ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α
1 Ρήματα εκκλησιαστού υιού Δαβίδ βασιλέως Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ.
2 Ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο εκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. 3 τις περισσεία τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού, ω μοχθεί υπό τον ήλιον; 4 γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, και η γη εις τον αιώνα έστηκε. 5 και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει. 6 αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν· κυκλοί κυκλών, πορεύεται το πνεύμα, και επί κύκλους αυτού επιστρέφει το πνεύμα. 7 πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν, και η θάλασσα ουκ έστιν εμπιπλαμένη· εις τον τόπον, ου οι χείμαρροι πορεύονται, εκεί αυτοί επιστρέφουσι του πορευθήναι. 8 πάντες οι λόγοι έγκοποι· ου δυνήσεται ανήρ του λαλείν, και ου πλησθήσεται οφθαλμός του οράν, και ου πληρωθήσεται ους από ακροάσεως. 9 τι το γεγονός; αυτό το γενησόμενον· και τι το πεποιημένον; αυτό το ποιηθησόμενον· και ουκ έστι παν πρόσφατον υπό τον ήλιον. 10 ος λαλήσει και ερεί· ιδέ τούτο κενόν εστιν, ήδη γέγονεν εν τοις αιώσι τοις γενομένοις από έμπροσθεν ημών. 11 ουκ έστι μνήμη τοις πρώτοις, και γε τοις εσχάτοις γενομένοις ουκ έσται αυτών μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην.
12 Εγώ εκκλησιαστής εγενόμην βασιλεύς επί Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ· 13 και έδωκα την καρδίαν μου του εκζητήσαι και του κατασκέψασθαι εν τη σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν· ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο Θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτω. 14 είδον συν πάντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον, και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 15 διεστραμμένον ου δυνήσεται επικοσμηθήναι, και υστέρημα ου δυνήσεται αριθμηθήναι. 16 ελάλησα εγώ εν καρδία μου τω λέγειν· ιδού εγώ εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν επί πάσιν, οί εγένοντο έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ, και έδωκα καρδίαν μου του γνώναι σοφίαν και γνώσιν. 17 και καρδία μου είδε πολλά, σοφίαν και γνώσιν, παραβολάς και επιστήμην έγνων εγώ, ότι και γε τούτό εστι προαίρεσις πνεύματος· 18 ότι εν πλήθει σοφίας πλήθος γνώσεως, και ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β
1 ΕΙΠΟΝ εγώ εν καρδία μου· δεύρο δη πειράσω σε εν ευφροσύνη, και ιδέ εν αγαθω· και ιδού και γε τούτο ματαιότης. 2 τω γέλωτι είπα περιφοράν, και τη ευφροσύνη· τι τούτο ποιείς; 3 και κατεσκεψάμην ει η καρδία μου ελκύσει ως οίνον την σάρκα μου -και καρδία μου ωδήγησεν εν σοφία- και του κρατήσαι επ ‘ ευφροσύνην, έως ου ίδω ποίον το αγαθόν τοις υιοίς των ανθρώπων, ό ποιήσουσιν υπό τον ήλιον, αριθμόν ημερών ζωής αυτών. 4 εμεγάλυνα ποίημά μου, ωκοδόμησά μοι οίκους. εφύτευσά μοι αμπελώνας, 5 εποίησά μοι κήπους και παραδείσους και εφύτευσα εν αυτοίς ξύλον παν καρπού· 6 εποίησά μοι κολυμβήθρας υδάτων του ποτίσαι απ ‘ αυτών δρυμόν βλαστώντα ξύλα· 7 εκτησάμην δούλους και παιδίσκας, και οικογενείς εγένοντό μοι, και γε κτήσις βουκολίου και ποιμνίου πολλή εγένετό μοι υπέρ πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ· 8 συνήγαγόν μοι και γε αργύριον και χρυσίον και περιουσιασμούς βασιλέων και των χωρών· εποίησά μοι άδοντας και αδούσας και εντρυφήματα υιών ανθρώπων, οινοχόον και οινοχόας· 9 και εμεγαλύνθην και προσέθηκα παρά πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ· και γε σοφία μου εστάθη μοι. 10 και παν, ό ήτησαν οι οφθαλμοί μου, ουκ αφείλον απ ‘ αυτών, ουκ απεκώλυσα την καρδίαν μου από πάσης ευφροσύνης, ότι καρδία μου ευφράνθη εν παντί μόχθω μου, και τούτο εγένετο μερίς μου από παντός μόχθου. 11 και επέβλεψα εγώ εν πάσι ποιήμασί μου, οίς εποίησαν αι χείρές μου, και εν μόχθω, ω εμόχθησα του ποιείν, και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος, και ουκ έστι περισσεία υπό τον ήλιον. 