερος· όταν εμέ καλέσει ασθενή, τότε εαυτόν ασθενέστερον δείκνυσιν. Ά γαρ ίσχυσαν κατορθώσαι τη του Θεού χάριτι τελώναι και αλιείς, ταύτα φιλόσοφοι και ρήτορες και τύραννοι και πάσα απλώς η οικουμένη μυρία περιδραμούσα ουδέ φαντασθήναι ίσχυσαν» (Ε. Π. Migne 61, 31 κ. ε.).
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Δεκεμβρίου 1959
Γ΄
Συνεχίζομεν πάλιν την άνευ σχολίων δημοσίευσιν περικοπών του θείου Πατρός, ενδεικτικών της … Συμπαθείας αυτού προς τας «Ελληνοχριστιανικάς Συνθέσεις»:
«Τι γαρ ουκ εισήγαγεν ο σταυρός; Τον περί αθανασίας ψυχής λόγον, τον περί της αναστάσεως των σωμάτων, τον περί της υπεροψίας των παρόντων, τον περί της επιθυμίας των μελλόντων; Και αγγέλους τους ανθρώπους εποίησε και πάντες πανταχού φιλοσοφούσι, και πάσαν ανδρείαν επιδείκνυνται. Αλλά και παρ' αυτοίς (τοις έξωθεν φιλοσόφοις), φησί, πολλοί θανάτου καταφρονούντες γεγόνασι. Τίνες, είπε μοι; άρα ο το κώνειον πιών; Αλλ’ ει βούλει, τοιούτους μυρίους από της Εκκλησίας παράσχωμαι. Ει γαρ ενήν διωγμού καταλαβόντος, κώνειον πιόντας απελθείν, πάντες αν εκείνου λαμπρότεροι γεγόνασι. Άλλως δε εκείνος ουχί κύριος ων του μη πιείν η πιείν, έπιεν αλλά και άκοντα και εκόντα έδει τούτο παθείν όπερ ουκ ην ανδρείας, αλλά ανάγκης λοιπόν. Και γαρ και λησταί και ανδροφόνοι, υπό τη ψήφω γενόμενοι των δικαζόντων, χαλεπότερα έπαθον. Παρ' ημίν δε τουναντίον άπαν. Ου γαρ άκοντες οι μάρτυρες υπέμειναν αλλ’ εκόντες και κύριοι του μη παθείν όντες, αδάμαντος παντός στερροτέραν επιδεικνύντες την ανδρείαν. Ου τοίνυν τούτο θαυμαστόν, ει κώνειον έπιεν εκείνος, και μηκέτι κύριος ων του μη πιείν, και προς έσχατον γήρας εληλακώς· και γαρ έλεγεν ετών εβδομήκοντα είναι, ότε κατεφρόνησε ζωής, ει γε και τούτο καταφρονήσαι εστίν ου γαρ έγωγε αν είποιμι, μάλλον δε ουδέ. Άλλος ουδείς. Αλλά δείξόν μοί τινα υπέρ ευσέβειας βασάνοις εγκαρτερήσαντα, καθάπερ εγώ μυρίους πανταχού της οικουμένης. Τις των ονύχων ανορυπομένων, γενναίως ήνεγκε; Τις των άρθρων ανασκαπτομένων; Τις του σώματος αυτού κατά μέρους πορθουμένου; Τις των οστέων της κεφαλής αναμοχλευομένων; Τις επί τήγανα συνεχώς τιθέμενος; Τις εις λέβητα εμβαλλόμενος; Ταύτα μοι δείξον. Το γαρ κωνείω τελευτήσαι, ίσον εστί τω καθευδήσαντα εναπομείναν και γαρ ύπνου ηδίων ούτος ο θάνατος λέγεται είναι. Ει δε τίνες και βασάνους υπέμειναν, αλλά και τούτων το εγκώμιον απόλωλεν υπέρ γαρ αισχράς αιτίας απώλοντο, οι μεν ως απόρρητα εξειπόντες, οι δε ως τυραννίδι επιθέμενοι, οι δε επί τοις αισχίστοις αλόντες· οι δε εική και μάτην και απλώς, αιτίας μη ούσης, εαυτούς απήνεγκαν. Αλλ’ ουχί παρ' ημίν ούτω. Δια τούτο τα μεν εκείνων σεσίγηται, ταύτα δε ανθεί και καθ’ εκάστην επιδίδωσι την ημέραν. Όπερ εννοών ο Παύλος έλεγε: «Το ασθενές του Θεού πάντων ισχυρότερόν εστί των ανθρώπων». Ότι γαρ θείον το κήρυγμα, και εντεύθεν δήλον. Πόθεν γαρ επήλθεν ανθρώποις δώδεκα και ιδιώταις πράγμασιν επιχειρήσαι τοσούτοις, εν λίμναις, εν ποταμοίς, εν ερημίαις διατρίβουσιν, ουδέποτε εις πόλιν ταχέως ουδέ εις αγοράν εμβεβηκόσι; πόθεν επήλθε προς την Οικουμένην πάσαν παρατάξασθαι; Ότι γαρ δειλοί ήσαν και άνανδροι, δείκνυσιν ο περί αυτών γράψας, και μη παραιτησάμενος, μηδέ υπομείνας συσκιάσαι αυτών τα ελαττώματα, όπερ μέγιστον και τούτο της αληθείας εστί τεκμήριον.
Τι ουν ούτος φησι περί αυτών; Ότι του Χριστού συλληφθέντος, μετά μυρία θαύματα, οι μεν έφυγον, ο δε μείνας, κορυφαίος ων των άλλων, ηρνήσατο… Πόθεν ουν οι ζώντος του Χριστού την Ιουδαϊκήν ορμήν ουκ ενεγκόντες, τελευτήσαντος και ταφέντος και μη αναστάντος, ως φάτε, μηδέ διαλεχθέντος αυτοίς, μηδέ θάρσος ενθέντος, προς τοσαύτην παρετάττοντο Οικουμένην; Ουκ αν είπον προς εαυτούς· Τι δη τούτο εστίν; εαυτόν ουκ ίσχυσε σώσαι και ημών προστήσεται; εαυτώ ουκ ήμυνε ζων, και ημίν χείρα ορέξει τετελευτηκώς; αυτός ζων ουδέ εν έθνος υπέταξε και ημείς την Οικουμένην όλην πείσομεν, το εκείνου λέγοντες όνομα; και πώς αν έχοι λόγον ουχί ποιήσαι ταύτα μόνον, αλλ’ εννοήσαι γουν; Όθεν δήλον ότι, ει μη είδον αναστάντα και της δυνάμεως αυτού μεγίστην έλαβον απόδειξιν, ουκ αν τοσούτον ανέρριψαν κύβον. Ει γαρ και φίλους είχον μυρίους, ουκ αν ευθέως εχθρούς εκτήσαντο πάντας, παλαιά έθη κινούντες και πατρώα όρια μεταίροντες; νυνί δε και πάντας πολεμίους εκέκτηντο και τους ιδίους και τους αλλότριους. Ει γαρ και αιδέσιμοι πάντων ένεκεν ήσαν των έξωθεν, ουκ αν πάντες αυτούς εβδελύξαντο καινήν πολιτείαν εισάγοντας; νυν δε και έρημοι πάντων ετύγχανον, και εικός ην καντεύθεν μισητούς γενέσθαι παρά πάσι και ευκαταφρόνητους. Τίνας γαρ βούλει ειπείν; Ιουδαίους; Αλλ’ άφατον είχον προς αυτούς μίσος εκ των προς τον διδάσκαλον γεγενημένων. Αλλ’ Έλληνας; Αλλά και ούτοι ουκ ελάττονα εκείνων απεστράφησαν, και ίσασι ταύτα μάλιστα Έλληνες. Πλάτων γαρ ο πολιτείαν τινά καινοτομήσαι βουληθείς, μάλλον δε μέρος πολιτείας, και ου τα των θεών μετατιθείς νόμιμα, αλλ’ απλώς πράξεις εισαγαγών ετέρας ανθ' ετέρων, εκινδύνευσε Σικελίας εκπεσών αποθανείν επειδή δε τούτο ου γέγονε, της ελευθερίας εξέπεσεν αυτής. Και ει μη βάρβαρος τις του Σικελίας τυράννου γέγονεν ημερότερος, ουδέν εκώλυε διαπαντός δουλεύειν τον φιλόσοφον εν αλλοτρία. Καίτοιγε ουκ ίσον εστί τα περί βασιλείας καινοτομείν, και τα περί θρησκείας· τούτο γαρ μάλιστα θορυβεί και ταράττει τους ανθρώπους. Το γαρ ειπείν ότι: Ο δείνα και ο δείνα την δείνα γαμείτωσαν, και: Οι φύλακες τούτον τον τρόπον έστωσαν φύλακες, ου σφόδρα ικανόν θορύβησαν και μάλιστα, όταν εν βιβλίω ή ταύτα κείμενα, και μη πολλή σπουδή του νομοθετούντος γίνηται εις έργον άγειν τα λεγόμενα· το μέντοι γε λέγειν, ότι ουκ εισί θεοί οι θεραπευάμενοι, αλλ’ ότι δαίμονες εισιν, ότι ο Εσταυρωμένος Θεός, ίστε πόσην ανήψεν οργήν, πόσην αν εποίησε δούναι δίκην, πόσον ανερρίπισε πόλεμον. Και γαρ Πρωταγόρας παρ' αυτοίς, επειδή ετόλμησεν ειπείν ότι ουκ οίδα θεούς, ου την Οικουμένην περιιών και κηρύττων, αλλ’ εν μια πόλει, περί των έσχατων εκινδύνευσε. Και Διαγόρας ο Μιλήσιος, και Θεόδωρος ο λεγόμενος Άθεος, καίτοι φίλους είχον και δύναμιν την από των λόγων, και επί φιλοσοφία εθαυμάζοντο, αλλ’ όμως ουδέν τούτων αυτούς ώνησε· και ο μέγας δε Σωκράτης και πάντων των παρ' αυτοίς φιλοσοφία κρατών, δια τούτο το κώνειον έπιεν, επειδή εν τοις περί θεών λόγοις μικρόν τι παρακινείν υποπτεύετο.
