Όσα μέχρις ἐδῶ ἐξετάσαμε, ἀποτελοῦν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις, ὅτι τὸ "προφητεύειν" καὶ τὸ νὰ γίνη κανεὶς "προφήτης", γιὰ τὸν ἀπ. Παῦλο εἶναι ὅμοιο, ἄν ὄχι ταυτόσημο, μὲ τὸ "θεολογεῖν" καὶ τὸ νὰ γίνη κανεὶς θεολόγος τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐξαφάνισις τῶν ὅρων "προφήτης" καὶ "προφητεία" μπορεῖ νὰ ὀφείλεται στὴν ἐμφάνιση τοῦ Κανόνος τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν ἐπικράτηση τῶν ὅρων "πρεσβύτερος" καὶ "ἐπίσκοπος", ὡς καὶ στὴν προϊοῦσα σπανιότητα τῆς ἐμπειρίας τοῦ δοξασμοῦ, καί, κατά συνέπειαν, τῶν προφητῶν, μὲ ἐπακολουθοῦσα τὴν σπανιότητα τοῦ χαρίσματος τῶν γλωσσῶν. Πάντως, οἱ πραγματικότητες τῶν χαρισμάτων τῶν γλωσσῶν καὶ τοῦ δοξασμοῦ, καθʼ ἑαυτὲς, δὲν ἐξαφανίσθηκαν, ἀλλὰ διατηρήθηκαν, ἰδιαίτερα στὸν Μοναχισμό, ὁ ὁποῖος ἀπέβη τὸ κύριο κέντρο αὐτῆς τῆς παραδόσεως, ποὺ τροφοδότησε τὴν Ἐκκλησία μὲ μητροπολίτες, ἀρχιεπισκόπους καὶ ἐπισκόπους.
῞Ο,τι ἀντικρύζομε στὰ Κεφάλαια 12-14 τῆς Α΄ Κορ., καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ 14, 26 κ.ἑ., δὲν εἶναι παρὰ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τὸ σχολεῖο, στὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μορφώθηκαν. Ὑπενθυμίζομε τὸ ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητος ἐπιχείρημα, ποὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέταξε στοὺς Εὐνομιανούς, ὅτι τὸ θεολογεῖν, ἤ φιλοσοφεῖν, περὶ Θεοῦ ἐπιτρέπεται μόνον σὲ ὅσους ἔχουν φθάσει σὲ "θεωρία", ποὺ σημαίνει τουλάχιστον νὰ ἔχουν λάβει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν τῇ καρδίᾳ", δηλαδὴ τὴν ἀκατάπαυστη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ διακόπτεται, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἀπὸ τὸν δοξασμό. ῎Ετσι, τὸ προφητεύειν ἤ θεολογεῖν, εἶναι τὸ ἑρμηνεύειν τὴν Γραφὴ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ χαρίσματος τῶν γλωσσῶν, ἐνῶ τὸ νὰ ἔχη γίνει κανεὶς προφήτης ἤ θεολόγος, εἶναι τὸ νὰ ἔχη φθάσει στὸν δοξασμό.
Πάντως, αὐτὴ ἡ Θεολογία, εἶναι καθαρὰ θεραπευτική, καὶ ἐκδήλωσις ὑγείας. Τὸ νὰ ἀνέρχεται κανεὶς πρὸς τὸν δοξασμό, ἐπάνω στὸ ὄχημα τῆς νοερῆς προσευχῆς, εἶναι ἡ διαδικασία τῆς ψυχικῆς ἰάσεως, καὶ τὸ νὰ φθάση στὸν δοξασμὸ εἶναι ἡ γεῦσις τῆς ἀπαρχῆς τῆς ψυχικῆς ὑγείας καὶ τῆς τελειώσεως. Συνάμα, αὐτὸς ὁ δοξασμὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τῆς "πάσης ἀληθείας", ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν ἐπίσης ἀκατάπαυστη προσευχή, ἡ ὁποία ἦταν ὁ ὁμαλός δρόμος πρὸς τὸν δοξασμό τους. Αὐτὲς οἱ ἐμπειρίες, πάντως, δὲν περιελάμβαναν, οὔτε τὸ νὰ καταστήσουν κάποιον μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τὴν μόνιμη ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Οἱ Προφῆτες, δὲν εἶχαν ἀκόμη τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἑπομένως, τὸ τελευταῖο χάρισμα (τὸ ἀποστολικό, τῆς Πεντηκοστῆς) περιλαμβάνει τὸ πρῶτο (τὸν δοξασμὸ τῶν Προφητῶν), ἀλλʼ ὄχι καὶ τὸ ἀντίθετο.