12 και επέβλεψα εγώ του ιδείν σοφίαν και περιφοράν και αφροσύνην· ότι τις άνθρωπος, ος επελεύσεται οπίσω της βουλής τα όσα εποίησεν αυτήν; 13 και είδον εγώ ότι εστί περισσεία τη σοφία υπέρ την αφροσύνην, ως περισσεία του φωτός υπέρ το σκότος. 14 του σοφού οι οφθαλμοί αυτού εν κεφαλή αυτού, και ο άφρων εν σκότει πορεύεται· και έγνων και γε εγώ ότι συνάντημα εν συναντήσεται τοις πάσιν αυτοίς. 15 και είπα εγώ εν καρδία μου· ως συνάντημα του άφρονος και γε εμοί συναντήσεταί μοι, και ινατί εσοφισάμην εγώ; τότε περισσόν ελάλησα εν καρδία μου, διότι ο άφρων εκ περισσεύματος λαλεί, ότι και γε τούτο ματαιότης. 16 ότι ουκ έστιν η μνήμη του σοφού μετά του άφρονος εις τον αιώνα, καθότι ήδη αι ημέραι ερχόμεναι τα πάντα επελήσθη· και Πως αποθανείται ο σοφός μετά του άφρονος; 17 και εμίσησα συν την ζωήν, ότι πονηρόν επ ‘ εμέ το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον, ότι πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 18 και εμίσησα εγώ συν πάντα μόχθον μου, ον εγώ κοπιώ υπό τον ήλιον, ότι αφίω αυτόν τω ανθρώπω τω γινομένω μετ ‘ εμέ· 19 και τις οίδεν ει σοφός έσται ή άφρων; και ει εξουσιάζεται εν παντί μόχθω μου, ω εμόχθησα και ω εσοφισάμην υπό τον ήλιον; και γε τούτο ματαιότης. 20 και επέστρεψα εγώ του αποτάξασθαι την καρδίαν μου εν παντί μόχθω μου, ω εμόχθησα υπό τον ήλιον, 21 ότι εστίν άνθρωπος, ότι μόχθος αυτού εν σοφία και εν γνώσει και εν ανδρεία, και άνθρωπος, ος ουκ εμόχθησεν εν αυτω, δώσει αυτω μερίδα αυτού. και γε τούτο ματαιότης και πονηρία μεγάλη· 22 ότι γίνεται τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού και εν προαιρέσει καρδίας αυτού, ω αυτός μοχθεί υπό τον ήλιον. 23 ότι πάσαι αι ημέραι αυτού αλγημάτων και θυμού περισπασμός αυτού, και γε εν νυκτί ου κοιμάται η καρδία αυτού· και γε τούτο ματαιότης εστίν. 24 ουκ έστιν αγαθόν ανθρώπω, ό φάγεται και ό πίεται και ό δείξει τη ψυχή αυτού αγαθόν εν μόχθω αυτού. και γε τούτο είδον εγώ ότι από χειρός του Θεού εστιν· 25 ότι τις φάγεται και τις πίεται πάρεξ αυτού; 26 ότι τω ανθρώπω τω αγαθω προ προσώπου αυτού έδωκε σοφίαν και γνώσιν και ευφροσύνην· και τω αμαρτάνοντι έδωκε περισπασμόν του προσθείναι και του συναγαγείν, του δούναι τω αγαθω προ προσώπου του Θεού· ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
1 ΤΟΙΣ πάσι χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν. 2 καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν, καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι το πεφυτευμένον, 3 καιρός του αποκτείναι και καιρός του ιάσασθαι, καιρός του καθελείν και καιρός του οικοδομείν, 4 καιρός του κλαύσαι και καιρός του γελάσαι, καιρός του κόψασθαι και καιρός του ορχήσασθαι, 5 καιρός του βαλείν λίθους και καιρός του συναγαγείν λίθους, καιρός του περιλαβείν και καιρός του μακρυνθήναι από περιλήψεως, 6 καιρός του ζητήσαι και καιρός του απολέσαι, καιρός του φυλάξαι και καιρός του εκβαλείν, 7 καιρός του ρήξαι και καιρός του ράψαι, καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν, 8 καιρός του φιλήσαι και καιρός του μισήσαι, καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης. 9 τις περισσεία του ποιούντος εν οίς αυτός μοχθεί; 10 είδον συν πάντα τον περισπασμόν, ον έδωκεν ο Θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτω. 11 σύμπαντα, α εποίησε, καλά εν καιρω αυτού, και γε συν τον αιώνα έδωκεν εν καρδία αυτών, όπως μη εύρη ο άνθρωπος το ποίημα, ό εποίησεν ο Θεός απ ‘ αρχής και μέχρι τέλους. 12 έγνων ότι ουκ έστιν αγαθόν εν αυτοίς, ει μη του ευφρανθήναι και του ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού. 13 και γε πας άνθρωπος, ος φάγεται και πίεται και ίδη αγαθόν εν παντί μόχθω αυτού, δόμα Θεού εστιν. 14 έγνων ότι πάντα, όσα εποίησεν ο Θεός, αυτά έσται εις τον αιώνα· επ ‘ αυτω ουκ έστι προσθείναι, και απ ‘ αυτού ουκ έστιν αφελείν, και ο Θεός εποίησεν, ίνα φοβηθώσιν από προσώπου αυτού. 15 το γενόμενον ήδη εστί, και όσα του γίνεσθαι, ήδη γέγονε, και ο Θεός ζητήσει τον διωκόμενον.