Ει δε υπόληψις μόνη καινοτομίας τοσούτον κίνδυνον ήνεγκε φιλοσόφοις ανδράσι και σοφοίς και μυρίας απολελαυκόσι θεραπείας, και ου μόνον ουκ ίσχυσαν άπερ ήθελον αλλά και αυτοί και ζωής και πατρίδος εξέπεσον, πώς ου θαυμάζεις και εκπλήπει, τον αλιέα ορών επί της οικουμένης τοσαύτα εργασάμενον, και κατορθώσαντα άπερ εσπούδασε και περιγενόμενον και βαρβάρων και Ελλήνων απάντων; Αλλ’ ούτοι, φησίν, ουχί θεούς εισήγαγον ξένους ώσπερ εκείνοι. Αυτό μεν ουν μάλιστα το θαυμαστόν μοι λέγεις, ότι διπλή η καινοτομία και το τους όντας καθαιρείν, και τον Εσταυρωμένον αναγγέλλειν. Πόθεν γαρ αυτοίς επήλθε τοιαύτα κηρύττειν; πόθεν υπέρ του τέλους αυτών θαρρείν; Τίνας των προ αυτών τοιούτόν τι κατωρθωκότας είχον ιδείν; ου πάντες δαίμονας προσεκύνουν; ου πάντες τα στοιχεία εθεοποίουν; ου διάφορος ην της ασεβείας ο τρόπος; Αλλ’ όμως τα πάντα επήλθον, και κατέλυσαν ταύτα, και επέδραμον εν βραχεί καιρώ την Οικουμένην άπασαν, καθάπερ υπόπτεροι τίνες, ου κινδύνους λογιζόμενοι, ου θανάτους, ου την του πράγματος δυσκολίαν, ου την ολιγότητα την εαυτών, ου το πλήθος των εναντιουμένων, ου την εξουσίαν, ου την δυναστείαν, ου την σοφίαν των πολεμούντων. Είχον γαρ τούτων απάντων μείζονα συμμαχίαν, την του σταυρωθέντος και αναστάντος δύναμιν. Ουκ ην ούτω θαυμαστόν, ει πολεμήσαι είλοντο τη οικουμένη πόλεμον αισθητόν, ως τούτο το γεγενημένον νυν. Επί μεν γαρ του νόμου της μάχης εξήν απεναντίας ίστασθαι των πολεμίων, και χώραν απολαμβάνοντας εναντίαν ούτω παρατάττεσθαι προς τους εναντιουμένους, και καιρόν έχειν επιθέσεως και συμβολής· ενταύθα δε ουχ ούτως· ου γαρ στρατόπεδον ίδιον είχον, αλλά αυτοίς ανεμίγνυντο τοις πολεμίοις, και ούτως αυτών εκράτουν και εν μέσοις τοις εχθροίς αναστρεφόμενοι, διωλίσθαινον αυτών τας λαβάς, και περιεγίνοντο και ενίκων νίκην λαμπράν πληρούσαν προφητείαν λέγουσαν: «Και κατακυριεύσεις εν μέσω των εχθρών σου». Τούτο γαρ ην το πολλής εκπλήξεως γέμον, ότι κατέχοντες αυτούς οι εχθροί, και εις δεσμωτήριον εμβάλλοντες και δεσμούς, ου μόνον αυτών ου περιεγίνοντο, αλλά και αυτοί μετά ταύτα αυτοίς υπέκυπτον, οι μαστίζοντες τοις μαστιζομένοις, οι δεσμούντες τοις δεδεμένοις, οι διώκοντες τοις ελαυνομένοις. Ταύτα δη πάντα προς Έλληνας λέγωμεν, μάλλον δε και τούτων πλείονα· πολλή γαρ της αληθείας η περιουσία. Καν γαρ παρακολουθείτε τη υποθέσει, πάσαν υμάς την προς αυτούς διδάξομεν μάχην τέως δε ταυτί δύο διατηρώμεν κεφάλαια, πώς οι ασθενείς τους ισχυρούς ενίκησαν, και πόθεν αυτοίς επήλθε τοιούτοις ούσι τοιαύτα βουλεύσασθαι, ει μη θείας απέλαυον συμμαχίας. Και τα μεν παρ' ημών ώδε. Παρεχώμεθα δε επί των έργων τα του βίου κατορθώματα, και δαψιλές το πυρ ανάπτωμεν της αρετής. Φωστήρες γαρ εστε, φησίν, εν μέσω του κόσμου λάμποντες· και μείζονα ημών εκάστω χρείαν ενεχείρισεν ο Θεός η τω ηλίω, μείζονα ουρανού και γης και θαλάττης, και τοσούτω μείζονα, όσω τα πνευματικά των αισθητών διενήνοχεν. Όταν ουν προς τον ηλιακόν ίδωμεν κύκλον, και θαυμάσωμεν το κάλλος και το σώμα και την φαιδρότητα του άστρου, λογιζώμεθα πάλιν, ότι μείζον και άμεινον το εν ημίν φως, καθάπερ και το σκότος χαλεπότερον, αν μη προσέχωμεν και γαρ νυξ βαθεία κατέχει την Οικουμένην άπασαν. Ταύτην τοίνυν ανατρέψωμεν και λύσωμεν. Νυξ ουκ εν αιρετικοίς ουδέ εν Έλλησι μόνον, αλλά και πολλοίς τοις παρ' ημίν, δογμάτων ένεκεν και βίου. Πολλοί γαρ τη αναστάσει διαπιστούσι, πολλοί και γένεσιν εαυτοίς επιτειχίζουσι, πολλοί και παρατηρήσεις φυλάττουσι, και κλυδωνισμοίς και οιωνισμοίς και συμβόλοις· οι δε και περιάπτοις και επωδαίς κέχρηνται. Αλλά και προς τούτους μεν ύστερον ερούμεν, όταν τα προς Έλληνας διανύσωμεν τέως δε τα ειρημένα κατέχετε, και συλλάβεσθέ μοι της μάχης, δια του βίου προς ημάς έλκοντες αυτούς και μεθιστώντες. Όπερ γαρ αεί λέγω, τον περί φιλοσοφίας διδάσκοντα, πρότερον εν εαυτώ τούτο διδάσκειν χρη και ποθεινόν είναι τοις ακούουσι» (E. N. Migne 61 ,35 κ. ε.)
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Ιανουαρίου 1960.
Δ΄
Συνεχίζει ο Ι. Πατήρ και σήμερον τον έλεγχον της θύραθεν σοφίας: «Γενώμεθα τοίνυν ποθεινοί, και ευνοϊκώς διαθώμεν προς ημάς τους Έλληνας. Τούτο δε έσται, εάν μη κακώς ποιείν, αλλά και κακώς πάσχειν ώμεν παρεσκευασμένοι. Ουχ ορώμεν τα παιδία όταν υπό των πατέρων βασταζόμενα εντείνη πληγάς εις τας γνάθους του φέροντος, πώς ο πατήρ ηδέως παρέχει τω παιδί της οργής εμφορηθήναι, και όταν ίδη κενώσαντα τον θυμόν φαιδρύνεται; Ούτω και ημείς ποιώμεν και καθάπερ πατέρες προς παιδία, τοις Έλλησι διαλεγώμεθα. Παιδία γαρ εισιν άπαντες Έλληνες και ταύτα τίνες των παρ' αυτοίς ειρήκασιν, ότι αεί παίδες εκείνοι, και γέρων Έλλην ουδείς. Τα παιδία υπέρ ουδενός ανέχεται φροντίζειν χρησίμου· ούτω και οι Έλληνες παίζειν αεί βούλονται και χαμαί κείνται, χαμαιπετείς όντες και χαμαίζηλοι. Τα παιδία πολλάκις περί αναγκαίων ημών διαλεγομένων ουδενός επαισθάνεται των λεγομένων, αλλ’ αεί και γελά· τοιούτοι και οι Έλληνες· όταν περί βασιλείας διαλεγώμεθα, γελώσι. Και καθάπερ εκ παιδικού στόματος πολύς αποβλύζων σίελος πολλάκις και σιτίον και ποτόν εμόλυνεν ούτω και τα από του στόματος των Ελλήνων απορρέοντα ρήματα μάταια και ακάθαρτα· καν ανακαίαν δως τροφήν, λυπούσι τους παρέχοντας δια βλασφημίας αεί, και δέονται διαβαστάζεσθαι. Τα παιδία πάλιν όταν ίδωσι ληστήν εισιόντα και τα ένδον αφαιρούμενον, ου μόνον ουκ αμύνει, αλλά και προσγελά τω επιβούλω· αν δε τον καλαθίσκον ή τα σείστρα αφέλης, ή άλλο τι των αθυρμάτων, δεινοπαθεί και δυσχεραίνει, σπαράττεται και λακτίζει το έδαφος. Ούτω δη και οι Έλληνες, τον μεν διάβολον ορώντες πάντα υφαιρούμενον αυτών τα πατρώα και τα συνέχοντα αυτών την ζωήν, γελώσιν ώσπερ φίλω προστρέχοντες· αν δε κτήμα τις ή πλούτον ή οτιούν τοιούτον των παιδικών αφέληται, οδύρονται, σπαράττονται· και καθάπερ τα παιδία αναισθήτως γυμνούται και ουκ ερυθριά, ούτω και οι Έλληνες πόρνοις και μοιχοίς συγκυλινδούμενοι, και τους της φύσεως γυμνούντες νόμους και παρανόμους εισάγοντες μίξεις, ουκ επιστρέφονται…
«Βλέπετε γαρ την κλήσιν υμών, αδελφοί, ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς· αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τους σοφούς» (Α' Κορινθίους α', 26, 27). Ειπών, ότι το μωρόν του Θεού σοφότερον των ανθρώπων εστίν, έδειξεν ότι εκβέβληται η σοφία η ανθρώπινη, από τε της μαρτυρίας των Γραφών, από τε της των πραγμάτων εκβάσεως.
