Πρόλογος
Ύμνοι και ωδές πνευματικές, δοξολογίες και ευχαριστίες οφείλονται στον Κύριο της δόξης, της χάριτος και της ιστορίας, διότι με την παρούσα έκδοση η Εκκλησία της Ελλάδος αποκτά την ιδική της έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης βάσει της μεταφράσεως των Εβδομήκοντα (Ο'). Τό κείμενο αυτό έχει γίνει αποδεκτό από τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος και απετέλεσε τη βάση θεολογικών συζητήσεων, άρα δε και των αποφάσεων των τοπικών και οικουμενικών Συνόδων, ως και την πολλαπλή έγκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Παλαιά Διαθήκη, ως γνωστόν, περιέχει το λόγο του Θεού όπως τον απεκάλυψεν ο ίδιος στους Ισραηλίτες πριν να έλθει ο Χριστός στον κόσμο. Η αποκάλυψη αυτή έγινε με τους αγίους άνδρες, τους Πατριάρχες, τον Μωυσή και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και είχε ως σκοπόν της την προετοιμασία των ανθρώπων στο να κατανοήσουν καλύτερα και να πιστέψουν ευκολότερα στις αλήθειες της Καινής Διαθήκης, όπως ακριβώς τις απεκάλυψε στον κόσμο πλήρως και τελείως ο Υιος του Θεού.
Η θεία αποκάλυψη συνιστά ενέργεια του Θεού, με την οποία κάνει γνωστά στον άνθρωπο τα μυστικά της φύσεώς Του, καθώς και το περιεχόμενο του θείου θελήματός Του.
Η Παλαιά Διαθήκη ως έκφραση της εν τόπω και χρόνω γενομένης αποκαλύψεως του Θεού, διατηρούσα πάντοτε την επικαιρότητά της, προσφέρει τις θεμελιώδεις αρχές της υπερφυσικής θείας αποκαλύψεως ως αντικείμενο πίστεως.
Τα βιβλία της Αγίας Γραφής που εγράφησαν πριν από την έλευση του Χριστού, αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη, εκείνα δε που εγράφησαν μετά Χριστόν, συνιστούν την Καινή Διαθήκη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει σαράντα εννέα βιβλία. Τα βιβλία της είναι ιστορικά, διδακτικά και προφητικά. Ο Θεός φανερώνεται στον Αδάμ, στον Παράδεισο, και πριν και μετά την πτώση του, θέλοντας να τον καθοδηγήσει στο δρόμο της αρετής.
Επίσης φανερώνεται στον Αβραάμ και σε πολλούς δικαίους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Εκλέγει τον προφήτη Μωυσή και αυτοαποκαλύπτεται σ ‘ αυτόν στο όρος Σινά δεκαπέντε περίπου αιώνες προ της ελεύσεως του Χριστού. Η αποκάλυψη του Θεού και η παράδοση του Νόμου Του με τη μορφή των δέκα εντολών στο Μωυσή, συνεχίστηκε με μια σειρά από αγίους προφήτες δια μέσου των αιώνων. Ο Θεός ήθελε να διαπαιδαγωγήσει τον εκλεκτό του λαό, τον Ισραήλ, στο δρόμο της αλήθειας. Μέ την ενανθρώπηση δε του Χριστού, ο Θεός απεκάλυψε την πλήρη αλήθεια.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας το τονίζει γράφοντας ότι «ο Νόμος (της Παλαιάς Διαθήκης) δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» ( Ιωάν. α 17). Η χάρις δε αυτή απελευθερώνει τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και τον αναγεννά.
Η πρώτη αποκάλυψη του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν ατελής, ενώ η δεύτερη στην Καινή Διαθήκη ήταν πλήρης και τελεία. Η μία προετοίμασε το δρόμο της κατανοήσεως και αποδοχής της άλλης. Έτσι η χριστιανική θρησκεία γεννήθηκε μέσα στο πλήρωμα της αληθείας.
* * *
Η παρούσα συλλογική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Ο' στην ελληνική γλώσσα, έχει μεγάλη σημασία και δια τον Ελληνισμόν, καθότι απέβη η «παιδαγωγός εις Χριστόν» τόσον των Ελληνιστών Ιουδαίων, όσον και των Εθνικών.
Μέχρι της ολοκληρώσεως του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, η μετάφραση των Ο' ήταν δια την Εκκλησία η αποκληστική Βίβλος, στην οποία αναφέρονται τόσον ο Κύριος όσον και οι Μαθητές Του. Η μετάφραση των Ο είναι η πλέον παλαιά από τις γνωστές σε μας μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, σ ‘ αυτήν δε εστηρίχθησαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας και αυτήν πλείστοι από αυτούς υπομνημάτισαν και ερμήνευσαν δια μέσου των αιώνων.
Αυτή απολαμβάνει θείας αυθεντίας και κύρους ως η Βίβλος της αδιαιρέτου Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων. Συνιστά την Παλαιά Διαθήκη, το επίσημο κείμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και παραμένει το αυθεντικό κείμενο βάσει του οποίου έγιναν και οι επίσημες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης των άλλων αδελφών ορθοδόξων Εκκλησιών· υπήρξε το θείο όργανο του προ Χριστού ευαγγελισμού και απετέλεσε τη βάση της ορθοδόξου Θεολογίας. Πρόκειται δε περί σπουδαιοτάτου και μοναδικού μνημείου του Ελληνισμού και του Πολιτισμού του με αδιάκοπη και καταπλήσσουσα παράδοση των «χειρογράφων» της μέχρι σήμερα.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η υπό της Εκκλησίας μας λειτουργική χρήση της, καθότι στις τρεις θείες Λειτουργίες, στα ευχολόγια και στα λοιπά λειτουργικά βιβλία και κείμενα των ιερών Ακολουθιών, γίνεται ευρύτατη χρήση αγιογραφικών χωρίων, προφητειών κ.λ.π. από την Παλαιά Διαθήκη των Ο'.
Ευελπιστούμε ότι η πρόνοια του Μεγάλου Θεού, θα ευλογήσει τα πράγματα, ωστε, πολύ σύντομα η Εκκλησία μας, να έχει την Παλαιά Διαθήκη των Ο' σε νεοελληνική απόδοση, δια να γίνεται αυτή καταληπτή από όλους, το φιλακόλουθον πλήρωμα της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα από τους νέους μας, που αποτελούν την ελπίδα της Εκκλησίας και του Έθνους μας.
Η προσεκτική ανάγνωση και μελέτη της Αγίας Γραφής αποτελεί μεγάλη ασφάλεια δι ‘ όλους μας, εις το να μην αμαρτάνουμε, μας καθοδηγεί στο θέλημα του Θεού, στον αγώνα δια την απόκτηση των αρετών και στο κέρδισμα της αιωνίου ζωής.
+ Ο Χριστουπόλεως ΠΕΤΡΟΣ
Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας
ΓΕΝΕΣΙΣ
Κεφάλαιον Α
1 ΕΝ αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην. 2 η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. 3 και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φως· και εγένετο φως. 4 και είδεν ο Θεός το φως, ότι καλόν· και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. 5 και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος εκάλεσε νύκτα. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα μία.
6 Και είπεν ο Θεός· γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. και εγένετο ούτως. 7 και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του ύδατος, ό ην υποκάτω του στερεώματος, και αναμέσον του ύδατος του επάνω του στερεώματος. 8 και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν, και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα δευτέρα.
9 Και είπεν ο Θεός· συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά. και εγένετο ούτως. και συνήχθη το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις τας συναγωγάς αυτών, και ώφθη η ξηρά. 10 και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν γην και τα συστήματα των υδάτων εκάλεσε θαλάσσας. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 11 και είπεν ο Θεός· βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ ‘ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ου το σπέρμα αυτού εν αυτω κατά γένος επί της γης. και εγένετο ούτως. 12 και εξήνεγκεν η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ ‘ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ου το σπέρμα αυτού εν αυτω κατά γένος επί της γης. 13 και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα τρίτη.
14 Και είπεν ο Θεός· γενηθήτωσαν φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού εις φαύσιν επί της γης, του διαχωρίζειν ανά μέσον της ημέρας και ανά μέσον της νυκτός· και έστωσαν εις σημεία και εις καιρούς και εις ημέρας και εις ενιαυτούς· 15 και έστωσαν εις φαύσιν εν τω στερεώματι του ουρανού, ωστε φαίνειν επί της γης. και εγένετο ούτως. 16 και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός, και τους αστέρας. 17 και έθετο αυτούς ο Θεός εν τω στερεώματι του ουρανού, ωστε φαίνειν επί της γης 18 και άρχειν της ημέρας και της νυκτός και διαχωρίζειν ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. και είδεν ο Θεός, ότι καλόν. 19 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα τετάρτη.
20 Και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γης κατά το στερέωμα του ουρανού. και εγένετο ούτως. 21 και εποίησεν ο Θεός τα κήτη τα μεγάλα και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών, α εξήγαγε τα ύδατα κατά γένη αυτών, και παν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος. και είδεν ο Θεός, ότι καλά. 22 και ευλόγησεν αυτά ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τα ύδατα εν ταις θαλάσσαις, και τα πετεινά πληθυνέσθωσαν επί της γης. 23 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα πέμπτη.
24 Και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω η γη ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γης κατά γένος. και εγένετο ούτως. 25 και εποίησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος αυτών και πάντα τα ερπετά της γης κατά γένος αυτών. και είδεν ο Θεός, ότι καλά. 26 και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ ‘ εικόνα ημετέραν και καθ ‘ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί γης γης. 27 και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ ‘ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης. 29 και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό εστιν επάνω πάσης της γης, και παν ξύλον, ό έχει εν εαυτω καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν· 30 και πάσι τοις θηρίοις της γης και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετω έρποντι επί της γης, ό έχει εν εαυτω ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. 31 και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωϊ, ημέρα έκτη.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β
1 ΚΑΙ συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πας ο κόσμος αυτών. 2 και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού, α εποίησε, και κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ων εποίησε. 3 και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν· ότι εν αυτη κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ων ήρξατο ο Θεός ποιήσαι.
4 Αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γης, ότε εγένετο· ή ημέρα εποίησε Κύριος ο Θεός τον ουρανόν και την γην 5 και παν χλωρόν αγρού προ του γενέσθαι επί της γης και πάντα χόρτον αγρού προ του ανατείλαι· ου γαρ έβρεξεν ο Θεός επί την γην, και άνθρωπος ουκ ην εργάζεσθαι αυτήν· 6 πηγή δε ανέβαινεν εκ της γης και επότιζε παν το πρόσωπον της γης. 7 και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.
8 Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον, ον έπλασε. 9 και εξανέτειλεν ο Θεός έτι εκ της γης παν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού. 10 ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον· εκείθεν αφορίζεται εις τέσσαρας αρχάς. 11 όνομα τω ενί Φισών· ούτος ο κυκλών πάσαν την γην Ευιλάτ, εκεί ου εστι το χρυσίον· 12 το δε χρυσίον της γης εκείνης καλόν· και εκεί εστιν ο άνθραξ και ο λίθος ο πράσινος. 13 και όνομα τω ποταμω τω δευτέρω Γεών· ούτος ο κυκλών πάσαν την γην Αιθιοπίας. 14 και ο ποταμός ο τρίτος Τίγρις· ούτος ο προπορευόμενος κατέναντι Ασσυρίων. ο δε ποταμός ο τέταρτος Ευφράτης.
15 Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν. 16 και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων· από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, 17 από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ ‘ αυτού· ή δ ‘ αν ημέρα φάγητε απ ‘ αυτού, θανάτω αποθανείσθε.
18 Και είπε Κύριος ο Θεός· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτω βοηθόν κατ ‘ αυτόν. 19 και έπλασεν ο Θεός έτι εκ της γης πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ, ιδείν τι καλέσει αυτά. και παν ό εάν εκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτω. 20 και εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και πάσι τοις θηρίοις του αγρού· τω δε Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτω. 21 και επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και ύπνωσε· και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσε σάρκα αντ ‘ αυτής. 22 και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ. 23 και είπεν Αδάμ· τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου· αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη· 24 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. 25 και ήσαν οι δύο γυμνοί, ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
1 Ο δε όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γης, ων εποίησε Κύριος ο Θεός. και είπεν ο όφις τη γυναικί· τι ότι είπεν ο Θεός, ου μη φάγητε από παντός ξύλου του παραδείσου; 2 και είπεν η γυνή τω όφει· από καρπού του ξύλου του παραδείσου φαγούμεθα, 3 από δε του καρπού του ξύλου, ό εστιν εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, ου φάγεσθε απ ‘ αυτού, ου δε μη άψησθε αυτού, ίνα μη αποθάνητε. 4 και είπεν ο όφις τη γυναικί· ου θανάτω αποθανείσθε· 5 ήδει γαρ ο Θεός, ότι ή αν ημέρα φάγητε απ ‘ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν. 6 και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ ‘ αυτής, και έφαγον. 7 και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα.
8 Και ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού εν μέσω του ξύλου του παραδείσου. 9 και εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπεν αυτω· Αδάμ, που ει; 10 και είπεν αυτω· της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην. 11 και είπεν αυτω ο Θεός· τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν, απ ‘ αυτού έφαγες; 12 και είπεν ο Αδάμ· η γυνή, ην έδωκας μετ ‘ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου, και έφαγον. 13 και είπε Κύριος ο Θεός τη γυναικί· τι τούτο εποίησας; και είπεν η γυνή· ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον. 14 και είπε Κύριος ο Θεός τω όφει· ότι εποίησας τούτο, επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων των επί της γης· επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου. 15 και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν. 16 και τη γυναικί είπε· πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει. 17 τω δε Αδάμ είπεν· ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου και έφαγες από του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μη φαγείν, απ ‘ αυτού έφαγες, επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου· εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου· 18 ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον του αγρού. 19 εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις γην γην, εξ ης ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση· 20 και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων.
21 Και εποίησε Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς. 22 και είπεν ο Θεός· ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών, του γινώσκειν καλόν και πονηρόν· και νυν μη ποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα. 23 και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην, εξ ης ελήφθη. 24 και εξέβαλε τον Αδάμ και κατώκισεν αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής και έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ
1 ΑΔΑΜ δε έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Κάϊν και είπεν· εκτησάμην άνθρωπον δια του Θεού. 2 και προσέθηκε τεκείν το αδελφόν αυτού, τον Άβελ. και εγένετο Άβελ ποιμήν προβάτων, Κάϊν δε ην εργαζόμενος την γην. 3 και εγένετο μεθ ‘ ημέρας ήνεγκε Κάϊν από των καρπών της γης θυσίαν τω Κυρίω, 4 και Άβελ ήνεγκε και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών. και επείδεν ο Θεός επί Άβελ και επί τοις δώροις αυτού, 5 επί δε Κάϊν και επί ταις θυσίαις αυτού ου προσέσχε. και ελυπήθη Κάϊν λίαν, και συνέπεσε τω προσώπω αυτού. 6 και είπε Κύριος ο Θεός τω Κάϊν· ίνα τι περίλυπος εγένου, και ίνα τι συνέπεσε το πρόσωπόν σου; 7 ουκ εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες; ησύχασον· προς σε η αποστροφή αυτού, και συ άρξεις αυτού. 8 και είπε Κάϊν προς Άβελ τον αδελφόν αυτού· διέλθωμεν εις το πεδίον. και εγένετο εν τω είναι αυτούς εν τω πεδίω, ανέστη Κάϊν επί Άβελ τον αδελφόν αυτού και απέκτεινεν αυτόν. 9 και είπε Κύριος ο Θεός προς Κάϊν· που έστιν Άβελ ο αδελφός σου; και είπεν· ου γινώσκω· μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ; 10 και είπε Κύριος· τι πεποίηκας; φωνή αίματος του αδελφού σου βοά προς με εκ της γης. 11 και νυν επικατάρατος συ από της γης, ή έχανε το στόμα αυτής δέξασθαι το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου· 12 ότε εργά την γην, και ου προσθήσει την ισχύν αυτής δούναί σοι· στένων και τρέμων έση επί της γης. 13 και είπε Κάϊν προς Κύριον τον Θεόν· μείζων η αιτία μου του αφεθήναί με· 14 ει εκβάλλεις με σήμερον από προσώπου της γης και από του προσώπου σου κρυβήσομαι, και έσομαι στένων και τρέμων επί της γης, και έσται πας ο ευρίσκων με, αποκτενεί με. 15 και είπεν αυτω Κύριος ο Θεός· ουχ ούτως, πας ο αποκτείνας Κάϊν επτά εκδικούμενα παραλύσει. και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τω Κάϊν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν. 16 εξήλθε δε Κάϊν από προσώπου του Θεού και ώκησεν εν γη Ναίδ κατέναντι Εδέμ.
17 Και έγνω Κάϊν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Ενώχ. και ην οικοδομών πόλιν και επωνόμασε την πόλιν επί τω ονόματι του υιού αυτού, Ενώχ. 18 εγεννήθη δε τω Ενώχ Γαϊδάδ, και Γαϊδάδ εγέννησε τον Μαλελεήλ, και Μαλελεήλ εγέννησε τον Μαθουσάλα, και Μαθουσάλα εγέννησε τον Λάμεχ. 19 και έλαβεν εαυτω Λάμεχ δύο γυναίκας, όνομα τη μια Αδά, και όνομα τη δευτέρα Σελλά. 20 και έτεκεν Αδά τον Ιωβήλ· ούτος ην πατήρ οικούντων εν σκηναίς κτηνοτρουφων. 21 και όνομα τω αδελφω αυτού Ιουβάλ· ούτος ην ο καταδείξας ψαλτήριον και κιθάραν. 22 Σελλά δε και αυτή έτεκε τον Θόβελ, και ην σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού και σιδήρου· αδελφή δε Θόβελ Νοεμά. 23 είπε δε Λάμεχ ταις εαυτού γυναιξίν· Αδά και Σελλά, ακούσατέ μου της φωνής, γυναίκες Λάμεχ, ενωτίσασθέ μου τους λόγους, ότι άνδρα απέκτεινα εις τραύμα εμοί και νεανίσκον εις μώλωπα εμοί· 24 ότι επτάκις εκδεδίκηται εκ Κάϊν, εκ δε Λάμεχ εβδομηκοντάκις επτά.
25 Έγνω δε Αδάμ Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν υιόν, και επωνόμασε το όνομα αυτού Σηθ, λέγουσα· εξανέστησε γαρ μοι ο Θεός σπέρμα έτερον αντί Άβελ, ον απέκτεινε Κάϊν. 26 και τω Σηθ εγένετο υιος, επωνόμασε δε το όνομα αυτού Ενώς· ούτος ήλπισεν επικαλείσθα το όνομα Κυρίου του Θεού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε
1 ΑΥΤΗ η βίβλος γενέσεως ανθρώπων· ή ημέρα εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ ‘ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· 2 άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς· και επωνόμασε το όνομα αυτού Αδάμ, ή ημέρα εποίησεν αυτούς· 3 έζησε δε Αδάμ τριάκοντα και διακόσια έτη, και εγέννησε κατά την ιδέαν αυτού και κατά την εικόνα αυτού και επωνόμασε το όνομα αυτού Σηθ. 4 εγένοντο δε αι ημέραι του Αδάμ, ας έζησε μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σηθ, έτη επτακόσια, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 5 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Αδάμ, ας έζησε, τριάκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανεν.
6 Έζησε δε Σηθ πέντε και διακόσια έτη και εγέννησε τον Ενώς. 7 και έζησε Σηθ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενώς επτά έτη και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 8 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Σηθ δώδεκα και εννακόσια έτη, και απέθανε.
9 Και έζησεν Ενώς έτη εκατόν ενενήκοντα και εγέννησε τον Καϊνάν. 10 και έζησεν Ενώς μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καϊνάν πεντεκαίδεκα έτη και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 11 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενώς πέντε έτη και εννακόσια, και απέθανε.
12 Και έζησε Καϊνάν εβδομήκοντα και εκατόν έτη, και εγέννησε τον Μαλελεήλ. 13 και έζησε Καϊνάν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαλελεήλ τεσσαράκοντα και επτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 14 και εγένοντο πάσαι αι ημέρα Καϊνάν δέκα έτη και εννακόσια, και απέθανε.
15 Και έζησε Μαλελεήλ πέντε και εξήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Ιάρεδ. 16 και έζησε Μαλελεήλ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ιάρεδ έτη τριάκοντα και επτακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 17 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαλελεήλ, έτη πέντε και ενενήκοντα και οκτακόσια, και απέθανε.
18 Και έζησεν Ιάρεδ δύο και εξήκοντα έτη και εκατόν και εγέννησε τον Ενώχ. 19 και έζησεν Ιάρεδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενώχ οκτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 20 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ιάρεδ δύο και εξήκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανε.
21 Και έζησεν Ενώχ πέντε και εξήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Μαθουσάλα. 22 ευηρέστησε δε Ενώχ τω Θεω μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαθουσάλα διακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 23 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενώχ πέντε και εξήκοντα και τριακόσια έτη. 24 και ευηρέστησεν Ενώχ τω Θεω και ουχ ευρίσκετο, ότι μετέθηκεν αυτόν ο Θεός.
25 Και έζησε Μαθουσάλα επτά έτη και εξήκοντα και εκατόν και εγέννησε τον Λάμεχ. 26 και έζησε Μαθουσάλα μετά το γεννήσαι αυτόν τον Λάμεχ δύο και οκτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 27 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαθουσάλα, ας έζησεν, εννέα και εξήκοντα και εννακόσια έτη, και απέθανε.
28 Και έζησε Λάμεχ οκτώ και ογδοήκοντα και εκατόν έτη και εγέννησεν υιόν. 29 και επωνόμασε το όνομα αυτού Νώε λέγων· ούτος διαναπαύσει ημάς από των έργων ημών και από των λυπών των χειρών ημών και από της γης, ης κατηράσατο Κύριος ο Θεός. 30 και έζησε Λάμεχ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Νώε πεντακόσια και εξήκοντα και πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 31 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Λάμεχ επτακόσια και πεντήκοντα τρία έτη, και απέθανε.
32 Και ην Νώε ετών πεντακοσίων και εγέννησε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ, και τον Ιάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ
1 ΚΑΙ εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης, και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς. 2 ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ων εξελέξαντο. 3 και είπε Κύριος ο Θεός· ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα δια το είναι αυτούς σάρκας, έσονται δε αι ημέραι αυτών εκατόν είκοσιν έτη. 4 οι δε γίγαντες ήσαν επί της γης εν ταις ημέραις εκείναις· και μετ ‘ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του Θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εγεννώσαν εαυτοίς· εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ ‘ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί.
5 Ιδών δε Κύριος ο Θεός, ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γης και πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας, 6 και ενεθυμήθη ο Θεός ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γης, και διενοήθη. 7 και είπεν ο Θεός· απαλείψω τον άνθρωπον, ον εποίησα από προσώπου της γης, από ανθρώπου έως κτήνους και από ερπετών έως πετεινών του ουρανού, ότι μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς. 8 Νώε δε εύρε χάριν εναντίον Κυρίου του Θεού.
9 Αύται δε αι γενέσεις Νώε· Νώε άνθρωπος δίκαιος, τέλειος ων εν τη γενεά αυτού· τω Θεω ευηρέστησε Νώε. 10 εγέννησε δε Νώε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ, τον Ιάφεθ. 11 εφθάρη δε η γη εναντίον του Θεού, και επλήσθη η γη αδικίας. 12 και είδε Κύριος ο Θεός την γην, και ην κατεφθαρμένη, ότι κατέφθειρε πάσα σάρξ την οδόν αυτού επί της γης. 13 και είπε Κύριος ο Θεός τω Νώε· καιρός παντός ανθρώπου ήκει εναντίον μου, ότι επλήσθη η γη αδικίας απ ‘ αυτών, και ιδού εγώ καταφθείρω αυτούς και την γην. 14 ποίησον ουν σεαυτω κιβωτόν εκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιάς ποιήσεις την κιβωτόν και ασφαλτώσεις αυτήν έσωθεν και έξωθεν τη ασφάλτω. 15 και ούτω ποιήσεις την κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων το μήκος της κιβωτού και πεντήκοντα πήχεων το πλάτος και τριάκοντα πήχεων το ύψος αυτής· 16 επισυνάγων ποιήσεις την κιβωτόν και εις πήχυν συντελέσεις αυτήν άνωθεν· την δε θύραν της κιβωτού ποιήσεις εκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα και τριώροφα ποιήσεις αυτήν. 17 εγώ δε ιδού επάγω τον κατακλυσμόν, ύδωρ επί την γην καταφθείραι πάσαν σάρκα, εν ή εστι πνεύμα ζωής, υποκάτω του ουρανού· και όσα εάν ή επί της γης, τελευτήσει. 18 και στήσω την διαθήκην μου μετά σου· εισελεύση δε εις την κιβωτόν συ και οι υιοί σου και η γυνή σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σου. 19 και από πάντων των κτηνών και από πάντων των ερπετών και από πάντων των θηρίων και από πάσης σαρκός, δύο δύο από πάντων εισάξεις εις την κιβωτόν, ίνα τρέφης μετά σεαυτού· άρσεν και θήλυ έσονται. 20 από πάντων των ορνέων των πετεινών κατά γένος, και από πάντων των κτηνών κατά γένος και από πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης κατά γένος αυτών, δύο δύο από πάντων εισελεύσονται προς σε τρέφεσθαι μετά σου, άρσεν και θήλυ. 21 συ δε λήψη σεαυτω από πάντων των βρωμάτων, α έδεσθε, και συνάξεις προς σεαυτόν, και έσται σοι και εκείνοις φαγείν. 22 και εποίησε Νώε πάντα, όσα ενετείλατο αυτω Κύριος ο Θεός, ούτως εποίησε.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ
1 ΚΑΙ είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε· είσελθε συ και πας ο οίκός σου εις την κιβωτόν, ότι σε είδον δίκαιον εναντίον μου εν τη γενεά ταύτη. 2 από δε των κτηνών των καθαρών εισάγαγε προς σε επτά επτά, άρσεν και θήλυ, από δε των κτηνών των μη καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, 3 και από των πετεινών του ουρανού των καθαρών επτά επτά, άρσεν και θήλυ, και από πάντων των πετεινών των μη καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, διαθρέψαι σπέρμα επί πάσαν την γην. 4 έτι γαρ ημερών επτά εγώ επάγω υετόν επί την γην τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και εξαλείψω παν το ανάστημα, ό εποίησα, από προσώπου πάσης της γης. 5 και εποίησε Νώε πάντα, όσα ενετείλατο αυτω Κύριος ο Θεός.
6 Νώε δε ην ετών εξακοσίων, και ο κατακλυσμός του ύδατος εγένετο επί της γης. 7 εισήλθε δε Νώε και οι υιοί αυτού και η γυνή αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ ‘ αυτού εις την κιβωτόν δια το ύδωρ του κατατακλυσμού. 8 και από των πετεινών των καθαρών και από των πετεινών των μη καθαρών και από των κτηνών των καθαρών και από των κτηνών των μη καθαρών και από πάντων των ερπόντων επί της γης 9 δύο δύο εισήλθον προς Νώε εις την κιβωτόν, άρσεν και θήλυ, καθά ενετείλατο ο Θεός τω Νώε. 10 και εγένετο μετά τας επτά ημέρας και το ύδωρ του κατακλυσμού εγένετο επί της γης. 11 εν τω εξακοσιοστω έτει εν τη ζωή του Νώε, του δευτέρου μηνός, εβδόμη και εικάδι του μηνός, τη ημέρα ταύτη ερράγησαν πάσαι αι πηγαί της αβύσσου, και οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν. 12 και εγένετο υετός επί της γης τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. 13 εν τη ημέρα ταύτη εισήλθε Νώε, Σημ, Χαμ, Ιάφεθ, οι υιοί Νώε, και η γυνή Νώε και αι τρεις γυναίκες των υιών αυτού μετ ‘ αυτού εις την κιβωτόν. 14 και πάντα τα θηρία κατά γένος και πάντα τα κτήνη κατά γένος και παν ερπετόν κινούμενον επί της γης κατά γένος και παν όρνεον πετεινόν κατά γένος αυτού 15 εισήλθον προς Νώε εις την κιβωτόν, δύο δύο άρσεν και θήλυ από πάσης σαρκός, εν ω εστι πνεύμα ζωής. 16 και τα εισπορευόμενα άρσεν και θήλυ από πάσης σαρκός εισήλθε, καθά ενετείλατο ο Θεός τω Νώε. και έκλεισε Κύριος ο Θεός την κιβωτόν έξωθεν αυτού.
17 Και εγένετο ο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γης, και επεπληθύνθη το ύδωρ και επήρε την κιβωτόν, και υψώθη από της γης. 18 και επεκράτει το ύδωρ και επληθύνετο σφόδρα επί της γης, και επεφέρετο η κιβωτός επάνω του ύδατος. 19 το δε ύδωρ επεκράτει σφόδρα σφόδρα επί της γης και εκάλυψε πάντα τα όρη τα υψηλά, α ην υποκάτω του ουρανού· 20 πεντεκαίδεκα πήχεις υπεράνω υψώθη το ύδωρ και επεκάλυψε πάντα τα όρη τα υψηλά. 21 και απέθανε πάσα σάρξ κινουμένη επί της γης των πετεινών και των κτηνών και από θηρίων και παν ερπετόν κινούμενον επί της γης και πας άνθρωπος. 22 και πάντα, όσα έχει πνοήν ζωής, και παν, ό ην επί της ξηράς, απέθανε. 23 και εξήλειψε παν το ανάστημα, ό ην επί προσώπου της γης, από ανθρώπου έως κτήνους και ερπετών και των πετεινών του ουρανού, και εξηλείφθησαν από της γης· και κατελείφθη μόνος Νώε και οι μετ ‘ αυτού εν τη κιβωτω. 24 και υψώθη το ύδωρ επί της γης ημέρας εκατόν πεντήκοντα.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η
1 ΚΑΙ ανεμνήσθη ο Θεός του Νώε και πάντων των θηρίων και πάντων των κτηνών και πάντων των πετεινών και πάντων των ερπετών των ερπόντων, όσα ην μετ ‘ αυτού εν τη κιβωτω, και επήγαγεν ο Θεός πνεύμα επί την γην, και εκόπασε το ύδωρ, 2 και επεκαλύφθησαν αι πηγαί της αβύσσου και οι καταρράκται του ουρανού, και συνεσχέθη ο υετός από του ουρανού. 3 και ενεδίδου το ύδωρ πορευόμενον από της γης, και ηλαττονούτο το ύδωρ μετά πεντήκοντα και εκατόν ημέρας. 4 και εκάθισεν η κιβωτός εν μηνί τω εβδόμω, εβδόμη και εικάδι του μηνός, επί τα όρη τα Αραράτ. 5 το δε ύδωρ ηλαττονούτο έως του δεκάτου μηνός· και εν τω δεκάτω μηνί, τη πρώτη του μηνός, ώφθησαν αι κεφαλαί των ορέων. 6 και εγένετο μετά τεσσαράκοντα ημέρας ηνέωξε Νώε την θυρίδα της κιβωτού, ην εποίησε, και απέστειλε τον κόρακα του ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ· 7 και εξελθών, ουκ ανέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γης. 8 και απέστειλε την περιστεράν οπίσω αυτού ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ από της γης. 9 και ουχ ευρούσαι η περιστερά ανάπαυσιν τοις ποσίν αυτής, ανέστρεψε προς αυτόν εις την κιβωτόν, ότι ύδωρ ην επί παν το πρόσωπον της γης, και εκτείνας την χείρα έλαβεν αυτήν, και εισήγαγεν αυτήν προς εαυτόν εις την κιβωτόν. 10 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν εκ της κιβωτού· 11 και ανέστρεψε προς αυτόν η περιστερά το προς εσπέραν, και είχε φύλλον ελαίας κάρφος εν τω στόματι αυτής, και έγνω Νώε ότι κεκόπακε το ύδωρ από της γης. 12 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν, και ου προσέθετο του επιστρέψαι προς αυτόν έτι. 13 και εγένετο εν τω ενί και εξακοσιοστω έτει εν τη ζωή του Νώε, του πρώτου μηνός, μια του μηνός, εξέλιπε το ύδωρ από της γης· και απεκάλυψε Νώε την στέγην της κιβωτού, ην εποίησε, και είδεν ότι εξέλιπε το ύδωρ από προσώπου της γης. 14 εν δε τω δευτέρω μηνί εξηράνθη η γη, εβδόμη και εικάδι του μηνός.
15 Και είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε λέγων· 16 έξελθε εκ της κιβωτού, συ και η γυνή σου και οι υιοί σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σου 17 και πάντα τα θηρία, όσα εστί μετά σου, και πάσα σάρξ από πετεινών έως κτηνών, και παν ερπετόν κινούμενον επί της γης εξάγαγε μετά σεαυτού· και αυξάνεσθε και πληθύνεσθε επί της γης. 18 και εξήλθε Νώε και η γυνή αυτού και οι υιοί αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ ‘ αυτού. 19 και πάντα τα θηρία, και πάντα τα κτήνη, και παν πετεινόν, και παν ερπετόν κινούμενον επί της γης κατά γένος αυτών, εξήλθοσαν εκ της κιβωτού. 20 και ωκοδόμησε Νώε θυσιαστήριον τω Κυρίω, και έλαβεν από πάντων των κτηνών των καθαρών και από πάντων των πετεινών των καθαρών και ανήνεγκεν εις ολοκάρπωσιν επί το θυσιαστήριον. 21 και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας, και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς· ου προσθήτω έτι καταράσασθαι την γην δια τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού· ου προσθήσω ουν έτι πατάξαι πάσαν σάρκα ζώσαν, καθώς εποίησα. 22 πάσας τας ημέρας της γης, σπέρμα και θερισμός, ψύχος και καύμα, θέρος και έαρ, ημέραν και νύκτα ου καταπαύσουσι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ
1 ΚΑΙ ευλόγησεν ο Θεός τον Νώε και τους υιούς αυτού και είπεν αυτοίς· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής. 2 και ο τρόμος και ο φόβος υμών έσται επί πάσι τοις θηρίοις της γης, επί πάντα τα πετεινά του ουρανού και επί πάντα τα κινούμενα επί της γης και επί πάντας τους ιχθύας της θαλάσσης· υπό χείρας υμίν δέδωκα. 3 και παν ερπετόν, ό εστι ζων, υμίν έσται εις βρώσιν· ως λάχανα χόρτου δέδωκα υμίν τα πάντα. 4 πλήν κρέας εν αίματι ψυχής ου φάγεσθε· 5 και γαρ το υμέτερον αίμα των ψυχών υμών εκ χειρός πάντων των θηρίων εκζητήσω αυτό και εκ χειρός ανθρώπου αδελφού εκζητήσω την ψυχήν του ανθρώπου. 6 ο εκχέων αίμα ανθρώπου, αντί του αίματος αυτού εκχυθήσεται, ότι εν εικόνι Θεού εποίησα τον άνθρωπον. 7 υμείς δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην, και κατακυριεύσατε αυτής.
8 Και είπεν ο Θεός τω Νωε και τοις υιοίς αυτού μετ ‘ αυτού λέγων· 9 και ιδού εγώ ανίστημι την διαθήκην μου υμίν και τω σπέρματι υμών μεθ ‘ υμάς 10 και πάση ψυχή ζώση μεθ ‘ υμών, από ορνέων και από κτηνών, και πάσι τοις θηρίοις της γης, όσα εστί μεθ ‘ υμών από πάντων των εξελθόντων εκ της κιβωτού. 11 και στήσω την διαθήκην μου προς υμάς, και ουκ αποθανείται πάσα σάρξ έτι από του ύδατος του κατακλυσμού, και ουκ έτι έσται κατακλυσμός ύδατος του καταφθείραι πάσαν την γην. 12 και είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε· τούτο το σημείον της διαθήκης, ό εγώ δίδωμι ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης, ή εστι μεθ' υμών εις γενεάς αιωνίους· 13 το τόξον μου τίθημι εν τη νεφέλη, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και της γης. 14 και έσται εν τω συννεφείν με νεφέλας επί την γην, οφθήσεται το τόξον εν τη νεφέλη, 15 και μνησθήσομαι της διαθήκης μου, ή εστιν ανά μέσον εμού και υμών, και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης εν πάση σαρκί, και ουκ έσται έτι το ύδωρ εις κατακλυσμόν, ωστε εξαλείψαι πάσαν σάρκα. 16 και έσται το τόξον μου εν τη νεφέλη, και όψομαι του μνησθήναι διαθήκην αιώνιον ανά μέσον εμού και της γης και ανά μέσον ψυχής ζώσης εν πάσι σαρκί, ή εστιν επί της γης. 17 και είπεν ο Θεός τω Νώε· τούτο το σημείον της διαθήκης, ης διεθέμην ανά μέσον εμού και ανά μέσον πάσης σαρκός, ή εστιν επί της γης.
18 Ήσαν δε οι υιοί Νώε, οι εξελθόντες εκ της κιβωτού, Σημ, Χαμ, Ιάφεθ· Χαμ δε ην πατήρ Χαναάν. 19 τρεις ούτοί εισιν υιοί Νώε· από τούτων διεσπάρησαν επί πάσαν την γην.
