Ὑπάρχει μία οὐσιώδης θεώρησις τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσον ἀφορᾶ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία, είτε ἐλλείπει, ειτε ἔχει ἀπορριφθῆ ἀπʼ ὅσους ἀκολουθοῦν τὸν Αὐγουστῖνο.
Αὐτό, ἐγείρει τὸ ἐρώτημα τοῦ κατὰ πόσον ἐκεῖνοι πού τηροῦν μία τέτοια στάση ἀποδέχονται πράγματι αὐτὲς τὶς Συνόδους. Μὲ μοναδικὴ ἐξαίρεση τὸν Αὐγουστῖνο, οἱ Πατέρες ὑποστηρίζουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀπεκάλυψε τὸν Θεὸ "ἐν Ἑαυτῷ", μὲ τὸ ἄκτιστο Πρόσωπό Του - τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀγγέλου τῆς Μεγάλης Βουλῆς, τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης, Κυρίου Σαβαώθ-, στοὺς Πατριάρχες καὶ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρὸ τῆς Γεννήσεώς Του ἀπὸ τὴν Παρθένο Θεοτόκο, Καὶ οἱ Ἀρειανοί, καὶ οἱ Εὐνομιανοί, συμφωνοῦσαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὴν "πρὸ πάντων τῶν αἰώνων" ὑπάρχουσα Ὑπόστασή Του, ἀλλὰ ἐπέμεναν, ὅτι εἶχε δημιουργηθῆ "ἐκ τοῦ μή ὄντος" καὶ δὲν εἶναι, ἑπομένως, τῆς ἰδίας φύσεως (ὁμοούσιος) μὲ τὸν Θεό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ "κατὰ φύσιν". Γιὰ νʼ ἀποδείξουν τὶς θέσεις τους, οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Εὐνομιανοί, ἰσχυρίζοντο, ὅπως καὶ ὁ Ἰουδαῖος Τρύφων, στὸν διάλογό του μὲ τὸν μάρτυρα Ἰουστῖνο, ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ ῎Αγγελος τοῦ Κυρίου στὴν καιομένη βάτο Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε "Ἐγώ εἰμι ὁ ῎Ων" (῎Εξοδος 3, 14), ἀλλʼ ὁ δͅιος ὁ Θεός, μέσÿω τοῦ κτιστοῦ Λόγου-Ἀγγέλου. Οἱ Πατέρες ἐπέμεναν, ὅτι ὁ ῎Αγγελος-Λόγος ἀπεκάλυψε, μʼ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴν ταυτότητά Του καὶ ὅτι δὲν μίλησε ἁπλῶς καὶ μόνον ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ὁ ῎Αγγελος τοῦ Κυρίου μίλησε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, ἐπίσης, ὅταν εἶπε στὸν Μωϋσῆ "Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ" (῎Εξοδος 3, 6).
Κατὰ τῶν Ἀρειανῶν, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὑποστηρίζει ὅτι τὸ ὄνομα "ἄγγελος", ἄλλοτε ἀναφέρεται στὸν ἄκτιστο Λόγο, καὶ ἄλλοτε σὲ κάποιον κτιστὸ ἄγγελο. Ἐπιμένει, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη σύγχυση γιὰ τὸ κατὰ πόσον βλέπει κανεὶς κάποιον κτιστὸ ἄγγελο, ἤ τὸν ἄκτιστο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνίοτε ἀποκαλεῖται "ἄγγελος" στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τονίζει, ὅτι "βλεπομένου τοῦ Υἱοῦ, βλέπεται ὁ Πατήρ• τοῦ γὰρ Πατρός ἐστι τὸ ἀπαύγασμα• καὶ οὕτως ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἕν εἰσι... ῞Α δὲ λαλεῖ ὁ Θεός, πρόδηλον, ὅτι διὰ τοῦ Λόγου λαλεῖ καὶ οὐ διʼ ἄλλου.... Καὶ ὁ ἑωρακὼς τὸν Υἱόν, οἶδεν, ὅτι, τοῦτον ἑωρακώς, οὐκ ἄγγελον, οὐδὲ μείζονά τινα τῶν ἀγγέλων, οὐδὲ ὅλως τινὰ τῶν κτισμάτων, ἀλλʼ αὐτὸν ἑώρακε τὸν Πατέρα• καὶ ὁ τοῦ Λόγου ἀκούων, οἶδεν, ὅτι τοῦ Πατρός ἀκούει• ὥσπερ καὶ ὁ τῷ ἀπαυγάσματι καταυγαζόμενος οἶδεν, ὅτι καὶ ὑπὸ ἡλίου φωτίζεται" (Κατὰ Ἀρειανῶν ΙΙΙ, 12-14). Σὰν κλεῖδα κατανοήσεως, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος θεωρεῖ τὸ ὅτι "οὐδέν ἐστιν, ὅ μὴ διʼ Υἱοῦ ὁ Πατήρ" (αὐτόθι, ΙΙΙ, 12).