Από μεν της μαρτυρίας, ειπών, «Απολώ την σοφίαν των σοφών»· από δε της εκβάσεως κατά ερώτησιν προαγαγών τον λόγον και ειπών, «Πού σοφός; πού γραμματεύς;». Πάλιν συνεπέδειξεν, ότι και ου νεότερον το πράγμα αλλά και παλαιόν, ως άνωθεν αυτό προδιατυπούσθαι και προλέγεσθαι. Γέγραπται γαρ, φησίν: «Απολώ την σοφίαν των σοφών». Μετά τούτων απέδειξεν, ότι και χρησίμως και ευλόγως ταύτα ούτω γέγονεν.
«Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού, φησίν, ουκ έγνω ο κόσμος τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» και ότι ο σταυρός αφάτου δυνάμεως και σοφίας απόδειξις, και ότι πολλώ μείζον το μωρόν του Θεού της ανθρώπινης σοφίας, και τούτο πάλιν ουχί δια των διδασκάλων, αλλά και δι’ αυτών αποδείκνυσι των μαθητών.
«Βλέπετε γαρ, φησί, την κλήσιν υμών». Ου γαρ μόνον διδασκάλους ιδιώτας, αλλά και μαθητάς επελέξατο τοιούτους. «Ου γαρ πολλοί σοφοί, φησί, κατά σάρκα». Ούτω δείκνυται τούτο και ισχυρότερον και σοφότερον, όταν και πολλούς πείσει και ασόφους πείσει. Και γαρ δυσκολώτατον ιδιώτην πείσαι, μάλιστα, όταν περί πραγμάτων αναγκαίων και μεγάλων ο λόγος ή. Αλλ’ όμως έπεισαν, και τούτου μάρτυρας αυτούς καλεί.
«Βλέπετε γαρ την κλήσιν υμών, αδελφοί», φησίν, επισκέψασθε, διερευνήσασθε. Το γαρ δόγματα ούτω σοφά και πάντων σοφότερα καταδέξασθαι τους ιδιώτας, μεγίστην τω διδασκάλω μαρτυρεί σοφίαν. Τι δε εστί, κατά σάρκα; Κατά το φαινόμενον, κατά τον παρόντα βίον, κατά την έξωθεν παίδευσιν.
Είτα, ίνα μη δόξη εαυτώ περιπίπτειν (και γαρ τον ανθύπατον έπεισε και τον Αρεοπαγίτην και τον Απολλώ, και έτερους δε είδομεν σοφούς τω κηρύγματι προσελθόντας), ουκ είπεν, Ότι ουδείς σοφός, αλλ’ ου πολλοί σοφοί. Ου γαρ αποκεκληρωμένως τους ιδιώτας εκάλει και τους σοφούς ηφίει, αλλά και τούτους εδέχετο, πολλώ δε πλείους εκείνους. Τι δήποτε; Ότι ο κατά σάρκα σοφός πολλής γέμει της άνοιας, και ούτος μάλιστα εστίν ο μωρός, όταν την διεφθαρμένην διδασκαλίαν εκβαλείν μη βούληται. Καθάπερ ουν τις ιατρός, ει βουληθείη διδάξαι τινάς τα από της τέχνης, οι μεν ολίγα ειδότες, κακώς και εναντίως χρώμενοι τη τέχνη και κατέχειν φιλονικούντες, ουκ αν ανάσχοιντο μαθείν ραδίως· οι δε μηδέν επισταμένοι μάλιστα αν καταδέξαιντο τα λεγόμενα· ούτω δη και ενταύθα γέγονεν. Οι ιδιώται μάλλον επείσθησαν την γαρ εσχάτην απόνοιαν ουκ είχον, το νομίζειν εαυτούς είναι σοφούς. Και γαρ οι σφόδρα μωροί, ούτοι μάλιστα εισιν οι λογισμοίς επιτρέποντες άπερ ουκ εστίν ευρείν, αλλ’ ή δια πίστεως. Και γαρ ει τις, του χαλκευτικού δια της πυράγρας τον πεπυρακτωμένον εξέλκοντος σίδηρον, ούτος δια της χειρός φιλονεικοίη τούτο ποιείν, την εσχάτην αυτού καταψηφιούμεθα άνοιαν ούτω και οι φιλόσοφοι δι’ εαυτών ταύτα ευρείν φιλονεικήσαντες, την πίστιν ητίμασαν. Δια τοι τούτο ουχ εύρον των ζητουμένων ουδέν. «Ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς». Και γαρ και ούτοι τύφου πεπληρωμένοι εισίν.
Ουδέν δε ούτω προς ακριβή θεογνωσίαν άχρηστον, ως απόνοια και το προσηλώσθαι πλούτω. Και γαρ παρασκευάζει τα παρόντα θαυμάζειν και μηδένα των μελλόντων ποιείσθαι λόγον, και εμφράττει τα ώτα τω πλήθει των φροντίδων. Αλλά «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός». Όπερ εστί μέγιστον της νίκης δείγμα, όταν δια των ιδιωτών νικά. Ου γαρ ούτω καταισχύνονται Έλληνες, όταν δια των σοφών ηττηθώσιν αλλά τότε εγκαλύπτονται, όταν ίδωσιν τον χειροτέχνην και τον επί της αγοράς υπέρ αυτούς φιλοσοφούντα. Διο και αυτός έλεγεν: «ίνα καταισχύνη τους σοφούς». Και ουκ ενταύθα μόνον τούτο εποίησεν, αλλά και επί των άλλων πλεονεκτημάτων του βίου. Και γαρ «τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο, φησί, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Ου γαρ ιδιώτας μόνον, αλλά και πένητας και ευκαταφρόνητους και άσημους εκάλεσεν, ίνα τους εν δυναστείαις όντας ταπείνωση. «Και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα, και τα μη όντα ίνα τα όντα κατάργηση». Και τίνα τα μη όντα καλεί; Τους μηδέν είναι λογιζόμενους δια την πολλήν ουδένειαν. Ούτω την πολλήν δύναμιν επεδείξατο, δια των μηδέν είναι δοκούντων τους μεγάλους κατενεγκών όπερ και αλλαχού λέγει ότι «Η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται». Μεγάλη γαρ δύναμις το τους απερριμμένους και μηδενός μηδέποτε μαθήματος αψαμένους, τούτους αθρόον τα υπέρ τον ουρανόν παιδεύειν φιλοσοφείν. Επεί και ιατρόν και ρήτορα και τους άλλους άπαντας τότε μάλιστα θαυμάζομεν, όταν τους σφόδρα ιδιώτας πείθωση και παιδεύωσιν. Ει δε τους περί τέχνης λόγους θαύμα μέγα ενθείναι ιδιώτη, πολλώ μάλλον τους υπέρ τοσαύτης φιλοσοφίας. Ου θαύματος δε ένεκεν μόνον, ουδέ του δείξαι την εαυτού δύναμιν τούτο πεποίηκεν, αλλά και υπέρ του καταστείλαι τους αλαζόνας. Διο και έμπροσθεν έλεγεν: «ίνα καταισχύνη τους σοφούς, ίνα κατάργηση τα όντα». Και ενταύθα πάλιν «Όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού». Πάντα γαρ ο Θεός δια τούτο ποιεί, ίνα τον τύφον και το φρόνημα καταστείλει, ίνα το καυχάσθαι καθέλη· και υμείς επί τούτω, φησί, ενδιατρίβετε; Πάντα ποιεί, ίνα μηδέν εαυτοίς λογιζώμεθα, ίνα πάντα τω Θεώ επιγράφωμεν. Και υμείς επί τω δείνι και τω δείνι υμάς αυτούς προσενείματε; Και ποίας τεύξεσθε συγγνώμης; Και γαρ έδειξεν ο Θεός, ότι ου δυνατόν δι’ εαυτών σωθήναι μόνον, και τούτο παρά την αρχήν εποίησεν. Ου γαρ τότε δι’ εαυτών σωθήναι εν ην, αλλ’ έδει κάλλος ουρανού και γης μέγεθος και της άλλης κτίσεως το σώμα περιελθόντας ούτω χειραγωγείσθαι προς τον των έργων Δημιουργόν. Εποίησε δε τούτο, προαναστέλλων την μέλλουσαν οιησισοφίαν. Ως αν ει τις διδάσκαλος κελεύσας έπεσθαι τω μαθητή ήπερ αν ηγείται, επειδάν ίδη προλαβόντα και βουλόμενον αφ' εαυτού πάντα μαθείν, αφείς διαμαρτείν, και δείξας ως ουκ αρκεί προς την μάθησιν, ούτως αυτώ τότε επεισάγοι τα παρ' εαυτού, ούτω και ο Θεός εκέλευσε παρά την αρχήν έπεσθαι δια της κατά την κτίσιν καταλήψεως. Επειδή δε ουκ ηθέλησαν, δείξας δια της πείρας ότι ουκ αρκούσιν εαυτοίς, τότε αυτούς προς εαυτόν ετέρως πάλιν άγει· έδωκεν αντί δέλτου τον κόσμον. Ουδέ εν τούτοις εμελέτησαν οι φιλόσοφοι, ουδέ αυτώ πεισθήναι ηθέλησαν, ουδέ ταύτην ελθείν την οδόν προς αυτόν, ην αυτός εκέλευσεν. Εισήγαγεν ετέραν οδόν της προτέρας σαφεστέραν, πείθουσαν ότι ουκ αυτάρκης άνθρωπος αυτός εαυτώ μόνος. Τότε μεν γαρ και λογισμούς ην ανακινείν και τη έξωθεν κεχρήσθαι σοφία δια της κτίσεως χειραγωγουμένους· νυν δε αν μη τις γένηται μωρός, τουτέστιν αν μη πάντα λογισμόν και πάσαν κενώσει σοφίαν και τη πίστει εαυτόν παραδώ, αμήχανον σωθήναι… » (Ε. Π. Migne 61, 38 κ. ε.).