16 Και έτι είδον υπό τον ήλιον τόπον της κρίσεως, εκεί ο ασεβής, και τόπον του δικαίου, εκεί ο ασεβής. 17 και είπα εγώ εν καρδία μου· συν τον δίκαιον και συν τον ασεβή κρινεί ο Θεός, ότι καιρός τω παντί πράγματι και επί παντί τω ποιήματι εκεί. 18 είπα εγώ εν καρδία μου περί λαλιάς υιών του ανθρώπου, ότι διακρινεί αυτούς ο Θεός, και του δείξαι ότι αυτοί κτήνη εισί. 19 και γε αυτοίς συνάντημα υιών του ανθρώπου και συνάντημα του κτήνους, συνάντημα εν αυτοίς· ως ο θάνατος τούτου, ούτως και ο θάνατος τούτου, και πνεύμα εν τοις πάσι· και τι επερίσσευσεν ο άνθρωπος παρά το κτήνος; ουδέν, ότι πάντα ματαιότης. 20 τα πάντα εις τόπον ένα· τα πάντα εγένετο από του χοός, και τα πάντα επιστρέψει εις τον χουν. 21 και τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου, ει αναβαίνει αυτό άνω, και το πνεύμα του κτήνους, ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην; 22 και είδον ότι ουκ έστιν αγαθόν ει μη ό ευφρανθήσεται ο άνθρωπος εν ποιήμασιν αυτού, ότι αυτό μερίς αυτού· ότι τις άξει αυτόν του ιδείν εν ω εάν γένηται μετ ‘ αυτόν;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ
1 ΚΑΙ επέστρεψα εγώ και είδον συν πάσας τας συκοφαντίας τας γενομένας υπό τον ήλιον· και ιδού δάκρυον των συκοφαντουμένων, και ουκ έστιν αυτοίς παρακαλών, και από χειρός συκοφαντούντων αυτοίς ισχύς, και ουκ έστιν αυτοίς παρακαλών. 2 και επήνεσα εγώ συν πάντας τους τεθνηκότας τους ήδη αποθανόντας υπέρ τους ζώντας, ότι αυτοί ζώσιν έως του νυν· 3 και αγαθός υπέρ τους δύο τούτους όστις ούπω εγένετο, ος ουκ είδε συν το ποίημα το πονηρόν το πεποιημένον υπό τον ήλιον.
4 Και είδον εγώ συν πάντα τον μόχθον και συν πάσαν ανδρείαν του ποιήματος, ότι αυτό ζήλος ανδρός από του εταίρου αυτού· και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος. 5 ο άφρων περιέβαλε τας χείρας αυτού και έφαγε τας σάρκας αυτού. 6 αγαθόν πλήρωμα δρακός αναπαύσεως υπέρ πληρώματα δύο δρακών μόχθου και προαιρέσεως πνεύματος.
7 Και επέστρεψα εγώ και είδον ματαιότητα υπό τον ήλιον. 8 έστιν εις, και ουκ έστι δεύτερος, και γε υιος και γε αδελφός ουκ έστιν αυτω· και ουκ έστι πειρασμός τω παντί μόχθω αυτού, και γε οφθαλμός αυτού ουκ εμπίπλαται πλούτου. και τίνι εγώ μοχθώ και στερίσκω την ψυχήν μου από αγαθωσύνης; και γε τούτο ματαιότης και περισπασμός πονηρός εστι. 9 αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα, οίς εστιν αυτοίς μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών· 10 ότι εάν πέσωσιν, ο εις εγερεί τον μέτοχον αυτού, και ουαί αυτω τω ενί, όταν πέση και μη ή δεύτερος εγείραι αυτόν. 11 και γε εάν κοιμηθώσι δύο, και θέρμη αυτοίς· και ο εις Πως θερμανθή; 12 και εάν επικραταιωθή ο εις, οι δύο στήσονται κατέναντι αυτού, και το σπαρτίον το έντριτον ου ταχέως απορραγήσεται.
13 Αγαθός παις πένης και σοφός υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα, ος ουκ έγνω του προσέχειν έτι· 14 ότι εξ οίκου των δεσμίων εξελεύσεται του βασιλεύσαι, ότι και γε εν βασιλεία αυτού εγενήθη πένης. 15 είδον συν πάντας τους ζώντας τους περιπατούντας υπό τον ήλιον μετά του νεανίσκου του δευτέρου, ος στήσεται αντ ‘ αυτού· 16 ουκ έστι περασμός τω παντί λαω, τοις πάσιν, όσοι εγένοντο έμπροσθεν αυτών· και γε οι έσχατοι ουκ ευφρανθήσονται εν αυτω· ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος.
17 Φύλαξον τον πόδα σου, εν ω εάν πορεύη εις οίκον του Θεού, και εγγύς του ακούειν· υπέρ δόμα των αφρόνων θυσία σου, ότι ουκ εισίν ειδότες του ποιήσαι κακόν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε
1 ΜΗ σπεύδε επί στόματί σου, και καρδία σου μη ταχυνάτω του εξενέγκαι λόγον προ προσώπου του Θεού· ότι ο Θεός εν τω ουρανω άνω, και συ επί της γης. δια τούτο έστωσαν οι λόγοι σου ολίγοι. 2 ότι παραγίνεται ενύπνιον εν πλήθει πειρασμού και φωνή άφρονος εν πλήθει λόγων. 3 καθώς αν εύξη ευχήν τω Θεω, μη χρονίσης του αποδούναι αυτήν, ότι ουκ έστι θέλημα εν άφροσι· συ ουν όσα εάν εύξη, απόδος. 4 αγαθόν το μη εύξασθαί σε ή το εύξασθαί σε και μη αποδούναι. 5 μη δως το στόμα σου του εξαμαρτήσαι την σάρκα σου και μη είπης προ προσώπου του Θεού, ότι άγνοιά εστιν, ίνα μη οργισθή ο Θεός επί φωνή σου και διαφθείρη τα ποιήματα χειρών σου. 6 ότι εν πλήθει ενυπνίων και ματαιοτήτων και λόγων πολλών, ότι συ τον Θεόν φοβού.