20 Και ήρξατο Νώε άνθρωπος γεωργός γης και εφύτευσεν αμπελώνα. 21 και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη και εγυμνώθη εν τω οίκω αυτού. 22 και είδε Χαμ ο πατήρ Χαναάν την γύμνωσιν του πατρός αυτού και εξελθών ανήγγειλε τοις δυσίν αδελφοίς αυτού έξω. 23 και λαβόντες Σημ και Ιάφεθ το ιμάτιον επέθεντο επί τα δύο νώτα αυτών και επορεύθησαν οπισθοφανώς και συνεκάλυψαν την γύμνωσιν του πατρός αυτών, και το πρόσωπον αυτών οπισθοφανώς, και την γύμνωσιν του πατρός αυτών ουκ είδον. 24 εξένηψε δε Νώε από του οίνου και έγνω όσα εποίησεν αυτω ο υιος αυτού ο νεώτερος, 25 και είπεν· επικατάρατος Χαναάν· παις οικέτης έσται τοις αδελφοίς αυτού. 26 και είπεν· ευλογητός Κύριος ο Θεός του Σημ, και έσται Χαναάν παις οικέτης αυτού. 27 πλατύναι ο Θεός τω Ιάφεθ, και κατοικησάτω εν τοις οίκοις του Σημ και γενηθήτω Χαναάν παις αυτού.
28 Έζησε δε Νώε μετά τον κατακλυσμόν έτη τριακόσια πεντήκοντα. 29 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Νώε εννακόσια πεντήκοντα έτη, και απέθανεν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι
1 ΑΥΤΑΙ δε αι γενέσεις των υιών Νώε, Σημ, Χαμ, Ιάφεθ, και εγεννήθησαν αυτοίς υιοί μετά τον κατακλυσμόν.
2 Υιοί Ιάφεθ· Γαμέρ και Μαγώγ και Μαδοί και Ιωύαν και Ελισά και Θοβέλ και Μοσόχ και Θείρας. 3 και υιοί Γαμέρ· Ασχανάζ και Ριφάθ και Θοργαμά. 4 και υιοί Ιωύαν· Ελισά και Θάρσεις, Κίτιοι, Ρόδιοι. 5 εκ τούτων αφωρίσθησαν νήσοι των εθνών εν τη γη αυτών, έκαστος κατά γλώσσαν εν ταις φυλαίς αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών.
6 Υιοί δε Χαμ· Χους και Μερσαϊν Φουδ και Χαναάν. 7 υιοί δε Χους· Σαβά και Ευϊλά και Σαβαθά και Ρεγμά και Σαβαθακά. υιοί δε Ρεγμά· Σαβά και Δαδάν. 8 Χους δε εγέννησε τον Νεβρώδ. ούτος ήρξατο είναι γίγας επί της γης· 9 ούτος ην γίγας κυνηγός εναντίον Κυρίου του Θεού· δια τούτο ερούσιν, ως Νεβρώδ γίγας κυνηγός εναντίον Κυρίου. 10 και εγένετο αρχή της βασιλείας αυτού Βαβυλών και Ορέχ και Αρχάδ και Χαλάννη εν τη γη Σεναάρ. 11 εκ της γης εκείνης εξήλθεν Ασσούρ και ωκοδόμησε την Νινευϊ και την Ροωβώθ πόλιν και την Χαλάχ 12 και την Δασή ανά μέσον Νινευϊ και ανά μέσο Χαλάχ· αύτη η πόλις μεγάλη. 13 και Μεσραϊν εγέννησε τους Λουδιείμ και τους Ενεμετιείμ και τους Λαβιείμ και τους Νεφθαλιείμ και τους Πατροσωνιείμ 14 και τους Χασλωνιείμ, όθεν εξήλθε Φυλιστιείμ, και τους Καφθοριείμ. 15 Χαναάν δε εγέννησε τον Σιδώνα πρωτότοκον αυτού 16 και τον Χετταίον και τον Ιεβουσαίον και τον Αμορραίον και τον Γεργεσαίον και τον Ευαίον και τον Αρουκαίον 17 και τον Ασενναίον και τον Αράδιον και τον Σαμαραίον και τον Αμαθί. 18 και μετά τούτο διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων, 19 και εγένετο τα όραι των Χαναναίων από Σιδώνος έως ελθείν εις Γεραρά και Γαζάν, έως ελθείν έως Σοδόμων και Γομόρρας, Αδαμά και Σεβωϊμ έως Δασά. 20 ούτοι υιοί Χαμ, εν ταις φυλαίς αυτών, κατά γλώσσας αυτών, εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών.
21 Και τω Σημ εγεννήθη και αυτω, πατρί πάντων των υιών ΄Εβερ, αδελφω Ιάφεθ του μείζονος. 22 υιοί Σημ· Ελάμ και Ασσούρ και Αρφαξάδ και Λούδ και Αράμ και Καϊνάν. 23 και υιοί Αράμ· Ούζ και Ούλ και Γατέρ και Μοσόχ. 24 και Αρφαξάδ εγέννησε τον Καϊνάν, και Καϊνάν εγέννησε τον Σαλά, Σαλά δε εγέννησε τον ΄Εβερ. 25 και τω ΄Εβερ εγεννήθησαν δύο υιοί· όνομα τω ενί Φαλέγ, ότι εν ταις ημέραις αυτού διεμερίσθη η γη, και όνομα τω αδελφω αυτού Ιεκτάν. 26 Ιεκτάν δε εγέννησε τον Ελμωδάδ και Σαλέθ και τον Σαρμώθ και Ιαράχ και Οδορρά και Αιβήλ και Δεκλά 27 και Ευάλ και Αβιμαέλ και Σαβά 28 και Ουφείρ και Ευειλά και Ιωβάβ. 29 πάντες ούτοι υιοί Ιεκτάν. 30 και εγένετο η κατοίκησις αυτών από Μασσή έως ελθείν εις Σαφηρά, όρος ανατολών. 31 ούτοι υιοί Σημ, εν ταις φυλαίς αυτών, κατά γλώσσας αυτών, εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών.
32 Αύται αι φυλαί υιών Νώε κατά γενέσεις αυτών, κατά έθνη αυτών· από τούτων διεσπάρησαν νήσοι των εθνών επί της γης μετά τον κατακλυσμόν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ
1 ΚΑΙ ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι. 2 και εγένετο εν τω κινήσαι αυτούς από ανατολών, εύρον πεδίον εν γη Σενναάρ και κατώκησαν εκεί. 3 και είπεν άνθρωπος τω πλησίον αυτού· δεύτε πλινθεύσωμεν πλίνθους και οπτήσωμεν αυτάς πυρί. και εγένετο αυτοίς η πλίνθος εις λίθον, και άσφαλτος ην αυτοίς ο πηλός. 4 και είπαν· δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του ουρανού, και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γης. 5 και κατέβη Κύριος ιδείν την πόλιν και τον πύργον, ον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων. 6 και είπε Κύριος· ιδού γένος εν και χείλος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει απ ‘ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν. 7 δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον. 8 και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γης, και επαύσαντο οικοδομούντες την πόλιν και τον πύργον. 9 δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς Κύριος επί πρόσωπον πάσης της γης.
10 Και αύται αι γενέσεις Σημ. και ην Σημ υιος εκατόν ετών, ότε εγέννησε τον Αρφαξάδ, δευτέρου έτους μετά τον κατακλυσμόν. 11 και έζησε Σημ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Αρφαξάδ έτη πεντακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
12 Και έζησεν Αρφαξάδ εκατόν τριάκοντα πέντε έτη και εγέννησε τον Καϊνάν. 13 και έζησεν Αρφαξάδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καϊνάν έτη τετρακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
Και έζησε Καϊνάν εκατόν και τριάκοντα έτη και εγέννησε τον Σαλά. και έζησε Καϊνάν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σαλά έτη τριακόσια τριάκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
14 Και έζησε Σαλά εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησε τον ΄Εβερ. 15 και έζησε Σαλά μετά το γεννήσαι αυτόν τον ΄Εβερ τριακόσια τριάκοντα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
16 Και έζησεν ΄Εβερ εκατόν τριάκοντα τέσσαρα ετη και εγέννησε τον Φαλέγ. 17 και έζησεν ΄Εβερ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Φαλέγ έτη διακόσια εβδομήκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
18 Και έζησε Φαλέγ τριάκοντα και εκατόν έτη και εγέννησε τον Ραγαύ. 19 και έζησε Φαλέγ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ραγαύ εννέα και διακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
20 Και έζησε Ραγαύ εκατόν τριάκοντα και δύο έτη και εγέννησε τον Σερούχ. 21 και έζησε Ραγαύ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σερούχ διακόσια επτά έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. 22 και έζησε Σερούχ εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησε τον Ναχώρ.
23 Και έζησε Σερούχ, μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ναχώρ, έτη διακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
24 Και έζησε Ναχώρ έτη εκατόν εβδομήκοντα εννέα και εγέννησε τον Θάρα. 25 και έζησε Ναχώρ, μετά το γεννήσαι αυτόν τον Θάρα, έτη εκατόν εικοσιπέντε και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε.
26 Και έζησε Θάρα εβδομήκοντα έτη και εγέννησε τον Άβραμ και τον Ναχώρ και τον Αρράν.
27 Αύται αι γενέσεις Θάρα· Θάρα εγέννησε τον Άβραμ και τον Ναχώρ και τον Αρράν, και Αρράν εγέννησε τον Λωτ. 28 και απέθανεν Αρράν ενώπιον Θάρα του πατρός αυτού εν τη γη, ή εγεννήθη, εν τη χώρα των Χαλδαίων. 29 και έλαβον Άβραμ και Ναχώρ εαυτοίς γυναίκας· όνομα τη γυναικί Άβραμ Σάρα, και όνομα τη γυναικί Ναχώρ Μελχά, θυγάτηρ Αρράν και πατήρ Μελχά και πατήρ Ιεσχά. 30 και ην Σάρα στείρα και ουκ ετεκνοποίει. 31 και έλαβε Θάρα τον Άβραμ υιόν αυτού και τον Λωτ υιόν Αρράν, υιόν του υιού αυτού, και την Σάραν την νύμφην αυτού, γυναίκα Άβραμ του υιού αυτού, και εξήγαγεν αυτούς εκ της χώρας των Χαλδαίων πορευθήναι εις γην Χαναάν και ήλθον έως Χαρράν και κατώκησεν εκεί. 32 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Θάρα εν γη Χαρράν διακόσια πέντε έτη, και απέθανε Θάρα εν Χαρράν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ
1 ΚΑΙ είπε Κύριος τω Άβραμ· έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω· 2 και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ευλογήσω σε και μεγαλυνώ το όνομά σου, και έση ευλογημένος· 3 και ευλογήσω τους ευλογούντάς σε και τους καταρωμένους σε καταράσομαι· και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γης. 4 και επορεύθη Άβραμ, καθάπερ ελάλησεν αυτω Κύριος, και ώχετο μετ ‘ αυτού Λωτ. Άβραμ δε ην ετών εβδομηκονταπέντε, ότε εξήλθε εκ Χαρράν. 5 και έλαβεν Άβραμ Σάραν την γυναίκα αυτού και τον Λωτ υιόν του αδελφού αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτών, όσα εκτήσαντο, και πάσαν ψυχήν, ην εκτήσαντο εκ Χαρράν, και εξήλθοσαν πορευθήναι εις γην Χαναάν. 6 και διώδευσεν Άβραμ την γην εις το μήκος αυτής έως του τόπου Συχέμ, επί την δρύν την υψηλήν· οι δε Χαναναίοι τότε κατώκουν την γην. 7 και ώφθη Κύριος τω Άβραμ και είπεν αυτω· τω σπέρματί σου δώσω την γην ταύτην. και ωκοδόμησεν εκεί Άβραμ θυσιαστήριον Κυρίω τω οφθέντι αυτω. 8 και απέστη εκείθεν εις το όρος κατά ανατολάς Βαιθήλ και έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, Βαιθήλ κατά θάλασσαν και Αγγαί κατά ανατολάς· και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τω Κυρίω και επεκαλέσατο επί τω ονόματι Κυρίου. 9 και απήρεν Άβραμ και πορευθείς εστρατοπέδευσεν εν τη ερήμω.
10 Και εγένετο λιμός επί της γης, και κατέβη Άβραμ εις Αίγυπτον παροικήσαι εκεί, ότι ενίσχυσεν ο λιμός επί της γης. 11 εγένετο δε, ηνίκα ήγγισεν Άβραμ εισελθείν εις Αίγυπτον, είπεν Άβραμ Σάρα τη γυναικί· γινώσκω εγώ, ότι γυνή ευπρόσωπος ει· 12 έσται ουν, ως αν ίδωσί σε οι Αιγύπτιοι, ερούσιν ότι γυνή αυτού εστιν αυτή, και αποκτενούσί με, σε δε περιποιήσονται. 13 ειπόν ουν, ότι αδελφή αυτού ειμι, όπως αν εύ μοι γένηται δια σε, και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου. 14 εγένετο δε, ηνίκα εισήλθεν Άβραμ εις Αίγυπτον, ιδόντες οι Αιγύπτιοι την γυναίκα αυτού, ότι καλή ην σφόδρα, 15 και είδον αυτήν οι άρχοντες Φαραώ και επήνεσαν αυτήν προς Φαραώ και εισήγαγον αυτήν εις τον οίκον Φαραώ· 16 και τω Άβραμ εύ εχρήσαντο δι ‘ αυτήν, και εγένοντο αυτω πρόβατα και μόσχοι και όνοι και παίδες και παιδίσκαι και ημίονοι και κάμηλοι. 17 και ήτασεν ο Θεός τον Φαραώ ετασμοίς μεγάλοις και πονηροίς και τον οίκον αυτού περί Σάρας της γυναικός Άβραμ. 18 καλέσας δε Φαραώ τον Άβραμ είπε· τι τούτο εποίησάς μοι, ότι ουκ απήγγειλάς μοι, ότι γυνή σου εστίν; 19 ινατί είπας ότι αδελφή μου εστί; και έλαβον αυτήν εμαυτω γυναίκα, και νυν ιδού η γυνή σου έναντί σου· λαβών απότρεχε. 20 και ενετείλατο Φαραώ ανδράσι περί Άβραμ συμπροπέμψαι αυτόν και την γυναίκα αυτού και πάντα, όσα ην αυτω.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ
1 ΑΝΕΒΗ δε Άβραμ εξ Αιγύπτου, αυτός και η γυνή αυτού και πάντα τα αυτού και Λωτ μετ ‘ αυτού, εις την έρημον. 2 Άβραμ δε ην πλούσιος σφόδρα κτήνεσι και αργυρίω και χρυσίω. 3 και επορεύθη όθεν ήλθεν εις την έρημον έως Βαιθήλ, έως του τόπου, ου ην η σκηνή αυτού το πρότερον, ανά μέσον Βαιθήλ και ανά μέσον Αγγαί, 4 εις τον τόπον του θυσιαστηρίου, ου εποίησεν εκεί την αρχήν· και επεκαλέσατο εκεί Άβραμ το όνομα του Κυρίου. 5 και Λωτ τω συμπορευομένω μετά Άβραμ ην πρόβατα και βόες και σκηναί. 6 και ουκ εχώρει αυτούς η γη κατοικείν άμα, ότι ην τα υπάρχοντα αυτών πολλά, και ουκ εχώρει αυτούς η γη κατοικείν άμα. 7 και εγένετο μάχη ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών του Άβραμ και ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών του Λωτ· οι δε Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι τότε κατώκουν την γην. 8 είπε δε Άβραμ τω Λωτ· μη έστω μάχη ανά μέσον εμού και σου και ανά μέσον των ποιμένων μου και ανά μέσον των ποιμένων σου, ότι άνθρωποι αδελφοί εσμεν ημείς. 9 ουκ ιδού πάσα η γη εναντίον σου εστί; διαχωρίσθητι απ ‘ εμού· ει συ εις αριστερά, εγώ εις δεξιά· ει δε συ εις δεξιά, εγώ εις αριστερά. 10 και επάρας Λωτ τους οφθαλμούς αυτού, επείδε πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, ότι πάσα ην ποτιζομένη προ του καταστρέψαι τον Θεόν Σόδομα και Γόμορρα, ως ο παράδεισος του Θεού και ως η γη Αιγύπτου, έως ελθείν εις Ζόγορα. 11 και εξελέξατο εαυτω Λωτ πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, και απήρε Λωτ από ανατολών, και διεχωρίσθησαν έκαστος από του αδελφού αυτού. 12 Άβραμ δε κατώκησεν εν γη Χαναάν, Λωτ δε κατώκησεν εν πόλει των περιχώρων και εσκήνωσεν εν Σοδόμοις· 13 οι δε άνθρωποι οι εν Σοδόμοις πονηροί και αμαρτωλοί εναντίον του Θεού σφόδρα.
14 Ο δε Θεός είπε τω Άβραμ μετά το διαχωρισθήναι τον Λωτ απ ‘ αυτού· ανάβλεψον τοις οφθαλμοίς σου και ίδε από του τόπου, ου νυν συ ει, προς βορράν και λίβα και ανατολάς και θάλασσαν· 15 ότι πάσαν την γην, ην συ οράς, σοί δώσω αυτήν και τω σπέρματί σου έως αιώνος. 16 και ποιήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της γης· ει δύναταί τις εξαριθμήσαι την άμμον της γης, και το σπέρμα σου εξαριθμηθήσεται. 17 αναστάς διόδευσον την γην εις τε το μήκος αυτής και εις το πλάτος, ότι σοί δώσω αυτήν και τω σπέρματί σου εις τον αιώνα. 18 και αποσκηνώσας Άβραμ, ελθών κατώκησε παρά την δρύν την Μαμβρή, ή ην εν Χεβρώμ, και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τω Κυρίω.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τη βασιλεία τη Αμαρφάλ βασιλέως Σενναάρ, και Αριώχ βασιλέως Ελλασάρ, Χοδολλογομόρ βασιλεύς Ελάμ και Θαργάλ βασιλεύς εθνών 2 εποίησαν πόλεμον μετά Βαλλά βασιλέως Σοδόμων και μετά Βαρσά βασιλέως Γομόρρας και μετά Σενναάρ βασιλέως Αδαμά και μετά Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ, και βασιλέως Βαλάκ (αύτη εστί Σηγώρ). 3 πάντες ούτοι συνεφώνησαν επί την φάραγγα την αλυκήν (αύτη η θάλασσα των αλών). 4 δώδεκα έτη αυτοί εδούλευσαν τω Χοδολλογομόρ, τω δε τρισκαιδεκάτω έτει απέστησαν. 5 εν δε τω τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει ήλθε Χοδολλογομόρ και οι βασιλείς μετ ‘ αυτού και κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ και Καρναϊν, και έθνη ισχυρά άμα αυτοίς και τους ‘Ομμαίους τους εν Σαυή τη πόλει 6 και τους Χορραίους τους εν τοις όρεσι Σηείρ, έως της τερεβίνθου της Φαράν, ή εστιν εν τη ερήμω. 7 και αναστρέψαντες ήλθον επί την πηγήν της κρίσεως (αύτη εστί Κάδης) και κατέκοψαν πάντας τους άρχοντας Αμαλήκ και τους Αμορραίους τους κατοικούντας εν Ασασονθαμάρ. 8 εξήλθε δε βασιλεύς Σοδόμων και βασιλεύς Γομόρρας και βασιλεύς Αδαμά και βασιλεύς Σεβωείμ και βασιλεύς Βαλάκ (αύτη εστί Σηγώρ) και παρετάξαντο αυτοίς εις πόλεμον εν τη κοιλάδι τη αλυκή, 9 προς Χοδολλογομόρ βασιλέα Ελάμ και Θαργάλ βασιλέα εθνών και Αμαρφάλ βασιλέα Σενναάρ και Αριώχ βασιλέα Ελλασάρ, οι τέσσαρες βασιλείς προς τους πέντε. 10 η δε κοιλάς η αλυκή, φρέατα ασφάλτου. έφυγε δε βασιλεύς Σοδόμων και βασιλεύς Γομόρρας και ενέπεσαν εκεί, οι δε καταλειφθέντες εις την ορεινήν έφυγον. 11 έλαβον δε την ίππον πάσαν την Σοδόμων και Γομόρρας και πάντα τα βρώματα αυτών και απήλθον. 12 έλαβον δε και τον Λωτ τον υιόν του αδελφού Άβραμ και την αποσκευήν αυτού και απώχοντο· ην γαρ κατοικών εν Σοδόμοις.
13 Παραγενόμενος δε των ανασωθέντων τις απήγγειλεν Άβραμ τω περάτη· αυτός δε κατώκει παρά τη δρυϊ τη Μαμβρή Αμορραίου του αδελφού Εσχώλ και του αδελφού Αυνάν, οί ήσαν συνωμόται του Άβραμ. 14 ακούσας δε Άβραμ ότι ηχμαλώτευται Λωτ ο αδελφιδούς αυτού, ηρίθμησε τους ιδίους οικογενείς αυτού, τριακοσίους δέκα και οκτώ, και κατεδίωξεν οπίσω αυτών έως Δάν. 15 και επέπεσεν επ ‘ αυτούς την νύκτα αυτός και οι παίδες αυτού, και επάταξεν αυτούς και κατεδίωξεν αυτούς έως Χοβά, ή εστιν εν αριστερά Δαμασκού. 16 και απέστρεψε πάσαν την ίππον Σοδόμων, και Λωτ τον αδελφιδούν αυτού απέστρεψε και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και τας γυναίκας και τον λαόν.
17 Εξήλθε δε βασιλεύς Σοδόμων εις συνάντησιν αυτω, μετά το υποστρέψαι αυτόν από της κοπής του Χοδολλογομόρ και των βασιλέων των μετ ‘ αυτού, εις την κοιλάδα του Σαβύ (τούτο ην το πεδίον των βασιλέων). 18 και Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ εξήνεγκεν άρτους και οίνον· ην δε ιερεύς του Θεού του υψίστου. 19 και ευλόγησε τον Άβραμ και είπεν· ευλογημένος Άβραμ τω Θεω τω υψίστω, ος έκτισε τον ουρανόν και την γην. 20 και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, ος παρέδωκε τους εχθρούς σου υποχειρίους σοι. και έδωκεν αυτω Άβραμ δεκάτην από πάντων. 21 είπε δε βασιλεύς Σοδόμων προς Άβραμ· δος μοι τους άνδρας, την δε ίππον λάβε σεαυτω. 22 είπε δε Άβραμ προς τον βασιλέα Σοδόμων· εκτενώ την χείρά μου προς Κύριον τον Θεόν τον ύψιστον, ος έκτισε τον ουρανόν και την γην, 23 ει από σπαρτίου έως σφυρωτήρος υποδήματος λήψομαι από πάντων των σών, ίνα μη είπης, ότι εγώ επλούτισα τον Άβραμ· 24 πλήν ων έφαγον οι νεανίσκοι και της μερίδος των ανδρών των συμπορευθέντων μετ ‘ εμού, Εσχώλ, Αυνάν, Μαμβρή, ούτοι λήψονται μερίδα.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ
1 ΜΕΤΑ δε τα ρήματα ταύτα εγενήθη ρήμα Κυρίου προς Άβραμ εν οράματι, λέγων· μη φοβού Άβραμ, εγώ υπερασπίζω σου· ο μισθός σου πολύς έσται σφόδρα. 2 λέγει δε Άβραμ· δέσποτα Κύριε, τι μοι δώσεις; εγώ δε απολύομαι άτεκνος· ο δε υιος Μασέκ της οικογενούς μου, ούτος Δαμασκός Ελιέζερ. 3 και είπεν Άβραμ· επειδή εμοί ουκ έδωκας σπέρμα, ο δε οικογενής μου κληρονομήσει μοι. 4 και ευθύς φωνή Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγουσα· ου κληρονομήσει σε ούτος, αλλ ‘ ος εξελεύσεται εκ σου, ούτος κληρονομήσει σε. 5 εξήγαγε δε αυτόν έξω και είπεν αυτω· ανάβλεψον δη εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς. και είπεν· ούτως έσται το σπέρμα σου. 6 και επίστευσεν Άβραμ τω Θεω, και ελογίσθη αυτω εις δικαιοσύνην. 7 είπε δε προς αυτόν· εγώ ο Θεός ο εξαγαγών σε εκ χώρας Χαλδαίων, ωστε δούναί σοι την γην ταύτην κληρονομήσαι. 8 είπε δε, Δέσποτα Κύριε, κατά τι γνώσομαι ότι κληρονομήσω αυτήν; 9 είπε δε αυτω· λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν και αίγα τριετίζουσαν και κριόν τριετίζοντα και τρυγόνα και περιστεράν. 10 έλαβε δε αυτω πάντα ταύτα και διείλεν αυτά μέσα και έθηκεν αυτά αντιπρόσωπα αλλήλοις, τα δε όρνεα ου διείλε. 11 κατέβη δε όρνεα επί τα σώματα, επί τα διχοτομήματα αυτών, και συνεκάθησεν αυτοίς Άβραμ. 12 περί δε ηλίου δυσμάς έκστασις επέπεσε τω Άβραμ, και ιδού φόβος σκοτεινός μέγας επιπίπτει αυτω. 13 και ερρέθη προς Άβραμ· γινώσκων γνώση ότι πάροικον έσται το σπέρμα σου εν γη ουκ ιδία, και δουλώσουσιν αυτούς και κακώσουσιν αυτούς και ταπεινώσουσιν αυτούς τετρακόσια έτη. 14 το δε έθνος, ω εάν δουλεύσωσι, κρινώ εγώ· μετά δε ταύτα εξελεύσονται ώδε μετά αποσκευής πολλής.
15 συ δε απελεύση προς τους πατέρας σου εν ειρήνη, τραφείς εν γήρα καλω. 16 τετάρτη δε γενεά αποστραφήσονται ώδε· ούπω γαρ αναπεπλήρωνται αι αμαρτίαι των Αμορραίων έως του νυν. 17 επεί δε ο ήλιος εγένετο προς δυσμάς, φλόξ εγένετο, και ιδού κλίβανος καπνιζόμενος και λαμπάδες πυρός, αι διήλθον ανά μέσον των διχοτομημάτων τούτων. 18 εν τη ημέρα εκείνη διέθετο Κύριος τω Άβραμ διαθήκην λέγων· τω σπέρματί σου δώσω την γην ταύτην, από του ποταμού Αιγύπτου έως του ποταμού του μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, 19 τους Κεναίους και τους Κενεζαίους και τους Κεδμωναίους 20 και τους Χετταίους και τους Φερεζαίους και Ραφαείν και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Ευαίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ
1 ΣΑΡΑ δε γυνή Άβραμ ουκ έτικτεν αυτω. ην δε αυτη παιδίσκη Αιγυπτία, ή όνομα Άγαρ. 2 είπε δε Σάρα προς Άβραμ· ιδού συνέκλεισέ με Κύριος του μη τίκτειν· είσελθε ουν προς την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσωμαι εξ αυτής. υπήκουσε δε Άβραμ της φωνής Σάρας. 3 και λαβούσα Σάρα η γυνή Άβραμ Άγαρ την Αιγυπτίαν την εαυτής παιδίσκην, μετά δέκα έτη του οικήσαι Άβραμ εν γη Χαναάν, έδωκεν αυτήν τω Άβραμ ανδρί αυτής αυτω γυναίκα. 4 και εισήλθε προς Άγαρ, και συνέλαβε. και είδεν ότι εν γαστρί έχει, και ητιμάσθη η κυρία εναντίον αυτής. 5 είπε δε Σάρα προς Άβραμ· αδικούμαι εκ σου· εγώ δέδωκα την παιδίσκην μου εις τον κόλπον σου, ιδούσα δε ότι εν γαστρί έχει, ητιμάσθην εναντίον αυτής· κρίναι ο Θεός ανά μέσον εμού και σου. 6 είπε δε Άβραμ προς Σάραν· ιδού η παιδίσκη σου εν ταις χερσί σου· χρώ αυτη ως αν σοι αρεστόν ή. και εκάκωσεν αυτήν Σάρα, και απέδρα από προσώπου αυτής.
7 Εύρε δε αυτήν άγγελος Κυρίου επί της πηγής του ύδατος εν τη ερήμω, επί της πηγής εν τη οδω Σουρ. 8 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου. Άγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν έρχη και που πορεύη; και είπεν· από προσώπου Σάρας της κυρίας μου εγώ αποδιδράσκω. 9 είπε δε αυτη ο άγγελος Κυρίου· αποστράφηθι προς την κυρίαν σου και ταπεινώθητι υπό τας χείρας αυτής. 10 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, και ουκ αριθμηθήσεται υπό του πλήθους. 11 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου· ιδού, συ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαήλ, ότι επήκουσε Κύριος τη ταπεινώσει σου. 12 ούτος έσται άγροικος άνθρωπος αι χείρες αυτού επί πάντας, και αι χείρες πάντων επ ‘ αυτόν, και κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατοικήσει. 13 και εκάλεσεν Άγαρ το όνομα Κυρίου του λαλούντος προς αυτήν· συ ο Θεός ο επιδών με, ότι είπε· και γαρ ενώπιον είδον οφθέντα μοι. 14 ένεκεν τούτου εκάλεσε το φρέαρ Φρέαρ ου ενώπιον είδον· ιδού ανά μέσον Κάδης και ανά μέσον Βαράδ.
15 Και έτεκεν Άγαρ τω Άβραμ υιόν, και εκάλεσεν Άβραμ το όνομα του υιού αυτού, ον έτεκεν αυτω Άγαρ, Ισμαήλ. 16 Άβραμ δε ην ετών ογδοηκονταέξ, ηνίκα έτεκεν Άγαρ τω Άβραμ τον Ισμαήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε Άβραμ ετών ενενηκονταεννέα, και ώφθη Κύριος τω Άβραμ και είπεν αυτω· εγώ ειμι ο Θεός σου· ευαρέστει ενώπιον εμού και γίνου άμεμπτος, 2 και θήσομαι την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σου και πληθυνώ σε σφόδρα. 3 και έπεσεν Άβραμ επί πρόσωπον αυτού, και ελάλησεν αυτω ο Θεός λέγων· 4 και εγώ ιδού η διαθήκη μου μετά σου, και έση πατήρ πλήθους εθνών, 5 και ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Άβραμ, αλλ ‘ έσται το όνομά σου Αβραάμ, ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε. 6 και αυξανώ σε σφόδρα σφόδρα και θήσω σε εις έθνη, και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται. 7 και στήσω την διαθήκην μου ανά μέσον σου και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε, εις τας γενεάς αυτών, εις διαθήκην αιώνιον, είναί σου Θεός και του σπέρματός σου μετά σε. 8 και δώσω σοι και τω σπέρματί σου μετά σε την γην, ην παροικείς, πάσαν την γην Χαναάν, εις κατάσχεσιν αιώνιον και έσομαι αυτοίς εις Θεόν. 9 και είπεν ο Θεός προς Αβραάμ· συ δε την διαθήκην μου διατηρήσεις, συ και το σπέρμα σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών. 10 και αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, 11 και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. 12 και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν, παν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών, ο οικογενής και ο αργυρώνητος, από παντός υιού αλλοτρίου, ος ουκ έστιν εκ του σπέρματός σου. 13 περιτομή περιτμηθήσεται ο οικογενής της οικίας σου και ο αργυρώνητος, και έσται η διαθήκη μου επί της σαρκός υμών εις διαθήκην αιώνιον. 14 και απερίτμητος άρσην, ος ου περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας αυτού τη ημέρα τη ογδόη, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του γένους αυτής, ότι την διαθήκην μου διεσκέδασε.
15 Και είπεν ο Θεός τω Αβραάμ· Σάρα η γυνή σου ου κληθήσεται το όνομα αυτής Σάρα, αλλά Σάρρα έσται το όνομα αυτής. 16 ευλογήσω δε αυτήν, και δώσω σοι εξ αυτής τέκνον· και ευλογήσω αυτό, και έσται εις έθνη, και βασιλείς εθνών εξ αυτού έσονται. 17 και έπεσεν Αβραάμ επί πρόσωπον αυτού και εγέλασε και είπεν εν τη διανοία αυτού λέγων· ει τω εκατονταετεί γενήσεται υιος; και ει η Σάρρα ενενήκοντα ετών τέξεται; 18 είπε δε Αβραάμ προς τον Θεόν· Ισμαήλ ούτος ζήτω εναντίον σου. 19 είπε δε ο Θεός προς Αβραάμ· ναί· ιδού Σάρρα η γυνή σου τέξεταί σοι υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ισαάκ, και στήσω την διαθήκην μου προς αυτόν εις διαθήκην αιώνιον, είναι αυτω Θεός και τω σπέρματι αυτού μετ ‘ αυτόν. 20 περί δε Ισμαήλ ιδού επήκουσά σου· και ιδού ευλόγηκα αυτόν και αυξανώ αυτόν και πληθυνώ αυτόν σφόδρα· δώδεκα έθνη γεννήσει και δώσω αυτόν εις έθνος μέγα. 21 την δε διαθήκην μου στήσω προς Ισαάκ, ον τέξεταί σοι Σάρρα εις τον καιρόν τούτον, εν τω ενιαυτω τω ετέρω. 22 συνετέλεσε δε λαλών προς αυτόν και ανέβη ο Θεός από Αβραάμ.
23 Και έλαβεν Αβραάμ Ισμαήλ τον υιόν εαυτού και πάντας τους οικογενείς αυτού και πάντας τους αργυρωνήτους και παν άρσεν των ανδρών των εν τω οίκω Αβραάμ και περιέτεμε τας ακροβυστίας αυτών εν τω καιρω της ημέρας εκείνης, καθά ελάλησεν αυτω ο Θεός. 24 Αβραάμ δε ενενηκονταεννέα ην ετών, ηνίκα περιετέμετο την σάρκα της ακροβυστίας αυτού. 25 Ισμαήλ δε ο υιος αυτού ην ετών δεκατριών, ηνίκα περιετέμετο την σάρκα της ακροβυστίας αυτού. 26 εν δε τω καιρω της ημέρας εκείνης περιετμήθη Αβραάμ και Ισμαήλ ο υιος αυτού· 27 και πάντες οι άνδρες του οίκου αυτού και οι οικογενείς αυτού και οι αργυρώνητοι εξ αλλογενών εθνών, περιέτεμεν αυτούς.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ
1 ΩΦΘΗ δε αυτω ο Θεός προς τη δρυϊ τη Μαμβρή, καθημένου αυτού επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας. 2 αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού· και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς από της θύρας της σκηνής αυτού και προσεκύνησεν επί την γην. 3 και είπε· κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδά σου· 4 ληφθήτω δη ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον· 5 και λήψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε εις την οδόν υμών, ου ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδα υμών. και είπαν· ούτω ποίησον, καθώς είρηκας. 6 και έσπευσεν Αβραάμ επί την σκηνήν προς Σάρραν και είπεν αυτη· σπεύσον και φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως και ποίησον εγκρυφίας. 7 και εις τας βόας έδραμεν Αβραάμ και έλαβεν απαλόν μοσχάριον και καλόν και έδωκε τω παιδί, και ετάχυνε του ποιήσαι αυτό. 8 έλαβε δε βούτυρον, και γάλα, και το μοσχάριον ό εποίησε, και παρέθηκεν αυτοίς, και έφαγον· αυτός δε παρειστήκει αυτοίς υπό το δένδρον.
9 Είπε δε προς αυτόν· που Σάρρα η γυνή σου; ο δε αποκριθείς είπεν· ιδού εν τη σκηνή. 10 είπε δε· επαναστρέφων ήξω προς σε κατά τον καιρόν τούτον εις ωρας, και έξει υιόν Σάρρα η γυνή σου. Σάρρα δε ήκουσε προς τη θύρα της σκηνής, ούσα όπισθεν αυτού. 11 Αβραάμ δε και Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ημερών, εξέλιπε δε τη Σάρρα γίνεσθαι τα γυναικεία. 12 εγέλασε δε Σάρρα εν εαυτη, λέγουσα· ούπω μεν μοι γέγονεν έως του νυν, ο δε κύριός μου πρεσβύτερος. 13 και είπε Κύριος προς Αβραάμ· τι ότι εγέλασε Σάρρα εν εαυτη, λέγουσα· άρά γε αληθώς τέξομαι; εγώ δε γεγήρακα. 14 μη αδυνατήσει παρά τω Θεω ρήμα; εις τον καιρόν τούτον αναστρέψω προς σε εις ωρας· και έσται τη Σάρρα υιος. 15 ηρνήσατο δε Σάρρα λέγουσα· ουκ εγέλασα· εφοβήθη γαρ. και είπεν αυτη· ουχί, αλλά εγέλασας.