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι Χριστοκεντρική, ἀφοῦ ὁ ῎Αγγελος τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Μεγάλης Βουλῆς, ὁ Κύριος τῆς Δόξης καὶ ὁ Κύριος Σαβαώθ, "ἐν ᾧ" Πατριάρχες καὶ Προφῆτες βλέπουν καὶ ἀκούουν τὸν Θεό, καὶ "διʼ οὗ" λαμβάνουν χάρη, ἔλεος καὶ συγχώρηση, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό, πρὸ τῆς σαρκώσεώς Του. Τὸ ὅτι Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοὶ συμφωνοῦσαν, ὅτι ὁ ῎Αγγελος-Λόγος ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ ἐμφανιζόταν καὶ ἀπεκάλυπτε τὸν Θεὸ στοὺς Προφῆτες, καὶ ἀκριβῶς ὁ ῎Ιδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ Χριστός, πρέπει νὰ ληφθῆ πολὺ σοβαρὰ ὑπʼ ὄψιν σὰν κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ καὶ τῶν μετέπειτα Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
῎Εχει μεγάλη σημασία τὸ νὰ καταλάβωμε, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ἀρειανοὶ δὲν διαφωνοῦσαν θεωρητικὰ γιὰ κάποιο ἀφηρημένο δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ὁποίου τὴν φύση καὶ τὴν ταυτότητα ἀποκρυπτογραφοῦσε κανεὶς ὑποκειμενικὰ μὲ τὸ νὰ στοχάζεται ἐπάνω σὲ βιβλικὰ χωρία μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἑλληνιστικῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνο ποὺ συζητοῦσαν ἀφοροῦσε τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, καί, ἰδιαίτατα, τὸ κατὰ πόσον εἶναι κτιστὸς ἤ ἄκτιστος ὁ Λόγος ποὺ τοὺς ἐμφανίζεται "ἐν δόξῃ" καὶ ἀποκαλύπτει "ἐν Ἑαυτῷ", ὡς Εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, τὸν Πατέρα, ὡς ἀρχέτυπο.