7 Εάν συκοφαντίαν πένητος και αρπαγήν κρίματος και δικαιοσύνης ίδης εν χώρα, μη θαυμάσης επί τω πράγματι· ότι υψηλός επάνω υψηλού φυλάξαι, και υψηλοί επ ‘ αυτοίς. 8 και περισσεία γης επί παντί εστι, βασιλεύς του αγρού ειργασμένου.
9 Αγαπών αργύριον ου πλησθήσεται αργυρίου· και τις ηγάπησεν εν πλήθει αυτών γένημα; και γε τούτο ματαιότης. 10 εν πλήθει αγαθωσύνης επληθύνθησαν έσθοντες αυτήν· και τι ανδρεία τω παρ ‘ αυτής ότι αλλ ‘ ή του οράν οφθαλμοίς αυτού; 11 γλυκύς ύπνος του δούλου ει ολίγον και ει πολύ φάγεται· και τω εμπλησθέντι του πλουτήσαι ουκ έστιν αφίων αυτόν του υπνώσαι. 12 έστιν αρρωστία, ην είδον υπό τον ήλιον, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ ‘ αυτού εις κακίαν αυτω, 13 και απολείται ο πλούτος εκείνος εν περισπασμω πονηρω, και εγέννησεν υιόν, και ουκ έστιν εν χειρί αυτού ουδέν. 14 καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μόχθω αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού. 15 και γε τούτο πονηρά αρρωστία· ωσπερ γαρ παρεγένετο, ούτως και απελεύσεται, και τις η περισσεία αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον; 16 και γε πάσαι αι ημέραι αυτού εν σκότει και εν πένθει και θυμω πολλω και αρρωστία και χόλω.
17 Ιδού είδον εγώ αγαθόν, ό εστι καλόν, του φαγείν και του πιείν και του ιδείν αγαθωσύνην εν παντί μόχθω αυτού, ω εάν μοχθή υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτού, ων έδωκεν αυτω ο Θεός· ότι αυτό μερίς αυτού. 18 και γε πας άνθρωπος, ω έδωκεν αυτω ο Θεός πλούτον και υπάρχοντα και εξουσίασεν αυτω φαγείν απ ‘ αυτού και λαβείν το μέρος αυτού και του ευφρανθήναι εν μόχθω αυτού, τούτο δόμα Θεού εστιν. 19 ότι ου πολλά μνησθήσεται τας ημέρας της ζωής αυτού· ότι ο Θεός περισπά αυτόν εν ευφροσύνη καρδίας αυτού.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ
1 ΕΣΤΙ πονηρία, ην είδον υπό τον ήλιον, και πολλή εστιν επί το άνθρωπον· 2 ανήρ, ω δώσει αυτω ο Θεός πλούτον και υπάρχοντα και δόξαν, και ουκ έστιν υστερών τη ψυχή αυτού από πάντων, ων επιθυμήσει, και ουκ εξουσιάσει αυτω ο Θεός του φαγείν απ ‘ αυτού, ότι ανήρ ξένος φάγεται αυτόν· τούτο ματαιότης και αρρωστία πονηρά εστι. 3 εάν γεννήση ανήρ εκατόν και έτη πολλά ζήσεται, και πλήθος ό,τι έσονται αι ημέραι ετών αυτού, και ψυχή αυτού ου πλησθήσεται από της αγαθωσύνης, και γε ταφή ουκ εγένετο αυτω, είπα· αγαθόν υπέρ αυτόν το έκτρωμα, 4 ότι εν ματαιότητι ήλθε και εν σκότει πορεύεται, και εν σκότει όνομα αυτού καλυφθήσεται. 5 και γε ήλιον ουκ είδε και ουκ έγνω, ανάπαυσις τούτω υπέρ τούτον. 6 και ει έζησε χιλίων ετών καθόδους και αγαθωσύνην ουκ είδε, μη ουκ εις τόπον ένα πορεύεται τα πάντα;
7 Πας μόχθος ανθρώπου εις στόμα αυτού, και γε η ψυχή ου πληρωθήσεται. 8 ότι τις περισσεία τω σοφω υπέρ τον άφρονα; διότι ο πένης οίδε πορευθήναι κατέναντι της ζωής. 9 αγαθόν όραμα οφθαλμών υπέρ πορευόμενον ψυχή· και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος.
