Ἀποτελεσματική ὤθηση στὴν κοινοβιακὴ μορφὴ τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔδωσε μία ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ 10ου αἰῶνα, ὁ Τραπεζούντιος μοναχὸς Ἀθανάσιος, στὸν ὁποῖο ἀργότερα δόθηκε ἡ προσωνυμία Ἀθωνίτης. Ἂν καὶ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, ἐντούτοις μορφώθηκε μ᾿ ἐπιμέλεια καὶ ἀκολούθησε στὴν ἀρχὴ τὸ διδασκαλικὸ στάδιο.
Σύντομα ὅμως ἄλλαξε πρόγραμμα, ὕστερα ἀπὸ τὴ γνωριμία του μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Κύμινα τῆς Βιθυνίας Μιχαὴλ Μαλεΐνου. Κοντά του σὲ λίγο ἔγινε μοναχός, ἄλλαξε τὸ κοσμικό του ὄνομα Ἀβράμιος σὲ Ἀθανάσιος καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἄσκηση. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Μιχαήλ, στρατηγὸ τότε, Νικηφόρο Φωκᾶ, καὶ μετέπειτα αὐτοκράτορα (963-969), ὁ ὁποῖος τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει κι ἐκεῖνος μοναχός.
Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἀλλ᾿ εὐδόκιμη ἄσκηση οἱ συνάδελφοί του τὸν προώριζαν ὡς διάδοχό του γέροντα ἡγουμένου τους. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἐκλογή του κατέφυγε τὸ 959 στὸ Ζυγὸ τοῦ Ἄθω, ὅπου σὰν «κάποιος ἀγροῖκος» ὑπηρέτησε ἕναν ἁπλοϊκὸ γέροντα.
Στὸ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ποὺ εἶχε ἤδη φθάσει στὴν Κρήτη γιὰ νὰ καταδιώξει τοὺς πειρατές, μάταια τὸν ζητοῦσε παντοῦ. Μόλις λοιπὸν πληροφορήθηκε τὸν τόπο τῆς παραμονῆς του θερμὰ τὸν παρακάλεσε μὲ ἀπεσταλμένο του νὰ ἔλθει στὴν Μεγαλόνησο.
Ὁ Ἀθανάσιος δέχθηκε. Ἐπειδὴ μάλιστα θεωρήθηκε ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου κυρίευσε τὸν Χάνδακα ὁ στρατηγός, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καθὼς καὶ γιὰ ἄλλους ἀκόμη ὁ τελευταῖος ὄχι μόνο ἀνανέωσε τὴν ἐπιθυμία του στὸν ἀσκητὴ ἀλλὰ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κτίσει στὸν Ἄθω μεγάλη μονή, ὅπου κι ἐκεῖνος θὰ μόναζε μαζί του ἀργότερα.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ διαβεβαίωση ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ἀθανάσιος στὸν Ἄθω, ὅπου μὲ τὰ οἰκονομικὰ μέσα καὶ τὰ λάφυρα ποὺ τὸν ἐφοδίασε ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἄρχισε τὸ 963 παρὰ τοὺς ἐνδοιασμούς του, ἐπειδὴ ἀντιδροῦσαν πολλοὶ παλαιότεροι μοναχοὶ τοῦ Ἄθω νὰ ἱδρύσει μεγάλη μονὴ στὸ νοτιοανατολικὸ περίπου ἄκρο τῆς χερσονήσου.
Σὲ λίγο χρόνο ὅμως ὁ Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν οἰκοδόμηση τῆς μονῆς του καὶ νὰ ἐλέγξει προσωπικὰ τὸ φίλο του Νικηφόρο Φωκᾶ, γιατὶ ὁ τελευταῖος, αὐτοκράτορας πλέον τοῦ Βυζαντίου καὶ σύζυγος τῆς χήρας τοῦ προκατόχου του Ῥωμανοῦ τοῦ Β´, εἶχε ἀλλάξει προοπτικές. Ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὸν Ἀθανάσιο γιὰ συνάσκηση στὸν Ἄθω. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεισε καὶ πάλι τὸν ἀσκητὴ νὰ ἀποπερατώσει τὸ ἔργο του, γιὰ τὸ ὁποῖο πολλὰ πάλι τοῦ χορήγησε ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ταμεῖο. Παράλληλα τὸν βεβαίωσε ὅτι θὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ἐκεῖνος στὴ μοναχική του ζωὴ μόλις ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὶς πολύπλοκες διοικητικὲς περιπέτειές του.
Ἔτσι ὁλοκληρώθηκαν τὰ κτίσματα στὸν Ἄθω καὶ λειτούργησε τὸ ἵδρυμα ὡς μεγάλη κοινοβιακὴ λαύρα.
Μετὰ τὸ βίαιο θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα (969) ἀπὸ τὴν ἐπιπόλαιη σύζυγό του Θεοφανὼ καὶ τὸν ἀνεψιό του Ἰωάννη τὸν Τσιμισκῆ οἱ δυσαρεστημένοι Ἀθωνίτες μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς νεωτερισμοὺς τοῦ Ἀθανασίου ἔστειλαν ἀντιπροσώπους τὸν Πρῶτο τοῦ Ἄθω, Ἀθανάσιο καὶ τὸν Παῦλο τὸν Ξηροποταμηνὸ γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὸ νέο αὐτοκράτορα. Οἱ τελευταῖοι κατήγγειλαν μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸν Ἰωάννη τὸν Τσιμισκῆ ὅτι ὁ Ἀθανάσιος «οἰκοδομὰς ἀνήγειρε πολυτελεῖς καὶ ναοὺς καὶ λιμένας ἐνεούργησεν, ἐπιρροάς τε ὕδατων κατήγαγε καὶ ζεύγη βοῶν ὠνήσατο καὶ εἰς κόσμον ἤδη τὸ ὄρος μετεποίησεν...». Ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε στὸν Ἄθω τὸ 971 τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Στουδίου Εὐθύμιο γιὰ νὰ ἐξετάσει ἐπιτόπου τὰ πράγματα. Μετὰ τὴ σχετικὴ ἔρευνα συντάχθηκε στὶς Καρυὲς «κοινῇ γνώμῃ καὶ αἰτήσει καὶ θελήσει πάντων τῶν συνεδριάζοντων εὐλαβεστάτων μοναχῶν καὶ ἡγουμένων» τὸ πρῶτο τυπικὸ τοῦ Ὄρους, ποὺ ὀνομάσθηκε Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ (972) καὶ τὸ ὑπογράφουν 56 ἡγούμενοι καὶ γέροντες. Ὀνομάζεται καὶ Τράγος ἀπὸ τὸ αἴγειο δέρμα ποὺ εἶναι γραμμένο, ἔχει μῆκος τρία μέτρα, φυλάσσεται σήμερα στὸν Πύργο τοῦ Πρωτάτου καὶ περιβάλλεται ἀπὸ τὴν γνωστὴ ἱστορία τῆς ὑπογραφῆς του ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα.
