Ἡ Πατερικὴ παράδοση ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ χρησιμοποιῆ τὴν φιλοσοφικὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς Της γιὰ νὰ γίνεται κατανοητὴ καὶ νὰ καταπολεμᾶ τὶς αἱρετικὲς παραμορφώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Αὐτό, πάντως, δὲν σημαίνει πὼς ἡ φιλοσοφία χρησίμευε στὴν κατανόηση τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ. Σὲ κάθε περίπτωση, οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τὶς ἀφηρημένες θεωρήσεις περὶ Θεοῦ καὶ τῆς σχέσεώς Του μὲ τὴν κτίση, καὶ ἐπέμεναν στὴν ἐμπειρικὴ προσέγγιση τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, μὲ κάθαρση καὶ ἔλλαμψη τῆς καρδίας.
Μέσα σὲ μιὰ τέτοια προοπτική, πρέπει νὰ κατανοηθοῦν οἱ Πατερικοὶ ὅροι "πρᾶξις" (δράση, ἐνέργεια) καὶ "θεωρία" (θέα). Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν μεσαιωνικὴ Δυτικὴ διάκριση, μεταξὺ πρακτικοῦ καὶ θεωρητικοῦ βίου. "Πρᾶξις" εἶναι ἡ κάθαρσις τῆς καρδίας καὶ "θεωρία" εἶναι ἡ θέα τῆς δόξης, ποὺ ἡ καρδία ἀποκτᾶ, εἴτε ἀπὸ τὴν ἐσώτερη πίστη τῆς ἐλλάμψεως, εἴτε ἀπὸ τὸν δοξασμό, ἤ θέωση. "Θέωσις" εἶναι ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Θέωσις δὲν εἶναι, οὔτε ἡ ἔλλαμψις, οὔτε ἁπλῶς ἡ μετοχὴ στὴν Θεία Εὐχαριστία, καθὼς μερικοὶ Ὀρθόδοξοι, σήμερα, φαίνεται νὰ νομίζουν.
Οἱ διακρίσεις αὐτὲς προϋποθέτουν τὸ γεγονὸς, ὅτι ἡ καρδία, καὶ ὄχι ἡ διάνοια, εἶναι τὸ κέντρον τῆς πνευματικότητος καὶ ὁ χῶρος ὅπου μορφοῦται ὁ Θεολόγος, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, συνήθως, ἡ καρδία δὲν λειτουργεῖ σωστά. ῞Οσων ἡ καρδία διοχετεύει ἁπλῶς αἷμα φυσιολογικά, νομίζουν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος καὶ τὸ νευρικό των σύστημα εἶναι τὰ κέντρα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀναλύσεως τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν σχέσεών του μὲ τὴν πραγματικότητα. ῎Ετσι, ὅταν διαβάζουν ὅτι, στὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἡ καρδία φαίνεται νὰ ἐκλαμβάνεται σὰν ἕνα τέτοιο κέντρο, φυσιολογικὰ συμπεραίνουν ὅτι συμβαίνει αὐτό, λόγῳ πρωτογόνου καὶ ἀνακριβοῦς κατανοήσεως τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου.
Πάντως, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἐπίγνωση ὅτι ἡ καρδία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ διοχετεύη αἷμα, εἶναι, ὅταν ἐθισθῆ σωστά, ὁ χῶρος κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ διʼ ἀδιαλείπτου προσευχῆς, δηλ. ἀκαταπαύστου μνήμης τοῦ Θεοῦ. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ "Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται" (Ματθ. 5, 8), λαμβάνονται ὑπʼ ὄψιν πολύ σοβαρά, ἐπειδὴ ἔχουν πραγματωθῆ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ χαριτώθηκαν μὲ δοξασμό, τόσο πρίν, ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἐνσάρκωση.
Ἡ Πατερικὴ καὶ Δογματικὴ Θεολογία, εἶναι, γιὰ τοὺς Πατέρες, μία ταυτόσημη πραγματικότητα, ποὺ βιώνεται σωστά, ὅταν ἡ διάνοια παρατηρῆ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν τῇ καρδίᾳ" καὶ ἐργάζεται πρὸς ἀπώθηση τῶν λογισμῶν, τόσο τῶν καλῶν, ὅσο καὶ τῶν κακῶν, ποὺ δὲν ἔχουν θέση ἐκεῖ, καὶ πρὸς ἀντικατάστασή τους, μόνον ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ-μνήμη Θεοῦ, τὴν "μονολόγιστη" εὐχή.