10 Ει τι εγένετο, ήδη κέκληται όνομα αυτού, και εγνώσθη ό εστιν άνθρωπος, και ου δυνήσεται κριθήναι μετά του ισχυροτέρου υπέρ αυτόν· 11 ότι εισί λόγοι πολλοί πληθύνοντες ματαιότητα. τι περισσόν τω ανθρώπω; 12 ότι τις οίδεν αγαθόν τω ανθρώπω εν τη ζωή αριθμόν ζωής ημερών ματαιότητος αυτού; και εποίησεν αυτά εν σκιά· ότι τις απαγγελεί τω ανθρώπω, τι έσται οπίσω αυτού υπό τον ήλιον;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ
1 ΑΓΑΘΟΝ όνομα υπέρ έλαιον αγαθόν και ημέρα του θανάτου υπέρ ημέραν γεννήσεως. 2 αγαθόν πορευθήναι εις οίκον πένθους ή ότι πορευθήναι εις οίκον πότου, καθότι τούτο τέλος παντός ανθρώπου, και ο ζων δώσει αγαθόν εις καρδίαν αυτού. 3 αγαθόν θυμός υπέρ γέλωτα, ότι εν κακία προσώπου αγαθυνθήσεται καρδία. 4 καρδία σοφών εν οίκω πένθους, και καρδία αφρόνων εν οίκω ευφροσύνης. 5 αγαθόν το ακούσαι επιτίμησιν σοφού υπέρ άνδρα ακούοντα άσμα αφρόνων· 6 ως φωνή ακανθών υπό τον λέβητα, ούτως γέλως των αφρόνων· και γε τούτο ματαιότης. 7 ότι η συκοφαντία περιφέρει σοφόν και απόλλυσι την καρδίαν ευτονίας αυτού. 8 αγαθή εσχάτη λόγων υπέρ αρχήν αυτού, αγαθόν μακρόθυμος υπέρ υψηλόν πνεύματι. 9 μη σπεύσης εν πνεύματί σου του θυμούσθαι, ότι θυμός εν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται. 10 μη είπης· τι εγένετο ότι αι ημέραι αι πρότεραι ήσαν αγαθαί υπέρ ταύτας; ότι ουκ εν σοφία επηρώτησας περί τούτου. 11 αγαθή σοφία μετά κληρονομίας και περισσεία τοις θεωρούσι τον ήλιον· 12 ότι εν σκιά αυτής η σοφία ως σκιά αργυρίου, και περισσεία γνώσεως της σοφίας ζωοποιήσει τον παρ ‘ αυτής. 13 ιδέ τα ποιήματα του Θεού· ότι τις δυνήσεται του κοσμήσαι ον αν ο Θεός διαστρέψη αυτόν; 14 εν ημέρα αγαθωσύνης ζήθι εν αγαθω και εν ημέρα κακίας ιδέ· και γε συν τούτω συμφώνως τούτο εποίησεν ο Θεός περί λαλιάς, ίνα μη εύρη άνθρωπος οπίσω αυτού ουδέν.
15 Συν τα πάντα είδον εν ημέραις ματαιότητός μου. έστι δίκαιος απολλύμενος εν δικαίω αυτού, και εστιν ασεβής μένων εν κακία αυτού. 16 μη γίνου δίκαιος πολύ, μηδέ σοφίζου περισσά, μήποτε εκπλαγής. 17 μη ασεβήσης πολύ και μη γίνου σκληρός, ίνα μη αποθάνης εν ου καιρω σου. 18 αγαθόν το αντέχεσθαί σε εν τούτω, και γε από τούτου μη μιάνης την χείρά σου, ότι φοβουμένοις τον Θεόν εξελεύσεται τα πάντα.
19 Η σοφία βοηθήσει τω σοφω υπέρ δέκα εξουσιάζοντας τους όντας εν τη πόλει· 20 ότι άνθρωπος ουκ έστι δίκαιος εν τη γη, ος ποιήσει αγαθόν και ουχ αμαρτήσεται. 21 και γε εις πάντας λόγους, ους λαλήσουσιν ασεβείς, μη θής καρδίαν σου, όπως μη ακούσης του δούλου σου καταρωμένου σε· 22 ότι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε και καθόδους πολλάς κακώσει καρδίαν σου, ότι ως και γε συ κατηράσω ετέρους.
23 Πάντα ταύτα επείρασα εν τη σοφία· είπα· σοφισθήσομαι, 24 και αυτή εμακρύνθη απ ‘ εμού μακράν υπέρ ό ην, και βαθύ βάθος, τις ευρήσει αυτό; 25 εκύκλωσα εγώ, και η καρδία μου του γνώναι και του κατασκέψασθαι και του ζητήσαι σοφίαν και ψήφον και του γνώναι ασεβούς αφροσύνην και οχληρίαν και περιφοράν. 26 και ευρίσκω εγώ αυτήν και ερώ πικρότερον υπέρ θάνατον, συν την γυναίκα, ήτις εστί θήρευμα και σαγήναι καρδία αυτής, δεσμός εις χείρας αυτής· αγαθός προ προσώπου του Θεού εξαιρεθήσεται απ ‘ αυτής, και αμαρτάνων συλληφθήσεται εν αυτη. 27 ιδέ τούτο εύρον, είπεν ο εκκλησιαστής, μία τη μια του ευρείν λογισμόν, 28 ον επεζήτησεν η ψυχή μου και ουχ εύρον· και άνθρωπον ένα από χιλίων εύρον και γυναίκα εν πάσι τούτοις ουχ εύρον. 29 πλήν ιδέ τούτο εύρον, ό εποίησεν ο Θεός συν τον άνθρωπον ευθή, και αυτοί εζήτησαν λογισμούς πολλούς.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η