16 Εξαναστάντες δε εκείθεν οι άνδρες κατέβλεψαν επί πρόσωπον Σοδόμων και Γομόρρας. Αβραάμ δε συνεπορεύετο μετ ‘ αυτών συμπροπέμπων αυτούς. 17 ο δε Κύριος είπεν· ου μη κρύψω εγώ από Αβραάμ του παιδός μου, α εγώ ποιώ. 18 Αβραάμ δε γινόμενος έσται εις έθνος μέγα και πολύ, και ενευλογηθήσονται εν αυτω πάντα τα έθνη της γης. 19 ήδειν γαρ ότι συντάξει τοις υιοίς αυτού και τω οίκω αυτού μετ ‘ αυτόν, και φυλάξουσι τας οδούς Κυρίου ποιείν δικαιοσύνην και κρίσιν, όπως αν επαγάγη Κύριος επί Αβραάμ πάντα, όσα ελάλησε προς αυτόν. 20 είπε δε Κύριος· κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη, ίνα γνώ. 22 και αποστρέψαντες εκείθεν οι άνδρες ήλθον εις Σόδομα. Αβραάμ δε έτι ην εστηκώς εναντίον Κυρίου. 23 και εγγίσας Αβραάμ είπε· μη συναπολέσης δίκαιον μετά ασεβούς και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής; 24 εάν ώσι πεντήκοντα δίκαιοι εν τη πόλει, απολείς αυτούς; ουκ ανήσεις πάντα τον τόπον ένεκεν των πεντήκοντα δικαίων, εάν ώσιν εν αυτη; 25 μηδαμώς συ ποιήσεις ως το ρήμα τούτο, του αποκτείναι δίκαιον μετά ασεβούς, και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής. μηδαμώς· ο κρίνων πάσαν την γην, ου ποιήσεις κρίσιν; 26 είπε δε Κύριος· εάν ώσιν εν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι εν τη πόλει, αφήσω όλην την πόλιν και πάντα τον τόπον δι ‘ αυτούς. 27 και αποκριθείς Αβραάμ είπε· νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου, εγώ δε ειμι γη και σποδός· 28 εάν δε ελαττονωθώσιν οι πεντήκοντα δίκαιοι εις τεσσαρακονταπέντε, απολείς ένεκεν των πέντε πάσαν την πόλιν; και είπεν· ου μη απολέσω, εάν εύρω εκεί τεσσσαρακονταπέντε. 29 και προσέθηκεν έτι λαλήσαι προς αυτόν, και είπεν· εάν δε ευρεθώσιν εκεί τεσσαράκοντα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των τεσσαράκοντα. 30 και είπε· μη τι κύριε, εάν λαλήσω; εάν δε ευρεθώσιν εκεί τριάκοντα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των τριάκοντα. 31 και είπεν· επειδή έχω λαλήσαι προς τον κύριον· εάν δε ευρεθώσιν εκεί είκοσι; και είπεν· ου μη απολέσω, εάν εύρω εκεί είκοσι. 32 και είπε· μήτι κύριε, εάν λαλήσω έτι άπαξ· εάν δε ευρεθώσιν εκεί δέκα; και είπεν· ου μη απολέσω ένεκεν των δέκα. 33 απήλθε δε ο Κύριος, ως επαύσατο λαλών τω Αβραάμ, και Αβραάμ απέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ
1 ΗΛΘΟΝ δε οι δύο άγγελοι εις Σόδομα εσπέρας· Λωτ δε εκάθητο παρά την πύλην Σοδόμων. ιδών δε Λωτ, εξανέστη εις συνάντησιν αυτοίς και προσεκύνησε τω προσώπω επί την γην. 2 και είπεν· ιδού κύριοι, εκκλίνατε εις τον οίκον του παιδός υμών και καταλύσατε και νίψασθε τους πόδας υμών, και ορθρίσαντες απελεύσεσθε εις την οδόν υμών. και είπαν· ουχί, αλλ ‘ εν τη πλατεία καταλύσομεν. 3 και κατεβιάζετο αυτούς, και εξέκλιναν προς αυτόν και εισήλθον εις τον οίκον αυτού. και εποίησεν αυτοίς πότον, και αζύμους έπεψεν αυτοίς, και έφαγον. 4 προ του κοιμηθήναι δε, οι άνδρες της πόλεως οι Σοδομίται περικύκλωσαν την οικίαν από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου, άπας ο λαός άμα. 5 και εξεκαλούντο τον Λωτ και έλεγον προς αυτόν· που εισιν οι άνδρες οι εισελθόντες προς σε την νύκτα; εξάγαγε αυτούς προς ημάς, ίνα συγγενώμεθα αυτοίς. 6 εξήλθε δε Λωτ προς αυτούς προς το πρόθυρον, την δε θύραν προσέωξεν οπίσω αυτού. 7 είπε δε προς αυτούς· μηδαμώς αδελφοί, μη πονηρεύσησθε. 8 εισί δε μοι δύο θυγατέρες, αι ουκ έγνωσαν άνδρα· εξάξω αυτάς προς υμάς, και χράσθε αυταίς, καθά αν αρέσκη υμίν· μόνον εις τους ανδρας τούτους μη ποιήσητε άδικον, ου είνεκεν εισήλθον υπό την σκέπην των δοκών μου. 9 είπαν δε αυτω· απόστα εκεί. εισήλθες παροικείν· μη και κρίσιν κρίνειν; νυν ουν σε κακώσωμεν μάλλον ή εκείνους. και παρεβιάζοντο τον άνδρα τον Λωτ σφόδρα. και ήγγισαν συντρίψαι την θύραν. 10 εκτείναντες δε οι άνδρες τας χείρας εισεσπάσαντο τον Λωτ προς εαυτούς εις τον οίκον, και την θύραν του οίκου απέκλεισαν· 11 τους δε άνδρας τους όντας επί της θύρας του οίκου επάταξαν εν αορασία από μικρού έως μεγάλου, και παρελύθησαν ζητούντες την θύραν.
12 Είπαν δε οι άνδρες ή προς Λωτ· εισί σοι ώδε γαμβροί ή υιοί ή θυγατέρες; ή είτις σοι άλλος εστίν εν τη πόλει, εξάγαγε εκ του τόπου τούτου· 13 ότι ημείς απόλλυμεν τον τόπον τούτον, ότι υψώθη η κραυγή αυτών έναντι Κυρίου, και απέστειλεν ημάς Κύριος εκτρίψαι αυτήν. 14 εξήλθε δε Λωτ και ελάλησε προς τους γαμβρούς αυτού τους ειληφότας τας θυγατέρας αυτού και είπεν· ανάστητε και εξέλθετε εκ του τόπου τούτου, ότι εκτρίβει Κύριος την πόλιν. έδοξε δε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού. 15 ηνίκα δε όρθρος εγίνετο, εσπούδαζον οι άγγελοι τον Λωτ λέγοντες· αναστάς λάβε την γυναίκά σου και τας δύο θυγατέρας σου, ας έχεις, και έξελθε, ίνα μη και συ συναπόλη ταις ανομίαις της πόλεως. 16 και εταράχθησαν· και εκράτησαν οι άγγελοι της χειρός αυτού και της χειρός της γυναικός αυτού και των χειρών των δύο θυγατέρων αυτού, εν τω φείσασθαι Κύριον αυτού. 17 και εγένετο, ηνίκα εξήγαγον αυτούς έξω και είπαν· σώζων σωζε την σεαυτού ψυχήν· μη περιβλέψη εις τα οπίσω, μηδέ στης εν πάση τη περιχώρω· εις το όρος σώζου, μήποτε συμπαραληφθής. 18 είπε δε Λωτ προς αυτούς· δέομαι κύριε, 19 επειδή εύρεν ο παις σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην σου, ό ποιείς επ ‘ εμέ του ζήν την ψυχήν μου, εγώ δε ου δυνήσομαι διασωθήναι εις το όρος, μήποτε καταλάβη με τα κακά και αποθάνω. 20 ιδού η πόλις αύτη εγγύς του καταφυγείν με εκεί, ή εστι μικρά, και εκεί διασωθήσομαι· ου μικρά εστι; και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου. 21 και είπεν αυτω· ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τω ρήματι τούτω του μη καταστρέψαι την πόλιν, περί ης ελάλησας· 22 σπεύσον ουν του σωθήναι εκεί· ου γαρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα, έως του ελθείν σε εκεί. δια τούτο εκάλεσε το όνομα της πόλεως εκείνης Σηγώρ. 23 ο ήλιος εξήλθεν επί την γην, και Λωτ εισήλθεν εις Σηγώρ, 24 και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον, και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού 25 και κατέστρεψε τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσι και τα ανατέλλοντα εκ της γης. 26 και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός.
27 Ώρθρισε δε Αβραάμ τω πρωϊ εις τον τόπον, ου ειστήκει εναντίον Κυρίου. 28 και επέβλεψεν επί πρόσωπον Σοδόμων και Γομόρρας και επί πρόσωπον της περιχώρου και είδε, και ιδού ανέβαινε φλόξ εκ της γης, ωσεί ατμίς καμίνου. 29 και εγένετο εν τω εκτρίψαι Κύριον πάσας τας πόλεις της περιοίκου, εμνήσθη ο Θεός του Αβραάμ και εξαπέστειλε τον Λωτ εκ μέσου της καταστροφής, εν τω καταστρέψαι Κύριον τας πόλεις, εν αις κατώκει εν αυταίς Λωτ.
30 Ανέβη δε Λωτ εκ Σηγώρ και εκάθητο εν τω όρει αυτός και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ ‘ αυτού· εφοβήθη γαρ κατοικήσαι εν Σηγώρ. και κατώκησεν εν τω σπηλαίω, αυτός και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ ‘ αυτού. 31 είπε δε η πρεσβυτέρα προς την νεωτέραν· ο πατήρ ημών πρεσβύτερος, και ουδείς εστιν επί της γης, ος εισελεύσεται προς ημάς, ως καθήκει πάση τη γη· 32 δεύρο και ποτίσωμεν τον πατέρα ημών οίνον και κοιμηθώμεν μετ ‘ αυτού και εξαναστήσωμεν εκ του πατρός ημών σπέρμα. 33 επότισαν δε τον πατέρα αυτών οίνον εν τη νυκτί εκείνη, και εισελθούσα η πρεσβυτέρα εκοιμήθη μετά του πατρός αυτής εν τη νυκτί εκείνη, και ουκ ήδει εν τω κοιμηθήναι αυτόν και εν τω αναστήναι. 34 εγένετο δε εν τη επαύριον και είπεν η πρεσβυτέρα προς την νεωτέραν· ιδού εκοιμήθην χθές μετά του πατρός ημών· ποτίσωμεν αυτόν οίνον και εν τη νυκτί ταύτη, και εισελθούσα κοιμήθητι μετ' αυτού, και εξαναστήσωμεν εκ του πατρός ημών σπέρμα. 35 επότισαν δε και εν τη νυκτί εκείνη τον πατέρα αυτών οίνον, και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μετά του πατρός αυτής, και ουκ ήδει εν τω κοιμηθήναι αυτόν και αναστήναι. 36 και συνέλαβον αι δύο θυγατέρες Λωτ εκ του πατρός αυτών. 37 και έτεκεν η πρεσβυτέρα υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Μωάβ λέγουσα· εκ του πατρός μου· ούτος πατήρ Μωαβιτών έως της σήμερον ημέρας. 38 έτεκε δε και η νεωτέρα υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Αμμάν, λέγουσα· υιος γένους μου· ούτος πατήρ Αμμανιτών έως της σήμερον ημέρας.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ
1 ΚΑΙ εκίνησεν εκείθεν Αβραάμ ει γην προς λίβα και ώκησεν ανά μέσον Κάδης και ανά μέσον Σουρ. και παρώκησεν εν Γεράροις. 2 είπε δε Αβραάμ περί Σάρρας της γυναικός αυτού, ότι αδελφή μου εστίν· εφοβήθη γαρ ειπείν ότι γυνή μου εστί, μη ποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες της πόλεως δι ‘ αυτήν. απέστειλε δε Αβιμέλεχ, βασιλεύς Γεράρων, και έλαβε την Σάρραν. 3 και εισήλθεν ο Θεός προς Αβιμέλεχ εν ύπνω την νύκτα και είπεν· ιδού συ αποθνήσκεις περί της γυναικός, ης έλαβες, αύτη δε εστι συνωκηυία ανδρί. 4 Αβιμέλεχ δε ουχ ήψατο αυτής και είπε· Κύριε, έθνος αγνοούν και δίκαιον απολείς; 5 ουκ αυτός μοι είπεν, αδελφή μου εστί; και αύτη μοι είπεν, αδελφός μου εστίν; εν καθαρά καρδία και εν δικαιοσύνη χειρών εποίησα τούτο. 6 λίγο είπε δε αυτω ο Θεός καθ ‘ ύπνον· καγώ έγνων ότι εν καθαρά καρδία εποίησας τούτο, και εφεισάμην σου του μη αμαρτείν σε εις εμέ· ένεκα τούτου ουκ αφήκά σε άψασθαι αυτής. 7 νυν δε απόδος την γυναίκα τω ανθρώπω, ότι προφήτης εστί και προσεύξεται περί σου και ζήση· ει δε μη αποδίδως, γνώση ότι αποθανή συ και πάντα τα σά. 8 και ώρθρισεν Αβιμέλεχ τω πρωϊ και εκάλεσε πάντας τους παίδας αυτού και ελάλησε πάντα τα ρήματα ταύτα εις τα ώτα αυτών, εφοβήθησαν δε πάντες οι άνθρωποι σφόδρα. 9 και εκάλεσεν Αβιμέλεχ τον Αβραάμ, και είπεν αυτω· τι τούτο εποίησας ημίν; μήτι ημάρτομεν εις σε, ότι επήγαγες επ ‘ εμέ και επί την βασιλείαν μου αμαρτίαν μεγάλην; έργον, ό ουδείς ποιήσει, πεποίηκάς μοι. 10 είπε δε Αβιμέλεχ τω Αβραάμ· τι ενιδών εποίησας τούτο; 11 είπε δε Αβραάμ· είπα γαρ, άρα ουκ έστι θεοσέβεια εν τω τόπω τούτω, εμέ τε αποκτενούσιν ένεκεν της γυναικός μου. 12 και γαρ αληθώς αδελφή μου εστίν εκ πατρός, αλλ ‘ ουκ εκ μητρός· εγενήθη δε μοι εις γυναίκα. 13 εγένετο δε, ηνίκα εξήγαγέ με ο Θεός εκ του οίκου του πατρός μου, και είπα αυτη· ταύτην την δικαιοσύνην ποιήσεις εις εμέ, εις πάντα τόπον ου εάν εισέλθωμεν εκεί, ειπόν εμέ, ότι αδελφός μου εστίν. 14 έλαβε δε Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και μόσχους και παίδας και παιδίσκας και έδωκε τω Αβραάμ και απέδωκεν αυτω Σάρραν την γυναίκα αυτού. 15 και είπεν Αβιμέλεχ τω Αβραάμ· ιδού η γη μου εναντίον σου· ου εάν σοι αρέσκη, κατοίκει. 16 τη δε Σάρρα είπεν· ιδού δέδωκα χίλια δίδραχμα τω αδελφω σου· ταύτα έσται σοι εις την τιμή του προσώπου σου και πάσαις ταις μετά σου· και πάντα αλήθευσον. 17 προσηύξατο δε Αβραάμ προς τον Θεόν, και ιάσατο ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας παιδίσκας αυτού, και έτεκον· 18 ότι συγκλείων συνέκλεισε Κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τω οίκω Αβιμέλεχ, ένεκεν Σάρρας της γυναικός Αβραάμ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ
1 ΚΑΙ Κύριος επεσκέψατο την Σάρραν, καθά είπε, και εποίησε Κύριος τη Σάρρα καθά ελάλησε, 2 και συλλαβούσα έτεκε τω Αβραάμ υιόν εις το γήρας, εις τον καιρόν, καθά ελάλησεν αυτω Κύριος. 3 και εκάλεσεν Αβραάμ το όνομα του υιού αυτού του γενομένου αυτω, ον έτεκεν αυτω Σάρρα, Ισαάκ. 4 περιέτεμε δε Αβραάμ τον Ισαάκ τη ημέρα τη ογδόη, καθά ενετείλατο αυτω ο Θεός. 5 και Αβραάμ ην εκατόν ετών, ηνίκα εγένετο αυτω Ισαάκ ο υιος αυτού. 6 είπε δε Σάρρα· γέλωτά μοι εποίησε Κύριος· ος γαρ αν ακούση, συγχαρείταί μοι. 7 και είπε· τις αναγγελεί τω Αβραάμ, ότι θηλάζει παιδίον Σάρρα; ότι έτεκον υιόν εν τω γήρα μου.
8 Και ηυξήθη το παιδίον και απεγαλακτίσθη, και εποίησεν Αβραάμ δοχήν μεγάλην, ή ημέρα απεγαλακτίσθη Ισαάκ ο υιος αυτού. 9 ιδούσα δε Σάρρα τον υιόν Άγαρ της Αιγυπτίας, ος εγένετο τω Αβραάμ, παίζοντα μετά Ισαάκ του υιού αυτής· 10 και είπε τω Αβραάμ· έκβαλε την παιδίσκην ταύτην και τον υιόν αυτής· ου γαρ μη κληρονομήσει ο υιος της παιδίσκης ταύτης μετά του υιού μου Ισαάκ. 11 σκληρόν δε εφάνη το ρήμα σφόδρα εναντίον Αβραάμ περί του υιού αυτού. 12 είπε δε ο Θεός τω Αβραάμ· μη σκληρόν έστω εναντίον σου περί του παιδίου και περί της παιδίσκης· πάντα αν όσα είπη σοι Σάρρα, άκουε της φωνής αυτής, ότι εν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. 13 και τον υιόν δε της παιδίσκης ταύτης εις έθνος μέγα ποιήσω αυτόν, ότι σπέρμα σόν εστιν. 14 ανέστη δε Αβραάμ το πρωϊ και έλαβεν άρτους και ασκόν ύδατος και έδωκε τη Άγαρ και επέθηκεν επί των ώμων αυτής το παιδίον και απέστειλεν αυτήν. απελθούσα δε επλανάτο κατά την έρημον, κατά το φρέαρ του όρκου. 15 εξέλιπε δε το ύδωρ εκ του ασκού, και έρριψε το παιδίον υποκάτω μιάς ελάτης. 16 απελθούσα δε εκάθητο απέναντι αυτού μακρόθεν ωσεί τόξου βολήν· είπε γαρ, ου μη ίδω τον θάνατον του παιδίου μου. και εκάθισεν απέναντι αυτού, αναβοήσαν δε το παιδίον έκλαυσεν. 17 εισήκουσε δε ο Θεός της φωνής του παιδίου εκ του τόπου, ου ην, και εκάλεσεν άγγελος Θεού την Άγαρ εκ του ουρανού και είπεν αυτη· τι εστιν Άγαρ; μη φοβού· επακήκοε γαρ ο Θεός της φωνής του παιδίου εκ του τόπου, ου εστιν. 18 ανάστηθι και λαβέ το παιδίον και κράτησον τη χειρί σου αυτό· εις γαρ έθνος μέγα ποιήσω αυτό. 19 και ανέωξεν ο Θεός τους οφθαλμούς αυτής, και είδε φρέαρ ύδατος ζώντος και επορεύθη και έπλησε τον ασκόν ύδατος και επότισε το παιδίον. 20 και ην ο Θεός μετά του παιδίου, και ηυξήθη. και κατώκησεν εν τη ερήμω, εγένετο δε τοξότης. 21 και κατώκησεν εν τη ερήμω τη Φαράν, και έλαβεν αυτω η μήτηρ γυναίκα εκ γης Αιγύπτου.
22 Εγένετο δε εν τω καιρω εκείνω και είπεν Αβιμέλεχ και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού προς Αβραάμ λέγων· ο Θεός μετά σου εν πάσιν, οίς εάν ποιής· 23 νυν ουν όμοσόν μοι τον Θεόν, μη αδικήσειν με μηδέ το σπέρμα μου, μηδέ το όνομά μου· αλλά κατά την δικαιοσύνην, ην εποίησα μετά σου, ποιήσεις μετ ‘ εμού, και τη γη, ή συ παρώκησας εν αυτη. 24 και είπεν Αβραάμ· εγώ ομούμαι. 25 και ήλεγξεν Αβραάμ τον Αβιμέλεχ περί των φρεάτων του ύδατος, ων αφείλοντο οι παίδες του Αβιμέλεχ. 26 και είπεν αυτω Αβιμέλεχ· ουκ έγνων τις εποίησέ σοι το ρήμα τούτο, ουδέ συ μοι απήγγειλας, ουδέ εγώ ήκουσα, αλλ ‘ ή σήμερον. 27 και έλαβεν Αβραάμ πρόβατα και μόσχους, και έδωκε τω Αβιμέλεχ, και διέθεντο αμφότεροι διαθήκην. 28 και έστησεν Αβραάμ επτά αμνάδας προβάτων μόνας. 29 και είπεν Αβιμέλεχ τω Αβραάμ· τι εισιν αι επτά αμνάδες των προβάτων τούτων, ας έστησας μόνας; 30 και είπεν Αβραάμ, ότι τας επτά αμνάδας λήψη παρ ‘ εμού, ίνα ώσί μοι εις μαρτύριον, ότι εγώ ώρυξα το φρέαρ τούτο. 31 δια τούτο επωνόμασε το όνομα του τόπου εκείνου, Φρέαρ ορκισμού, ότι εκεί ώμοσαν αμφότεροι. 32 και διέθεντο διαθήκην εν τω φρέατι του ορκισμού. ανέστη δε Αβιμέλεχ και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτητος της δυνάμεως αυτού, και επέστρεψαν εις την γην των Φυλιστιείμ. 33 και εφύτευσεν· Αβραάμ άρουραν επί τω φρέατι του όρκου και επεκαλέσατο εκεί το όνομα Κυρίου, Θεός αιώνιος. 34 παρώκησε δε Αβραάμ εν τη γη των Φυλιστιείμ ημέρας πολλάς.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ
1 ΚΑΙ εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα ο Θεός επείρασε τον Αβραάμ και είπεν αυτω· Αβραάμ, Αβραάμ. ο δε είπεν· ιδού εγώ. 2 και είπε· λαβέ τον υιόν σου τον αγαπητόν, ον ηγάπησας, τον Ισαάκ, και πορεύθητι εις την γην την υψηλήν και ανένεγκον αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν εφ ‘ εν των ορέων, ων αν σοι είπω. 3 αναστάς δε Αβραάμ το πρωϊ επέσαξε την όνον αυτού· παρέλαβε δε μεθ ‘ εαυτού δύο παίδας και Ισαάκ τον υιόν αυτού και σχίσας ξύλα εις ολοκάρπωσιν, αναστάς επορεύθη και ήλθεν επί τον τόπον, ον είπεν αυτω ο Θεός, τη ημέρα τη τρίτη. 4 και αναβλέψας Αβραάμ τοις οφθαλμοίς αυτού, είδε τον τόπον μακρόθεν. 5 και είπεν Αβραάμ τοις παισίν αυτού· καθίσατε αυτού μετά της όνου, εγώ δε και το παιδάριον διελευσόμεθα έως ώδε και προσκυνήσαντες αναστρέψομεν προς υμάς. 6 έλαβε δε Αβραάμ τα ξύλα της ολοκαρπώσεως και επέθηκεν Ισαάκ τω υιω αυτού· έλαβε δε μετά χείρας και το πυρ και την μάχαιραν, και επορεύθησαν οι δύο άμα. 7 είπε δε Ισαάκ προς Αβραάμ τον πατέρα αυτού· πάτερ. ο δε είπε· τι εστι, τέκνον; είπε δε· ιδού το πυρ και τα ξύλα· που εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν; 8 είπε δε Αβραάμ· ο Θεός όψεται εαυτω πρόβατον εις ολοκάρπωσιν, τέκνον. πορευθέντες δε αμφότεροι άμα, 9 ήλθον επί τον τόπον, ον είπεν αυτω ο Θεός. και ωκοδόμησεν εκεί Αβραάμ το θυσιαστήριον και επέθηκε τα ξύλα, και συμποδίσας Ισαάκ τον υιόν αυτού, επέθηκεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων. 10 και εξέτεινεν Αβραάμ την χείρα αυτού λαβείν την μάχαιραν σφάξαι τον υιόν αυτού. 11 και εκάλεσεν αυτόν άγγελος Κυρίου εκ του ουρανού και είπεν· Αβραάμ, Αβραάμ. ο δε είπεν· ιδού εγώ. 12 και είπε· μη επιβάλης την χείρά σου επί το παιδάριον μηδέ ποιήσης αυτω μηδέν· νυν γαρ έγνων, ότι φοβή συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι ‘ εμέ. 13 και αναβλέψας Αβραάμ τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού κριός εις κατεχόμενος εν φυτω Σαβέκ των κεράτων· και επορεύθη Αβραάμ και έλαβε τον κριόν και ανήνεγκεν αυτόν εις ολοκάρπωσιν αντί Ισαάκ του υιού αυτού. 14 και εκάλεσεν Αβραάμ το όνομα του τόπου εκείνου, Κύριος είδεν, ίνα είπωσι σήμερον, εν τω όρει Κύριος ώφθη. 15 και εκάλεσεν άγγελος Κυρίου τον Αβραάμ δεύτερον εκ του ουρανού, λέγων· 16 κατ ‘ εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ου είνεκεν εποίησας το ρήμα τούτο, και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι ‘ εμέ, 17 ή μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, ως τους αστέρας του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης, και κληρονομήσει το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων· 18 και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης, ανθ ‘ ων υπήκουσας της εμής φωνής. 19 απεστράφη δε Αβραάμ προς τους παίδας αυτού, και αναστάντες επορεύθησαν άμα επί το φρέαρ του όρκου. και κατώκησεν Αβραάμ επί το φρέαρ του όρκου.
20 Εγένετο δε μετά τα ρήματα ταύτα και ανηγγέλη τω Αβραάμ λέγοντες· ιδού τέτοκε Μελχά και αυτή υιούς τω Ναχώρ τω αδελφω σου, 21 τον Ούζ πρωτότοκον και τον Βαύξ αδελφόν αυτού και τον Καμουήλ πατέρα Σύρων 22 και τον Χαζάδ και Αζαύ και τον Φαλδές και τον Ιελδάφ και τον Βαθουήλ· 23 Βαθουήλ δε εγέννησε την Ρεβέκκαν. οκτώ ούτοι υιοί, ους έτεκε Μελχά τω Ναχώρ τω αδελφω Αβραάμ. 24 και η παλλακή αυτού, ή όνομα Ρεημά, έτεκε και αυτή τον Ταβέκ και τον Ταάμ και τον Τοχός και τον Μοχά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε η ζωή Σάρρας έτη εκατόν εικοσιεπτά. 2 και απέθανε Σάρρα εν πόλει Αρβόκ, ή εστιν εν τω κοιλώματι (αύτη εστί Χεβρών) εν τη γη Χαναάν. ήλθε δε Αβραάμ κόψασθαι Σάρραν και πενθήσαι. 3 και ανέστη Αβραάμ από του νεκρού αυτού και είπεν Αβραάμ τοις υιοίς του Χετ λέγων· 4 πάροικος και παρεπίδημος εγώ ειμι μεθ ‘ υμών· δότε μοι ουν κτήσιν τάφου μεθ ‘ υμών, και θάψω τον νεκρόν μου απ ‘ εμού. 5 απεκρίθησαν δε οι υιοί Χετ προς Αβραάμ λέγοντες· μη κύριε· 6 άκουσον δε ημών. βασιλεύς παρά Θεού συ ει εν ημίν· εν τοις εκλεκτοίς μνημείοις ημών θάψον τον νεκρόν σου· ουδείς γαρ ημών ου μη κωλύσει το μνημείον αυτού από σου του θάψαι τον νεκρόν σου εκεί. 7 αναστάς δε Αβραάμ προσεκύνησε τω λαω της γης, τοις υιοίς του Χετ, 8 και ελάλησε προς αυτούς Αβραάμ λέγων· ει έχετε τη ψυχή υμών, ωστε θάψαι τον νεκρόν μου από προσώπου μου, ακούσατέ μου και λαλήσατε περί εμού Εφρών τω του Σαάρ, 9 και δότω μοι το σπήλαιον το διπλούν, ό εστιν αυτω, το ον εν μέρει του αγρού αυτού· αργυρίου του αξίου δότω μοι αυτό εν υμίν εις κτήσιν μνημείου. 10 Εφρών δε εκάθητο εν μέσω των υιών Χετ· αποκριθείς δε Εφρών ο Χετταίος προς Αβραάμ είπεν, ακουόντων των υιών Χετ και των εισπορευομένων εις την πόλιν πάντων, λέγων· 11 παρ ‘ εμοί γενού, κύριε, και άκουσόν μου· τον αγρόν και το σπήλαιον το εν αυτω σοί δίδωμι· εναντίον πάντων των πολιτών μου δέδωκά σοι· θάψον τον νεκρόν σου· 12 και προσεκύνησεν Αβραάμ εναντίον του λαού της γης 13 και είπε τω Εφρών εις τα ώτα εναντίον του λαού της γης· επειδή προς εμού ει, άκουσόν μου· το αργύριον του αγρού λάβε παρ ‘ εμού, και θάψω τον νεκρόν μου εκεί. 14 απεκρίθη δε Εφρών τω Αβραάμ λέγων· 15 ουχί κύριε, ακήκοα γαρ, γη τετρακοσίων διδράχμων αργυρίου, αλλά τι αν είη τούτο ανά μέσον εμού και σου; συ δε τον νεκρόν σου θάψον. 16 και ήκουσεν Αβραάμ του Εφρών, και αποκατέστησεν Αβραάμ τω Εφρών το αργύριον, ό ελάλησεν εις τα ώτα των υιών Χετ, τετρακόσια δίδραχμα αργυρίου δοκίμου εμπόροις. 17 και έστη ο αγρός Εφρών, ος ην εν τω διπλω σπηλαίω, ος εστι κατά πρόσωπον Μαμβρή, ο αγρός και το σπήλαιον, ό ην εν αυτω, και παν δένδρον, ό ην εν τω αγρω, και παν ό εστιν εν τοις ορίοις αυτού κύκλω, 18 τω Αβραάμ, εις κτήσιν εναντίον των υιών Χετ και πάντων των εισπορευομένων εις την πόλιν. 19 μετά ταύτα έθαψεν Αβραάμ Σάρραν την γυναίκα αυτού εν τω σπηλαίω του αγρού τω διπλω, ό εστιν απέναντι Μαμβρή (αύτη εστί Χεβρών) εν τη γη Χαναάν. 20 και εκυρώθη ο αγρός και το σπήλαιον, ό ην εν αυτω, τω Αβραάμ εις κτήσιν τάφου παρά των υιών Χετ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ
1 ΚΑΙ Αβραάμ ην πρεσβύτερος προβεβηκώς ημερών, και ο Κύριος ηυλόγησε τον Αβραάμ κατά πάντα. 2 και είπεν Αβραάμ τω παιδί αυτού τω πρεσβυτέρω της οικίας αυτού τω άρχοντι πάντων των αυτού· θές την χείρά σου υπό τον μηρόν μου, 3 και εξορκιώ σε Κύριον τον Θεόν του ουρανού και τον Θεόν της γης, ίνα μη λάβης γυναίκα τω υιω μου Ισαάκ από των θυγατέρων των Χαναναίων, μεθ ‘ ων εγώ οικώ εν αυτοίς, 4 αλλ ‘ ή εις την γην μου, ου εγεννήθην, πορεύση και εις την φυλήν μου και λήψη γυναίκα τω υιω μου Ισαάκ εκείθεν. 5 είπε δε προς αυτόν ο παις· μη ποτε ου βούληται η γυνή πορευθήναι μετ ‘ εμού οπίσω εις την γην ταύτην· αποστρέψω τον υιόν σου εις την γην, όθεν εξήλθες εκείθεν; 6 είπε δε προς αυτόν Αβραάμ· πρόσεχε σεαυτω, μη αποστρέψης τον υιόν μου εκεί. 7 Κύριος ο Θεός του ουρανού και ο Θεός της γης, ος έλαβέ με εκ του οίκου του πατρός μου και εκ της γης, ης εγεννήθην, ος ελάλησέ μοι και ος ώμοσέ μοι λέγων· σοί δώσω την γην ταύτην και τω σπέρματί σου, αυτός αποστελεί τον άγγελον αυτού έμπροσθέν σου. και λήψη γυναίκα τω υιω μου εκείθεν. 8 εάν δε μη θέλη η γυνή πορευθήναι μετά σου εις την γην ταύτην, καθαρός έση από του όρκου μου· μόνον τον υιόν μου μη αποστρέψης εκεί. 9 και έθηκεν ο παις την χείρα αυτού υπό τον μηρόν Αβραάμ του κυρίου αυτού και ώμοσεν αυτω περί του ρήματος τούτου.
10 Και έλαβεν ο παις δέκα καμήλους από των καμήλων του κυρίου αυτού και από πάντων των αγαθών του κυρίου αυτού μεθ ‘ εαυτού και αναστάς επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν εις την πόλιν Ναχώρ. 11 και εκοίμισε τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ του ύδατος το προς οψέ, ηνίκα εκπορεύονται αι υδρευόμεναι. 12 και είπε· Κύριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ευόδωσον εναντίον εμού σήμερον και ποίησον έλεος μετά του κυρίου μου Αβραάμ. 13 ιδού εγώ έστηκα επί της πηγής του ύδατος, αι δε θυγατέρες των οικούντων την πόλιν εκπορεύονται αντλήσαι ύδωρ, 14 και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω, επίκλινον την υδρίαν σου, ίνα πίω, και είπη μοι, πίε συ, και τας καμήλους σου ποτιώ, έως αν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ητοίμασας τω παιδί σου τω Ισαάκ, και εν τούτω γνώσομαι ότι εποίησας έλεος μετά του κυρίου μου Αβραάμ. 15 και εγένετο προ του συντελέσαι αυτόν λαλούντα εν τη διανοία αυτού, και ιδού Ρεβέκκα εξεπορεύετο η τεχθείσα Βαθουήλ, υιω Μελχάς της γυναικός Ναχώρ, αδελφού δε Αβραάμ, έχουσα την υδρίαν επί των ώμων αυτής. 16 η δε παρθένος ην καλή τη όψει σφόδρα· παρθένος ην, ανήρ ουκ έγνω αυτήν. καταβάσα δε επί την πηγήν έπλησε την υδρίαν αυτής και ανέβη. 17 επέδραμε δε ο παις εις συνάντησιν αυτής και είπε· πότισόν με μικρόν ύδωρ εκ της υδρίας σου. 18 η δε είπε· πίε, κύριε. και έσπευσε και καθείλε την υδρίαν επί τον βραχίονα αυτής και επότισεν αυτόν, έως επαύσατο πίνων. 19 και είπε· και ταις καμήλοις σου υδρεύσομαι, έως αν πάσαι πίωσι. 20 και έσπευσε και εξεκένωσε την υδρίαν εις το ποτιστήριον και έδραμεν επί το φρέαρ αντλήσαι πάλιν και υδρεύσατο πάσαις ταις καμήλοις. 21 ο δε άνθρωπος κατεμάνθανεν αυτήν και παρεσιώπα του γνώναι, ει ευώδωκε Κύριος την οδόν αυτού ή ου. 22 εγένετο δε, ηνίκα επαύσαντο πάσαι αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά ανά δραχμήν ολκής και δύο ψέλλια επί τας χείρας αυτής, δέκα χρυσών ολκή αυτών. 23 και επηρώτησεν αυτήν και είπε· θυγάτηρ τίνος ει; ανάγγειλόν μοι, ει έστι παρά τω πατρί σου τόπος ημίν του καταλύσαι. 24 η δε είπεν αυτω· θυγάτηρ Βαθουήλ ειμι του Μελχάς, ον έτεκε τω Ναχώρ. 25 και είπεν αυτω· και άχυρα και χορτάσματα πολλά παρ ‘ ημίν και τόπος του καταλύσαι. 26 και ευδοκήσας ο άνθρωπος προσεκύνησε τω Κυρίω και είπεν· 27 ευλογητός Κύριος ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ος ουκ εγκατέλιπε την δικαιοσύνην αυτού και την αλήθειαν από του κυρίου μου· εμέ τε ευώδωκε Κύριος εις οίκον του αδελφού του κυρίου μου.
28 Και δραμούσα η παις ανήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 29 τη δε Ρεβέκκα αδελφός ην ω όνομα Λάβαν· και έδραμε Λάβαν προς τον άνθρωπον έξω επί την πηγήν. 30 και εγένετο ηνίκα είδε τα ενώτια και τα ψέλλια εν ταις χερσί της αδελφής αυτού και ότε ήκουσε τα ρήματα Ρεβέκκας της αδελφής αυτού λεγούσης· ούτω λελάληκέ μοι ο άνθρωπος, και ήλθε προς τον άνθρωπον εστηκότος αυτού επί των καμήλων επί της πηγής 31 και είπεν αυτω· δεύρο είσελθε· ευλογητός Κυρίου· ινατί έστηκας έξω; εγώ δε ητοίμασα την οικίαν και τόπον ταις καμήλοις. 32 εισήλθε δε ο άνθρωπος εις την οικίαν και απέσαξε τας καμήλους και έδωκεν άχυρα και χορτάσματα ταις καμήλοις και ύδωρ νίψασθαι τοις ποσίν αυτού και τοις ποσί των ανδρών των μετ ‘ αυτού. 33 και παρέθηκεν αυτοίς άρτους φαγείν. και είπεν· ου μη φάγω, έως του λαλήσαί με τα ρήματά μου. και είπαν· λάλησον.