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Φεβρουαρίου 1960.
Ε'
Συνεχίζει ο ιερός Πατήρ τους ελέγχους της έξω σοφίας: «Διο ειπών: Ος εγενήθη ημίν σοφία και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωσις, επήγαγεν ίνα, καθώς γέγραπται, ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω. Δια τούτο και σφοδρώς κατηνέχθη κατά της των Ελλήνων σοφίας, ίνα τούτω αυτώ πείσει τους ανθρώπους, ώσπερ ουν και εστί δίκαιον, εν Θεώ καυχάσθαι. Όταν γαρ παρ' εαυτών τα υπέρ εαυτούς ζητώμεν, ουδέν μωρότερον, ουδέν ασθενέστερον ημών γίνεται. Γλώτταν μεν γαρ έχειν ηκονημένην, δυνατόν, δόγματα δε ισχυρά, αμήχανον αλλά τοις των αραχνίων υφάσμασιν εοίκασιν οι λογισμοί καθ’ εαυτούς όντες. Εις τούτο γαρ τίνες παρήλασαν μανίας, ως μηδέν αληθές είναι λέγειν των όντων, αλλά πάντα εναντία διισχυρίζεσθαι των φαινομένων. Μηδέν τοίνυν είπης σαυτού, αλλ’ εν πάσιν εν θεώ καυχώ· μηδενί ανθρώπω τι ποτε λογίσει. Ει γαρ Παύλω ουδέν χρη λογίζεσθαι, πολλώ μάλλον ετέροις. Εγώ γαρ, φησίν, εφύτευσα· Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξανεν. Ο μαθών εν Κυρίω καυχάσθαι, ουδέποτε επαρθήσεται, αλλ’ αεί και μετριάσει, και εν πάσιν έσται ευχάριστος. Αλλ’ ου τα των Ελλήνων τοιαύτα, αλλά πάντα εαυτοίς ανατιθέασι. Διό και από ανθρώπων ποιούσι θεούς· ούτως αυτούς η απόνοια εξετραχήλισεν. Ωρα δη λοιπόν εστί προς την τούτων εξελθείν μάχην. Που τοίνυν κατελίπομεν τον λόγον τη πρότερα; Ελέγομεν, ότι ουκ ην δυνατόν κατά ανθρωπίνην ακολουθίαν περιγενέσθαι των φιλοσόφων τους αλιέας· αλλ’ όμως γέγονε δυνατόν όθεν δήλον, ότι χάριτι γέγονεν. Ελέγομεν, ότι ουκ ην δυνατόν ουδέ εννοήσαι αυτούς τοσαύτα κατορθώματα και εδείξαμεν, ότι ου μόνον ενενόησαν, αλλά και εις τέλος ήγαγον μετά πολλής της ευκολίας… -«Καγώ αδελφοί, ελθών προς υμάς, ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου ή σοφίας καταγγέλλων υμίν το μαρτύριον του Θεού. Ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ειμή Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α' Κορινθίους β΄, 1, 2). Ουδέν της Παύλου ψυχής αγωνιστικότερον, μάλλον δε ου της εκείνου ψυχής· ου γαρ αυτός ταύτα εύρισκεν αλλ’ ουδέν της ενεργούσης εν αυτώ χάριτος ίσον πάντα νικώσης. Ικανά μεν γαρ και τα έμπροσθεν ειρημένα καταβαλείν τον τύφον των επί σοφία κομπαζόντων, μάλλον δε και μέρος των ειρημένων. Ώστε δε λαμπρά γενέσθαι τα νικητήρια και επαγωνίζεται τοις λεχθείσι, κειμένοις τοις εναντίοις επεμβαίνων. Σκόπει δε· Παρήγαγε την προφητείαν την λέγουσαν, ότι Απολλώ την σοφίαν των σοφών έδειξε του Θεού την σοφίαν, ότι δια της δοκούσης είναι μωρίας κατήργησε την έξωθεν φιλοσοφίαν, έδειξεν ότι το μωρόν του Θεού σοφότερον των ανθρώπων, έδειξεν ότι ου μόνον δια ιδιωτών εδίδαξεν, αλλά και ιδιώτας εκάλεσε· νυν δείκνυσιν ότι και αυτό το κηρυττόμενον, και ο τρόπος της, κηρύξεως ικανά θορυβήσαι ην, και ουκ εθορύβησεν. Ου γαρ δη μόνον οι μαθηταί, φησίν, ιδιώται, αλλά και εγώ ο κηρύττων. Δια τούτο φησί: και εγώ, αδελφοί (πάλιν το των αδελφών τίθησιν όνομα καταλεαίνων του λόγου την τραχύτητα), ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου καταγγέλλων υμίν το μαρτύριον του Θεού. Τι γαρ, είπε μοι, ει και εβούλου καθ’ υπεροχήν ελθείν, εδύνασο; Εγώ μεν ει εβουλόμην, ουκ αν εδυνήθην ο δε Χριστός ει εβουλήθη, εδύνατο. Αλλ’ ουκ εβουλήθη, ίνα λαμπρότερον ποιήσει το τρόπαιον. Δια και ανωτέρω δεικνύς, ότι αυτού γέγονεν έργον και αυτού βούλημα ην το ούτως ιδιωτικώς κηρυχθήναι τον λόγον, έλεγεν: Ου γαρ απέστειλε με Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου. Πολύ δε μείζον και απείρως μείζον του Παύλον θελήσαι τούτο το τον Χριστόν θελήσαι. Ου τοίνυν ευγλωττίαν επιδεικνύμενος, φησίν, ουδέ τοις έξωθεν λόγοις οπλισμένος καταγγέλλω το μαρτύριον του Θεού. Και ουκ είπε, το κήρυγμα, αλλά, το μαρτύριον του Θεού, ό και αυτό ικανόν ην αποτρέψαι. Θάνατον γαρ περιήει κηρύττων δια τούτο και επήγαγεν: ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον. Τούτο δε έλεγεν, ότι καθόλου της έξωθεν σοφίας εστίν άμοιρος, ώσπερ ουν και ανωτέρω έλεγεν: Ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου. Ότι γαρ ην δυνατόν και τούτο αυτόν έχειν, δήλον. Ου γαρ τα ιμάτια νεκρούς ανίστη και αι σκιαί νοσήματα ήλαυνον, πολλώ μάλλον ευγλωττίαν ηδύνατο δέξασθαι η ψυχή. Το μεν γαρ εστί μαθητών, το δε πάσαν υπερβαίνει τέχνην. Ο τοίνυν τα μείζονα της τέχνης ειδώς, πολλώ πλέον τα ελάσσονα ίσχυσεν αν. Αλλ’ ουκ αφήκεν ο Χριστός· ου γαρ συνέφερεν. Εικότως ουν λέγει· ου γαρ έκρινα τι ειδέναι· και γαρ και εγώ τούτο βούλομαι, όπερ και ο Χριστός. Εμοί δε δοκεί και ταπεινότερον αυτοίς διειλέχθαι μάλλον ή τοις άλλοις, τον τύφον αυτών καταστέλλων. Το τοίνυν, ουδέν έκρινα ειδέναι, προς αντιδιαστολήν της έξωθεν είρηται σοφίας. Ου γαρ ήλθον συλλογισμούς πλέκων ουδέ σοφίσματα, ουδέ άλλο τι λέγων υμίν, ή ότι ο Χριστός εσταυρώθη. Εκείνοι μεν γαρ μυρία φασί, και περί μυρίων λέγουσι μακρούς ελίποντες διαύλους λόγων, κατασκευάζοντες λογισμούς και συλλογισμούς, μυρία συντιθέντες σοφίσματα· εγώ δε ήλθον προς υμάς μηδέν άλλο λέγων ή ότι ο Χριστός εσταυρώθη και πάντας εκείνους παρήλασα, ο της του κηρυττομένου δυνάμεως σημείον εστίν άφατον… Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου, ουκ εν πειθοίς ανθρώπινης