1 ΤΙΣ οίδε σοφούς; και τις οίδε λύσιν ρήματος; σοφία ανθρώπου φωτιεί πρόσωπον αυτού, και αναιδής προσώπω αυτού μισηθήσεται. 2 στόμα βασιλέως φύλαξον και περί λόγου όρκου Θεού μη σπουδάσης. 3 από προσώπου αυτού πορεύση, μη στης εν λόγω πονηρω· ότι παν ό εάν θελήση, ποιήσει, 4 καθώς βασιλεύς εξουσιάυζων, και τις ερεί αυτω· τι ποιείς; 5 ο φυλάσσων εντολήν ου γνώσεται ρήμα πονηρόν, και καιρόν κρίσεως γινώσκει καρδία σοφού· 6 ότι παντί πράγματί εστι καιρός και κρίσις, ότι γνώσις του ανθρώπου πολλή επ ‘ αυτόν· 7 ότι ουκ έστι γινώσκων τι το εσόμενον ότι καθώς έσται τις αναγγελεί αυτω; 8 ουκ έστιν άνθρωπος εξουσιάζων εν πνεύματι του κωλύσαι συν το πνεύμα· και ουκ έστιν εξουσία εν ημέρα θανάτου, και ουκ έστιν αποστολή εν ημέρα πολέμου, και ου διασώσει ασέβεια τον παρ ‘ αυτής. 9 και συν παν τούτο είδον και έδωκα την καρδίαν μου εις παν το ποίημα, ό πεποίηται υπό τον ήλιον, τα όσα εξουσιάσατο ο άνθρωπος εν ανθρώπω του κακώσαι αυτόν. 10 και τότε είδον ασεβείς εις τάφους εισαχθέντας, και εκ του αγίου, και επορεύθησαν και επηνέθησαν εν τη πόλει, ότι ούτως εποίησαν· και γε τούτο ματαιότης. 11 ότι ουκ έστι γινομένη αντίρρησις από των ποιούντων το πονηρόν ταχύ· δια τούτο επληροφορήθη καρδία υιών του ανθρώπου εν αυτοίς του ποιήσαι το πονηρόν. 12 ος ήμαρτεν, εποίησε το πονηρόν από τότε και από μακρότητος αυτών· ότι και γε γινώσκω εγώ ότι εστίν αγαθόν τοις φοβουμένοις τον Θεόν, όπως φοβώνται από προσώπου αυτού. 13 και αγαθόν ουκ έσται τω ασεβεί, και ου μακρυνεί ημέρας εν σκιά ος ουκ έστι φοβούμενος από προσώπου του Θεού. 14 έστι ματαιότης, ή πεποίηται επί της γης, ότι εισί δίκαιοι ότι φθάνει επ ‘ αυτούς ως ποίημα των ασεβών, και εισίν ασεβείς ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των δικαίων· είπα ότι και γε τούτο ματαιότης. 15 και επήνεσα εγώ συν την ευφροσύνην, ότι ουκ έστιν αγαθόν τω ανθρώπω υπό τον ήλιον, ότι ει μη φαγείν και του πιείν και του ευφρανθήναι, και αυτό συμπροσέσται αυτω εν μόχθω αυτού ημέρας ζωής αυτού, όσας έδωκεν αυτω ο Θεός υπό τον ήλιον.
16 Εν οίς έδωκα την καρδίαν μου του γνώναι την σοφίαν και του ιδείν τον περισπασμόν τον πεποιημένον επί της γης, ότι και εν ημέρα και εν νυκτί ύπνον οφθαλμοίς αυτού ουκ έστι βλέπων. 17 και είδον συν πάντα τα ποιήματα του Θεού, ότι ου δυνήσεται άνθρωπος του ευρείν συν το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον. όσα αν μοχθήση άνθρωπος του ζητήσαι, και ουχ ευρήσει· και γε όσα αν είπη σοφός του γνώναι, ου δυνήσεται του ευρείν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ
1 ΟΤΙ σύμπαν τούτο έδωκα εις καρδίαν μου, και καρδία μου συν παν είδε τούτο, ως οι δίκαιοι και οι σοφοί και αι εργασίαι αυτών εν χειρί του Θεού, και γε αγάπην και γε μίσος ουκ έστιν ειδώς ο άνθρωπος· τα πάντα προ προσώπου αυτών, ματαιότης εν τοις πάσι. 2 συνάντημα εν τω δικαίω και τω ασεβεί, τω αγαθω και τω κακω και τω καθαρω και τω ακαθάρτω και τω θυσιάζοντι και τω μη θυσιάζοντι· ως ο αγαθός, ως ο αμαρτάνων· ως ο ομνύων, καθώς ο τον όρκον φοβούμενος. 3 τούτο πονηρόν εν παντί πεποιημένω υπό τον ήλιον, ότι συνάντημα εν τοις πάσι· και γε καρδία υιών του ανθρώπου επληρώθη πονηρού, και περιφέρεια εν καρδία αυτών εν ζωή αυτών, και οπίσω αυτών προς τους νεκρούς. 4 ότι τις ος κοινωνεί προς πάντας τους ζώντας; έστιν ελπίς, ότι ο κύων ο ζων, αυτός αγαθός υπέρ τον λέοντα τον νεκρόν. 5 ότι οι ζώντες γνώσονται ότι αποθανούνται, και οι νεκροί ουκ εισί γινώσκοντες ουδέν· και ουκ έστιν αυτοίς έτι μισθός, ότι επελήσθη η μνήμη αυτών· 6 και γε αγάπη αυτών και γε μίσος αυτών και γε ζήλος αυτών ήδη απώλετο, και γε μερίς ουκ έστιν αυτοίς έτι εις τον αιώνα εν παντί τω πεποιημένω υπό τον ήλιον.
