Ἄθως, Γεωγραφία καὶ Ἱστορία
Περιεχόμενα
Α. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩ
Β. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Γ. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
1. Μυθικὴ καὶ προχριστιανικὴ περίοδος
2. Παλαιοχριστιανικὴ καὶ πρώτη βυζαντινὴ περίοδος
3. Κυρίως βυζαντινὴ περίοδος
4. Μεταβυζαντινὴ περίοδος
5. Σύγχρονη ἐποχή
Α. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩ
Ἀπὸ τὸ μέσον τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας προεκτείνεται νοτιοανατολικά, πρὸς τὸ Αἰγαῖο Πέλαγος, ἡ παλαμοειδὴς χερσόνησος τῆς Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία, βόρεια, ὅπως εἶναι γνωστόν, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη μακεδονικὴ γῆ μὲ βαθὺ αὐλάκι, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν μυχὸ τοῦ Θερμαϊκοῦ κόλπου καὶ φθάνει μέχρι τὸ μυχὸ τοῦ Στρυμωνικοῦ. Νότια καὶ ἀνατολικὰ μορφώνεται σὲ τρεῖς στενόμακρες καὶ σχεδὸν παράλληλες γλῶσσες, ποὺ εἰσχωροῦν σὰν δάκτυλα βαθειὰ μέσα στὴ θάλασσα. Καθεμία ἀπὸ τὶς γλῶσσες αὐτὲς ἀπαντᾶ μὲ διάφορα ὀνόματα στοὺς ἀρχαίους καὶ μεταγενέστερους Ἕλληνες ἱστορικοὺς καὶ συγγραφεῖς. Περισσότερο συνηθισμένα ἀπὸ τὰ ὀνόματα αὐτὰ εἶναι γιὰ τὸ δυτικότερο δάκτυλο Φλέγρα, Παλλήνη καὶ Κασσάνδρα, γιὰ τὸ μεσαῖο Σιθωνία καὶ Λόγγος καὶ γιὰ τὸ ἀνατολικότερο Ἄθως, Ἀκτὴ καὶ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ θέση τῶν τριῶν αὐτῶν χερσονησίδων, ἡ μορφή τους, τὸ γόνιμο ἔδαφος καὶ τὸ πλούσιο ὑπέδαφός τους, τὸ κλίμα καὶ ἡ χλωρίδα τους, καθὼς καὶ ὁ πλοῦτος τῶν θαλασσῶν ποὺ τοὺς περιβάλλουν προσήλκυσαν ἐνωρὶς τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν καὶ ἄλλων περιοχῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦρθαν καὶ κατοίκησαν ἐκεῖ.
Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στενὴ λωρίδα γῆς ποὺ χωρίζει τὸν κόλπο τῆς Ἱερισσοῦ ἀπὸ τὸ Σιγγιτικό. Τὸ μῆκος της φθάνει τὰ 60 σχεδὸν χιλιόμετρα καὶ τὸ πλάτος της κυμαίνεται μεταξὺ 8 καὶ 12. Τὸ συνολικὸ ἐμβαδόν της πλησιάζει τὰ 385 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα. Ἡ ὀρεινὴ φυσιογνωμία τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου φανερώνεται ἀμέσως μετὰ τὸν ἰσθμό, ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει μία μικρὴ ἔξαρση τοῦ ἐδάφους, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι τῆς Μεγάλης Βίγλας. Ἡ τελευταία ἔχει ὑψόμετρο γύρω στὰ 90 μέτρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καὶ ἀποτελεῖ σήμερα κατὰ τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα τὰ πολιτικὰ σύνορα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας.
Στὴ συνέχεια τὸ ἔδαφος ὑψώνεται ἀκόμη περισσότερο καὶ ἔτσι ἐλαφρὰ ὑψωμένο συνεχίζεται πλέον σὰν μία ὁμαλὴ ράχη σὲ μῆκος 22 περίπου χιλιομέτρων. Εἶναι ὁ λεγόμενος Μέγας Ζυγός, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τὴν εἰκόνα μιᾶς ὁμαλῆς σχεδὸν καὶ κατάφυτης λοφοσειρᾶς ποὺ φθάνει μέχρι τὸ στένωμα ποὺ ὁρίζουν οἱ ὁρμίσκοι Βατοπαιδίου καὶ Κωνσταμονίτου. Ἀπὸ τὸ στένωμα αὐτὸ ἡ χερσόνησος γίνεται πλέον ὀρεινὴ καὶ δύσβατη. Τὰ δασοσκεπασμένα βουνὰ ποὺ ἀκολουθοῦν καταλήγουν σὲ πολλὲς καὶ δυσπρόσιτες κορυφές, ὕψους 500 καὶ πλέον μέτρων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξέχουν δυό: Τοῦ Κρειοβουνίου καὶ τῆς Τσούκας. Ἀκολουθεῖ ὁ κύριος ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Ἄθω ποὺ μορφώνεται σὲ γυμνές, ἀνώνυμες συνήθως, βουνοκορφές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑψόμετρο ἑὼς καὶ 1000 μέτρα καὶ χωρίζονται μεταξὺ τοὺς μὲ βαθειὰ φαράγγια, ἀπότομες πλαγιὲς καὶ τρομακτικὲς χαράδρες. Μακρύτερα ἀπὸ τὶς βουνοκορφὲς αὐτές, στὸ ἄκρο περίπου τῆς χερσονήσου, ὑψώνεται ἀπότομα μόνη ἡ, συνήθως κατάλευκη ἀπὸ τὰ χιόνια ὀξύτατη κορυφὴ τοῦ πυραμιδόμορφου Ἄθω, ἡ ὁποία ἄλλοτε χάνεται στὴν πυκνὴ ὁμίχλη καὶ ἄλλοτε λογχίζει τὸν καταγάλανο ἑλληνικὸ οὐρανὸ στὸ θαυμαστὸ ὕψος τῶν 2.033 μ.
Σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν εἰδικῶν ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως καὶ τῆς Χαλκιδικῆς, σχηματίσθηκε κατὰ τοὺς νεότερους γεωλογικοὺς χρόνους. Προηγήθηκαν ἐδαφικὲς διαρρήξεις καὶ καταβυθίσεις τμημάτων τους καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς καὶ ἀκολούθησαν ἀνοδικὲς καὶ καθοδικὲς κινήσεις τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θάλασσας. Ἔτσι, μὲ τὶς τεκτονικὲς αὐτὲς ἀλλαγὲς ἐπῆλθε στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω, ὅπως καὶ στὶς ἄλλες σεισμογενεῖς περιοχὲς τῆς Νότιας Μακεδονίας, μιὰ νέα τοπογραφικὴ διαμόρφωση, τῆς ὁποίας, ὅπως παρατηρήθηκε, τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ εἶναι οἱ ἀπότομες βουνοπλαγιές, οἱ ἀπόκρημνοι βράχοι, οἱ ἀβαθεῖς καὶ στενὲς κοῖτες τῶν χειμάρρων καὶ ἡ ἀνώμαλη καὶ αἰχμηρὴ περίμετρος τοῦ ὄρους Ἄθω. Τὸ ὑπέδαφος τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου θεωρεῖται ἰδιαίτερα πλούσιο σὲ παλαιὰ ἐκρηξιγενῆ καὶ ἄλλα πετρώματα, ποὺ βρίσκονται σὲ διάφορες περιοχές. Σὲ ἄλλες τοποθεσίες ὑπάρχουν οἱ πράσινοι ἢ οἱ γνεύσιοι σχιστόλιθοι καὶ σὲ ἄλλες οἱ χλωρίτικοι ἢ οἱ μαρμαρυγιακοί. Εἰδικότερα τὸ βόρειο τμῆμα τῆς περιοχῆς τοῦ Χελανδαρίου, τὸ νοτιοανατολικότερο ἄκρο τῆς κορυφῆς τοῦ Ὄρους καὶ τὸ νότιο ἄκρο τῆς χερσονήσου ἀποτελοῦνται ἀπὸ λευκοὺς καὶ σχεδὸν χωρὶς στρώσεις ἀνθεκτικοὺς κρυσταλλικοὺς ἀσβεστόλιθους, τὰ γνωστὰ μάρμαρα. Οἱ στρώσεις τῶν πετρωμάτων αὐτῶν, ὅπου ὑπάρχουν, εἶναι κάθετες πρὸς τὸν ἐπιμήκη ἄξονα τῆς χερσονήσου. Μεταξὺ τῶν μαρμάρων καὶ τῶν σχιστῶν ὑπάρχει μία σειρὰ ἀπὸ ὑδροφόρες φλέβες ποὺ τροφοδοτοῦν διάφορες πηγές, μικρὲς ἢ μεγάλες, οἱ ὁποῖες παρέχουν ἄφθονο καὶ δροσερὸ νερὸ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου. Σημαντικὲς ἀκόμη εἶναι οἱ παροχὲς ποὺ γίνονται ἀπὸ τὶς ὑπόγειες δεξαμενές, τὶς ὑδαταποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἰδιαίτερα εὐνοοῦν τόσο ἡ φυσικὴ ἐπικάλυψη τοῦ ἐδάφους μὲ πυκνὰ δάση, ὅσο καὶ τὰ ὑπόγεια σκληρὰ πετρώματα. Τὰ πρῶτα συγκρατοῦν, ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὰ δεύτερα δὲν ἐπιτρέπουν τὴ διαφυγή τους σὲ μεγάλα βάθη. Τὴν ἔλλειψη ποταμῶν ἀποδίδουν οἱ εἰδικοὶ στὸν ὀρεινὸ χαρακτήρα τοῦ τοπίου. Ἀντίθετα οἱ χείμαρροι τοῦ Ὄρους καὶ τῆς περιοχῆς του εἶναι ἀρκετοί, τὰ νερά τους, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ τὰ χιόνια ποὺ λιώνουν, ρέουν πολλὲς φορὲς ὁρμητικὰ καὶ προξενοῦν μεγάλες καταστροφές.
Ἡ Ἀθωνικὴ χερσόνησος ἔχει κλίμα μεσογειακοῦ τύπου. Τὸ χειμώνα, ποὺ εἶναι ἤπιος στὶς χαμηλότερες ζῶνες πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ παγερὸς στὶς ψηλότερες, οἱ βροχοπτώσεις φτάνουν στὸ «μέγιστον». Τὸ θέρος εἶναι σχετικὰ ξηρό.
Οἱ κλιματολογικὲς αὐτὲς συνθῆκες εἶναι φυσικὸ νὰ ἀλλάζουν στὶς ὀροσειρὲς καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθω, ὅπου ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου ὕψους ὑπάρχουν χιόνια μέχρι καὶ τὸ τέλος Ἀπριλίου ἢ ἀκόμη καὶ στὶς ἀρχὲς Μαΐου. Στὴ διαμόρφωση αὐτὴ τοῦ κλίματος βασικὸ ρόλο παίζουν δυὸ παράγοντες: Ἡ θάλασσα ποὺ περιβάλλει τὴ γλωσσόμορφη χερσόνησο τοῦ Ἄθω καὶ ὁ ἰδιότυπος κεντρικὸς κορμὸς τοῦ Ὄρους μὲ τὴ θεόρατη βελοειδὴ κορυφή του. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὴν ὀρθὴ παρατήρηση τοῦ W. Rauh οἱ βόρειοι καὶ βορειοανατολικοὶ ἄνεμοι προσκρούουν στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ Ὄρους, ἀναπτύσσονται πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ πέφτουν στὴν ἀνάγλυφη ἐπιφάνεια τῆς χερσονήσου μὲ τεράστια σφοδρότητα σὰν καταβατικοὶ ἄνεμοι.
Κατὰ τὴν κάθοδό τους ἐκχέονται πρὸς τὶς χαμηλότερες κορυφές, τὶς κοιλάδες, τὶς πλαγιὲς καὶ τὶς χαράδρες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατόπιν ἀποκτοῦν πορεία ἀνάλογη μὲ τὶς ἐδαφικὲς ἐξάρσεις καὶ κοιλότητες. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδίδονται καὶ οἱ μικροδιαφορὲς στὴν κατεύθυνση τοῦ ἀνέμου ποὺ παρατηροῦνται κατὰ τόπους.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια φυσιογνωμικὰ στοιχεῖα τῶν Ἀθωνικῶν ἐκτάσεων εἶναι ἡ πλουσιώτατη καὶ ἰδιάζουσα βλάστησή τους. Τὰ 98% περίπου τῆς ἐπιφάνειας τῆς χερσονήσου καλύπτουν δένδρα, θάμνοι, ἡμίθαμνοι καὶ ποώδη φυτά. Ἡ ἀφθονία τῶν δασῶν καὶ τῶν θάμνων καὶ ἡ ποικιλία τῆς χλωρίδας συνθέτουν ἕνα σπάνιο χαλὶ ἀπὸ πράσινο ποὺ ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες χαρακτήρισε τὴν περιοχὴ σὰν βοτανικὸ παράδεισο.
Ἡ πλούσια αὐτὴ βλάστηση παρουσιάζει ζωνοειδὴ διάρθρωση. Ἀπὸ τὴν παραλία δηλαδή, ἕως τὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθω, ἡ περιοχὴ χωρίζεται σὲ πέντε ζῶνες: στὴν παραλιακή, στὴ ζώνη ποὺ εὐδοκιμοῦν τὰ σκληρόφυλλα καὶ ἀείφυλλα, στὴ ζώνη ποὺ φύονται τὰ ξυλώδη φυτά, στὴν κύρια δασικὴ ζώνη, ποὺ ἀναπτύσσονται φυλλοβόλα καὶ πλατύφυλλα, καθὼς καὶ βελονοειδῆ κωνοφόρα δέντρα καὶ στὴν ἀλπικὴ ζώνη.
Στὶς δασώδεις περιοχὲς ἀπαντοῦν κατὰ ζῶνες καστανιές, ὀξυές, ἔλατα, πεῦκα, πρίνοι, καὶ ἄλλα ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα δένδρα. Στὶς ἄλλες περιοχὲς οἱ μέχρι σήμερα γνωστὲς φυτικὲς μορφὲς ὑπερβαίνουν τὰ 1.118 εἴδη, τὰ 90 ὑποείδη καὶ τὶς 194 ποικιλίες ποὺ ἀνήκουν συνολικὰ σὲ 503 γένη καὶ 96 οἰκογένειες. Ἡ ἀπέραντη αὐτὴ θάλασσα πρασίνου διακοσμημένη ἰδίως τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο μὲ τὰ πολύχρωμα ἄνθη τῶν φυτῶν καὶ τῶν δένδρων καὶ τὶς πολυάριθμες ἀποχρώσεις τοὺς συναρπάζουν τὸ θεατὴ καὶ τοῦ δημιουργοῦν ἀνέκφραστη αἰσθητικὴ ἀπόλαυση.