῎Ετσι, ὅποιος ἔχει τὸ τελευταῖο, γνωρίζει τὸ νόημα τοῦ πρώτου. ῞Οποιος, ἐπίσης, ἔχει τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν (νοερά προσευχή), ἀλλὰ χωρὶς δοξασμό, μπορεῖ νὰ προχωρήση στὴν διάκριση τῶν προφητικῶν νοημάτων 8. Ἀλλʼ ὅποιος δὲν τὸ ἔχει, δὲν μπορεῖ: " Ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν" (Α΄ Κορ. 2, 12).
Μέσα σὲ μία τέτοια συνάφεια, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν συνάξεων, κάθε χαρισματοῦχος Κορίνθιος ἔλεγε, εἴτε Ψαλμό, ἤ κάποια διδαχή, ἤ μία ἐμπειρία ἀποκαλύψεως, ἤ εἶχε κάτι σχετικὸ νὰ πῆ, εἴτε νὰ ἑρμηνεύση, εἴτε νὰ διδάξη γιὰ τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν (Α΄ Κορ. 14, 26). "Προφῆται δὲ δύο ἤ τρεῖς λαλείτωσαν, καὶ οἱ ἄλλοι διακρινέτωσαν• ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ, ὁ πρῶτος σιγάτω. Δύνασθε γὰρ καθʼ ἕνα πάντες προφητεύειν, ἵνα πάντες μανθάνωσι καὶ πάντες παρακαλῶνται• καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται• οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης" (Α΄ Κορ. 14, 29-33).
Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ προφῆτες μόνο γνωρίζουν τὴν μέθοδο τοῦ προφητεύειν, ὁπότε, κάθε διδαχὴ καὶ προσπάθεια ἑρμηνείας πνευματικῶν ἐμπειριῶν ὅσων δὲν προφητεύουν καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη γίνει προφῆτες, πρέπει νὰ ὑπόκειται στὸν ἔλεγχο τῶν προφητῶν. Οἱ προφῆτες (τῆς Καινῆς Διαθήκης) εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ δοξασθέντες, αὐτοὶ ποὺ ἀνακρίνουν τοὺς πάντας καὶ δὲν ἀνακρίνονται ἀπὸ κανέναν: " Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπʼ οὐδενὸς ἀνακρίνεται• τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὅς συμβιβάσει αὐτὸν; Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν" (Α΄ Κορ. 2, 15-16). Ποὺ σημαίνει, ὅτι, οἱ "νόες", ἤ οἱ διάνοιες, τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν ἔχουν γίνει τοῦ Χριστοῦ, ἐξ αἰτίας τοῦ δοξασμοῦ των, ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου εἶναι ὅτι δὲν ζοῦν πλέον κατὰ τὸν παλαιό ἄνθρωπο, ἔχοντες σταυρωθῆ καὶ πεθάνει ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζῆ ὁ Χριστὸς "ἐν αὐτοῖς" (Γαλ. 2, 18-20). Αὐτοὶ εἶναι οἱ κατʼ ἐξοχήν φίλοι τοῦ Θεοῦ.