Οἱ κυριότερες διατάξεις τοῦ πρώτου ἐκείνου Τυπικοῦ τοῦ Ὄρους ποὺ ἔθεσε τὶς βάσεις τοῦ ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα:
Ἡ διοίκηση τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου ἀνατέθηκε ἀπὸ κοινοῦ στὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους καὶ στὴν Ἱερὴ Σύναξη, ἡ ὁποία θὰ συνέρχεται στὴ Μέση μία φορὰ τὸ χρόνο, στὶς 15 Αὐγούστου. Ρυθμίστηκε ἡ εἰσαγωγὴ καὶ διαβίωση τοῦ μοναχοῦ σὲ μονή, καθὼς καὶ οἱ σχέσεις ἐξαρτηματικῶν μοναχῶν πρὸς τὴν κυρίαρχη μονή, οἱ ὁποίες φαίνεται εἶχαν κλονισθεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στὸν Ἄθω τῶν εὐνούχων, τῶν ἀγενείων, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐργατῶν καὶ οἰκοδόμων, ἀκόμη δὲ κοπαδιῶν καὶ βοδιῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ζευγάρι στὴ μονὴ Λαύρας «διὰ τὸ πολυάνθρωπον αὐτὴν εἶναι». Κατὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Πρώτου θὰ φυλάσσεται ὁπωσδήποτε ὁ τύπος ποὺ εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει. Ὁρίσθηκε ἀκόμη ἡ ἐνιαύσια ἀρχὴ τοῦ Οἰκονόμου τῆς Μέσης, ὡς ἐκτελεστικοῦ ὀργάνου, ποὺ θὰ λογοδοτεῖ στὴν κοινὴ Σύναξη κάθε Αὔγουστο.
Ἔτσι μὲ τὸ Τυπικὸ αὐτὸ ὁ Ἄθως ἀναγνωρίσθηκε ἀνεξάρτητη καὶ αὐτόνομη Πολιτεία, ἡ ὁποία περιλάμβανε κελιά, λαῦρες καὶ μονὲς (ἐρημική, κοινοτικὴ καὶ κοινοβιακὴ ζωή).
Στο μεταξὺ ὁ Ἀθανάσιος ἤδη ἀπὸ τὸ 970 εἶχε συντάξει τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς του μὲ βάση τοὺς ἀσκητικοὺς ὅρους τοῦ Μ. Βασιλείου. Στὸ Τυπικὸ αὐτὸ ὁρίζονται ἡ ἰσοβιότητα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ τρίχρονη δοκιμασία τῶν ὑποψηψίων μοναχῶν, εἰσάγεται ὁ θεσμὸς τῶν ἐξαρτηματικῶν κελλιωτῶν καὶ ρυθμίζονται οἱ λεπτομέρειες τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος. Στὸ ἴδιο κείμενο ἀπαντᾶ καὶ ἡ ὀνομασία Ἅγιον Ὄρος, ἡ ὁποία ἐπικράτησε ἔκτοτε στὸ στόμα τοῦ λαοῦ καὶ στὰ ἔγγραφα καὶ τὴν ὁποία ἐπισημοποίησε ἀργότερα (1045) ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Θ´ ὁ Μονομάχος. Στὶς ἑπόμενες δεκαετίες αὐξήθηκαν πολὺ οἱ μοναχοὶ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, παράλληλα ἄρχισαν νὰ παρακμάζουν οἱ λαῦρες καὶ οἱ μονὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως π.χ. τοῦ Κολοβοῦ, κ.ἄ., οἱ ὁποῖες τελικὰ κατάντησαν μετόχια τῶν Ἀθωνικῶν μοναστηριῶν.
Ἡ μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου ἱδρύθηκε στὰ μέσα του 10ου αἰῶνα ἀπὸ τὸν μοναχὸ Παῦλο, τὸν ὁποῖο ἡ μεταγενέστερη παράδοση ταύτισε μὲ τὸ γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Ῥαγκαβὲ (811-813) καὶ ἀδελφὸ τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου. Ὁ μοναχὸς Παῦλος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν τότε Πρῶτο του Ἁγίου Ὄρους μνημονεύονται στὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ ὡς ἡγέτες τῶν δυσαρεστημένων ἀπὸ τὶς περὶ τοῦ μοναχισμοῦ εὐρύτατες ἀντιλήψεις καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἀθανασίου, εἶναι γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο Ξηροποταμηνός. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς παραπάνω μονῆς ἀποσύρθηκε στὰ ἐνδότερα τῆς χερσονήσου καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε μικρὸ κελίον, γιὰ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἀδιάκοπη προσευχή. Ἀρκετὰ ἀργότερα (14ος αἰώνας) τὸ κελίο αὐτὸ ἀνυψώθηκε σὲ ὁμώνυμη μονή, ὁ μαθητὴς καὶ φίλος τοῦ Ἀθανασίου Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ, ἡγεμόνας τῆς Μεσχίας καὶ ὁ γιός του Εὐθύμιος, καθὼς καὶ ὁ συγγενής τους Ἰωάννης Τορνίκιος, στρατηγὸς τοῦ Βυζαντίου, ἵδρυσαν τὸ 980 τὴν περίφημη μονὴ τῶν Ἰβήρων μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ λάφυρα ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸ Βουλγαροκτόνο (867-886). Ἀμείφθηκαν γιατὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ μεσολάβησε στὸ βασιλιὰ τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ καὶ ἔστειλε ἱππεῖς στὸ ναυτοκράτορα, καὶ ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος, γιατὶ ὁδήγησε τὶς δυνάμεις τοῦ Βυζαντίου καὶ κατασύντριψε τὸ 979 στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας τὸ φοβερὸ ἐπαναστάτη Βάρδα τὸ Σκληρό. Ἔτσι, ἡ μονὴ αὐτή, ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὰν τὸ δεύτερο τρόπαιο νίκης στo Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε σιγὰ σιγὰ λαμπρὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς Ἰβηρικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μονὴ τῶν Ἀμαλφινῶν εἶχεν ἱδρυθεῖ στὴν σημερινὴ παραλία Μορφωνοῦ, ὅπου σῴζεται ἀκόμη μεγάλος Πύργος. Τὸν ὕψωσαν στὶς μέρες τοῦ Ἀθανασίου καὶ τὸν ἐνίσχυαν οἰκονομικὰ οἱ Ἀμαλφινοὶ ἔμποροι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ παρακμὴ ὅμως τῆς παροικίας τους στὴν Βασιλεύουσα ἐπέφερε σταδιακὰ καὶ τὸ μαρασμὸ τῆς μονῆς, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ὁριστικὰ κατὰ τὴν Δ´ Σταυροφορία.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου ἔφθασαν στὸν Ἄθω μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα καὶ τὴν περιοχή της. Πιθανῶς ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν καὶ ὁ Γεώργιος Ζωγράφος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφει στὸ Τυπικὸ τοῦ Τσιμισκῆ καὶ φέρεται καὶ ὡς ἱδρυτὴς τῆς ὁμώνυμης μονῆς.