῎Εγκαιρα, μερικοὶ Πατέρες ἔδωσαν τὸ ὄνομα "νοῦς" σʼ ἐκείνην τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐνεργοποιεῖται ἐντὸς τῆς καρδίας, ὅταν αὐτὴ ἡ τελευταία ἀποκατασταθῆ στὴν πρωταρχική της κατάσταση, καὶ κράτησαν τὰ ὀνόματα "λόγος" καὶ "διάνοια" γιὰ ὅ,τι σήμερα οἱ πολλοὶ ὀνομάζουν "λογικὴ" καὶ "ἐγκέφαλο". ῎Αλλοι Πατέρες, θὰ ἀποδώσουν στὴν προσευχητικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς τὸ ὄνομα "νοῦς", τὸ ὁποῖο τότε περιλαμβάνει, ἐπίσης, τὴν διανοητικὴ καὶ τὴν λογικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, ποὺ κέντρο τους ἔχουν τὸν ἐγκέφαλο. Γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν παρανοήσεις, χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ τοὺς ὅρους "νοερὰ δύναμις" καὶ "νοερὰ προσευχή", προκειμένου νὰ σημάνωμε τὴν ἐργασία τοῦ "νοῦ" μέσα στὴν καρδιά, τὴν ἀποκαλουμένη "νοερά εὐχή".
Ἡ προσευχὴ "ἐν τῇ καρδίᾳ" μπορεῖ νὰ καταστῆ ἀκατάπαυστη, ἐνῶ ἡ "κατεστημένη" προσευχὴ τῆς διανοίας, ἤ τοῦ ἐγκεφάλου, ἐνεργοποιεῖται κατʼ ἀπόφασιν τοῦ προσευχομένου καὶ σὲ περιόδους διαλεγμένες ἀπʼ αὐτόν. Ὁ χαρισματοῦχος τῆς ἀκατάπαυστης προσευχῆς "ἐν τῇ καρδίᾳ" του προσεύχεται, ἐπίσης, ἐκφώνως, μὲ τὸ μυαλὸ ἤ τὴν διάνοια, ὅταν προσεύχεται μαζὶ μὲ ἄλλους, ἤ, γιὰ ἄλλους, ἐνώπιόν τους, "πρὸς οἰκοδομήν" τους. Κατʼ ἀκρίβειαν, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, προσεύχεται μὲν ὁ ἴδιος κατὰ διάνοιαν καὶ ἐκφώνως, συγχρόνως ὅμως προσεύχεται καὶ "ἐν τῇ καρδίᾳ" του, μυστικά, μετὰ τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴν Πεντηκοστιανὴ γλῶσσα, ἤ μὲ τὸν λόγο ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ "ἐν Χριστῷ". Ἡ μία εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, ποὺ γίνεται ἐκφώνως, ἐνῶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν Χριστῷ, στὸν Θεό, ποὺ τελεῖται μέσα του.
Ὁ ἀπ. Παῦλος θεωρεῖ συνηθισμένο φαινόμενο στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου μία τέτοια διπλῆ προσευχή, ἀλλʼ ἐπιτιμᾶ ἐκείνους τοὺς Κορινθίους μὲ αὐτὸ τὸ χάρισμα, ἐπειδὴ δὲν προσεύχονται ἐπίσης ἐκφώνως μὲ τὸ μυαλὸ πρὸς ὠφέλεια καὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, ποὺ εἶναι ἱκανοὶ νὰ προσεύχωνται μόνο μὲ τὸ μυαλό (Α΄ Κορινθ. 14, 14, κ. ἑ.). Πράγματι, ὁ Παῦλος μᾶς λέει, ὅτι, ὅταν οἱ πιστοὶ φθάνουν στὴν υἱοθεσία ἐν Χριστῷ, αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὅτι "ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν κράζον• ἀββᾶ ὁ Πατήρ• ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλὰ υἱός• εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Γαλ. 4, 6-7).
Μιλῶντας γιʼ αὐτὴν τὴν "ἐν Πνεύματι" ἤ "γλώσσῃ" προσευχή, ὁ ἀπ. Παῦλος δὲν ἀναφέρεται σὲ προσευχὴ ἀκουστὴ ἀπὸ ἄλλους: " Ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ Θεῷ• οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, Πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια" (Α΄ Κορινθ. 14, 2). " Ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν, τί ὑμᾶς ὠφελήσω ἐὰν μὴ ὑμῖν λαλήσω..." (Α΄ Κορινθ. 14, 6). Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐγίνοντο καταληπτοὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀπὸ τὸν κάθε ἀκροατή των στὴν ἰδική του διάλεκτο. Ὁ ἀπ. Παῦλος μιλάει ἐδῶ γιὰ ὅσους δὲν εἶχαν τὴν προσευχὴ τοῦ Πνεύματος "εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν" καὶ δὲν ἐγνώριζαν κἄν τί εἴδους προσευχὴ ἐπιτελεῖται "ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι", ἐπειδὴ δὲν ἄκουγαν τίποτε. Ὁ ἀπ. Παῦλος θεωρεῖ αὐτὴν τὴν "ἐν Πνεύματι" ἤ "γλώσσῃ" προσευχὴ τῆς καρδίας σὰν προϋπόθεση τοῦ χαρίσματος τῆς προφητείας. Ἐπιμένει, ὅτι οἱ χαρισματοῦχοι αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ φθάσουν νὰ προφητεύουν: "Θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε• μείζων δὲ ὁ προφητεύων ἤ ὁ λαλῶν γλώσσαις ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομήν λάβῃ" (Α΄ Κορινθ. 14, 5).