Στὴν Α΄ Κορ. 14, 26-33, ἔχομε μία ἀνταλλαγὴ ἐμπειριῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ κάποιον, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν προφητῶν, πρὸς οἰκοδομὴ καὶ αὔξηση τῆς κατανοήσεώς του καὶ τελειώσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολικὴ μορφὴ τῆς ὁμαδικῆς ἐξομολογήσεως, καθὼς γίνεται σαφὲς καὶ ἀπὸ τὸ Α΄ Κορ. 14, 24, ὅπου ἡ προφητεία ὁδηγεῖ σὲ ἀνάκριση τῶν "ἰδιωτῶν" καὶ "ἀπίστων", καὶ φανέρωση τῶν κρυφίων τῶν καρδιῶν των. Φαίνεται, ἐδῶ, ἐντελῶς καθαρά, ὅτι ἡ "προφητεία" τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου καὶ ἡ Πατερικὴ κατανόηση τῆς θεολογίας εἶναι ταυτόσημες. Ὁ προφήτης (τοῦ ἀπ. Παύλου) καὶ ὁ θεολόγος (τῆς Πατερικῆς παραδόσεως) μορφοῦνται μὲ τὴν κάθαρση, ἔλλαμψη καὶ δοξασμὸ τῆς καρδίας, τὴν ὁποία "ἐμπιπλᾶ" ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος καὶ ὑπερφαλαγγίζει τὴν διάνοια καὶ τὰ πάθη, μεταβάλλοντας, ἔτσι, τὴν ἰδιοτελῆ ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ, ἡ ὁποία "οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς".
Εἶναι σημαντικό, ὅτι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον οἱ χαρισματοῦχοι ἐγνώρισαν ἐντός των ἐμπειρικὰ καὶ εἶδαν διὰ τοῦ Πνεύματος περιοδικὰ "ἐν δόξῃ Θεοῦ", εἶναι ὁ δͅιος Χριστός, ποὺ ἀπεκαλύφθη στοὺς Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, κατὰ τὸν δοξασμὸ τῶν Προφητῶν. Ὁ Παῦλος ἀποκαλύπτει, σὲ μία φευγαλέα του παρατήρηση, τὴν βασικὴ δομὴ πίστεως καὶ λατρείας τῶν Ἀποστολικῶν κοινοτήτων: "Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἄν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν" (Α΄ Κορ. 2, 8). Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ ἡ φράση παρεμβάλλεται, καὶ ἡ μοναδικότητά της μέσα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, εἶναι τεκμήριο, ὅτι ἐθεωρεῖτο αὐτονόητη ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες του. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀμφιβολία γιὰ τὸ νόημά της, ἀφοῦ, λίγο πιὸ κάτω, ὁ Παῦλος λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ὡδήγησε τοὺς Ἑβραίους ἔξω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τοὺς ἐνίσχυε ἐν ὅσῳ παρέμεναν στὴν ἔρημο: "῎Επιναν γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός" (Α΄ Κορ. 10, 1-5). Οἱ Γαλάτες δέχθηκαν τὸν Παῦλο "ὡς ἄγγελον Θεοῦ, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν" (Γαλ. 4, 14) - πιθανώτατη σύγκρισις μὲ τὴν ἐκ μέρους τοῦ Ἀβραὰμ φιλοξενία τοῦ Ἀγγέλου τῆς δόξης. Ὁ Παῦλος δὲν βλέπει τὸν Χριστό, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, σὰν ὁποιοδήποτε εἶδος οὐρανίου ἤ ἐπιγείου Μεσσίου, ἀλλὰ σὰν τὸν ἴδιο τὸν Κύριο τῆς δόξης, καθὼς Τὸν ἔβλεπαν καὶ οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ Μεσσίας, διὰ τῆς Γεννήσεώς Του ὑπὸ τῆς Παρθένου.