Προς τὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα ἵδρυσαν τὴ μεγάλη μονὴ τοῦ Βατοπεδίου οἱ Ἀδριανουπολίτες μοναχοὶ Ἀθανάσιος, Νικόλαος καὶ Ἀντώνιος.
Ὁ σύγχρονος τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Μεγίστης Λαύρας μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος Ξενοφῶν ἔκτισε ὁμώνυμή του μονὴ στὸ μέσο περίπου τῆς νοτιοδυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου.
Ἡ μονὴ αὐτὴ σῴζεται σήμερα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ποὺ προσημειώσαμε πλὴν τῆς μονῆς τῶν Ἀμαλφινῶν μάλιστα εἶναι γνωστή με τὸ ἴδιο ὄνομα, καλεῖται μονὴ Ξενοφῶντος.
Τὸ 1000 πέθανε στὴ μονὴ τῆς Μ. Λαύρας ὁ ἱδρυτής της, Ἀθανάσιος.
Τὸ μέλλον ὅμως τῆς Ἀθωνικῆς μοναχικῆς κοινότητας εἶχε ἤδη προσδιορισθεῖ.
Τὸν 11ο αἰῶνα σημειώθηκε μεγάλη ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν Ἄθω.
Τὴν ἀνάπτυξη αὐτὴ φανερώνουν ἡ ἵδρυση πολλῶν νέων μονῶν, ἡ σύνταξη τοῦ Β´ Τυπικοῦ του Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ ἐκδίωξη τῶν Βλάχων ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο.
Οι μικρὲς καὶ μεγάλες λαῦρες καὶ μονὲς ποὺ λειτουργοῦσαν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὸ μέσο τοῦ 11ου αἰῶνα ἔφθασαν συνολικὰ στὸν ἀριθμὸ τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πέντε ἢ καὶ περισσότερο. Πολλῶν ὅμως οἱ ἀρχὲς χάνονται στὶς ποικίλες μαρτυρίες καὶ στὴν ἀχλὺ τῶν πολλῶν θρύλων καὶ τῶν διαφόρων παραδόσεων. Ἄλλων μονῶν γνωρίζουμε σήμερα ἐλάχιστα στοιχεῖα, ἄλλων μόνο τὰ ὀνόματα, ἄλλων δὲ οὔτε καὶ αὐτά. Ἡ ἵδρυση εἰδικότερα τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου παραδίδεται ὅτι ὀφείλεται σὲ μοναχὸ καταγόμενο ἀπὸ τὴν Κασταμώνα, τῆς Δοχειαρίου στὸ μαθητὴ τοῦ Ἀθανασίου Εὐθύμιο, τῆς Καρακάλλου σὲ κάποιο Νικόλαο ἀπὸ τὴν πόλη Καρακάλλα, τῆς Φιλοθέου στὸν ὁμώνυμο ὅσιο καὶ τῆς Κουτλουμουσίου σὲ μέλος τῆς τουρκικῆς οἰκογενείας Κουτλουμοὺς ποὺ ἐκχριστιανίσθηκε. Γιὰ τὴ μονὴ Ἐσφιγμένου ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία ἀπαντᾶ σὲ ἐγκλητικὸ γράμμα Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ τὸ ἔτος 1001.
Ποικίλες ἀκόμη εἶναι οἱ παραδόσεις γιὰ τὴν ἀρχὴ ἄλλων μονῶν τοῦ 11ου αἰῶνα ποὺ δὲν σῴζονται ἀτυχῶς σήμερα. Ἡ μεγάλη φήμη ποὺ εἶχε τότε τὸ Ἅγιον Ὄρος φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα ἔφθασε ἐκεῖ ὁ ρῶσος μοναχὸς Ἀντώνιος, μετέπειτα ἱδρυτὴς τῆς λαύρας τοῦ Κιέβου, καὶ ἔζησε λίγο χρονικὸ διάστημα ὡς ἐρημίτης σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου.