Ἡ καταπληκτικὴ αὐτὴ ποικιλία τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν ὀφείλεται κατὰ τοὺς εἰδικοὺς σὲ πολλοὺς λόγους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους σπουδαιότεροι εἶναι, ἡ γεωγραφικὴ θέση τῆς χερσονήσου, ἡ προέκτασή της βαθειὰ μέσα στὴ θάλασσα, τὸ ὀρεινὸ ἔδαφός της, τὸ μεγάλο ὕψος τοῦ Ὄρους, οἱ εὐνοϊκοὶ κλιματικοὶ καὶ ἐδαφικοὶ παράγοντες τῆς περιοχῆς καὶ ἡ ἀπουσία κοπαδιῶν ἀπὸ αὐτήν.
Β. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
9ος αἰὼν π.Χ. Μυθικὴ ἐποχή.
8ος - 7ος αἰών. Ἐγκαταστάθηκαν Θράκες στὴν Ἀθωνικὴ Χερσόνησο.
6ος αἰών. Ἦλθαν Ἕλληνες στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω καὶ τὴν ἐξελλήνισαν.
5ος - 2ος αἰών. Οἱ 6 - 7 πόλεις τῆς χερσονήσου ἦταν ἀποικίες ἑλληνικῶν κρατιδίων καὶ εἶχαν αὐτονομία.
493, Καταστράφηκε στὴν Ἀθωνικὴ ἀκτὴ ὁ στόλος τοῦ Πέρση στρατηγοῦ Μαρδόνιου.
481, Ὁ Ξέρξης ἄνοιξε τὴ διώρυγα κοντὰ στὸ σημερινὸ Πρόβλακα.
468, Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἄθω περιῆλθε στὴν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων.
324 - 337 μ.Χ., Ὅλη ἡ Μακεδονία καὶ ὁ Ἄθως ἐντάχθηκε στὸ Ἰλλυρικό, καὶ τὸ 379 στὸ Ἀνατολικὸ Ἰλλυρικό.
412, Προσαρτήθηκε πρόσκαιρα (καὶ ἀπὸ τὸ 716-744 ὁριστικὰ) στὸν ἐπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
5ος αἰών. Διαδόθηκε ἡ μοναχικὴ ζωὴ στὸν Ἄθω.
842, Μοναχοὶ τοῦ Ἄθω παραβρέθηκαν στὴ Σύνοδο τῆς Βασιλεύουσας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων.
9ος αἰών. Παραδόσεις «μεταβάσεως» στὸν Ἄθω πολλῶν εἰκόνων μὲ ἀφορμὴ τοὺς εἰκονομάχους.
874, Χρυσόβουλλο Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνος ἀναφέρεται στὸ μοναχισμὸ τῆς χερσονήσου τῆς Χαλκιδικῆς.
9ος - 10ος αἰών. Ἔζησαν στὴ χερσόνησο Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης καὶ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης.
934, Ἡ καθέδρα τῶν Γερόντων (τὸ μοναχικὸν κέντρον τοῦ Ἄθω) ὀνομάζεται «ἀρχαία».
963, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Μ. Λαύρας ἀπὸ τὸν Τραπεζούντιο μοναχὸ Ἀθανάσιο.
972, Συντάχθηκε τὸ πρῶτο Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Ἰωάννου τοῦ Τσιμισκῆ).
980, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Ἰβήρων.
10ος - 11ος αἰών. Ἱδρύθηκαν οἱ μονὲς Ξηροποτάμου, Βατοπεδίου, Ξενοφῶντος, Ἀμαλφηνῶν, Ζωγράφου, Κωνσταμονίτου, Καρακάλλου, Φιλοθέου καὶ Κουτλουμουσίου.
1045, ὁ Ἄθως ὀνομάζεται «Ἅγιον Ὄρος» σὲ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ´ τοῦ Μονομάχου.
1046, Συντάχθηκε τὸ Β´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1050 περίπου, οἱ μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους φθάνουν τὶς 125.
1080 - 1120, Διακόσιες οἰκογένειες ἔφθασαν στὸν Ἄθω καὶ τάραξαν τοὺς μοναχοὺς κατοίκους του.
1198, Ἀνυψώθηκε σὲ μονὴ τὸ μονύδριο τοῦ Χελανδαρίου ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Σερβίας Στέφανο καὶ τὸ γιό του Ράσκο.
13ος αἰών. Ἔγιναν ἁρπαγὲς στὸν Ἄθω ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς σταυροφόρους τῆς Δ´ Σταυροφορίας. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου τοῦ Γ´ ὁ Ἄθως ὀνομάζεται «Τόπος Ἅγιος», Οἶκος Κυρίου» καὶ «οὐράνιος πύλη».
1307 -1309, Καταστράφηκαν πολλὲς ἁγιορείτικες μονὲς ἀπὸ τυχοδιῶκτες -μισθοφόρους Καταλάνους.
14ος αἰών. Ὁ Ἄθως παρουσίασε πνευματικὴ ἀκμή. Ἱδρύθηκαν οἱ μονὲς Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας, Παντοκράτορος καὶ Ἁγ. Παύλου, ἀναπτύχθηκε τὸ κίνημα τῶν Ἡσυχαστῶν καὶ ἱστορήθηκαν πλὴν τοῦ Πρωτάτου καὶ τὰ καθολικὰ τῶν μονῶν Χελανδαρίου, Βατοπεδίου, κ.ἄ. σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς λεγόμενης Μακεδονικῆς Σχολῆς.
1394, Συντάχθηκε τὸ Γ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Τυπικὸ τοῦ Ἀντωνίου).
1406, Μὲ χρυσόβουλλο Μανουὴλ Β´ τοῦ Παλαιολόγου (Δ´ Τυπικό) ἀναγνωρίσθηκε στοὺς μοναχοὺς τὸ δικαίωμα νομῆς ἀκινήτου καὶ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος γυναικῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος.
1430, 1453, Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἐξασφάλισαν προνόμια ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητές.
1453 -1913, Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό.
1533, Ἱδρύθηκε ἡ μονὴ Σταυρονικῆτα.
16ος αἰώνας, Ἱστορήθηκαν σύμφωνα μὲ τὴν τεχνοτροπία τῆς λεγόμενης Κρητικῆς Σχολῆς ἡ Τράπεζα τῆς Μ. Λαύρας καὶ τὸ καθολικό της, ἡ Μολυβοκκλησιά, τὰ Καθολικὰ τῶν μονῶν Κουτλουμουσίου, Σταυρονικῆτα, Διονυσίου, Δοχειαρίου, Τράπεζες μονῶν καὶ παρεκκλήσια μονῶν κ.ἄ.
1575, Συντάχθηκε τὸ Ε´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
17ος αἰών. Φτώχεια καὶ ἀμάθεια μάστιζε τοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχούς. Ἱδρύθηκε ἡ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ μετατράπηκαν τὰ ἁγιορειτικὰ κοινοβιακὰ μοναστήρια σὲ ἰδιόρρυθμα.
1700 -1750, Ἱδρύθηκαν οἱ σκῆτες Καυσοκαλυβίων, Τιμίου Προδρόμου, Ἁγίου Δημητρίου (Βατοπεδίου), Νέα ἡ τοῦ Πύργου, Ἁγίου Δημητρίου (Ἁγ. Παύλου), Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ Ἁγίου Παντελεήμονος.
