῞Ολες οἱ θεολογικὲς διακρίσεις ποὺ ἀνεπτύχθησαν καὶ διευκρινίσθησαν στὶς συζητήσεις ποὺ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὴν Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετεφέρθησαν σὲ ὅλες τὶς ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες, στὴν πραγματικότητα, ἦσαν ἐπέκταση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς. Οἱ διατυπώσεις τῶν ὅρων τους πάντως, δὲν πρέπει νὰ διαχωρίζωνται ἀπὸ τὶς θεολογικὲς τους προϋποθέσεις. Ἐνδέχεται νὰ ὑπάρχη ποικιλία στὶς διατυπώσεις τῶν ὅρων, ὄχι ὅμως καὶ στὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις.
Οἱ προϋποθέσεις θεολογικῆς διατυπώσεως τῶν ὅρων, βρίσκονται στὰ πνευματικὰ στάδια: Πρῶτον, τῆς καθάρσεως τῆς καρδίας. Δεύτερον, τῆς ἐλλάμψεως τῆς καρδίας, καί, τρίτον, τοῦ δοξασμοῦ ἤ θεώσεως τῆς καρδίας καὶ ὁλοκλήρου τοῦ εἶναι ἐκείνου, στὸν ὁποῖον ὁ Λόγος ἐμφανίζεται "ἐν τῷ Πνεύματί Του" καὶ ἀποκαλύπτει "ἐν Ἑαυτῷ" τὸν Πατέρα. ῞Οποιος βλέπει, διὰ τοῦ Πνεύματος, τὸν Χριστὸ "ἐν δόξῃ", βλέπει τὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῶν δογματικῶν διατυπώσεων στὴν Πατερικὴ παράδοση.
῎Εχομε παραθέσει ἤδη μερικὰ Πατερικὰ χωρία, πού δείχνουν καθαρὰ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐθεωροῦσαν ἀκλόνητη τὴν κληρονομηθεῖσα παράδοση, ὅτι στὶς ἐμπειρίες τοῦ δοξασμοῦ των, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ῞Αγιοι εἶχαν πραγματικὴ θέα τοῦ Θεοῦ "ἐν τῷ ἀκτίστῳ Ἀγγέλῳ - Λόγῳ Αὐτοῦ", πρὶν καὶ μετὰ τὴν σάρκωσή Του. Ἡ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἀποκάλυψις τῆς ἀκτίστου δόξης ἤ βασιλείας τοῦ Πατρός, ὡς ἰδικῆς Του φυσικῆς δόξης, κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή Του στοὺς τρεῖς μαθητές Του, παρόντων τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία, εἶναι ἐπανάληψη τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ, ὡς Κυρίου τῆς δόξης, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τώρα, πραγματοποιεῖ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀποκάλυψη διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του.
Ἡ ἀπερισκεψία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου νὰ προτείνη νὰ στήσουν τρεῖς σκηνὲς γιὰ τὸ γεγονὸς (μία γιὰ τὸν Χριστό, μία γιὰ τὸν Ἠλία, καὶ μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ), κατὰ μίμηση τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου μέσα στὴν ὁποία ὁ Μωϋσῆς ἐκοινώνησε τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὠφείλετο, στὸ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ εἶχε πράγματι ἀντικαταστήσει τὴν Μωσαϊκὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καθιστῶντας τα περιττά, καὶ στὸ ὅτι (τώρα) ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν δόξα Του, τὴν ὁποία ἔχει "κατὰ φύσιν" ἀπὸ τὸν Πατέρα.
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁμιλία καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναφέρονται στὸ κατὰ Ἰωάννην 13, 31 καὶ 17, 26, περιλαμβανομένης καὶ τῆς ὑποσχέσεως ὅτι, ὅταν τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας ἔλθη "ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν " (Ἰωάν. 16, 13), ἐπληρώθησαν κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ἡ ὁποία ἔγινε ἔτσι διαρκοῦσα ἐμπειρία δοξασμοῦ, ὅσων ἔκτοτε προσχώρησαν στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ Προφῆτες δὲν εἶχαν ὁδηγηθῆ στὴν Ἀλήθεια, οὔτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν, καὶ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ὁδηγηθῆ στὴν Ἀλήθεια, ἄλλοι μὲ ἔλλαμψη, ἄλλοι καὶ μὲ δοξασμὸ ἀκόμη, ἀλλὰ σημαίνει, ἁπλῶς, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν "πᾶσα ἀλήθεια" κατὰ τὴν θεοφάνεια τῆς Πεντηκοστῆς.