Τὸ χάρισμα τῆς "ἐν Πνεύματι" προσευχῆς εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἐντὸς τῆς καρδίας καὶ ἄρση ἀπὸ αὐτὴν τοῦ καλύμματος ποὺ ἐπισκοτίζει τὴν ὀρθὴ ἀνάγνωση τοῦ Μωϋσέως (Β΄ Κορινθ. 3, 15). Πάντως, τὸ χάρισμα τῆς προφητείας δὲν προαναγγέλει πλέον τὴν ἔλευση τοῦ Ἀγγέλου τῆς Μεγάλης Βουλῆς, ἀλλʼ ἑρμηνεύει τὴν προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς "πεπληρωμένην ἐν τῷ Κυρίῳ τῆς δόξης", ὁ ὁποῖος ἔγινε Χριστὸς μὲ τὸ νὰ γεννηθῆ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Παρθένο, καὶ τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο τελειώθηκε μὲ τὸν θάνατο, τὴν Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν ἐπάνοδό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ὁ προσευχόμενος "ἐν Πνεύματι" ἤ "γλώσσαις" γνωρίζει, ἀπὸ προσωπική του πεῖρα, τὸν ἀναστάντα Χριστὸ "κατοικοῦντα ἐν τῇ καρδίᾳ του" μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα (Ἰωάν. 14,23), μὲ τὸ νὰ ἔχη γίνει ὁ ἴδιος ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι μὲ τὸ νὰ διαβάζη ἁπλῶς περὶ αὐτοῦ στὴν Γραφή. Ἡ "ἐν Πνεύματι" προσευχή, ἤ ἡ "νοερά προσευχή", ὀνομάζεται ἐπίσης "ἀκατάπαυστη μνήμη Θεοῦ". Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἐξαφανίσθηκε μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, προξενῶντας σκοτασμὸ τῆς νοερᾶς δυνάμεως, τοῦ νοός, καὶ σκλήρυνση τῆς καρδίας.
Ὑπάρχουν σήμερα, γενικῶς, δύο γνωστὰ μνημονικὰ συστήματα στὰ ἔμβια ὄντα. Πρῶτον, ἡ κυτταρικὴ μνήμη, ποὺ προσδιορίζει τὴν ἀνάπτυξη καὶ λειτουργία τοῦ ἐμβίου ὄντος ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἑαυτό του, καί, δεύτερον, ἡ ἐγκεφαλική κυτταρικὴ μνήμη, σὲ ὅσα ἔμβια ὄντα ἔχουν ἐγκέφαλο, ποὺ προσδιορίζει τὶς λειτουργίες καὶ σχέσεις τοῦ ἐμβίου ὄντος πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ πρὸς τὸ περιβάλλον του. Ἐπιπροσθέτως, ὑπάρχει, μόνο στούς ἀνθρώπους, μία μή λειτουργοῦσα, ἤ ὑπολειτουργοῦσα, μνήμη τοῦ Θεοῦ "ἐν τῇ καρδίᾳ", ἡ ὁποία, ὅταν ἀποκατασταθῆ ἡ λειτουργία της σύμφωνα πρὸς τὸν ἐκ δημιουργίας σκοπό της, συντελεῖ στὴν ἐξομάλυνση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, μετασχηματίζοντας τὴν ἰδιοτελῆ καὶ "ζητοῦσαν τὰ ἑαυτῆς" ἀγάπη, τὴν βασισμένη στὸν φόβο, σὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὸ ἄγχος, κλπ. (Α΄ Ἰωάν. 4, 18) 4.
Ἡ πτώσις τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ἡ κατάστασις τῆς κληρονομηθείσης ἁμαρτίας, εἶναι: α) Ἡ ἀποτυχία τῆς νοερᾶς δυνάμεως νὰ λειτουργῆ σωστά, ἤ ἔστω νὰ λειτουργῆ ὑποτυπωδῶς, β) Ἡ σύγχυσή της μὲ τὶς λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τοῦ σώματος, γενικώτερα, καὶ γ) Ἡ κατὰ συνέπειαν ὑποδούλωσις τῆς νοερᾶς δυνάμεως στὸ ἄγχος καὶ τὶς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος. Κάθε ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς πτώσεως τῆς ἰδικῆς του νοερᾶς δυνάμεως σὲ ποικίλους βαθμούς, καθὼς ἐκτίθεται σὲ περιβάλλοντα, ὅπου δὲν λειτουργεῖ, ἤ ὑπολειτουργεῖ, ἡ νοερά του δύναμις. Τὸ ἀντίθετο, ὅμως, (δηλ. ἡ ἀνάστασις τοῦ ἀνθρώπου) ἐπαληθεύεται συνήθως, ὅταν τὸ περιβάλλον κυριαρχῆται ἀπὸ τὸν ἐν Χριστῷ φωτισμό, πάλι σὲ ποικίλους βαθμούς.
Ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς λειτουργίας τῆς νοερᾶς δυνάμεως εἶναι οἱ κακὲς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, καὶ ἡ χρησιμοποίηση, τόσο τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, πρὸς κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας καὶ εὐτυχίας. Ὁ θεός, ἤ οἱ θεοί, ποὺ ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται ὅτι ὑπάρχουν ἔξω ἀπὸ τὸν "ἐν Χριστῷ" φωτισμό, εἶναι ψυχολογικὲς προβολὲς τῆς ἀνάγκης του γιὰ ἀσφάλεια. Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου καὶ τοῦ ἄγχους, οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν Θεὸ εἶναι χρησιμοθηρικές.
Κάθε ἄνθρωπος, ὡστόσο, συνέχεται καὶ συγκρατεῖται στὸ εἶναι, στὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ δόξα, δύναμη, Χάρη, Φῶς, τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἄν δὲν ἔχη ὁδηγηθῆ στὴν ἔλλαμψη, μὲ κάθαρση τῆς νοερᾶς δυνάμεώς του "ἐν τῇ καρδίᾳ". Ἡ ἀνταπόκριση σʼ αὐτὴν τὴν ἄμεση σχέση ἤ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, κυμαίνεται, ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο, ἀπὸ τὴν σκλήρυνση τῆς καρδίας (δηλ. κατάσβεση τοῦ σπινθῆρος τῆς Χάριτος), μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο, δηλ. τὴν ἐμπειρία δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει, πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καὶ εἶναι ἴσοι σὲ κατοχὴ νοερᾶς δυνάμεως, ἀλλʼ ὄχι σὲ ποιότητα, ἤ βαθμὸ λειτουργίας της.
Εἶναι σπουδαῖο νὰ ἐπισημάνωμε τὴν σαφῆ διάκριση μεταξὺ πνευματικότητος ποὺ ἔχει τὴν ρίζα της πρωταρχικὰ στὴν νοερὴ δύναμη τῆς καρδίας, καὶ διανοήσεως ποὺ ἔχει τὴν ρίζα της στὸν ἐγκέφαλο. ῎Ετσι, ἔχομε τὶς ἀκόλουθες τέσσαρες κατηγορίες ἀνθρώπων:
α) Ἐκείνους μὲ χαμηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ διανοητικὰ προσόντα, ποὺ ἀνέρχονται, ὅμως, στὸ ὕψιστο ἐπίπεδο νοερᾶς τελειώσεως,
β) Ἐκείνους μὲ ὕψιστο μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ διανοητικὰ προσόντα, ποὺ πέφτουν σὲ χαμηλό ἤ στὸ ἔσχατο ἀκόμα ἐπίπεδο νοερᾶς ἀτελείας,
γ) Ἐκείνους ποὺ φθάνουν, καὶ σὲ ὕψιστο μορφωτικὸ ἐπίπεδο, καὶ σὲ νοερὰ τελείωση, καὶ δ) Ἐκείνους μὲ χαμηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ διανοητικὰ προσόντα, ἀλλὰ ἐπίσης μὲ σκλήρυνση τῆς καρδίας (δηλ. καὶ μὲ ἔσχατο ἐπίπεδο νοερᾶς ἀτελείας).
Οἱ ὡς ἄνω παράγοντες, εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς κατανοήσεως τῆς Πατερικῆς καὶ Βιβλικῆς διδασκαλίας καθὼς καὶ τῆς διατυπώσεως τῶν δογμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δὲν ἔχουν τίποτε νὰ κάνουν μὲ φιλοσοφία καὶ μεταφυσική, συγγενεύουν ὅμως μὲ τὴν νεώτερη ψυχιατρική.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία κακῶς λειτουργοῦσα νοερὰ δύναμη, ἡ ὁποία πρέπει νὰ λειτουργήση σωστά, "ἐν τῇ καρδίᾳ". Ἡ ἴαση αὐτῆς τῆς "ἀρρώστειας", ποὺ ὀνομάζεται "προπατορικὸ ἁμάρτημα", εἶναι ἡ ἀκατάπαυστη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὀνομάζεται καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἤ ἔλλαμψη τῆς καρδίας, καὶ ἡ ὁποία δὲν ἔχει τίποτε νὰ κάνη μὲ τὴν Αὐγουστίνειο, ἤ Πλατωνικὴ ἀντίληψη περὶ ἐλλάμψεως, μέσÿω ἐνοράσεως ἤ γνώσεως ἀρχετύπων.