1720 -1730, Ἔδρασε στὶς Καρυὲς ὁ ζωγράφος καὶ ἱστοριογράφος Διονύσιος ἀπὸ τὸν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων.
1743, Ἱδρύθηκε ἡ Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία κοντὰ στὴ μονὴ Βατοπεδίου.
1755, Λειτούργησε στὴ μονὴ Μ. Λαύρας τυπογραφεῖο γιὰ δυὸ γενιές.
1750-1800, Ταράχτηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων.
1782, Συντάχθηκε τὸ ΣΤ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1784-1818, Ἑπτὰ ἁγιορείτικες ἰδιόρρυθμες μονὲς μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
1810, Συντάχθηκε τὸ Ζ´ Τυπικὸ τοῦ Ἁγ. Ὄρους (Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´). Καθιερώθηκε ἡ Ἱερὰ Κοινότητα.
1821-1830, Εἴσοδος καὶ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος τουρκικοῦ στρατοῦ.
1839-1850, Τέσσερεις ἁγιορείτικες ἰδιόρρυθμες μονὲς μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
1842, Ἱδρύθηκε ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ στὶς Καρυές.
1850-1900, Ἀνακαινίσθηκαν πολλὰ ἁγιορείτικα κτήρια καὶ κτίσθηκαν νέα.
1912, Νοεμβρίου 2. Μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου κατέλαβε τὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω.
1923, Ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάνης ἀναγνώρισε τὴν ἑλληνικὴ κυριαρχία σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος.
1924, Συντάχθηκε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
1963, Ἑορτάσθηκε ἡ Χιλιετηρίδα τοῦ ὀργανωμένου ἀθωνικοῦ μοναχικοῦ βίου στὶς Καρυές, Θεσ/νίκη καὶ Ἀθήνα.
1971-1982, Πέντε ἰδιόρρυθμες μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετατράπηκαν σὲ κοινοβιακές.
Γ. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
1. Μυθικὴ καὶ προχριστιανικὴ περίοδος
Ὁ Ἄθως, ὄρος μεγαλειῶδες καὶ ἐπιβλητικὸ ἢ πὼς λέγει ὁ Ἡρόδοτος «ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστὸν ἐς θάλασσαν κατῆκον», ἀνέκαθεν προκαλοῦσε τὸν ἰδιαίτερο θαυμασμὸ στοὺς ἐπισκέπτες του, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ὕμνησαν κατὰ καιροὺς μὲ διάφορα μέσα καὶ ποικίλους τρόπους. Τὰ προϊόντα αὐτὰ τῆς γραφίδας, τοῦ χρωστήρα, τῆς σμίλης, τῆς βελόνας καὶ τῶν ἄλλων ὀργάνων συνθέτουν σήμερα μιὰ πλουσιότατη παραγωγή, ἕναν ἄλλο ὄγκο πνευματικό, τὸν ὁποῖον, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀποτελοῦν εὐφυέστατοι μύθοι καὶ θρύλοι, συναρπαστικὲς παραδόσεις καὶ περιγραφές, ἐνθουσιαστικὰ ποιήματα καὶ ἐξαίρετα γραπτά, ἢ γλυπτὰ ἢ ἄλλα καλλιτεχνικὰ ἔργα. Ἀπὸ τοὺς πλούσιους αὐτοὺς πνευματικοὺς καρποὺς ποὺ ἀναφέρονται στὸ «χερσονοειδὲς Ὄρος» περιοριζόμαστε στὴν παράγραφο αὐτὴ σ᾿ ἐκείνους μόνο ποὺ ἐντάσσονται στὴ μυθικὴ καὶ προχριστιανικὴ περίοδο.
Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ μύθο ὁ Ἄθως ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὸν ὁμώνυμο Θρακιώτη γίγαντα, πού, ἀντιμέτωπος κάποτε τοῦ Ποσειδώνα, προσπάθησε νὰ τοῦ ἐκσφενδονήσει «ὡς κοῦφον λίθον» ἕνα ὁλόκληρο βουνό. Ξέφυγε ὅμως ἀπὸ τὰ χέρια του ὁ πέτρινος αὐτὸς ὄγκος καὶ σφηνώθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου ἀκίνητος πλέον παρέμεινε ἔκτοτε.
Κατ᾿ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ ἴδιου μύθου δράστης ἦταν ὁ Ποσειδώνας, ὁ ὁποῖος ἔριξε ἐναντίον τοῦ Ἄθω τὴ θεόρατη πέτρα καὶ μ᾿ αὐτὴ καταπλάκωσε τὸν ἀντιρρησία γίγαντα. Ἄλλος μύθος μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ποσειδώνας εἶχε ἕνα γιὸ ποὺ τὸν ὀνόμαζαν Ἄθω καὶ ὅτι ἀπὸ ἐκεῖνον πῆρε τὸ ὄνομά του τὸ Ὄρος. Τὴ φήμη τοῦ Ἄθω κατὰ τὴ μυθικὴ ἐκείνη ἐποχὴ φανερώνει καὶ ἡ μνεία ποὺ κάνει ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα, ὅταν παρουσιάζει τὴν Ἀθηνᾶ νὰ πηγαίνει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὴ Λῆμνο. Ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο ἔχουμε τὴν πληροφορία ὅτι στὴν ψηλότερη κορυφὴ τοῦ Ἄθω ὑπῆρχε ἱερὸ τοῦ Δία μὲ ἀνδριάντα του, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα λεξικογράφο Ἡσύχιο τὸν Ἀλεξανδρέα δὲν γνώρισε ποτὲ βροχὴ γιατὶ βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα! Γιὰ νὰ δηλώσει μάλιστα τὸ μεγάλο ὕψος τοῦ Ὄρους ὁ Στράβων λέγει ὅτι «οἱ τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθω οἰκοῦντες ὀρῶσιν τὸν ἥλιον πρὸ τριῶν ὡρῶν ἀνατέλλοντα τῆς ἐν παραλία ἀνατολῆς». Καὶ ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ρόδιος λέγει ὅτι κατὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου ἡ σκιὰ τοῦ Ἄθω ἔπεφτε ἀνατολικὰ καὶ ἔφθανε ἕως τὴ Λῆμνο, ὅπου κάλυπτε ἕνα ἄγαλμα ἀγελάδας ποὺ βρισκόταν στὴν πλατεία τῆς πόλεως.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ παροιμία «Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός» ποὺ ἀναφέρει ὁ Σοφοκλῆς.
Χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ δηλώσουν μεγάλο ὕψος.
Κατὰ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἕλληνες ποὺ κατεύθυναν τὰ πλοῖα τους πρὸς τὸν Ἑλλήσποντο παρέπλευσαν τὸ δασόφυτο Ἄθω χωρὶς νὰ τὸν προσεγγίσουν ἀπὸ φόβο μήπως προσκρούσουν στὶς ἀπότομες ἀκτές του.
Κάτω ἀπὸ τὰ μυθικὰ αὐτὰ στοιχεῖα θὰ μποροῦσε, ἴσως, νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν αἰώνια καὶ ἀσταμάτητη πάλη τοῦ ἀφρισμένου πελάγους καὶ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου μὲ τὸν ἀκατάλυτο καὶ ἀκλόνητο Ἄθωνικό βράχο, ποὺ αἰῶνες τώρα καρτερικὰ ἀντιστέκεται στὶς ἀγριότητες τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ στὶς ἐφήμερες ἀλαζονικὲς ἐπιθέσεις τῶν ἀνθρώπων.