Ἐπειδὴ καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν τὶς ἴδιες θέσεις μὲ τοὺς Ἀρειανούς, γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ θεωρουμένου κτιστοῦ Λόγου-Ἀγγέλου στοὺς Προφῆτες, ἡ ἴδια συζήτηση μεταφέρθηκε στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάνοντας κάπως τὴν ὑπομονή του, ἀπευθύνεται στὸν Εὐνόμιο, ὡς ἑξῆς: "Οὐ παύσῃ μὴ ὄντα προσαγορεύων, ὦ ἄθεε, τὸν ὄντως ῎Οντα, τὴν Πηγὴν τῆς ζωῆς, τὸν πᾶσι τοῖς οὖσι τοῦ εἶναι παρεκτικόν; ῞Ος οἰκείαν ἑαυτῷ καὶ πρέπουσαν τῇ ἑαυτοῦ ἀϊδιότητι ἐν τῷ πρὸς τὸν ἴδιον θεράποντα Μωσέα χρηματισμῷ προσηγορίαν ἐξεῦρεν, «ὄντα» ἑαυτὸν ὀνομάσας; « Ἐγὼ γὰρ εἰμί, φησίν, ὁ ὤν». Καὶ τούτοις, οὐδεὶς ἀντερεῖ μὴ οὐχὶ ἐκ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰρῆσθαι• οὔκουν ὅστις γε μὴ τῇ ἀναγνώσει Μωσέως κατὰ τῆς ἑαυτοῦ καρδίας ἐπικείμενον ἔχει ( Β΄ Κορινθ. 3, 15). Γέγραπται γάρ, ὅτι ὤφθη τῷ Μωσεῖ «ἄγγελος Κυρίου» ἐπὶ τοῦ βάτου ἐν πυρὶ φλογός (῎Εξοδος 3, 2), ῎Αγγελον τοίνυν προτάξασα τῆς διηγήσεως ἡ Γραφή, Θεοῦ ἐπάγει τὴν φωνήν. Εἶπε γάρ, φησί, τῷ Μωσεῖ. «Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου Ἀβραὰμ» (῎Εξοδος 3, 6). Καί, μετʼ ὀλίγα πάλιν• « Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». Τίς οὖν ὁ αὐτός, καὶ ἄγγελος, καὶ Θεός; ῎Αρα, οὐχὶ περὶ οὗ μεμαθήκαμεν, ὅτι καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος»; "
Καί, συνοψίζοντας τὶς ἴδιες παρατηρήσεις γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ Ἀγγέλου- Λόγου μὲ τὸν Ἰακώβ, ποὺ βρίσκει κανεὶς καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα καθὼς καὶ στοὺς προγενεστέρους Πατέρες, ὁ ἅγιος Βασίλειος διατυπώνει τὴν ἴδια ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ ποὺ εἴδαμε καὶ στὸν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας: "Παντὶ οὖν δῆλον, ὅτι ἔνθα καὶ ἄγγελος καὶ Θεὸς ὁ αὐτὸς προσηγόρευται, ὁ Μονογενής ἐστι δηλούμενος, ἐμφανίζων ἑαυτὸν κατὰ γενεὰν τοῖς ἀνθρώποις καὶ τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς τοῖς ἁγίοις ἑαυτοῦ διαγγέλων. ῞Ωστε, καὶ ἐπὶ τοῦ Μωσέως, «ὄντα» ἑαυτὸν ὀνομάσας, οὐκ ἄλλος τις παρὰ τὸν Θεὸν Λόγον, τὸν ἐν ἀρχῇ ὄντα πρὸς τὸν Θεόν (Ἰωάν. 1, 2), νοηθείη" (Ἀνατρεπτικὸς Ἀπολογητικοῦ τοῦ Εὐνομίου Β΄, 18).
Ὁ Εὐνόμιος ἀπήντησε σʼ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Βασιλείου, διατεινόμενος ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ ῎Οντος, ἀλλʼ ὄχι ὁ ἴδιος ὁ ῎Ων. Αὐτὸς ὁ ἄγγελος ἀποκαλεῖται "Θεὸς" σὲ ἔνδειξη τῆς ὑπεροχῆς του ἔναντι ὅλων τῶν ὄντων, ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπʼ αὐτὸν, ἀλλʼ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ὁ ῎Ων. ῎Ετσι, ὁ Εὐνόμιος διατείνεται ὅτι:" Ὁ μὲν ἀποστέλλων Μωσήν, αὐτὸς ἦν ὁ ὤν, διʼ οὗ δὲ ἀπέστειλε καὶ ἐλάλει, τοῦ μὲν ὄντος ἄγγελος, τῶν δὲ ἄλλων ἁπάντων Θεός" (Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, ΧΙ, 3).