34 Και είπε· παις Αβραάμ εγώ ειμι. 35 Κύριος δε ηυλόγησε τον κύριόν μου σφόδρα, και υψώθη· και έδωκεν αυτω πρόβατα και μόσχους και αργύριον και χρυσίον, παίδας και παιδίσκας, καμήλους και όνους. 36 και έτεκε Σάρρα η γυνή του κυρίου μου υιόν ένα τω κυρίω μου μετά το γηράσαι αυτόν, και έδωκεν αυτω όσα ην αυτω. 37 και ωρκισέ με ο κύριός μου, λέγων· ου λήψη γυναίκα τω υιω μου από των θυγατέρων των Χαναναίων, εν οίς εγώ παροικώ εν τη γη αυτών, 38 αλλ ‘ ή εις τον οίκον του πατρός μου πορεύση και εις την φυλήν μου και λήψη γυναίκα τω υιω μου εκείθεν. 39 είπα δε τω κυρίω μου· μήποτε ου πορεύσεται η γυνή μετ ‘ εμού. 40 και είπέ μοι· Κύριος ο Θεός, ω ευηρέστησα εναντίον αυτού, αυτός εξαποστελεί τον άγγελον αυτού μετά σου και ευοδώσει την οδόν σου, και λήψη γυναίκα τω υιω μου εκ της φυλής μου και εκ του οίκου του πατρός μου. 41 τότε αθωος έση από της αράς μου· ηνίκα γαρ εάν έλθης εις την φυλήν μου και μη σοι δώσι, και έση αθωος από του ορκισμού μου. 42 και ελθών σήμερον επί την πηγήν είπα· Κύριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ει συ ευοδοίς την οδόν μου, εν ή νυν εγώ πορεύομαι εν αυτη, 43 ιδού εγώ εφέστηκα επί της πηγής του ύδατος, και αι θυγατέρες των ανθρώπων της πόλεως εκπορεύονται αντλήσαι ύδωρ, και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω, πότισόν με εκ της υδρίας σου μικρόν ύδωρ, 44 και είπη μοι, και συ πίε και ταις καμήλοις σου υδρεύσομαι, αύτη η γυνή, ην ητοίμασε Κύριος τω εαυτού θεράποντι Ισαάκ, και εν τούτω γνώσομαι, ότι πεποίηκας έλεος τω κυρίω μου Αβραάμ. 45 και εγένετο προ του συντελέσαι με λαλούντα εν τη διανοία μου, ευθύς Ρεβέκκα εξεπορεύετο έχουσα την υδρίαν επί των ώμων και κατέβη επί την πηγήν και υδρεύσατο. είπα δε αυτη· πότισόν με. 46 και σπεύσασα καθείλε την υδρίαν επί τον βραχίονα αυτής αφ ‘ εαυτής και είπε· πίε συ, και τας καμήλους σου ποτιώ. και έπιον και τας καμήλους επότισε. 47 και ηρώτησα αυτήν· και είπα· θυγάτηρ τίνος ει; ανάγγειλόν μοι. η δε έφη· θυγάτηρ Βαθουήλ ειμι του υιού Ναχώρ, ον έτεκεν αυτω Μελχά. και περιέθηκα αυτη τα ενώτια και τα ψέλλια περί τας χείρας αυτής· 48 και ευδοκήσας προσεκύνησα τω Κυρίω και ευλόγησα Κύριον τον Θεόν του κυρίου μου Αβραάμ, ος ευώδωσέ με εν οδω αληθείας, λαβείν την θυγατέρα του αδελφού του κυρίου μου τω υιω αυτού. 49 ει ουν ποιείτε υμείς έλεος και δικαιοσύνην προς τον κύριόν μου, απαγγείλατέ μοι, ει δε μη, απαγγείλατέ μοι, ίνα επιστρέψω εις δεξιάν ή αριστεράν.
50 Αποκριθείς δε Λάβαν και Βαθουήλ είπαν· παρά Κυρίου εξήλθε το πρόσταγμα τούτο· ου δυνησόμεθα ουν σοι αντειπείν κακόν ή καλόν. 51 ιδού Ρεβέκκα ενώπιόν σου· λαβών απότρεχε. και έστω γυνή τω υιω του κυρίου σου, καθά ελάλησε Κύριος. 52 εγένετο δε εν τω ακούσαι τον παίδα του Αβραάμ των ρημάτων τούτων, προσεκύνησεν επί την γην τω Κυρίω. 53 και εξενέγκας ο παις σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν έδωκε τη Ρεβέκκα και δώρα έδωκε τω αδελφω αυτής και τη μητρί αυτής. 54 και έφαγον και έπιον και αυτός και οι άνδρες οι μετ ‘ αυτού όντες, και εκοιμήθησαν.
Και αναστάς το πρωϊ είπεν· εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω προς τον κύριόν μου. 55 είπαν δε οι αδελφοί αυτής και η μήτηρ· μεινάτω η παρθένος μεθ ‘ ημών ημέρας ωσεί δέκα, και μετά ταύτα απελεύσεται. 56 ο δε είπε προς αυτούς· μη κατέχετέ με, και Κύριος ευώδωσε την οδόν μου εν εμοί· εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω προς τον κύριόν μου. 57 οι δε είπαν· καλέσωμεν την παίδα και ερωτήσωμεν το στόμα αυτής. 58 και εκάλεσαν την Ρεβέκκαν και είπαν αυτη· πορεύση μετά του ανθρώπου τούτου; η δε είπε· πορεύσομαι. 59 και εξέπεμψαν Ρεβέκκαν την αδελφήν αυτών και τα υπάρχοντα αυτής και τον παίδα του Αβραάμ και τους μετ ‘ αυτού. 60 και ευλόγησαν Ρεβέκκαν και είπαν αυτη· αδελφή ημών ει· γίνου εις χιλιάδας μυριάδων, και κληρονομησάτω το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων. 61 αναστάσα δε Ρεβέκκα και αι άβραι αυτής, επέβησαν επί τας καμήλους και επορεύθησαν μετά του ανθρώπου, και αναλαβών ο παις την Ρεβέκκαν απήλθεν.
62 Ισαάκ δε διεπορεύετο δια της ερήμου κατά το φρέαρ της οράσεως· αυτός δε κατώκει εν τη γη τη προς λίβα. 63 και εξήλθεν Ισαάκ αδολεσχήσαι εις το πεδίον το προς δείλης και αναβλέψας τοις οφθαλμοίς αυτού είδε καμήλους ερχομένας. 64 και αναβλέψασα Ρεβέκκα τοις οφθαλμοίς είδε τον Ισαάκ και κατεπήδησεν από της καμήλου. 65 και είπε τω παιδί· τις εστιν ο άνθρωπος εκείνος ο πορευόμενος εν τω πεδίω εις συνάντησιν ημίν; είπε δε ο παις· ούτός εστιν ο κύριός μου. η δε λαβούσα το θέριστρον περιεβάλετο. 66 και διηγήσατο ο παις τω Ισαάκ πάντα τα ρήματα, α εποίησεν. 67 εισήλθε δε Ισαάκ εις τον οίκον της μητρός αυτού και έλαβε την Ρεβέκκαν, και εγένετο αυτού γυνή, και ηγάπησεν αυτήν· και παρεκλήθη Ισαάκ περί Σάρρας της μητρός αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ
1 ΠΡΟΣΘΕΜΕΝΟΣ δε Αβραάμ έλαβε γυναίκα, ή όνομα Χεττούρα. 2 έτεκε δε αυτω τον Ζομβράν και τον Ιεζάν και τον Μαδάλ και τον Μαδιάμ και τον Ιεσβώκ και τον Σωκέ. 3 Ιεζάν δε εγέννησε και τον Θαιμάν τον Σαβά και τον Δεδάν· υιοί δε Δεδάν εγένοντο Ραγουήλ και Ναβδεήλ και Ασσουριείμ και Λατουσιείμ και Λαωμείμ. 4 υιοί δε Μαδιάμ Γεφάρ και Αφείρ και Ενώχ και Αβειρά και Ελδαγά. πάντες ούτοι ήσαν υιοί Χεττούρας.
5 Έδωκε δε Αβραάμ πάντα τα υπάρχοντα αυτού Ισαάκ τω υιω
αυτού, 6 και τοις υιοίς των παλλακών αυτού έδωκεν Αβραάμ δόματα και εξαπέστειλεν αυτούς από Ισαάκ του υιού αυτού, έτι ζώντος αυτού, προς ανατολάς εις γην ανατολών. 7 ταύτα δε τα έτη ημερών της ζωής Αβραάμ όσα έζησεν, εκατόν εβδομηκονταπέντε έτη. 8 και εκλείπων απέθανεν Αβραάμ εν γήρα καλω πρεσβύτης και πλήρης ημερών και προσετέθη προς τον λαόν αυτού. 9 και έθαψαν αυτόν Ισαάκ και Ισμαήλ οι υιοί αυτού εις το σπήλαιον το διπλούν, εις τον αγρόν Εφρών του Σαάρ του Χετταίου, ος εστιν απέναντι Μαμβρή, 10 τον αγρόν και το σπήλαιον, ό εκτήσατο Αβραάμ παρά των υιών του Χετ, εκεί έθαψαν Αβραάμ και Σάρραν την γυναίκα αυτού. 11 εγένετο δε μετά το αποθανείν Αβραάμ, ευλόγησεν ο Θεός τον Ισαάκ υιόν αυτού· και κατώκησεν Ισαάκ παρά το φρέαρ της οράσεως.
12 Αύται δε αι γενέσεις Ισμαήλ του υιού Αβραάμ, ον έτεκεν Άγαρ η Αιγυπτία η παιδίσκη Σάρρας τω Αβραάμ. 13 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ισμαήλ κατ ‘ ονόματα των γενεών αυτού· πρωτότοκος Ισμαήλ Ναβαιώθ, και Κηδάρ και Ναβδεήλ και Μασσάμ 14 και Μασμά και Δουμά και Μασσή 15 και Χοδδάν και Θαιμάν και Ιετούρ και Ναφές και Κεδμά. 16 ούτοί εισιν οι υιοί Ισμαήλ και ταύτα τα ονόματα αυτών εν ταις σκηναίς αυτών και εν ταις επαύλεσιν αυτών· δώδεκα άρχοντες κατά έθνη αυτών. 17 και ταύτα τα έτη της ζωής Ισμαήλ· εκατόν τριακονταεπτά έτη· και εκλείπων απέθανε και προσετέθη προς το γένος αυτού. 18 κατώκησε δε από Ευϊλάτ έως Σουρ, ή εστι κατά πρόσωπον Αιγύπτου, έως ελθείν προς Ασσυρίους· κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατώκησε.
19 Και αύται αι γενέσεις Ισαάκ του υιού Αβραάμ· 20 Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ. ην δε Ισαάκ ετών τεσσαράκοντα, ότε έλαβε την Ρεβέκκαν θυγατέρα Βαθουήλ του Σύρου εκ της Μεσοποταμίας Συρίας, αδελφήν Λάβαν του Σύρου, εαυτω εις γυναίκα. 21 εδέετο δε Ισαάκ Κυρίου περί Ρεβέκκας της γυναικός αυτού, ότι στείρα ην· επήκουσε δε αυτού ο Θεός, και συνέλαβεν εν γαστρί Ρεβέκκα η γυνή αυτού. 22 εσκίρτων δε τα παιδία εν αυτη· είπε δε, ει ούτω μοι μέλλει γίνεσθαι, ίνα τι μοι τούτο; επορεύθη δε πυθέσθαι παρά Κυρίου. 23 και είπε Κύριος αυτη· δύο έθνη εν γαστρί σου εισί, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται· και λαός λαού υπερέξει, και ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι. 24 και επληρώθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν, και τηδε ην δίδυμα εν τη κοιλία αυτής. 25 εξήλθε δε ο πρωτότοκος πυρράκης, όλος ωσεί δορά δασύς· επωνόμασε δε το όνομα αυτού Ησαύ. 26 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, και η χείρ αυτού επειλημμένη της πτέρνης Ησαύ· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιακώβ. Ισαάκ δε ην ετών εξήκοντα, ότε έτεκεν αυτούς Ρεβέκκα.
27 Ηυξήθησαν δε οι νεανίσκοι, και ην Ησαύ άνθρωπος ειδώς κυνηγείν, άγροικος, Ιακώβ δε άνθρωπος άπλαστος, οικών οικίαν. 28 ηγάπησε δε Ισαάκ τον Ησαύ, ότι η θήρα αυτού βρώσις αυτω· Ρεβέκκα δε ηγάπα τον Ιακώβ. 29 ήψησε δε Ιακώβ έψημα· ήλθε δε Ησαύ εκ του πεδίου εκλείπων, 30 και είπεν Ησαύ τω Ιακώβ· γεύσόν με από του εψήματος του πυρρού τούτου, ότι εκλείπω. δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτού Εδώμ. 31 είπε δε Ιακώβ τω Ησαύ· απόδου μοι σήμερον τα πρωτοτόκιά σου εμοί. 32 και είπεν Ησαύ· ιδού εγώ πορεύομαι τελευτάν, και ίνα τι μοι ταύτα τα πρωτοτόκια; 33 και είπεν αυτω Ιακώβ· όμοσόν μοι σήμερον. και ώμοσεν αυτω· απέδοτο δε Ησαύ τα πρωτοτόκια τω Ιακώβ. 34 Ιακώβ δε έδωκε τω Ησαύ άρτον και έψημα φακού, και έφαγε και έπιε και αναστάς ώχετο· και εφαύλισεν Ησαύ τα πρωτοτόκια.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε λιμός επί της γης χωρίς του λιμού του πρότερον, ος εγένετο εν τω καιρω του Αβραάμ· επορεύθη δε Ισαάκ προς Αβιμέλεχ βασιλέα Φυλιστιείμ εις Γέραρα. 2 ώφθη δε αυτω Κύριος και είπε· μη καταβής εις Αίγυπτον· κατοίκησον δε εν τη γη, ή αν σοι είπω. 3 και παροίκει εν τη γη ταύτη, και έσομαι μετά σου και ευλογήσω σε· σοί γαρ και τω σπέρματί σου δώσω πάσαν την γην ταύτην και στήσω τον όρκον μου, ον ώμοσα τω Αβραάμ τω πατρί σου. 4 και πληθυνώ το σπέρμα σου ως τους αστέρας του ουρανού και δώσω τω σπέρματί σου πάσαν την γην ταύτην, και ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης, 5 ανθ ‘ ων υπήκουσεν Αβραάμ ο πατήρ σου της εμής φωνής και εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και τα νόμιμά μου. 6 κατώκησε δε Ισαάκ εν Γεράροις.
7 Επηρώτησαν δε οι άνδρες του τόπου περί Ρεβέκκας της γυναικός αυτού, και είπεν· αδελφή μου εστίν· εφοβήθη γαρ ειπείν ότι γυνή μου εστί, μήποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες του τόπου περί Ρεβέκκας, ότι ωραία τη όψει ην. 8 εγένετο δε πολυχρόνιος εκεί· και παρακύψας Αβιμέλεχ ο βασιλεύς Γεράρων δια της θυρίδος, είδε τον Ισαάκ παίζοντα μετά Ρεβέκκας της γυναικός αυτού. 9 εκάλεσε δε Αβιμέλεχ τον Ισαάκ και είπεν αυτω· άρά γε γυνή σου εστί; τι ότι είπας, αδελφή μου εστίν; είπε δε αυτω Ισαάκ· είπα γαρ, μήποτε αποθάνω δι ‘ αυτήν. 10 είπε δε αυτω Αβιμέλεχ· τι τούτο εποίησας ημίν; μικρού εκοιμήθη τις εκ του γένους μου μετά της γυναικός σου, και επήγαγες αν εφ ‘ ημάς άγνοιαν. 11 συνέταξε δε Αβιμέλεχ παντί τω λαω αυτού, λέγων· πας ο αψάμενος του ανθρώπου τούτου ή της γυναικός αυτού, θανάτω ένοχος έσται. 12 έσπειρε δε Ισαάκ εν τη γη εκείνη και εύρεν εν τω ενιαυτω εκείνω εκατοστεύουσαν κριθήν· ευλόγησε δε αυτόν Κύριος. 13 και υψώθη ο άνθρωπος. και προβαίνων μείζων εγίνετο, έως ου μέγας εγένετο σφόδρα· 14 εγένετο δε αυτω κτήνη προβάτων και κτήνη βοών και γεώργια πολλά. εζήλωσαν δε αυτόν οι Φυλιστιείμ, 15 και πάντα τα φρέατα, α ώρυξαν οι παίδες του πατρός αυτού εν τω χρόνω του πατρός αυτού, ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιείμ και έπλησαν αυτά γης. 16 είπε δε Αβιμέλεχ προς Ισαάκ· άπελθε αφ ‘ ημών, ότι δυνατώτερος ημών εγένου σφόδρα. 17 και απήλθεν εκείθεν Ισαάκ και κατέλυσεν εν τη φάραγγι Γεράρων και κατώκησεν εκεί. 18 και πάλιν Ισαάκ ώρυξε τα φρέατα του ύδατος, α ώρυξαν οι παίδες Αβραάμ του πατρός αυτού και ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιείμ μετά το αποθανείν Αβραάμ τον πατέρα αυτού, και επωνόμασεν αυτοίς ονόματα κατά τα ονόματα, α ωνόμασεν ο πατήρ αυτού. 19 και ώρυξαν οι παίδες Ισαάκ εν τη φάραγγι Γεράρων και εύρον εκεί φρέαρ ύδατος ζώντος. 20 και εμαχέσαντο οι ποιμένες Γεράρων μετά των ποιμένων Ισαάκ, φάσκοντες αυτών είναι το ύδωρ. και εκάλεσαν το όνομα του φρέατος Αδικία· ηδίκησαν γαρ αυτόν. 21 απάρας δε Ισαάκ εκείθεν ώρυξε φρέαρ έτερον, εκρίνοντο δε και περί εκείνου· και επωνόμασε το όνομα αυτού Εχθρία. 22 απάρας δε εκείθεν ώρυξε φρέαρ έτερον, και ουκ εμαχέσαντο περί αυτού· και επωνόμασε το όνομα αυτού Ευρυχωρία, λέγων· διότι νυν επλάτυνε Κύριος ημίν και ηύξησεν ημάς επί της γης.
23 Ανέβη δε εκείθεν επί το φρέαρ του όρκου. 24 και ώφθη αυτω Κύριος εν τη νυκτί εκείνη και είπεν· εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ του πατρός σου· μη φοβού· μετά σου γαρ ειμι και ευλογήσω σε και πληθυνώ το σπέρμα σου δι ‘ Αβραάμ τον πατέρα σου. 25 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο το όνομα Κυρίου και έπηξεν εκεί την σκηνήν αυτού· ώρυξαν δε εκεί οι παίδες Ισαάκ φρέαρ εν τη φάραγγι Γεράρων. 26 και Αβιμέλεχ επορεύθη προς αυτόν από Γεράρων και Οχοζάθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού. 27 και είπεν αυτοίς Ισαάκ· ίνα τι ήλθετε προς με; υμείς δε εμισήσατέ με και εξαπεστείλατέ με αφ ‘ υμών. 28 οι δε είπαν· ιδόντες εωράκαμεν, ότι ην Κύριος μετά σου, και είπαμεν· γενέσθω αρά ανά μέσον ημών και ανά μέσον σου, και διαθησόμεθα μετά σου διαθήκην, 29 μη ποιήσαι μεθ ‘ ημών κακόν, καθότι ουκ εβδελυξάμεθά σε ημείς, και ον τρόπον εχρησάμεθά σοι καλώς και εξαπεστείλαμέν σε μετ ‘ ειρήνης· και νυν ευλογημένος συ υπό Κυρίου. 30 και εποίησεν αυτοίς δοχήν, και έφαγον και έπιον· 31 και αναστάντες το πρωϊ, ώμοσεν έκαστος τω πλησίον αυτού, και εξαπέστειλεν αυτούς Ισαάκ, και απώχοντο απ ‘ αυτού μετά σωτηρίας. 32 εγένετο δε εν τη ημέρα εκείνη και παραγενόμενοι οι παίδες Ισαάκ απήγγειλαν αυτω περί του φρέατος, ου ώρυξαν, και είπαν· ουχ εύρομεν ύδωρ. 33 και εκάλεσεν αυτό Ορκος· δια τούτο εκάλεσεν όνομα τη πόλει εκείνη Φρέαρ όρκου έως της σήμερον ημέρας.
34 Ην δε Ησαύ ετών τεσσαράκοντα και έλαβε γυναίκα Ιουδίθ, θυγατέρα Βεώχ του Χετταίου και την Βασεμάθ, θυγατέρα Ελών Χετταίου. 35 και ήσαν ερίζουσαι τω Ισαάκ και τη Ρεβέκκα.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά το γηράσαι τον Ισαάκ και ημβλύνθησαν οι οφθαλμοί αυτού του οράν, και εκάλεσεν Ησαύ τον υιόν αυτού τον πρεσβύτερον και είπεν αυτω· υιε μου· και είπεν· ιδού εγώ. 2 και είπεν· ιδού γεγήρακα και ου γινώσκω την ημέραν της τελευτής μου· 3 νυν ουν λαβέ το σκεύός σου, την τε φαρέτραν και το τόξον, και έξελθε εις το πεδίον και θήρευσόν μοι θήραν 4 και ποίησόν μοι εδέσματα, ως φιλώ εγώ, και ένεγκέ μοι, ίνα φάγω, όπως ευλογήση σε η ψυχή μου πριν αποθανείν με. 5 Ρεβέκκα δε ήκουσε λαλούντος Ισαάκ προς Ησαύ τον υιόν αυτού. επορεύθη δε Ησαύ εις το πεδίον θηρεύσαι θήραν τω πατρί αυτού· 6 Ρεβέκκα δε είπε προς Ιακώβ τον υιόν αυτής, τον ελάσσω· ιδέ, ήκουσα του πατρός σου λαλούντος προς Ησαύ τον αδελφόν σου λέγοντος· 7 ένεγκόν μοι θήραν και ποίησόν μοι εδέσματα, ίνα φαγών ευλογήσω σε εναντίον Κυρίου προ του αποθανείν με. 8 νυν ουν, υιε μου, άκουσόν μου, καθά εγώ σοι εντέλλομαι. 9 και πορευθείς εις τα πρόβατα λαβέ μοι εκείθεν δύο ερίφους απαλούς και καλούς, και ποιήσω αυτούς εδέσματα τω πατρί σου, ως φιλεί, 10 και εισοίσεις τω πατρί σου και φάγεται, όπως ευλογήση σε ο πατήρ σου προ του αποθανείν αυτόν. 11 είπε δε Ιακώβ προς Ρεβέκκαν την μητέρα αυτού· έστιν Ησαύ ο αδελφός μου ανήρ δασύς, εγώ δε ανήρ λείος· 12 μη ποτε ψηλαφήση με ο πατήρ, και έσομαι εναντίον αυτού ως καταφρονών και επάξω επ' εμαυτόν κατάραν και ουκ ευλογίαν. 13 είπε δε αυτω η μήτηρ· επ ‘ εμέ η κατάρα σου, τέκνον· μόνον υπάκουσόν μοι της φωνής και πορευθείς ένεγκέ μοι. 14 πορευθείς δε έλαβε και ήνεγκε τη μητρί, και εποίησεν η μήτηρ αυτού εδέσματα, καθά εφίλει ο πατήρ αυτού. 15 και λαβούσα Ρεβέκκα την στολήν Ησαύ του υιού αυτής του πρεσβυτέρου την καλήν, ή ην παρ ‘ αυτη εν τω οίκω, ενέδυσεν αυτήν Ιακώβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον 16 και τα δέρματα των ερίφων περιέθηκεν επί τους βραχίονας αυτού και επί τα γυμνά του τραχήλου αυτού 17 και έδωκε τα εδέσματα και τους άρτους, ους εποίησεν εις τας χείρας Ιακώβ του υιού αυτής. 18 και εισήνεγκε τω πατρί αυτού. είπε δε· πάτερ. ο δε είπεν· ιδού εγώ· τις ει συ τέκνον; 19 και είπεν Ιακώβ τω πατρί· εγώ Ησαύ ο πρωτότοκός σου· πεποίηκα καθά ελάλησάς μοι· αναστάς κάθισον και φάγε από της θήρας μου, όπως ευλογήση με η ψυχή σου. 20 είπε δε Ισαάκ τω υιω αυτού· τι τούτο, ό ταχύ εύρες, ω τέκνον; ο δε είπεν· ό παρέδωκε Κύριος ο Θεός σου εναντίον μου. 21 είπε δε Ισαάκ τω Ιακώβ· έγγισόν μοι και ψηλαφήσω σε, τέκνον, ει συ ει ο υιος μου Ησαύ ή ου. 22 ήγγισε δε Ιακώβ προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού, και εψηλάφησεν αυτόν και είπεν· η μεν φωνή φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες χείρες Ησαύ. 23 και ουκ επέγνω αυτόν· ήσαν γαρ αι χείρες αυτού ως αι χείρες Ησαύ του αδελφού αυτού δασείαι· και ευλόγησεν αυτόν 24 και είπε· συ ει ο υιος μου Ησαύ; ο δε είπεν· εγώ. 25 και είπε· προσάγαγέ μοι, και φάγομαι από της θήρας σου, τέκνον, ίνα ευλογήση σε η ψυχή μου. και προσήνεγκεν αυτω, και έφαγε· και εισήνεγκεν αυτω οίνον, και έπιε. 26 και είπεν αυτω Ισαάκ ο πατήρ αυτού· έγγισόν μοι και φίλησόν με τέκνον. 27 και εγγίσας εφίλησεν αυτόν, και ωσφράνθη την οσμήν των ιματίων αυτού και ευλόγησεν αυτόν και είπεν· ιδού οσμή του υιού μου ως οσμή αγρού πλήρους, ον ευλόγησε Κύριος. 28 και δώη σοι ο Θεός από της δρόσου του ουρανού και από της πιότητος της γης και πλήθος σίτου και οίνου. 29 και δουλευσάτωσάν σοι έθνη, και προσκυνησάτωσάν σοι άρχοντες· και γίνου κύριος του αδελφού σου, και προσκυνήσουσί σε οι υιοί του πατρός σου. ο καταρώμενός σε επικατάρατος, ο δε ευλογών σε ευλογημένος.
30 Και εγένετο μετά το παύσασθαι Ισαάκ ευλογούντα Ιακώβ τον υιόν αυτού και εγένετο, ως εξήλθεν Ιακώβ από προσώπου Ισαάκ του πατρός αυτού, και Ησαύ ο αδελφός αυτού ήλθεν από της θήρας. 31 και εποίησε και αυτός εδέσματα και προσήνεγκε τω πατρί αυτού. και είπε τω πατρί· αναστήτω ο πατήρ μου και φαγέτω από της θήρας του υιού αυτού, όπως ευλογήση με η ψυχή σου. 32 και είπεν αυτω Ισαάκ ο πατήρ αυτού· τις ει συ; ο δε είπεν· εγώ ειμι ο υιος σου ο πρωτότοκος Ησαύ. 33 εξέστη δε Ισαάκ έκστασιν μεγάλην σφόδρα και είπε· τις ουν ο θηρεύσας μοι θήραν και εισενέγκας μοι; και έφαγον από πάντων προ του ελθείν σε και ευλόγησα αυτόν, και ευλογημένος έσται. 34 εγένετο δε, ηνίκα ήκουσεν Ησαύ τα ύρήματα του πατρός αυτού Ισαάκ, ανεβόησε φωνήν μεγάλην και πικράν σφόδρα και είπεν· ευλόγησον δη καμέ, πάτερ. 35 είπε δε αυτω· ελθών ο αδελφός σου μετά δόλου έλαβε την ευλογίαν σου. 36 και είπε· δικαίως εκλήθη το όνομα αυτού Ιακώβ· επτέρνικε γαρ με ιδού δεύτερον τούτο· τα τε πρωτοτόκιά μου είληφε και νυν έλαβε την ευλογίαν μου· και είπεν Ησαύ τω πατρί αυτού· ουχ υπελίπου μοι ευλογίαν, πάτερ; 37 αποκριθείς δε Ισαάκ είπε τω Ησαύ· ει κύριον αυτόν πεποίηκά σου και πάντας τους αδελφούς αυτού πεποίηκα αυτού οικέτας, σίτω και οίνω εστήριξα αυτόν, σοί δε τι ποιήσω, τέκνον; 38 είπε δε Ησαύ προς τον πατέρα αυτού· μη ευλογία μία σοί εστι, πάτερ; ευλόγησον δη καμέ, πάτερ. κατανυχθέντος δε Ισαάκ ανεβόησε φωνή Ησαύ και έκλαυσεν. 39 αποκριθείς δε Ισαάκ ο πατήρ αυτού είπεν αυτω· ιδού από της πιότητος της γης έσται η κατοίκησίς σου και από της δρόσου του ουρανού άνωθεν. 40 και επί τη μαχαίρα σου ζήση και τω αδελφω σου δουλεύσεις· έσται δε ηνίκα εάν καθέλης, και εκλύσης τον ζυγόν αυτού από του τραχήλου σου.
41 Και ενεκότει Ησαύ τω Ιακώβ περί της ευλογίας ης ευλόγησεν αυτόν ο πατήρ αυτού· είπε δε Ησαύ εν τη διανοία αυτού· εγγισάτωσαν αι ημέραι του πένθους του πατρός μου, ίνα αποκτείνω Ιακώβ τον αδελφόν μου. 42 απηγγέλη δε Ρεβέκκα τα ρήματα Ησαύ του υιού αυτής του πρεσβυτέρου, και πέμψασα εκάλεσεν Ιακώβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον και είπεν αυτω· ιδού Ησαύ ο αδελφός σου απειλεί σοι του αποκτείναί σε· 43 νυν ουν, τέκνον, άκουσόν μου της φωνής και αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν προς Λάβαν τον αδελφόν μου εις Χαρράν. 44 και οίκησον μετ ‘ αυτού ημέρας τινάς, 45 έως του αποστρέψαι τον θυμόν και την οργήν του αδελφού σου από σου, και επιλάθηται α πεποίηκας αυτω. και αποστείλασα μεταπέμψομαί σε εκείθεν, μη ποτε αποτεκνωθώ από των δύο υμών εν ημέρα μια.
46 Είπε δε Ρεβέκκα προς Ισαάκ· προσώχθικα τη ζωή μου δια τας θυγατέρας των υιών Χετ· ει λήψεται Ιακώβ γυναίκα από των θυγατέρων της γης ταύτης, ίνα τι μοι το ζήν;
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ
1 ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΜΕΝΟΣ δε Ισαάκ τον Ιακώβ ευλόγησεν αυτόν και ενετείλατο αυτω λέγων· ου λήψη γυναίκα εκ των θυγατέρων των Χαναναίων· 2 αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν, εις τον οίκον Βαθουήλ του πατρός της μητρός σου και λάβε σεαυτω εκείθεν γυναίκα εκ των θυγατέρων Λάβαν του αδελφού της μητρός σου. 3 ο δε Θεός μου ευλογήσαι σε και αυξήσαι σε και πληθύναι σε, και έση εις συναγωγάς εθνών· 4 και δώη σοι την ευλογίαν Αβραάμ του πατρός μου σοί και τω σπέρματί σου μετά σε, κληρονομήσαι την γην της παροικήσεώς σου, ην έδωκεν ο Θεός τω Αβραάμ. 5 και απέστειλεν Ισαάκ τον Ιακώβ και επορεύθη εις την Μεσσοποταμίαν προς Λάβαν τον υιόν Βαθουήλ του Σύρου, αδελφόν Ρεβέκκας της μητρός Ιακώβ και Ησαύ.
6 Είδε δε Ησαύ ότι ευλόγησεν Ισαάκ τον Ιακώβ, και απώχετο εις την Μεσοποταμίαν Συρίας λαβείν εαυτω γυναίκα εκείθεν εν τω ευλογείν αυτόν και ενετείλατο αυτω λέγων· ου λήψη γυναίκα εκ των θυγατέρων των Χαναναίων, 7 και ήκουσεν Ιακώβ του πατρός και της μητρός αυτού και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν Συρίας. 8 ιδών δε και Ησαύ ότι πονηραί εισιν αι θυγατέρες Χαναάν εναντίον Ισαάκ του πατρός αυτού, 9 επορεύθη Ησαύ προς Ισμαήλ και έλαβε την Μαελέθ θυγατέρα Ισμαήλ του υιού Αβραάμ, αδελφήν Ναβεώθ, προς ταις γυναιξίν αυτού γυναίκα.
10 Και εξήλθεν Ιακώβ από του φρέατος του όρκου και επορεύθη εις Χαρράν. 11 και απήντησε τόπω και εκοιμήθη εκεί· έδυ γαρ ο ήλιος· και έλαβεν από των λίθων του τόπου, και έθηκε προς κεφαλής αυτού και εκοιμήθη εν τω τόπω εκείνω. 12 και ενυπνιάσθη, και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ης η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ ‘ αυτής. 13 ο δε Κύριος επεστήρικτο επ ‘ αυτής και είπεν· εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός Ισαάκ· μη φοβού· η γη, εφ ‘ ης συ καθεύδεις επ ‘ αυτής, σοί δώσω αυτήν, και τω σπέρματί σου. 14 και έσται το σπέρμα σου ως η άμμος της γης και πλατυνθήσεται επί θάλασσαν και επί λίβα και επί βορράν, και επ ‘ ανατολάς, και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γης και εν τω σπέρματί σου. 15 και ιδού εγώ ειμι μετά σου διαφυλάσσων σε εν τη οδω πάση, ου αν πορευθής, και αποστρέψω σε εις την γην ταύτην, ότι ου μη σε εγκαταλίπω, έως του ποιήσαί με πάντα όσα ελάλησά σοι. 16 και εξηγέρθη Ιακώβ εκ του ύπνου αυτού και είπεν· ότι έστι Κύριος εν τω τόπω τούτω, εγώ δε ουκ ήδειν. 17 και εφοβήθη και είπεν· ως φοβερός ο τόπος ούτος· ουκ έστι τούτο αλλ ‘ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού. 18 και ανέστη Ιακώβ το πρωϊ και έλαβε τον λίθον, ον υπέθηκεν εκεί προς κεφαλής αυτού, και έστησεν αυτόν στήλην και επέχεεν έλαιον επί το άκρον αυτής. 19 και εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου Οίκος Θεού· και Ουλαμλούζ ην όνομα τη πόλει το πρότερον. 20 και ηύξατο Ιακώβ ευχήν λέγων· εάν ή Κύριος ο Θεός μετ ‘ εμού και διαφυλάξη με εν τη οδω ταύτη, ή εγώ πορεύομαι, και δω μοι άρτον φαγείν και ιμάτιον περιβαλέσθαι 21 και αποστρέψη με μετά σωτηρίας εις τον οίκον του πατρός μου, και έσται Κύριός μοι εις Θεόν, 22 και ο λίθος ούτος, ον έστησα στήλην, έσται μοι οίκος Θεού, και πάντων, ων εάν μοι δως, δεκάτην αποδεκατώσω αυτά σοι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΘ
1 ΚΑΙ εξάρας Ιακώβ τους πόδας επορεύθη εις γην ανατολών προς Λάβαν τον υιόν Βαθουήλ του Σύρου, αδελφόν δε Ρεβέκκας μητρός Ιακώβ και Ησαύ. 2 και ορά και ιδού φρέαρ εν τω πεδίω, ήσαν δε εκεί τρία ποίμνια προβάτων αναπαυόμενα επ ‘ αυτού· εκ γαρ του φρέατος εκείνου επότιζον τα ποίμνια, λίθος δε ην μέγας επί τω στόματι του φρέατος, 3 και συνήγοντο εκεί πάντα τα ποίμνια και απεκύλιον τον λίθον από του στόματος του φρέατος και επότιζον τα πρόβατα και αποκαθίστων τον λίθον επί το στόμα του φρέατος εις τον τόπον αυτού. 4 είπε δε αυτοίς Ιακώβ· αδελφοί, πόθεν εστέ υμείς; οι δε είπαν· εκ Χαρράν εσμέν. 5 είπε δε αυτοίς· γινώσκετε Λάβαν τον υιόν Ναχώρ; οι δε είπαν· γινώσκομεν. 6 είπε δε αυτοίς· υγιαίνει; οι δε είπαν· υγιαίνει. και ιδού Ραχήλ η θυγάτηρ αυτού ήρχετο μετά των προβάτων. 7 και είπεν Ιακώβ· έτι εστίν ημέρα πολλή, ούπω ωρα συναχθήναι τα κτήνη· ποτίσαντες τα πρόβατα απελθόντες βόσκετε. 8 οι δε είπαν· ου δυνησόμεθα έως του συναχθήναι πάντας τους ποιμένας, και αποκυλίσουσι τον λίθον από του στόματος του φρέατος, και ποτιούμεν τα πρόβατα. 9 έτι αυτού λαλούντος αυτοίς και ιδού Ραχήλ η θυγάτηρ Λάβαν ήρχετο μετά των προβάτων του πατρός αυτής· αυτή γαρ έβοσκε τα πρόβατα του πατρός αυτής. 10 εγένετο δε, ως είδεν Ιακώβ την Ραχήλ την θυγατέρα Λάβαν του αδελφού της μητρός αυτού, και τα πρόβατα Λάβαν του αδελφού της μητρός αυτού, και προσελθών Ιακώβ απεκύλισε τον λίθον από του στόματος του φρέατος και επότιζε τα πρόβατα Λάβαν του αδελφού της μητρός αυτού. 11 και εφίλησεν Ιακώβ την Ραχήλ· και βοήσας τη φωνή αυτού έκλαυσε. 12 και απήγγειλε τη Ραχήλ, ότι αδελφός του πατρός αυτής εστι και ότι υιος Ρεβέκκας εστί, και δραμούσα απήγγειλε τω πατρί αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 13 εγένετο δε, ως ήκουσε Λάβαν το όνομα Ιακώβ του υιού της αδελφής αυτού, έδραμεν εις συνάντησιν αυτω και περιλαβών αυτόν εφίλησε και εισήγαγεν αυτόν εις τον οίκον αυτού. και διηγήσατο τω Λάβαν πάντας τους λόγους τούτους. 14 και είπεν αυτω Λάβαν· εκ των οστών μου και εκ της σαρκός μου ει συ. και ην μετ ‘ αυτού μήνα ημερών.