Στα μανιασμένα νερὰ αὐτῆς τῆς θάλασσας ποὺ ἀνελέητα ξεσποῦν ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια στὰ ἀπόκρημνα βράχια τοῦ Ἄθω, καταστράφηκε ὁ στόλος τοῦ Πέρση στρατηγοῦ Μαρδόνιου, τὸ 493 π.Χ., καθὼς μᾶς ἱστορεῖ ὁ Ἡρόδοτος. Δώδεκα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔτος 481 πλησιάζοντας πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ὁ μεγάλος βασιλιὰς τῶν Περσῶν Ξέρξης, θυμήθηκε τὸ πάθημα τοῦ στόλου τοῦ Μαρδονίου καὶ δίστασε νὰ περιπλεύσει τὸν Ἄθω.
Ἔδωσε λοιπὸν διαταγὴ κι ἔκοψαν τὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο στὴ βάση της καὶ συγκεκριμένα στὸ σημεῖο ποὺ κάνει ἕνα στενὸ λαιμό, τὸ γνωστὸ σήμερα Πρόβλακα, ὅπου καὶ τὸ καινούργιο χωριὸ Νέα Ρόδα. Ἀπὸ τὴ διώρυγα αὐτὴ πέρασε τὸ στόλο του ὁ ἀνατολίτης μονάρχης ἀπειλώντας παράλληλα τὴν πολυτάραχη θάλασσα καὶ τὸ δρὸς ποὺ αὐτὴ περιβρέχει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«Ἄθω δαιμόνιε οὐρανόμηκες, μὴ ποιεῖν ἐν ἐμοῖς ἔργοις... εἰ δὲ μή, τεμὼν ῥίψω σ᾿ εἰς θάλασσαν»!
Τὴν ἐντυπωσιακὴ μορφὴ τοῦ ὄρους Ἄθω θέλησε ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα νὰ ἐκμεταλλευτεῖ ἕνας ἀρχιτέκτονας, ὁ Στησικράτης, ἢ Διοκλῆς κατὰ τὸν Πλούταρχο ἢ Δεινοκράτης κατὰ τὸν Στράβωνα. Πρότεινε λοιπὸν στὸ Μέγα Ἀλέξανδρο ὁ καλλιτέχνης νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ λαξεύσει τὸ ὀρθόπαγον τοῦ Ἄθω, γιατὶ ἦταν τὸ πλέον κατάλληλο ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα ὄρη, σὲ ἀδριάντα τοῦ μονάρχη, ὁ ὁποῖος στὸ δεξί του χέρι θὰ κρατοῦσε «πoταμὸν ρέοντα πρὸς τὴν θάλασσαν» καὶ στὸ ἀριστερό του «μυρίανδρον πόλιν».
Ἀρνήθηκε ὅμως ὁ νεαρὸς βασιλιὰς μία τέτοια ἀσύνετη πρόταση: «Ἄφες, τοῦ εἶπε, τὸ ὄρος ὡς ἔχει, ἀρκεῖ γὰρ ὅτι ἕτερος βασιλεὺς κατέλιπεν ἀΐδιον τὴν ἀλαζονείαν του διορρύξας αὐτό». Με τὰ λόγια αὐτὰ ὑπονοοῦσε προφανῶς τὸν Ξέρξη.
Οἱ παλαιότεροι κάτοικοι τῆς χερσονήσου πιθανὸν ἦταν Θράκες.
Ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι σταδιακὰ ἐξελλήνισαν τὴν περιοχή.
Ἱστορικοὶ καὶ Ἀρχαιολόγοι συμφωνοῦν σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων τοῦ Ἄθω. Διαφωνία ὑπάρχει μεταξύ τους γιὰ τὴ θέση τῶν πόλεων αὐτῶν. Ὁ Ἡρόδοτος μνημονεύει στὴ χερσόνησο ἕξη πόλεις: «Ἐν δὲ τῷ ἰσθμῷ τούτω, ἒς τελευτᾶ ὁ Ἄθως, Σάνη πόλις ἑλλὰς οἴκηται αἱ δὲ ἐκτὸς Σάνης ἔσω δὲ τοῦ Ἄθω οἰκημέναι εἰσὶν αἶδε, Δίον, Ὁλόφυξος, Ἀκρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί». Ὁ Σκύλαξ ἀναφέρει καὶ ἕβδομη, τὴν Χαράδριαν.
Ἡ Σάνη ἦταν ἀποικία τῶν Ἀνδρίων καὶ τοποθετεῖται νότια τῆς διώρυγας τοῦ Ξέρξη, ὅπου περίπου ἡ σημερινὴ Οὐρανούπολη. Τὸ Δίον ἦταν ἀποικία τῶν Ἐρετριέων, ἱδρύθηκε τὸν 7ον αἰῶνα π.Χ. καὶ τοποθετεῖται κοντὰ στὴ μονὴ Βατοπεδίου. Ἡ Ὁλόφυξος ποὺ ἦταν δεύτερη σὲ μέγεθος πόλη τῆς χερσονήσου, τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν μονῶν Χελανδαρίου καὶ Ἐσφιγμένου. Τὸ Ἀκρόθωον εἶχε κτισθῆ ἐκεῖ ὅπου εἶναι σήμερα ἡ Ῥουμανικὴ Σκήτη. Ὁ Λουκιανὸς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀκροθώου καθὼς ἱστορεῖται «μέχρι τριάκοντα καὶ ἑκατὸν ἐτῶν ζοῦν». Ἡ Θύσσος ἀποικία τῶν Χαλκιδέων, εἶχεν ἱδρυθῆ ἀνάμεσα στὶς μονὲς Ζωγράφου καὶ Δοχειαρίου καὶ εἰδικότερα κοντὰ στὸ σημερινὸ ἐπίνειο τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ἡ πόλη Κλεωναί, ἀποικία καὶ αὐτὴ τῶν Χαλκιδέων, ἱδρύθηκε στὴ θέση ὅπου εἶναι σήμερα ἡ μονὴ Ξηροποτάμου. Ἡ Χαράδρια μὲ πιθανότητες μόνο τοποθετεῖται στὴ θέση τῆς μονῆς Βατοπεδίου ἢ κατ᾿ ἄλλους κοντὰ στὴ Δάφνη. Φαίνεται ὅτι στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο ὑπῆρχαν ἀκόμη καὶ ἄλλες μικρότερες πολίχνες, τὶς ὁποῖες ὅμως δὲν μνημονεύουν οἱ γεωγράφοι καὶ ἱστορικοί.