Τὸ ὄνομα "προφήτης" στὸν Παῦλο, σημαίνει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶδε τὀν Κύριο τῆς δόξης, ὅπως Τὸν εἶδαν οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς εἶναι ὁ παράγων- κλειδὶ στὴν ἐμπειρία τοῦ χαρίσματος τῆς προφητείας, καὶ συνιστᾶ τὸ κέντρο λατρείας καὶ μελέτης τῆς Παυλείου συνάξεως τῶν χαρισματούχων. Ἡ Γραφὴ ποὺ τότε χρησιμοποιοῦσαν ἦταν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα στὴν ὁποία, μὲ μάρτυρα τὴν ἴδια τους τὴν ἐμπειρία τῶν γλωσσῶν, ἔβλεπαν παντοῦ τὸν Χριστὸ μέσα στοὺς βίους τῶν Προφητῶν, ὡς Κύριο καὶ ῎Αγγελο τῆς δόξης. ῎Αν διάβαζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὶς προϋποθέσεις τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων του, δὲν θὰ εἶχαν ὑπάρξει ποτέ, οὔτε Ἀρειανοὶ καὶ Εὐνομιανοί, οὔτε οἱ ἱστορικὲς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὄχι ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπῆρχαν κἄν αἱρετικοί, ἀλλʼ ἐπειδὴ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν κἄν Ὀρθόδοξοι, Ἀρειανοὶ καὶ Εὐνομιανοί.
Τὸ νὰ θεολογῆ κανεὶς περὶ ἑνὸς ἀφηρημένου μονοθεϊσμοῦ, ποὺ φαντάζεται ὅτι βρίσκει καὶ μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἤ περὶ μιᾶς φιλοσοφικῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ, εἶναι σὰν νὰ κάνη ἀστρονομία μὲ ὄργανο τὴν φαντασία του, ἀντὶ μὲ τηλεσκόπιο ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν εἰδικῶν. Ἀπʼ αὐτὴν τὴν ἄποψη, οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ ἀνῆκαν στὴν Πατερικὴ καὶ Βιβλικὴ παράδοση ἐμπειρικῆς Θεολογίας, ἐνῶ ὁ Αὐγουστῖνος παρασύρθηκε πολὺ μακρυὰ μέσα στὸν χῶρο τοῦ Νεοπλατωνικοῦ μυστικισμοῦ καὶ τοῦ ἀφηρημένου μονοθεϊσμοῦ.
Τὀ ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος πίστευε, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ διʼ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτει τὴν "πᾶσαν ἀλήθειαν" κατὰ τὸν δοξασμό, γίνεται σαφὲς ἀπʼ ὅσα ἐκθέτει ὁ ἴδιος κάνοντας διάκριση ἀνάμεσα στὸ νήπιο καὶ στὸν ἄνδρα: " ῞Οτε ἤμην νήπιος, ἐλάλουν ὡς νήπιος, ἐφρόνουν ὡς νήπιος, ἐλογιζόμην ὡς νήπιος• ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργησα τὰ τοῦ νηπίου• βλέπομεν γὰρ ἄρτι διʼ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον• ἄρτι γιγνώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην" (Α΄ Κορ. 13, 11-12).
Περνάει κανείς, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τῆς παιδαγωγίας τοῦ Νόμου (Γαλ. 3,24), στὴν ἀνδρική "διὰ τῆς πίστεως", ἔχων τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, ὁπότε ὁ κτιστὸς Νόμος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν ἄκτιστο, "ἐν τῇ καρδίᾳ". Στὸ μεσοδιάστημα αὐτό, βλέπει κανεὶς "διʼ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι" καὶ "γιγνώσκει ἐκ μέρους καὶ προφητεύει ἐκ μέρους" (Α΄ Κορ. 13, 9-12). Ὁ Παῦλος λέει ἐδῶ, ὅτι δὲν εἶναι κανεὶς προφήτης, ἐπειδὴ ἁπλῶς προφητεύει σὰν ἀποτέλεσμα τοῦ χαρίσματος τῶν γλωσσῶν. Ἀνώτερη ἀπʼ τὴν προφητεία αὐτὴ εἶναι ἡ κατάργησή της, ποὺ συμβαίνει κατὰ τὸν δοξασμό, ποὺ εἶναι ἡ ἔλευση τῆς τελειότητος, ὅταν κανεὶς "γινώσκεται", καθὼς ὁ Παῦλος "ἐπεγνώσθη", ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία (τοῦ δοξασμοῦ), ποὺ κάνει τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφῆτες νὰ εἶναι ἀπόστολοι καὶ προφῆτες 9.