Σωστὴ προπαρασκευὴ γιὰ τὴν θέα τοῦ Θεοῦ, στὴν ἑνιαία Του δόξα μετὰ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ νὰ γίνη κανεὶς "ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος", μετασχηματίζοντας τὴν ἰδιοτελῆ καὶ χρησιμοθηρικὴ ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ - μὴ χρησιμοθηρική. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμός, συμβαίνει στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο τοῦ σταδίου τῆς ἐλλάμψεως, ποὺ ὀνομάζεται "θεωρία" -κατὰ λέξιν σημαίνει "θέα". Σʼ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἀποκαλύπτονται στὸν ἄνθρωπο οἱ ἄκτιστοι λόγοι τῶν ὄντων 5, ἤ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στὴν κτίση, διὰ μέσου τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, δηλ. τῆς ἀδιακόπου μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοερὰ δύναμις ἀπελευθερώνεται, τότε, ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσή της στὴν διάνοια, στὰ πάθη καὶ στὶς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος, καὶ ἐπηρεάζεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ λειτουργεῖ παράλληλα μὲ τὶς συνηθισμένες δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου, στὴν καθημερινὴ ζωή. ῞Οταν ἡ νοερὰ δύναμις εἶναι σὲ τέτοια κατάσταση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἤδη γίνει "ναὸς τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, διʼ Ἁγίου Πνεύματος".
Ὁ Μέγας Βασίλειος, γράφει στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὅτι "τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τὸ διὰ τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τὸν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηΐναις τὸ συνεχὲς τῆς μνήμης διακόπτηται, ὅταν μὴ τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσιν ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλὰ πάντα ἀποφυγὼν ὁ φιλόθεος (νοῦς) ἐπὶ Θεὸν ἀναχωρῆ, καί, ἐξελαύνων τὰ προσκαλούμενα ἡμᾶς εἰς κακίαν, τοῖς πρὸς ἀρετὴν ἐπιτηδεύμασιν ἐνδιατρίβῃ" (Ἐπιστ. ΙΙ).
Ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν λέει ἐδῶ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ παύση νʼ ἀπασχολῆται μὲ γήϊνες φροντίδες καὶ μὲ τὸ νὰ σκέπτεται ἀδιάκοπα μόνο περὶ Θεοῦ, ἀλλʼ ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένη (στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει γίνει "ναὸς τοῦ Θεοῦ") παράλληλα μὲ τὴν ἀπασχόλησή του μὲ καθημερινὲς φροντίδες, ἰδιαίτερα, ὅμως, ὅταν αὐτὸς κακοπαθῆ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἀποδέκτης αὐτοῦ τοῦ γράμματος, ἐπισημαίνει ὅτι: "Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον• καὶ εἰ οἷον τε τοῦτο εἰπεῖν, μηδὲ ἄλλο τι ἤ τοῦτο πρακτέον•.... εἰ δεῖ καὶ τὸ Μωϋσέως εἰπεῖν (Δευτ. 6, 7) κοιταζόμενον, διανιστάμενον, ὁδοιποροῦντα, ὅ,τι οὖν ἄλλο πράττοντα καὶ τῇ μνήμῃ τυποῦσθαι πρὸς καθαρότητα" (Θεολογικὸς Α΄, 5).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπιμένει, ὅτι τὸ φιλοσοφεῖν περὶ Θεοῦ ἐπιτρέπεται μόνον σὲ ὅσους εἶναι "ἐξητασμένοι καὶ διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ καὶ πρὸ τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένοι ἤ καθαιρόμενοι, τὸ μετριώτατον" (αὐτόθι, 3).
Ἡ ὡς ἄνω κατάστασις τῆς θεωρίας, περιέχει τὰ δύο στάδια, ποὺ ἤδη μνημονεύσαμε: Πρῶτον, τὴν σύσφιγξη τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ περιβάλλον του διʼ ἀδιαλείπτου μνήμης τοῦ Θεοῦ, καί, δεύτερον, τὴν θέα τοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του "ἐμπεπλησμένων ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Θεοῦ" καὶ "ἐν τῇ δόξῃ" τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ δοξασμὸς ἤ θέωση, εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν τὸ ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποὺ τὸ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς φίλους Του, σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τους καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Κατʼ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς δόξης, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ προφητεία καὶ ἡ γνώση περὶ Θεοῦ (ἡ Θεολογία) τερματίζονται, ἔχοντας ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ, ὁπότε ἀπομένει μόνη ἡ ἀγάπη: " ..... προφητεῖαι καταργηθήσονται..... γλῶσσαι παύσονται.... γνῶσις καταργηθήσεται.... ὅταν ἔλθῃ τὸ τέλειον...." (Α΄ Κορινθ. 13, 8-9). Ἀλλʼ "ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει" (αὐτόθι). "Βλέπομεν γὰρ ἄρτι διʼ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον• ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην" (Α΄ Κορινθ. 13, 12). Ἐδῶ, ὁ ἀπ. Παῦλος μιλάει γιὰ μιὰ μελλοντικὴ ἐμπειρία (γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἄλλους), τὴν ὁποία ἐκεῖνος εἶχε ἤδη δοκιμάσει: "...καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην".