Μὲ κανένα τρόπο δὲν σημαίνει, ὅμως, ὅτι ἡ μία Ἐκκλησία θὰ ὡδηγεῖτο κατὰ στάδια, ἤ σὲ πληρέστερη κατανόηση τῆς "πάσης ἀληθείας", ἤ σὲ ἀποκατάσταση, ἤ σὲ δημιουργία ἑνότητος μεταξὺ διηρημένων ἐκκλησιῶν. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσευχή Του γιὰ ἑνότητα, ἀναφέρονται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν "ἐν τῷ θεᾶσθαι τὴν δόξαν Αὐτοῦ" (Ἰωάν. 1, 14 καὶ 17, 24), δηλ. ὅταν θεωροῦν τὴν ἄκτιστη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ δόξα ἔχει χορηγηθῆ, στὴν πληρότητά Της, γιὰ τὸν παρόντα αἰῶνα, κατὰ τὴν θεοφάνεια τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ δοξασμὸς κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ἐπηκολούθησε μετὰ τὰ στάδια καθάρσεως καὶ ἐλλάμψεως τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, καθὼς φαίνεται καθαρὰ στὴν συνοπτικὴ καὶ Ἰωάννειο Εὐαγγελικὴ παράδοση. Στὸ στάδιο τῆς ἐλλάμψεως, ἡ ἰδιοτελὴς ἀγάπη μεταβάλλεται σὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ προετοιμάζει τοὺς Μαθητὲς νὰ δοῦν "ἐν Χριστῷ" τὴν Θεότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς "δόξαν Θεοῦ" καὶ ὄχι ὡς "πῦρ καταναλίσκον". Ἡ ἀπόκτησις τοῦ χαρίσματος τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης εἶναι προϋπόθεσις τοῦ "ὁδηγηθῆναι εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν" ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δόγμα καὶ πνευματικότης εἶναι ἀρρήκτως ἑνωμένα κατὰ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως καὶ τῆς ἐλλάμψεως. Στὸ στάδιο τοῦ δοξασμοῦ, ὅμως, τὸ δόγμα ἤ ἡ γνώση περὶ Θεοῦ ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη ἐκείνη πραγματικότητα, τὴν ὁποία ἀκριβῶς προσπαθεῖ νὰ "σημάνη" τὸ δόγμα, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ μπορῆ νὰ τὴν ἀποδώση.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται τὴν προσωπική του ἐμπειρία δοξασμοῦ, ἀναιρῶντας τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Εὐνομιανῶν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συλλάβη τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ (Θεολογικὸς 11, 3), καθιστᾶ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἐξαιρετικὰ σαφές. Παρουσιάζει τὸν Πλάτωνα νὰ διατείνεται, ὅτι εἶναι δύσκολο μὲν νὰ συλλάβωμε τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἐκφράσωμε δὲ μὲ λέξεις εἶναι ἀδύνατο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος διαφωνεῖ τονίζοντας, ὅτι "Θεὸν φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον• τὸ μὲν γὰρ νοηθέν, τάχα ἄν λόγος δηλώσειεν, εἰ καὶ μὴ μετρίως, ἀλλʼ ἀμυδρῶς γε...." (Θεολογικὸς 11, 4). Αὐτὸ, σημαίνει, πώς τὸ νὰ συλλάβη καὶ νὰ ἐκφράση κανεὶς τὸν Θεό, δὲν εἶναι μόνο στοὺς ἀπίστους ἀδύνατον, ἀλλʼ ἀκόμη καὶ στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν φθάσει, ἤ στὴν ἔλλαμψη, ἤ στὸν δοξασμό. Ὁ Θεὸς παραμένει μυστήριο ἀκόμη καὶ ὅταν θεᾶται.
Παρʼ ὅλα αὐτά, ὅσοι φθάνουν στὴν ἔλλαμψη ἤ στὸν δοξασμό, χρησιμοποιοῦν ἔννοιες καὶ λέξεις μιλῶντας περὶ Θεοῦ. Πράγματι, αὐτὲς οἱ λέξεις καὶ οἱ ἔννοιες ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ. Οἱ (ἐλλαμφθέντες ἤ θεωθέντες) πνευματικοὶ πατέρες χρησιμοποιοῦν λόγους καὶ νοήματα γιὰ νὰ ὁδηγήσουν ἄλλους, μέσῳ τῆς καθάρσεως, στὴν ἔλλαμψη, καθὼς ἔκαναν καὶ οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Πάντως, τὸ νὰ χρησιμοποιῆ κανεὶς αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ αὐτὲς τὶς ἔννοιες σὰν μέσα φιλοσοφικῆς ἐνατενίσεως τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ παράχρηση καὶ τῶν δύο καὶ αὐτόματα ὁδηγεῖ σὲ πλάνη, ποὺ ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν δυνατότητα καθάρσεως τῆς καρδίας καὶ προσεγγίσεως στὴν ἔλλαμψή της.