σοφίας λόγοις. Τουτέστιν, ουκ έχων την έξωθεν σοφίαν. Ει τοίνυν και το κήρυγμα ουδέν είχε σεσοφισμένον και οι καλούμενοι ιδιώται, και ο κηρύττων τοιούτος, και διωγμός προσήν και τρόμος και φόβος, πως εκράτησαν, ειπέ μοι; Δια θείας δυνάμεως. Διόπερ ειπών, Ο λόγος μου και το κήρυγμα μου ουκ εν πειθοίς ανθρώπινης σοφίας λόγοις, επήγαγεν Αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως. Είδες πως το μωρόν του Θεού σοφότερον των ανθρώπων, και το ασθενές ισχυρότερον; Οι γαρ ιδιώται τοιαύτα κηρύττοντες, δεδεμένοι και ελαυνόμενοι, περιεγένοντο των ελαυνόντων. Πόθεν; Ουκ από του την δια Πνεύματος παρασχείν πίστιν; και γαρ και τούτο απόδειξις ομολογημένη. Τις γαρ, ειπέ μοι, όρων νεκρούς ανισταμένους και δαίμονας ελαυνομένοις, ουκ αν κατεδέξατο; Αλλ’ επειδή εισί και δυνάμεις απατηλαί, οίαι των γοήτων, και ταύτην ανείλε την υπόνοιαν. Ου γαρ απλώς, δυνάμεως, είπεν, αλλά πρότερον Πνεύματος, και τότε δυνάμεως· δεικνύς ότι πνευματικά ην τα γινόμενα. Ου τοίνυν ελάττωσίς εστί, το μη δια σοφίας κατηγγελμένον είναι το κήρυγμα, αλλά και μέγιστος κόσμος. Τούτο γουν μάλιστα δείκνυσιν αυτό θείον ον και τας ρίζας άνωθεν έχον εκ των ουρανών δια και επήγαγεν ίνα η πίστις υμών μη η εν σοφία ανθρώπων, αλλ’ εν δυνάμει Θεού. Είδες πως σαφώς δια πάντων απέδειξε πολύ της ιδιωτείας το κέρδος, και μέγα της σοφίας το βλάβος; αυτή μεν γαρ εκένου τον σταυρόν, εκείνη δε ανεκήρυττε του Θεού την δύναμιν αυτή προς τω μηδέν ευρίσκειν των δεόντων και εφ’ εαυτοίς καυχάσθαι παρεσκεύαζεν, εκείνη προς τω την αλήθειαν δέξασθαι και επί τω Θεώ καλλωπίζεσθαι εποίει. Πάλιν η σοφία ανθρώπινον υποπτεύειν το δόγμα πολλούς αν έπειθεν αυτή σαφώς απεδείκνυε θείον αν και εκ του ουρανού καταβάν. Όταν μεν ουν εν σοφία λόγων γένηται απόδειξις, πολλάκις και οι φαυλότεροι κρατούσι των επιεικέστερων, δεινότεροι λέγειν όντες, και το ψεύδος παρελαύνει την αλήθειαν. Ενταύθα δε ουχ ούτως· ούτε γαρ έπεισι το Πνεύμα το Αγιον ακαθάρτω ψυχή ούτε επελθόν δύναται ηπηθήναι ποτε, καν άπασα η των λόγων επίη δεινότης… Ουκ αναγκάζει δε το λόγω πείθεσθαι μόνω, τανύν εν σοφία είναι το κήρυγμα. Οι τε γαρ εξ αρχής τον λόγον σπείραντες ιδιώται ήσαν και αμαθείς, και ουδέν οίκοθεν έλεγον, αλλ’ άπερ εδέξαντο παρά του Θεού, ταύτα τη οικουμένη διέδωκαν ημείς τε αυτοί νυν ου τα παρ' εαυτών επεισφέρομεν, αλλ’ ο παρ' εκείνων ελάβομεν, ταύτα εις άπαντας λέγομεν. Και ουδέν νυν από συλλογισμών πείθομεν, αλλ’ από των θείων Γραφών και από των τότε σημείων την πίστιν ων λέγομεν παρεχόμεθα. Και ούτοι δε τότε ουχί σημείοις έπειθον μόνοις, αλλά και διαλεγόμενον τους δε λόγους ισχυρότερους εποίει φαίνεσθαι τα σημεία και αι εκ της Παλαιάς Γραφής μαρτυρίαι, ουχ η δεινότης των λεγομένων» (Ε. Π. Migne τόμ. 61, στ. 42-43, 47-51)
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Μαρτίου 1960.
ΣΤ΄
Συνεχίζει ο θείος Πατήρ τους της έξω σοφίας ελέγχους: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις· σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων αλλά λαλούμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών» (Α' Κορινθίους β΄ 6, 7). Το σκότος του φωτός επιτηδειότερον είναι δοκεί τοις τας όψεις νοσούσιν δια και μάλλον εις συνεσκιασμένον δωμάτιον καταφεύγουσι. Τούτο και επί της σοφίας γέγονε της πνευματικής· η μεν του Θεού σοφία μωρία εδόκει είναι τοις έξωθεν η δε αυτών αληθώς ούσα μωρία, σοφία αυτοίς νενόμισται. Και ταυτόν συνέβαινεν, οίον αν ει τις σοφία κυβερνητική κεχρημένος, επηγγέλλετο πλοίου χωρίς και ιστίων πέλαγος άπειρον διαπεράν, είτα επειράτο λογισμοίς κατασκευάζειν ότι τούτο δυνατόν άλλος δε τις πάντων άπειρος, πλοίω και κυβερνήτη και ναύταις εγχειρίσας εαυτόν, ούτω μετά ασφαλείας έπλει. Και γαρ η δοκούσα είναι αμαθία τούτου, της εκείνου σοφίας σοφωτέρα.
Καλεί μεν γαρ η κυβερνητική, αλλ’ όταν μείζονα επαγγέλληται, μωρία τις εστί· και πάσα τέχνη, η μη αρκουμένη τοις όροις τοις εαυτής, τούτο αν είη. Ούτω και η έξωθεν σοφία ην αν σοφία, ει Πνεύματι εκέχρητο · επειδή δε εαυτή το παν επέτρεψε, και ουδέν ενόμισε δείσθαι της βοηθείας εκείνης, μωρία γέγονεν, ει και εδόκει σοφία είναι. Διο και πρότερον ελέγξας τα αυτής δια των πραγμάτων, τότε αυτήν εκάλεσε μωρίαν και πρότερον καλέσας μωρίαν την του Θεού σοφίαν κατά την εκείνων ψήφον, τότε δείκνυσιν αυτήν σοφίαν ούσαν (μετά γαρ τας αποδείξεις δυνατόν μάλιστα τους αντιλέγοντας εντέπειν) και φησιν: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις». Όταν γαρ εγώ, νομιζόμενος μωρός και μωρά κηρύττειν, του σοφού περιγένωμαι, ου δια μωράς σοφίας περιεγενόμην, αλλά δια σοφίας τελειότερος, και τοσαύτης κα' ούτω μείζονος, ως εκείνην μωρίαν φαίνεσθαι. Δια τούτο πρότερον αύ την ούτω καλέσας, ως εκείνοι ονόμαζον τότε, και από των πραγμάτων την νίκην δείξας, και εκείνους αποφήνας σφόδρα μωρούς, το προσήκω αυτή λοιπόν απέδωκεν όνομα λέγων «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις». Σοφίαν δε λέγει το κήρυγμα και τον τρόπον της σωτηρίας, το δια του σταυρού σωθήναι· τελείους δε τους πεπιστευκότας. Και γαρ εκείνοι τέλειοι οι τα ανθρώπινα ειδότες ότι σφόδρα ασθενή, και υπεριδόντες αυτών ότι μηδέν αυτοίς συμβάλλεται πεπεισμένοι, οίοι γεγόνασιν οι πιστοί. «Σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου».