Όλες οἱ κῶμες τοῦ Ἄθω εἶχαν αὐτονομία μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Φιλίππου, ὁπότε ὑποτάχθηκαν στὸ Μακεδονικὸ κράτος. Μετὰ δὲ τὴν κατὰ τοῦ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας νίκη τοῦ Παύλου Αἰμιλίου, τὸ ἔτος 168, ἡ περιοχὴ τοῦ Ὄρους περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Ῥωμαίων, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Μακεδονία. Λίγο ἀργότερα φαίνεται ὅτι οἱ πόλεις τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου περιέπεσαν σὲ παρακμὴ καὶ σταδιακὰ καταστράφηκαν καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους ποὺ ἔγιναν τότε μεταξὺ Μακεδόνων καὶ Ῥωμαίων καὶ ἀπὸ τὶς ἐναντίον τους βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ποὺ πραγματοποιήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
-------------
2. Παλαιοχριστιανικὴ καὶ πρώτη βυζαντινὴ περίοδος
Μὲ τὴ διαίρεση τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σὲ θέματα ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο (324-337) ἡ Ἀθωνικὴ χερσόνησος ἐντάχθηκε στὸ Ἰλλυρικό, ποὺ κι ἐκεῖνο ἀργότερα (379) χωρίστηκε, ὅπως εἶναι γνωστό, στὸ Ἀνατολικὸ καὶ στὸ Δυτικό. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἄθω βρέθηκε καὶ πάλι στὰ ὅρια τοῦ Ἀνατολικοῦ, τὸ ὁποῖο στὴν ἀρχὴ μὲν ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης, μετέπειτα ὅμως προσαρτίσθηκε τὸ 421 γιὰ λίγο διάστημα καὶ ὁριστικὰ πλέον ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (716-741)- στὸν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἤδη ὅμως κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ κάτοικοι τῆς χερσονήσου εἶχαν πλέον ὀλιγοστέψει ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς πολέμους καὶ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ ἡ παρουσία τους στὸν δημόσιο βίο ἦταν σχεδὸν ἀσήμαντη. Τοῦτο συμπεραίνεται καὶ ἀπὸ τὴ σιωπὴ τῶν ἱστορικῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη συγχρόνων μνημείων στὴν περιοχή. Ἔτσι πρὸς τὸ παρὸν τουλάχιστον σκότος καλύπτει τὰ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὸν 10ο μέχρι καὶ τὸν 7ο αἰῶνα. Ἄγνωστος εἰδικότερα παραμένει ὁ ἀκριβῆς χρόνος ποὺ διαδόθηκε στὸν Ἄθω ἡ νέα πίστη, καθὼς καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίστηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ διαδόθηκε ἐκεῖ ἡ μοναχικὴ ζωή. Οὔτε καὶ ἡ ἄλλη πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς περιοχῆς κατὰ τὴν ἴδια περίοδο εἶναι σήμερα γνωστή.
Τὸ δυσκολογεφύρωτο αὐτὸ χάσμα ποὺ παρουσιάζει ἡ ἱστορία τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχὴ μέχρι καὶ τὸ εἰκονομαχικὸ κίνημα ἔρχονται νὰ τὸ καλύψουν εὐσεβεῖς παραδόσεις καὶ εἰκασίες ποὺ περιέχονται σὲ διάφορα ἁγιορείτικα χειρόγραφα ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς. Πρόκειται γιὰ μερικὰ ἀνώνυμα ἢ ἐπώνυμα ἱστορήματα καὶ ἄλλα ἔγγραφα, ποὺ ἀναφέρονται στὰ Πάτρια τοῦ Ὄρους καὶ ποὺ γιὰ νὰ θεωρηθοῦν αὐθεντικὰ καὶ ἔγκυρα παρουσιάστηκαν πὼς προέρχονται τάχα ἀπὸ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τῆς Ἀθωνικῆς μοναστικῆς Πολιτείας, τὸ γνωστὸ Τράγο. Ἀπὸ τὶς πλούσιες αὐτὲς παραδόσεις ποὺ δὲν τεκμηριώνονται βέβαια ἱστορικὰ παραθέτουμε σύντομα τὶς πιὸ ἀξιόλογες:
Σὲ πολλοὺς ἁγιορειτικοὺς καὶ ἄλλους κώδικες διατηρεῖται παράδοση μὲ ποικίλες παραλλαγές, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σὰν συνοδός της περιέπλεαν τὸν Ἄθω λίγο χρόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πήγαιναν πρὸς τὴν Κύπρο γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ Λάζαρο. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ ἀναγκάστηκαν ν᾿ ἀποβιβασθοῦν στὸν δρόμο ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων.
Ἂν καὶ ὁ τόπος ἦταν «κατείδωλος», ὅμως ἡ Παναγία τὸν θαύμασε καὶ στὴ συνέχεια ζήτησε ἀπὸ τὸν Υἱόν της νὰ τῆς τὸν προσφέρει σὰν χάρη. Μετὰ δὲ ἀπὸ σχετικὴ προσευχὴ ἄκουσε φωνὴ νὰ τῆς λέγει: «Ἔστω ὁ τόπος οὗτος κλῆρος σὸς καὶ περιβόλαιον σὸν καὶ Παράδεισος, ἔτι δὲ καὶ λιμὴν σωτηρίας τῶν θελόντων σωθῆναι».
Ἀπὸ τότε ἡ θεία μορφή της ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴ χερσόνησο, ἡ ὁποία καὶ καθιερώθηκε ἔκτοτε σὰν «κλῆρος» καὶ «περιβόλι» δικό της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ἄζυγους οἰκιστὲς τοῦ Ἄθω. Ἀργότερα, συνεχίζει ἡ ἴδια παράδοση, ἔφθασε στὸν τόπον ἐκεῖνον ὁ ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων Κλήμης (3ος αἰώνας), κήρυξε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἵδρυσε ὁμώνυμο ναΰδριο. Στὴν παράδοση αὐτὴ μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὰ πρῶτα στοιχεῖα ποὺ ἑρμηνεύουν τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν πρὸς τὴ Θεοτόκο.
Μία ἄλλη παράδοση λέγει ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος θέλησε νὰ κτίσει τὴν πρωτεύουσα τοῦ νέου κράτους του κοντὰ στὸν Ἀκάνθιο ἰσθμό. Ἐγκατέλειψε ὅμως τὸ σχέδιό του αὐτό, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση κάποιου ἐπισκόπου καὶ ἀνεχώρησε ἀφοῦ ἔκτισε τρεῖς ναοὺς στὶς θέσεις ποὺ βρίσκονται σήμερα τὸ Πρωτάτο καὶ οἱ μονὲς Ἰβήρων καὶ Βατοπεδίου.
Ἀντίθετα καὶ ἡ ἀρχικὴ μονὴ Βατοπεδίου, σύμφωνα μὲ μία ἄλλη παράδοση, θεωρεῖται κτίσμα τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα. Τὴν κατέστρεψε ὅμως ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης καὶ τὴν ἐπανέκτισε ἀργότερα ὁ Μέγας Θεοδόσιος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Ἐνῷ ἔπλεε ὁ γιός του, Ἀρκάδιος ἀπὸ τὴ Ῥώμη στὴν Κωνσταντινούπολη ναυάγησε στὶς ἀπότομες ἀκτὲς τοῦ Ἄθω. Δὲν πνίγηκε ὅμως χάρη στὴν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας. Θαυματουργικὰ μεταφέρθηκε στὴν παραλία, κοντὰ σ᾿ ἕνα βάτο, ὅπου καὶ τὸν βρῆκαν νὰ κοιμᾶται ἥσυχα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ ὀνομασία «Βατοπαίδιον».
Ἄλλες παραδόσεις ἐπίσης ἀποδίδουν στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Μέγα καὶ τὸ γιό του Κώνστα τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου (4ος αἰώνας) καὶ ἄλλες παρουσιάζουν τὴ Βασίλισσα Πουλχερία, τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀρκαδίου, ἀδελφὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ καὶ σύζυγον τοῦ Μαρκιανοῦ ὡς πρώτη κτιτόρισσα τῶν μονῶν Ξηροποτάμου καὶ Ἐσφιγμένου.