Ἡ ἵδρυση πολυαρίθμων νέων καθιδρυμάτων δὲν δημιούργησε μόνο προβλήματα ἐπισιτισμοῦ. Παράλληλα ἀναπτύχθηκαν σοβαρὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν ἱεραρχικὴ τάξη τους καὶ τὶς πρωτοκαθεδρίες τῶν ἀντιπροσώπων τους στὶς κοινὲς συνάξεις, γιατὶ ἄλλα ἀπὸ τὰ ἱδρύματα αὐτὰ συστήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἄλλα προῆλθαν ἀπὸ τὴ συγχώνευση κελλίων κι ἄλλα ἀπὸ τὴ διόγκωση μονυδρίων. Οἱ ἀμφιβολίες αὐτὲς ἔγιναν σταδιακὰ διενέξεις καὶ διαμάχες, οἱ ὁποῖες μαζὶ μὲ τὴν ὑπολανθάνουσα ἀντίπραξη τῶν ἡγουμένων στὰ παραδοσιακὰ δικαιώματα τοῦ Πρώτου ἀνάγκασαν πολλοὺς ἁγιορεῖτες μοναχοὺς νὰ καταφύγουν στὸ φιλομόναχο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία του. Ἐκεῖνος, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Τσιμισκῆ, ἀπέστειλε στὸν Ἄθω τὸ μοναχὸ Κοσμᾶ, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Βασιλεύουσας Τζιτζιλούκη. Ἀπὸ τὶς συζητήσεις καὶ τὶς διαπραγματεύσεις ποὺ εἶχε μὲ τοὺς προϊσταμένους τῶν Ἀθωνικῶν ἱδρυμάτων προέκυψε τὸ ἔτος 1046 τὸ Β´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖο ἐπεκύρωσε μὲ χρυσόβουλλο ὁ αὐτοκράτορας. Οἱ γενικὲς διατάξεις τοῦ Τυπικοῦ αὐτοῦ ποὺ τὸ ὑπογράφουν 158 ἡγούμενοι καὶ ἔγκριτοι τῶν μονῶν συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα: Τὰ γενικὰ προβλήματα θὰ ἐπιλύονται ἀπὸ τὶς Γενικὲς Συνάξεις τῶν μοναχῶν καὶ τὰ εἰδικότερα ἀπὸ τὸν Πρῶτο, ὁ ὁποῖος θὰ πλαισιώνεται ἀπὸ μικρὸ ἀριθμὸ ἡγουμένων τῶν γειτονικῶν μονῶν ἐκείνης ποὺ θὰ ἔχει τὸ θέμα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ θὰ συνοδεύουν τοὺς ἡγουμένους, ὅταν προσέρχονται στὶς Γενικὲς Συνάξεις, δὲν θὰ εἶναι ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους. Ὁ Πρῶτος θὰ προσέρχεται μὲ τρεῖς συνοδούς, οἱ ἡγούμενοι Μ. Λαύρας μὲ ἕξι, Βατοπεδίου καὶ Ἰβήρων μὲ τέσσερις καὶ τῶν ἄλλων μονῶν μὲ ἕνα.
Ἀπαγορεύει τὴν «παρ᾿ ἡλικίαν» χειροτονία καὶ τὴν εἴσοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀγενείων καὶ εὐνούχων, καθὼς καὶ τὴν ἔξοδο τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Ἀπαγορεύει ἀκόμη τὴ διατροφὴ κτηνῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος πλὴν τῶν μονῶν Μ. Λαύρας καὶ Βατοπεδίου, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ συντηροῦν τρία ζεύγη βοδιῶν ἡ πρώτη καὶ ἕνα ἡ δεύτερη χάρη τῶν πολλῶν μοναχῶν ποὺ εἶχαν. Ἀπαγορεύει ἀκόμη τὴ χρήση μεγάλων πλοίων πλὴν τῶν Ἀμαλφινῶν, ἕνεκα δικαιολογημένων ἀναγκῶν τους. Ἐπικρίνει τὴ μετατροπὴ τῆς λαύρας τῶν Καρυῶν σὲ ἐμπορεῖο ὅπου μάλιστα διέθεταν ἀντικείμενα ἀπαγορευμένα στοὺς μοναχούς.
Ἀπὸ τὶς ὑπογραφὲς τοῦ Β´ Τυπικοῦ συμπεραίνεται ὅτι ἀπὸ τὶς εἴκοσι μονὲς ποὺ λειτουργοῦν σήμερα στὸν Ἄθω οἱ δέκα τρεῖς ὑπῆρχαν ἀπὸ τότε.
Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα ταράχθηκαν οἱ Ἀθωνίτες μοναχοὶ ἀπὸ τὴν εἴσοδο καὶ ἐγκατάσταση στὸ Ἅγιον Ὄρος 200 στὴν ἀρχὴ καὶ 300 ἀργότερα οἰκογενειῶν ἀπὸ Βλάχους νομάδες μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια τους. Ἡ παράδοση αὐτὴ περιέχεται στὸν ὑπ᾿ ἀριθμὸν 328 χειρόγραφο κώδικα τῆς μονῆς Ἰβήρων ποὺ χρονολογεῖται στὸν 15ο αἰῶνα. Μὲ ἔμφαση μάλιστα σημειώνεται στὸ χειρόγραφο αὐτὸ ὅτι ἡ παρουσία γυναικῶν στὴ μοναχικὴ κοινότητα ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλα. Γραπτὴ ἐντολὴ τοῦ τότε Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Γ´ τοῦ Γραμματικοῦ γιὰ ἄμεση ἀπομάκρυνση τῶν Βλάχων θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς κύκλους τῶν ἀνακτόρων σὰν προσπάθεια μείωσης τῆς ἀποκλειστικότητας τῶν αὐτοκρατόρων στὴν προστασία τοῦ Ὄρους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς μὲ ἔγγραφά του κατοχυρώνει καὶ πάλι τὴν αὐτονομία τοῦ Ὄρους καὶ τονίζει τὴ βασιλικὴ προστασία. Φαίνεται ὅτι οἱ Βλάχοι ἐκδιώχθηκαν τελικὰ μέσα στὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰῶνα.
Στὴν ἐκδίωξή τους πρωτοστάτησε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας Ἰωαννίκιος ὁ Βαλμᾶς.
Τὸ 12ο αἰῶνα ἠρεμία ἐπικράτησε στὸν Ἄθω. Οἱ Κομνηνοὶ αὐτοκράτορες Ἀλέξιος ὁ Α´ 1081-1118, Ἰωάννης ὁ Β´ 1118-1143, Μανουὴλ ὁ Α´ 1143-118Ι, Ἀλέξιος ὁ Β´ 1181-1183, Ἀνδρόνικος ὁ Α´ 1183-1185 ἀπασχολημένοι μὲ πολέμους κατὰ τῶν Νορμανδῶν, τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Σταυροφόρων δὲν εἶχαν χρόνο νὰ μεριμνήσουν ἰδιαίτερα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸν ἴδιο αἰῶνα ἱδρύθηκαν δυὸ σημαντικὰ μοναστήρια στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς μοναχούς: Ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἡ τοῦ Χελανδαρίου.
Ῥωσικὴ μονὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος μνημονεύεται ρητῶς τὸ 1142. Πρόκειται γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ξυλουργοῦ, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε στὰ ὅρια τοῦ Παντοκράτορος καὶ συγκεκριμένα στὴ θέση ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ σκήτη Βογορόδιτσα. Οἱ μοναχοί της ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πρῶτο τὸ ἔτος 1169 καὶ ἔλαβαν ὡς δῶρο τὴ μονὴ τοῦ «Σφραντζῆ» ἢ «Θεσσαλονικέως», ποὺ εἶχε ἤδη ἐρημωθεῖ.