15 Είπε δε Λάβαν τω Ιακώβ· ότι γαρ αδελφός μου ει, ου δουλεύσεις μοι δωρεάν· απάγγειλόν μοι, τις ο μισθός σου εστί; 16 τω δε Λάβαν ήσαν δύο θυγατέρες, όνομα τη μείζονι Λεία, και όνομα τη νεωτέρα Ραχήλ. 17 οι δε οφθαλμοί Λείας ασθενείς, Ραχήλ δε ην καλή τω είδει και ωραία τη όψει σφόδρα. 18 ηγάπησε δε Ιακώβ την Ραχήλ και είπε· δουλεύσω σοι επτά έτη περί Ραχήλ της θυγατρός σου της νεωτέρας. 19 είπε δε αυτω Λάβαν· βέλτιον δούναί με αυτήν σοι, ή δούναί με αυτήν ανδρί ετέρω· οίκησον μετ ‘ εμού. 20 και εδούλευσεν Ιακώβ περί Ραχήλ επτά έτη, και ήσαν εναντίον αυτού ως ημέραι ολίγαι, παρά το αγαπάν αυτόν αυτήν. 21 είπε δε Ιακώβ τω Λάβαν· δος μοι την γυναίκά μου, πεπλήρωνται γαρ αι ημέραι, όπως εισέλθω προς αυτήν. 22 συνήγαγε δε Λάβαν πάντας τους άνδρας του τόπου και εποίησε γάμον. 23 και εγένετο εσπέρα, και λαβών Λείαν την θυγατέρα αυτού εισήγαγε προς Ιακώβ και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ. 24 έδωκε δε Λάβαν Λεία τη θυγατρί αυτού Ζελφάν την παιδίσκην αυτού αυτη παιδίσκην. 25 εγένετο δε πρωϊ, και ιδού ην Λεία. είπε δε Ιακώβ τω Λάβαν· τι τούτο εποίησάς μοι; ου περί Ραχήλ εδούλευσα παρά σοί; και ινατί παρελογίσω με; 26 απεκρίθη δε Λάβαν· ουκ έστιν ούτως εν τω τόπω ημών, δούναι την νεωτέραν πριν ή την πρεσβυτέραν· 27 συντέλεσον ουν τα έβδομα ταύτης, και δώσω σοι και ταύτην αντί της εργασίας, ης εργά παρ ‘ εμοί, έτι επτά έτη έτερα. 28 εποίησε δε Ιακώβ ούτως και ανεπλήρωσε τα έβδομα ταύτης, και έδωκεν αυτω Λάβαν Ραχήλ την θυγατέρα αυτού αυτω γυναίκα. 29 έδωκε δε Λάβαν τη θυγατρί αυτού Βαλλάν την παιδίσκην αυτού αυτη παιδίσκην. 30 και εισήλθε προς Ραχήλ· ηγάπησε δε Ραχήλ μάλλον ή Λείαν· και εδούλευσεν αυτω επτά έτη έτερα.
31 Ιδών δε Κύριος ο Θεός ότι εμισείτο Λεία, ήνοιξε την μήτραν αυτής· Ραχήλ δε ην στείρα· 32 και συνέλαβε Λεία και έτεκεν υιόν τω Ιακώβ· εκάλεσε δε το όνομα αυτού Ρουβήν λέγουσα· διότι είδέ μου Κύριος την ταπείνωσιν, και έδωκέ μοι υιόν· νυν ουν αγαπήσει με ο ανήρ μου. 33 και συνέλαβε πάλιν και έτεκεν υιόν δεύτερον τω Ιακώβ και είπεν· ότι ήκουσε Κύριος ότι μισούμαι, και προσέδωκέ μοι και τούτον· εκάλεσε δε το όνομα αυτού Συμεών· 34 και συνέλαβεν έτι και έτεκεν υιόν και είπεν· εν τω νυν καιρω προς εμού έσται ο ανήρ μου, τέτοκα γαρ αυτω τρεις υιούς· δια τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Λευεί. 35 και συλλαβούσα έτι έτεκεν υιόν και είπε· νυν έτι τούτο εξομολογήσομαι τω Κυρίω· δια τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Ιούδαν. και έστη του τίκτειν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ
1 ΙΔΟΥΣΑ δε Ραχήλ ότι ου τέτοκε τω Ιακώβ, και εζήλωσε Ραχήλ την αδελφήν αυτής και είπε τω Ιακώβ· δος μοι τέκνα· ει δε μη, τελευτήσω εγώ. 2 θυματωθείς δε Ιακώβ τη Ραχήλ είπεν αυτη· μη αντί Θεού εγώ ειμι, ος εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας; 3 είπε δε Ραχήλ τω Ιακώβ· ιδού η παιδίσκη μου Βαλλά· είσελθε προς αυτήν, και τέξεται επί των γονάτων μου, και τεκνοποιήσομαι καγώ εξ αυτής. 4 και έδωκεν αυτω Βαλλάν την παιδίσκην αυτής αυτω γυναίκα· και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ. 5 και συνέλαβε Βαλλά η παιδίσκη Ραχήλ και έτεκε τω Ιακώβ υιόν. 6 και είπε Ραχήλ· έκρινέ μοι ο Θεός και επήκουσε της φωνής μου και έδωκέ μοι υιόν· δια τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Δάν. 7 και συνέλαβεν έτι Βαλλά η παιδίσκη Ραχήλ και έτεκεν υιόν δεύτερον τω Ιακώβ. 8 και είπε Ραχήλ· συναντελάβετό μου ο Θεός, και συνανεστράφην τη αδελφή μου και ηδυνάσθην· και εκάλεσε το όνομα αυτού Νεφθαλείμ.
9 Είδε δε Λεία ότι έστη του τίκτειν, και έλαβε Ζελφάν την παιδίσκην αυτής και έδωκεν αυτήν τω Ιακώβ γυναίκα. και εισήλθε προς αυτήν 10 και συνέλαβε Ζελφά η παιδίσκη Λείας και έτεκε τω Ιακώβ υιόν. 11 και είπε Λεία. εν τύχη· και επωνόμασε το όνομα αυτού Γάδ. 12 και συνέλαβεν έτι Ζελφά η παιδίσκη Λείας και έτεκε τω Ιακώβ υιόν δεύτερον. 13 και είπε Λεία· μακαρία εγώ, ότι μακαριούσί με αι γυναίκες· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ασήρ.
14 Επορεύθη δε Ρουβήν εν ημέρα θερισμού πυρών και εύρε μήλα μανδραγορών εν τω αγρω και ήνεγκεν αυτά προς Λείαν την μητέρα αυτού· είπε δε Ραχήλ Λεία τη αδελφή αυτής· δος μοι των μανδραγορών του υιού σου. 15 είπε δε Λεία· ουχ ικανόν σοι ότι έλαβες τον άνδρα μου; μη και τους μανδραγόρας του υιού μου λήψη; είπε δε Ραχήλ· ουχ ούτως· κοιμηθήτω μετά σου την νύκτα ταύτην αντί των μανδραγορών του υιού σου. 16 εισήλθε δε Ιακώβ εξ αγρού εσπέρας, και εξήλθε Λεία εις συνάντησιν αυτω και είπε· προς εμέ εισελεύση σήμερον· μεμίσθωμαι γαρ σε αντί των μανδραγορών του υιού μου. και εκοιμήθη μετ ‘ αυτής την νύκτα εκείνην. 17 και επήκουσεν ο Θεός Λείας, και συλλαβούσα έτεκε τω Ιακώβ υιόν πέμπτον. 18 και είπε Λεία· δέδωκέ μοι ο Θεός τον μισθόν μου, ανθ ‘ ου έδωκα την παιδίσκην μου τω ανδρί μου· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ισσάχαρ, ό εστι μισθός. 19 και συνέλαβεν έτι Λεία και έτεκεν υιόν έκτον τω Ιακώβ. 20 και είπε Λεία· δεδώρηται ο Θεός μοι δώρον καλόν εν τω νυν καιρω· αιρετιεί με ο ανήρ μου, τέτοκα γαρ αυτω υιούς εξ· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ζαβουλών. 21 και μετά τούτο έτεκε θυγατέρα και εκάλεσε το όνομα αυτής Δείνα.
22 Εμνήσθη δε ο Θεός της Ραχήλ, και επήκουσεν αυτής ο Θεός και ανέωξεν αυτής την μήτραν, 23 και συλλαβούσα έτεκε τω Ιακώβ υιόν. είπε δε Ραχήλ· αφείλεν ο Θεός μου το όνειδος· 24 και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιωσήφ λέγουσα· προσθέτω ο Θεός μοι υιόν έτερον.
25 Εγένετο δε ως έτεκε Ραχήλ τον Ιωσήφ, είπεν Ιακώβ τω Λάβαν· απόστειλόν με, ίνα απέλθω εις τον τόπον μου και εις την γην μου. 26 απόδος τας γυναίκάς μου και τα παιδία μου, περί ων δεδούλευκά σοι, ίνα απέλθω· συ γαρ γινώσκεις την δουλείαν, ην δεδούλευκά σοι. 27 είπε δε αυτω Λάβαν· ει εύρον χάριν εναντίον σου, οιωνισάμην αν· ευλόγησε γαρ με ο Θεός επί τη σή εισόδω. 28 διάστειλον τον μισθόν σου προς με, και δώσω. 29 είπε δε Ιακώβ· συ γινώσκεις α δεδούλευκά σοι και όσα ην κτήνη σου μετ ‘ εμού· 30 μικρά γαρ ην όσα σοι εναντίον εμού, και ηυξήθη εις πλήθος, και ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός επί τω ποδί μου. νυν ουν πότε ποιήσω καγώ εμαυτω οίκον; 31 και είπεν αυτω Λάβαν· τι σοι δώσω; είπε δε αυτω Ιακώβ· ου δώσεις μοι ουδέν· εάν ποιήσης μοι το ρήμα τούτο, πάλιν ποιμανώ τα πρόβατά σου και φυλάξω. 32 παρελθέτω πάντα τα πρόβατά σου σήμερον, και διαχώρισον εκείθεν παν πρόβατον φαιόν εν τοις άρνασι και παν διάλευκον και ραντόν εν ταις αιξίν· έσται μοι μισθός. 33 και επακούσεταί μοι η δικαιοσύνη μου εν τη ημέρα τη επαύριον, ότι εστίν ο μισθός μου ενώπιόν σου· παν, ό εάν μη ή ραντόν και διάλευκον εν ταις αιξί και φαιόν εν τοις άρνασι, κεκλεμμένον έσται παρ ‘ εμοί. 34 είπε δε αυτω Λάβαν· έστω κατά το ρήμά σου. 35 και διέστειλεν εν τη ημέρα εκείνη τους τράγους τους ραντούς και τους διαλεύκους και πάσας τας αίγας τας ραντάς και τας διαλεύκους και παν, ό ην φαιόν εν τοις άρνασι, και παν ό ην λευκόν εν αυτοίς, και έδωκε δια χειρός των υιών αυτού. 36 και απέστησεν οδόν τριών ημερών ανά μέσον αυτών και ανά μέσον Ιακώβ. Ιακώβ δε εποίμανε τα πρόβατα Λάβαν τα υπολειφθέντα. 37 έλαβε δε εαυτω Ιακώβ ράβδον στυρακίνην χλωράν και καρυϊνην και πλατάνου, και ελέπισεν αυτάς Ιακώβ λεπίσματα λευκά περισύρων το χλωρόν· εφαίνετο δε επί ταις ράβδοις το λευκόν, ό ελέπισε, ποικίλον. 38 και παρέθηκε τας ράβδους, ας ελέπισεν εν τοις ληνοίς των ποτιστηρίων του ύδατος, ίνα ως αν έλθωσι τα πρόβατα πιείν ενώπιον των ράβδων, ελθόντων αυτών πιείν, εγκισσήσωσι τα πρόβατα εις τας ράβδους· 39 και ενεκίσσων τα πρόβατα εις τας ράβδους και έτικτον τα πρόβατα διάλευκα και ποικίλα και σποδοειδή ραντά. 40 τους δε αμνούς διέστειλεν Ιακώβ και έστησεν εναντίον των προβάτων κριόν διάλευκον και παν ποικίλον εν τοις αμνοίς· και διεχώρισεν εαυτω ποίμνια καθ ‘ εαυτόν και ουκ έμιξεν αυτά εις τα πρόβατα Λάβαν. 41 εγένετο δε εν τω καιρω, ω ενεκίσσων τα πρόβατα εν γαστρί λαμβάνοντα, έθηκεν Ιακώβ τας ράβδους εναντίον των προβάτων εν τοις ληνοίς του εγκισσήσαι αυτά κατά τας ράβδους· 42 ηνίκα δ ‘ αν έτεκε τα πρόβατα, ουκ ετίθει· εγένετο δε τα μεν άσημα του Λάβαν, τα δε επίσημα του Ιακώβ. 43 και επλούτισεν ο άνθρωπος σφόδρα σφόδρα, και εγένετο αυτω κτήνη πολλά και βόες και παίδες, και παιδίσκαι και κάμηλοι και όνοι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ
1 ΗΚΟΥΣΕ δε Ιακώβ τα ρήματα των υιών Λάβαν λεγόντων· είληφεν Ιακώβ πάντα τα του πατρός ημών και εκ των του πατρός ημών πεποίηκε πάσαν την δόξαν ταύτην. 2 και είδεν Ιακώβ το πρόσωπον του Λάβαν, και ιδού ουκ ην προς αυτόν ωσεί εχθές και τρίτην ημέραν. 3 είπε δε Κύριος προς Ιακώβ· αποστρέφου εις την γην του πατρός σου και εις την γενεάν σου, και έσομαι μετά σου. 4 αποστείλας δε Ιακώβ εκάλεσε Λείαν και Ραχήλ εις το πεδίον, ου ην τα ποίμνια. 5 και είπεν αυταίς· ορώ εγώ το πρόσωπον του πατρός υμών, ότι ουκ έστι προς εμού ως εχθές και τρίτην ημέραν· ο δε Θεός του πατρός μου ην μετ ‘ εμού. 6 και αυταί δε οίδατε, ότι εν πάση τη ισχύϊ μου δεδούλευκα τω πατρί υμών. 7 ο δε πατήρ υμών παρεκρούσατό με και ήλλαξε τον μισθόν μου των δέκα αμνών, και ουκ έδωκεν αυτω ο Θεός κακοποιήσαί με. 8 εάν ούτως είπη, τα ποικίλα έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα ποικίλα· εάν δε είπη, τα λευκά έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα λευκά· 9 και αφείλετο ο Θεός πάντα τα κτήνη του πατρός υμών και έδωκέ μοι αυτά. 10 και εγένετο ηνίκα ενεκίσσων τα πρόβατα εν γαστρί λαμβάνοντα, και είδον τοις οφθαλμοίς μου εν τω ύπνω, και ιδού οι τράγοι και οι κριοί αναβαίνοντες επί τα πρόβατα και τας αίγας διάλευκοι και ποικίλοι και σποδοειδείς ραντοί. 11 και είπέ μοι ο άγγελος του Θεού καθ ‘ ύπνον· Ιακώβ· εγώ δε είπα· τι εστι; 12 και είπεν· ανάβλεψον τοις οφθαλμοίς σου, και ιδέ τους τράγους και τους κριούς αναβαίνοντας επί τα πρόβατα και τας αίγας διαλεύκους και ποικίλους και σποδοειδείς ραντούς· εώρακα γαρ όσα σοι Λάβαν ποιεί· 13 εγώ ειμι ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού, ου ήλειψάς μοι εκεί στήλην και ηύξω μοι εκεί ευχήν· νυν ουν ανάστηθι και έξελθε εκ της γης ταύτης και άπελθε εις την γην της γενέσεώς σου, και έσομαι μετά σου. 14 και αποκριθείσαι Ραχήλ και Λεία είπαν αυτω· μη εστιν ημίν έτι μερίς ή κληρονομία εν τω οίκω του πατρός ημών; 15 ουχ ως αι αλλότριαι λελογίσμεθα αυτω; πέπρακε γαρ ημάς και καταβρώσει κατέφαγε το αργύριον ημών. 16 πάντα τον πλούτον και την δόξαν, ην αφείλετο ο Θεός του πατρός ημών, ημίν έσται και τοις τέκνοις ημών. νυν ουν όσα σοι είρηκεν ο Θεός, ποίει.
17 Αναστάς δε Ιακώβ έλαβε τας γυναίκας αυτού και τα παιδία αυτού επί τας καμήλους. 18 και απήγαγε πάντα τα υπάρχοντα αυτω, και πάσαν την αποσκευήν αυτού, ην περιεποιήσατο εν τη Μεσοποταμία, και πάντα τα αυτού απελθείν προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού εις γην Χαναάν. 19 Λάβαν δε ώχετο κείραι τα πρόβατα αυτού· έκλεψε δε Ραχήλ τα είδωλα του πατρός αυτής. 20 έκρυψε δε Ιακώβ Λάβαν τον Σύρον του μη αναγγείλαι αυτω, ότι αποδιδράσκει. 21 και απέδρα αυτός και τα αυτού πάντα και διέβη τον ποταμόν και ωρμησεν εις το όρος Γαλαάδ. 22 ανηγγέλη δε Λάβαν τω Σύρω τη ημέρα τη τρίτη, ότι απέδρα Ιακώβ, 23 και παραλαβών τους αδελφούς αυτού μεθ ‘ εαυτού, εδίωξεν οπίσω αυτού οδόν ημερών επτά και κατέλαβεν αυτόν εν τω όρει Γαλαάδ. 24 ήλθε δε ο Θεός προς Λάβαν τον Σύρον καθ ‘ ύπνον την νύκτα και είπεν αυτω· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσης μετά Ιακώβ πονηρά. 25 και κατέλαβε Λάβαν τον Ιακώβ· Ιακώβ δε έπηξε την σκηνήν αυτού εν τω όρει· Λάβαν δε έστησε τους αδελφούς αυτού εν τω όρει Γαλαάδ. 26 είπε δε Λάβαν τω Ιακώβ· τι εποίησας; ινατί κρυφή απέδρας και εκλοποφόρησάς με και απήγαγες τας θυγατέρας μου ως αιχμαλώτιδας μαχαίρα; 27 και ει ανήγγειλάς μοι, εξαπέστειλα αν σε μετ ‘ ευφροσύνης και μετά μουσικών και τυμπάνων και κιθάρας, 28 και ουκ ηξιώθην καταφιλήσαι τα παιδία μου και τας θυγατέρας μου. νυν δε αφρόνως έπραξας. 29 και νυν ισχύει η χείρ μου κακοποιήσαί σε· ο δε Θεός του πατρός σου εχθές είπε προς με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μη ποτε λαλήσης μετά Ιακώβ πονηρά. 30 νυν ουν πεπόρευσαι· επιθυμία γαρ επεθύμησας απελθείν εις τον οίκον του πατρός σου· ινατί έκλεψας τους θεούς μου; 31 αποκριθείς δε Ιακώβ είπε τω Λάβαν· ότι εφοβήθην· είπα γαρ· μη ποτε αφέλης τας θυγατέρας σου απ ‘ εμού και πάντα τα εμά. 32 και είπεν Ιακώβ· παρ ‘ ω αν εύρης τους θεούς σου, ου ζήσεται εναντίον των αδελφών ημών· επίγνωθι τι εστι παρ ‘ εμοί των σών και λαβέ. και ουκ επέγνω παρ ‘ αυτω ουδέν. ουκ ήδει δε Ιακώβ, ότι Ραχήλ η γυνή αυτού έκλεψεν αυτούς. 33 εισελθών δε Λάβαν ηρεύνησεν εις τον οίκον Λείας και ουχ εύρεν· και εξήλθεν εκ του οίκου Λείας και ηρεύνησε τον οίκον Ιακώβ και εν τω οίκω των δύο παιδισκών και ουχ εύρεν. εισήλθε δε και εις τον οίκον Ραχήλ. 34 Ραχήλ δε έλαβε τα είδωλα και ενέβαλεν αυτά εις τα σάγματα της καμήλου και επεκάθισεν αυτοίς. 35 και είπε τω πατρί αυτής· μη βαρέως φέρε, κύριε· ου δύναμαι αναστήναι ενώπιόν σου, ότι τα κατ ‘ εθισμόν των γυναικών μοι εστίν· ηρεύνησε δε Λάβαν εν όλω τω οίκω και ουχ εύρε τα είδωλα. 36 ωργίσθη δε Ιακώβ και εμαχέσατο τω Λάβαν· αποκριθείς δε Ιακώβ είπε τω Λάβαν· τι το αδίκημά μου και τι το αμάρτημά μου, ότι κατεδίωξας οπίσω μου 37 και ότι ηρεύνησας πάντα τα σκεύη του οίκου μου; τι εύρες από πάντων των σκευών του οίκου σου; θές ώδε ενώπιον των αδελφών σου και των αδελφών μου, και ελεγξάτωσαν ανά μέσον των δύο ημών. 38 ταύτά μοι είκοσιν έτη εγώ ειμι μετά σου· τα πρόβατά σου και αι αίγές σου ουκ ητεκνώθησαν· κριούς των προβάτων σου ου κατέφαγον· 39 θηριάλωτον ουκ ενήνοχά σοι, εγώ απετίννυον παρ' εμαυτού κλέμματα ημέρας και κλέμματα νυκτός· 40 εγενόμην της ημέρας συγκαιόμενος τω καύματι και τω παγετω της νυκτός, και αφίστατο ο ύπνος μου από των οφθαλμών μου. 41 ταύτά μοι είκοσιν έτη εγώ ειμι εν τη οικιία σου· εδούλευσά σοι δεκατέσσαρα έτη αντί των δύο θυγατέρων σου και εξ έτη εν τοις προβάτοις σου, και παρελογίσω τον μισθόν μου δέκα αμνάσιν. 42 ει μη ο Θεός του πατρός μου Αβραάμ και ο φόβος Ισαάκ ην μοι, νυν αν κενόν με εξαπέστειλας· την ταπείνωσίν μου και τον κόπον των χειρών μου είδεν ο Θεός και ήλεγξέ σε εχθές. 43 αποκριθείς δε Λάβαν είπε τω Ιακώβ· αι θυγατέρες θυγατέρες μου, και οι υιοί υιοί μου, και τα κτήνη κτήνη μου, και πάντα, όσα συ οράς, εμά εστι και των θυγατέρων μου· τι ποιήσω ταύταις σήμερον ή τοις τέκνοις αυτών, οίς έτεκον; 44 νυν ουν δεύρο διαθώμεθα διαθήκην εγώ τε και συ, και έσται εις μαρτύριον ανά μέσον εμού και σου, είπε δε αυτω· ιδού ουδείς μεθ ‘ ημών εστιν, ιδέ, ο Θεός μάρτυς ανά μέσον εμού και σου. 45 λαβών δε Ιακώβ λίθον έστησεν αυτόν στήλην. 46 είπε δε Ιακώβ τοις αδελφοίς αυτού· συλλέγετε λίθους. και συνέλεξαν λίθους και εποίησαν βουνόν, και έφαγον εκεί επί του βουνού. 47 και είπεν αυτω Λάβαν· ο βουνός ούτος μαρτυρεί ανά μέσον εμού και σου σήμερον. 48 και εκάλεσεν αυτόν Λάβαν Βουνός της μαρτυρίας. Ιακώβ δε εκάλεσεν αυτόν Βουνός μάρτυς. είπε δε Λάβαν τω Ιακώβ· ιδού ο βουνός ούτος και η στήλη, ην έστησα ανά μέσον εμού και σου, μαρτυρεί ο βουνός ούτος, και μαρτυρεί η στήλη αύτη· δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτού, Βουνός μαρτυρεί. 49 και η Ορασις, ην είπεν· επίδοι ο Θεός ανά μέσον εμού και σου, ότι αποστησόμεθα έτερος αφ ‘ ετέρου. 50 ει ταπεινώσεις τας θυγατέρας μου, ει λήψη γυναίκας προς ταις θυγατράσι μου, όρα, ουδείς μεθ ‘ ημών εστιν ορών· Θεός μάρτυς μεταξύ εμού και μεταξύ σου. 51 και είπε Λάβαν τω Ιακώβ· ιδού ο βουνός ούτος και μάρτυς η στήλη αύτη. 52 εάν τε γαρ εγώ μη διαβώ προς σε μηδέ συ διαβής προς με τον βουνόν τούτον και την στήλην ταύτην επί κακία, 53 ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ναχώρ κρινεί ανά μέσον ημών. 54 και ώμοσεν Ιακώβ κατά του φόβου του πατρός αυτού Ισαάκ, και έθυσε θυσίαν εν τω όρει και εκάλεσε τους αδελφούς αυτού, και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν εν τω όρει. 55 αναστάς δε Λάβαν το πρωϊ κατεφίλησε τους υιούς και τας θυγατέρας αυτού και ευλόγησεν αυτούς, και αποστραφείς Λάβαν απήλθεν εις τον τόπον αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ
1 ΚΑΙ Ιακώβ απήλθεν εις την οδόν εαυτού. και αναβλέψας είδε παρεμβολήν Θεού παρεμβεβληκυίαν, και συνήντησαν αυτω οι άγγελοι του Θεού. 2 είπε δε Ιακώβ, ηνίκα είδεν αυτούς· παρεμβολή Θεού αύτη· και εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου Παρεμβολαί.
3 Απέστειλε δε Ιακώβ αγγέλους έμπροσθεν αυτού προς Ησαύ τον αδελφόν αυτού εις γην Σηείρ, εις χώραν Εδώμ. 4 και ενετείλατο αυτοίς λέγων· ούτως ερείτε τω κυρίω μου Ησαύ· ούτως λέγει ο παις σου Ιακώβ· μετά Λάβαν παρώκησα, και εχρόνισα έως του νυν, 5 και εγένοντό μοι βόες και όνοι και πρόβατα και παίδες και παιδίσκαι, και απέστειλα αναγγείλαι τω κυρίω μου Ησαύ, ίνα εύρη ο παις σου χάριν εναντίον σου. 6 και ανέστρεψαν οι άγγελοι προς Ιακώβ λέγοντες· ήλθομεν προς τον αδελφόν σου Ησαύ, και ιδού αυτός έρχεται εις συνάντησίν σοι και τετρακόσιοι άνδρες μετ ‘ αυτού. 7 εφοβήθη δε Ιακώβ σφόδρα, και ηπορείτο. και διείλε τον λαόν τον μεθ ‘ εαυτού και τους βόας και τας καμήλους και τα πρόβατα εις δύο παρεμβολάς, 8 και είπεν Ιακώβ· εάν έλθη Ησαύ εις παρεμβολήν μίαν και κόψη αυτήν, έσται η παρεμβολή η δευτέρα εις το σώζεσθαι. 9 είπε δε Ιακώβ· ο Θεός του πατρός μου Αβραάμ και ο Θεός του πατρός μου Ισαάκ, Κύριε συ ο ειπών μοι, απότρεχε εις την γην της γενέσεώς σου και εύ σε ποιήσω, 10 ικανούσθω μοι από πάσης δικαιοσύνης και από πάσης αληθείας, ης εποίησας τω παιδί σου· εν γαρ τη ύράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην τούτον, νυνί δε γέγονα εις δύο παρεμβολάς. 11 εξελού με εκ χειρός του αδελφού μου, εκ χειρός Ησαύ, ότι φοβούμαι εγώ αυτόν, μη ποτε ελθών πατάξη με και μητέρα επί τέκνοις. 12 συ δε είπας· εύ σε ποιήσω και θήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της θαλάσσης, ή ουκ αριθμηθήσεται από του πλήθους. 13 και εκοιμήθη εκεί την νύκτα εκείνην. και έλαβεν ων έφερε δώρα και εξαπέστειλεν Ησαύ τω αδελφω αυτού, 14 αίγας διακοσίας, τράγους είκοσι, πρόβατα διακόσια, κριούς είκοσι, 15 καμήλους θηλαζούσας, και τα παιδία αυτών τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, όνους είκοσι και πώλους δέκα. 16 και έδωκεν αυτά τοις παισίν αυτού ποίμνιον κατά μόνας. είπε δε τοις παισίν αυτού· προπορεύεσθε έμπροσθέν μου, και διάστημα ποιείτε ανά μέσον ποίμνης και ποίμνης. 17 και ενετείλατο τω πρώτω, λέγων· εάν σοι συναντήση Ησαύ ο αδελφός μου και ερωτά σε, λέγων· τίνος ει και που πορεύη, και τίνος ταύτα τα προπορευόμενά σου; 18 ερείς· του παιδός σου Ιακώβ· δώρα απέσταλκε τω κυρίω μου Ησαύ, και ιδού αυτός οπίσω ημών. 19 και ενετείλατο τω πρώτω και τω δευτέρω και τω τρίτω και πάσι τοις προπορευομένοις οπίσω των ποιμνίων τούτων, λέγων· κατά το ρήμα τούτο λαλήσατε Ησαύ εν τω ευρείν υμάς αυτόν 20 και ερείτε· ιδού ο παις σου Ιακώβ παραγίνεται οπίσω ημών. είπε γαρ· εξιλάσομαι το πρόσωπον αυτού εν τοις δώροις τοις προπορευομένοις αυτού, και μετά τούτο όψομαι το πρόσωπον αυτού· ίσως γαρ προσδέξεται το πρόσωπόν μου. 21 και προεπορεύετο τα δώρα κατά πρόσωπον αυτού, αυτός δε εκοιμήθη την νύκτα εκείνην εν τη παρεμβολή.
22 Αναστάς δε την νύκτα εκείνην έλαβε τας δύο γυναίκας και τας δύο παιδίσκας και τα ένδεκα παιδία αυτού και διέβη την διάβασιν του Ιαβώκ· 23 και έλαβεν αυτούς και διέβη τον χειμάρρουν και διεβίβασε πάντα τα αυτού. 24 υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος, και επάλαιεν άνθρωπος μετ ‘ αυτού έως πρωϊ. 25 είδε δε, ότι ου δύναται προς αυτόν, και ήψατο του πλάτους του μηρού αυτού, και ενάρκησε το πλάτος του μηρού Ιακώβ εν τω παλαίειν αυτόν μετ ‘ αυτού. 26 και είπεν αυτω· απόστειλόν με· ανέβη γαρ ο όρθρος. ο δε είπεν· ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης. 27 είπε δε αυτω· τι το όνομά σου εστίν, ο δε είπεν· Ιακώβ. 28 και είπεν αυτω· ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Ιακώβ, αλλ ‘ Ισραήλ έσται το όνομά σου, ότι ενίσχυσας μετά Θεού, και μετ ‘ ανθρώπων δυνατός έση. 29 ηρώτησε δε Ιακώβ και είπεν· ανάγγειλόν μοι το όνομά σου. και είπεν· ινατί τούτο ερωτάς συ το όνομά μου; και ευλόγησεν αυτόν εκεί. 30 και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού· είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή. 31 ανέτειλε δε αυτω ο ήλιος, ηνίκα παρήλθε το είδος του Θεού· αυτός δε επέσκαζε τω μηρω αυτού· 32 ένεκεν τούτου ου μη φάγωσιν υιοί Ισραήλ το νεύρον, ό ενάρκησεν, ό εστιν επί του πλάτους του μηρού, έως της ημέρας ταύτης, ότι ήψατο του πλάτους του μηρού Ιακώβ του νεύρου, ό ενάρκησεν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ
1 ΑΝΑΒΛΕΨΑΣ δε Ιακώβ τοις οφθαλμοίς αυτού είδε και ιδού Ησαύ ο αδελφός αυτού ερχόμενος και τετρακόσιοι άνδρες μετ ‘ αυτού. και διείλεν Ιακώβ τα παιδία επί Λείαν και επί Ραχήλ και τας δύος παιδίσκας. 2 και έθετο τας δύο παιδίσκας και τους υιούς αυτών εν πρώτοις και Λείαν και τα παιδία αυτής οπίσω και Ραχήλ και Ιωσήφ εσχάτους. 3 αυτός δε προήλθεν έμπροσθεν αυτών και προσεκύνησεν επί την γην επτάκις έως του εγγίσαι τω αδελφω αυτού. 4 και προσέδραμεν Ησαύ εις συνάντησιν αυτω και περιλαβών αυτόν προσέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν και έκλαυσαν αμφότεροι. 5 και αναβλέψας Ησαύ είδε τας γυναίκας και τα παιδία και είπε· τι ταύτά σοι εστίν; ο δε είπε· τα παιδία, οίς ηλέησεν ο Θεός τον παίδά σου. 6 και προσήγγισαν αι παιδίσκαι και τα τέκνα αυτών και προσεκύνησαν, 7 και προσήγγισε Λεία και τα τέκνα αυτής και προσεκύνησαν. και μετά ταύτα προσήγγισε Ραχήλ και Ιωσήφ και προσεκύνησαν. 8 και είπε· τι ταύτά σοι εστί, πάσαι αι παρεμβολαί αύται, αις απήντηκα; ο δε είπεν· ίνα εύρη ο παις σου χάριν εναντίον σου, κύριε. 9 είπε δε Ησαύ· έστι μοι πολλά, αδελφέ· έστω σοι τα σά. 10 είπε δε Ιακώβ· ει εύρον χάριν εναντίον σου, δέξαι τα δώρα δια των εμών χειρών· ένεκεν τούτου είδον το πρόσωπόν σου, ως αν τις ίδοι πρόσωπον Θεού, και ευδοκήσεις με. 11 λαβέ τας ευλογίας μου, ας ήνεγκά σοι, ότι ηλέησέ με ο Θεός και έστι μοι πάντα. και εβιάσατο αυτόν και έλαβε· 12 και είπεν· απάραντες πορευσώμεθα επ ‘ ευθείαν. 13 είπε δε αυτω· ο κύριός μου γινώσκει, ότι τα παιδία απαλώτερα και τα πρόβατα και αι βόες λοχεύονται επ ‘ εμέ· εάν ουν καταδιώξω αυτά ημέραν μίαν, αποθανούνται πάντα τα κτήνη. 14 προελθέτω ο κύριός μου έμπροσθεν του παιδός αυτού, εγώ δε ενισχύσω εν τη οδω κατά σχολήν της πορεύσεως της εναντίον μου και κατά πόδα των παιδαρίων, έως του ελθείν με προς τον κύριόν μου εις Σηείρ. 15 είπε δε Ησαύ· καταλείψω μετά σου από του λαού του μετ ‘ εμού. ο δε είπεν· ινατί τούτο; ικανόν, ότι εύρον χάριν εναντίον σου, κύριε. 16 απέστρεψε δε Ησαύ εν τη ημέρα εκείνη εις την οδόν αυτού εις Σηείρ.