Πού γαρ χρήσιμος η έξωθεν σοφία, ενταύθα καταστρέφουσα και περαιτέρω μη προϊούσα, και ουδέ ενταύθα δυναμένη τι τους έχοντας ωφελείν; άρχοντας δε αιώνος ενταύθα ου δαίμονας τινας λέγει, καθώς τίνες υποπτεύουσιν αλλά τους εν αξιώμασι, τους εν δυναστείαις, τους το πράγμα περιμάχητον είναι νομίζοντας, φιλοσόφους και ρήτορας και λογογράφους· και γαρ αυτοί εκράτουν και δημαγωγοί πολλάκις εγίνοντο. Του δε αιώνος τούτου εκάλεσεν άρχοντας, επειδή περαιτέρω του παρόντος αιώνος ου πρόεισιν αυτών η αρχή· δια και επήγαγε· «Των καταργουμένων»· οίκοθεν τε αυτήν διαβάλλων και από των χρωμένων. Δείξας γαρ ότι ψευδής εστίν, ότι μωρά, ότι ουδέν δύναται ευρείν, ότι ασθενής, δείκνυσιν ότι και ολιγοχρόνιος… Οράς όσον το μέσον της σοφίας ταύτης κακείνης; άπερ άγγελοι ουκ έγνωσαν, ταύτα ημάς επαίδευσεν αυτή. Η δε έξωθεν τουναντίον εποίησεν μόνον ουκ επαίδευσεν, αλλά και εκώλυσε και διετείχισε. Και μετά το γενέσθαι επεσκίαζε τοις γεγενημένοις, τον σταυρόν κενούσα… . «Α και λαλούμεν, ουκ εν διδακτοίς ανθρώπινης σοφίας λόγοις· αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες». Οράς που ημάς ανήγαγεν από της αξίας του διδασκάλου; Τοσούτον γαρ ημείς εκείνων σοφότεροι, όσον το μέσον Πλάτωνος τε και Πνεύματος Αγίου. Οι μεν γαρ τους έξωθεν ρήτορας έχουσι διδασκάλους, ημείς δε το Πνεύμα το Άγιον… Ούτω πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνω, και ουδαμού χρείαν έχω της έξωθεν σοφίας, ουδέ λογισμών ουδέ παρασκευών. Εκείνοι γαρ και παρασαλεύουσι την ασθενή διάνοιαν και θορυβούσι, και αποδείξαι σαφώς ουδέν ων λέγουσιν έχουσιν, αλλά και τουναντίον ποιούσιν ταράττουσι μάλλον, και ζόφου πληρούσι και απορίας πολλής. Διό φησί «Πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες». Οράς πώς περιττήν αυτήν δείκνυσιν; ου μόνον δε περιττήν, αλλά και εναντίαν και βλαβεράν; Και γαρ τω ειπείν «ίνα μη κενωθεί ο σταυρός του Χριστού» και, «ίνα μη η εν σοφία ανθρώπων η πίστις ημών», τούτο εδήλωσεν. Ενταύθα δε δείκνυσιν, ότι αδύνατον θαρρούντας και το παν επιτρέποντας αυτή, μαθείν τι των χρησίμων… Οράς ως πανταχόθεν εξωθεί την σοφίαν την έξωθεν, και πλείονα ειδότα και μείζονα δείκνυσι τον πνευματικόν; Επειδή γαρ εκείναι αι αιτίαι (οίον το: «Ίνα μη καυχήσηται πάσα σαρξ» και ότι δια τούτο «εξελέξατο τα μωρά ίνα καταισχύνη τους σοφούς», και, «ίνα μη κενωθεί ο σταυρός του Χριστού») ου σφόδρα τοις απίστοις αξιόπιστοι είναι εδόκουν, ουδέ επαγωγοί και αναγκαίαι και χρήσιμοι, εξής λοιπόν τίθησι την κυριωτάτην αιτίαν, ότι τούτω μάλιστα τω τρόπω δυνάμεθα ιδείν, εξ ου και τα υψηλά και τα απόρρητα, και τα υπέρ ημάς μαθείν έξομεν. Και γαρ εκενούτο ο λόγος τω μη δύνασθαι ημάς καταλαβείν δια της έξωθεν σοφίας τα υπέρ ημάς. Οράς ότι και συνέφερεν ούτω μάλλον μαθείν παρά του Πνεύματος; και γαρ και ευκολωτάτη και σαφέστατη η διδασκαλία: «Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν». Τουτέστι πνευματικόν, θείον, ουδέν ανθρώπινον έχοντα. Ου γαρ Πλάτωνος, ουδέ Πυθαγόρου, αλλ’ ο Χριστός τα εαυτού τη ημετέρα ενέθηκεν διάνοια… Και γαρ ει και δέκα ετών μόνον, ου λέγω χρόνου τοσούτου, και ει ανθρώπων ολίγων, ου λέγω της οικουμένης απάσης, υπό συνήθειας προκατειλημμένων επήλθον ούτοι, και ούτω δύσκολος ην η μετάστασις· νυνί δε και σοφισταί και ρήτορες και πατέρες και πάπποι και επιπάπποι, και πολλοί των τούτων ανωτέρω, τη πλάνη ήσαν και θάλαττα και όρη και ναπαί και βαρβάρων πάντα τα γένη και Ελλήνων δήμοι πάντες, και σοφοί και ιδιώται, και «άρχοντες και αρχόμενοι, και γυναίκες και άνδρες, και νέοι και γέροντες, και δεσπόται και οικέται, και γηπόνοι και δημιουργοί, και οι τας πόλεις και οι τας χώρας οικούντες άπαντες. Και εικός ην τους κατηχουμένους λέγειν Τι ποτε τούτο εστί, πάντες οι την Οικουμένην οικούντες ηπάτηνται, και σοφισταί και ρήτορες, και φιλόσοφοι και συγγραφείς οι τε παρόντες οι τε προ τούτου γενόμενοι, οι περί Πυθαγόραν και Πλάτωνα, και στρατηγοί και ύπατοι και βασιλείς, και οι των πόλεων εξ αρχής πολίται και οικισταί, και βάρβαροι και Έλληνες; Και οι δώδεκα αλιείς και σκηνοποιοί και τελώναι πάντων εκείνων εισί σοφότεροι; και τις αν ταύτα ανάσχοιτο; Αλλ’ όμως ουκ είπον ταύτα, ουκ ενενόησαν, αλλά ηνέσχοντο, και έγνωσαν ότι πάντων ήσαν σοφότεροι δια και πάντων εκράτησαν… «Μηδείς εαυτόν εξαπατάτω. Ει τις δοκεί σοφός είναι εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστίν»… Ώσπερ νεκρόν τω κόσμω κελεύει γενέσθαι, και η νεκρότης αυτή ουδέν παραβλάπτει, αλλά και ωφελεί, ζωής αιτία γινομένη· ούτω και μωρόν κελεύει τω κόσμω τούτω γενέσθαι, σοφίαν εντεύθεν ημίν την αληθεί προξένων. Μωρός δε τω κόσμω γίνεται ο την έξωθεν ατιμάζων σοφίαν, και πεπεισμένος μηδέν αυτώ συντελείν προς την της πίστεως κατάληψιν. Ώσπερ ουν η πενία, η κατά Θεόν, πλούτου αιτία, και η ταπείνωσις ύψους, και το δόξης υπεροράν δόξης αίτιον γίνεται, ούτω και το μωρόν γενέσθαι σοφότερον πάντων ποιεί. Από γαρ των εναντίων τα παρ' ημίν. Και δια τι μη είπεν, «Αποθέσθω την σοφίαν», αλλά, «Γενέσθω μωρός»; ίνα μεθ' υπερβολής ατιμάσει την έξωθεν παίδευσιν. Ουδέ γαρ ην ίσον ειπείν απόθου σου την σοφίαν, και, Γενού μωρός· άλλως δε και παιδεύει μη επαισχύνεσθαι τη παρ' ημίν ιδιωτεία· πάνυ γαρ καταγελά των έξωθεν. Διόπερ ουδέ τα ονόματα δέδοικεν, επειδή θαρρεί τη των πραγμάτων δυνάμει. Ώσπερ ουν ο σταυρός, δοκών επονείδιστος είναι, μυρίων γέγονεν αίτιος αγαθών και δόξης υπόθεσις αφάτου και ρίζα· ούτω και η δοκούσα μωρία είναι, σοφίας ημίν αιτία κατέστη. Καθάπερ γαρ ο κακώς τι μεμαθηκώς, αν μη το παν απωθείται και λεάνη την ψυχήν και καθαράν παράσχει τω μέλλοντι γράφειν, ουδέν είσεται σαφές των υγιών ούτω και επί της έξωθεν σοφίας, αν μη το παν εξέλης, και σάρωσης σου την διάνοιαν, και εξ ίσης τω ιδιώτη παράσχης σαυτόν τη πίστει, ουδέν είση γεναίον ακριβώς. Και γαρ οι παραβλέποντες, αν μη μύσαντες εαυτούς ετέροις παραδώσιν, αλλά τη διεφθαρμένη των οφθαλμών όψει τα καθ’ εαυτούς επιτρέψωση, των ουχ ορώντων πολλώ πλείονα αμαρτήσονται» (Ε. Π. Migne τόμ. 61, στ. 53-55, 58-59, 62-63, 81-82).
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Απριλίου 1960.