Διατηρεῖται ἀκόμη παράδοση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος (668-685) μετέφερε τοὺς κατοίκους τοῦ Ὄρους, τοὺς γνωστούς με τὸ ὄνομα Τζακωνίτες ἢ Τσάκωνες στὴν Πελοπόννησο καὶ παραχώρησε τὴ χερσόνησο στοὺς μοναχούς.
Ἂν καὶ οἱ παραπάνω εὐσεβεῖς παραδόσεις καὶ οἱ παρόμοιες πρὸς αὐτὲς δημιουργήθηκαν καθαρὰ γιὰ λόγους γοήτρου, ὅπως εὔκολα μπορεῖ νὰ καταλάβει κανείς, καὶ συνεπῶς δὲν ἀντέχουν σ᾿ ἕνα κριτικὸ ἔλεγχο, ἐν τούτοις στὸ σύνολο τοὺς νομίζουμε ὅτι καταλήγουν στὸ ἀκόλουθο ἀσφαλὲς συμπέρασμα: Ὅτι ἡ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω εἶχε συντελεστεῖ ἤδη κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) καὶ ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἐκεῖ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 5ου αἰῶνα.
Τὴν πρώτη θέση ἐνισχύουν οἱ παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ποὺ πρόσφατα ἀνακαλύφθηκαν στὴ γειτονικὴ Θάσο καὶ ἀνήκουν μία στὴν Κωνσταντίνεια ἐποχή, ἄλλες στὸν 5ο καὶ ἄλλες στὸν 6ο αἰῶνα. Ὁ ἴδιος ἀκόμη συσχετισμὸς μπορεῖ νὰ γίνει καὶ μὲ τὶς μεγάλες παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς τῶν γειτονικῶν πόλεων τοῦ Ἄθω, δηλαδὴ τῶν Φιλίππων καὶ τῆς Θεσσαλονίκης (5ος καὶ 6ος αἰώνας), τῶν ὁποίων τὸ μέγεθος καὶ ἡ δόμηση φανερώνουν ἀνεπτυγμένο ὁπωσδήποτε χριστιανικὸ βίο. Ἐξάλλου στὶς πόλεις αὐτὲς δίδαξε, ὅπως εἶναι γνωστό, τὴ νέα πίστη ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, (Πράξ. 16, 10-40, 17, 1-9). Πῶς λοιπὸν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν εἶχε διαδοθεῖ ὁ χριστιανισμὸς στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο ἀπὸ τὸν 3ο ἤδη αἰῶνα ἢ καὶ παλαιότερα, ἀφοῦ στὶς γειτονικὲς τοῦ Ὄρους πόλεις τῶν Φιλίππων καὶ τῆς Θεσσαλονίκης εἶχε ἀκουσθεῖ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα καὶ ἱδρύθηκαν σ᾿ αὐτὲς τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰῶνα μεγαλοπρεπεῖς βασιλικές, ποὺ διατηροῦνται ὁλόκληρες ἡ τμηματικὰ μέχρι σήμερα καὶ ποὺ προϋποθέτουν παλαιότερη παράδοση καὶ ἀφοῦ ἀκόμη στὴν πιὸ κοντινὴ Θάσο ἀνακαλύφθηκε καὶ Κωνσταντίνεια βασιλική;
Τὴ δεύτερη θέση ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐξάπλωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐπικουρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν 5ο αἰῶνα παρουσιάζεται ὀργανωμένη ἡ μοναχικὴ ζωὴ στὴν ἐπίσης γειτονικὴ τοῦ Ὄρους Ἤπειρο. Ἀλλὰ καὶ στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω εἶχαν ἀρκετὰ ἀραιώσει οἱ κάτοικοι κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐπειδὴ εἶχαν καταστραφεῖ οἱ Ἀθωνικὲς πόλεις, ἄρα ὁ τόπος ἦταν τότε πρόσφορος γιὰ μία ἐρημικὴ ζωή. Ἡ ἐμφάνιση ἐπίσης καὶ ἡ ἐξάπλωση τῶν Ἀράβων στὶς ἀνατολικὲς καὶ τὶς νότιες χῶρες τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας διέλυσε πάμπολλα μοναστικὰ κέντρα ποὺ ὑπῆρχαν σ᾿ αὐτές, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνθηκαν οἱ μοναχοὶ καὶ ζήτησαν νέους τόπους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἄσκησή τους. Οἱ πολλὲς ἀκόμη παραδόσεις «περὶ μεταβάσεων» στὸν Ἄθω διαφόρων εἰκόνων, κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅπως π.χ. τῆς Πορταΐτισσας τῶν Ἰβήρων, τῆς Γλυκοφιλούσας τοῦ Φιλοθέου, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Κωνσταμονίτου καὶ ἄλλων, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸ μίσος τῶν εἰκονομάχων προϋποθέτουν ἀναπτυγμένη παράδοση δυὸ περίπου αἰώνων. Ἐὰν τὸ πράγμα ἔχει ἔτσι, ὅπως νομίζουμε, τότε φθάνουμε στὸν 5ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται ἡ πρώτη ἐξάπλωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο.
Γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὕπαρξη μοναχῶν στὸν Ἄθω μᾶς παρέχει ὁ Βυζαντινὸς ἱστορικὸς Ἰωσὴφ Γενέσιος (10ος αἰώνας). Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 843 ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων ἦταν καὶ Ἀθωνίτες μοναχοί.
Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχουν παλαιότερες μαρτυρίες γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ στὸν Ἄθω αὐτό, νομίζουμε, ὀφείλεται στὸ χαρακτήρα ποὺ εἶχε ὁ μοναχικὸς βίος ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 5ου ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα τότε, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ μοναχισμὸς ἦταν ἀκόμη ἀνοργάνωτος καὶ ἀσυστηματοποίητος, εἶχε δηλαδὴ ἐρημιτικὴ καὶ μάλιστα σπηλαιώδη μορφή.
Γιὰ τὴν περίοδο πάλι τῆς εἰκονομαχίας (726-780, 813-843) ἡ σιωπὴ ὀφείλεται στὴ φυγὴ τῶν μοναχῶν πρὸς τὴν ἔρημο καὶ στὴν προσπάθειά τους νὰ κρύβονται ἀπὸ τοὺς διῶκτες τοὺς εἰκονοκλάστες.
Στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα ἔδρασαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄθω δυὸ ἐξέχουσες μοναχικὲς μορφές: Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης καὶ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης. Οἱ προσωνυμίες «Ἀθωνίτης» καὶ «Θεσσαλονίκης» δόθηκαν σὲ μεταγενέστερες ἐποχές. Καὶ οἱ δυό, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, ἔζησαν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ διαφορετικοῦ τύπου. Ὁ Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, παλαιὸς ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε πενήντα τρία ὁλόκληρα χρόνια σ᾿ ἕνα σπήλαιο πρὸς τὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου (ἐρημιτικὸς βίος) ὁ Εὐθύμιος ὁ Θεσσαλονίκης ἵδρυσε λαύρα κοντὰ στὰ σημερινὰ Βραστὰ (κοινοτικὸς βίος).
