Εν τω «Ορθοδόξω Παρατηρητή», επισήμω οργάνω της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Αμερικής, και εν τω φύλλω Νοεμβρίου παρελθόντος έτους, αναγινώσκομεν σχόλιον, λέγον τα εξής… Περισπούδαστα: Ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχεν «ανεπιφύλακτον θαυμασμόν προς την διωκομένην και κινδυνεύουσαν να εκλείψει Ελληνικήν φιλοσοφίαν», ήτις είναι «χειραγωγός εις Χριστόν», ότι ο «ανεπιφύλακτος ούτος θαυμασμός» του ιερού Χρυσοστόμου προς αυτήν «εξησφάλισε την επιβίωσίν της», ότι κατά τον 4ον αιώνα επετελέσθη «το θαύμα τούτο, η συμφιλίωσις Ελληνισμού και Χριστιανισμού και η δημιουργία Ελληνοχριστιανικού πνεύματος», ότι εις την «Κωνσταντινούπολιν εστηρίχθη η χρυσή γέφυρα μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού» και τέλος ότι ο ιερός Πατήρ υπήρξεν «εις εκ των πρωτεργατών του ιστορικού τούτου γεγονότος»!!!
Τίνων δει και τίνων χρήζομεν; Δακρύων δια την διαστροφήν της πραγματικότητος ή γελώτων δια τας τόσον «σπαρταριστός» παραδοξολογίας του μετά περισσής… εμβρίθειας αποφαινομένου σχολιαστού; Προκαλούμεν τον εμβριθέστατον συντάκτην του σχολίου να θεμελίωση τους ανωτέρω αυθαιρέτους ισχυρισμούς αυτού δια παραπομπών εις τα κείμενα του ιερού Πατρός. Πού είδε τον «ανεπιφύλακτον θαυμασμόν» του Χρυσοστόμου «προς την διωκομένην Ελληνικήν φιλοσοφίαν», ήτις ακριβώς υπό του Χρυσοστόμου κατεδιώχθη απηνώς και ανοικτιρμόνως; Πού είδε «το θαύμα της συμφιλιώσεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού και της δημιουργίας Ελληνοχριστιανικού πνεύματος κατά τον 4ον μ. Χ. αιώνα»; Και πώς διεπίστωσεν ότι ο θείος Πατήρ υπήρξε «πρωτεργάτης» της συμφιλιώσεως και της δημιουργίας ταύτης; ενέκυψε ποτε ο συντάκτης εις την μελέτην των συγγραμμάτων του αθανάτου Πατρός ή επειδή ήκουσεν ότι «είναι της μόδας» αι αλχημείαι των Ελληνοχριστιανικών συνθέσεων, έκρινε καλόν να γράψει τι και αυτός περί του θέματος, ίνα μη θεωρηθεί καθυστερημένος και «έξω της εποχής»; Εν πάση περιπτώσει, ας διεξέλθει τας εις την Α' προς Κορινθίους ομιλίας του Αγίου Πατρός και τινας ακόμη (αποσπάσματα τινα αυτών εδημοσιεύσαμεν εν τω περιοδικώ τούτω από Νοεμβρίου 1959 έως Ιουνίου 1960), και εκεί θα ίδη οποίον ανηλεές καν βιαιότατον μαστίγωμα δέχεται η ελληνική φιλοσοφία παρά του ιερού Χρυσοστόμου.