Ἡ σοφιστικὴ λεπτότητα τοῦ ἐπιχειρήματος μπορεῖ νὰ φαίνεται παράδοξη, εἶναι ἐν τούτοις σημαντική, σὰν μαρτυρία τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἀγγέλου, τοῦ ἀποκαλουμένου "Θεοῦ" στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ τὸν Χριστό, τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Δημιουργό, ἦταν τόσο κατοχυρωμένη μέσα στὴν Παράδοση, ὥστε οἱ Εὐνομιανοὶ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ διανοηθοῦν νʼ ἀπαλλαγοῦν ἀπʼ αὐτήν, ὅπως ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνη ὁ Αὐγουστῖνος, νεώτερος σύγχρονός τους, στὴν Βόρεια Ἀφρική, εἰς πεῖσμα τοῦ γεγονότος, ὅτι ὁ θεωρούμενος δάσκαλός του, Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι Δυτικοὶ Πατέρες συμφωνοῦσαν μʼ αὐτὴν τὴν παράδοση, ὅπως τὴν περιγράφουμε ἐδῶ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος δὲν μποροῦσε πλέον νʼ ἀνταπαντήση στὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἀντέταξε ὁ Εὐνόμιος στὰ δικά του ἐπιχειρήματα, ἀφοῦ εἶχε ἀπέλθει ἐκ τοῦ κόσμου, κι ἔτσι ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἀνέλαβε αὐτὸ τὸ ἔργο. Παρουσίασε δώδεκα βιβλία "Κατὰ Εὐνομίου" καὶ τὰ κοινοποίησε στὸν ἅγιο Ἱερώνυμο, κατὰ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ 381.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μεταξὺ ἄλλων, ὑποστηρίζει ὅτι "εἰ Μωσῆς μὲν παραιτεῖται τὸν ἄγγελον (῎Εξοδ. 33, 15 καὶ 34, 9), αὐτὸς δὲ χρηματίζων αὐτῷ συνέμπορος γίνεται καὶ καθηγεμὼν τῆς στρατιᾶς (῎Εξοδ. 33, 17), φανερῶς ἀποδείκνυται διὰ τούτων, ὅτι ὁ τῇ τοῦ «ὄντος» ἐπωνυμίᾳ ἑαυτὸν γνωρίσας, ὁ μονογενής ἐστι Θεός. Εἰ δὲ πρὸς τοῦτό τις ἀντιλέγει, τῆς Ἰουδαϊκῆς ὑπολήψεως ἔσται συνήγορος, τὸν Υἱὸν μὴ συμπαραλαμβάνων εἰς τὴν τοῦ λαοῦ σωτηρίαν. Εἰ γὰρ ἄγγελος μὲν τοῖς Ἰσραηλίταις οὐ συναπέρχεται• ὁ δὲ διὰ τῆς τοῦ «ὄντος» ἐπωνυμίας δηλούμενος, ὁ Μονογενὴς οὐκ ἔστι, καθὼς Εὐνόμιος βούλεται, οὐδὲν ἄλλο ἤ τὰ ἐκ τῆς συναγωγῆς δόγματα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ μεταφέρεται. Οὐκοῦν τῶν δύο τὸ ἕτερον ἐξ ἀνάγκης ὁμολογήσουσιν, ἤ μηδαμῶς παρεῖναι τῷ Μωϋσῇ τὸν μονογενῆ Θεόν, ἤ αὐτὸν τὸν Υἱὸν εἶναι τὸν ὄντα παρʼ οὗ ὁ λόγος πρὸς τὸν θεράποντα γίνεται. Ἀλλʼ ἀντιλέγει τοῖς εἰρημένοις, αὐτὴν τὴν Γραφὴν (῎Εξοδος 3, 2) προτεινόμενος λέγουσαν, ἀγγέλου προτετάχθαι φωνήν, καὶ οὕτως ἐπῆχθαι τὸν τοῦ ὄντος διάλογον. Τοῦτο δὲ οὐκ ἀντίρρησις, ἀλλὰ βεβαίωσις τῶν ἡμετέρων ἐστίν. Καὶ ἡμεῖς γὰρ φαμὲν ἐναργῶς τὸν προφήτην τὸ περὶ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον ἐμφανὲς ποιῆσαι τοῖς ἀνθρώποις βουλόμενον, ἄγγελον τὸν ὄντα προσαγορεῦσαι• ὡς ἄν μή, μόνης τῆς τοῦ «ὄντος» ἐπωνυμίας κατὰ τὸν διάλογον εὑρισκομένης, πρὸς τὸν Πατέρα ὁ νοῦς τῶν λεγομένων ἐπαναφέροιτο" (Κατὰ Εὐνομίου, ΧΙ, 3).