Ἡ θέση της ἦταν ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι τὸ Παλαιομονάστηρο. Τότε μετονομάσθηκε σὲ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἀργότερα ὅμως οἱ τρόφιμοί της τὴν μετονόμασαν τῶν Ρώσων, πολὺ δὲ μεταγενέστερα, ἤτοι τὸ 1765 κατέβηκαν στὴν παραλία, ὅπου ἀνήγειραν μεγάλη μονὴ μὲ τὴν ἐπωνυμία Ρούσικο ἢ Ρωσικόν.
Ὁ ἡγεμόνας τῆς Σερβίας Στέφανος Νεμάνια Ράστκβο, ἀκολουθώντας τὸ γιό του Ράσκο, Ἀθωνίτη ἤδη μοναχό, ὀνομαζόμενο Σάββα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔγινε κι ἐκεῖνος μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνoμα Συμεών. Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἄσκησή τους στὴν μονὴ Βατοπεδίου ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1198 στὸ ἐρειπωμένο τότε μονύδριο Χελανδάριο καὶ τὸ ἀνύψωσαν σὲ μεγάλη ὁμώνυμη μονή, τὴν ὁποία πλούτισε ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Σερβίας, ἀδελφὸς τοῦ Σάββα, γνωστός με τὸ ὄνομα Στέφανος ὁ Β´. Σύντομα τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἀναπτύχθηκε σημαντικά. Σκίασε τὴ μονὴ τοῦ Ζυγοῦ, ποὺ βρισκόταν στὰ ὅριά της καὶ λίγο ἀργότερα τὴν ἀπερρόφησε καὶ μάλιστα κατέλαβε καὶ τὴν ἱεραρχικὴ θέση της στὴν Κοινὴ Σύναξη τῶν ἀντιπροσώπων τῶν μονῶν. Κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἔγινε πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο ὁλοκλήρου τοῦ σερβικοῦ ἔθνους.
Ὁ 13ος αἰώνας καὶ ἡ πρώτη δεκαετία τοῦ 14ου θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ὡς ἡ περίοδος τῶν μεγάλων δεινῶν καὶ τῶν συμφορῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ ἁρπαγὲς καὶ οἱ βιαιότητες ποὺ εἶχαν βέβαια ἀρχίσει ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς κατὰ τὴν τελευταία δεκαπενταετία τοῦ 12ου αἰῶνα, αὐξήθηκαν τώρα σὲ τρομακτικὸ βαθμὸ τόσο ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τῆς Δ´ Σταυροφορίας, κατὰ τὴ φραγκικὴ κατοχὴ (1204-1261), ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς πολυπληθεῖς Ἰταλοὺς καὶ Ἕλληνες πειρατὲς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ληστοπειρατὲς Καταλάνους κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἴδιου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου αἰῶνα.
Εἰδικότερα κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ φραγκικοῦ Βασιλείου τῆς Θεσσαλονίκης (1204-1223) οἱ βαρῶνοι τοῦ Βονιφατίου τοῦ Μομφερρατικοῦ ἅρπαξαν ὅ,τι πολύτιμο εὕρισκαν στὶς Ἀθωνικὲς μονές, ἀφοῦ θανάτωσαν πολλοὺς μοναχούς, μὲ τὴν ἀνοχὴ ἂν ὄχι καὶ τὴν παρακίνηση τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστῆς, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐπιτρέψει τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἄθω ὁ Καρδινάλιος Βενέδικτος. Μὲ τὴν κατάλυση τοῦ λατινικοῦ κράτους τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὴν προστασία τῶν ἁγιορειτῶν ἀπὸ τὸ λατίνο βασιλιὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἐρρίκο τῆς Φλάνδρας βελτιώθηκαν ἐλαφρὰ τὰ πράγματα στὸν Ἄθω. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ λατίνοι συνέχιζαν τὶς πιέσεις τους κατὰ τῶν μοναχῶν, οἱ τελευταῖοι ἀναγκάσθηκαν νὰ καταφύγουν στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο τὸν Γ´ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία του.
Ἐκεῖνος ἀπέστειλε τότε στοὺς λεγάτους του δυὸ βοῦλλες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσε τὴν κατάπαυση τῶν βιαιοπραγιῶν. Στὰ ἔγγραφα αὐτὰ ὁ Ἄθως καλεῖται «τόπος ἅγιος», «οἶκος Κυρίου» καὶ «οὐράνιος Πύλη». Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέμβαση ἐκείνη ἀτυχῶς δὲν ἔφερε θετικὰ ἀποτελέσματα, γιατὶ κατὰ τὶς παραμονὲς ποὺ καταλύθηκε ἡ φραγκικὴ κυριαρχία στὴν Ἀνατολὴ ἡ δράση τῶν λατίνων ἔλαβε καὶ πάλι λῃστρικὸ χαρακτήρα. Τότε καταστράφηκε καὶ ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων, ἡ ὁποία ὅμως ἀνορθώθηκε σὲ λίγο. Ἡ ἀπαλλαγὴ τέλος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους πραγματοποιήθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο (1261).
Ἢ φιλοπαπικὴ ὅμως πολιτική του νέου αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποσοβήσει τὸν κίνδυνο μιᾶς νέας σταυροφορίας, ἔστω καὶ μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στὸν Πάπα, βρῆκε μεγάλη ἀντίσταση στοὺς Ἁγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι ἔστειλαν ἀκόμη καὶ ἐπιστολὴ κατὰ τῆς ἑνώσεως στὸν Μιχαὴλ τὸν Η´ Παλαιολόγον.
Τὶς τρομακτικότερες καταστροφὲς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπέφεραν τυχοδιῶκτες Καταλάνοι, μισθοφόροι δῆθεν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ᾖλθαν σὲ ρήξη πρὸς αὐτό, κατέλαβαν τὴν Καλλίπολη, λεηλάτησαν τὴ Θρᾴκη καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1307 στὴ χερσόνησο τῆς Κασσάνδρας.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιχειροῦσαν περιοδικὰ ἐπιδρομὲς κατὰ τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω μέχρι τὸ ἔτος 1309, ὁπότε καὶ ἀποχώρησαν. Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτὲς ἅρπαξαν θησαυροὺς καὶ κειμήλια, ἔσφαξαν πολυάριθμους μοναχούς, ἔκαψαν πολλὲς μονὲς καὶ ἐξαφάνισαν τὰ περισσότερα ἱερὰ καθιδρύματα. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ καταστροφὴ αὐτή, ὥστε ἀπὸ τὶς 180 μονὲς τοῦ 11ου αἰῶνα στὸν Ἄθω μόλις 25 παρέμειναν τὸν 14ο. Τότε ἐρημώθηκαν ὅλες σχεδὸν οἱ μικρότερες μονὲς καὶ κατάντησαν μετόχια στὶς πλησιέστερές τους μεγαλύτερες οἱ ὁποῖες διατηρήθηκαν, ἀλλὰ σὲ κακὴ κατάσταση.