῞Οτι θὰ προξενοῦσε κατάπληξη στὸν ἀπ. Παῦλο ἡ ἰδέα, ἄν ἰσχυριζόταν κανεὶς, πὼς ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται διαρκῶς στὴν "πᾶσαν ἀλήθειαν", ἤ σὲ συνεχῶς καλύτερη κατανόηση τῆς "πάσης ἀληθείας", γίνεται σαφὲς ἀπʼ τὸ ἀκόλουθο χωρίο: " Ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. Ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ" (Α΄ Κορ. 2, 9-10). Γιὰ τὸν Παῦλο, ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει σὲ κάθε δοξασθέντα "ἅ ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν", μὲ ἄλλα λόγια "πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν" (Ἰωάν. 16, 13), στὴν ὁποία θὰ μετάσχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Θεόν. Φαίνεται, λοιπόν, ἐντελῶς καθαρά, ὅτι πουθενὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν βρίσκουμε τὴν ἰδέα, πὼς ἡ "πᾶσα ἀλήθεια" ἀποκαλύπτεται σταδιακὰ στὴν Ἐκκλησία, ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται διαρκῶς καὶ βαθύτερα στὴν κατανόηση τῆς "πάσης ἀληθείας". Ἡ "πᾶσα ἀλήθεια", ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ἀποκαλύπτεται διὰ τοῦ Πνεύματός Του, ἤ τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, στοὺς δοξασθέντες μέσα στὸ Σῶμα Του.
Οἱ ἄλλοι, ποὺ εἶναι καὶ αὐτοὶ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς ἀκατάπαυστης προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν τῇ καρδίᾳ" τους, "γιγνώσκουν" καὶ προφητεύουν, ἤ θεολογοῦν, "ἐκ μέρους", δηλ. μερικῶς. Αὐτοί, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν "διʼ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι" καὶ γινώσκουν "ἐκ μέρους" καὶ προφητεύουν "ἐκ μέρους" (Α΄ Κορ. 13, 12). Οἱ ὑπόλοιποι ἀπʼ ὅσους πιστεύουν στὸν Χριστό, εἶναι νήπια "ὑπὸ νόμον". Τὸ ὅτι πρέπει νὰ προφητεύουν ἤ νὰ θεολογοῦν τὰ νήπια, θἆταν μία πράγματι γελοία ἰδέα γιὰ τὸν Παῦλο, ὅπως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες, στὴν ἀντιπαράθεσή τους μὲ λαϊκοὺς ("ἰδιώτας"), ἤ αἱρετικούς, ποὺ προσεποιοῦντο, ὅτι ἦσαν θεολόγοι.
Ἀφοῦ εἶναι ἀσφαλὲς νὰ θεωροῦμε τὸν προφήτη, κατὰ τὸν Παῦλο, ἀναγκαῖο μέλος τῆς δομῆς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οὐσιῶδες μέλος τῶν θεμελίων Του, παράλληλα μὲ τοὺς ἀποστόλους, φαίνεται νὰ ἕπεται, ὅτι, χωρὶς αὐτούς, δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία. ῎Ετσι, τὸ κατὰ πόσον ὀνομάζονται Προφῆτες, ἤ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δευτερεῦον. Τὸ σπουδαῖο εἶναι, ὅτι, ὅσοι ἀπʼ τοὺς προσευχομένους ἀδιάλειπτα φθάνουν στὸν δοξασμό, αὐτοὶ γίνονται ὁ κεντρικὸς κορμὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀφοῦ, χωρὶς αὐτούς, δὲν ὑπάρχει Σῶμα Χριστοῦ.
Εἴτε ὑπάρχουν τέτοιοι Χριστιανοί, ὡς λαϊκοὶ ἤ κληρικοί, στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, εἴτε στὰ μοναστήρια, ὡς μοναχοί, δὲν ἀλλάζει τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ εἰδικοὶ διὰ τὸν καταρτισμὸν καὶ τὴν πρόοδον τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτούς, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας γίνονται ἕνα σύστημα ἐξαπατήσεως τοῦ κοινοῦ, ἕνα σύστημα μαγείας.