Τέτοια χωρία ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Α΄ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει νὰ θεωροῦνται ἱκανοποιητικὲς ἐνδείξεις, ὅτι γιὰ τοὺς Πατέρες τῶν Συνόδων τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ταυτόσημο πρὸς τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ-Λόγου ἄνευ σαρκὸς στοὺς Προφῆτες, καὶ μετὰ σαρκὸς ἀνθρωπίνης στοὺς Ἀποστόλους. Κανεὶς μέσα στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, πλὴν τοῦ Αὐγουστίνου, δὲν ἀμφισβήτησε ποτὲ αὐτὴν τὴν ταυτότητα τοῦ Λόγου πρὸς τὸ συγκεκριμένο Πρόσωπο ποὺ ἀπεκάλυπτε "ἐν Ἑαυτῷ" τὸν ἀόρατο Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στοὺς Προφῆτες, καὶ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ συνέχισε τὴν ἴδια αὐτὴ ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ "ἐν" καὶ "διά" τῆς ἐκ Παρθένου ληφθείσης ἀνθρωπίνης φύσεώς Του.
Ἡ διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀρειανῶν-Εὐνομιανῶν δὲν ἦταν γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ Λόγος, τόσο στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ γιὰ τὸ τί εἶναι καὶ τί σχέση ἔχει ὁ Λόγος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπεστήριζαν, ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἄκτιστος καὶ ἄτρεπτος ὑπάρχων ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία ἤ ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος ἀνάρχως καὶ "κατὰ φύσιν" γίνεται αἰτία ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ Του "πρὸ πάντων τῶν αἰώνων". Ἀρειανοὶ καὶ Εὐνομιανοί, ἐπέμεναν, ὅτι αὐτὸς ὁ ῎Αγγελος- Λόγος εἶναι τρεπτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀντλεῖ τὴν ὕπαρξή Του "πρὸ τῶν αἰώνων" "ἐκ τοῦ μὴ ὄντος", ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλʼ ἀπὸ τὴν θέλησή Του.
῎Ετσι, τὸ βασικὸ ἐρώτημα ἦταν: Εἶδαν οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι μέσα σὲ ἄκτιστη δόξα Θεοῦ (Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοί), ἤ σὲ κτιστὴ ἐνέργεια (Εὐνομιανοί) ἕναν ἄκτιστο ἤ κτιστὸ Λόγο, Λόγο δηλ. ποὺ εἶναι Θεὸς "κατὰ φύσιν", καί, ἑπομένως, ἔχει ὅλες τὶς ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἤ Λόγο ποὺ εἶναι θεὸς "κατὰ χάριν" καὶ ὄχι "κατὰ φύσιν";
Καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, καὶ οἱ Ἀρειανοί-Εὐνομιανοὶ συμφωνοῦσαν, κατʼ ἀρχήν, ὅτι, ἄν ὁ Λόγος ἔχη κάθε δύναμη τοῦ Πατρὸς "κατὰ φύσιν", τότε εἶναι ἄκτιστος• ἄν ὄχι, τότε εἶναι κτίσμα. Τὸ συζητήσιμο θέμα ἦταν, λοιπόν, οἱ ἐμπειρίες ἀποκαλύψεως (ἤ δοξασμοῦ, ἤ θεώσεως), τὶς ὁποῖες δίδει ὁ Θεὸς "ἐν τῷ Πνεύματί Του", διὰ τοῦ Λόγου- Ἀγγέλου- Χριστοῦ Του, στοὺς Προφῆτες, Ἀποστόλους καὶ Ἁγίους. Αὐτὲς οἱ ἐμπειρίες, ἤ οἱ βίοι αὐτῶν τῶν Ἁγίων, εἶναι καταγεγραμμένοι πρωτίστως στὴν Βίβλο, ἀλλὰ καὶ στὴν μεταβιβλικὴ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως, καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἐπεκαλοῦντο τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀρχίζοντας μὲ τοὺς βίους των τοὺς καταγεγραμμένους στὴν Γένεση καὶ ἐπεκτεινόμενοι μέχρι τῶν ἡμερῶν τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὴν αὐθεντικότητα τῶν μαρτυριῶν τῆς ἐποχῆς τους, εἶχαν ὅμως κοινὸ ἔδαφος ἀναμετρήσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καθὼς καὶ στὴν προγενέστερη Πατερικὴ παράδοση.