7 Δεύρο φάγε εν ευφροσύνη τον άρτον σου και πίε εν καρδία αγαθή οίνόν σου, ότι ήδη ευδόκησεν ο Θεός τα ποιήματά σου. 8 εν παντί καιρω έστωσαν ιμάτιά σου λευκά, και έλαιον επί κεφαλής σου μη υστερησάτω. 9 και ιδέ ζωήν μετά γυναικός, ης ηγάπησας, πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου τας δοθείσας σοι υπό τον ήλιον, ότι αυτό μερίς σου εν τη ζωή σου και εν τω μόχθω σου, ω συ μοχθείς υπό τον ήλιον. 10 πάντα, όσα αν εύρη η χείρ σου του ποιήσαι, ως η δύναμίς σου ποίησον, ότι ουκ έστι ποίημα και λογισμός και γνώσις και σοφία εν άδη, όπου συ πορεύη εκεί.
11 Επέστρεψα και είδον υπό τον ήλιον ότι ου τοις κούφοις ο δρόμος και ου τοις δυνατοίς ο πόλεμος και γε ου τω σοφω άρτος και γε ου τοις συνετοίς πλούτος και γε ου τοις γινώσκουσι χάρις, ότι καιρός και απάντημα συναντήσεται τοις πάσιν αυτοίς. 12 ότι και γε ουκ έγνω ο άνθρωπος τον καιρόν αυτού· ως οι ιχθύες οι θηρευόμενοι εν αμφιβλήστρω κακω και ως όρνεα τα θηρευόμενα εν παγίδι, ως αυτά παγιδεύονται οι υιοί του ανθρώπου εις καιρόν πονηρόν, όταν επιπέση επ ‘ αυτούς άφνω.
13 Και γε τούτο είδον σοφίαν υπό τον ήλιον, και μεγάλη εστί προς με· 14 πόλις μικρά και άνδρες εν αυτη ολίγοι, και έλθη επ ‘ αυτήν βασιλεύς μέγας και κυκλώση αυτήν και οικοδομήση επ ‘ αυτήν χάρακας μεγάλους· 15 και εύρη εν αυτη άνδρα πένητα σοφόν, και διασώσει αυτός την πόλιν εν τη σοφία αυτού· και άνθρωπος ουκ εμνήσθη συν του ανδρός του πένητος εκείνου. 16 και είπα εγώ· αγαθή σοφία υπέρ δύναμιν, και σοφία του πένητος εξουδενωμένη, και οι λόγοι αυτού ουκ εισίν ακουόμενοι. 17 λόγοι σοφών εν αναπαύσει ακούονται υπέρ κραυγήν εξουσιαζόντων εν αφροσύναις. 18 αγαθή σοφία υπέρ σκεύη πολέμου, και αμαρτάνων εις απολέσει αγαθωσύνην πολλήν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι
1 ΜΥΙΑΙ θανατούσαι σαπριούσι σκευασίαν ελαίου ηδύσματος· τίμιον ολίγον σοφίας υπέρ δόξαν αφροσύνης μεγάλην, 2 καρδία σοφού εις δεξιόν αυτού, και καρδία άφρονος εις αριστερόν αυτού· 3 και γε εν οδω όταν άφρων πορεύηται, καρδία αυτού υστερήσει, και α λογιείται πάντα αφροσύνη εστίν. 4 εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής, ότι ίαμα καταπαύσει αμαρτίας μεγάλας. 5 έστι πονηρία, ην είδον υπό τον ήλιον, ως ακούσιον ό εξήλθεν από προσώπου εξουσιάζοντος· 6 εδόθη ο άφρων εν ύψεσι μεγάλοις, και πλούσιοι εν ταπεινω καθήσονται. 7 είδον δούλους εφ ‘ ίππους και άρχοντας πορευομένους ως δούλους επί της γης. 8 ο ορύσσων βόθρον εις αυτόν εμπεσείται, και καθαιρούντα φραγμόν, δήξεται αυτόν όφις. 9 εξαίρων λίθους διαπονηθήσεται εν αυτοίς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει εν αυτοίς. 10 εάν εκπέση το σιδήριον, και αυτός πρόσωπον ετάραξε, και δυνάμεις δυναμώσει, και περισσεία του ανδρείου σοφία. 11 εάν δάκη όφις εν ου ψιθυρισμω, και ουκ έστι περισσεία τω επάδοντι. 12 λόγοι στόματος σοφού χάρις, και χείλη άφρονος καταποντιούσιν αυτόν· 13 αρχή λόγων στόματος αυτού αφροσύνη, και εσχάτη στόματος αυτού περιφέρεια πονηρά, 14 και ο άφρων πληθύνει λόγους, ουκ έγνω άνθρωπος τι το γενόμενον, και τι το εσόμενον, ότι οπίσω αυτού, τις αναγγελεί αυτω; 15 μόχθος των αφρόνων κοπώσει αυτούς, ος ουκ έγνω του πορευθήναι εις πόλιν. 16 ουαί σοι, πόλις, ης ο βασιλεύς σου νεώτερος και οι άρχοντές σου πρωϊ εσθίουσι. 17 μακαρία συ, γη, ης ο βασιλεύς σου υιος ελευθέρων και οι άρχοντές σου προς καιρόν φάγονται εν δυνάμει και ουκ αισχυνθήσονται. 18 εν οκνηρίαις ταπεινωθήσεται η δόκωσις, και εν αργία χειρών στάξει η οικία. 19 εις γέλωτα ποιούσιν άρτον και οίνον και έλαιον του ευφρανθήναι ζώντας, και του αργυρίου ταπεινώσει επακούσεται τα πάντα. 20 και γε εν συνειδήσει σου βασιλέα μη καταράση, και εν ταμιείοις κοιτώνων σου μη καταράση πλούσιον· ότι πετεινόν του ουρανού αποίσει συν την φωνήν σου, και ο έχων τας πτέρυγας απαγγελεί λόγον σου.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ
1 ΑΠΟΣΤΕΙΛΟΝ τον άρτον σου επί πρόσωπον του ύδατος, ότι εν πλήθει ημερών ευρήσεις αυτόν· 2 δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ, ότι ου γινώσκεις τι έσται πονηρόν επί την γην. 3 εάν πλησθώσι τα νέφη υετού, επί την γην εκχέουσι· και εάν πέση ξύλον εν τω νότω και εάν εν τω βορρά, τόπω, ου πεσείται το ξύλον, εκεί έσται. 4 τηρών άνεμον ου σπερεί, και βλέπων εν ταις νεφέλαις ου θερίσει. 5 εν οίς ουκ έστι γινώσκων τις η οδός του πνεύματος. ως οστά εν γαστρί κυοφορούσης, ούτως ου γνώση τα ποιήματα του Θεού, όσα ποιήσει συν τα πάντα. 6 εν τω πρωϊ σπείρον το σπέρμα σου, και εις εσπέραν μη αφέτω η χείρ σου, ότι ου γινώσκεις ποίον στοιχήσει, ή τούτο ή τούτο, και εάν τα δύο επί το αυτό αγαθά. 7 και γλυκύ το φως και αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν συν τον ήλιον· 8 ότι και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος, εν πάσιν αυτοίς ευφρανθήσεται και μνησθήσεται τας ημέρας του σκότους, ότι πολλαί έσονται· παν το ερχόμενον ματαιότης.
9 Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος και μη εν οράσει οφθαλμών σου και γνώθι ότι επί πάσι τούτοις άξει σε ο Θεός εν κρίσει. 10 και απόστησον θυμόν από καρδίας σου και παράγαγε πονηρίαν από σαρκός σου, ότι η νεότης και η άνοια ματαιότης.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ
1 ΚΑΙ μνήσθητι του κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητός σου, έως ότου μη έλθωσιν ημέραι της κακίας και φθάσωσιν έτη, εν οίς ερείς· ουκ έστι μοι εν αυτοίς θέλημα· 2 έως ου μη σκοτισθή ο ήλιος και το φως και η σελήνη και οι αστέρες, και επιστρέψωσι τα νέφη οπίσω του υετού· 3 εν ημέρα, ή εάν σαλευθώσι φύλακες της οικίας και διαστραφώσιν άνδρες της δυνάμεως, και ήργησαν αι αλήθουσαι, ότι ωλιγώθησαν, και σκοτάσουσιν αι βλέπουσαι εν ταις οπαίς· 4 και κλείσουσι θύρας εν αγορά, εν ασθενεία φωνής της αληθούσης, και αναστήσεται εις φωνήν του στρουθίου, και ταπεινωθήσονται πάσαι αι θυγατέρες του άσματος· 5 και από ύψους όψονται, και θάμβοι εν τη οδω· και ανθήση το αμύγδαλον, και παχυνθή η ακρίς, και διασκεδασθή η κάππαρις, ότι επορεύθη ο άνθρωπος εις οίκον αιώνος αυτού, και εκύκλωσαν εν αγορά οι κοπτόμενοι· 6 έως ότου μη ανατραπή το σχοινίον του αργυρίου, και συντριβή το ανθέμιον του χρυσίου, και συντριβή υδρία επί τη πηγή, και συντροχάση ο τροχός επί τον λάκκον, 7 και επιστρέψη ο Χους επί την γην, ως ην, και το πνεύμα επιστρέψη προς τον Θεόν, ος έδωκεν αυτό. 8 ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης.
9 Και περισσόν ότι εγένετο εκκλησιαστής σοφός, ότι εδίδαξε γνώσιν συν τον λαόν, και ους εξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών. 10 πολλά εζήτησεν εκκλησιαστής του ευρείν λόγους θελήματος και γεγραμμένον ευθύτητος, λόγους αληθείας.
11 Λόγοι σοφών ως τα βούκεντρα και ως ήλοι πεφυτευμένοι, οί παρά των συνθεμάτων εδόθησαν εκ ποιμένος ενός 12 και περισσόν εξ αυτών. υιε μου, φύλαξαι, του ποιήσαι βιβλία πολλά· ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός.
13 Τέλος λόγου, το παν άκουε· τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας ο άνθρωπος. 14 ότι σύμπαν το ποίημα ο Θεός άξει εν κρίσει, εν παντί παρεωραμένω, εάν αγαθόν και εάν πονηρόν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.