Ὁ ἀπ. Παῦλος δὲν λέει, ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἰκοδομεῖται ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, τὴν Θεία Εὐχαριστία, κλπ., ἀλλὰ ἀπὸ ἀποστόλους καὶ προφῆτες, ἐννοῶντας ἀποστόλους καὶ Πατέρες, ποὺ γεννοῦν ἄλλους "ἐν Χριστῷ", προπαρασκευάζοντάς τους νὰ λάβουν τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν". Μόνο μέσα σὲ μία τέτοια συνάφεια, μέσα σὲ τέτοια πλαίσια, τὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, Χρίσματος, Εὐχαριστίας, Χειροτονίας,Ἐξομολογήσεως, Μετανοίας κλπ. δὲν εἶναι ἀπάτη καἰ μαγεία.
Ο ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (375-444 μ.Χ.) φαίνεται νʼ ἀκολουθῆ μεσαῖο δρόμο στὸ ζήτημα τῆς γλωσσολαλίας τοῦ Παύλου, ἀφοῦ σημειώνει, καθὼς καὶ ἐμεῖς ἐτονίσαμε, ὅτι "οὐδεὶς ἀκούει" τὴν γλωσσολαλία (Α΄ Κορ. 14, 2). Δὲν φαίνεται τόσο βέβαιος, ὅσο ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτὸ σημαίνει "οὐδεὶς κατανοεῖ". Ἦταν πλήρως ἀνεπτυγμένη, πάντως, ἡ ἄποψις, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εὑρίσκοντο σʼ ἕνα τέτοιο ὑψηλὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο, ὥστε, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ ἰδικά τους χαρίσματα, τὰ ἐναπομείναντα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία νὰ θεωροῦνται κατώτερα.
῞Ο,τι ἔχει σημασία, πάντως, γιὰ τὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς ἐργασίας, εἶναι ὅτι τὸ χάρισμα καθʼ ἑαυτὸ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς "ἐν τῇ καρδίᾳ" καὶ ὁ δοξασμὸς (θέωση) δὲν ἔπαυσαν νὰ θεωροῦνται ὡς ἡ πεμπτουσία τῆς Παραδόσεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Παραμπομπές
8. Μπορεῖ, συνεπῶς, νά ἑρμηνεύση τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ στήν διάκριση καί σημασία τῶν νοημάτων.
9. Ὁπότε, εἶναι λάθος νά προσποιῆται κανείς τόν προφήτη, ἐπειδή ἁπλῶς πῆρε τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν.
10. Διότι, τότε πράγματι ἐνεργοῦν, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐν Χριστῷ γεννήσεως (ἀναγεννήσεως).
11. Δεδομένων τῶν προϋποθέσεων ποὺ παρουσιάσθησαν σʼ αὐτὴν τὴν μελέτη, πρέπει νὰ εἶναι πλέον σαφὲς τὸ γιατί, ἐκτὸς ἀπʼ τὸν Αὐγουστῖνο, κανένας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας δὲν φαντάσθηκε ποτὲ τὸν ἑαυτό του δεσμευμένο ἀπὸ μία ὑποτιθεμένη ἀπόπειρα τῆς Ἐκκλησίας νὰ κατανοῆ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνσάρκωσή Του ὅλο καὶ καλύτερα, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἡ διατύπωσις τοῦ δόγματος δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα κατανοήσεως τῶν μυστηρίων αὐτῶν. ῞Ολοι οἱ Πατέρες συμφωνοῦν μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀποκληθέντα ἔτσι, ἐπειδὴ εἶχε φθάσει στὸν δοξασμό, ὅτι "Θεὸν φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον".