῎Ετσι, Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, χρησιμοποιοῦν, καὶ τὴν Παλαιά, καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀδιακρίτως, γιὰ νʼ ἀποδείξουν ἐὰν οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν μίαν κτιστὴ ἤ ἄκτιστη Θεία ὑπόσταση, ἤ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μεθοδολογία εἶναι ἁπλῆ. Καὶ οἱ δύο πλευρές, φτιάχνουν κατάλογο ὅλων τῶν δυνάμεων καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν καταγεγραμμένων στὴν Βίβλο. Κάνουν τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τοῦ Ἀγγέλου- Λόγου-Μονογενοῦς Υἱοῦ τὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες. Κατὸπιν, συγκρίνουν τοὺς δύο καταλόγους γιὰ νὰ δοῦν, ἄν εἶναι ταυτόσημοι ἤ ὄχι. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλῶς ὅμοιοι, ἀλλὰ ταυτόσημοι.
Καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, καὶ οἱ Ἀρειανοί, συμφωνοῦσαν πλήρως μὲ τὴν κληρονομηθεῖσα παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν μαρτυρημένη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους, στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὴν δόξα Του "ἐν τῷ σαρκωθέντι Υἱῷ Αὐτοῦ", ὅτι τὰ κτίσματα δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὴν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι, μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστῶν ‘ἐκ τοῦ μηδενός’, δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως καμμία ὁμοιότητα. ῎Ετσι, γιὰ νʼ ἀποδείξουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι κτίσμα, οἱ Ἀρειανοὶ ἰσχυρίζοντο, ὅτι δὲν γνωρίζει, οὔτε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὴν ἰδική Του, καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ καμμία ἄποψη ὅμοιος μὲ τὸν Θεό. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἰσχυρίζοντο, ὅτι ὁ Λόγος ὄντως "γιγνώσκει" τὴν οὐσία τοῦ Πατρός, καὶ εἶναι, ἀπὸ κάθε ἄποψη, ὅμοιος πρὸς τὸν Πατέρα, ἔχοντας "πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ" "κατὰ φύσιν", ἐκτὸς τῆς πατρότητος, δηλ. τοῦ νὰ εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοί, συμφωνοῦσαν, πὼς ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς "ἐν Ἑαυτῷ" καὶ "κατὰ φύσιν", καὶ ὅ,τι εἶναι ἤ πράττει "κατὰ βούλησιν" δὲν εἶναι ταυτόσημα, ἀλλὰ διαφωνοῦσαν ὀξύτατα στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς διακρίσεως, μεταξὺ Θείας οὐσίας, καὶ θελήσεως ἤ ἐνεργείας. ῎Ετσι, οἱ Ὀρθόδοξοι ἰσχυρίζοντο, ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου "κατὰ φύσιν" καὶ ὑπάρξεως τῶν κτισμάτων "κατὰ βούλησιν", ἐνῶ οἱ Ἀρειανοὶ ἰσχυρίζοντο, ὅτι, καὶ ὁ Λόγος, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα, εἶναι προϊόντα τῆς Θείας βουλήσεως.