Φαίνεται όμως ότι η μανία ημών να μείξωμεν τα άμεικτα, Ελληνισμόν και Χριστιανισμόν, και να ανυψώσωμεν ούτω την Ελληνικήν φιλοσοφίαν εις θέσιν ισοτιμίας σχεδόν προς τον Χριστιανισμόν, έδωκεν εις τους συγχρόνους ειδωλολάτρας πολύ θάρρος ή μάλλον απεθράσυνε και απεχαλίνωσεν αυτούς και ήδη, κατά το δη λεγόμενον, «ζητούν και ρέστα»! Τις πιστός ανέγνω άνευ φρίκης και αγανακτήσεως την θρασυτάτην και παν μέτρον ασεβείας υπερβαίνουσαν διατριβήν ενός τοιούτου Νεοειδωλολάτρου, δημοσιευθείσαν υπό τύπον επιστολής εις τα «Νέα» της 11ης Ιανουαρίου; Όχι! -φωνάζει- δεν δεχόμεθα να συνδέσωμεν την «Χριστιανικήν θολούρα» προς την «κατακάθαρη ελληνική σκέψη»!!! Και επιτίθεται μετά μανίας, τι λέγω; μετά λύσσης κατά του Χριστιανισμού και συγκεκριμένως κατ' αυτού του πανσέπτου και λατρευτού Προσώπου του Κυρίου Ιησού. Αλλ’ ας αντιγράψωμεν αυτούσια αποσπάσματα τινα της εν λόγω διατριβής:
«… Αυτά που αναφέρει (συγγραφεύς τις), ότι το κύτταρο του Χριστιανισμού, η πρώτη δηλαδή ηθική μονάδα του, υπήρχε δήθεν μέσα στην παγανιστική σκέψη, πολύ πριν ακουστεί στην Παλαιστίνη το ευαγγελικό κήρυγμα και ότι δήθεν η καθήλωσις του Προμηθέα επάνω στον Καύκασο αντιστοιχεί στην καθήλωση του Ναζωραίου………. . , όχι μόνον δεν είναι ιστορικώς ακριβή, αλλά κηλιδώνουν την κατακάθαρη και απηλλαγμένη από την Χριστιανική θολούρα ελληνική σκέψη. Δια να είμαι όμως ακριβέστερος, αφού γι’ αυτήν την ανίερο εκμετάλλευση του ελληνικού μύθου του Προμηθέως ως συνταυτιζομένην δήθεν προς τον Χριστιανισμό ο οποίος απέσπασε τον άνθρωπο από την ευτυχισμένη επίγεια ζωή του, όπως την συνέλαβε η ελληνική σκέψη, και τον μεταφέρει εις τους ουρανούς με διαφόρους ανόητες υποσχέσεις, εχρησιμοποιήθη η συμβολική παράστασις της σταυρώσεως του Ιησού (σημ.: δηλαδή η σταύρωσις του Κυρίου δεν είναι καν γεγονός! κατά τον σπουδαίον επιστολογράφον), και των λοιπών μύθων της απαλλαγής μας από του προπατορικού αμαρτήματος, ιδού ποία είναι η ιστορική αλήθεια του μύθου του Προμηθέως…
Αυτά ήσαν τα δεήματα του Σωκράτη. Να ισορρόπηση η ζωή με τη φιλοσοφία. Ο θεϊκός κλήρος του ανθρώπου να φιλιώσει μέσα του τα αντίθετα. Να γίνει ευδαιμονική προσωπικότητα. Δεν κτυπιέται, δεν βογγάει όπως ο Χριστιανός προσευχητής, δεν μετανοεί για τα αμαρτήματα του και δεν επικαλείται την ουράνιον συγγνώμην. Ο κόσμος για την Ελληνικήν αντίληψη είναι αΐδιος, δεν τον εδημιούργησε κανένας Θεός, «αλλ’ ην αεί και εστί και έσται». Η αρχαία Ελλάδα προβάλλει στα γοητευμένα μάτια του κόσμου σαν χλωρό περιβόλι και η ζωή του λαού σαν πλούσια βλάστηση… -Ο καινούργιος αυτός άνθρωπος στάθηκε εμπρός στη φύση και τους όμοιούς του όρθιος, παρουσιαστικός, καθαρός, με την υπερήφανη στολή του ως οικοδόμος, με το χαμόγελο και το τραγούδι στα χείλη, σκορπώντας την ομορφιά με τον λόγο και την σμίλη. Έτσι οι Έλληνες είδαν το σύμπαν με ιδιαίτερο φως, έπλασαν τα αισθητικά και νοητικά πλαίσια εντός των οποίων κινείται και ζει η τέχνη και η επιστήμη. Πώς έπειτα από τ' ανωτέρω μερικοί ξένοι και δικοί μας ερμηνευταί του Ελληνικού πνεύματος μπόρεσαν να ανακαλύψουν στο ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού και πώς δημιουργήθηκε αυτός ο ορισμός του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού; Πως συνταυτίζεται με το καθαρό ελληνικό πνεύμα ο μονοθεϊστικός δήθεν Χριστιανισμός με τους άπειρους αγίους και τα ανόητα θαύματα και την ειδωλολατρική εξωτερική λατρεία;… » Ομολογώ, ότι αναγνούς την ανωτέρω υπερφίαλον και μεστήν «ύβρεως», βλασφημίας και ανοσιότητος διατριβήν, δεν ηδυνήθην, (παρ' όλην την αγανάκτησιν μου, αλλ’ εν ταύτω και τον πόνον μου δια την τοσαύτην πώρωσιν μιας ψυχής, υπέρ ης ο Χριστός απέθανε), να μη αναφωνήσω: «Καλά παθαίνομεν!» Εφ’ όσον έχομεν την ανοησίαν να είπωμεν εις τους κρώζοντας νυκτικόρακας και τους κολοιούς και τας γλαύκας και τας κορώνας ότι είναι γλυκύφθογγα και καλλικέλαδα πτηνά, φυσικόν ήτο να αξιώσωσιν όπως εξαφανίσωμεν τας αηδόνας και αντικαταστήσωμεν ταύτας δι’ αυτών. Δεν ήρκει εις ημάς ο Λυτρωτής Ιησούς και το ευαγγέλιον της σωτηρίου «μωρίας» του Σταυρού ηθέλομεν ως αναγκαίον συμπλήρωμα και την «σοφίαν» της αρχαίας Ελλάδος! Ας ακούωμεν λοιπόν νυν τα «εξ αμάξης»!