Ἡ Θεολογία δὲν κατανοεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δόγμα δὲν Τὸν ἀποδίδει. Θεολογία εἶναι ἡ γνῶσις περὶ Θεοῦ ἐν ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ καὶ μελέτῃ τῶν Γραφῶν. Τὸ δόγμα εἶναι ἕνας ὁδηγὸς πρὸς τὸν Θεό, μέσα σʼ ἕνα ὠκεανὸ προλήψεων καὶ παρανοήσεων περὶ Αὐτοῦ. Καὶ τὰ δύο καταργοῦνται (καὶ ἡ θεολογία, καὶ τὸ δόγμα) μὲ τὴν θέα τοῦ Χριστοῦ "ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός" διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐμπειρία, ποὺ ὑπερβαίνει συλλήψεις καὶ διατυπώσεις περὶ Αὐτοῦ καὶ συνάμα ἐμπνέει συλλήψεις καὶ διατυπώσεις, ἱκανὲς νὰ ὁδηγήσουν ἄλλους πρὸς Αὐτόν.
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι πρέπει νὰ κάνη κανεὶς σαφῆ διάκριση μεταξὺ δογμάτων καὶ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Αὐγουστῖνος συγχέει αὐτὰ τὰ δύο, καὶ νομίζει ὅτι, δεχόμενος τὸ ἕνα, μπορεῖ διὰ πίστεως νὰ κατανοήση τὸ ἄλλο. Σκοπὸς τῶν δογμάτων πάντως, δὲν εἶναι τὸ νὰ κατανοηθοῦν, ἀλλὰ τὸ νὰ καταργηθοῦν, κατὰ τὸν δοξασμό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπέκεινα κατανοήσεως, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο καὶ παραμένει μυστήριο, ἀκόμη καὶ γιὰ ὅσους Τὸν βλέπουν ἐν Χριστῷ. Παρʼ ὅλα αὐτά, κατανοοῦνται τὰ δόγματα, ἀλλὰ μόνον ὅταν γνωρίζη κανεὶς τὸν σκοπό τους καὶ δὲν τὰ συγχέει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἡ διατύπωσις τοῦ δόγματος στὰ Σύμβολα τῆς Πίστεως καὶ στοὺς ὅρους τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὑπῆρξε, σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ἀντίδρασις στὴν αἵρεση καὶ ποτὲ μέρος μιᾶς ὑποτιθεμένης διαδικασίας μεταβολῆς τῆς διαλεκτικῆς, ἤ ἐκείνων τῶν περιφήμων, πλήν ἀνυπάρκτων, "θεολογουμένων", σὲ δόγμα. Οἱ Πατέρες θεολογοῦσαν συμμορφώνοντας τὴν λογική τους πρὸς 1) τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή τους, 2) τὴν Γραφὴ ἐντὸς τῆς Παραδόσεως τῶν ἰδικῶν τους Πατέρων, καὶ 3) τὸν προσωπικό τους δοξασμό, ἄν ὑπῆρχε, ἤ ἐκεῖνον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ποτὲ διαλεκτικά.
Κατακλείοντας αὐτὸ τὸ Κεφάλαιο, σημειώνομε ὅτι ὁ Ὠριγένης (185-255 μ.Χ. περίπου) ταυτίζει τὴν γλωσσολαλία τῆς Α΄ Κορ. μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος "ἐν τῇ καρδίᾳ", καὶ θεωρεῖ αὐτὴν τὴν παράδοση ἐνεργὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει τοὺς Προφῆτες νὰ εἶναι Προφῆτες. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες, δὲν δείχνουν σημεῖα διαφωνίας πρὸς τὸν Ὠριγένη πάνω σʼ αὐτό τὸ θέμα, ὅσο μπόρεσα νὰ διαπιστώσω. Τὸν καιρὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (344-407 μ.Χ.), πάντως, ἡ παράδοσις ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει στὴν Ἀντιόχεια ἦταν πὼς ἡ γλωσσολαλία εἶναι τὸ χάρισμα ποὺ οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν, νὰ μιλοῦν δηλαδὴ τὶς διαλέκτους τῶν λαῶν, τοὺς ὁποίους εὐηγγελίζοντο. Ἐν τούτοις, αὐτὸ τὸ χάρισμα τῶν διαλέκτων ἐθεωρεῖτο, ὅτι συνώδευε τὸ χάρισμα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τὴν ὁποία, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν Α΄ Κορ. 14,14-16.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.