17 Και Ιακώβ απαίρει εις σκηνάς· και εποίησεν εαυτω εκεί οικίας και τοις κτήνεσιν αυτού εποίησε σκηνάς· δια τούτο εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου, Σκηναί. 18 και ήλθεν Ιακώβ εις Σαλήμ πόλιν Σικίμων, ή εστιν εν γη Χαναάν, ότε επανήλθεν εκ της Μεσοποταμίας Συρίας, και παρενέβαλε κατά πρόσωπον της πόλεως. 19 και εκτήσατο την μερίδα του αγρού, ου έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, παρά Εμώρ πατρός Συχέμ εκατόν αμνών. 20 και έστησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο τον Θεόν Ισραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ
1 ΕΞΗΛΘΕ δε Δείνα η θυγάτηρ Λείας, ην έτεκε τω Ιακώβ, καταμαθείν τας θυγατέρας των εγχωρίων. 2 και είδεν αυτήν Συχέμ ο υιος Εμμώρ ο Ευαίος, ο άρχων της γης και λαβών αυτήν, εκοιμήθη μετ ‘ αυτής και εταπείνωσεν αυτήν. 3 και προσέσχε τη ψυχή Δείνας της θυγατρός Ιακώβ και ηγάπησε την παρθένον και ελάλησε κατά την διάνοιαν της παρθένου αυτη. 4 είπε Συχέμ προς Εμμώρ τον πατέρα αυτού λέγων· λαβέ μοι την παίδα ταύτην εις γυναίκα. 5 Ιακώβ δε ήκουσεν, ότι εμίανεν ο υιος Εμμώρ Δείναν την θυγατέρα αυτού· οι δε υιοί αυτού ήσαν μετά των κτηνών αυτού εν τω πεδίω. παρεσιώπησε δε Ιακώβ έως του ελθείν αυτούς. 6 εξήλθε δε Εμμώρ ο πατήρ Συχέμ προς Ιακώβ λαλήσαι αυτω. 7 οι δε υιοί Ιακώβ ήλθον εκ του πεδίου· ως δε ήκουσαν, κατενύγησαν οι άνδρες, και λυπηρόν ην αυτοίς σφόδρα, ότι άσχημον εποίησεν εν Ισραήλ κοιμηθείς μετά της θυγατρός Ιακώβ, και ουχ ούτως έσται. 8 και ελάλησεν Εμμώρ αυτοίς λέγων· Συχέμ ο υιος μου προείλετο τη ψυχή την θυγατέρα υμών· δότε ουν αυτήν αυτω γυναίκα 9 και επιγαμβρεύσασθε ημίν· τας θυγατέρας υμών δότε ημίν και τας θυγατέρας ημών λάβετε τοις υιοίς υμών. 10 και εν ημίν κατοικείτε, και η γη ιδού πλατεία εναντίον υμών· κατοικείτε και εμπορεύεσθε επ ‘ αυτής και εγκτάσθε εν αυτη. 11 είπε δε Συχέμ προς τον πατέρα αυτής και προς τους αδελφούς αυτής· εύροιμι χάριν εναντίον υμών, και ό εάν είπητε, δώσομεν. 12 πληθύνατε την φερνήν σφόδρα, και δώσω καθότι αν είπητέ μοι, και δώσατέ μοι την παίδα ταύτην εις γυναίκα. 13 απεκρίθησαν δε οι υιοί Ιακώβ τω Συχέμ και Εμμώρ τω πατρί αυτού μετά δόλου και ελάλησαν αυτοίς, ότι εμίαναν Δείνα την αδελφήν αυτών, 14 και είπαν αυτοίς Συμεών και Λευί οι αδελφοί Δείνας· ου δυνησόμεθα ποιήσαι το ρήμα τούτο, δούναι την αδελφήν ημών ανθρώπω, ος έχει ακροβυστίαν· έστι γαρ όνειδος ημίν. 15 μόνον εν τούτω ομοιωθησόμεθα υμίν και κατοικήσομεν εν υμίν, εάν γένησθε ως ημείς και υμείς εν τω περιτμηθήναι υμών παν αρσενικόν. 16 και δώσομεν τας θυγατέρας ημών υμίν και από των θυγατέρων υμών ληψόμεθα ημίν γυναίκας και οικήσομεν παρ ‘ υμίν και εσόμεθα ως γένος εν. 17 εάν δε μη εισακούσητε ημών του περιτεμέσθαι, λαβόντες την θυγατέρα ημών απελευσόμεθα. 18 και ήρεσαν οι λόγοι εναντίον Εμμώρ και εναντίον Συχέμ του υιού Εμμώρ. 19 και ουκ εχρόνισεν ο νεανίσκος του ποιήσαι το ρήμα τούτο· ενέκειτο γαρ τη θυγατρί Ιακώβ· αυτός δε ην ενδοξότατος πάντων των εν τω οίκω του πατρός αυτού. 20 ήλθε δε Εμμώρ και Συχέμ ο υιος αυτού προς την πύλην της πόλεως αυτών και ελάλησαν προς τους άνδρας της πόλεως αυτών λέγοντες· 21 οι άνθρωποι ούτοι ειρηνικοί εισι, μεθ ‘ ημών οικείτωσαν επί της γης και εμπορευέσθωσαν αυτήν, η δε γη ιδού πλατεία εναντίον αυτών. τας θυγατέρας αυτών ληψόμεθα ημίν γυναίκας και τας θυγατέρας ημών δώσομεν αυτοίς. 22 εν τούτω μόνον ομοιωθήσονται ημίν οι άνθρωποι του κατοικείν μεθ ‘ ημών, ωστε είναι λαόν ένα, εν τω περιτεμέσθαι ημών παν αρσενικόν, καθά και αυτοί περιτέτμηνται. 23 και τα κτήνη αυτών και τα τετράποδα και τα υπάρχοντα αυτών ουχ ημών έσται· μόνον εν τούτω ομοιωθώμεν αυτοίς, και οικήσουσι μεθ ‘ ημών. 24 και εισήκουσαν Εμμώρ και Συχέμ του υιού αυτού πάντες οι εμπορευόμενοι την πύλην της πόλεως αυτών και περιετέμοντο την σάρκα της ακροβυστίας αυτών πας άρσην. 25 εγένετο δε εν τη ημέρα τη τρίτη, ότε ήσαν εν τω πόνω, έλαβον οι δύο υιοί Ιακώβ Συμεών και Λευί αδελφοί Δείνας έκαστος την μάχαιραν αυτού και εισήλθον εις την πόλιν ασφαλώς και απέκτειναν παν αρσενικόν· 26 τον τε Εμμώρ και Συχέμ τον υιόν αυτού απέκτειναν εν στόματι μαχαίρας. και έλαβον την Δείναν εκ του οίκου του Συχέμ και εξήλθον. 27 οι δε υιοί Ιακώβ εισήλθον επί τους τραυματίας και διήρπασαν την πόλιν, εν ή εμίαναν Δείναν την αδελφήν αυτών, 28 και τα πρόβατα αυτών και τους βόας αυτών και τους όνους αυτών, όσα τε ην εν τη πόλει και όσα ην εν τω πεδίω, έλαβον. 29 και πάντα τα σώματα αυτών και πάσαν την αποσκευήν αυτών και τας γυναίκας αυτών ηχμαλώτευσαν, και διήρπασαν όσα τε ην εν τη πόλει και όσα ην εν ταις οικίαις. 30 είπε δε Ιακώβ προς Συμεών και Λευί· μισητόν με πεποιήκατε, ωστε πονηρόν με είναι πάσι τοις κατοικούσι την γην, εν τε τοις Χαναναίοις και εν τοις Φερεζαίοις· εγώ δε ολιγοστός ειμι εν αριθμω, και συναχθέντες επ ‘ εμέ συγκόψουσί με, και εκτριβήσομαι εγώ και ο οίκός μου. 31 οι δε είπαν· αλλ ‘ ωσεί πόρνη χρήσονται τη αδελφή ημών;
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ
1 ΕΙΠΕ δε ο Θεός προς Ιακώβ· αναστάς ανάβηθι εις τον τόπον Βαιθήλ και οίκει εκεί και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τω Θεω τω οφθέντι σοι εν τω αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαύ του αδελφού σου. 2 είπε δε Ιακώβ τω οίκω αυτού και πάσι τοις μετ ‘ αυτού· άρατε τους θεούς τους αλλοτρίους τους μεθ ‘ υμών εκ μέσου υμών και καθαρίσθητε και αλλάξατε τας στολάς υμών, 3 και αναστάντες αναβώμεν εις Βαιθήλ και ποιήσωμεν εκεί θυσιαστήριον τω Θεω τω επακούσαντί μου εν ημέρα θλίψεως, ος ην μετ ‘ εμού και διέσωσέ με εν τη οδω, ή επορεύθην. 4 και έδωκαν τω Ιακώβ τους θεούς τους αλλοτρίους, οί ήσαν εν ταις χερσίν αυτών, και τα ενώτια τα εν τοις ωσίν αυτών, και κατέκρυψεν αυτά Ιακώβ υπό την τερέβινθον την εν Σικίμοις και απώλεσαν αυτά έως της σήμερον ημέρας. 5 και εξήρεν Ισραήλ εκ Σικίμων, και εγένετο φόβος Θεού επί τας πόλεις τας κύκλω αυτών, και ου κατεδίωξαν οπίσω των υιών Ισραήλ. 6 ήλθε δε Ιακώβ εις Λουζά, ή εστιν εν γη Χαναάν, ή εστι Βαιθήλ, αυτός και πας ο λαός, ος ην μετ ‘ αυτού. 7 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και εκάλεσε το όνομα του τόπου Βαιθήλ. εκεί γαρ εφάνη αυτω ο Θεός εν τω αποδιδράσκειν αυτόν από προσώπου Ησαύ του αδελφού αυτού. 8 απέθανε δε Δεβώρα η τροφός Ρεβέκκας και ετάφη κατώτερον Βαιθήλ υπό την βάλανον, και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα αυτής Βάλανος πένθους.
9 Ώφθη δε ο Θεός τω Ιακώβ έτι εν Λουζά, ότε παρεγένετο εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, και ευλόγησεν αυτόν ο Θεός. 10 και είπεν αυτω ο Θεός· το όνομά σου ου κληθήσεται έτι Ιακώβ, αλλ ‘ Ισραήλ έσται το όνομά σου. και εκάλεσε το όνομα αυτού Ισραήλ. 11 είπε δε αυτω ο Θεός· εγώ ο Θεός σου· αυξάνου και πληθύνου· έθνη και συναγωγαί εθνών έσονται εκ σου, και βασιλείς εκ της οσφύος σου εξελεύσονται. 12 και την γην, ην έδωκα Αβραάμ και Ισαάκ, σοί δέδωκα αυτήν· σοί έσται, και τω σπέρματί σου μετά σε δώσω την γην ταύτην. 13 ανέβη δε ο Θεός απ ‘ αυτού εκ του τόπου, ου ελάλησε μετ ‘ αυτού. 14 και έστησεν Ιακώβ στήλην εν τω τόπω, ω ελάλησε μετ ‘ αυτού ο Θεός, στήλην λιθίνην, και έσπεισεν επ' αυτήν σπονδήν και επέχεεν επ ‘ αυτήν έλαιον. 15 και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου, εν ω ελάλησε μετ ‘ αυτού εκεί ο Θεός, Βαιθήλ.
16 Απάρας δε Ιακώβ εκ Βαιθήλ, έπηξε την σκηνήν αυτού επέκεινα του πύργου Γαδέρ. εγένετο δε ηνίκα ήγγισεν εις Χαβραθά του ελθείν εις την Εφραθά, έτεκε Ραχήλ και εδυστόκησεν εν τω τοκετω. 17 εγένετο δε εν τω σκληρώς αυτήν τίκτειν, είπεν αυτη η μαία· θάρσει, και γαρ ούτός σοί εστιν υιος. 18 εγένετο δε εν τω αφιέναι αυτήν την ψυχήν, απέθνησκε γαρ, εκάλεσε το όνομα αυτού Υιος οδύνης μου· ο δε πατήρ εκάλεσε το όνομα αυτού Βενιαμίν. 19 απέθανε δε Ραχήλ και ετάφη εν τη οδω του ιπποδρόμου Εφραθά (αύτη εστί Βηθλεέμ). 20 και έστησεν Ιακώβ στήλην επί του μνημείου αυτής· αύτη εστίν η στήλη επί του μνημείου Ραχήλ έως της ημέρας ταύτης. 21 εγένετο δε ηνίκα κατώκησεν Ισραήλ εν τη γη εκείνη, επορεύθη Ρουβήν και εκοιμήθη μετά Βαλλάς της παλλακής του πατρός αυτού Ιακώβ· και ήκουσεν Ισραήλ, και πονηρόν εφάνη εναντίον αυτού.
22 Ήσαν δε οι υιοί Ιακώβ δώδεκα. 23 υιοί Λείας· πρωτότοκος Ιακώβ Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών. 24 υιοί δε Ραχήλ· Ιωσήφ και Βενιαμίν. 25 υιοί δε Βαλλάς παιδίσκης Ραχήλ· Δάν και Νεφθαλείμ. 26 υιοί δε Ζελφάς παιδίσκης Λείας· Γάδ και Ασήρ. ούτοι υιοί Ιακώβ, οί εγένοντο αυτω εν Μεσοποταμία της Συρίας.
27 Ήλθε δε Ιακώβ προς Ισαάκ τον πατέρα αυτού εις Μαμβρή,
εις πόλιν του πεδίου (αύτη εστί Χεβρών) εν γη Χαναάν, ου παρώκησεν Αβραάμ και Ισαάκ. 28 εγένοντο δε αι ημέραι Ισαάκ, ας έζησεν, έτη εκατόν ογδοήκοντα, 29 και εκλείπων Ισαάκ απέθανε και προσετέθη προς το γένος αυτού πρεσβύτερος και πλήρης ημερών, και έθαψαν αυτόν Ησαύ και Ιακώβ οι υιοί αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ
1 ΑΥΤΑΙ δε αι γενέσεις Ησαύ (αυτός εστιν Εδώμ)· 2 Ησαύ δε έλαβε τας γυναίκας εαυτω από των θυγατέρων των Χαναναίων, την Αδά θυγατέρα Αιλώμ του Χετταίου και του ‘Ολιβεμά θυγατέρα Ανά του υιού Σεβεγών του Ευαίου 3 και την Βασεμάθ θυγατέρα Ισμαήλ αδελφήν Ναβεώθ. 4 έτεκε δε αυτω Αδά τον Ελιφάς, και Βασεμάθ έτεκε τον Ραγουήλ, 5 και ‘Ολιβεμά έτεκε τον Ιεούς και τον Ιεγλόμ και τον Κορέ· ούτοι υιοί Ησαύ, οί εγένοντο αυτω εν γη Χαναάν. 6 έλαβε δε Ησαύ τας γυναίκας αυτού και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και πάντα τα σώματα του οίκου αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και πάντα τα κτήνη και πάντα όσα εκτήσατο και πάντα όσα περιεποιήσατο εν γη Χαναάν, και επορεύθη Ησαύ εκ της γης Χαναάν από προσώπου Ιακώβ του αδελφού αυτού. 7 ην γαρ αυτών τα υπάρχοντα πολλά του οικείν άμα, και ουκ ηδύνατο η γη της παροικήσεως αυτών φέρειν αυτούς από του πλήθους των υπαρχόντων αυτών. 8 κατώκησε δε Ησαύ εν τω όρει Σηείρ ( Ησαύ αυτός εστιν Εδώμ).
9 Αύται δε αι γενέσεις Ησαύ πατρός Εδώμ εν τω όρει Σηείρ, 10 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ησαύ· Ελιφάς υιος Αδάς γυναικός Ησαύ και Ραγουήλ υιος Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 11 εγένοντο δε Ελιφάς υιοί· Θαιμάν, Ωμάρ, Σωφάρ, Γοθώμ και Κενέζ· 12 Θαμνά δε ην παλλακή Ελιφάς του υιού Ησαύ και έτεκε τω Ελιφάς τον Αμαλήκ· ούτοι υιοί Αδάς γυναικός Ησαύ. 13 ούτοι δε υιοί Ραγουήλ· Ναχόθ, Ζαρέ, Σομέ, και Μοζέ· ούτοι ήσαν υιοί Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 14 ούτοι δε υιοί ‘Ολιβεμάς θυγατρός Ανά του υιού Σεβεγών, γυναικός Ησαύ· έτεκε δε τω Ησαύ τον Ιεούς και τον Ιεγλόμ και τον Κορέ. 15 ούτοι ηγεμόνες υιοί Ησαύ· υιοί Ελιφάς πρωτοτόκου Ησαύ· ηγεμών Θαιμάν, ηγεμών Ωμάρ, ηγεμών Σωφάρ, ηγεμών Κενέζ, 16 ηγεμών Κορέ, ηγεμών Γοθώμ, ηγεμών Αμαλήκ· ούτοι ηγεμόνες Ελιφάς εν γη Ιδουμαία· ούτοι υιοί Αδάς. 17 και ούτοι υιοί Ραγουήλ υιού Ησαύ· ηγεμών Ναχώθ, ηγεμών Ζαρέ, ηγεμών Σομέ, ηγεμών Μοζέ· ούτοι ηγεμόνες Ραγουήλ εν γη Εδώμ· ούτοι υιοί Βασεμάθ γυναικός Ησαύ. 18 ούτοι δε υιοί ‘Ολιβεμάς γυναικός Ησαύ· ηγεμών Ιεούλ, ηγεμών Ιεγλόμ, ηγεμών Κορέ· ούτοι ηγεμόνες ‘Ολιβεμάς θυγατρός Ανά γυναικός Ησαύ. 19 ούτοι υιοί Ησαύ, και ούτοι ηγεμόνες αυτών. ούτοί εισιν υιοί Εδώμ.
20 Ούτοι δε υιοί Σηείρ του Χορραίου του κατοικούντος την γην· Λωτά, Σωβάλ, Σεβεγών, Ανά 21 και Δησών και Ασάρ και Ρισών· ούτοι ηγεμόνες του Χορραίου του υιού Σηείρ εν τη γη Εδώμ. 22 εγένοντο δε υιοί Λωτάν· Χορρί και Αιμάν· αδελφή δε Λωτάν Θαμνά. 23 ούτοι δε υιοί Σωβάλ· Γωλάμ και Μαναχάθ και Γαιβήλ και Σωφάρ και Ωμάρ. 24 και ούτοι υιοί Σεβεγών· Αϊέ και Ανά· ούτός εστιν Ανά, ος εύρε τον Ιαμείν εν τη ερήμω, ότε ένεμε τα υποζύγια Σεβεγών του πατρός αυτού. 25 ούτοι δε υιοί Ανά· Δησών και ‘Ολιβεμά θυγάτηρ Ανά. 26 ούτοι δε υιοί Δησών· Αμαδά και Ασβάν και Ιθράν και Χαρράν. 27 ούτοι δε υιοί Ασάρ· Βαλαάμ και Ζουκάμ και Ιουκάμ. 28 ούτοι δε υιοί Ρισών· Ως και Αράν. 29 ούτοι δε ηγεμόνες Χορρί· ηγεμών Λωτάν, ηγεμών Σωβάλ, ηγεμών Σεβεγών, ηγεμών Ανά, 30 ηγεμών Δησών, ηγεμών Ασάρ, ηγεμών Ρισών. ούτοι ηγεμόνες Χορρί εν ταις ηγεμονίαις αυτών εν γη Εδώμ.
31 Και ούτοι οι βασιλείς οι βασιλεύσαντες εν Εδώμ προ του βασιλεύσαι βασιλέα εν Ισραήλ. 32 και εβασίλευσεν εν Εδώμ Βαλάκ υιος Βεώρ, και όνομα τη πόλει αυτού Δενναβά. 33 απέθανε δε Βαλάκ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Ιωβάβ υιος Ζαρά εκ Βοσόρρας. 34 απέθανε δε Ιωβάβ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Ασώμ εκ της γης Θαιμανών. 35 απέθανε δε Ασώμ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Αδάδ υιος Βαράδ ο εκκόψας Μαδιάμ εν τω πεδίω Μωάβ, και όνομα τη πόλει αυτού Γετθαίμ. 36 απέθανε δε Αδάδ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Σαμαδά εκ Μασεκκάς. 37 απέθανε δε Σαμαδά, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Σαούλ εκ Ροωβώθ της παρά ποταμόν. 38 απέθανε δε Σαούλ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Βαλαεννών υιος Αχοβώρ. 39 απέθανε δε Βαλαεννών υιος Αχοβώρ, και εβασίλευσεν αντ ‘ αυτού Αράδ υιος Βαράδ, και όνομα τη πόλει αυτού Φογώρ, όνομα δε τη γυναικί αυτού Μετεβεήλ, θυγάτηρ Ματραϊθ, υιού Μαιζοώβ.
40 Ταύτα τα ονόματα των ηγεμόνων Ησαύ εν ταις φυλαίς αυτών κατά τόπον αυτών, εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών. ηγεμών Θαμνά, ηγεμών Γωλά, ηγεμών Ιεθέρ, 41 ηγεμών ‘Ολιβεμάς, ηγεμών Ηλάς, ηγεμών Φινών, 42 ηγεμών Κενέζ, ηγεμών Θαιμάν, ηγεμών Μαζάρ, 43 ηγεμών Μαγεδιήλ, ηγεμών Ζαφωίν. ούτοι ηγεμόνες Εδώμ εν ταις κατωκοδομημέναις εν τη γη της κτήσεως αυτών. ούτος Ησαύ πατήρ Εδώμ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ
1 ΚΑΤ†ΚΕΙ δε Ιακώβ εν τη γη, ου παρώκησεν ο πατήρ αυτού, εν γη Χαναάν. 2 αύται δε αι γενέσεις Ιακώβ· Ιωσήφ δε δέκα και επτά ετών ην, ποιμαίνων τα πρόβατα του πατρός αυτού μετά των αδελφών αυτού, ων νέος, μετά των υιών Βαλλάς και μετά των υιών Ζελφάς των γυναικών του πατρός αυτού· κατήνεγκαν δε Ιωσήφ ψόγον πονηρόν προς Ισραήλ τον πατέρα αυτών. 3 Ιακώβ δε ηγάπα τον Ιωσήφ παρά πάντας τους υιούς αυτού, ότι υιος γήρως ην αυτω· εποίησε δε αυτω χιτώνα ποικίλον. 4 ιδόντες δε οι αδελφοί αυτού, ότι αυτόν ο πατήρ φιλεί εκ πάντων των υιών αυτού, εμίσησαν αυτόν και ουκ ηδύναντο λαλείν αυτω ουδέν ειρηνικόν.
5 Ενυπνιασθείς δε Ιωσήφ ενύπνιον απήγγειλεν αυτό τοις αδελφοίς αυτού. 6 και είπεν αυτοίς· ακούσατε του ενυπνίου τούτου, ου ενυπνιάσθην· 7 ώμην υμάς δεσμεύειν δράγματα εν μέσω τω πεδίω, και ανέστη το εμόν δράγμα και ωρθώθη, περιστραφέντα δε τα δράγματα υμών προσεκύνησαν το εμόν δράγμα. 8 είπαν δε αυτω οι αδελφοί αυτού· μη βασιλεύων βασιλεύσεις εφ ‘ ημάς ή κυριεύων κυριεύσεις ημών; και προσέθεντο έτι μισείν αυτόν ένεκεν των ενυπνίων αυτού και ένεκεν των ρημάτων αυτού. 9 είδε δε ενύπνιον έτερον και διηγήσατο αυτω τω πατρί αυτού και τοις αδελφοίς αυτού, και είπεν· ιδού ενυπνιασάμην ενύπνιον έτερον, ωσπερ ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες προσεκύνουν με. 10 και επετίμησεν αυτω ο πατήρ αυτού και είπεν αυτω· τι το ενύπνιον τούτο, ό ενυπνιάσθης; άρά γε ελθόντες ελευσόμεθα εγώ τε και η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου προσκυνήσαί σοι επί την γην; 11 εζήλωσαν δε αυτόν οι αδελφοί αυτού, ο δε πατήρ αυτού διετήρησε το ρήμα.
12 Επορεύθησαν δε οι αδελφοί αυτού βόσκειν τα πρόβατα του πατρός αυτών εις Συχέμ. 13 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· ουχί οι αδελφοί σου ποιμαίνουσιν εις Συχέμ; δεύρο αποστείλω σε προς αυτούς. είπε δε αυτω· ιδού εγώ. 14 είπε δε αυτω Ισραήλ· πορευθείς ιδέ, ει υγιαίνουσιν οι αδελφοί σου και τα πρόβατα, και ανάγγειλόν μοι. και απέστειλεν αυτόν εκ της κοιλάδος της Χεβρών, και ήλθεν εις Συχέμ. 15 και εύρεν αυτόν άνθρωπος πλανώμενον εν τω πεδίω· ηρώτησε δε αυτόν ο άνθρωπος λέγων· τι ζητείς; 16 ο δε είπε· τους αδελφούς μου ζητώ· απάγγειλόν μοι, που βόσκουσιν. 17 είπε δε αυτω ο άνθρωπος· απήρκασιν εντεύθεν, ήκουσα γαρ αυτών λεγόντων· πορευθώμεν εις Δωθαείμ. και επορεύθη Ιωσήφ κατόπισθεν των αδελφών αυτού και εύρεν αυτούς εν Δωθαείμ. 18 προείδον δε αυτόν μακρόθεν προ του εγγίσαι αυτόν προς αυτούς και επονηρεύοντο του αποκτείναι αυτόν. 19 είπε δε έκαστος προς τον αδελφόν αυτού· ιδού ο ενυπνιαστής εκείνος έρχεται· 20 νυν ουν δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ρίψωμεν αυτόν εις ένα των λάκκων και ερούμεν· θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν· και οψόμεθα, τι έσται τα ενύπνια αυτού. 21 ακούσας δε Ρουβήν εξείλετο αυτόν εκ των χειρών αυτών και είπεν· ου πατάξωμεν αυτόν εις ψυχήν. 22 είπε δε αυτοίς Ρουβήν· μη εκχέητε αίμα· εμβάλλετε αυτόν εις ένα των λάκκων τούτων των εν τη ερήμω, χείρα δε μη επενέγκητε αυτω· όπως εξέληται αυτόν εκ των χειρών αυτών και αποδω αυτόν τω πατρί αυτού. 23 εγένετο δε ηνίκα ήλθεν Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού, εξέδυσαν Ιωσήφ τον χιτώνα τον ποικίλον τον περί αυτόν 24 και λαβόντες αυτόν έρριψαν εις τον λάκκον· ο δε λάκκος κενός, ύδωρ ουκ είχεν.
25 Εκάθισαν δε φαγείν άρτον και αναβλέψαντες τοις οφθαλμοίς είδον, και ιδού οδοιπόροι Ισμαηλίται ήρχοντο εκ Γαλαάδ, και αι κάμηλοι αυτών έγεμαν θυμιαμάτων και ρητίνης και στακτής· επορεύοντο δε καταγαγείν εις Αίγυπτον. 26 είπε δε Ιούδας προς τους αδελφούς αυτού· τι χρήσιμον, εάν αποκτείνωμεν τον αδελφόν ημών και κρύψωμεν το αίμα αυτού; 27 δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοις Ισμαηλίταις τούτοις, αι δε χείρες ημών μη έστωσαν επ ‘ αυτόν, ότι αδελφός ημών και σάρξ ημών εστιν. ήκουσαν δε οι αδελφοί αυτού. 28 και παρεπορεύοντο οι άνθρωποι οι Μαδιηναίοι έμποροι, και εξείλκυσαν και ανεβίβασαν τον Ιωσήφ εκ του λάκκου και απέδοντο τον Ιωσήφ τοις Ισμαηλίταις είκοσι χρυσών, και κατήγαγον τον Ιωσήφ εις Αίγυπτον. 29 ανέστρεψε δε Ρουβήν επί τον λάκκον και ουχ ορά τον Ιωσήφ εν τω λάκκω. και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού. 30 και επέστρεψε προς τους αδελφούς αυτού. και είπε· το παιδάριον ουκ έστιν, εγώ δε που πορεύομαι έτι;
31 Λαβόντες δε τον χιτώνα του Ιωσήφ έσφαξαν έριφον αιγών και εμόλυναν τον χιτώνα τω αίματι. 32 και απέστειλαν τον χιτώνα τον ποικίλον και εισήνεγκαν τω πατρί αυτών. και είπαν· τούτον εύρομεν, επίγνωθι ει χιτών του υιού σου εστιν ή ου. 33 και επέγνω αυτόν και είπε· χιτών του υιού μου εστι· θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν, θηρίον ήρπασε τον Ιωσήφ. 34 διέρρηξε δε Ιακώβ τα ιμάτια αυτού και επέθετο σάκκον επί την οσφύν αυτού και επένθει τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς. 35 συνήχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ήλθον παρακαλέσαι αυτόν, και ουκ ήθελε παρακαλείσθαι λέγων ότι· καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου. και έκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού. 36 οι δε Μαδιηναίοι απέδοντο τον Ιωσήφ εις Αίγυπτον τω Πετεφρή τω σπάδοντι Φαραώ, αρχιμαγείρω.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε εν τω καιρω εκείνω, κατέβη Ιούδας από των αδελφών αυτού και αφίκετο έως προς άνθρωπόν τινα ‘Οδολλαμίτην, ω όνομα Ειράς. 2 και είδεν εκεί Ιούδας θυγατέρα ανθρώπου Χαναναίου, ή όνομα Σαυά, και έλαβεν αυτήν και εισήλθε προς αυτήν. 3 και συλλαβούσα έτεκεν υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Ήρ. 4 και συλλαβούσα έτεκεν υιόν έτι και εκάλεσε το όνομα αυτού Αυνάν. 5 και προσθείσα έτεκεν υιόν και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηλώμ. αύτη δε ην εν Χασβί, ηνίκα έτεκεν αυτούς. 6 και έλαβεν Ιούδας γυναίκα Ήρ τω πρωτοτόκω αυτού, ή όνομα Θάμαρ. 7 εγένετο δε Ήρ πρωτότοκος Ιούδα πονηρός έναντι Κυρίου, και απέκτεινεν αυτόν ο Θεός. 8 είπε δε Ιούδας τω Αυνάν· είσελθε προς την γυναίκα του αδελφού σου και επιγάμβρευσαι αυτήν και ανάστησον σπέρμα τω αδελφω σου. 9 γνούς δε Αυνάν ότι ουκ αυτω έσται το σπέρμα, εγίνετο όταν εισήρχετο προς την γυναίκα του αδελφού αυτού, εξέχεεν επί την γην του μη δούναι σπέρμα τω αδελφω αυτού. 10 πονηρόν δε εφάνη εναντίον του Θεού, ότι εποίησε τούτο, και εθανάτωσε και τούτον. 11 είπε δε Ιούδας Θάμαρ τη νύμφη αυτού· κάθου χήρα εν τω οίκω του πατρός σου έως μέγας γένηται Σηλώμ ο υιος μου. είπε γαρ· μη ποτε αποθάνη και ούτος, ωσπερ και οι αδελφοί αυτού. απελθούσα δε Θάμαρ εκάθητο εν τω οίκω του πατρός αυτής.
12 Επληθύνθησαν δε αι ημέραι και απέθανε Σαυά η γυνή Ιούδα· και παρακληθείς Ιούδας ανέβη επί τους κείροντας τα πρόβατα αυτού, αυτός και Ειράς ο ποιμήν αυτού ο ‘Οδολλαμίτης εις Θαμνά. 13 και απηγγέλη Θάμαρ τη νύμφη αυτού λέγοντες· ιδού ο πενθερός σου αναβαίνει εις Θαμνά κείραι τα πρόβατα αυτού. 14 και περιελομένη τα ιμάτια της χηρεύσεως αφ ‘ εαυτής, περιεβάλετο θέριστρον και εκαλλωπίσατο και εκάθισε προς ταις πύλαις Αινάν, ή εστιν εν παρόδω Θαμνά· είδε γαρ ότι μέγας γέγονε Σηλώμ, αυτός δε ουκ έδωκεν αυτήν αυτω γυναίκα. 15 και ιδών αυτήν Ιούδας έδοξεν αυτήν πόρνην είναι· κατεκαλύψατο γαρ το πρόσωπον αυτής, και ουκ επέγνω αυτήν. 16 εξέκλινε δε προς αυτήν την οδόν και είπεν αυτη· έασόν με εισελθείν προς σε· ου γαρ έγνω ότι νύμφη αυτού εστίν. η δε είπε· τι μοι δώσεις, εάν εισέλθης προς με; 17 ο δε είπεν· εγώ σοι αποστελώ έριφον αιγών εκ των προβάτων μου, η δε είπεν· εάν δως μοι αρραβώνα, έως του αποστείλαί σε. 18 ο δε είπε· τίνα τον αρραβώνά σοι δώσω; η δε είπε· τον δακτύλιόν σου και τον ορμίσκον, και την ράβδον την εν τη χειρί σου. και έδωκεν αυτη και εισήλθε προς αυτήν, και εν γαστρί έλαβεν εξ αυτού. 19 και αναστάσα απήλθε και περιείλετο το θέριστρον αυτής αφ ‘ εαυτής και ενεδύσατο τα ιμάτια της χηρεύσεως αυτής. 20 απέστειλε δε Ιούδας τον έριφον εξ αιγών εν χειρί του ποιμένος αυτού του ‘Οδολλαμίτου κομίσασθαι παρά της γυναικός τον αρραβώνα, και ουχ εύρεν αυτήν. 21 επηρώτησε δε τους άνδρας τους εκ του τόπου· που εστιν η πόρνη η γενομένη εν Αινάν επί της οδού; και είπαν· ουκ ην ενταύθα πόρνη. 22 και απεστράφη προς Ιούδαν και είπεν· ουχ εύρον, και οι άνθρωποι οι εκ του τόπου λέγουσι μη είναι ώδε πόρνην. 23 είπε δε Ιούδας· εχέτω αυτά, αλλά μη ποτε καταγελασθώμεν· εγώ μεν απέσταλκα τον έριφον τούτον, συ δε ουχ εύρηκας.
24 Εγένετο δε μετά τρίμηνον ανηγγέλη τω Ιούδα λέγοντες· εκπεπόρνευκε Θάμαρ η νύμφη σου και ιδού εν γαστρί έχει εκ πορνείας. είπε δε Ιούδας· εξαγάγετε αυτήν, και κατακαυθήτω. 25 αυτή δε αγομένη απέστειλε προς τον πενθερόν αυτής λέγουσα· εκ του ανθρώπου, ούτινος ταύτά εστιν, εγώ εν γαστρί έχω. και είπεν· επίγνωθι, τίνος ο δακτύλιος και ο ορμίσκος και η ράβδος αύτη. 26 επέγνω δε Ιούδας και είπε· δεδικαίωται Θάμαρ ή εγώ, ου ένεκεν ουκ έδωκα αυτήν Σηλών τω υιω μου. και ου προσέθετο έτι του γνώναι αυτήν.
27 Εγένετο δε ηνίκα έτικτε, και τηδε ην δίδυμα εν τη γαστρί αυτής. 28 εγένετο δε εν τω τίκτειν αυτήν, ο εις προεξήνεγκε την χείρα· λαβούσα δε η μαία έδησεν επί την χείρα αυτού κόκκινον λέγουσα· ούτος εξελεύσεται πρότερος. 29 ως δε επισυνήγαγε την χείρα, και ευθύς εξήλθεν ο αδελφός αυτού. η δε είπε· τι διεκόπη δια σε φραγμός; και εκάλεσε το όνομα αυτού Φαρές. 30 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, εφ ‘ ω ην επί τη χειρί αυτού το κόκκινον· και εκάλεσε το όνομα αυτού Ζαρά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ
1 ΙΩΣΗΦ δε κατήχθη εις Αίγυπτον, και εκτήσατο αυτόν Πετεφρής ο ευνούχος Φαραώ, ο αρχιμάγειρος, ανήρ Αιγύπτιος, εκ χειρών των Ισμαηλιτών, οί κατήγαγον αυτόν εκεί. 2 και ην Κύριος μετά Ιωσήφ, και ην ανήρ επιτυγχάνων και εγένετο εν τω οίκω παρά τω κυρίω αυτού τω Αιγυπτίω. 3 ήδει δε ο κύριος αυτού, ότι ο Κύριος ην μετ ‘ αυτού και όσα εάν ποιή, Κύριος ευοδοί εν ταις χερσίν αυτού. 4 και εύρεν Ιωσήφ χάριν εναντίον του κυρίου αυτού, και ευηρέστησεν αυτω, και κατέστησεν αυτόν επί του οίκου αυτού και πάντα, όσα ην αυτω, έδωκε δια χειρός Ιωσήφ. 5 εγένετο δε μετά το καταστήναι αυτόν επί του οίκου αυτού και επί πάντα, όσα ην αυτω, και ηυλόγησε Κύριος τον οίκον του Αιγυπτίου δια Ιωσήφ, και εγενήθη ευλογία Κυρίου εν πάσι τοις υπάρχουσιν αυτω εν τω οίκω και εν τω αγρω αυτού. 6 και επέτρεψε πάντα, όσα ην αυτω, εις χείρας Ιωσήφ και ουκ ήδει των καθ ‘ αυτόν ουδέν πλήν του άρτου, ου ήσθιεν αυτός.
Και ην Ιωσήφ καλός τω είδει και ωραίος τη όψει σφόδρα. 7 και εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα και επέβαλεν η γυνή του κυρίου αυτού τους οφθαλμούς αυτής επί Ιωσήφ και είπε· κοιμήθητι μετ ‘ εμού. 8 ο δε ουκ ήθελεν, είπε δε τη γυναικί του κυρίου αυτού· ει ο κύριός μου ου γινώσκει δι ‘ εμέ ουδέν εν τω οίκω αυτού, και πάντα, όσα εστίν αυτω, έδωκεν εις τας χείράς μου 9 και ουχ υπερέχει εν τη οικία ταύτη ουδέν εμού, ουδέ υπεξήρηται απ ‘ εμού ουδέν πλήν σου, δια το σε γυναίκα αυτού είναι, και Πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι εναντίον του Θεού; 10 ηνίκα δε ελάλει τω Ιωσήφ ημέραν εξ ημέρας, και ουχ υπήκουεν αυτη καθεύδειν μετ ‘ αυτής του συγγενέσθαι αυτη. 11 εγένετο δε τοιαύτη τις ημέρα, και εισήλθεν Ιωσήφ εις την οικίαν ποιείν τα έργα αυτού, και ουδείς ην των εν τη οικία έσω, 12 και επεσπάσατο αυτόν των ιματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ ‘ εμού. και καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταις χερσίν αυτής έφυγε και εξήλθεν έξω. 13 και εγένετο ως είδεν, ότι καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταις χερσίν αυτής έφυγε και εξήλθεν έξω, 14 και εκάλεσε τους όντας εν τη οικία και είπεν αυτοίς λέγουσα· ίδετε, εισήγαγεν ημίν παίδα Εβραίον εμπαίζειν ημίν· εισήλθε προς με λέγων· κοιμήθητι μετ ‘ εμού, και εβόησα φωνή μεγάλη· 15 εν δε τω ακούσαι αυτόν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, καταλιπών τα ιμάτια αυτού παρ ‘ εμοί έφυγε και εξήλθεν έξω. 16 και καταλιμπάνει τα ιμάτια παρ ‘ εαυτη, έως ήλθεν ο κύριος εις τον οίκον αυτού. 17 και ελάλησεν αυτω κατά τα ρήματα ταύτα λέγουσα· εισήλθε προς με ο παις ο Εβραίος, ον εισήγαγες προς ημάς, εμπαίξαί μοι και είπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετά σου· 18 ως δε ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, καταλιπών τα ιμάτια αυτού παρ ‘ εμοί έφυγε και εξήλθεν έξω. 19 εγένετο δε, ως ήκουσεν ο κύριος αυτού τα ρήματα της γυναικός αυτού, όσα ελάλησε προς αυτόν, λέγουσα· ούτως εποίησέ μοι ο παις σου, και εθυμώθη οργή. 20 και λαβών ο κύριος Ιωσήφ ενέβαλεν αυτόν εις το οχύρωμα, εις τον τόπον, εν ω οι δεσμώται του βασιλέως κατέχονται εκεί εν τω οχυρώματι.