Τὸ πένθος καὶ ἡ πίκρα τῆς φρικτῆς αὐτῆς τραγῳδίας ὄχι μόνο διατηρήθηκε στὶς ἑπόμενες γενεές, ἀλλὰ καὶ μεγάλωνε ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη. Ἐπειδὴ μάλιστα ἡ ἀντίδραση τῶν Ἁγιορειτῶν κατὰ τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου δὲν ἀπεῖχε χρονικὰ πολὺ ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῶν Καταλάνων καὶ ἐπειδὴ ὁποιαδήποτε ἐπιδρομὴ τῶν δυτικῶν θεωροῦσαν οἱ ἀνατολικοὶ ὡς ἐνέργεια τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ζητοῦσε μὲ κάθε τρόπο τὴν παπικὴ κυριαρχία καὶ στὴν Ἀνατολή, διαμορφώθηκε μεταγενέστερα διαφορετικὴ παράδοση. Σύμφωνα μὲ αὐτή, τὰ παραπάνω ἐγκλήματα τὰ διέπραξαν ὁ λατινόφιλος αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Η´ ὁ Παλαιολόγος καὶ ὁ ὁμόφρονάς του Πατριάρχης τῆς Βασιλεύουσας Ἰωάννης Βέκκος (1275-1282).
Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ διηγήσεις τῶν Συναξαρίων γιὰ μετάβαση τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου θανάτωσαν Βατοπεδινοὺς καὶ Ἰβηρίτες μοναχούς, ἔκαψαν Ζωγραφίτες καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς κελλιῶτες, ἀκόμη δὲ καὶ τὸν πρῶτο τοῦ Ὄρους Κοσμᾶ, τοῦ ὁποίου τὸ λείψανο πρόσφατα ἀνακαλύφθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου.
Ἐξηγοῦνται ἀκόμη καὶ οἱ συναξαριακὲς διηγήσεις, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες οἱ μονὲς ποὺ δέχθηκαν τοὺς φιλενωτικοὺς ἄρχοντες, ὅπως τῆς Μεγίστης Λαύρας ἡ ὁποία ἔγκαιρα ἐνήργησε στὸ βασιλιὰ τῆς Ἀραγωνίας, Ἰάκωβο Β´ καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς λῃστρικῆς κομπανίας τῶν Καταλάνων - καὶ τοῦ Ξηροποτάμου - ἡ ὁποία ἦταν τότε ἰσχυρὰ ὀχυρωμένη - δὲν ἔπαθαν τὰ δεινὰ τῶν ἀντιδραστικῶν μονῶν, τὰ ὁποῖα καὶ σταμάτησαν τελικὰ τὸ ἴδιο ἔτος μὲ τὸν θάνατο τοῦ Μιχαὴλ Η´ (1282) καὶ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Πατριάρχη Ἰω. Βέκκου. Ἔτσι λοιπὸν οἱ καταστροφὲς τῶν Καταλάνων, ποὺ εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένες, ἀποδόθηκαν ἀργότερα ἀπὸ σύγχυση στοὺς φιλενωτικοὺς βυζαντινούς. Μὲ τὴ θέση αὐτὴ συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μάλιστα μὲ πολλὰ θύματα, στὸν ἀνθενωτικὸ ἀγώνα τοῦ Βυζαντίου.
Τὴ μεγάλη αὐτὴ πτώση τοῦ Ὄρους κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα τὴ διαδέχθηκε κατὰ τὸν ἑπόμενο ἰδιαίτερη ἄνθηση. Οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ καταρχὴν γεμάτοι πίστη στὸ Θεὸ καὶ στὰ ἰδανικά τους ἀναπλήρωναν μὲ στωϊκὴ καρτερία καὶ ἰώβεια ὑπομονὴ τὶς μεγάλες ἀπώλειές τους.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μέριμνα τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν σημαντική. Περισσότερα ἀπὸ 45 χρυσόβουλλα, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔχει ὑπογράψει ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαὴλ Η´, φιλομόναχος αὐτοκράτορας, Ἀνδρόνικος Β´ ὁ Παλαιολόγος (1282-1328) διατηροῦνται σήμερα σὲ βιβλιοθῆκες Ἀθωνικῶν μονῶν. Ἕνα μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὰ τοῦ 1313 ἀναγνωρίζει πνευματικὸ ἀρχηγὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν πρῶτον, τοῦ ὁποίου τὴν ἐκλογὴ θὰ ἔκαναν οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ τὴν ἐπικύρωση ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ὑπαγωγὴ αὐτὴ τῶν μονῶν στὸ Πατριαρχεῖο, χάρη στὴν ὁποία τοῦ λοιποῦ ὀνομάζονται πατριαρχικὲς διατηρεῖται μέχρι σήμερα.
Προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Τυρνόβου κατὰ τὴν ἐφήμερη κυριαρχία τοῦ νέου βουλγαρικοῦ βασιλείου νὰ λάβει δικαιοδοσία πάνω στὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ μέσου τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος χειροτόνησε, ἀπέτυχε στὴ γένεσή της, ὕστερα ἀπὸ καθολικὴ ἀντίδραση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Οἱ τελευταῖοι ἀπευθύνθηκαν στὸν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας, Ἰωάννη Βατάτζη, ὁ ὁποῖος ἐξέδωκε σχετικὴ ἀπόφαση ποὺ λίγο ἀργότερα τὴν ἀναγνώρισε καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης Ἀσάνης.
Κατὰ τὴ γνωστὴ ἐπίσης ὀλιγόχρονη σερβικὴ κυριαρχία (1345-1355), ὅταν ὁ Στέφανος Δουσὰν παρουσιάσθηκε ὡς ὁ φυσικὸς προστάτης τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, καθὼς φανερώνουν τὰ πολλὰ χρυσόβουλλά του, ἑλληνόγλωσσα καὶ σλαβόγλωσσα, ποὺ φυλάσσονται σήμερα σὲ διάφορες ἁγιορείτικες μονές, ὁ πρῶτος τοῦ Ἄθω, ὕστερα ἀπὸ πιθανὴ ὑπόδειξη τῶν κατακτητῶν, περιόρισε τὰ δικαιώματα τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ πάνω σὲ θέματα ἱεροτελεστιῶν καὶ καθιερώσεως ναῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παράλληλα δεχόταν ὅσους χειροτονοῦσαν Σέρβοι ἐπίσκοποι.