Ζ'
Συνεχίζει ο ιερός πατήρ τους ελέγχους της θύραθεν σοφίας:
«Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει (Α' Κορινθίους ιη', 13). Ουκ εν τη σοφία τη έξω· ου γαρ εστίν εκεί εστάναι, αλλά φέρεσθαι… «Μαραναθά». Τίνος ένεκεν τούτο είρηται; τι δήποτε και εβραΐδι φωνή; Επειδή πάντων των κακών ο τύφος αίτιος ην, τούτον δε τον τύφον η έξωθεν σοφία εποίει, και τούτο το κεφάλαιον των κακών ην ό μάλιστα την Κόρινθον διέσπασε· καταστέλλων αυτών τον τύφον, ουδέ Ελλάδι κέχρηται γλώσση, αλλά τη Εβραΐδι, δεικνύς ότι ου μόνον ουκ αισχύνεται την ιδιωτείαν, αλλά και μετά πολλής ασπάζεται της θερμότητος…
«Ουκ εν σοφία σαρκική» (Β΄ Κορινθίους α', 12). Τουτέστιν ουκ εν κακουργία ουδέ πονηρία, ουδέ εν δεινότητι λόγων η εν συμπλοκή σοφισμάτων ταύτην γαρ λέγει σοφίαν σαρκικήν. Και εφ’ ω μέγα εφρόνουν εκείνοι, τούτο ούτος αρνείται και διωθείται, δεικνύς εκ πολλού του περιόντος ουκ αν άξιον καυχήσεως τούτο, και ότι ου μόνον αυτό ου ζητεί, αλλά και διακρούεται και επαισχύνεται. «Αλλ’ εν χάριτι Θεού ανεστράφημεν εν τω κόσμω». Τι εστίν εν χάριτι Θεού; την παρ' αυτού σοφίαν, την παρ' αυτού δύναμιν, δεδομένην ημίν, ενδεικνύμενοι δια των σημείων, δια του περιγενέσθαι σοφών, ρητόρων, φιλοσόφων, βασιλέων, δήμων, ιδιώται τυγχάνοντες και μηδέν της έξωθεν σοφίας επιφερόμενοι…
«Ει δε και ιδιώτης τω λόγω, αλλ’ ου τη γνώση» (Β΄ Κορινθίους ια', 6). Επειδή γαρ τούτω εκείνοι επλεονέκτουν οι διαφθείροντες Κορινθίους, τω μη είναι ιδιώται, και τούτο τίθησι, δεικνύς ότι ουκ επαισχύνεται τούτω, αλλά και εγκαλλωπίζεται. Και ουκ είπεν, ει δε και ιδιώτης τω λόγω, αλλά κακείνοι· τούτο γαρ εδόκει διαβάλλοντος είναι κακείνους, και τούτους επαίροντος· αλλ’ αυτό καθαιρεί το πράγμα το της έξω σοφίας. Και εν μεν τη πρότερα επιστολή και σφόδρα αγωνίζεται περί τούτου λέγων, ότι ου μόνον ουδέν συντελεί προς το κήρυγμα τούτο, αλλά και επισκιάζει τη δόξη του σταυρού. Ήλθον γαρ, φησίν, ου καθ’ υπεροχήν λόγου η σοφίας προς υμάς, ίνα μη κενωθεί ο σταυρός του Χριστού και έτερα πολλά τοιαύτα· ότι τη γνώση ιδιώται ήσαν, ήπερ και έσχατη εστίν ιδιωτεία» (Ε. Π. Migne τόμ. 61, στήλαι 375, 377, 406, 556).
Ας ίδωμεν και άλλα αποσπάσματα του Αγίου Πατρός εκ της Ερμηνείας άλλων Επιστολών του θείου Παύλου. Ούτως εν τη α' ομιλία εις την Α' προς Τιμόθεον γράφει: «Τα μεν γαρ Ελλήνων εικότως ζητείταιτοιαύτα γαρ εστί μάχαι των λογισμών και αμφισβητήσεις και συμπεράσματα· τα δε ημέτερα τούτων απάντων κεχώρισται. Εκείνα μεν γαρ ανθρώπινη εύρε σοφία, ταύτα δε χάρις εδίδαξε πνευματική εκείνα, μωρίας και ανοίας, ταύτα της όντως σοφίας δόγματα» (Ε. Π. Migne 62, 507). Ερμηνεύων δε την προς Τίτον γράφει: «Ουχ οράς Παύλον τρεψάμενον την Οικουμένην άπασαν και μειζόνως ισχύσαντα και Πλάτωνος και των άλλων απάντων; Αλλ’ από των σημείων, φησίν. Ουκ από των σημείων μόνον ει γαρ επέλθοις τας Πράξεις των Αποστόλων, πολλαχού αυτόν ευρήσεις από της διδασκαλίας κρατούντα και προ των σημείων»… «Ουδέν γαρ της ανθρώπινης θηριωδίας χείρον ην προ της του Χριστού παρουσίας· ώσπερ γαρ εχθροί και πολέμιοι πάντες διέκειντο προς αλλήλους· τους παίδας έσφαζον οι εαυτών πατέρες και μητέρες παισίν επεμαίνοντο. Ουδέν ην εστηκός, ου φυσικός ου γραπτός νόμος, αλλ’ ανετέτραπτο άπαντα· μοιχείαι διηνεκείς, φόνοι και ει τι φόνων χαλεπότερον, κλοπαί (φησί δε τις των έξωθεν ότι και αρετής το πράγμα εδόκει είναι· και εικότως όπου γε και Θεόν τοιούτον έσεβον), χρησμοί συνεχείς τον δείνα αναιρείσθαι και τον δείνα κελεύοντες. Είπω τι των κατ' εκείνον τον χρόνον;
Ανδρόγεώς τις του Μίνωος Υιός ελθών εις Αθήνας και πάλην νικήσας δίκην εδίδου και ανηρέθη. Ο ουν Απόλλων κακώ το κακόν ιώμενος εκέλευσε δις επτά παίδας απάγεσθαι υπέρ τούτου. Τι ταύτης της τυραννίδος ωμότερον;… Πύκτας προσεκύνουν και παλαιστάς. Πόλεμοι συνεχείς και επάλληλοι, κατά πόλιν, κατά κώμην, κατά οικίαν. Επαιδεράστουν και παρ' αυτοίς φιλόσοφος τις ενομοθέτει, δούλω εξείναι μήτε παιδεραστείν μήτε ξηραλοιφείν, ως ενάρετου του πράγματος όντος και πολλήν έχοντος τιμήν. Δια τούτο και επ’ οικήματος ειστήκεισαν φανερώς τούτο ποιούντες. Και ει πάντα τις επέλθοι τα κατ' αυτούς, ευρήσει φανερώς ότι και εις την φύσιν αυτήν ενύβριζαν και ουδείς ο κωλύων ην αλλά τα δράματα αυτοίς πάντα φόνων γέμει, μοιχείας, ασέλγειας, διαφθοράς. Παννυχίδες εγένοντο μιαραί και γυναίκες εκαλούντο επί την θέαν. Ω της μιαρίας! Εν νυκτί, εν θεάτρω παννυχίς ην και παρθένος εκάθητο μεταξύ νέων μεμηνότων και μεθύοντος όχλου. Το σκότος ην η πανήγυρις και τα μυσαρά έργα τα υπ' αυτών τελούμενα. Δια τούτο φησίν: «Ήμέν ποτε και ημείς ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, δουλεύοντες επιθυμίαις και ηδοναίς ποικίλαις» (Τίτ. γ', 3).
Ο δείνα της μητρυιάς ηράσθη, φησί, και η δείνα του προγόνου και απήγξατο. Τους γαρ των παίδων έρωτας, ώσπερ αυτοίς παιδικά καλείν έθος εστίν, ουδέ ειπείν ένι. Αλλά τι; Βούλει μητρογαμίας ιδείν; Εστι και τούτο παρ' αυτοίς… Ηράσθη η δείνα του δεινός· επανελθόντα τον άνδρα έσφαξε δια του μοιχού. Τάχα ίστε το διήγημα οι πολλοί. Τον μοιχόν ανείλεν ο παις του φονευθέντος, κακείνην επέθυσε· μετά ταύτα εμάνη και αυτός και ταις εριννύσιν ηλαύνετο. Είτα αυτός ούτος ο μανείς απελθών έσφαξεν έτερον, και την εκείνου γυναίκα λαμβάνει. Τι τούτων χείρον των συμφορών; Τούτου χάριν ταύτα λέγω από των έξωθεν, ίνα τους Έλληνας πείσω, πόσα κατείχε την Οικουμένην κακά»… «Αλλά τις πάλιν παρ' αυτοίς παρθένους γυμνάς εκέλευσε παλαίειν επ’ όψεσιν ανθρώπων. Πολλά υμίν γένοιτο αγαθά ότι ουδέ το ρήμα ακούσαι φέρετε αυτό δε το πράγμα οι φιλόσοφοι ουκ ησχύνοντο. Έτερος δε τις φιλόσοφος, ο κορυφαίος αυτών, και εις πολέμους αυτάς εξάγει, και κοινάς είναι κελεύει, ως μαστροπός τις ων και προαγωγός». «Εν κακία και φθόνω διάγοντες», φησίν (Τίτ. γ', 3). Ει γαρ οι φιλοσοφούντες παρ' αυτοίς τοιαύτα ενομοθέτουν, τι αν είποιμεν περί των μη φιλοσοφησάντων; Ει οι το γένειον έχοντες βαθύ και τον τρίβωνα αναβεβλημένοι τοιαύτα λέγουσι, τι αν είποιμεν περί ετέρων; Ου δια τούτο γέγονεν η γυνή, άνθρωπε, ώστε κοινή πάσι προκείσθαι.
Ώ πάντα ανατρέποντες υμείς!… Τι δε ταύτα λέγω; εισάγουσί τινα παρ' αυτοίς γυναίκα και παίδας ανελούσαν και ουκ αισχύνομαι ουδέ εντρέπονται τοιαύτα μυσαρά διηγήματα εις τας των ανθρώπων ακροάς εμβάλλοντες» (Ε. Π. Migne, τόμ. 62,στήλαι 673, 692 - 694).