Λίγες δεκαετίες ἀργότερα οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰσθμοῦ ἄρχισαν σταδιακὰ νὰ προχωροῦν στὰ ἐνδότερα τῆς χερσονήσου. Ἔκτισαν μικρὲς ξύλινες καλύβες γύρω ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο πέτρινο ναό, τὸ Κυριακό. Κάθε καλύβα στέγαζε μικρὸν ἀριθμὸ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ Γέροντα, προσώπου δηλαδὴ ποὺ διακρινόταν στὴν ἀρετή, στὴ σύνεση καὶ στὴ σοφία. Πολλὰ κελλιὰ καλύβες μαζὶ ποὺ ἦταν ἀνεξάρτητα μεταξύ τους ἀποτελοῦσαν τὴ λαύρα. Οἱ Γέροντες τῶν κελιῶν μιᾶς λαύρας συγκροτοῦσαν συνάξεις τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο κάτω ἀπὸ τὴν προεδρεία τοῦ «Πρώτου», στὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ «Πρῶτος» διοικοῦσε τοὺς μοναχοὺς τοῦ δικοῦ του κελλίου, ἐπόπτευε ὅμως παράλληλα καὶ προστάτευε καὶ τὰ ἄλλα κελιὰ τῆς περιοχῆς του.
Πρῶτες λαῦρες μνημονεύονται δυό· ἡ γνωστὴ καὶ ὡς μονὴ τοῦ Κλήμεντος ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ σημερινὴ μονὴ Ἰβήρων καὶ «ἡ ἐπὶ τοῦ Ζυγοῦ», δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ βρισκόταν στὴν ὁμαλὴ περιοχὴ ἀπὸ τὸν λαιμὸ τῆς χερσονήσου πρὸς τὸ μέσον της, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ σπουδαιότερη. Ἐκεῖ εἶχε διαμορφωθεῖ καὶ τὸ κέντρο τῶν μοναχῶν, ἡ γνωστὴ Καθέδρα τῶν Γερόντων, ἡ ὁποία ἤδη τὸ 934 σὲ χρυσόβουλλο Ῥωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ ὀνομάζεται «ἀρχαία», ἄρα πρέπει νὰ συγκροτήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα.
Ἔκτοτε οἱ μοναχοὶ εἰσχωροῦν σταδιακὰ πρὸς τὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου, ἱδρύουν λαῦρες καὶ λίγο ἀργότερα καὶ μονές, ὅπου συγκεντρώνονται πολυάριθμοι νέοι οἰκιστές.
Ἡ νέα αὐτὴ κατάσταση φαίνεται ὅτι ἀποδυνάμωσε τὴν Καθέδρα τῶν Γερόντων καὶ ὁ Πρῶτος μετέφερε τότε τὴν Ἕδρα του στὴν Μέση ποὺ ἦταν στὰ ἐνδότερα καὶ ποὺ ὀνομάστηκε ἀργότερα (11ος αἰώνας) Καρυὲς ἀπὸ τὰ πολλὰ καρυόδενδρα ποὺ ἀναπτύσσονται ἐκεῖ ὅπου ἵδρυσε νέα λαύρα. Σιγὰ σιγὰ ἡ ἐποπτεία τοῦ Πρώτου τῆς λαύρας τῶν Καρυῶν ἀναγνωρίσθηκε καὶ ἀπὸ τὶς διοικήσεις καὶ τῶν ἄλλων λαυρῶν. Ἔτσι ὁ Πρῶτος τῆς Λαύρας τῆς Μέσης Καρυῶν ἔγινε Πρῶτος ὁλόκληρης τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ ὁ τίτλος του αὐτὸς διατηρήθηκε μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα.
Στὸ μεταξὺ εἶχε εἰσαχθεῖ στὴν περιοχή του κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κολοβό, μαθητὴ τοῦ Εὐθυμίου τοῦ Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἵδρυσε μονὴ στὰ Σιδηροκαύσια κοντὰ στὴν σημερινὴ Ἱερισσό, κατόρθωσε νὰ ἐκδοθοῦν ὑπὲρ αὐτῆς ἐπίσημα ἔγγραφα, τὸ ἀρχαιότερο ἀπὸ αὐτὰ (872) ἀλλὰ μὴ σῳζόμενο σήμερα εἶναι ἕνα αὐτοκρατορικὸ χρυσόβουλλο τοῦ Βασιλείου τοῦ Α´ τοῦ Μακεδόνος (867-886), μὲ τὸ ὁποῖο οἱ μοναχοί της μονῆς ἀναγνωρίζονται κύριοι τῆς περιοχῆς καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις τῶν γειτόνων καὶ μάλιστα κληρικῶν.
Τὸ δεύτερο αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο εἶναι ἕνα χρυσόβουλλο τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα (874), ἀπὸ τὸ ὁποῖο παραθέτουμε παρακάτω σὲ μετάφραση τὰ ἀκόλουθα: «Γιὰ κείνους ποὺ προτιμοῦν τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ φροντίζουν νὰ παραμένουν μόνοι στὸ λεγόμενο Ὄρος Ἄθω μέσα σὲ εὐτελεῖς σκηνές, τὶς ὁποῖες οἱ ἴδιοι ἐτοποθέτησαν (ἔτσι), ὥστε νὰ μὴ συγχρωτίζονται καὶ νὰ μὴν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς πλησιέστερους κατοίκους, μὲ τοὺς ὁποίους γειτονεύουν, ἀλλὰ νὰ ἐκτελοῦν ἥσυχα καὶ ἀτάραχα τὶς σκέψεις τῶν λογισμῶν τους, Θεοσυνέργητος Βασιλεία μας θεώρησε δίκαιο, ὅπως μὲ τὸ παρὸν χρυσόβουλλον τοὺς ἐξασφαλίσει ἀθόρυβο καὶ ἀτάραχο βίο γιὰ νὰ εὔχονται ὑπὲρ τῆς γαληνότητός μας καὶ ὑπὲρ παντὸς συστήματος τῶν χριστιανῶν,... καὶ μὴ τοὺς ἐπηρεάσει κανείς... οὔτε νὰ εἰσέρχονται στὸν Ἄθω μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶναι ποιμένες μὲ τὰ ποίμνιά τους καὶ βουκόλοι μετὰ τὰ βουκόλιά τους ...». Στὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν μνημονεύονται οὔτε «μοναστήρια» μὲ τὴ μεταγενέστερη ἔννοια οὔτε τό «Ἅγιον Ὄρος» ὡς ὄρος ἁγίων.
Μὲ μεταγενέστερο χρυσόβουλλο τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886 - 912) τιμωρήθηκαν μοναχοὶ τῆς μονῆς Κολοβοῦ γιατὶ ἔδειξαν ἁρπακτικὲς διαθέσεις. Ὁριακὲς ἐξ ἄλλου διαφορὲς μεταξὺ μοναχῶν καὶ κατοίκων τῆς περιοχῆς τῆς Ἱερισσοῦ ρυθμίστηκαν μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ζ´ τοῦ Πορφυρογέννητου (913 - 959).
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ φαίνεται ὅτι εἶχαν ἱδρυθεῖ καὶ διάφορα μονύδρια, ὅπως τοῦ Ξηροποτάμου, τῶν Ἰβήρων, τοῦ Ζωγράφου, κ.ἄ. Στὰ μονύδρια αὐτά, ποὺ ἐμφάνιζαν τὴ μορφὴ ἀναπτυγμένου κελιοῦ καὶ εἶχαν διοικητικὴ αὐτοτέλεια, ζοῦσαν 8-15 συνήθως μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὸ κοινοβιακὸ σύστημα ζωῆς. Αὐτὰ τὰ μονύδρια διευρύνθηκαν ἀργότερα καὶ ἀποτέλεσαν τὶς ὁμώνυμες μονές, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ γίνει παρακάτω λόγος.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.