Λίγο ἀργότερα ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση (1368), ἐπανέφερε μὲ σιγίλλιο τὰ ἀρχιερατικὰ δικαιώματα στὸν Ἱερισσοῦ. Ἔτσι διὰ μέσου αὐτοῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἐλέγχει τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καὶ παλαιότερα. Τὸ περίφημο κίνημα τῶν ἡσυχαστῶν ξεκίνησε ἀπὸ μία ἀσήμαντη ἀφορμή, ὅπως γίνεται μὲ ὅλα τὰ μεγάλα θέματα. Ὕστερα ἀπὸ δοκίμιο «Περὶ μεθόδου τῆς ἱερᾶς προσευχῆς», ποὺ κυκλοφορήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ τὸ ὄνομα Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔγραψαν σχετικὲς μελέτες ὁ Νικηφόρος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Ὁ τελευταῖος μάλιστα δίδαξε σὲ μερικοὺς ἐρημίτες τῆς Σκήτης τοῦ Μαγουλά, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ Μ. Λαύρας, τὸν ἐμπειρικὸ τρόπο πνευματικῆς συγκεντρώσεως.
Σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴ μέθοδο αὐτή, ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν ἀρχάριοι μοναχοί, ἦταν δυνατὴ «ἡ θέα τοῦ θείου φωτός», ἂν ὁ ἀδιάκοπα προσευχόμενος συγκέντρωνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ μέσα. Ἀπὸ μιμητὲς τῆς μεθόδου αὐτῆς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1336 ὁ λόγιος μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπὸ διαφορετικὲς ἀνθρωπολογικὲς καὶ θεολογικὲς προϋποθέσεις -ὅτι δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἀποτελεῖ μὲ τὴν ψυχὴ ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστo σύνολο καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὄχι μόνο ἀόρατος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀκατάληπτος- ἀπέρριπτε τὸ δυνατὸ τοῦ πράγματος. Τὶς ἀπόψεις του αὐτὲς δέχθηκαν ὁ σλάβος μοναχὸς Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ἱστορικὸς μαθηματικὸς καὶ θεολόγος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, οἱ ἀδελφοὶ Δημήτριος καὶ Πρόχορος Κυδώνης, ὁ Μανουὴλ Καλέκας κ.ἄ. Ἀντίθετα οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἐπέμεναν στὶς ἀπόψεις τους καὶ τὴν ὑπεράσπισή τους ἀνέλαβε ὁ σοφὸς συνάδελφός τους Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου μὲ συζητήσεις καὶ θεολογικὲς πραγματεῖες θεμελίωσε τὴν τακτικὴ τῶν ἡσυχαστῶν. Διέκρινε τὴν οὐσία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ δίδαξε ὅτι ἡ μὲν πρώτη εἶναι ἀμέθεκτη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οἱ δὲ δεύτερες μ ε θ ε κ τ έ ς. Δέχθηκε ἀκόμη ὅτι στὶς πνευματικὲς ἀπολαύσεις μετέχει συνολικὰ ὁ ἄνθρωπος, ψυχικὰ δηλαδὴ καὶ σωματικά. Μεταξὺ τῶν ὁμοφρόνων τοῦ Παλαμᾶ ἦταν καὶ ὁ Ἁγιορείτης Φιλόθεος Κόκκινος, ἀργότερα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν δὲ γιὰ πολιτικοὺς λόγους συντάχθηκε μὲ τοὺς ἡσυχαστὲς ὁ σφετεριστὴς τοῦ θρόνου Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνός, ποὺ πολεμοῦσε τὸ νόμιμο αὐτοκράτορα Ἰωάννη τὸν Ε´, καὶ οἱ πολιτικοὶ ἀντίπαλοί του ἔγιναν ἀντιπαλαμικοί, τὸ θεολογικὸ αὐτὸ ζήτημα ἔγινε καὶ πολιτικό. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σειρὰ Συνόδων ποὺ συνῆλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸ 1341 καὶ ἑξῆς καταδικάστηκαν τελικὰ οἱ γνῶμες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων τους.
Βασικὰ ἐπρόκειτο γιὰ δυὸ διαφορετικὲς τάσεις ποὺ ὑπῆρχαν στὸ Βυζάντιο κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἡ μερίδα τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τῶν φίλων τους εἶχαν ἔντονο θρησκευτικὸ συναίσθημα, θεωροῦσαν τὶς ψυχικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀνώτερες ἀπὸ τὸ λογικό του καὶ εἶχαν ἀνθενωτικὸ πνεῦμα. Ἀντίθετα οἱ ἀντίπαλοί τους εἶχαν ὀρθολογιστικὲς τάσεις, ὑπερεκτιμοῦσαν τὴν κλασσικὴ παιδεία καὶ ἦταν φιλενωτικοί. Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα, ὅταν πλέον εἶχε ἐπικρατήσει ἡ δογματικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ θεῖο καὶ Ἄκτιστο Θαβώρειο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχε ἀνάπτυξη ὁ μοναχισμός, κτίστηκαν ἄλλες πέντε μονές:
Ἡ μονὴ Γρηγορίου ποὺ ἱδρύθηκε πιθανῶς ἀπὸ μαθητὲς Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτου, ἡ Σίμωνος Πέτρας ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Σίμωνα, γύρω στὸ 1350, ἡ Παντοκράτορος ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ἄρχοντες Ἀλέξανδρο καὶ Ἰωάννη (1357), ἡ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ διόγκωση Ξηροποταμηνοῦ Κέλλιου, ἀφοῦ δαπάνησαν οἱ Σέρβοι ἄρχοντες Γεράσιμος Ραδώνιας καὶ Ἀντώνιος Παγάσης (1370) καὶ ἡ τοῦ Διονυσίου ἀπὸ ὁμώνυμο μοναχό, προερχόμενο ἀπὸ τὴν Κορυσό. Ἔτσι 19 ἀπὸ τὶς 20 μονὲς ποὺ λειτουργοῦν σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπῆρχαν ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες μικρότερες, ὅπως π.χ. τοῦ Ἀλυπίου, τοῦ Ραβδούχου, τοῦ Χαρίτωνος, τοῦ Σαραβαρίου καὶ τοῦ Μακρῆ, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ μεγαλύτερες μονές.