῞Οταν, μὲ τὴν σειρά του, ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός, μὲ αὐτὴν τὴν "πρόσωπο πρὸς πρόσωπο" συνάντηση, τερματίζεται, ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ προφητεία καὶ ἡ γνώση περὶ Θεοῦ (ἡ Θεολογία) ἐπανέρχονται. ῎Ετσι, μολονότι ὅλα αὐτὰ εἶχαν καταργηθῆ στὸν Παῦλο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θεώσεώς του, ἐπέστρεψε στὴν ἐν Πνεύματι προσευχή, προφητεία καὶ γνώση, ἀναμένοντας τὴν ἐπανάληψη αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, εἴτε στὴν ἐνδιάμεση, εἴτε στὴν τελική της μορφή, κατὰ τὴν καθολικὴ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ "ἐν δόξῃ", στὴν Δευτέρα Παρουσία Του.
Ὁ δοξασμὸς πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς (στοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους), ἦταν πρόσκαιρος καὶ δὲν συνεχιζόταν μετὰ θάνατον. Τώρα, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, ἡ θέωσις εἶναι συνήθως σὲ κάποιους μία ἐφήμερη ἐμπειρία πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ σώματός των, εἶναι, ὅμως, μία μόνιμη ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἐν Χριστῷ ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ σώματός των. Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, ὁ δοξασμὸς δὲν περιορίζεται "ἐν τῇ καρδίᾳ", οὔτε φανερώνεται μόνο στὸ πρόσωπο, καθὼς συνέβαινε μὲ τοὺς Προφῆτες, τῶν ὁποίων ἡ δόξα ἦταν "καταργουμένη" (Β΄ Κορινθ. 3, 7 κ.ἑ.), ἀλλʼ ἐπεκτείνεται σʼ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῶν δοξαζομένων. ῎Ετσι, τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, μετὰ θάνατον, φανερώνουν τὸν μόνιμο δοξασμὸ τῶν κατόχων τους μὲ τὸ νὰ εἶναι, μὲ ἀναπαλλοτρίωτο τρόπο, "πεπληρωμένα" ἀπʼ αὐτὸν τὸν μόνιμο δοξασμό (θέωση), ἔχοντας γίνει ἅγια λείψανα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ δοξασμοῦ, οἱ συνηθισμένες λειτουργίες τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ ὕπνος, τὸ φαγητό, ἡ πέψη, ἀναστέλλονται. Τὸ μυαλὸ, ὅμως, καὶ τὸ σῶμα λειτουργοῦν κανονικά, ἀφʼ ὅτου, ὅμως, ἐγκλιματισθῆ πρῶτα κανεὶς στὸ νὰ βλέπη τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ τριγύρω του "ἐμπεπλησμένα" ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι, καὶ Σκότος, καὶ Φῶς, καὶ τίποτε ἀπʼ αὐτά, ἐφʼ ὅσον δηλ. δὲν μοιάζει μὲ ὁ,τιδήποτε κτιστό. Ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη, ἡ θέωση δὲν εἶναι γνώση, ἐπειδὴ εἶναι ὑπεράνω τῆς γνώσεως (Α΄ Κορινθ. 13, 8).
Ἡ πρώτη ἐμπειρία δοξασμοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου τελειώνει μὲ ἀπώλεια προσανατολισμοῦ του, ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ βλέπει κανεὶς μόνο τὸ ἄκτιστο, ἀλλά, σιγά- σιγά, μὲ τὸν ἐγκλιματισμό του, ἀρχίζει νʼ ἀναβλέπη τὸν κτιστό του περίγυρο μέσα σʼ ἐκεῖνο τὸ Φῶς, ποὺ εἶναι "ἡ ἡμέρα Κυρίου", ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος. ῎Ετσι, μολονότι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἡ γνώση περὶ Θεοῦ τερματίζονται, δεν συμβαίνει το ίδιο καὶ μὲ τὴν γνώση καὶ συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος ἐκ μέρους τοῦ θεουμένου, γιὰ τὰ ὁποῖα διατηρεῖ ἐπίγνωση.