Κατὰ τῶν θέσεων αὐτῶν, οἱ Εὐνομιανοὶ ἰσχυρίζοντο, ὅτι ἡ οὐσία καὶ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ταυτίζονται, ὅτι ὁ Λόγος εἶναι προϊόν κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι προϊὸν κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ Λόγου, καὶ ὅτι κάθε εἶδος κτίσματος εἶναι προϊὸν χωριστῆς ἤ διακεκριμένης κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ῎Αν κάθε εἶδος κτίσματος δὲν εἶχε τὴν ἀτομική του δημιουργικὴ ἐνέργεια ἀπὸ τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα, θὰ ὑπῆρχε μόνον ἕνα εἶδος κτισμάτων καὶ ὄχι πολλὰ, κατὰ τὸν Εὐνόμιο.
Ὁ Εὐνόμιος μιμεῖται ἐδῶ, στὴν πραγματικότητα, μὲ δικό του τρόπο, τὴν Βιβλικὴ καὶ Πατερικὴ μαρτυρία τοῦ δοξασμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία κάθε κτίσμα μετέχει καὶ κάθε ἅγιος κοινωνεῖ μὲ τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι παρὼν στὸν καθένα, πολλαπλασιάζοντας ἀδιαιρέτως τὴν ἄκτιστη δόξα Του, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου, καὶ ὄχι μερικῶς, παροῦσα αὐτὴ ἡ δόξα στὸν καθένα - καθὼς δίδαξε ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. 14, 2-3), καὶ ἀπέδειξε ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2, 3-4) - φέρουσα "ἐν τῷ Λόγῳ" καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀρχέτυπα τῶν κτισμάτων μέσα στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς συνέχει καὶ συγκρατεῖ, ὄχι μόνο τὰ εἴδη τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ τὸ κάθε τι ποὺ ὑπάρχει, σὲ ὅλες τὶς πολλαπλὲς μορφές του. ῎Ετσι, τὸ ἄτομο δὲν θυσιάζεται ποτὲ ἀπὸ τὸν Χριστὸ χάριν ἑνὸς ὑποθετικὰ κοινοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλὰ τὸ κοινὸ ἀγαθὸ εἶναι συγχρόνως ἀγαθὸ καὶ τοῦ κάθε ἀτόμου.
Σὰν συνέπεια τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ "ἐν δόξῃ" καὶ τῆς ἐπανόδου Του στοὺς μαθητάς Του "ἐν τῷ τῆς δόξης Πνεύματι" κατὰ τὴν Πεντηκοστή, εἶναι τώρα ὁλόκληρος ὁ Χριστὸς παρὼν σὲ κάθε ἕναν ποὺ βρίσκεται στὰ στάδια τῆς ἐλλάμψεως καὶ τοῦ δοξασμοῦ (θεώσεως). Γιʼ αὐτὸν τὸν λόγο, κάθε κοινωνός τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, στὴν Θεία Εὐχαριστία, μεταλαμβάνει, ὄχι μέρος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπίνη φύση Του, ἡ ὁποία, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἔπειτα, πολλαπλασιάζεται ἀδιαιρέτως σὲ κάθε μέλος τοῦ Σώματός Του. Μετέχοντας ἔτσι τοῦ ἑνὸς εὐχαριστιακοῦ ῎Αρτου καὶ τοῦ ἑνὸς Ποτηρίου, κάθε μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μεταλαμβάνει, ὄχι μέρος, ἀλλὰ τὸν ὅλο Χριστό, καὶ γίνεται ὅ,τι ἤδη εἶναι, ναὸς ἤ μονὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν Σαρκωμένο Λόγο ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.