Γιὰ τὴν ἐθνολογικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα θὰ μποροῦσε νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Σέρβοι αὐξήθηκαν ἀρκετὰ καὶ ἔγιναν τὸ δεύτερο ἐθνικὸ στοιχεῖο μετὰ τοὺς Ἕλληνες. Ρῶσοι δὲν φαίνονται νὰ ὑπάρχουν τότε στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, οἱ Ἀμαλφινοὶ εἶχαν πρὸ πολλοῦ ἐξαφανισθεῖ, οἱ Βούλγαροι ἦταν ἐλάχιστοι καὶ οἱ Ἴβηρες εἶχαν τόσο ἀραιώσει, ὥστε τὸ 1355 καθιερώθηκε στὴ μονή τους ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ δόθηκε καὶ ἡ διοίκηση στοὺς Ἕλληνες μὲ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ Πρώτου τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας.
Επειδή μερικὲς μονές, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάκτηση τῶν πρότερων δυνάμεών τους, ἔκαναν ἀπαράδεκτες ἐπεμβάσεις σὲ περιοχὲς ἄλλων μονῶν καὶ τοῦ Πρώτου, ἀναγκάσθηκε ὁ τελευταῖος νὰ προσφύγει μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Λαύρας στὸν Πατριάρχη Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση ἔστειλε στὸ Ὄρος τοὺς Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γαβριὴλ καὶ Βερροίας Δανιήλ. Ἐκεῖνοι συγκέντρωσαν τοὺς ἔγκριτους καὶ λόγιους μοναχοὺς τοῦ Ἄθω στὴν πρωτεύουσά του, τὶς Καρυές, ὅπου καὶ συντάχθηκε τὸ 1394 τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἀντωνίου ἢ τὸ λεγόμενο Τρίτο Τυπικὸ τοῦ Ὄρους. Τὸ Τυπικὸ αὐτὸ ἐρρύθμισε τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, καθόρισε τὴν ἱεραρχικὴ τάξη τῶν τότε μονῶν στὶς Κοινὲς Συνάξεις τους, ἔδωσε πολλὰ διοικητικὰ καὶ πνευματικὰ δικαιώματα στὸν Πρῶτο, τοῦ ὁποίου ὁριοθέτησε τὴν περιοχή, ὑποχρέωσε τοὺς κελλιῶτες νὰ δίνουν στὸν Πρῶτο ἐτήσια εὐλογία, θεσμοθέτησε τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος διατήρησε τὰ προνόμια τοῦ ἐκκλήτου καὶ τοῦ μνημοσύνου καὶ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὸν Ἄθω ἀγενείων καὶ ζῴων.
Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τὴν ἵδρυση καὶ ἄλλων μονῶν, τὴ δραστηριότητα πολλῶν Ἁγιορειτῶν, σοφῶν καὶ ἁγίων, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ χερσόνησο, μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ὀρθοδόξου θρησκευτικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ πνεύματος στὰ πολυάριθμα καθιδρύματα τοῦ Ἄθω ὑψώθηκε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ γόητρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ γνώμη τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν σὲ μεγάλα καὶ φλέγοντα προβλήματα τοῦ Κράτους, ὅπως π.χ. στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ ἄλλα, εἶχε, ὅπως ἔδειχναν τὰ πράγματα, ἰδιαίτερη βαρύτητα καὶ κύρος.
Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα παρατηρεῖται μία προτίμηση, μικρὴ στὴν ἀρχὴ μεγάλη ἀργότερα, στὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα ζωῆς.
Χρυσόβουλλο μάλιστα τοῦ Μανουὴλ Β´ τοῦ Παλαιολόγου (1406) μεταξὺ τῶν ἄλλων διατάξεων ποὺ παραθέτει γνωστῶν καὶ ἀπὸ ἄλλα σχετικὰ ἔγγραφα ἀναγνωρίζει τὴν ἰσόβια νομὴ ἀκινήτων ποὺ εἶχαν ἤδη μερικοὶ μοναχοὶ καὶ ὁρίζει ὅπως ἡ διοίκηση κάθε μονῆς γίνεται ἀπὸ συμβούλιο 15 μοναχῶν- «βουλευτῶν», στοὺς ὁποίους προίσταται ὁ ἡγούμενος. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἰσχύει τὸ ἀριστοκρατικὸ σύστημα στὴ διοίκηση πολλῶν μονῶν, τὸ ὁποῖο καθιέρωσε ὁ αὐτοκράτορας.
«Ἐπεὶ γὰρ τῶν πόλεων ὅσαι καλῶς πράττουσι τῇ τῶν ἀρίστων βουλῇ διοικοῦνται καὶ οὐ τῇ τῶν πολλῶν, οὐδὲ τῶν τυχόντων, οὐδ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντος μόνου, τὸ μὲν γὰρ δημοκρατία, τὸ δὲ τυραννίς, ἀμφότερα δὲ ὅμοιως ἄτοπα». Μὲ τὸ ἴδιο χρυσόβουλο ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἂν καὶ τοῦτο στὴν πράξη ἴσχυε ἀπὸ παλαιότερα.
Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα, ὅταν κατέφθασαν τὰ πρῶτα τουρκικὰ στρατεύματα στὸν Ἄθω οἱ ὀξυδερκεῖς μοναχοὶ ἔλαβαν πρόνοια καὶ ἐξασφάλισαν ἀπὸ τὸν σουλτάνο Μουρὰτ τὸν Α´ προνόμια καὶ ἐσωτερικὴ αὐτονομία ἀντὶ ἐτήσιας καταβολῆς 130.000 ἄσπρων.
Τὰ προνόμια αὐτὰ ἐπικύρωσαν καὶ οἱ δυὸ ἑπόμενοι σουλτάνοι: Μουρὰτ ὁ Β´ (1430) καὶ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς (1453). Μὲ τὰ σχετικὰ φιρμάνια τους δικαιολόγησαν τὰ προνόμια τῶν μονῶν: Στὰ ἱδρύματα αὐτά, εἶπαν, ὄχι μόνο εὐλογεῖται καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γίνονται καὶ καταφύγια τῶν πτωχῶν, τῶν ξένων, τῶν πικραμένων καὶ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ζωῆς αὐτῆς!
------------------------------------
sourse : http://users.uoa.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.