Αλλ’ ας μη ασχάλλη και τόσον ο κλασσικόπληκτος συντάκτης της διατριβής και οι ομόφρονες αυτώ. Ναι, καλοί μου άνθρωποι, μη πολύ πικραίνεσθε και μη οδυνάσθαι τη καρδία! δίκαιον έχετε· ας μη μειχθώσι τα ανόμοια, ας μη συνδεθώσι τα διαφέροντα. Και ας μείνει έκαστος εξ ημών εν τω εαυτού κόσμω. Ημείς κρατούμεν την «Χριστιανικήν θολούραν» της υψηλοτέρας και θειοτέρας και εξαισιωτέρας ηθικής. Υμείς κρατήσατε «την κατακάθαρη ελληνική σκέψη», ήτις, παρά τα ολίγα ορθά αυτής σημεία, διακηρύσσει ότι οι άνθρωποι διακρίνονται φύσει εις δούλους και εις ελευθέρους, διδάσκει την κοινοκτημοσύνην των γυναικών, εξυμνεί τους λεσβιακούς έρωτας και θαυμάζει τους παιδεραστάς και τους κιναίδους! Ημείς κρατούμεν τον θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Μονογενή υιόν του αληθινού και Ζώντος Θεού, τον «Ναζωραίον», όπως χλευαστικώς αποκαλείτε υμείς Αυτόν, εκπληρουμένης ούτως άπαξ έτι της προφητείας (Ματθαίος β΄, 23), τον αγαπήσαντα ημάς, ει και ενόχους, «αγάπησιν αιώνιον» και παραδόντα Εαυτόν εις θάνατον σταυρικόν υπέρ ημών και χαρισάμενον ημίν την άφεσιν και την καταλλαγήν και την υιοθεσίαν. Υμείς κρατήσατε τον Κρόνον και την Ρέαν, τον Δία και την Ήραν, τον Ερμήν και την Αφροδίτην, τον Διόνυσον, τον Βάκχον και την Σεμέλην, τους Σειλινούς, τους Σατύρους και τας Μαινάδας, τον Νάρκισσον, τον Αλκιβιάδη και τον Γανυμήδη, την Σαπφώ, την Φρύνην, την Λάμιαν και την Λαΐδα, και άπαντα τα υπόλοιπα μέλη του ευκλεούς «σκυλολογίου»… Χαριζόμεθα αυτούς εις υμάς από καρδίας. Ζήτωσαν λοιπόν και οδηγείτωσαν υμάς!…
Αδελφοί μου! Όσοι πιστοί εις τον Κύριον της δόξης, όσοι τετρωμένοι υπό της αγάπης του Ιησού, αρκεσθώμεν απολύτως εις Αυτόν και την διδασκαλίαν αυτού. Αμφότερα είναι πλήρη, είναι άρτια, είναι αυτάρκη, κείνται υπεράνω πάσης τελειότητος. Δεν χρήζουσιν ανθρωπίνων συμπληρωμάτων και «παραγεμισμάτων». Ουδείς συμβιβασμός, ουδεμία παραχώρησις προς τους ειδωλολάτρας, παλαιούς και συγχρόνους. Ανάγκη στοιχειώδους αμύνης της αληθείας, ην κατέχομεν, επιβάλλει να γενώμεθα αδιάλλακτοι. «Πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται». Εφ’ όσον ούτως επιθυμούσιν οι κύριοι νεοειδωλολάτραι, αλλά και εφ’ όσον δεν απέχει της αληθείας, ας καταστήσωμεν σύνθημα ημών το περίφημον του αρχαίου απολογητού Τερτυλλιανού ρήμα: «Ουδέν κοινόν μεταξύ (ειδωλολάτρου) φιλοσόφου και Χριστιανού, μεταξύ μαθητών της (ειδωλολατρικής) Ελλάδος και του Ουρανού, μεταξύ Αθηνών και Ιερουσαλήμ, Ακαδημίας και Εκκλησίας».
«Οι Τρεις Ιεράρχαι» Φύλλον Απριλίου 1961.
ΠΗΓΗ :
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.