21 Και ην Κύριος μετά Ιωσήφ και κατέχεεν αυτού έλεος και έδωκεν αυτω χάριν εναντίον του αρχιδεσμοφύλακος, 22 και έδωκεν ο αρχιδεσμοφύλαξ το δεσμωτήριον δια χειρός Ιωσήφ και πάντας τους απηγμένους, όσοι εν τω δεσμωτηρίω, και πάντα όσα ποιούσιν εκεί, αυτός ην ποιών. 23 ουκ ην ο αρχιδεσμοφύλαξ του δεσμωτηρίου γινώσκων δι ‘ αυτόν ουδέν· πάντα γαρ ην δια χειρός Ιωσήφ δια το τον Κύριον μετ ‘ αυτού είναι, και όσα αυτός εποίει, ο Κύριος ευώδου εν ταις χερσίν αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά τα ρήματα ταύτα ήμαρτεν ο αρχιοινοχόος του βασιλέως Αιγύπτου και ο αρχισιτοποιός τω κυρίω αυτών βασιλεί Αιγύπτου. 2 και ωργίσθη Φαραώ επί τοις δυσίν ευνούχοις αυτού, επί τω αρχιοινοχόω και επί τω αρχισιτοποιω, 3 και έθετο αυτούς εν φυλακή εις το δεσμωτήριον, εις τον τόπον, ου Ιωσήφ απήκτο εκεί. 4 και συνέστησεν ο αρχιδεσμώτης τω Ιωσήφ αυτούς, και παρέστη αυτοίς· ήσαν δε ημέρας εν τη φυλακή. 5 και είδον αμφότεροι ενύπνιον εν μια νυκτί· η δε όρασις του ενυπνίου του αρχιοινοχόου και αρχισιτοποιού, οί ήσαν τω βασιλεί Αιγύπτου, οι όντες εν τω δεσμωτηρίω, ην αύτη. 6 εισήλθε δε προς αυτούς Ιωσήφ τω πρωϊ και είδεν αυτούς, και ήσαν τεταραγμένοι. 7 και ηρώτα τους ευνούχους Φαραώ, οί ήσαν μετ ‘ αυτού εν τη φυλακή παρά τω κυρίω αυτού, λέγων· τι ότι τα πρόσωπα υμών σκυθρωπά σήμερον; 8 οι δε είπαν αυτω· ενύπνιον είδομεν, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό. είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· ουχί δια του Θεού η διασάφησις αυτών εστι; διηγήσασθε ουν μοι. 9 και διηγήσατο ο αρχιοινοχόος το ενύπνιον αυτού τω Ιωσήφ και είπεν· εν τω ύπνω μου ην άμπελος εναντίον μου· 10 εν δε τη αμπέλω τρεις πυθμένες, και αυτή θάλλουσα ανενηνοχυία βλαστούς· πέπειροι οι βότρυες σταφυλής. 11 και το ποτήριον Φαραώ εν τη χειρί μου· και έλαβον την σταφυλήν και εξέθλιψα αυτήν εις το ποτήριον και έδωκα το ποτήριον εις την χείρα Φαραώ. 12 και είπεν αυτω Ιωσήφ· τούτο η σύγκρισις αυτού· οι τρεις πυθμένες τρεις ημέραι εισίν· 13 έτι τρεις ημέραι και μνησθήσεται Φαραώ της αρχής σου και αποκαταστήσει σε επί την αρχιοινοχοϊαν σου, και δώσεις το ποτήριον Φαραώ εις την χείρα αυτού κατά την αρχήν σου την προτέραν, ως ήσθα οινοχοών. 14 αλλά μνήσθητί μου δια σεαυτού, όταν εύ γένηταί σοι, και ποιήσεις εν εμοί έλεος και μνησθήσει περί εμού προς Φαραώ και εξάξεις με εκ του οχυρώματος τούτου· 15 ότι κλοπή εκλάπην εκ γης Εβραίων και ώδε ουκ εποίησα ουδέν, αλλ ‘ ενέβαλόν με εις τον λάκκον τούτον. 16 και είδεν ο αρχισιτοποιός, ότι ορθώς συνέκρινε, και είπε τω Ιωσήφ· καγώ είδον ενύπνιον και ώμην τρία κανά χονδριτών αίρειν επί της κεφαλής μου· 17 εν δε κανω τω επάνω από πάντων των γενών, ων Φαραώ εσθίει έργον σιτοποιού, και τα πετεινά του ουρανού κατήσθιεν αυτά από του κανού του επάνω της κεφαλής μου. 18 αποκριθείς δε Ιωσήφ είπεν αυτω· αύτη η σύγκρισις αυτού· τα τρία κανά τρεις ημέραι εισίν· 19 έτι τριών ημερών και αφελεί Φαραώ την κεφαλήν σου από σου και κρεμάσει σε επί ξύλου, και φάγεται τα όρνεα του ουρανού τας σάρκας σου από σου. 20 εγένετο δε εν τη ημέρα τη τρίτη, ημέρα γενέσεως ην Φαραώ, και εποίει πότον πάσι τοις παισίν αυτού. και εμνήσθη της αρχής του οινοχόου και της αρχής του σιτοποιού εν μέσω των παίδων αυτού, 21 και αποκατέστησε τον αρχιοινοχόον επί την αρχήν αυτού, και έδωκε το ποτήριον εις την χείρα Φαραώ, 22 τον δε αρχισιτοποιόν εκρέμασε, καθά συνέκρινεν αυτοίς Ιωσήφ. 23 και ουκ εμνήσθη ο αρχιοινοχόος του Ιωσήφ, αλλ ‘ επελάθετο αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά δύο έτη ημερών, Φαραώ είδεν ενύπνιον· ώετο εστάναι επί του ποταμού, 2 και ιδού ωσπερ εκ του ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τω είδει και εκλεκταί ταις σαρξί και εβόσκοντο εν τω Άχει. 3 άλλαι δε επτά βόες ανέβαινον μετά ταύτας εκ του ποταμού αισχραί τω είδει και λεπταί ταις σαρξί και ενέμοντο παρά τας βόας επί το χείλος του ποταμού· 4 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί ταις σαρξί τας επτά βόας τας καλάς τω είδει και τας εκλεκτάς ταις σαρξί. ηγέρθη δε Φαραώ. 5 και ενυπνιάσθη το δεύτερον, και ιδού επτά στάχυες ανέβαινον εν τω πυθμένι ενί εκλεκτοί και καλοί· 6 και ιδού επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο μετ ‘ αυτούς· 7 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους εκλεκτούς και τους πλήρεις. ηγέρθη δε Φαραώ, και ην ενύπνιον.
8 Εγένετο δε πρωϊ και εταράχθη η ψυχή αυτού, και αποστείλας εκάλεσε πάντας τους εξηγητάς Αιγύπτου και πάντας τους σοφούς αυτής, και διηγήσατο αυτοίς Φαραώ το ενύπνιον αυτού, και ουκ ην ο απαγγέλλων αυτό τω Φαραώ. 9 και ελάλησεν ο αρχιοινοχόος προς Φαραώ λέγων· την αμαρτίαν μου αναμιμνήσκω σήμερον. 10 Φαραώ ωργίσθη τοις παισίν αυτού και έθετο ημάς εν φυλακή εν τω οίκω του αρχιμαγείρου, εμέ τε και τον αρχισιτοποιόν. 11 και είδομεν ενύπνιον αμφότεροι εν νυκτί μια εγώ και αυτός, έκαστος κατά το αυτού ενύπνιον είδομεν. 12 ην δε εκεί μεθ ‘ ημών νεανίσκος παις Εβραίος του αρχιμαγείρου, και διηγησάμεθα αυτω, και συνέκρινεν ημίν. 13 εγενήθη δε, καθώς συνέκρινεν ημίν, ούτω και συνέβη, εμέ τε αποκατασταθήναι επί την αρχήν μου, εκείνον δε κρεμασθήναι.
14 Αποστείλας δε Φαραώ εκάλεσε τον Ιωσήφ, και εξήγαγον αυτόν από του οχυρώματος και εξύρησαν αυτόν και ήλλαξαν την στολήν αυτού, και ήλθε προς Φαραώ. 15 είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ· ενύπνιον εώρακα, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό· εγώ δε ακήκοα περί σου λεγόντων, ακούσαντά σε ενύπνια συγκρίναι αυτά. 16 αποκριθείς δε Ιωσήφ τω Φαραώ είπεν· άνευ του Θεού ουκ αποκριθήσεται το σωτήριον Φαραώ. 17 ελάλησε δε Φαραώ τω Ιωσήφ λέγων· εν τω ύπνω μου ώμην εστάναι παρά το χείλος του ποταμού, 18 και ωσπερ εκ του ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τω είδει και εκλεκταί ταις σαρξί, και ενέμοντο εν τω Άχει. 19 και ιδού επτά βόες έτεραι ανέβαινον οπίσω αυτών εκ του ποταμού πονηραί και αισχραί τω είδει και λεπταί ταις σαρξίν, οίας ουκ είδον τοιαύτας εν όλη γη Αιγύπτου αισχροτέρας· 20 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί τας επτά βόας τας πρώτας τας καλάς και τας εκλεκτάς, 21 και εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών και ου διάδηλοι εγένοντο, ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, και αι όψεις αυτών αισχραί, καθά και την αρχήν· εξεγερθείς δε εκοιμήθην 22 και είδον πάλιν εν τω ύπνω μου, και ωσπερ επτά στάχυες ανέβαινον εν πυθμένι ενί πλήρεις και καλοί· 23 άλλοι δε επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο εχόμενοι αυτών. 24 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους καλούς και τους πλήρεις. είπα ουν τοις εξηγηταίς, και ουκ ην ο απαγγέλλων μοι αυτό.
25 Και είπεν Ιωσήφ τω Φαραώ· το ενύπνιον Φαραώ εν εστιν· όσα ο Θεός ποιεί, έδειξε τω Φαραώ. 26 αι επτά βόες αι καλαί επτά έτη εστί, και οι επτά στάχυες οι καλοί επτά έτη εστί· το ενύπνιον Φαραώ εν εστι, 27 και αι επτά βόες αι λεπταί αι αναβαίνουσαι οπίσω αυτών επτά έτη εστί, και οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι έσονται επτά έτη λιμού. 28 το δε ρήμα, ό είρηκα Φαραώ, όσα ο Θεός ποιεί, έδειξε τω Φαραώ, 29 ιδού επτά έτη έρχεται ευθηνία πολλή εν πάση γη Αιγύπτου· 30 ήξει δε επτά έτη λιμού μετά ταύτα, και επιλήσονται της πλησμονής της εσομένης εν όλη Αιγύπτω, και αναλώσει ο λιμός την γην, 31 και ουκ επιγνωσθήσεται η ευθηνία επί της γης από του λιμού του εσομένου μετά ταύτα· ισχυρός γαρ έσται σφόδρα. 32 περί δε του δευτερώσαι το ενύπνιον Φαραώ δις, ότι αληθές έσται το ρήμα το παρά του Θεού, και ταχυνεί ο Θεός του ποιήσαι αυτό. 33 νυν ουν σκέψαι άνθρωπον φρόνιμον και συνετόν και κατάστησον αυτόν επί γης Αιγύπτου· 34 και ποιησάτω Φαραώ και καταστησάτω τοπάρχας επί της γης, και αποπεμπτωσάτωσαν πάντα τα γεννήματα της γης Αιγύπτου των επτά ετών της ευθηνίας 35 και συναγαγέτωσαν πάντα τα βρώματα των επτά ετών των ερχομένων των καλών τούτων, και συναχθήτω ο σίτος υπό χείρα Φαραώ, βρώματα εν ταις πόλεσι φυλαχθήτω· 36 και έσται τα βρώματα τα πεφυλαγμένα τη γη εις τα επτά έτη του λιμού, α έσονται εν γη Αιγύπτου, και ουκ εκτριβήσεται η γη εν τω λιμω.
37 Ήρεσε δε το ρήμα εναντίον Φαραώ και εναντίον πάντων των παίδων αυτού, 38 και είπε Φαραώ πάσι τοις παισίν αυτού· μη ευρήσομεν άνθρωπον τοιούτον, ος έχει πνεύμα Θεού εν αυτω; 39 είπε δε Φαραώ τω Ιωσήφ· επειδή έδειξεν ο Θεός σοι πάντα ταύτα, ουκ έστιν άνθρωπος φρονιμώτερος και συνετώτερός σου· 40 συ έση επί τω οίκω μου, και επί τω στόματί σου υπακούσεται πας ο λαός μου· πλήν τον θρόνον υπερέξω σου εγώ. 41 είπε δε Φαραώ τω Ιωσήφ· ιδού καθίστημί σε σήμερον επί πάσης γης Αιγύπτου. 42 και περιελόμενος Φαραώ τον δακτύλιον από της χειρός αυτού, περιέθηκεν αυτόν επί την χείρα Ιωσήφ και ενέδυσεν αυτόν στολήν βυσσίνην και περιέθηκε κλοιόν χρυσούν περί τον τράχηλον αυτού· 43 και ανεβίβασεν αυτόν επί το άρμα το δεύτερον των αυτού, και εκήρυξεν έμπροσθεν αυτού κήρυξ· και κατέστησεν αυτόν εφ ‘ όλης γης Αιγύπτου. 44 είπε δε Φαραώ τω Ιωσήφ· εγώ Φαραώ, άνευ σου ουκ εξαρεί ουδείς την χείρα αυτού επί πάσης γης Αιγύπτου. 45 και εκάλεσε Φαραώ το όνομα Ιωσήφ, Ψονθομφανήχ· και έδωκεν αυτω την Ασεννέθ θυγατέρα Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως αυτω εις γυναίκα. 46 Ιωσήφ δε ην ετών τριάκοντα, ότε έστη εναντίον Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου.
Εξήλθε δε Ιωσήφ από προσώπου Φαραώ, και διήλθε πάσαν γην Αιγύπτου. 47 και εποίησεν η γη εν τοις επτά έτεσι της ευθηνίας δράγματα· 48 και συνήγαγε πάντα τα βρώματα των επτά ετών, εν οίς ην η ευθυνία εν τη γη Αιγύπτου, και έθηκε τα βρώματα εν ταις πόλεσι, βρώματα των πεδίων της πόλεως των κύκλω αυτής έθηκεν εν αυτη. 49 και συνήγαγεν Ιωσήφ σίτον ωσεί την άμμον της θαλάσσης πολύν σφόδρα, έως ουκ ηδύνατο αριθμηθήναι, ου γαρ ην αριθμός.
50 Τω δε Ιωσήφ εγένοντο υιοί δύο προ του ελθείν τα επτά έτη του λιμού, ους έτεκεν αυτω Ασεννέθ η θυγάτηρ Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως. 51 εκάλεσε δε Ιωσήφ το όνομα του πρωτοτόκου Μανασσή, ότι επιλαθέσθαι με εποίησεν ο Θεός πάντων των πόνων μου και πάντων των του πατρός μου. 52 το δε όνομα του δευτέρου εκάλεσεν Εφραϊμ, ότι ηύξησέ με ο Θεός εν γη ταπεινώσεώς μου.
53 Παρήλθε δε τα επτά έτη της ευθηνίας, α εγένοντο εν τη γη Αιγύπτου, 54 και ήρξατο τα επτά έτη του λιμού έρχεσθαι, καθά είπεν Ιωσήφ. και εγένετο λιμός εν πάση τη γη, εν δε πάση τη γη Αιγύπτου ήσαν άρτοι. 55 και επείνασε πάσα η γη Αιγύπτου, έκραξε δε ο λαός προς Φαραώ περί άρτων· είπε δε Φαραώ πάσι τοις Αιγυπτίοις· πορεύεσθε προς Ιωσήφ, και ό εάν είπη υμίν, ποιήσατε. 56 και ο λιμός ην επί προσώπου πάσης της γης· ανέωξε δε Ιωσήφ πάντας τους σιτοβολώνας και επώλει πάσι τοις Αιγυπτίοις. 57 και πάσαι αι χώραι ήλθον εις Αίγυπτον αγοράζειν προς Ιωσήφ· επεκράτησε γαρ ο λιμός εν πάση τη γη.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ
1 ΙΔΩΝ δε Ιακώβ ότι εστί πράσις εν Αιγύπτω, είπε τοις υιοίς αυτού· ινατί ραθυμείτε; 2 ιδού ακήκοα ότι εστί σίτος εν Αιγύπτω· κατάβητε εκεί και πρίασθε ημίν μικρά βρώματα, ίνα ζήσωμεν και μη αποθάνωμεν. 3 κατέβησαν δε οι αδελφοί Ιωσήφ οι δέκα πρίασθαι σίτον εξ Αιγύπτου· 4 τον δε Βενιαμίν τον αδελφόν Ιωσήφ ουκ απέστειλε μετά των αδελφών αυτού, είπε γαρ· μη ποτε συμβή αυτω μαλακία.
5 Ήλθον δε οι υιοί Ισραήλ αγοράζειν μετά των ερχομένων· ην γαρ ο λιμός εν γη Χαναάν. 6 Ιωσήφ δε ην ο άρχων της γης, ούτος επώλει παντί τω λαω της γης· ελθόντες δε οι αδελφοί Ιωσήφ προσεκύνησαν αυτω επί πρόσωπον επί την γην. 7 ιδών δε Ιωσήφ τους αδελφούς αυτού επέγνω και ηλλοτριούτο απ ‘ αυτών και ελάλησεν αυτοίς σκληρά και είπεν αυτοίς· πόθεν ήκατε; οι δε είπον· εκ γης Χαναάν αγοράσαι βρώματα. 8 επέγνω δε Ιωσήφ τους αδελφούς αυτού, αυτοί δε ουκ επέγνωσαν αυτόν. 9 και εμνήσθη Ιωσήφ των ενυπνίων αυτού, ων είδεν αυτός, και είπεν αυτοίς· κατάσκοποί εστε, κατανοήσαι τα ίχνη της χώρας ήκατε. 10 οι δε είπαν· ουχί, κύριε, οι παίδές σου ήλθομεν πρίασθαι βρώματα· 11 πάντες εσμέν υιοί ενός ανθρώπου· ειρηνικοί εσμεν, ουκ εισίν οι παίδές σου κατάσκοποι. 12 είπε δε αυτοίς· ουχί, αλλά τα ίχνη της γης ήλθετε ιδείν. 13 οι δε είπαν· δώδεκά εσμεν οι παίδες σου αδελφοί εν γη Χαναάν, και ιδού ο νεώτερος μετά του πατρός ημών σήμερον, ο δε έτερος ουχ υπάρχει. 14 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· τούτό εστιν ό είρηκα υμίν λέγων, ότι κατάσκοποί εστε· 15 εν τούτω φανείσθε· νή την υγίειαν Φαραώ, ου μη εξέλθητε εντεύθεν, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος έλθη ώδε. 16 αποστείλατε εξ υμών ένα και λάβετε τον αδελφόν υμών, υμείς δε απάχθητε έως του φανερά γενέσθαι τα ρήματα υμών, ει αληθεύετε ή ου· ει δε μη, νή την υγίειαν Φαραώ, ή μην κατάσκοποί εστε. 17 και έθετο αυτούς εν φυλακή ημέρας τρεις.
18 Είπε δε αυτοίς τη ημέρα τη τρίτη· τούτο ποιήσατε και ζήσεσθε, τον Θεόν γαρ εγώ φοβούμαι· 19 ει ειρηνικοί εστε, αδελφός υμών κατασχεθήτω εις εν τη φυλακή, αυτοί δε βαδίσατε και απαγάγετε τον αγορασμόν της σιτοδοσίας υμών, 20 και τον αδελφόν υμών τον νεώτερον αγάγετε προς με, και πιστευθήσονται τα ρήματα υμών· ει δε μη, αποθανείσθε. εποίησαν δε ούτως. 21 και είπεν έκαστος προς τον αδελφόν αυτού· ναί, εν αμαρτίαις γαρ εσμεν περί του αδελφού ημών, ότι υπερείδομεν την θλίψιν της ψυχής αυτού, ότε κατεδέετο ημών, και ουκ εισηκούσαμεν αυτού· και ένεκεν τούτου επήλθεν εφ ‘ ημάς η θλίψις αύτη. 22 αποκριθείς δε Ρουβήν είπεν αυτοίς· ουκ ελάλησα υμίν λέγων, μη αδικήσητε το παιδάριον; και ουκ ηκούσατέ μου; και ιδού το αίμα αυτού εκζητείται. 23 αυτοί δε ουκ ήδεισαν ότι ακούει Ιωσήφ· ο γαρ ερμηνευτής ανά μέσον αυτών ην. 24 αποστραφείς δε απ ‘ αυτών έκλαυσεν Ιωσήφ. και πάλιν προσήλθε προς αυτούς και είπεν αυτοίς· και έλαβε τον Συμεών απ ‘ αυτών και έδησεν αυτόν εναντίον αυτών. 25 ενετείλατο δε Ιωσήφ εμπλήσαι τα αγγεία αυτών σίτου και αποδούναι το αργύριον αυτών εκάστω εις τον σάκκον αυτού και δούναι αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν. και εγενήθη αυτοίς ούτως. 26 και επιθέντες τον σίτον επί τους όνους αυτών απήλθον εκείθεν. 27 λύσας δε εις τον μάρσιππον αυτού δούναι χορτάσματα τοις όνοις αυτού, ου κατέλυσαν, και είδε τον δεσμόν του αργυρίου αυτού, και ην επάνω του στόματος του μαρσίππου· 28 και είπε τοις αδελφοίς αυτού· επεδόθη μοι το αργύριον, και ιδού τούτο εν τω μαρσίππω μου, και εξέστη η καρδία αυτών, και εταράχθησαν προς αλλήλους λέγοντες· τι τούτο εποίησεν ο Θεός ημίν;
29 Ήλθον δε προς Ιακώβ τον πατέρα αυτών εις γην Χαναάν και απήγγειλαν αυτω πάντα τα συμβάντα αυτοίς, λέγοντες· 30 λελάληκεν ο άνθρωπος ο κύριος της γης προς ημάς σκληρά και έθετο ημάς εν φυλακή ως κατασκοπεύοντας την γην. 31 είπαμεν δε αυτω· ειρηνικοί εσμέν, ουκ εσμέν κατάσκοποι· 32 δώδεκα αδελφοί εσμεν, υιοί του πατρός ημών· ο εις ουχ υπάρχει, ο δε μικρός μετά του πατρός ημών σήμερον εν γη Χαναάν. 33 είπε δε ημίν ο άνθρωπος ο κύριος της γης· εν τούτω γνώσομαι ότι ειρηνικοί εστε· αδελφόν ένα άφετε ώδε μετ ‘ εμού, τον δε αγορασμόν της σιτοδοσίας του οίκου υμών λαβόντες απέλθατε. 34 και αγάγετε προς με τον αδελφόν υμών τον νεώτερον, και γνώσομαι ότι ου κατάσκοποί εστε, αλλ ‘ ότι ειρηνικοί εστε, και τον αδελφόν υμών αποδώσω υμίν, και τη γη εμπορεύσεσθε. 35 εγένετο δε εν τω κατακενούν αυτούς τους σάκκους αυτών, και ην εκάστου ο δεσμός του αργυρίου εν τω σάκκω αυτών· και είδον τους δεσμούς του αργυρίου αυτών αυτοί και ο πατήρ αυτών, και εφοβήθησαν. 36 είπε δε αυτοίς Ιακώβ ο πατήρ αυτών· εμέ ητεκνώσατε, Ιωσήφ ούκ έστι, Συμεών ουκ έστι, και τον Βενιαμίν λήψεσθε; επ ‘ εμέ εγένετο ταύτα πάντα. 37 είπε δε Ρουβήν τω πατρί αυτών λέγων· τους δύο υιούς μου απόκτεινον, εάν μη αγάγω αυτόν προς σε· δος αυτόν εις την χείρά μου, καγώ ανάξω αυτόν προς σε. 38 ο δε είπεν· ου καταβήσεται ο υιος μου μεθ ‘ υμών, ότι ο αδελφός αυτού απέθανε και αυτός μόνος καταλέλειπται· και συμβήσεται αυτόν μαλακισθήναι εν τη οδω, ή εάν πορεύησθε, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου. 39 ο δε λιμός ενίσχυσεν επί της γης.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε ηνίκα συνετέλεσαν καταφαγείν τον σίτον, ον ήνεγκαν εξ Αιγύπτου, και είπεν αυτοίς ο πατήρ αυτών· πάλιν πορευθέντες πρίασθε ημίν μικρά βρώματα. 2 είπε δε αυτω Ιούδας λέγων· διαμαρτυρία μεμαρτύρηται ημίν ο άνθρωπος ο κύριος της γης λέγων· ουκ όψεσθε το πρόσωπόν μου, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ ‘ υμών ή· 3 ει μεν ουν αποστέλλης τον αδελφόν ημών μεθ ‘ ημών, καταβησόμεθα, και αγοράσομέν σοι βρώματα. 4 ει δε μη αποστέλλης τον αδελφόν ημών μεθ ‘ ημών, ου πορευσόμεθα. ο γαρ άνθρωπος είπεν ημίν, λέγων· ουκ όψεσθέ μου το πρόσωπον, εάν μη ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ ‘ υμών ή. 5 είπε δε Ισραήλ· τι εκακοποιήσατέ με, αναγγείλαντες τω ανθρώπω ότι εστίν υμίν αδελφός; 6 οι δε είπαν· ερωτών επηρώτησεν ημάς ο άνθρωπος και την γενεάν ημών λέγων· ει έτι ο πατήρ υμών ζη και ει έστιν υμίν αδελφός; και απηγγείλαμεν αυτω κατά την επερώτησιν ταύτην. μη ήδειμεν ότι ερεί ημίν· αγάγετε τον αδελφόν υμών; 7 είπε δε Ιούδας προς Ισραήλ τον πατέρα αυτού· απόστειλον το παιδάριον μετ ‘ εμού, και αναστάντες πορευσόμεθα, ίνα ζώμεν και μη αποθάνωμεν και ημείς και συ και η αποσκευή ημών. 8 εγώ δε εκδέχομαι αυτόν, εκ χειρός μου ζήτησον αυτόν· εάν μη αγάγω αυτόν προς σε και στήσω αυτόν εναντίον σου, ημαρτηκώς έσομαι εις σε πάσας τας ημέρας. 9 ει μη γαρ εβραδύναμεν, ήδη αν υπεστρέψαμεν δις. 10 είπε δε αυτοίς Ισραήλ ο πατήρ αυτών· ει ούτως εστί, τούτο ποιήσατε· λάβετε από των καρπών της γης εν τοις αγγείοις υμών και καταγάγετε τω ανθρώπω δώρα της ρητίνης και του μέλιτος, θυμίαμά τε και στακτήν και τερέβινθον και κάρυα. 11 και το αργύριον δισσόν λάβετε εν ταις χερσίν υμών· και το αργύριον το αποστραφέν εν τοις μαρσίπποις υμών αποστρέψατε μεθ ‘ υμών· μη ποτε αγνόημά εστι. 12 και τον αδελφόν υμών λάβετε και αναστάντες κατάβητε προς τον άνθρωπον. 13 ο δε Θεός μου δώη υμίν χάριν εναντίον του ανθρώπου, και αποστείλαι τον αδελφόν υμών τον ένα και τον Βενιαμίν· εγώ μεν γαρ καθάπερ ητέκνωμαι, ητέκνωμαι.
14 Λαβόντες δε οι άνδρες τα δώρα ταύτα και το αργύριον διπλούν έλαβον εν ταις χερσίν αυτών και τον Βενιαμίν και αναστάντες κατέβησαν εις Αίγυπτον και έστησαν εναντίον Ιωσήφ. 15 είδε δε Ιωσήφ αυτούς και τον Βενιαμίν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπε τω επί της οικίας αυτού· εισάγαγε τους ανθρώπους εις την οικίαν και σφάξον θύματα και ετοίμασον· μετ ‘ εμού γαρ φάγονται οι άνθρωποι άρτους την μεσημβρίαν. 16 εποίησε δε ο άνθρωπος, καθά είπεν Ιωσήφ, και εισήγαγε τους ανθρώπους εις τον οίκον Ιωσήφ. 17 ιδόντες δε οι άνδρες ότι εισήχθησαν εις τον οίκον του Ιωσήφ, είπαν· δια το αργύριον το αποστραφέν εν τοις μαρσίπποις ημών την αρχήν ημείς εισαγόμεθα του συκοφαντήσαι ημάς και επιθέσθαι ημίν του λαβείν ημάς εις παίδας και τους όνους ημών. 18 προσελθόντες δε προς τον άνθρωπον τον επί του οίκου του Ιωσήφ ελάλησαν αυτω εν τω πυλώνι του οίκου 19 λέγοντες· δεόμεθα, κύριε, κατέβημεν την αρχήν πρίασθαι βρώματα· 20 εγένετο δε ηνίκα ήλθομεν εις το καταλύσαι και ηνοίξαμεν τους μαρσίππους ημών, και τόδε το αργύριον εκάστου εν τω μαρσίππω αυτού· το αργύριον ημών εν σταθμω απεστρέψαμεν νυν εν ταις χερσίν ημών 21 και αργύριον έτερον ηνέγκαμεν μεθ ‘ εαυτών αγοράσαι βρώματα· ουκ οίδαμεν, τις ενέβαλε το αργύριον εις τους μαρσίππους ημών. 22 είπε δε αυτοίς· ίλεως υμίν, μη φοβείσθε· ο Θεός υμών και ο Θεός των πατέρων υμών έδωκεν υμίν θησαυρούς εν τοις μαρσίπποις υμών, και το αργύριον υμών ευδοκιμούν απέχω. και εξήγαγε προς αυτούς τον Συμεών 23 και ήνεγκεν ύδωρ νίψαι τους πόδας αυτών και έδωκε χορτάσματα τοις όνοις αυτών. 24 ητοίμασαν δε τα δώρα έως του ελθείν τον Ιωσήφ μεσημβρίας· ήκουσαν γαρ ότι εκεί μέλλει αριστάν.
25 Εισήλθε δε Ιωσήφ εις την οικίαν, και προσήνεγκαν αυτω τα δώρα, α είχον εν ταις χερσίν αυτών, εις τον οίκον και προσεκύνησαν αυτω επί πρόσωπον επί την γην. 26 ηρώτησε δε αυτούς, Πως έχετε; και είπεν αυτοίς· ει υγιαίνει ο πατήρ υμών ο πρεσβύτης, ον είπατε;
έτι ζη; 27 οι δε είπαν· υγιαίνει ο παις σου ο πατήρ ημών, έτι ζη· και είπεν· ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος τω Θεω. και κύψαντες προσεκύνησαν αυτω. 28 αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού Ιωσήφ είδε Βενιαμίν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπεν· ούτος ο αδελφός υμών ο νεώτερος, ον είπατε προς με αγαγείν; και είπεν· ο Θεός ελεήσαι σε τέκνον. 29 εταράχθη δε Ιωσήφ, συνεστρέφετο γαρ τα έγκατα αυτού επί τω αδελφω αυτού, και εζήτει κλαύσαι· εισελθών δε εις το ταμείον έκλαυσεν εκεί. 30 και νιψάμενος το πρόσωπον εξελθών ενεκρατεύσατο και είπε· παράθετε άρτους. 31 και παρέθηκαν αυτω μόνω και αυτοίς καθ ‘ εαυτούς και τοις Αιγυπτίοις τοις συνδειπνούσι μετ ‘ αυτού καθ ‘ εαυτούς· ου γαρ εδύναντο οι Αιγύπτιοι συνεσθίειν μετά των Εβραίων άρτους, βδέλυγμα γαρ εστι τοις Αιγυπτίοις. 32 εκάθισαν δε εναντίον αυτού, ο πρωτότοκος κατά τα πρεσβεία αυτού και ο νεώτερος κατά την νεότητα αυτού· εξίσταντο δε οι άνθρωποι έκαστος προς τον αδελφόν αυτού. 33 ήραν δε μερίδας παρ ‘ αυτού προς αυτούς· εμεγαλύνθη δε η μερίς Βενιαμίν παρά τας μερίδας πάντων πενταπλασίως προς τας εκείνων, έπιον δε και εμεθύσθησαν μετ ‘ αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ
1 ΚΑΙ ενετείλατο ο Ιωσήφ τω όντι επί της οικίας αυτού λέγων· πλήσατε τους μαρσίππους των ανθρώπων βρωμάτων, όσα εάν δύνωνται άραι, και εμβάλετε εκάστου το αργύριον επί του στόματος του μαρσίππου 2 και το κόνδυ μου το αργυρούν εμβάλετε εις τον μάρσιππον του νεωτέρου και την τιμήν του σίτου αυτού. εγενήθη δε κατά το ρήμα Ιωσήφ, καθώς είπε. 3 το πρωϊ διέφαυσε, και οι άνθρωποι απεστάλησαν, αυτοί και οι όνοι αυτών. 4 εξελθόντων δε αυτών την πόλιν, ουκ απέσχον μακράν, και Ιωσήφ είπε τω επί της οικίας αυτού· αναστάς επιδίωξον οπίσω των ανθρώπων και καταλήψη αυτούς και ερείς αυτοίς· τι ότι ανταπεδώκατε πονηρά αντί καλών; ινατί εκλέψατέ μου το κόνδυ το αργυρούν; 5 ου τούτό εστιν, εν ω πίνει ο κύριός μου; αυτός δε οιωνισμω οιωνίζεται εν αυτω. πονηρά συντετελέκατε, α πεποιήκατε. 6 ευρών δε αυτούς είπεν αυτοίς κατά τα ρήματα ταύτα. 7 οι δε είπαν αυτω· ινατί λαλεί ο κύριος κατά τα ρήματα ταύτα; μη γένοιτο τοις παισί σου ποιήσαι κατά το ρήμα τούτο. 8 ει το μεν αργύριον, ο εύρομεν εν τοις μαρσίπποις ημών, απεστρέψαμεν προς σε εκ γης Χαναάν, Πως αν κλέψαιμεν εκ του οίκου του κυρίου σου αργύριον ή χρυσίον; 9 παρ ‘ ω αν εύρης το κόνδυ των παίδων σου, αποθνησκέτω· και ημείς δε
εσόμεθα παίδες τω κυρίω ημών. 10 ο δε είπε· και νυν ως λέγετε, ούτως έσται· παρ ‘ ω αν ευρεθή το κόνδυ, έσται μου παις, υμείς δε έσεσθε καθαροί. 11 και έσπευσαν και καθείλαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί την γην και ήνοιξαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού. 12 ηρεύνησε δε από του πρεσβυτέρου αρξάμενος, έως ήλθεν επί τον νεώτερον, και εύρε το κόνδυ εν τω μαρσίππω του Βενιαμίν. 13 και διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών και επέθηκαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί τον όνον αυτού, και επέστρεψαν εις την πόλιν. 14 εισήλθε δε Ιούδας και οι αδελφοί αυτού προς Ιωσήφ, έτι αυτού όντος εκεί, και έπεσον εναντίον αυτού επί την γην. 15 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· τι το πράγμα τούτο εποιήσατε; ουκ οίδατε ότι οιωνισμω οιωνιείται ο άνθρωπος, οίος εγώ; 16 είπε δε Ιούδας· τι αντερούμεν τω κυρίω, ή τι λαλήσομεν, ή τι δικαιωθώμεν; ο Θεός δε εύρε την αδικίαν των παίδων σου. ιδού εσμεν οικέται τω κυρίω ημών, και ημείς και παρ ‘ ω ευρέθη το κόνδυ. 17 είπε δε Ιωσήφ· μη μοι γένοιτο ποιήσαι το ρήμα τούτο· ο άνθρωπος, παρ ‘ ω ευρέθη το κόνδυ αυτός έσται μου παις. υμείς δε ανάβητε μετά σωτηρίας προς τον πατέρα υμών.
18 Εγγίσας δε αυτω Ιούδας είπε· δέομαι, κύριε· λαλησάτω ο παις σου ρήμα εναντίον σου, και μη θυμωθής τω παιδί σου, ότι συ ει μετά Φαραώ. 19 κύριε, συ ηρώτησας τους παίδάς σου, λέγων· ει έχετε πατέρα ή αδελφόν; 20 και είπαμεν τω κυρίω· έστιν ημίν πατήρ πρεσβύτερος και παιδίον γήρους νεώτερον αυτω, και ο αδελφός αυτού απέθανεν, αυτός δε μόνος υπελείφθη τη μητρί αυτού, ο δε πατήρ αυτόν ηγάπησεν. 21 είπας δε τοις παισί σου· καταγάγετε αυτόν προς με, και επιμελούμαι αυτού. 22 και είπαμεν τω κυρίω· ου δυνήσεται το παιδίον καταλιπείν τον πατέρα αυτού· εάν δε καταλίπη τον πατέρα, αποθανείται. 23 συ δε είπας τοις παισί σου· εάν μη καταβή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ ‘ υμών, ου προσθήσεσθε ιδείν το πρόσωπόν μου. 24 εγένετο δε ηνίκα ανέβημεν προς τον παίδά σου πατέρα ημών, απηγγείλαμεν αυτω τα ρήματα του κυρίου ημών. 25 είπε δε ο πατήρ ημών· βαδίσατε πάλιν και αγοράσατε ημίν μικρά βρώματα. 26 ημείς δε είπομεν· ου δυνησόμεθα καταβήναι. αλλ ‘ ει μεν ο αδελφός ημών ο νεώτερος καταβαίνει μεθ ‘ ημών, καταβησόμεθα· ου γαρ δυνησόμεθα ιδείν το πρόσωπον του ανθρώπου, του αδελφού ημών του νεωτέρου μη όντος μεθ ‘ ημών. 27 είπε δε ο παις σου, ο πατήρ ημών προς ημάς· υμείς γινώσκετε ότι δύο έτεκέ μοι η γυνή· 28 και εξήλθεν ο εις απ ‘ εμού, και είπατε ότι θηριόβρωτος γέγονε, και ουκ είδον αυτόν άχρι νυν· 29 εάν ουν λάβητε και τούτον εκ του προσώπου μου και συμβή αυτω μαλακία εν τη οδω, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου. 30 νυν ουν εάν εισπορεύωμαι προς τον παίδά σου, πατέρα δε ημών, και το παιδίον μη ή μεθ ‘ ημών, η δε ψυχή αυτού εκκρέμαται εκ της τούτου ψυχής, 31 και έσται εν τω ιδείν αυτόν μη ον το παιδίον μεθ ‘ ημών, τελευτήσει, και κατάξουσιν οι παίδές σου το γήρας του παιδός σου, πατρός δε ημών, μετά λύπης εις άδου. 32 ο γαρ παις σου παρά του πατρός εκδέδεκται το παιδίον λέγων· εάν μη αγάγω αυτόν προς σε και στήσω αυτόν ενώπιόν σου, ημαρτηκώς έσομαι εις τον πατέρα πάσας τας ημέρας. 33 νυν ουν παραμενώ σοι παις αντί του παιδίου, οικέτης του κυρίου· το δε παιδίον αναβήτω μετά των αδελφών αυτού. 34 Πως γαρ αναβήσομαι προς τον πατέρα, του παιδίου μη όντος μεθ ‘ ημών; ίνα μη ίδω τα κακά, α ευρήσει τον πατέρα μου.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ
1 ΚΑΙ ουκ ηδύνατο Ιωσήφ ανέχεσθαι πάντων των παρεστηκότων αυτω, αλλ ‘ είπεν· εξαποστείλατε πάντας απ ‘ εμού. και ου παρειστήκει ουδείς τω Ιωσήφ, ηνίκα ανεγνωρίζετο τοις αδελφοίς αυτού. 2 και αφήκε φωνήν μετά κλαυθμού· ήκουσαν δε πάντες οι Αιγύπτιοι, και ακουστόν εγένετο εις τον οίκον Φαραώ. 3 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· εγώ ειμι Ιωσήφ. έτι ο πατήρ μου ζη; και ουκ ηδύναντο οι αδελφοί αποκριθήναι αυτω· εταράχθησαν γαρ. 4 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· εγγίσατε προς με, και ήγγισαν. και είπεν· εγώ ειμι Ιωσήφ ο αδελφός υμών, ον απέδοσθε εις Αίγυπτον. 5 νυν ουν μη λυπείσθε, μηδέ σκληρόν υμίν φανήτω, ότι απέδοσθέ με ώδε· εις γαρ ζωήν απέστειλέ με ο Θεός έμπροσθεν υμών· 6 τούτο γαρ δεύτερον έτος λιμός επί της γης, και έτι λοιπά πέντε έτη, εν οίς ουκ έστιν αροτρίασις ουδέ άμητος· 7 απέστειλε γαρ με ο Θεός έμπροσθεν υμών, υπολείπεσθαι υμίν κατάλειμμα επί της γης και εκθρέψαι υμών κατάλειψιν μεγάλην. 8 νυν ουχ υμείς με απεστάλκατε ώδε, αλλ ‘ ή ο Θεός, και εποίησέ με ως πατέρα Φαραώ και κύριον παντός του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης γης Αιγύπτου. 9 σπεύσαντες ουν ανάβητε προς τον πατέρα μου και είπατε αυτω· τάδε λέγει ο υιος σου Ιωσήφ· εποίησέ με ο Θεός κύριον πάσης γης Αιγύπτου· κατάβηθι ουν προς με και μη μείνης· 10 και κατοικήσεις εν γη Γεσέμ Αραβίας και έση εγγύς μου συ και οι υιοί σου και οι υιοί των υιών σου, τα πρόβατά σου και οι βόες σου και όσα σοι εστί, 11 και εκθρέψω σε εκεί· έτι γαρ πέντε έτη λιμός· ίνα μη εκτριβής συ και οι υιοί σου και πάντα τα υπάρχοντά σου. 12 ιδού οι οφθαλμοί υμών βλέπουσι και οι οφθαλμοί Βενιαμίν του αδελφού μου, ότι το στόμα μου το λαλούν προς υμάς. 13 απαγγείλατε ουν τω πατρί μου πάσαν την δόξαν μου την εν Αιγύπτω και όσα είδετε, και ταχύναντες καταγάγετε τον πατέρα μου ώδε. 14 και επιπεσών επί τον τράχηλον Βενιαμίν του αδελφού αυτού έκλαυσεν επ ‘ αυτω, και Βενιαμίν έκλαυσεν επί τω τραχήλω αυτού. 15 και καταφιλήσας πάντας τους αδελφούς αυτού έκλαυσεν επ ‘ αυτοίς, και μετά ταύτα ελάλησαν οι αδελφοί αυτού προς αυτόν.