«Οι Τρεις Ιεράρχαι», φύλλον Μαΐου I960
Η΄
Ας ίδωμεν και σήμερον τους μύδρους του θείου Πατρός κατά της θύραθεν σοφίας. Λέγομεν, και σήμερον, διότι καιρός είναι πλέον να τελειώσωμεν. Δεν εξηντλήσαμεν βεβαίως τα συναφή χωρία του ιερού Πατρός, αλλά σκοπός ημών δεν ήτο ειμή να παρουσιάσωμεν απλά τινα δείγματα της … Αγάπης του Αγίου Άνδρος προς τας «Ελληνοχριστιανικός» συνθέσεις!… Και ο σκοπός αυτός νομίζομεν ότι επετεύχθη δι’ όσων ανεγράφησαν.
Εν τη ο ομιλία εις τας Πράξεις γράφει: «Και το θαυμαστόν ότι γυμνώ τω σώματι παρετάττοντο (οι Απόστολοι) προς οπλισμένους, προς άρχοντας κατά αυτών έχοντας εξουσίαν, άπειροι, άγλωττοι και ιδιωτικότερον διακείμενοι, προς γόητας, προς πλάνους, προς σοφιστών, προς ρητόρων, προς φιλοσόφων πλήθος, των κατασαπέντων εν Ακαδημία και Περιπάτοις, ενίσταντο τε και απεμάχοντο. Και ο περί λίμνας ησχολημένος (Πέτρος) ούτως αυτών εκράτησεν, ως ουδέ ει προς ιχθύς αγλώπους ο αγών ην αυτώ· καθάπερ γαρ όντως αλιεύς ιχθύων αφωνοτέρων, ούτω τούτων περιεγένετο. Και ο μεν πολλά ληρήσας Πλάτων, σεσίγηκεν ούτος δε φθέγγεται ουχί παρ' οικείοις μόνοις, αλλά και παρά Πάρθοις, παρά Μήδοις, παρά Ελαμίταις και εν Ινδία και πανταχού γης και εις τα πέρατα της οικουμένης. Πού νυν της Ελλάδος ο τύφος; πού των Αθηνών το όνομα; πού των φιλοσόφων ο λήρος; Ο από Γαλιλαίας, ο από Βηθσαϊδά, ο αγροίκος, πάντων εκείνων περιεγένετο… Τι ουν ουκ εις Πλάτωνα ενήρησεν ο Χριστός, ουδέ εις Πυθαγόραν, φησίν; Ότι πολλώ φίλοσοφωτέρα ην η Πέτρου ψυχή των ψυχών εκείνων. Εκείνοι μεν γαρ παίδες όντως ήσαν υπό της κενής δόξης περιτρεπόμενοι πανταχού ούτος δε ανήρ φιλόσοφος και δεκτικός της χάριτος. Ει δε γελάς ταύτα ακούων, ου θαυμαστόν, επεί και οι τότε εγέλων και γλεύκους αυτούς έλεγον είναι μεστούς… Βούλει δείξω τις εστί Πέτρος, τις δε Πλάτων; Τα γαρ ήθη τέως αυτών, ει δοκεί, εξετάσωμεν και ίδωμεν τίσιν επεχείρησαν εκάτεροι. Ούτος μεν ουν πάντα τον χρόνον ανήλωσε περί δόγματα στρεφόμενος ανόνητα και περιττά. Τι γαρ όφελος εκ του μαθείν ότι μυΐα η ψυχή του φιλοσόφου γίνεται; Όντως μυΐα, ουκ εις μυΐαν μετέπιπτεν, αλλ’ επέβαινε τη εν Πλάτωνι οικούσι ψυχή. Ποίας ταύτα ου ματαιολογίας; πόθεν δη τοιαύτα ληρείν επεβάλλετο; Ειρωνείας μεστός ην ο ανήρ και ζηλοτύπως προς άπαντας διακείμενος. Ώσπερ ουν φιλονεικών, μήτε οίκοθεν, μήτε παρ' ετέρου χρήσιμόν τι εισαγαγείν ούτω παρά μεν ετέρου την μετεμψύχωσιν εδέξατο, παρά δε εαυτού την πολιτείαν εισήγαγεν, ένθα τα πολλής αισχρότητος γέμοντα ενομοθέτησε. Κοιναί, φησίν, αι γυναίκες έστωσαν και γεγυμνωμέναι παρθένοι επ’ όψεσι των εραστών παλαιέτωσαν, και κοινοί πατέρες έστωσαν και οι τικτόμενοι παίδες. Ποίαν ουχ υπερβάλλει ταύτα άνοιαν; Αλλά τα μεν εκείνου τοιαύτα. Ενταύθα δε ουχ η φύσις ποιεί κοινούς πατέρας, αλλ’ η Πέτρου φιλοσοφία, επεί εκείνο γε και ανήρει. Ουδέν γαρ έτερον εποίει, αλλ’ ή τον όντα αγνοείσθαι μονονουχί και τον ουκ όντα εισάγεσθαι. Εις μέθην τινά και συρφετόν ενέβαλε την ψυχήν. Πάντες, φησίν, αδεώς, κεχρήσθωσαν ταις γυναιξί. Δια τούτο ουκ εξετάζω ποιητών δόγματα, ίνα μη με τις είποι μύθους εξετάζειν αλλ’ έτερους λέγω μύθους εκείνων πολλώ καταγελαστοτέρους. Που τοιούτον τι ετερατεύσαντο ποιηταί; Αλλ’ ο κορυφαίος των φιλοσόφων, ως εδόκει, και όπλα ταις γυναιξί περιτίθηση και κράνη και κνημίδας, και κυνών ουδέν διαφέρειν λέγει το ανθρώπινον γένος. Επειδή γαρ η κύων η θήλεια, φησί, και ο άρρην κοινωνούσιν εν τοις έργοις, κοινωνείτωσαν και αι γυναίκες και πάντα ανατρεπέσθω. Αεί γαρ δι’ αυτών εσπούδασεν ο διάβολος, μηδέν εντιμότερον των άλογων το ημέτερον δείξαι γένος· όπου γε τίνες εις τούτο κενοδοξίας ήλθον, ως ειπείν ότι και τα άλογα λογικά τυγχάνει. Και δρα πως ποικίλως εβάκχευσεν εν ταις εκείνων ψυχαίς. Οι μεν γαρ κορυφαίοι αυτών έφησαν την ημετέραν ψυχήν εις μυίας και κύνας και άλογα μεθίστασθαν οι δε μετ' εκείνους τούτο αισχυνθέντες εις ετέραν αισχύνην κατέπεσον, πάσης λογικής επιστήμης μεταδόντες τοις αλόγοις και πανταχού δείξαντες ημών τα δι’ ημάς γενόμενα εντιμότερα. Ου τούτο δε μόνον, αλλά και προγνώσεις είναι παρ' αυτοίς και ευσέβειαν λέγουσιν. Ο κόραξ, φησίν, οίδε τον Θεόν, και η κορώνει, και προφητείας έχουσι χαρίσματα και τα μέλλοντα προλέγουσι και δικαιοσύνη παρ' αυτοίς και πολιτεία και νόμοι, και ζηλοί παρ' αυτοίς ο κύων κατά Πλάτωνα. Τάχα απιστείτε τοις λεγομένοις; Εικότως, άτε τοις υγιέσιν εντεθραμμένοι δόγμασιν επεί και ει τις τραφείη ταύτη τη τροφή, απιστήσειεν αν, ότι εστίν άνθρωπος κόπρου γευόμενος ηδέως. Όταν ουν λέγωμεν αυτοίς ότι μύθοι ταύτα και άνοιας μεστά, ουκ ενοήσατε, φάσι. Μηδέ νοήσωμεν ποτε τον τοιούτον υμών γέλωτα»! (Ε. Π. Migne 60, 47 κ. ε.).
Και όμως ο προς τους θύραθεν ανοικτίρμων ούτος Πατήρ, ο μέχρι υπερβολής ατιμάζων και καταβαραθρών την Ελληνικήν σοφίαν, προεβλήθη ως εις των νυμφαγωγών της συζεύξεως ελληνικής σοφίας και Χριστιανισμού!! Τι να είπης;…
Εν τη λς' ομιλία γράφει πάλιν: «Ώστε όσω αν ανόητος η ο πειθόμενος, πείθηται δε ταύτα, ο μηδέ φιλόσοφοι πείσαι ίσχυσαν τους φιλοσόφους, μείζον το θαύμα γίνεται, μάλιστα δε όταν και γυναίκες και δούλοι πείθονται και δια των έργων ταύτα επιδείκνυνται άπερ Πλάτωνες και πάντες εκείνοι ουδένα πείσαι ίσχυσαν. Και τι λέγω ότι ουδένα; Ουδέ εαυτούς! Ότι γαρ χρημάτων ου δει καταφρονείν Πλάτων έπεισε, τοσαύτην περιουσίαν και πλήθος χρημάτων και δακτυλίους χρυσούς και φιάλας περιποιησάμενος· ότι δε δόξης ου χρη καταφρονείν της παρά των πολλών Σωκράτης αυτοίς, καν μύρια φιλοσοφεί περί τούτου, δείκνυαν πάντα γαρ προς δόξαν ορών εποίει. Και ει γε των εκείνου λόγων έμπειροι ήτε, πολύν αν τον υπέρ τούτων εκίνησα λόγον και έδειξα πολλήν παρ' αυτοίς την ειρωνείαν, ει γε οις ο μαθητής αυτού λέγει πείθεσθαι χρη και πως από κενοδοξίας πάντα αυτώ τα γράμματα την υπόθεσιν έχει» (Ε. Π. Migne 60, 260 - 261).
ΠΗΓΗ :
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.