Ἡ δικαίωσις, διὰ μόνης τῆς πίστεως στὸν Χριστό, εἶναι διδασκαλία τῆς Βίβλου. Ἀλλʼ αὐτὴ ἡ σώζουσα πίστις εἶναι ἡ κατάστασις ἐλλάμψεως τῆς καρδίας, καθὼς περιεγράφη μέχρις ἐδῶ, ἡ ὁποία καὶ ὀνομάζεται, μερικὲς φορές, "ἐνδιάθετος πίστις"."
῞Οτι δὲ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν κρᾶζον• ἀββᾶ, ὁ Πατήρ• ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλʼ υἱός, καὶ κληρονόμος διὰ Χριστοῦ" (πρὸς Γαλ. 4, 6-7). Υἱότητα, δικαίωση καὶ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν τῇ καρδίᾳ", εἶναι μία ταυτόσημη πραγματικότητα. Δὲν ὑπάρχει δικαίωση διὰ Νόμου ἤ διʼ ἔργων, παρὰ μόνον διὰ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν Νόμο. Ὁ Νόμος δὲν δίνει ζωή. Μόνο ὁ Χριστὸς δίνει ζωή. "Εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζωποιῆσαι, ὄντως ἐκ νόμου ἄν ἦν ἡ δικαιοσύνη" (πρὸς Γαλ. 3, 21). Ἡ σώζουσα, εἶναι ἐκείνη ἡ πίστις ποὺ μορφοῦται σὲ ὅσους ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς ἐν Πνεύματι προσευχῆς "ἐν τῇ καρδίᾳ", αὐτὴ ποὺ δίνει τὴν βεβαιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καὶ ποὺ καταλήγει σὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία "οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς" (Α΄ Κορινθ. 13, 5).
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ θεραπεία καὶ ἡ μεταβολὴ τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος στὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐν γένει, καθιστᾶ σαφέστατη τὴν διαφορὰ ὅσων ὑφίστανται θεραπευτικὴ ἀγωγή, καὶ ὅσων δὲν ὑφίστανται. Ἡ πίστις στὸν Χριστὸ χωρὶς νὰ ὑφίσταται κανεὶς ἰατρεία ἐν Χριστῷ, δὲν εἶναι καθόλου πίστις. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἴδια ἀντίφαση ποὺ θὰ παρουσίαζε κάποιος ἀσθενής, ἔχων πολλὴν ἐμπιστοσύνη στὸν γιατρό του, ἀλλὰ μὴ ἐφαρμόζοντας ποτὲ τὴν ἀγωγή, ποὺ ἐκεῖνος τοῦ συνιστᾶ.
Γιὰ μιὰ σωστὴ θεώρηση αὐτῆς τῆς θεραπείας ἐν σχέσει μὲ τὸν κόσμο, γενικά, πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι, ἄν ὁ προφητικὸς Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ διάδοχός του Χριστιανισμὸς εἶχαν ἐμφανισθῆ γιὰ πρώτη φορὰ στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, θὰ εἶχαν πιθανώτατα χαρακτηρισθῆ, ὄχι θρησκεῖες, ἀλλʼ ἰατρικὲς ἐπιστῆμες, συγγενεῖς τῆς ψυχιατρικῆς, μὲ εὐρύτερες ἐπιπτώσεις στὴν κοινωνία, ὀφειλόμενες στὴν ἐπιτυχία τους νὰ ἰατρεύουν σὲ ποικίλους βαθμοὺς τὴν ἀρρώστεια τῆς διαστροφῆς τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκληφθοῦν σὰν θρησκεῖες. πού, μὲ διάφορες μαγικὲς μεθόδους καὶ δοξασίες, ὑπόσχονται φυγὴ ἀπὸ ἕναν δῆθεν κόσμο τῆς ὕλης καὶ τοῦ κακοῦ ἤ τῆς ὑποκρισίας σʼ ἕναν δῆθεν πνευματικὸ κόσμο ἀσφαλείας καὶ ἐπιτυχίας.
῞Ενας ἄλλος τρόπος κοιτάγματος αὐτῆς τῆς θεραπείας εἶναι τὸ νὰ συγκεντρώσωμε τὴν προσοχή μας κάπως περισσότερο σὲ ὅσα ὑποδηλώνει ἡ Βιβλικὴ καὶ Πατερικὴ ἀντίληψη τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς Κολάσεως. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση, ἀνταμοιβὴ καὶ τιμωρία. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν δημιουργηθῆ γιὰ νὰ φθάσουν νὰ βλέπουν ἀκατάπαυστα τὸν Θεὸ μέσα στὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ κατὰ πόσον ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ τὸν καθένα Παράδεισος ἤ Κόλαση, ἀνταμοιβὴ ἤ τιμωρία, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνταπόκριση τοῦ καθενὸς στὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπʼ τὴν ἐκ μέρους του ἀποδοχὴ τῆς ἰατρικῆς "συνταγῆς" γιὰ μετασχηματισμὸ τῆς ἰδιοτελοῦς του καὶ ἐγωκεντρικῆς ἀγάπης σὲ θεοειδῆ, ἡ ὁποία "οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς".