Αὐτὴ ἡ παράχρηση τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν λόγων περὶ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν αἱρέσεων. Ὁ εὐσεβιστικὸς ἤ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς ἐπάνω στὴν Βίβλο καὶ στὴν κριτικὴ τοῦ κειμένου Της ποὺ κινεῖται μέσα στὰ πλαίσια μιᾶς τέτοιας παραχρήσεως, εἶναι ἀδιέξοδος καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὴν καταδειχθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ πραγματικότητα, τόσο μέσα στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ ἴδια ἡ Βίβλος δὲν εἶναι, οὔτε ἀποκάλυψη, οὔτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἡ ἀποκάλυψη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κοινωνοῦνται στοὺς ἀνθρώπους μόνο, μέσῳ καθάρσεως, στὸ στάδιο τῆς ἐλλάμψεως, καὶ μάλιστα τοῦ δοξασμοῦ (τῆς θεώσεως), κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς μεταλαμπαδεύεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, σὰν θεμέλιο καὶ κεντρικὸς ἄξονας τῆς Ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ διδαχῆς.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔχομε ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στοὺς Προφῆτες "ἐν τῷ Ἀγγέλῳ- Λόγῳ Αὐτοῦ", ὁ ὁποῖος Λόγος ἐξακολουθεῖ, σαρκωμένος, νὰ ἐμφανίζεται "ἐν δόξῃ" σὲ ὡρισμένους Ἀποστόλους, π.χ. κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή Του. Μετά, ἐξηγεῖ στοὺς Μαθητὲς Του, ὅτι σὲ λίγο δὲν θὰ Τὸν βλέπουν πλέον, γιατὶ πρέπει νὰ πορευθῆ πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ σὲ λίγο θὰ Τὸν ξαναδοῦν (Ἰωάν. 16, 11 καὶ 16, 33).
Αὐτὸ πραγματώθηκε μέν, προκαταρκτικά, στὶς μεταναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητές Του - ἐμφανίσεις στὶς ὁποῖες ὁ κόσμος ἐν γένει δὲν μποροῦσε νὰ μετέχη. Κατόπιν, ἔχομε τὴν ὁριστικὴ Του ἀναχώρηση, μὲ τὴν Ἀνάληψή Του, καὶ τὴν ἐπανεμφάνισή Του μὲ τὴν Πεντηκοστὴ "ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι", τὸ ὁποῖο ἔκτοτε ἐνεργεῖ, ὥστε νὰ "μορφωθῆ ὁ Χριστὸς" καθʼ ὁλοκληρία μέσα σὲ ἕνα ἕκαστο τῶν μαθητῶν καὶ πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατηλλάγησαν καὶ καταλάσσονται μὲ τὸν Θεὸ "ἐν Χριστῷ" καὶ γίνονται φίλοι Του (Ἰωάν. 16, 27) ξεπερνῶντας τὸ στάδιο τῆς δουλείας (Ἰωάν. 15, 14-15).
Ὁ Παύλειος ὅρος, "Σῶμα Χριστοῦ", γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ νέου τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ μετέχει στὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ "ἐν τῷ Ἀγγέλῳ-Λόγῳ Αὐτοῦ" στοὺς λελαμπρυσμένους καὶ δεδοξασμένους, πολλαπλασιάζοντας ἀδιαίρετα τὸν Ἑαυτό Του "ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ".
῎Ετσι, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ μετά, καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ πολλαπλασιάζεται, ἐπίσης, ἀδιαίρετα, ὥστε νὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παροῦσα στὸν κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς καταλλαγμένους φίλους τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐννοεῖ ὁ Χριστός, ὅταν λέη ὅτι θὰ συμβαίνη στοὺς φίλους Του (Ἰωάν. 14, 23). ῎Ετσι, κάθε φίλος τοῦ Θεοῦ γίνεται φορέας τοῦ ὅλου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί, συγχρόνως, ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν ἕνα Σῶμα Χριστοῦ "συνηγμένοι ἐπὶ τὸ αὐτό", συμμετέχοντας στὸν ἕνα ῎Αρτο καὶ στὸ ἕνα Ποτήριο 2. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, θεμελιωμένο στὴν Πεντηκοστή, καὶ ἡ "πᾶσα ἀλήθεια", στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε πὼς ὁ Παράκλητος θὰ ὁδηγήση τοὺς φίλους Του. ῎Ετσι, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἰκοδομεῖται μὲ τὴν προσθήκη τῶν ἐλλαμφθέντων καὶ δοξασθέντων ἑκάστης γενεᾶς, μέχρις ἀπαρτισμοῦ Του.
Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ οἱ δοξασθέντες, δηλαδὴ οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες, πέθαιναν, καὶ σωματικό, καὶ πνευματικὸ θάνατο, καὶ ἀνέμεναν τὴν πνευματικὴ καὶ σωματική τους ἀνάσταση - δηλ. ὅ,τι οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν "πρώτη" καὶ "δεύτερη" ἀνάσταση.
Πνευματικὸς θάνατος εἶναι ἤ τὸ νὰ μὴ βλέπη κανεὶς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἤ τὸ νὰ βλέπη αὐτὴν τὴν δόξα ὡς ''πῦρ καταναλίσκον'' καὶ "σκότος ἐξώτερον", τῆς Κολάσεως. Ἡ πρώτη ἀνάσταση εἶναι τὸ νὰ ἔχη κανεὶς διαρκῆ καὶ ἀδιάκοπη θέα τῆς κτίσεως "ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ", καθὼς οἱ ῞Αγιοι ἔχουν, δηλ. διαρκῆ καὶ ἀδιάκοπη κοινωνία τῆς Χάριτος, ἀκόμη καὶ ἐπέκεινα τοῦ θανάτου. Αὐτό, βέβαια, μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῎Εχουν ἤδη πραγματώσει τὸν γάμο τους μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος θὰ ὁλοκληρωθῆ μὲ τὴν γενικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ μὲ τὴν ἀποκατάσταση τῶν πάντων. Στὴν παροῦσα ζωή, οἱ πιστοὶ "ἀπεκδέχονται" νὰ ἑνωθοῦν μόνιμα μὲ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. ῎Εχουν τὸν "ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος", τὸ ἐνέχυρο δηλ. τοῦ Πνεύματος, "ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν" (Β΄ Κορινθ. 1, 22 καὶ 5, 5, ὡς καὶ Ἐφεσ. 1, 14).
Δἐν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεὸ ἀνεξάρτητα ἀπʼ τὸ Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο, μὲ τὴν σειρά του, εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸν δοξασμό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνη φίλος τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἄν ἑκουσίως ἄρη τὸν σταυρόν του καὶ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Τὸ "νὰ δοξασθῆς", σημαίνει "νὰ σταυρωθῆς", πού, μὲ τὴν σειρά του, σημαίνει νὰ ἀποκτήσης τὴν Θεία δύναμη νὰ μετασχηματίσης τὴν ἰδιοτελῆ καὶ ἐγωκεντρικὴ ἀγάπη σου σὲ θεοειδῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία "οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς". Αὐτὴ ἡ καταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἤδη ἐνεργοῦσε στοὺς Πατριάρχες, Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους, καὶ πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν Σταύρωση, ἐπειδὴ μετεῖχαν στὸ Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ 3. Γιʼ αὐτὸ καὶ ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ δέχθηκαν τὸ χάρισμα νὰ τολμοῦν νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων.
Τό Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη καταλλακτικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἰατρεύει τὰ νοσήματα ὅσων θέλουν νὰ ὑποστοῦν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ "γενόμενοι ὑπήκοοι μέχρι θανάτου" στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δοτῆρος τοῦ Νόμου στὸν Μωϋσῆ καὶ τῶν Μακαρισμῶν στοὺς Ἀποστόλους. Ἡ ἑκούσια Σταύρωση τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, εἶναι ἡ πλήρης, ἀλλʼ ὄχι καὶ ἡ μόνη, φανέρωση, στὴν ἱστορία, τῆς δυνάμεως τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Κάθε δοξασμὸς φίλου τοῦ Θεοῦ, εἴτε πρίν, εἴτε μετὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης φανέρωση τῆς δυνάμεως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου.
2 Γιά τήν Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία, βλέπε τήν μελέτη μου: 'Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας', Atlanta,1956, ἀνατυπωμένο στό Orthodox Theological Review,7, (1961), σελ. 53-77.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.