16 Και διεβοήθη η φωνή εις τον οίκον Φαραώ λέγοντες· ήκασιν οι αδελφοί Ιωσήφ. εχάρη δε Φαραώ και η θεραπεία αυτού. 17 είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ· ειπόν τοις αδελφοίς σου, τούτο ποιήσατε· γεμίσατε τα φορεία υμών και απέλθετε εις γην Χαναάν 18 και αναλαβόντες τον πατέρα υμών και τα υπάρχοντα υμών ήκετε προς με, και δώσω υμίν πάντων των αγαθών Αιγύπτου, και φάγεσθε τον μυελόν της γης. 19 συ δε έντειλαι ταύτα, λαβείν αυτοίς αμάξας εκ γης Αιγύπτου τοις παιδίοις υμών και ταις γυναιξίν υμών. και αναλαβόντες τον πατέρα υμών παραγίνεσθε· 20 και μη φείσησθε τοις οφθαλμοίς των σκευών υμών, τα γαρ πάντα αγαθά Αιγύπτου υμίν έσται. 21 εποίησαν δε ούτως οι υιοί Ισραήλ· έδωκε δε Ιωσήφ αυτοίς αμάξας κατά τα ειρημένα υπό Φαραώ του βασιλέως και έδωκεν αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν, 22 και πάσιν έδωκε δισσάς στολάς, τω δε Βενιαμίν έδωκε τριακοσίους χρυσούς και πέντε εξαλλασσούσας στολάς, 23 και τω πατρί αυτού απέστειλε κατά τα αυτά και δέκα όνους αίροντας από πάντων των αγαθών Αιγύπτου και δέκα ημιόνους αιρούσας άρτους τω πατρί αυτού εις οδόν. 24 εξαπέστειλε δε τους αδελφούς αυτού και επορεύθησαν· και είπεν αυτοίς· μη οργίζεσθε εν τη οδω.
25 Και ανέβησαν εξ Αιγύπτου και ήλθον εις γην Χαναάν προς Ιακώβ τον πατέρα αυτών, 26 και ανήγγειλαν αυτω λέγοντες· ότι ο υιος σου Ιωσήφ ζη, και αυτός άρχει πάσης γης Αιγύπτου. και εξέστη τη διανοία Ιακώβ· ου γαρ επίστευσεν αυτοίς. 27 ελάλησαν δε αυτω πάντα τα ρηθέντα υπό Ιωσήφ, όσα είπεν αυτοίς. ιδών δε τας αμάξας, ας απέστειλεν Ιωσήφ ωστε αναλαβείν αυτόν, ανεζωπύρησε το πνεύμα Ιακώβ του πατρός αυτών. 28 είπε δε Ισραήλ· μέγα μοί εστιν, ει έτι Ιωσήφ ο υιος μου ζη· πορευθείς όψομαι αυτόν προ του αποθανείν με.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ
1 ΑΠΑΡΑΣ δε Ισραήλ, αυτός και πάντα τα αυτού, ήλθεν επί το φρέαρ του όρκου και έθυσε θυσίαν τω Θεω του πατρός αυτού Ισαάκ. 2 είπε δε ο Θεός τω Ισραήλ εν οράματι της νυκτός, ειπών· Ιακώβ, Ιακώβ, ο δε είπε· τι εστιν; 3 ο δε λέγει αυτω· εγώ ειμι ο Θεός των πατέρων σου· μη φοβού καταβήναι εις Αίγυπτον· εις γαρ έθνος μέγα ποιήσω σε εκεί, 4 και εγώ καταβήσομαι μετά σου εις Αίγυπτον, και εγώ αναβιβάσω σε εις τέλος, και Ιωσήφ επιβαλεί τας χείρας αυτού επί τους οφθαλμούς σου. 5 ανέστη δε Ιακώβ από του φρέατος του όρκου, και ανέλαβον οι υιοί Ισραήλ τον πατέρα αυτών και την αποσκευήν και τας γυναίκας αυτών επί τας αμάξας ας απέστειλεν Ιωσήφ άραι αυτόν, 6 και αναλαβόντες τα υπάρχοντα αυτών και πάσαν την κτήσιν, ην εκτήσαντο εν γη Χαναάν, εισήλθον εις Αίγυπτον, Ιακώβ και παν το σπέρμα αυτού μετ ‘ αυτού, 7 υιοί και υιοί των υιών αυτού μετ ‘ αυτού, θυγατέρες και θυγατέρες των θυγατέρων αυτού· και παν το σπέρμα αυτού ήγαγεν εις Αίγυπτον.
8 Ταύτα δε τα ονόματα των υιών Ισραήλ των εισελθόντων εις Αίγυπτον άμα Ιακώβ τω πατρί αυτών. Ιακώβ και υιοί αυτού· πρωτότοκος Ιακώβ Ρουβήν. 9 υιοί δε Ρουβήν· Ενώχ και Φαλλούς, Ασρών και Χαρμί. 10 υιοί δε Συμεών· Ιεμουήλ και Ιαμείν και Αώδ και Ιαχείν και Σαάρ και Σαούλ υιος της Χανανίτιδος. 11 υιοί δε Λευϊ· Γηρσών, Καάθ και Μεραρί. 12 υιοί δε Ιούδα· Ήρ και Αυνάν και Σηλώμ και Φαρές και Ζαρά· απέθανε δε Ήρ και Αυνάν εν γη Χαναάν· εγένοντο δε υιοί Φαρές· Εσρών και Ιεμουήλ. 13 υιοί δε Ισσάχαρ· Θωλά και Φουά και Ιασούβ και Ζαμβράμ. 14 υιοί δε Ζαβουλών· Σερέδ και Αλλών και Αχοήλ. 15 ούτοι υιοί Λείας, ους έτεκε τω Ιακώβ εν Μεσοποταμία της Συρίας, και Δείναν την θυγατέρα αυτού· πάσαι αι ψυχαί, υιοί και θυγατέρες, τριάκοντα τρεις. 16 υιοί δε Γάδ· Σαφών και Αγγίς και Σαυνίς και Θασοβάν και Αηδείς και Αροηδείς και Αρεηλείς. 17 υιοί δε Ασήρ· Ιεμνά, Ιεσσουά και Ιεούλ και Βαριά και Σάρα αδελφή αυτών. υιοί δε Βαριά· Χοβόρ και Μελχιίλ. 18 ούτοι υιοί Ζελφάς, ην έδωκε Λάβαν Λεία τη θυγατρί αυτού, ή έτεκε τούτους τω Ιακώβ δεκαέξ ψυχάς. 19 υιοί δε Ραχήλ γυναικός Ιακώβ· Ιωσήφ και Βενιαμίν. 20 εγένοντο δε υιοί Ιωσήφ εν γη Αιγύπτου, ους έτεκεν αυτω Ασεννέθ θυγάτηρ Πετεφρή ιερέως Ηλιουπόλεως, τον Μανασσή και τον Εφραϊμ. εγένοντο δε υιοί Μανασσή, ους έτεκεν αυτω η παλλακή η Σύρα, τον Μαχίρ· Μαχίρ δε εγέννησε τον Γαλαάδ. υιοί δε Εφραϊμ αδελφού Μανασσή· Σουταλαάμ και Ταάμ. υιοί δε Σουταλαάμ· Εδέμ. 21 υιοί δε Βενιαμίν· Βαλά και Χοβώρ και Ασβήλ· εγένοντο δε υιοί Βαλά· Γηρά και Νεομάν και Αγχίς και Ρώς και Μαμφίμ και ‘Οφιμίν. Γηρά δε εγέννησε τον Αράδ. 22 ούτοι υιοί Ραχήλ, ους έτεκε τω Ιακώβ· πάσαι αι ψυχαί δεκαοκτώ. 23 υιοί δε Δάν· Ασόμ. 24 και υιοί Νεφθαλείμ· Ασιήλ και Γωυνί και Ισσάαρ και Συλλήμ. 25 ούτοι υιοί Βαλάς, ην έδωκε Λάβαν Ραχήλ τη θυγατρί αυτού, ή έτεκε τούτους τω Ιακώβ· πάσαι αι ψυχαί επτά. 26 πάσαι δε αι ψυχαί αι εισελθούσαι μετά Ιακώβ εις Αίγυπτον, οι εξελθόντες εκ των μηρών αυτού, χωρίς των γυναικών υιών Ιακώβ, πάσαι ψυχαί εξηκονταέξ. 27 υιοί δε Ιωσήφ οι γενόμενοι αυτω εν γη Αιγύπτω ψυχαί εννέα. πάσαι ψυχαί οίκου Ιακώβ αι εισελθούσαι μετά Ιακώβ εις Αίγυπτον ψυχαί εβδομηκονταπέντε.
28 Τόν δε Ιούδαν απέστειλεν έμπροσθεν αυτού προς Ιωσήφ συναντήσαι αυτω καθ ‘ Ηρώων πόλιν, εις γην Ραμεσσή. 29 ζεύξας δε Ιωσήφ τα άρματα αυτού ανέβη εις συνάντησιν Ισραήλ τω πατρί αυτού καθ ‘ Ηρώων πόλιν και οφθείς αυτω επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και έκλαυσε κλαυθμω πίονι. 30 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· αποθανούμαι από του νυν, επεί εώρακα το πρόσωπόν σου· έτι γαρ συ ζής. 31 είπε δε Ιωσήφ προς τους αδελφούς αυτού· αναβάς απαγγελώ τω Φαραώ και ερώ αυτω· οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου, οί ήσαν εν γη Χαναάν, ήκασι προς με· 32 οι δε άνδρες εισί ποιμένες· άνδρες γαρ κτηνοτρόφοι ήσαν· και τα κτήνη και τους βόας και πάντα τα αυτών αγηόχασιν. 33 εάν ουν καλέση υμάς Φαραώ και είπη υμίν· τι το έργον υμών εστίν; 34 ερείτε· άνδρες κτηνοτρόφοι εσμέν οι παίδές σου εκ παιδός έως του νυν, και ημείς και οι πατέρες ημών, ίνα κατοικήσητε εν γη Γεσέμ Αραβίας· βδέλυγμα γαρ εστιν Αιγυπτίοις πας ποιμήν προβάτων.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ
1 ΕΛΘΩΝ δε Ιωσήφ απήγγειλε τω Φαραώ λέγων· ο πατήρ μου και οι αδελφοί μου και τα κτήνη και οι βόες αυτών και πάντα τα αυτών ήλθον εκ γης Χαναάν και ιδού εισιν εν γη Γεσέμ. 2 από δε των αδελφών αυτού παρέλαβε πέντε άνδρας και έστησεν αυτούς εναντίον Φαραώ. 3 και είπε Φαραώ τοις αδελφοίς Ιωσήφ· τι το έργον υμών; οι δε είπαν τω Φαραώ· ποιμένες προβάτων οι παίδές σου, και ημείς και οι πατέρες ημών. 4 είπαν δε τω Φαραώ· παροικείν εν τη γη ήκαμεν· ου γαρ εστι νομή τοις κτήνεσι των παίδων σου, ενίσχυσε γαρ ο λιμός εν γη Χαναάν· νυν ουν κατοικήσωμεν οι παίδές σου εν γη Γεσέμ. 5 είπε δε Φαραώ τω Ιωσήφ· κατοικείτωσαν εν γη Γεσέμ· ει δε επίστη ότι εισίν εν αυτοίς άνδρες δυνατοί, κατάστησον αυτούς άρχοντας των εμών κτηνών.
Ήλθον δε εις Αίγυπτον προς Ιωσήφ Ιακώβ και οι υιοί αυτού, και ήκουσε Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου. 6 και είπε Φαραώ προς Ιωσήφ λέγων· ο πατήρ σου και οι αδελφοί σου ήκασι προς σε· ιδού η γη Αιγύπτου εναντίον σου εστίν· εν τη βελτίστη γη κατοίκισον τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου. 7 εισήγαγε δε Ιωσήφ Ιακώβ τον πατέρα αυτού και έστησεν αυτόν εναντίον Φαραώ, και ηυλόγησεν Ιακώβ τον Φαραώ. 8 είπε δε Φαραώ τω Ιακώβ· πόσα έτη ημερών της ζωής σου; 9 και είπεν Ιακώβ τω Φαραώ· αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ας παροικώ, εκατόν τριάκοντα έτη· μικραί και πονηραί γεγόνασιν αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ουκ αφίκοντο εις τας ημέρας των ετών της ζωής των πατέρων μου, ας ημέρας παρώκησαν. 10 και ευλογήσας Ιακώβ τον Φαραώ εξήλθεν απ ‘ αυτού. 11 και κατώκισεν Ιωσήφ τον πατέρα αυτού και τους αδελφούς αυτού και έδωκεν αυτοίς κατάσχεσιν εν γη Αιγύπτω εν τη βελτίστη γη, εν γη Ραμεσσή, καθά προσέταξε Φαραώ. 12 και εσιτομέτρει Ιωσήφ τω πατρί αυτού και τοις αδελφοίς και παντί τω οίκω του πατρός αυτού σίτον κατά σώμα.
13 Σίτος δε ουκ ην εν πάση τη γη· ενίσχυσε γαρ ο λιμός σφόδρα. εξέλιπε δε η γη Αιγύπτου και η γη Χαναάν από του λιμού. 14 συνήγαγε δε Ιωσήφ παν το αργύριον το ευρεθέν εν γη Αιγύπτου και εν γη Χαναάν του σίτου, ου ηγόραζον, και εσιτομέτρει αυτοίς, και εισήνεγκεν Ιωσήφ παν το αργύριον εις τον οίκον Φαραώ. 15 και εξέλιπε παν το αργύριον εκ γης Αιγύπτου και εκ γης Χαναάν. ήλθον δε πάντες οι Αιγύπτιοι προς Ιωσήφ, λέγοντες· δος ημίν άρτους, και ινατί αποθνήσκομεν εναντίον σου; εκλέλοιπε γαρ το αργύριον ημών. 16 είπε δε αυτοίς Ιωσήφ· φέρετε τα κτήνη υμών, και δώσω υμίν άρτους αντί των κτηνών υμών, ει εκλέλοιπε το αργύριον υμών. 17 ήγαγον δε τα κτήνη αυτών προς Ιωσήφ, και έδωκεν αυτοίς Ιωσήφ άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων και αντί των βοών και αντί των όνων και εξέθρεψεν αυτούς εν άρτοις αντί πάντων των κτηνών αυτών εν τω ενιαυτω εκείνω. 18 εξήλθε δε το έτος εκείνο, και ήλθον προς αυτόν εν τω έτει τω δευτέρω και είπαν αυτω· μη ποτε εκτριβώμεν από του κυρίου ημών; ει γαρ εκλέλοιπε το αργύριον ημών και τα υπάρχοντα και τα κτήνη προς σε τον κύριον, και ουχ υπολέλειπται ημίν εναντίον του κυρίου ημών αλλ ‘ ή το ίδιον σώμα και η γη ημών. 19 ίνα ουν μη αποθάνωμεν εναντίον σου και η γη ερημωθή, κτήσαι ημάς και την γην ημών αντί άρτων, και εσόμεθα ημείς και η γη ημών παίδες τω Φαραώ· δος σπέρμα, ίνα σπείρωμεν και ζώμεν και μη αποθάνωμεν και η γη ουκ ερημωθήσεται. 20 και εκτήσατο Ιωσήφ πάσαν την γην των Αιγυπτίων τω Φαραώ· απέδοντο γαρ οι Αιγύπτιοι την γην αυτών τω Φαραώ, επεκράτησε γαρ αυτών ο λιμός· και εγένετο η γη τω Φαραώ, 21 και τον λαόν κατεδουλώσατο αυτω εις παίδας απ ‘ άκρων ορίων Αιγύπτου έως των άκρων, 22 χωρίς της γης των ιερέων μόνον· ουκ εκτήσατο ταύτην Ιωσήφ, εν δόσει γαρ έδωκε δόμα τοις ιερεύσι Φαραώ, και ήσθιον την δόσιν, ην έδωκεν αυτοίς Φαραώ· δια τούτο ουκ απέδοντο την γην αυτών. 23 είπε δε Ιωσήφ πάσι τοις Αιγυπτίοις· ιδού κέκτημαι υμάς και την γην υμών σήμερον τω Φαραώ· λάβετε εαυτοίς σπέρμα και σπείρατε την γην, 24 και έσται τα γεννήματα αυτής και δώσετε το πέμπτον μέρος τω Φαραώ, τα δε τέσσαρα μέρη έσται υμίν αυτοίς εις σπέρμα τη γη και εις βρώσιν υμίν και πάσι τοις εν τοις οίκοις υμών. 25 και είπαν· σέσωκας ημάς, εύρομεν χάριν εναντίον του κυρίου ημών και εσόμεθα παίδες τω Φαραώ. 26 και έθετο αυτοίς Ιωσήφ εις πρόσταγμα έως της ημέρας ταύτης, επί γης Αιγύπτου τω Φαραώ αποπεμπτούν, χωρίς της γης των ιερέων μόνον· ουκ ην τω Φαραώ.
27 Κατώκησε δε Ισραήλ εν γη Αιγύπτω επί γης Γεσέμ και εκληρονόμησαν επ ‘ αυτής και ηυξήθησαν και επληθύνθησαν σφόδρα. 28 επέζησε δε Ιακώβ εν γη Αιγύπτω δεκαεπτά έτη· και εγένοντο αι ημέραι Ιακώβ ενιαυτών της ζωής αυτού εκατόν τεσσαρακονταεπτά έτη. 29 ήγγισαν δε αι ημέραι Ισραήλ του αποθανείν, και εκάλεσε τον υιόν αυτού Ιωσήφ και είπεν αυτω· ει εύρηκα χάριν εναντίον σου, υπόθες την χείρά σου υπό τον μηρόν μου και ποιήσεις επ ‘ εμέ ελεημοσύνην και αλήθειαν του μη με θάψαι εν Αιγύπτω, 30 αλλά κοιμηθήσομαι μετά των πατέρων μου, και αρείς με εξ Αιγύπτου και θάψεις με εν τω τάφω αυτών. ο δε είπεν· εγώ ποιήσω κατά το ρήμά σου. 31 είπε δε· όμοσόν μοι. και ώμοσεν αυτω. και προσεκύνησεν Ισραήλ επί το άκρον της ράβδου αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δε μετά τα ρήματα ταύτα και απηγγέλη τω Ιωσήφ, ότι ο πατήρ σου ενοχλείται. και αναλαβών τους δύο υιούς αυτού, τον Μανασσή και τον Εφραϊμ, ήλθε προς Ιακώβ. 2 απηγγέλη δε τω Ιακώβ λέγοντες· ιδού ο υιος σου Ιωσήφ έρχεται προς σε. και ενισχύσας Ισραήλ εκάθησεν επί την κλίνην. 3 και είπεν Ιακώβ τω Ιωσήφ· ο Θεός μου ώφθη μοι εν Λουζά εν γη Χαναάν και ευλόγησέ με 4 και είπέ μοι· ιδού εγώ αυξανώ σε και πληθυνώ σε και ποιήσω σε εις συναγωγάς εθνών και δώσω σοι την γην ταύτην και τω σπέρματί σου μετά σε εις κατάσχεσιν αιώνιον. 5 νυν ουν οι δύο υιοί σου οι γενόμενοί σοι εν γη Αιγύπτω προ του με ελθείν προς σε εις Αίγυπτον, εμοί εισιν, Εφραϊμ και Μανασσή, ως Ρουβήν και Συμεών έσονταί μοι· 6 τα δε έκγονα, α εάν γεννήσης μετά ταύτα, έσονται επί τω ονόματι των αδελφών αυτών· κληθήσονται επί τοις εκείνων κλήροις. 7 εγώ δε ηνίκα ηρχόμην εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, απέθανε Ραχήλ η μήτηρ σου εν γη Χαναάν, εγγίζοντός μου κατά τον ιππόδρομον Χαβραθά της γης του ελθείν Εφραθά, και κατώρυξα αυτήν εν τη οδω του ιπποδρόμου (αύτη εστί Βηθλεέμ). 8 ιδών δε Ισραήλ τους υιούς Ιωσήφ είπε· τίνες σοι ούτοι; 9 είπε δε Ιωσήφ τω πατρί αυτού· υιοί μου εισιν, ους έδωκέ μοι ο Θεός ενταύθα. και είπεν Ιακώβ· προσάγαγέ μοι αυτούς, ίνα ευλογήσω αυτούς. 10 οι οφθαλμοί δε Ισραήλ εβαρυώπησαν από του γήρως, και ουκ ηδύνατο βλέπειν· και ήγγισεν αυτούς προς αυτόν, και εφίλησεν αυτούς και περιέλαβεν αυτούς. 11 και είπεν Ισραήλ προς Ιωσήφ· ιδού του προσώπου σου ουκ εστερήθην, και ιδού έδειξέ μοι ο Θεός και το σπέρμα σου. 12 και εξήγαγε αυτούς Ιωσήφ από των γονάτων αυτού, και προσεκύνησαν αυτω επί πρόσωπον επί της γης. 13 λαβών δε Ιωσήφ τους δύο υιούς αυτού, τον τε Εφραϊμ εν τη δεξιά, εξ αριστερών δε Ισραήλ, τον δε Μανασσή εξ αριστερών, εκ δεξιών δε Ισραήλ, ήγγισεν αυτούς αυτω. 14 εκτείνας δε Ισραήλ την χείρα την δεξιάν επέβαλεν επί την κεφαλήν Εφραϊμ, ούτος δε ην ο νεώτερος, και την αριστεράν επί την κεφαλήν Μανασσή, εναλλάξ τας χείρας. 15 και ευλόγησεν αυτούς και είπεν· ο Θεός, ω ευηρέστησαν οι πατέρες μου ενώπιον αυτού, Αβραάμ και Ισαάκ, ο Θεός ο τρέφων με εκ νεότητος έως της ημέρας ταύτης, 16 ο άγγελος ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών ευλογήσαι τα παιδία ταύτα, και επικληθήσεται εν αυτοίς το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβραάμ και Ισαάκ, και πληθυνθείησαν εις πλήθος πολύ επί της γης. 17 ιδών δε Ιωσήφ ότι επέβαλεν ο πατήρ αυτού την χείρα την δεξιάν αυτού επί την κεφαλήν Εφραϊμ, βαρύ αυτω κατεφάνη, και αντελάβετο Ιωσήφ της χειρός του πατρός αυτού αφελείν αυτήν από της κεφαλής Εφραϊμ επί την κεφαλήν Μανασσή. 18 είπε δε Ιωσήφ τω πατρί αυτού· ουχ ούτως, πάτερ, ούτος γαρ ο πρωτότοκος· επίθες την δεξιάν σου επί την κεφαλήν αυτού. 19 και ουκ ηθέλησεν, αλλά είπεν· οίδα, τέκνον, οίδα· και ούτος έσται εις λαόν, και ούτος υψωθήσεται· αλλά ο αδελφός αυτού ο νεώτερος μείζων αυτού έσται, και το σπέρμα αυτού έσται εις πλήθος εθνών. 20 και ευλόγησεν αυτούς εν τη ημέρα εκείνη λέγων· εν υμίν ευλογηθήσεται Ισραήλ λέγοντες· ποιήσαι σε ο Θεός ως Εφραϊμ και ως Μανασσή. και έθηκε τον Εφραϊμ έμπροσθεν του Μανασσή. 21 είπε δε Ισραήλ τω Ιωσήφ· ιδού εγώ αποθνήσκω, και έσται ο Θεός μεθ ‘ υμών και αποστρέψει υμάς εις την γην των πατέρων υμών· 22 εγώ δε δίδωμί σοι Σίκιμα εξαίρετον υπέρ τους αδελφούς σου, ην έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν μαχαίρα μου και τόξω.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ
1 ΕΚΑΛΕΣΕ δε Ιακώβ τους υιούς αυτού και είπεν αυτοίς· συνάχθητε, ίνα αναγγείλω υμίν, τι απαντήσει υμίν επ ‘ εσχάτων των ημερών· 2 αθροίσθητε και ακούσατέ μου, υιοί Ιακώβ, ακούσατε Ισραήλ του πατρός υμών. 3 Ρουβήν, πρωτότοκός μου, συ ισχύς μου και αρχή τέκνων μου, σκληρός φέρεσθαι και σκληρός αυθάδης. 4 εξύβρισας ως ύδωρ, μη εκζέσης· ανέβης γαρ επί την κοίτην του πατρός σου· τότε εμίανας την στρωμνήν, ου ανέβης. 5 Συμεών και Λευϊ αδελφοί· συνετέλεσαν αδικίαν εξ αιρέσεως αυτών. 6 εις βουλήν αυτών μη έλθοι η ψυχή μου, και επί τη συστάσει αυτών μη ερείσαι τα ήπατά μου, ότι εν τω θυμω αυτών απέκτειναν ανθρώπους και εν τη επιθυμία αυτών ενευροκόπησαν ταύρον. 7 επικατάρατος ο θυμός αυτών, ότι αυθάδης, και η μήνις αυτών, ότι εσκληρύνθη· διαμεριώ αυτούς εν Ιακώβ και διασπερώ αυτούς εν Ισραήλ. 8 Ιούδα, σε αινέσαισαν οι αδελφοί σου· αι χείρές σου επί νώτου των εχθρών σου· προσκυνήσουσί σοι οι υιοί του πατρός σου. 9 σκύμνος λέοντος Ιούδα· εκ βλαστού, υιε μου, ανέβης· αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεί αυτόν; 10 ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως εάν έλθη τα αποκείμενα αυτω, και αυτός προσδοκία εθνών. 11 δεσμεύων προς άμπελον τον πώλον αυτού και τη έλικι τον πώλον της όνου αυτού· πλυνεί εν οίνω την στολήν αυτού και εν αίματι σταφυλής την περιβολήν αυτού· 12 χαροποιοί οι οφθαλμοί αυτού από οίνου, και λευκοί οι οδόντες αυτού ή γάλα. 13 Ζαβουλών παράλιος κατοικήσει, και αυτός παρ ‘ όρμον πλοίων, και παρατενεί έως Σιδώνος. 14 Ισσάχαρ το καλόν επεθύμησεν αναπαυόμενος ανά μέσον των κλήρων· 15 και ιδών την ανάπαυσιν ότι καλή, και την γην ότι πίων, υπέθηκε τον ώμον αυτού εις το πονείν και εγενήθη ανήρ γεωργός. 16 Δάν κρινεί το λαόν αυτού, ωσεί και μία φυλή εν Ισραήλ. 17 και γενηθήτω Δάν όφις εφ ‘ οδού, εγκαθήμενος επί τρίβου, δάκνων πτέρναν ίππου, και πεσείται ο ιππεύς εις τα οπίσω, 18 την σωτηρίαν περιμένων Κυρίου. 19 Γάδ, πειρατήριον πειρατεύσει αυτόν, αυτός δε πειρατεύσει αυτόν κατά πόδας. 20 Ασήρ, πίων αυτού ο άρτος, και αυτός δώσει τρυφήν άρχουσι. 21 Νεφθαλείμ στέλεχος ανειμένον, επιδιδούς εν τω γεννήματι κάλλος. 22 υιος ηυξημένος Ιωσήφ, υιος ηυξημένος μου ζηλωτός, υιος μου νεώτατος· προς με ανάστρεψον. 23 εις ον διαβουλευόμενοι ελοιδόρουν, και ενείχον αυτω κύριοι τοξευμάτων· 24 και συνετρίβη μετά κράτους τα τόξα αυτών, και εξελύθη τα νεύρα βραχιόνων χειρός αυτών δια χείρα δυνάστου Ιακώβ, εκείθεν ο κατισχύσας Ισραήλ· παρά Θεού του πατρός σου, 25 και εβοήθησέ σοι ο Θεός ο εμός και ευλόγησέ σε ευλογίαν ουρανού άνωθεν και ευλογίαν γης εχούσης πάντα· είνεκεν ευλογίας μαστών και μήτρας, 26 ευλογίας πατρός σου και μητρός σου· υπερίσχυσεν υπέρ ευλογίας ορέων μονίμων και επ ‘ ευλογίαις θινών αενάων· έσονται επί κεφαλήν Ιωσήφ και επί κορυφής ων ηγήσατο αδελφών. 27 Βενιαμίν λύκος άρπαξ· το πρωϊνόν έδεται έτι και εις το εσπέρας δίδωσι τροφήν.
28 Πάντες ούτοι υιοί Ιακώβ δώδεκα, και ταύτα ελάλησεν αυτοίς ο πατήρ αυτών και ευλόγησεν αυτούς, έκαστον κατά την ευλογίαν αυτού ευλόγησεν αυτούς. 29 και είπεν αυτοίς· εγώ προστίθεμαι προς τον εμόν λαόν· θάψατέ με μετά των πατέρων μου εν τω σπηλαίω, ό εστιν εν τω αγρω Εφρών του Χετταίου, 30 εν τω σπηλαίω τω διπλω, τω απέναντι Μαμβρή, εν γη Χαναάν, ό εκτήσατο Αβραάμ το σπήλαιον παρά Εφρών του Χετταίου εν κτήσει μνημείου· 31 εκεί έθαψαν Αβραάμ και Σάρραν την γυναίκα αυτού, εκεί έθαψαν Ισαάκ και Ρεβέκκαν την γυναίκα αυτού, εκεί έθαψα Λείαν 32 εν κτήσει του αγρού και του σπηλαίου του όντος εν αυτω παρά των υιών Χετ. 33 και κατέπαυσεν Ιακώβ επιτάσσων τοις υιοίς αυτού και εξάρας τους πόδας αυτού επί την κλίνην εξέλιπε και προσετέθη προς τον λαόν αυτού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν
1 ΚΑΙ επιπεσών Ιωσήφ επί πρόσωπον του πατρός αυτού, έκλαυσεν αυτόν και εφίλησεν αυτόν. 2 και προσέταξεν Ιωσήφ τοις παισίν αυτού τοις ενταφιασταίς ενταφιάσαι τον πατέρα αυτού, και ενεταφίασαν οι ενταφιασταί τον Ισραήλ. 3 και επλήρωσαν αυτού τεσσαράκοντα ημέρας· ούτω γαρ καταριθμούνται αι ημέραι της ταφής. και επένθησεν αυτόν Αίγυπτος εβδομήκοντα ημέρας.
4 Επεί δε παρήλθον αι ημέραι του πένθους, ελάλησεν Ιωσήφ προς τους δυνάστας Φαραώ λέγων· ει εύρον χάριν εναντίον υμών λαλήσατε περί εμού εις τα ώτα Φαραώ λέγοντες· 5 ο πατήρ μου ωρκισέ με λέγων· εν τω μνημείω ω ώρυξα εμαυτω εν γη Χαναάν, εκεί με θάψεις· νυν ουν αναβάς θάψω τον πατέρα μου και επανελεύσομαι. 6 και είπε Φαραώ τω Ιωσήφ· ανάβηθι, θάψον τον πατέρα σου, καθάπερ ωρκισέ σε. 7 και ανέβη Ιωσήφ θάψαι τον πατέρα αυτού, και συνανέβησαν μετ ‘ αυτού πάντες οι παίδες Φαραώ και οι πρεσβύτεροι του οίκου αυτού και πάντες οι πρεσβύτεροι της γης Αιγύπτου. 8 και πάσα η πανοικία Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού και πάσα η οικία η πατρική αυτού, και την συγγένειαν αυτού και τα πρόβατα και τους βόας υπελίποντο εν γη Γεσέμ. 9 και συνανέβησαν μετ ‘ αυτού και άρματα και ιππείς, και εγένετο η παρεμβολή μεγάλη σφόδρα. 10 και παρεγένοντο εις άλωνα Ατάδ, ό εστι πέραν του Ιορδάνου, και εκόψαντο αυτόν κοπετόν μέγαν και ισχυρόν σφόδρα· και εποίησε το πένθος τω πατρί αυτού επτά ημέρας. 11 και είδον οι κάτοικοι της γης Χαναάν το πένθος επί άλωνι Ατάδ και είπαν· πένθος μέγα τούτό εστι τοις Αιγυπτίοις· δια τούτο εκάλεσε το όνομα αυτού Πένθος Αιγύπτου, ό εστι πέραν του Ιορδάνου. 12 και εποίησαν αυτω ούτως οι υιοί αυτού 13 και ανέλαβον αυτόν οι υιοί αυτού εις γην Χαναάν και έθαψαν αυτόν εις το σπήλαιον το διπλούν, ό εκτήσατο Αβραάμ το σπήλαιον εν κτήσει μνημείου παρά Εφρών του Χετταίου, κατέναντι Μαμβρή. 14 και υπέστρεψεν Ιωσήφ εις Αίγυπτον, αυτός και οι αδελφοί αυτού και οι συναναβάντες θάψαι τον πατέρα αυτού.
15 Ιδόντες δε οι αδελφοί Ιωσήφ ότι τέθνηκεν ο πατήρ αυτών, είπαν· μη ποτε μνησικακήση ημίν Ιωσήφ και ανταπόδομα ανταποδω ημίν πάντα τα κακά, α ενεδειξάμεθα εις αυτόν. 16 και παραγενόμενοι προς Ιωσήφ είπαν· ο πατήρ σου ωρκισε προ του τελευτήσαι αυτόν λέγων· 17 ούτως είπατε Ιωσήφ· άφες αυτοίς την αδικίαν και την αμαρτίαν αυτών, ότι πονηρά σοι ενεδείξαντο· και νυν δέξαι την αδικίαν των θεραπόντων του Θεού του πατρός σου. και έκλαυσεν Ιωσήφ λαλούντων αυτών προς αυτόν. 18 και ελθόντες προς αυτόν είπαν· οίδε ημείς σοί ικέται. 19 και είπεν αυτοίς Ιωσήφ· μη φοβείσθε, του γαρ Θεού ειμι εγώ. 20 υμείς εβουλεύσασθε κατ ‘ εμού εις πονηρά, ο δε Θεός εβουλεύσατο περί εμού εις αγαθά, όπως αν γενηθή ως σήμερον και τραφή λαός πολύς. 21 και είπεν αυτοίς· μη φοβείσθε· εγώ διαθρέψω υμάς και τας οικίας υμών. και παρεκάλεσεν αυτούς και ελάλησεν αυτών εις την καρδίαν.
22 Και κατώκησεν Ιωσήφ εν Αιγύπτω, αυτός και οι αδελφοί αυτού και πάσα η πανοικία του πατρός αυτού. και έζησεν Ιωσήφ έτη εκατόν δέκα. 23 και είδεν Ιωσήφ Εφραϊμ παιδία έως τρίτης γενεάς, και οι υιοί Μαχείρ του υιού Μανασσή ετέχθησαν επί μηρών Ιωσήφ. 24 και είπεν Ιωσήφ τοις αδελφοίς αυτού λέγων· εγώ αποθνήσκω· επισκοπή δε επισκέψεται ο Θεός υμάς και ανάξει υμάς εκ της γης ταύτης εις την γην, ην ώμοσεν ο Θεός τοις πατράσιν ημών, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. 25 και ωρκισεν Ιωσήφ τους υιούς Ισραήλ λέγων· εν τη επισκοπή, ή επισκέψηται ο Θεός υμάς, και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ ‘ υμών. 26 και ετελεύτησεν Ιωσήφ ετών εκατόν δέκα· και έθαψαν αυτόν και έθηκαν εν τη σορω εν Αιγύπτω.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.