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι καμμία θρησκεία ἤ ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήση, γιὰ τὸν ἑαυτό της, τὸ δικαίωμα νʼ ἀποφασίζη ποιὸς πηγαίνει στὸν Παράδεισο καὶ ποιός στὴν Κόλαση, ἐφʼ ὅσον ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἀργότερα ἤ γρηγορώτερα, θὰ δοῦν τὴν ἐν Χριστῷ δόξα τοῦ Θεοῦ, εἴτε σὰν Φῶς, εἴτε σὰν "Πῦρ καταναλισκον". Ἡ ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι μία τέτοια προπαρασκευή, μὲ κάθαρση καὶ ἔλλαμψη τῆς καρδίας, ὥστε αὐτὴ ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι Παράδεισος καὶ ὄχι Κόλαση. Ἡ πρωταρχικὴ εὐθύνη ὅσων εὑρίσκονται στὸ στάδιο τῆς ἐλλάμψεως εἶναι νὰ φωτίσουν τοὺς ἄλλους, οὕτως ὥστε, μὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ μὴ χρησιμοθηρικὴ ἀγάπη, νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἐργάζωνται μαζί τους ἁρμονικά, καί, συγχρόνως, νὰ προετοιμάζουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους γιὰ τὴν αἰώνια ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία ὅλοι ἀνεξαιρέτως, μετὰ θάνατον, θὰ μεθέξουν.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ διαχωρίζει κανεὶς τὸν Παράδεισο ἀπὸ τὴν Κόλαση καὶ φαντάζεται πὼς αὐτὲς οἱ καταστάσεις ὑπάρξεως εἶναι διαφορετικοὶ τόποι, ἤ ὅτι ἡ Κόλαση εἶναι μία ἔκλειψη τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, αὐτομάτως εἰσάγει μαγικὲς ἀπόψεις στὴν Βιβλικὴ ἀντίληψη τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Μʼ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅμως, ἡ θέα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀποκλειστικὰ Παράδεισος γιὰ τὸν καθένα, πού, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, καταφέρει νὰ φθάση σʼ αὐτὴν τὴν κατάσταση (ἐνῶ, στὴν πραγματικότητα, αὐτὴ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι, γιὰ κάποιον, ἀκόμη καὶ ἡ Κόλασίς του). Αὐτὴ ἡ μαγεία μπορεῖ νὰ πάρη μορφή, εἴτε ἀπολύτου προορισμοῦ, εἴτε σωτηρίας διὰ μόνης τῆς πίστεως, ἤ μόνο διʼ ἀγαθῶν ἔργων, ἤ ἁπλῶς διὰ μετοχῆς σὲ μυστήρια καἰ ἱερατικὲς ἀφέσεις ἁμαρτιῶν, ἤ διὰ συνδυασμοῦ ὅλων αὐτῶν.
Αὐτὲς οἱ παραλλαγὲς τῆς παραδόσεως μεταθέτουν ἀπαράλλακτα τὴν ἀνάγκη ἀλλαγῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (ὁ ὁποῖος εἶναι, στὴν πραγματικότητα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ἀλλάξη, διὰ τῆς μετανοίας) στὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ εὐμενὴς σώζουσα πρὸς τὸν ἄνθρωπο στάσις νομίζουν πὼς ἐξασφαλίζεται μὲ μιὰ δουλικὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Ἀλλʼ ὅσοι διαλέγουν τέτοιες παραλλαγὲς γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἀσφαλῶς δὲν γνωρίζουν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ πλάσματά Του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Διαβόλου, μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀγάπη, ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε φίλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅτι εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὄχι ὁ Θεός, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς, δηλαδὴ θεραπείας τοῦ κακῶς λειτουργοῦντος μέρους τῆς προσωπικότητός του.
Παραμπομπές
3 Γιά τό Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, τήν 'δικαίωση' καί τήν 'καταλλαγή', βλέπε τήν ἐργασία μου: 'Τό Προπατορικό Ἁμάρτημα', Ἀθήνα, 1957, σελ. 60-91, ἰδιαίτερα τίς σελ. 82 καί ἑξῆς.
4 Αὐτή ἡ μή λειτουργοῦσα καί ἀνενέργητος καρδιακή μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιεῖται μέ τήν μετάνοια καί τήν προσευχή.
5 Ἡ Θεωρία τῶν Ὄντων εἶναι ἡ πρώτη βαθμίς τῆς Ἀποκαλύψεως.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.